Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση με μόλις 1.710 μονάδες PPS, έναντι 3.155 στην Ε.Ε. Θα πρέπει δε να επισημανθεί ότι η Βουλγαρία και η Ουγγαρία, που έχουν χαμηλότερο ονομαστικό μισθό σε σύγκριση με την Ελλάδα, έχουν υψηλότερη αγοραστική δύναμη, με 2.016 και 2.062 PPS αντίστοιχα...
Η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα αντιστοιχεί σε λίγο πάνω από το 40% της αγοραστικής δύναμης του αντίστοιχου μισθού σε Γερμανία, Δανία, Βέλγιο
Σε δεινή θέση
βρίσκεται μεγάλο μέρος των νοικοκυριών στην Ελλάδα, καθώς ο μισθός τελειώνει
στις 19 του μήνα, όπως έχουν δείξει παλιότερες έρευνες, κάτι που αποτυπώνει τη
μειωμένη αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Η χώρα μας παρουσιάζει τον τρίτο
χαμηλότερο μέσο μηναίο προσαρμοσμένο μισθό πλήρους απασχόλησης στην Ε.Ε. μετά
τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία, 1.408 ευρώ μεικτά (υπολογισμένο σε δωδεκάμηνη
βάση). Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 45% του μέσου μισθού στην Ε.Ε. (3.155 ευρώ)
ή αλλιώς στο 33% στη Γερμανία και στο 25% στη Δανία. Η παραπάνω συνθήκη
καθίσταται ακόμη χειρότερη σε πρότυπα αγοραστικής δύναμης (Purchasing Power Standards-PPS).
Στην τελευταία θέση
Με βάση αυτό, η
Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση με μόλις 1.710 μονάδες PPS, έναντι 3.155 στην Ε.Ε. Αξίζει να
σημειωθεί ότι κάποιος που λαμβάνει τον μέσο προσαρμοσμένο μισθό πλήρους
απασχόλησης στην Ελλάδα μπορεί να αγοράσει περίπου τα μισά αγαθά και υπηρεσίες
(54%) σε σύγκριση με τον μέσο εργαζόμενο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα πρέπει δε να
επισημανθεί ότι η Βουλγαρία και η Ουγγαρία, που έχουν χαμηλότερο ονομαστικό
μισθό σε σύγκριση με την Ελλάδα, έχουν υψηλότερη αγοραστική δύναμη, με 2.016
και 2.062 PPS αντίστοιχα. Η
αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα αντιστοιχεί σε λίγο πάνω από το
40% της αγοραστικής δύναμης του αντίστοιχου μισθού στη Γερμανία, στη Δανία και
στο Βέλγιο.
Πτώση στο πραγματικό εισόδημα
Αλλωστε, στο
τέταρτο τρίμηνο του 2024, όπως επισημαίνεται στο πλέον πρόσφατο δελτίο Τύπου
της ΤτΕ για την ελληνική οικονομία, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των
νοικοκυριών έπεσε κατά 2,6% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024. Σε
ονομαστικούς όρους αυξήθηκε κατά 1,4% εξαιτίας της θετικής συνεισφοράς του
εισοδήματος από εργασία τόσο των μισθωτών όσο και των αυτοαπασχολούμενων. Η
μεγάλη διαφορά μεταξύ ονομαστικής αύξησης και πραγματικής μείωσης δείχνει και
την επίδραση του πληθωρισμού αλλά και της φορολογίας στα εισοδήματα. Συνολικά,
καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των
νοικοκυριών αυξήθηκε κατά μόλις 0,7%, κάτι που συνιστά χειροτέρευση σε σύγκριση
με την αύξηση 3,4% το 2023.
Τρώνε από τα έτοιμα
Την ίδια ώρα, η
Τράπεζα της Ελλάδος εντοπίζει και άλλο ένα ανησυχητικό φαινόμενο, εκείνο της
αρνητικής αποταμίευσης. Κατά τη διετία 2023-2024 τα νοικοκυριά άρχισαν
να «βάζουν χέρι» στις αποταμιεύσεις τους για να καλύψουν την κατανάλωση, κάτι
που με τη σειρά του οδήγησε σε αρνητική αποταμίευση. Ούτε λίγο ούτε πολύ, τα
ελληνικά νοικοκυριά δεν αντέχουν τη συνεχιζόμενη ακρίβεια, η οποία πλήττει τα
εισοδήματά τους.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, το ποσοστό αρνητικής αποταμίευσης
υπερδιπλασιάστηκε το 2024 (-1,9% του ΑΕΠ) συγκριτικά με το 2023 (-0,9%), καθώς
ο ρυθμός αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος υπολειπόταν έναντι της έντονης
αύξησης της κατανάλωσης. Η κατάργηση των μέτρων στήριξης για την πανδημία και
την ενεργειακή κρίση παράλληλα με την αποπληρωμή των φορολογικών υποχρεώσεων
και την αύξηση των καταναλωτικών δαπανών δημιούργησαν σημαντικές καθοδικές
πιέσεις στις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών ωθώντας τις περαιτέρω σε αρνητικό
έδαφος, όπως επισημαίνει η ΤτΕ. Η παρατήρηση της ΤτΕ επιβεβαιώνεται τόσο από τα
στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που δείχνουν αρνητικά ποσοστά αποταμίευσης, όσο και από
τις έρευνες οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου