Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ την περίοδο 2019-2023 το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά περίπου 8,3 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ η πραγματική καταναλωτική τους δαπάνη αυξήθηκε κατά 7,9 δισεκατομμύρια ευρώ.
15 χρόνια μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης, οι μισθοί εξακολουθούν να παραμένουν σε επίπεδα που δεν εξασφαλίζουν αξιοπρεπείς συνθήκες.
Η Ελλάδα κατατάσσεται ως το δεύτερο πιο φτωχό κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το έτος 2024, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, η οποία αξιολογεί τα επίπεδα εισοδήματος σε συνάρτηση με το κόστος ζωής.Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, την περίοδο 2019-2023 το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά περίπου 8,3 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ η πραγματική καταναλωτική τους δαπάνη αυξήθηκε κατά 7,9 δισεκατομμύρια ευρώ.
Επιπλέον, η μέση μηνιαία πραγματική κατανάλωση των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τη μισθωτή εργασία παρέμεινε αμετάβλητη, ενώ για τους αυτοαπασχολούμενους μειώθηκε και για τους εργοδότες αυξήθηκε σημαντικά, φτάνοντας σχεδόν το διπλάσιο της κατανάλωσης των μισθωτών.
Η έκθεση σημειώνει επίσης πως, παρότι έχουν βελτιωθεί ορισμένοι δείκτες στην αγορά εργασίας, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ, ξεπερνώντας μόνο την Βουλγαρία, η οποία είναι πρώτη στη λίστα. Το ίδιο ισχύει και για τη διαφορά απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών, όπου η χώρα παρουσιάζει τη δεύτερη μεγαλύτερη ανισότητα στην ΕΕ των 27. Η Ελλάδα βρίσκεται επίσης στην τρίτη θέση όσον αφορά τη διαφορά στο ποσοστό απασχόλησης μεταξύ των ηλικιών 40-64 και 15-39 ετών. Επιπλέον, το 2024, η Ελλάδα είχε το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην ΕΕ, με 80,3%.
Παράλληλα, περισσότερο από 15 χρόνια μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης, οι μισθοί στη χώρα εξακολουθούν να παραμένουν σε επίπεδα που δεν εξασφαλίζουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για μεγάλο μέρος των εργαζομένων. Από το 2009 έως το 2024, ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 32,8%, ενώ την περίοδο 2019-2024 η μείωση ήταν 1,1%, παρά την αύξηση κατά 2,9% που σημειώθηκε την τελευταία διετία (2023-2024).
Κατά την ίδια πενταετία (2019-2024), η συνολική πραγματική παραγωγικότητα εργασίας αυξήθηκε κατά 1,2%, αλλά το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο μειώθηκε κατά 4,7%. Από τους έντεκα κύριους τομείς της οικονομίας, η παραγωγικότητα αυξήθηκε στους οκτώ, όμως το πραγματικό ωρομίσθιο βελτιώθηκε μόνο σε δύο. Δηλαδή, η αύξηση της παραγωγικότητας δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση των αμοιβών. Αυτό είχε ως συνέπεια την ενίσχυση του μεριδίου των κερδών και τη μείωση του μεριδίου των μισθών. Tο 2024 τα κέρδη αντιστοιχούσαν στο 50,2% του ΑΕΠ της Ελλάδας, σε αντίθεση με το 41% που ήταν ο μέσος όρος στην ΕΕ.