Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ανδρουλιδάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ανδρουλιδάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Βαρύς χειμώνας για την κυβέρνηση

Το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομοφύλων, οι φοιτητικές καταλήψεις που γίνονται με αφορμή την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και τα αγροτικά μπλόκα στριμώχνουν για τα καλά την κυβέρνηση, η οποία μάταια ψάχνει λύσεις. Το παράδοξο είναι ότι, ενώ η κοινωνία εξακολουθεί να υποφέρει και να προβληματίζεται, η αντίδρασή της δεν είναι ανάλογη του μεγέθους των προβλημάτων που αντιμετωπίζει.

 

 


Γιάννης Ανδρουλιδάκης *

Είναι η πρώτη φορά, ίσως, στην πενταετή διακυβέρνηση της χώρας από τη Ν.Δ., που ο κ. Μητσοτάκης βρίσκεται σε τόσο δύσκολη θέση. Το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομοφύλων, οι φοιτητικές καταλήψεις που γίνονται με αφορμή την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και τα αγροτικά μπλόκα στριμώχνουν για τα καλά την κυβέρνηση, η οποία μάταια ψάχνει λύσεις. Οι υποσχέσεις που μοιράζει δεξιά και αριστερά δε φαίνεται να πείθουν. Είναι βέβαιο ότι από τον βαρύ πολιτικό χειμώνα του Φεβρουαρίου θα βγει λαβωμένη. Σε ποιο βαθμό, ωστόσο, θα φανεί.

Το νομοσχέδιο που αναφέρεται στον γάμο των ομοφύλων και ο τρόπος διαχείρισής του από την κυβερνητική πλειοψηφία έχει ταρακουνήσει για τα καλά τη Ν.Δ., όχι γιατί δέχεται πιέσεις από την αντιπολίτευση, αλλά επειδή υπάρχουν τρανταχτές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του κόμματος και της κυβέρνησης. Πολλοί «γαλάζιοι» βουλευτές αρνούνται να ψηφίσουν το νομοσχέδιο και θα επιλέξουν, μάλλον, τη μέση οδό της αποχής, για την οποία εκλιπαρούσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός τους διαφωνούντες. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των δυσαρεστημένων, όπως κι αν εκφραστεί, με αποχή ή με αρνητική ψήφο, αναμένεται να είναι μεγάλος και να πλήξει την εικόνα του κυβερνητικού σχήματος. Ουσιαστικό ρόλο φαίνεται να διαδραματίζει η αρνητική στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία αναμένεται να επηρεάσει έναν ικανό αριθμό βουλευτών. Ο γάμος των ομοφύλων είναι αλήθεια ότι δίχασε την κοινωνία και κάποια από τα κόμματα και για βδομάδες βρίσκεται στην πρώτη θέση της επικαιρότητας, επισκιάζοντας άλλα σοβαρότερα ζητήματα, όπως π.χ. η ακρίβεια και τα εθνικά θέματα. Το πολιτικό κόστος που θα έχει αυτή η υπόθεση βραχυπρόθεσμα θα φανεί τη μέρα της ψηφοφορίας και μακροπρόθεσμα στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.

Μετά από πολλά χρόνια, ουσιαστικός αναβρασμός δείχνει να επικρατεί στα ΑΕΙ, με τους φοιτητές να μοιάζουν αποφασισμένοι να ακυρώσουν την πρόθεση της κυβέρνησης να ιδρύσει ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Οι μαζικές συνελεύσεις των φοιτητών και η πλειοψηφία με την οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις αποδεικνύουν ότι κάτι αρχίζει να κινείται στον φοιτητικό χώρο. Η κυβέρνηση αδυνατεί να κατανοήσει ότι οι καταλήψεις έχουν πραγματικές αιτίες και εξαπολύει άθλια προπαγάνδα εναντίον των φοιτητών, προετοιμάζοντας την κοινωνία για μια δυναμική επέμβαση, εφόσον κάτι τέτοιο κριθεί αναγκαίο. Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύεται να κατανοήσει κανείς κάποιους σοβαρούς λόγους, πέρα από το κέρδος, για τους οποίους θα πρέπει να ιδρυθούν ιδιωτικά πανεπιστήμια και να αποδεχτεί γιατί τα κρατικά δεν μπορούν να παίξουν τον ρόλο που η κυβέρνηση θα δώσει στα ιδιωτικά. Οι ενστάσεις όσων διαφωνούν έχουν σοβαρή βάση και, αν οι φοιτητές αντέξουν, τότε οι εξελίξεις μπορεί να πάρουν και τη μορφή χιονοστιβάδας.

Οι αγροτικές κινητοποιήσεις κάθε χρόνο τέτοια περίοδο είναι επαναλαμβανόμενες εδώ και δεκαετίες. Τα αγροτικά προβλήματα, όχι μόνο δεν έχουν επιλυθεί, αλλά πολλαπλασιάστηκαν. Ζητήματα όπως το πετρέλαιο, το κόστος των λιπασμάτων και των ζωοτροφών, τα μεροκάματα, οι περικοπές στις επιδοτήσεις κ.α. έχουν γονατίσει τον αγροτικό κόσμο και τον οδηγούν σε απόγνωση. Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί οι αγρότες δεν προχωρούν σε πιο δυναμικές αντιδράσεις, για να πιέσουν για την επίλυση των προβλημάτων τους. Χρόνια πολλά η δυσαρέσκεια του αγροτικού κόσμου εκτονώνεται στα μπλόκα, με αποτέλεσμα τα προβλήματα να παραμένουν άλυτα και να κακοφορμίζουν. Είναι, επιπλέον, αδιανόητο να απουσιάζουν από τα μπλόκα οι ηγέτες της αντιπολίτευσης και να εμφανίζεται άνετος κι ωραίος ο πρωθυπουργός στο μπλόκο της Βόνιτσας, για να διαβεβαιώσει προκλητικά τους αγρότες πως ούτε στη Γερμανία θα φύγουν μετανάστες, ούτε γκαρσόνια θα γίνουν!!! Χαρακτηριστικό κι αυτό των καιρών που ζούμε.

Το παράδοξο είναι ότι, ενώ η κοινωνία εξακολουθεί να υποφέρει και να προβληματίζεται, η αντίδρασή της δεν είναι ανάλογη του μεγέθους των προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Αυτό, επειδή δεν υπάρχει αξιόπιστη αντιπολίτευση, η οποία θα στηρίξει κάθε δίκαιο αίτημα των ανθρώπων που βγαίνουν στους δρόμους και θα ανοίξει ένα δρόμο ελπίδας. Όσο επικρατεί αυτή η αντιπολιτευτική αφωνία και κυριαρχεί η διάθεση συναίνεσης με επικίνδυνες κυβερνητικές επιλογές, τόσο ο κ. Μητσοτάκης δε θα απειλείται σοβαρά. Αυτό ακριβώς το πολιτικό κενό στον χώρο της αντιπολίτευσης είναι ένα από τα θεμελιώδη προβλήματα της Δημοκρατίας μας. Σημάδι και αυτό των καιρών. 

πηγή: 2020mag.gr

* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας

2024: Να ξηλωθεί το πουλόβερ της δεξιάς ηγεμονίας


Ο κ. Μητσοτάκης εμφανίζεται παντοδύναμος και ουσιαστικά κυβερνά χωρίς αντίπαλο. Απαιτείται μια ειλικρινής συνεργασία πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων στην κεντροαριστερά, η οποία δε θα είναι ένα αντίγραφο ή μια επανάληψη του ΠΑΣΟΚ ή του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κάτι νέο.


 

Γιάννης Ανδρουλιδάκης *

Το 2024 μπήκε χωρίς σοβαρές διαφοροποιήσεις σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Ο κ. Μητσοτάκης εμφανίζεται παντοδύναμος και ουσιαστικά κυβερνά χωρίς αντίπαλο. Θα έλεγε, μάλιστα, κανείς ότι δέχεται περισσότερη πίεση από το εσωτερικό του κόμματός του, παρά από την αντιπολίτευση, μείζονα και ελάσσονα. Η εικόνα που παρουσιάζει η ελληνική πολιτική σκηνή μπορεί, επομένως, να χαρακτηριστεί σαν μονοκομματισμός. 

Αυτή η ελλειμματική μορφή δημοκρατίας εκ των πραγμάτων είναι προβληματική, αφού ούτε ουσιαστικός έλεγχος ασκείται στα πεπραγμένα της κυβέρνησης, ούτε η τελευταία δέχεται πιέσεις, για να προχωρήσει σε λύσεις προς όφελος των πολλών, προς το συμφέρον της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Ο κατακερματισμός, η πολυδιάσπαση, ο ηγεμονισμός, η απουσία συνεννόησης στον χώρο της αντιπολίτευσης και κυρίως η απογοήτευση και η αποχή των πολιτών από τα κοινά ενισχύουν το πρόβλημα. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι στον χώρο της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης υπάρχει τεράστιο κενό, το οποίο δεν μπορούν να καλύψουν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Οι δύο αυτοί πολιτικοί σχηματισμοί μοιάζουν σαν να έχουν ολοκληρώσει τον ιστορικό τους κύκλο, καθώς αδυνατούν να προβάλλουν εναλλακτικές, πειστικές και ρεαλιστικές λύσεις.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την ανάδειξη  στην ηγεσία του κ. Κασσελάκη, βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Δεν είναι μόνο οι διασπάσεις που έγιναν, οι μαζικές αποχωρήσεις  στελεχών και μελών και τα γκάλοπ που καταγράφουν μονοψήφια ποσοστά, αλλά κυρίως το πολιτικό αλαλούμ που εκπέμπει και η αδυναμία του να διατυπώσει σοβαρό πολιτικό λόγο. Κάθε λίγο και λιγάκι βρίσκεται με αρνητικό τρόπο στη δημοσιότητα ο αρχηγός του και οι πρωτοβουλίες που παίρνει. Τη μια για την πρόταση υπουργοποίησής του από τον κ. Μητσοτάκη, την άλλη για τη συνεδρίαση της Κ.Ο. στις Σπέτσες και την τρίτη για την κομματική πειθαρχία που επέβαλε στους βουλευτές του, ενόψει της κατάθεσης του νομοσχεδίου για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Καμία, ωστόσο, ουσιαστική παρέμβαση για τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας δεν έχει κάνει τόσους μήνες μετά την εκλογή του. Συνεχίζει να μηρυκάζει την εκτίμησή του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πρώτος στις ευρωεκλογές!

Το ΠΑΣΟΚ, παρότι φαίνεται στα γκάλοπ να σταθεροποιείται στη δεύτερη θέση, δεν μπορεί να πείσει ότι θα γίνει ο αντίπαλος πόλος της Ν.Δ. Βρίσκεται μακριά από τον στόχο του, να καταγραφεί δηλαδή ως αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας και ως εν δυνάμει κυβέρνηση. Παρόλο που διαθέτει αρκετά ικανά και άφθαρτα στελέχη, δεν έχει βρει το πολιτικό του στίγμα και δεν έχει καταφέρει να καρπωθεί τη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ. Ο αρχηγός του αποδεικνύεται κατώτερος των περιστάσεων και δείχνει να αδυνατεί να οδηγήσει το κόμμα του σε αλλαγή σελίδας.

Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, η κοινωνία στενάζει και υποφέρει από την πολιτική της Ν.Δ. Είναι επιτακτική ανάγκη, από τη μια, να ακυρωθεί η προσπάθεια της κυβέρνησης να πείσει ότι η κανονικότητα των πολιτών είναι η φτώχεια, η ακρίβεια, τα ψίχουλα των pass, τα υπερκέρδη των παρόχων της ενέργειας, τα Τέμπη, οι υποκλοπές, οι εκρήξεις στο στρατόπεδο της Αγχιάλου, τα βυθισμένα ελικόπτερα στο Στεφανοβίκειο, οι πλημμύρες, οι πυρκαγιές και οι καταστροφές των δασών, τα ολοένα αυξανόμενα περιστατικά βίας, οι γυναικοκτονίες, ο έλεγχος των ανεξάρτητων αρχών, της δικαιοσύνης και των ΜΜΕ, η καταστολή σε όσους αντιδρούν, η εμπλοκή της χώρας σε πολεμικές επιχειρήσεις κ.ά. Απαιτείται, από την άλλη, μια ειλικρινής συνεργασία πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, η οποία δε θα είναι ένα αντίγραφο ή μια επανάληψη του ΠΑΣΟΚ ή του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κάτι νέο. Μια συμμαχία στην κορυφή και τη βάση, η οποία θα βάλει τέλος στη μονοκρατορία του κ. Μητσοτάκη και με υπευθυνότητα και ρεαλισμό θα οδηγήσει τη χώρα στην επόμενη μέρα. Υπό την έννοια αυτή, οι διεργασίες που συντελούνται στον χώρο της Νέας Αριστεράς παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.

πηγή: 2020mag.gr
__________________________________________

* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Ελληνοτουρκική προσέγγιση: Φρούδες ελπίδες


Η συνάντηση ανάμεσα στους κ.κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν χαρακτηρίστηκε από τα περισσότερα ελληνικά ΜΜΕ ως μια σημαντική πρόοδος στις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών. Έγινε προσπάθεια, και πάλι, η κοινή γνώμη να «ταϊστεί»  με μια ακόμη επιτυχία της χώρας και προσωπικά του πρωθυπουργού, με κύριο επιχείρημα ότι οι συνομιλίες κατέληξαν στην υπογραφή της διακήρυξης Φιλίας και καλής Γειτονίας των Αθηνών. Είναι, όμως, έτσι;


 

Γιάννης Ανδρουλιδάκης *

Το συγκεκριμένο κείμενο, διακήρυξης Φιλίας και καλής Γειτονίας των Αθηνών, είναι τόσο γενικόλογο που μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μια έκθεση ιδεών. Πρόκειται στην ουσία για ένα ευχολόγιο που δεν έχει καμία νομική ισχύ, αφού ρητά ορίζει ότι: «αυτή η Διακήρυξη δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία, δεσμευτική για τα Μέρη κατά το διεθνές δίκαιο. Καμία πρόνοια της Διακήρυξης αυτής δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι παράγει νομικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τα Μέρη». Άρα, μια συμφωνία η οποία ακυρώνεται ανά πάσα στιγμή ακόμη και μονομερώς. Επομένως, πού βρίσκεται η επιτυχία;

Άραγε, για ποια θετική εξέλιξη θα μιλήσουμε, όταν υπάρχουν τουλάχιστον τρία ακανθώδη ζητήματα, τα οποία δε μάθαμε αν συζητήθηκαν, αλλά και για τα οποία δεν ακούσαμε ότι υπήρξε κάποια πρόοδος; 
 
Το πρώτο έχει να κάνει με τη μοναδική διαφορά που η Ελλάδα αναγνωρίζει δημόσια και σχετίζεται με τη διευθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Προφανώς, η Τουρκία δε δέχεται ότι αυτό είναι το μόνο ζήτημα που μπορεί να παραπεμφθεί στο δικαστήριο της Χάγης, αφού θέτει μια σειρά από διεκδικήσεις και ισχυρίζεται ότι τα νησιά μας έχουν μηδενική επήρεια στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Επιπλέον, δεν εγκατέλειψε το όραμά της για τη «γαλάζια πατρίδα», δεν απέσυρε το αίτημα για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών της μεθορίου, την απειλή του casus belli, ούτε και τις επαναλαμβανόμενες και προκλητικότατες δηλώσεις ότι θα έρθει μια νύχτα.

Το δεύτερο αφορά στο τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο όλο και περισσότερο παγιώνεται. Οι όποιες διπλωματικές προσπάθειες της χώρας μας να ακυρωθεί δεν έχουν φέρει κανένα αποτέλεσμα. Από τη μια, η κυβέρνηση του κ. Ερντογάν εξακολουθεί να ασκεί μεγάλη επιρροή στη Λιβύη, να παρέχει στρατιωτική και άλλου είδους στήριξη και να κινεί τα νήματα στην πολύπαθη αυτή χώρα. Από την άλλη, δημιουργείται τεράστια απορία γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν επεκτείνει τα χωρικά ύδατα νότια της Κρήτης στα 12 ναυτικά μίλια, όπως έκανε στο Ιόνιο. Τι φοβάται; Έχει αναλάβει κρυφές δεσμεύσεις και γι’ αυτό δεν ακυρώνει στην πράξη την απαράδεκτη αυτή συμφωνία Τουρκίας - Λιβύης;

Το τελευταίο θέμα είναι το Κυπριακό. Συμπληρώθηκαν σχεδόν πενήντα χρόνια από την εισβολή των Τούρκων στο νησί και από την κατοχή του 40% περίπου της Κύπρου, χωρίς να έχει αλλάξει κάτι. Η κατάσταση στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο μοιάζει αδύνατον να μεταβληθεί, έστω και ελάχιστα, και η Τουρκία προσπαθεί να δημιουργήσει νέα τετελεσμένα με τον εποικισμό της Αμμοχώστου. Φαίνεται ότι όχι μόνο έχει εγκαταλειφθεί προ πολλού το δόγμα «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαραστέκεται», αλλά και η θέση ότι η πρόοδος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις περνάει μέσα από τη επίλυση του Κυπριακού. Η ελληνική πλευρά δεν έχει σε πρώτη προτεραιότητα αυτό το ζήτημα, που μάλλον δεν επηρεάζει πια καταλυτικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αλλιώς πώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι δεν ακούστηκε από τα επίσημα χείλη ούτε της ΠτΔ ούτε του πρωθυπουργού ότι το Κυπριακό εξακολουθεί να αποτελεί ένα διεθνές πρόβλημα εισβολής και παράνομης κατοχής εδάφους ενός ανεξάρτητου κράτους;

Ανακεφαλαιώνοντας, είδαμε ότι η Τουρκία δε μετακινήθηκε ούτε χιλιοστό από τις πάγιες διεκδικήσεις της. Αντιθέτως, δε μάθαμε πώς ακριβώς χειρίστηκε η ελληνική πλευρά τις τουρκικές απαιτήσεις και ποιες υποσχέσεις πήρε ο κ. Ερντογάν. Ο διάλογος είναι χρήσιμος, αλλά απαιτείται να προσέρχεται κανείς σε αυτόν με ξεκάθαρη γραμμή, με όπλο το διεθνές δίκαιο και να προβάλλει με αποφασιστικότητα τις θέσεις της χώρας του. Όσοι ελπίζουν ότι η Τουρκία θα αλλάξει τακτική και καλλιεργούν τον εφησυχασμό στον ελληνικό λαό, προσφέρουν κάκιστες υπηρεσίες στον τόπο. Η γειτονική χώρα σύντομα θα δείξει και πάλι το πραγματικό της πρόσωπο και με λόγια και με έργα και θα αποδείξει, διαψεύδοντας τα φερέφωνα του Μαξίμου, πόσο υπολογίζει συμφωνίες, όπως αυτή της διακήρυξης Φιλίας και καλής Γειτονίας των Αθηνών. Δε θα ’ναι δα ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που η χώρα, με αυτή την κυβέρνηση, θα υποστεί άλλη μια διπλωματική ήττα.
________________________

* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας, αρθρογραφεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Γιάννης Ανδρουλιδάκης: Το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως τον ξέραμε

Ο ΣΥΡΙΖΑ απονευρώνεται ιδεολογικά και οργανωτικά και χάνει τη ραχοκοκαλιά του. Είναι φανερό πλέον ότι ούτε είναι, ούτε και θα ξαναγίνει ίδιος, όπως ήταν στο παρελθόν.


 
 
 

Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως τον ξέραμε, τελείωσε τόσο οργανωτικά όσο και ιδεολογικά. Μετά την τελευταία Κ.Ε. και όσα συνέβησαν εκεί, οι αποχωρήσεις έγιναν επαναλαμβανόμενο φαινόμενο. Έφυγε η «Ομπρέλα», οι 6+6, μεγάλος αριθμός στελεχών και απλών μελών, ευρωβουλευτές κ.α. Αυτή η μαζική φυγή δημιουργεί ένα νέο σκηνικό: ο ΣΥΡΙΖΑ απονευρώνεται και χάνει τη ραχοκοκαλιά του. Είναι φανερό πλέον ότι ούτε είναι, ούτε και θα ξαναγίνει ίδιος, όπως ήταν στο παρελθόν. 

Επιπλέον, μετά την εκλογή του κ. Κασσελάκη, μετατοπίζεται ιδεολογικά προς τον χώρο του Κέντρου, κάνοντας πράξη το σχέδιο του αρχηγού του για τη δημιουργία ενός πολιτικού σχηματισμού, ο οποίος θα είναι αντίστοιχος με το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ. Ακόμη, δημιουργείται ένα κόμμα αρχηγικό και λαϊκιστικό, στο οποίο ο επικεφαλής μπορεί να παρακάμπτει το καταστατικό και τις θεσμοθετημένες διαδικασίες, να εκφράζει αντιλήψεις και να υιοθετεί συμπεριφορές που βρίσκονται έξω από την κουλτούρα και την ιστορική πορεία της ανανεωτικής Αριστεράς. Ο κ. Κασσελάκης και η ομάδα του αλλάζουν τη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, διατυπώνουν τοξικό πολιτικό λόγο, κατασκευάζουν εσωτερικούς εχθρούς και αποστάτες, συμπεριφέρονται με πολιτικό τσαμπουκά και επιτρέπουν στους διψασμένους για εκδίκηση οπαδούς τους να σκυλέψουν διαδικτυακά όσους τολμούν να διατυπώνουν πολιτικές διαφωνίες. Όλα τα παραπάνω είναι που οδήγησαν στην έξοδο όσους αποχώρησαν και όχι η εκλογή του κ. Κασσελάκη στην αρχηγία, την οποία ουδείς αμφισβήτησε.

Το φαινόμενο Κασσελάκη ξεφούσκωσε γρήγορα, όταν το lifestyle έδωσε τη θέση του στην πραγματική πολιτική. Τότε φανερώθηκε η πολιτική γύμνια του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ. Όχι μόνο δεν έφερε το νέο που υποσχέθηκε, αλλά ο ίδιος και η ηγετική ομάδα που τον στηρίζει οδηγούν το κόμμα τους στη μεγαλύτερη κρίση από την εποχή της ίδρυσής του και, πιθανώς, σε λίγο καιρό να του βάλουν και την ταφόπλακα. Οι δημοσκοπήσεις κατατάσσουν τον ΣΥΡΙΖΑ στην τρίτη θέση, την οποία, ίσως, απολέσει από το ΚΚΕ. Η φυγή έντεκα βουλευτών και η συγκρότηση μιας νέας κοινοβουλευτικής ομάδας τον βυθίζει ακόμη βαθύτερα. Η πολιτική κατρακύλα και η περαιτέρω συρρίκνωσή του μοιάζει αναπόφευκτη.

Από τον κατήφορο και τη φθορά δεν μπόρεσε να τον σώσει ούτε ο κ. Τσίπρας, ο οποίος αποφάσισε να παρέμβει με πολύ μεγάλη καθυστέρηση. Οι συναντήσεις του, ωστόσο, με στελέχη και βουλευτές που αποχώρησαν και η προσπάθειά του να κρατήσει ενωμένο τον κασσελακικό ΣΥΡΙΖΑ δεν απέδωσαν. Φαίνεται ότι το κύρος του έχει εξατμιστεί και η δυνατότητά του να επηρεάζει καταστάσεις και να κρατά εσωκομματικές ισορροπίες ανήκει στο παρελθόν. Όπως και να έχει, όμως, η ευθύνη του για ό,τι έχει συμβεί είναι τεράστια. Στήριξε, τουλάχιστον μέσω των συνεργατών του, τον κ. Κασσελάκη, και του επέτρεψε να χρησιμοποιήσει το όνομά του και να εμφανιστεί ως κληρονόμος και συνεχιστής του. Τον άφησε να ξεφορτωθεί την ενοχλητική «Ομπρέλα», δηλαδή τους παλιούς συνεργάτες και υπουργούς των κυβερνήσεών του, και μετά αποφάσισε να «δράσει», για να προστατεύσει και πάλι τον επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ. Εις μάτην, όμως. Ποιος τον ακούει πια;

Όσοι προβληματίζονται για τη σημερινή εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εξακολουθούν να παραμένουν στο κόμμα τους, γιατί πιστεύουν ότι στο συνέδριο του Φεβρουαρίου θα υπάρξουν ανατροπές, βρίσκονται σε πλάνη. Η ηγετική ομάδα του κ. Κασσελάκη και ο νέος μηχανισμός που χτίζει θα έχει εδραιωθεί και θα ελέγξει κάθε επικίνδυνη εξέλιξη. Όσοι πάλι ελπίζουν ότι μια βαριά ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές θα οδηγήσει σε αλλαγή ηγεσίας, λειτουργούν τυχοδιωκτικά. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο παραμένει αμφίβολο κατά πόσο θα παραιτηθεί ο κ. Κασσελάκης, μα, κι αν αυτό συμβεί, θα αντικατασταθεί από πρόσωπο του στενού πυρήνα των συνεργατών-καθοδηγητών του.

Η εκλογή του κ. Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία συνδυάστηκε με αλλαγή στη φυσιογνωμία του ιστορικού αυτού κόμματος, λειτούργησε καταλυτικά στην αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στον χώρο της Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να ξεψυχά και κάτι άλλο να γεννιέται. Νέο και ελπιδοφόρο; Μένει να το δούμε.

________________________

* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας, αρθρογραφεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Ναυάγιο στην Πύλο: Να λάμψει η αλήθεια

Aν έφταναν στη χώρα 750 άνθρωποι λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, θα κατέρρεε το αφήγημα της επιτυχημένης προσφυγικής πολιτικής που έχτισε τέσσερα χρόνια η κυβέρνηση και θα υπήρχε πολιτικό κόστος.


Γιάννης Ανδρουλιδάκης*

Το ναυάγιο που έγινε ανοικτά της Πύλου και είχε ως αποτέλεσμα τον πνιγμό εκατοντάδων ανθρώπων ήρθε να επιβεβαιώσει με τον πιο τραγικό τρόπο ότι η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση, αλλά και η Ε.Ε., στο θέμα των προσφυγικών ροών είναι τελείως λανθασμένη και γι’ αυτό χρειάζεται μια εκ βάθρων αναθεώρηση. Αποδείχτηκε για μια ακόμη φορά ότι οι φράχτες και τα τείχη δεν μπορούν να ανακόψουν παρά στο ελάχιστο τον αγώνα των κατατρεγμένων για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή για εκείνους και τα παιδιά τους.

Έχουν περάσει αρκετές μέρες μετά το ναυάγιο και πολλά ερωτηματικά για τοv ρόλο του Λιμενικού εκείνες τις κρίσιμες μέρες, από τότε που εντοπίστηκε το σκάφος μέχρι την ώρα που βούλιαξε, παραμένουν αναπάντητα. Άραγε, τι κρύβει η ηγεσία του Σώματος, ο αρμόδιος υπουργός και η κυβέρνηση; Τι είναι αυτό που δεν πρέπει να μάθουμε; Με αντιφάσεις και ψέματα το μόνο που καταφέρνουν είναι να εκτίθενται οι ίδιοι και να τσαλακώνεται η εικόνα της χώρας στη διεθνή σκηνή. Δεν έριξαν σκοινί στο πλοιάριο, δήλωσαν αρχικά, αλλά μετά παραδέχτηκαν ότι πέταξαν. Το σκάφος κινούνταν κανονικά, μας είπαν, και στη συνέχεια αποδεικνύεται ότι για τουλάχιστον 11 ώρες βρισκόταν στο ίδιο στίγμα, πιθανώς λόγω μηχανικής βλάβης. Μάθαμε, ακόμη, ότι δεν επιτρεπόταν να επιχειρήσουν οι ελληνικές Aρχές σε διεθνή ύδατα, μπροστά σε μια κραυγαλέα παρανομία ενός καπετάνιου-δουλεμπόρου, που μεταφέρει υπεράριθμους επιβάτες, χωρίς σωσίβια και χωρίς πιστοποιητικά ναυσιπλοΐας, ενώ αν κουβαλούσε ναρκωτικά ή όπλα θα επενέβαιναν!!! Άφησαν, δηλαδή, αβοήθητους 750 περίπου στοιβαγμένους σαν σαρδέλες δύσμοιρους ανθρώπους, μόνο και μόνο γιατί βρίσκονταν έξω από τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας; Τους οδήγησαν σε αυτήν την τραγική κατάληξη, γιατί ο καπετάνιος, ένα κάθαρμα όπως τον αποκάλεσε ο κ. Μητσοτάκης, απάντησε ότι δεν χρειάζεται συνδρομή; Δεν αντιλαμβάνονταν ότι ήταν ζήτημα χρόνου να βυθιστεί το πλοιάριο, αφού είχε μηχανική βλάβη;

Κάθε λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος αδυνατεί να πιστέψει ότι το έμπειρο προσωπικό του Λιμενικού δεν έχει επιχειρησιακά σχέδια για τέτοιες περιπτώσεις. Ειδικοί πραγματογνώμονες επιμένουν ότι οι ελληνικές Aρχές έπρεπε να επέμβουν και να σώσουν τους επιβάτες. Διεθνή δίκτυα ενημέρωσης και έγκυρες ευρωπαϊκές εφημερίδες δεν έχουν πειστεί στο ελάχιστο από τις δικαιολογίες των αρμοδίων. Αυτό, λοιπόν, που δεν λέει το Λιμενικό, κατά την άποψη μου, είναι ότι η ελληνική πλευρά προσπάθησε να ξεφορτωθεί το πρόβλημα, οδηγώντας το αλιευτικό στα χωρικά ύδατα ευθύνης της Ιταλίας, και όχι να σώσει τους επιβαίνοντες στο σκάφος. Γι’ αυτό και δεν έγινε καμιά προσπάθεια, γι’ αυτό και το υπερσύγχρονο ναυαγοσωστικό που βρίσκεται στο Γύθειο παρέμεινε δεμένο στο λιμάνι. Γιατί, αν έφταναν στη χώρα 750 άνθρωποι λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, θα κατέρρεε το αφήγημα της επιτυχημένης προσφυγικής πολιτικής που έχτισε τέσσερα χρόνια η κυβέρνηση και θα υπήρχε πολιτικό κόστος.

Αν η υπόθεση είναι σωστή, τότε γεννιούνται νέα ερωτήματα. Ποιος έδινε εντολές στους άνδρες του Λιμενικού; Η φυσική ή η πολιτική ηγεσία; Ο κ. Σαρμάς είχε απόλυτη γνώση των όσων διαδραματίζονταν, ενέκρινε τη λύση που επιλέχτηκε ή την επέβαλαν άλλοι; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με δική του πρωτοβουλία πρέπει να ριχτεί άπλετο φως, να συγκροτηθεί μια ανεξάρτητη εξεταστική επιτροπή και να δοθούν όλα τα στοιχεία (βίντεο, συνομιλίες κ.α.) στη δημοσιότητα, για να μην υπάρξει περίπτωση ενός ακόμη κουκουλώματος.

Το μεγαλύτερο προσφυγικό ναυάγιο στη Μεσόγειο θέτει επιτακτικά το αίτημα να υπάρξουν νόμιμες οδοί εισόδου, έξω από τα δουλεμπορικά κυκλώματα, όσων έχουν δικαίωμα να ζητήσουν άσυλο στις ευρωπαϊκές χώρες. Επιπλέον, η τραγωδία αυτή στάθηκε αφορμή να θυμηθούμε τα λόγια του σεβασμιότατου Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομου από ομιλία του στην Παλαιά Βουλή το 2010: «… στήν Ἐκκλησία ὁ ἕνας μπορεῖ νά εἶναι μοναδικός ἀλλά ὄχι ἀποκλειστικά καί μόνος, γι’ αὐτό ἡ ὑπέρβαση τῆς ξενοφοβίας ἐπιτυγχάνεται μόνον μέ τήν ἀποδοχή τοῦ ‘‘ἄλλου’’ καί τήν μετάβαση ἀπό τόν ξένο πρός τόν πλησίον, ἔτσι κατανοεῖται καί ὁ σεβασμός στήν ἑτερότητα». Λόγια επίκαιρα για όσους διαπράττουν ύβρη, αδιαφορώντας για την ανθρώπινη ζωή, περιφρονώντας τους σύγχρονους ικέτες, που η ανάγκη τους έφερε στην πόρτα μας.
________________________

* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας, αρθρογραφεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Γιάννης Ανδρουλιδάκης: «ΣΥΡΙΖΑ - Η ήττα και ο κίνδυνος»

Ο ΣΥΡΙΖΑ. ηττήθηκε βαριά. Δεν μπόρεσε να ξεμπροστιάσει μια κυβέρνηση βουτηγμένη στα σκάνδαλα. Οι όποιες εξελίξεις στο εσωτερικό του αναβάλλονται για μετά τις δεύτερες εκλογές, στις οποίες στόχος του πια δεν είναι η πρωτιά, αλλά η διατήρησή του στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Δεν ανανεώθηκε, δεν έκανε αυτοκριτική σε βάθος, ούτε και διόρθωσε παθογένειες ετών. Θα το κάνει άραγε τώρα;




Γιάννης Ανδρουλιδάκης*

Ο μεγάλος χαμένος των εκλογών της 21ης Μαΐου αναμφίβολα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Την εξέλιξη αυτή δεν την περίμενε κανείς. Υπέστη μια ιστορικής σημασίας ήττα, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού. Το κακό είναι διπλό: έχασε από τη Ν.Δ. με διαφορά 20% και είδε τις δυνάμεις του να συρρικνώνονται τόσο, ώστε να απειλείται στη δεύτερη θέση από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Υπέστη ευρεία εκλογική καθίζηση και γι’ αυτό δεν έφταιγε μόνο το κυβερνητικό του παρελθόν και τα όσα έγιναν μετά το δημοψήφισμα του 2015. Ηττήθηκε για πολλούς λόγους.

Πρώτα-πρώτα, όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε παρά ελάχιστη αναφορά στις συλλογικές εκφράσεις των πολιτών. Η επιρροή του στην τοπική αυτοδιοίκηση, στα συνδικάτα, στους φοιτητικούς συλλόγους και γενικότερα στα κινήματα ήταν αναιμική. Η παρουσία του στις διεκδικήσεις της αγωνιζόμενης κοινωνίας ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Μετά τη διάσπαση του 2015, όταν αποχώρησε το πιο μαχητικό του κομμάτι, επικράτησε η λογική της ανάθεσης: ψηφίστε μας και εξουσιοδοτήστε μας, για να σας λύσουμε τα προβλήματα. Αυτό κατέστησε τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ένα κόμμα άνευρο. Δεν μπορούσε να οσμιστεί τις σύγχρονες ανάγκες και να διατυπώσει αιτήματα. Έχασε τη φρεσκάδα του και μετατράπηκε σε ένα κόμμα μηρυκαστικών αναλύσεων.

Ύστερα, η κεντρική προεκλογική του γραμμή και η πρόταση διακυβέρνησης που διατύπωσε δημιούργησαν ένα θολό τοπίο. Ψήφισε την απλή αναλογική και εγκλωβίστηκε σε αυτήν, χωρίς να μπορέσει να τη στηρίξει. Τη μια θεωρούσε σύμμαχο το Κ.Κ.Ε. και το ΜΕΡΑ 25, την άλλη το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και την τρίτη δεν απέκλειε κυβέρνηση ειδικού σκοπού. Τα παραπάνω κόμματα, όμως, απέρριπταν τις προτάσεις συνεργασίας, παρόλο που κάποια από αυτά ζητούσαν την καθιέρωση της απλής αναλογικής. Έδωσε, έτσι, το πάτημα στη Ν.Δ. να θέσει το δίλημμα «σταθερότητα ή ακυβερνησία» απευθυνόμενη σε ψηφοφόρους με έντονες τις μνήμες από την εποχή των μνημονίων και των capitals control. Σε αυτή τη σύγχυση συνέβαλαν και οι αχρείαστες δηλώσεις του κ. Βαρουφάκη, του εν δυνάμει κυβερνητικού εταίρου του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., για το σχέδιο «ΔΗΜΗΤΡΑ», τις οποίες δεν άφησε ανεκμετάλλευτες ο προπαγανδιστικός μηχανισμός της Ν.Δ.

Επιπλέον, δεν μπόρεσε να επιβάλλει την προεκλογική ατζέντα. Το κεντρικό του σύνθημα «Δικαιοσύνη παντού» δε βρήκε ανταπόκριση. Θέματα όπως οι υποκλοπές και τα Τέμπη, τα οποία δικαιολογημένα ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κράτησε ψηλά, δυστυχώς, δεν άγγιξαν τους ψηφοφόρους. Δε συζητήθηκαν σχεδόν καθόλου η αμυντική πολιτική, τα εθνικά θέματα και οι τουρκικές απειλές. Δεν κατάφερε, επίσης, να υπερασπιστεί τη συμφωνία των Πρεσπών και να προβάλλει τη δική του εναλλακτική πρόταση στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Τέλος, δεν έπεισε ότι το οικονομικό του πρόγραμμα είναι καλύτερο και άφησε τη Ν.Δ., με τα ψίχουλα των κάθε λογής pass και του κάθε είδους «καλαθιού», να καλύψει την αποτυχία της στην οικονομία και να κερδίσει ψήφους από τα φτωχά στρώματα της κοινωνίας.

Στοίχισαν στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ο ξεπερασμένος πολιτικός λόγος των στελεχών του, οι ρεβανσιστικές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι αρνητικές παρουσίες υποψηφίων στα Μ.Μ.Ε, τα οποία, υπηρετώντας στην πλειοψηφία τους την κυβερνητική προπαγάνδα, δεν άφηναν να πέσει τίποτε κάτω. Δε θα πρέπει να αγνοηθεί η αρνητική εικόνα που δημιουργήθηκε από τις αήθεις επιθέσεις προς τις εταιρείες δημοσκοπήσεων από στελέχη και μέλη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ούτε η πολύ μεγάλη ζημιά που έγινε στο παρά πέντε από τις δηλώσεις του κ. Κατρούγκαλου.

Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ηττήθηκε βαριά. Δεν μπόρεσε να ξεμπροστιάσει μια κυβέρνηση βουτηγμένη στα σκάνδαλα. Οι όποιες εξελίξεις στο εσωτερικό του αναβάλλονται για μετά τις δεύτερες εκλογές, στις οποίες στόχος του πια δεν είναι η πρωτιά, αλλά η διατήρησή του στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επειδή, ωστόσο, η ψήφος θα είναι πιο χαλαρή, αναμένεται να συμπιεστεί τόσο από το ΠΑ.ΣΟ.Κ., όσο και από αριστερά, με υπαρκτό τον κίνδυνο να χάσει και άλλες δυνάμεις. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι φανερό ότι νοσεί πολιτικά. Το 2019, μετά την ήττα του, δεν άλλαξε, παρά την καχεκτική διεύρυνση που έκανε προς το κέντρο και προς τα αριστερά. Δεν ανανεώθηκε, δεν έκανε αυτοκριτική σε βάθος, ούτε και διόρθωσε παθογένειες ετών. Θα το κάνει άραγε τώρα;
πηγή:eidiseis.gr
__________________________________________

* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας, αρθρογραφεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. ενημέρωσης.

Γιάννης Ανδρουλιδάκης: «Κινούμενη άμμος το πολιτικό σκηνικό»

Τι θα «γεννήσει» η κάλπη είναι άδηλο. Πιθανώς αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού και σοβαρές πολιτικές εξελίξεις. Ας περιμένουμε λίγο ακόμη.


Λίγες μέρες έμειναν μέχρι τις εκλογές, ίσως τις κρισιμότερες της μεταπολίτευσης. Γενική είναι η εντύπωση ότι, παρά τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, κανείς δεν μπορεί να προδικάσει τις εξελίξεις. Θεωρείται, όμως, πολύ πιθανόν ότι το πολιτικό σκηνικό μετά τις εκλογές δε θα είναι ίδιο. Ανάλογα με τα αποτελέσματα, εκτιμάται πως θα υπάρξουν ανακατατάξεις στα περισσότερα κόμματα, ειδικά αν έχουμε κυβέρνηση από την πρώτη Κυριακή. Βαθιές αλλαγές ή επιφανειακές στον πολιτικό χάρτη της χώρας; Μένει να το δούμε.

Αν η Ν.Δ. κερδίσει τις εκλογές, ο κ. Μητσοτάκης εδραιώνει τη θέση του. Η έγκριση των πεπραγμένων του από τoν ελληνικό λαό θα φουσκώσει για τα καλά τα πανιά του και θα τονώσει την αλαζονεία του. Θα ελέγξει απολύτως το κόμμα του και θα μπει οριστικά τέλος στην εποχή και την ιδεολογία του καραμανλισμού. Αναμένεται η εφαρμογή μιας σκληρότερης οικονομικής πολιτικής, η οποία θα ξεζουμίσει ακόμη περισσότερο τους φτωχούς συμπολίτες μας. Το κοινωνικό κράτος (υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση) θα συρρικνωθεί κι άλλο. Η δημοκρατία και η δικαιοσύνη θα υποστούν μεγαλύτερα πλήγματα. Υπάρχουν, επίσης, βάσιμοι φόβοι ότι θα παραπεμφθούν στο δικαστήριο της Χάγης, πέραν της υφαλοκρηπίδας, διαφορές τις οποίες θέτει η Τουρκία και που καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν αναγνώρισε μέχρι σήμερα. Αν απολέσει την εξουσία το κυβερνητικό κόμμα, θα τεθεί θέμα αρχηγού. Οι δελφίνοι ήδη στα παρασκήνια ακονίζουν τα μαχαίρια τους. Υπάρχει, εντούτοις, στη Ν.Δ. η προσωπικότητα εκείνη που θα καταφέρει να συνενώσει τις διαφορετικές ομάδες; Και επιπλέον, είναι έτοιμος ο κ. Μητσοτάκης να παραδώσει την ηγεσία, την ώρα μάλιστα που θα τίθεται επιτακτικά το αίτημα για ανάληψη ευθυνών (τις οποίες φάνηκε από τα γεγονότα των υποκλοπών και των Τεμπών ότι δεν αναλαμβάνει) ή θα διασπάσει το κόμμα του;

Στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., επίσης, ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Αν υπάρξει προοδευτική διακυβέρνηση, όπως την ονομάζει, θα χρειαστεί να αποδείξει ότι όλα όσα υπόσχεται στο προεκλογικό του πρόγραμμα (και είναι πολλά) μπορεί να τα κάνει πράξη. Ότι έχει τη δυνατότητα να στηρίξει το κοινωνικό κράτος, να ανακουφίσει τα πιο φτωχά στρώματα, να αντέξει στις αμερικανικές πιέσεις για συνεκμετάλλευση του Αιγαίου, να απαγκιστρώσει τη χώρα από την εμπλοκή της στον πόλεμο της Ουκρανίας κ.α. Αν ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κερδίσει τις εκλογές, αυτό θα γίνει χάρη και στη στήριξη πολιτών, οι οποίοι θα τον ψηφίσουν δίνοντάς του άλλη μια ευκαιρία. Άνθρωποι που είναι υποψιασμένοι και δε θα ανεχτούν να εξαπατηθούν για δεύτερη φορά. Αν, πάλι, χάσει, θα μπει σε πορεία έντονης εσωστρέφειας. Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, και ανάλογα με το μέγεθος της ήττας, αναμένεται να αναλάβει πρωτοβουλίες για εκλογή νέας ηγεσίας. Όμως, ούτε και στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. υπάρχει η ηγετική μορφή που θα συσπειρώσει τις διάφορες τάσεις και θα κρατήσει τον χώρο ενωμένο. Άρα, όλα είναι ρευστά.

Όσο βαδίζουμε προς τις εκλογές, ο χώρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα συμπιέζεται περισσότερο. Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Ανδρουλάκης δεν κατάφερε να κάνει σαφή ούτε την σοσιαλδημοκρατική πολιτική του, ούτε τα μετεκλογικά σχέδιά του. Η απαίτησή του να μην είναι πρωθυπουργός ο αρχηγός του πρώτου κόμματος σε μια πιθανή κυβέρνηση συνεργασίας μόνο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του φανερώνει. Αν το ποσοστό που θα λάβει στις εκλογές κινηθεί γύρω στο 12%, δε θα έχει ιδιαίτερα προβλήματα. Αν, ωστόσο, πέσει κάτω από το 10%, αναμένονται σοβαροί κλυδωνισμοί. Έτσι κι αλλιώς, όμως, και ανεξαρτήτως αποτελέσματος, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο βουλευτές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. να αποχωρήσουν, είτε στηρίξει κυβέρνηση Ν.Δ., είτε ΣΥ.ΡΙΖ.Α, είτε αρνηθεί συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας.

Στα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα αναμένονται μικρότερες ή μεγαλύτερες ανακατατάξεις. Στο Κ.Κ.Ε., εξαιτίας των μηχανισμών που διαθέτει, η όποια δυσαρέσκεια για το εκλογικό αποτέλεσμα θα απορροφηθεί. Δεν είναι σίγουρο ότι το ίδιο θα συμβεί με την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ του κ. Βελόπουλου και το ΜΕΡΑ 25 του κ. Βαρουφάκη. Αρνητικά αποτελέσματα πιθανώς να οδηγήσουν στη συρρίκνωση και στην περιθωριοποίηση των κομμάτων αυτών.

Τι θα «γεννήσει» η κάλπη είναι άδηλο. Πιθανώς αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού και σοβαρές πολιτικές εξελίξεις. Ας περιμένουμε λίγο ακόμη. Απρίλης, Μάης, κοντά είναι το θέρος.

__________________________________________

* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Γιάννης Ανδρουλιδάκης: «Να μην ξεχάσουμε μπροστά στην κάλπη...»

Η κυβέρνηση απέτυχε παταγωδώς σε όλους τους κρίσιμους τομείς. Η πραγματική δημοσκόπηση θα γίνει στην κάλπη. Εκεί που οι πολίτες δεν πρέπει να ξεχάσουν...



Όταν τον Ιανουάριο του 2016 έγινε πρόεδρος της Ν.Δ. ο κ. Μητσοτάκης, ελάχιστοι πίστευαν ότι θα μπορούσε μια μέρα να κυβερνήσει τη χώρα. Το οικογενειακό του παρελθόν και η θητεία του ως υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης, η οποία συνδέθηκε με την απόλυση δημόσιων υπαλλήλων, αποτελούσαν βαρίδια για την πορεία του. Πέτυχε, παρόλα αυτά, σε σύντομο χρονικό διάστημα, χάρη στην προπαγάνδα και τη στήριξη της πλειοψηφίας των μιντιαρχών και εξαιτίας των τραγικών λαθών του τέως πρωθυπουργού, του κ. Τσίπρα, και της κυβέρνησής του, να ανέλθει στην εξουσία τον Ιούλιο του 2019. Σήμερα, αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, βρίσκεται κοντά σε μια δεύτερη θητεία.

Μπροστά σε αυτήν την προοπτική, την ώρα της κάλπης, οι πολίτες είναι ανάγκη να θυμηθούν ότι ο κ. Μητσοτάκης, για να γίνει πρωθυπουργός, είπε πολλά από τα οποία ελάχιστα έπραξε. Ούτε η κοινωνία ανακουφίστηκε από την οικονομική κρίση, ούτε ο απαραίτητος εκσυγχρονισμός του κράτους πραγματοποιήθηκε, ούτε η Δημοκρατία πλάτυνε και βάθυνε, ούτε η χώρα θωρακίστηκε περισσότερο απέναντι στις τουρκικές απειλές.

Στους τομείς της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής, οι οποίοι απουσιάζουν κατά περίεργο τρόπο από την προεκλογική αντιπαράθεση, η κυβέρνηση υπήρξε ο πιο πιστός σύμμαχος των ΗΠΑ, χωρίς, ωστόσο, να λάβει τα απαραίτητα ανταλλάγματα. Ενεπλάκη στον πόλεμο στην Ουκρανία υπέρ το δέον, πράγμα το οποίο η χώρα θα πληρώσει τα επόμενα χρόνια. Απέτυχε να ακυρώσει το τουρκολιβυκό μνημόνιο και δείλιασε να επεκτείνει τα θαλάσσια σύνορα της Ελλάδας, νότια της Κρήτης, στα δώδεκα μίλια. Διευθέτησε μερικώς την ΑΟΖ με την Αίγυπτο, αφήνοντας εκτός μια κρίσιμη για τα εθνικά συμφέροντα μας ζώνη στη Ρόδο και στο Καστελόριζο, την οποία διεκδικεί η Τουρκία. Ηττήθηκε διπλωματικά από τη μη κατασκευή του EastMed, ενός αγωγού ο οποίος θα μετέφερε φυσικό αέριο από κοιτάσματα που βρίσκονται ανοιχτά του Ισραήλ και της Αιγύπτου και θα διερχόταν από την Κύπρο και την Ελλάδα, για να φτάσει στις ευρωπαϊκές αγορές. Ακόμη, δεν τόλμησε να φέρει για κύρωση στη Βουλή τις συμφωνίες με τη Βόρεια Μακεδονία υπό τον φόβο διαρροών από την ομάδα βουλευτών του κ. Σαμαρά. Τέλος, χωρίς πυγμή και αποφασιστικότητα, επέτρεψε στην Τουρκία να διευρύνει τις απαιτήσεις της, να προβάλλει διεθνώς το «όραμα» της γαλάζιας πατρίδας και να ζητάει επιτακτικά και προκλητικά την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών της μεθορίου.

Επιπλέον, ο πρωθυπουργός της χώρας δε σεβάστηκε καθόλου την ονομαζόμενη αστική Δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό. Αποδεδειγμένα παρακολουθούσε πολιτικούς του αντιπάλους, υπουργούς, τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ και πολλούς άλλους. Οι συνακροάσεις γίνονταν μέσα από το Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο είχε τον έλεγχο της Ε.Υ.Π. Άρα ή το γνώριζε ο πρωθυπουργός, όποτε θα έπρεπε να είχε παραιτηθεί ή, εάν το αγνοούσε, θα χρειαζόταν να κάνει το ίδιο, αφού από δική του ανικανότητα στο γραφείο του μέσα λειτουργούσε μια μορφή παρακράτους. Ο κ. Μητσοτάκης πανικόβλητος μετέθεσε αλλού τις ευθύνες και δήλωσε ότι δεν ήξερε. Ποιον πείθει, όμως; Γεγονός, πάντως, παραμένει ότι επί των ημερών του η εικόνα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας τσαλακώθηκε ανεπανόρθωτα.

Τα Τέμπη. Αυτή η τραγωδία κι αν δεν πρέπει να ξεχαστεί. «Η θυσία», όπως τη χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός, προκαλώντας για μια ακόμη φορά την κοινωνία. Οι πενήντα επτά νεκροί και οι οικογένειές τους ζητούν δικαίωση, η οποία δε θα προκύψει από στημένα πορίσματα, μετάθεση ευθυνών (μόνο ο Τρικούπης δε μας είπαν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ότι έφταιγε) και αποζημιώσεις. Δικαίωση σημαίνει καταδίκη των υπαλλήλων που ευθύνονται, αλλά και πολιτική τιμωρία όσων προΐσταντο και κυβερνούσαν τη χώρα για τέσσερα χρόνια, αφήνοντας το δίκτυο χωρίς σύστημα τηλεδιοίκησης, όσων μετά το δυστύχημα συνέχισαν να λένε ψέματα και να κάνουν τους ανήξερους, δηλαδή των αρμόδιων υπουργών και του πρωθυπουργού.

Η κυβέρνηση απέτυχε παταγωδώς σε όλους τους κρίσιμους τομείς. Ο ελληνικός λαός έχει την ευκαιρία να τιμωρήσει την αλαζονεία, την αμετροέπεια, τον λαϊκισμό, τα ψέματα. Να αποδείξει ότι δεν είναι ικανά τα ψίχουλα της επιδοματικής πολιτικής να τον επηρεάσουν. Η πραγματική δημοσκόπηση θα γίνει στην κάλπη. Εκεί που οι πολίτες δεν πρέπει να ξεχάσουν.

πηγή: 2020mag.gr_

__________________________________________

* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Γιάννης Ανδρουλιδάκης: «Απλή αναλογική και συνεργασίες»

Η απλή αναλογική ψηφίστηκε σε μια περίοδο που ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α ήταν παντοδύναμος και άρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι ήθελε να εμποδίσει την εκλογή του κ. Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία. Την πίστευε και την έκανε νόμο του κράτους. Εξακολουθεί, όμως, ακόμη και σήμερα να την στηρίζει;


 

Γιάννης Ανδρουλιδάκης*

Η απλή αναλογική είναι το δικαιότερο και δημοκρατικότερο σύστημα και θα είναι κρίμα να πεταχτεί οριστικά στα σκουπίδια από την πρώτη κιόλας απόπειρα εφαρμογή της.

Όπως είναι γνωστό, οι εκλογές της 21ης Μαΐου θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής, η οποία ψηφίστηκε το 2016 από την κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ., την Ένωση Κεντρώων και άλλους βουλευτές. Έτσι, ένα αίτημα δεκαετιών, κυρίως της αριστεράς, έγινε πραγματικότητα. Η απλή αναλογική, όμως, σημαίνει συνεργασίες. Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο; Είναι τα πολιτικά κόμματα που την αποδέχονται έτοιμα να κάνουν την υπέρβαση; Ήρθε η ώρα να δούμε αριστερές δικομματικές ή τρικομματικές κυβερνήσεις και στη χώρα μας;

Οι υποστηρικτές της απλής αναλογικής στην ευρύτερη αριστερά και τον λεγόμενο προοδευτικό χώρο, ενώ συμφωνούν ότι είναι το δικαιότερο εκλογικό σύστημα, διαφωνούν, ωστόσο, στο πιο κρίσιμο και σημαντικό θέμα, σε αυτό δηλαδή των συνεργασιών. Υπάρχουν κόμματα που αντιλαμβάνονται ότι εξ ορισμού η απλή αναλογική οδηγεί σε συναινέσεις, σε ουσιαστικό πολιτικό διάλογο και σε προγραμματικές συγκλίσεις και κάποια που απορρίπτουν εξ αρχής μια τέτοια προοπτική, θεωρώντας ότι απουσιάζει η πολιτική βάση για προγραμματική σύγκλιση. Και όμως, η απλή αναλογική από την ίδια τη φύση της έχει δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά: αποτυπώνει πιστά τη λαϊκή βούληση στην κάλπη και συνήθως οδηγεί σε πολυκομματικές και όχι σε μονοκομματικές κυβερνήσεις. Είναι παράδοξο, λοιπόν, να παίρνεις από αυτήν ό,τι σε συμφέρει. Είναι πολιτική ανωριμότητα και εκ του πονηρού στάση να κατηγορείς τα προηγούμενα εκλογικά συστήματα ότι νοθεύουν την ψήφο των πολιτών και, όταν έρχεται η δίκαιη εκλογική αποτύπωση της απλής αναλογικής, να αρνείσαι τις συνεργασίες, στο όνομα μιας πολιτικής καθαρότητας, δικαιώνοντας έτσι όσους μιλούν για ένα εκλογικό σύστημα που δημιουργεί αδιέξοδα.

Οι πολέμιοι της απλής αναλογικής, ανάμεσά τους και η κυβέρνηση της Ν.Δ., υποστηρίζουν ακριβώς αυτό, ότι δηλαδή οδηγεί σε ακυβερνησία. Μάλιστα συχνά- πυκνά μιλούσαν για πολιτική τερατογένεση, όταν αναφέρονταν στο ενδεχόμενο να είναι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεύτερο κόμμα και να σχηματίσει κυβέρνηση. Αλήθεια, όλα τα προηγούμενα εκλογικά συστήματα, που πριμοδοτούσαν με μπόνους εδρών το πρώτο κόμμα, τι ήταν και πώς πρέπει να τα ονομάσουμε; Αντιπροσωπευτικά και δημοκρατικά; Δεν έκλεβαν τις ψήφους των πολιτών; Δε δημιούργησαν μονοκομματικές κυβερνήσεις, οι πολιτικές των οποίων χαρακτηρίστηκαν από αλαζονεία, σκάνδαλα, διαπλοκή, υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους, ρουσφέτια, κ.α., που οδήγησαν τη χώρα στην οικονομική κρίση και στα μνημόνια, οι επιπτώσεις των οποίων εξακολουθούν να ταλαιπωρούν ακόμη τον ελληνικό λαό;

Η απλή αναλογική ψηφίστηκε σε μια περίοδο που ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α ήταν παντοδύναμος και άρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι ήθελε να εμποδίσει την εκλογή του κ. Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία. Την πίστευε και την έκανε νόμο του κράτους. Εξακολουθεί, όμως, ακόμη και σήμερα να την στηρίζει; Η δήλωση που έκανε ο κ. Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη, όταν επισκέφθηκε τη Δ.Ε.Θ., δημιούργησε πολλά ερωτηματικά. Είπε ότι, αν δεν είναι πρώτο κόμμα, δε θα σχηματίσει κυβέρνηση των ηττημένων, παρά το γεγονός ότι θεωρητικά θα μπορούσε, και θα πάει σε δεύτερες εκλογές. Προχθές από την Καλαμάτα, απ’ όπου άνοιξε επίσημα την προεκλογική περίοδο, το επανέλαβε με άλλα λόγια, τονίζοντας με έμφαση ότι προϋπόθεση για την προοδευτική διακυβέρνηση αποτελεί η πρωτιά του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στις εκλογές. Σημαίνουν, άραγε, όλα αυτά ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης καίει την απλή αναλογική που ψήφισε και προσχωρεί στην ενισχυμένη του κ. Μητσοτάκη; Απάντηση, βεβαίως, δεν αναμένεται παραμονές των εκλογών. Θα φανεί, ωστόσο, στην πράξη τους επόμενους μήνες.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ισχυρίζομαι ότι η απλή αναλογική είναι το δικαιότερο και δημοκρατικότερο σύστημα και θα είναι κρίμα να πεταχτεί οριστικά στα σκουπίδια από την πρώτη κιόλας απόπειρα εφαρμογή της. Στη χώρα μας θα έπρεπε να υπάρχει παράλληλα με την απλή αναλογική και συνταγματική πρόβλεψη, όχι ολίγων ημερών όπως γίνεται, αλλά μηνών, για να διαβουλευτούν τα κόμματα και να καταλήξουν σε προγραμματική συμφωνία που θα οδηγήσει σε σταθερές κυβερνήσεις συνεργασίας, όπως συμβαίνει στη Γερμανία, για παράδειγμα. Στην Ευρώπη, σε πολλές χώρες, υπάρχουν τέτοιες κυβερνήσεις, οι οποίες μακροημερεύουν. Στη χώρα μας γιατί όχι; Μα γιατί δεν υπάρχει κουλτούρα συνεργασίας, θα απαντήσουν κάποιοι. Εκείνοι που δε θέλουν συγκλίσεις και συναινέσεις, για να κυβερνούν ανεξέλεγκτα, χωρίς ουσιαστικά να λογοδοτούν παρά μόνο στον εαυτό τους.

πηγή: ieidiseis.gr

___________________________________________

* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Γιάννης Ανδρουλιδάκης: Με σβηστά φώτα

Η τραγωδία που παίχτηκε στα Τέμπη ήρθε να αποδείξει ότι η χώρα βρίσκεται χιλιόμετρα μακριά από το να θεωρηθεί ευρωπαϊκή. Φανέρωσε την κυβερνητική γύμνια και την υποκρισία. Ως πότε, όμως, θα επιχειρούν να ταΐζουν σανό τους ψηφοφόρους; 


Γιάννης Ανδρουλιδάκης*

Ο σιδηρόδρομος υπήρξε το καμάρι της Βιομηχανικής Επανάστασης, γιατί μπορούσε να μεταφέρει μεγάλο αριθμό εμπορευμάτων και επιβατών γρήγορα, σε μεγάλες αποστάσεις και με μικρό κόστος. Αποτελούσε μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να προχωρήσει μια χώρα στη Βιομηχανική Επανάσταση. Και ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες ανέπτυσσαν η μία μετά την άλλη σιδηροδρομικά δίκτυα, στη χώρα μας δημιουργήθηκαν από την εποχή του Τρικούπη καχεκτικές και προβληματικές σιδηροδρομικές γραμμές, οι οποίες βρίσκονταν μακριά από τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Από τότε μέχρι σήμερα οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν στήριξαν την υπόθεση σιδηρόδρομο. Την θεωρούσαν βαρίδι. Δεν επένδυσαν στην οικονομική ανάπτυξη έχοντας ως σύμμαχο τα τρένα. Έτσι, φτάσαμε στο σημείο το 2017 να αποκρατικοποιηθεί η ΤΡΑΙΝΟΣΕ και να πουληθεί έναντι πινακίου φακής, μόνο για 45.000.000 ευρώ, στους κρατικούς ιταλικούς σιδηροδρόμους.

Οι θιασώτες του λιγότερου κράτους προπαγάνδιζαν ότι επιτέλους θα έρθει ο απαραίτητος εκσυγχρονισμός του ελληνικού σιδηροδρόμου. Βεβαίως, είναι ολοφάνερο ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ, παρά την κατασκευή της διπλής γραμμής στο δρομολόγιο Θεσσαλονίκη - Αθήνα.

Έπρεπε να συμβεί το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, για να πληροφορηθούμε ότι για πολλά χρόνια το τρένο κινούνταν με σβηστά φώτα. Χωρίς να λειτουργούν τα στοιχειώδη όργανα, ηλεκτρονικά και μη, η τηλεματική, η σήμανση και οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να διορθώσει ένα ανθρώπινο λάθος. Η κατάσταση στη Hellenic Train θύμιζε διαλυμένη εταιρεία. Έλλειψη προσωπικού σε καίριες θέσεις, κλειδούχοι που αλλάζουν την πορεία των συρμών χειροκίνητα, σταθμάρχες χωρίς εμπειρία και εκπαίδευση, ασύρματοι που δεν έχουν σήμα παντού κ.ά. Κανένας αρμόδιος δεν άκουσε τους συνδικαλιστές που προειδοποιούσαν ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν θα αργούσε το μοιραίο. Ουδενός κυβερνητικού παράγοντα το αφτί δεν ίδρωσε, όταν η χώρα μας παραπέμφθηκε πρόσφατα από την Κομισιόν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, επειδή, παρά τις επιχορηγήσεις εκατομμυρίων ευρώ που έλαβε από τα ευρωπαϊκά ταμεία, για να αναβαθμίσει και να εκσυγχρονίσει το σιδηροδρομικό δίκτυο, η κατάσταση δεν άλλαξε. Ποιοι ευθύνονται, επομένως, για το έγκλημα των Τεμπών;

Ο πρωθυπουργός της χώρας στο διάγγελμά του απεφάνθη: «Το δράμα οφείλεται, κυρίως, σε τραγικό ανθρώπινο λάθος», είπε και έβγαλε μόνος του το πόρισμα, πριν καν συγκροτηθεί η επιτροπή εμπειρογνωμόνων. Έριξε σχεδόν όλο το φταίξιμο στον σταθμάρχη και αποδέχτηκε την παραίτηση του υπουργού του, ο οποίος φέρει, λέει, την αντικειμενική ευθύνη. Ο κ. Μητσοτάκης έβγαλε τον εαυτό του άλλη μια φορά καθαρό. Ακόμη σε ένα σοβαρό και θλιβερό περιστατικό δεν άκουσε και δεν είδε. Σαν να μη κυβερνά ο ίδιος τη χώρα. Σαν να μην προΐσταται των υπουργών του. Σαν να μην ήξερε ότι δεν πληρούνταν οι στοιχειώδεις κανόνες ασφάλειας για τη μεταφορά των επιβατών. Σαν να είναι έξω και πέρα από πολιτικές ευθύνες. Ήταν, ωστόσο, έτοιμος την ίδια μέρα να πάρει μέρος στη φιέστα που είχε στηθεί για να προβληθεί άλλο ένα εικονικό επίτευγμα της κυβέρνησης: το κέντρο τηλεδιοίκησης και σηματοδότησης του σιδηροδρομικού δικτύου της Β. Ελλάδας!!!

Η τραγωδία που παίχτηκε στα Τέμπη ήρθε να αποδείξει ότι η χώρα βρίσκεται χιλιόμετρα μακριά από το να θεωρηθεί ευρωπαϊκή και μάλλον η εικόνα της, μερικές φορές, ταιριάζει σε χώρες υποανάπτυκτες. Φανέρωσε την κυβερνητική γύμνια και την υποκρισία. Επιβεβαιώθηκε ξανά ότι ο κ. Μητσοτάκης στηρίζεται στις υπεκφυγές, στην απάτη, τον λαϊκισμό και τη μεταστροφή της πραγματικότητας. Τα κορμιά των νέων παιδιών ήταν ακόμη ζεστά, όταν τα πρωθυπουργικά μηρυκαστικά, βγάζοντας λάδι την κυβέρνηση, προκλητικότατα διατυμπάνιζαν ότι αυτό που συνέβη στα Τέμπη είναι μια μεγάλη ευκαιρία να εκσυγχρονιστεί το σιδηροδρομικό δίκτυο! Ως πότε, όμως, θα επιχειρούν να ταΐζουν σανό τους ψηφοφόρους;

Η Ελλάδα δεν πρέπει να συνεχίσει να πορεύεται στις ίδιες ράγες. Ο ελληνικός λαός δικαιούται να ελπίζει σε καλύτερες μέρες. Ξεκαθαρίστηκε οριστικά, με τον πιο οδυνηρό τρόπο, ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί με τον κ. Μητσοτάκη στο τιμόνι και τη Ν.Δ. στην κυβέρνηση. Όλο και περισσότεροι πολίτες συνειδητοποιούν ότι με σβηστά φώτα δεν πήγαινε όλα αυτά τα χρόνια μόνο ο σιδηρόδρομος, αλλά μια χώρα ολόκληρη. Μετά από αυτή τη διαπίστωση οι πολίτες δεν έχουν πια δικαίωμα να λένε ότι δεν γνώριζαν.
πηγή: 2020mag.gr
___________________________________________
 
* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Γιάννης Ανδρουλιδάκης / Αξιολόγηση εκπαιδευτικών: Προπαγάνδα και πραγματικότητα

Για μια ακόμη φορά το θέμα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών βρίσκεται στο προσκήνιο, όχι ως ένα σοβαρό ζήτημα που πρέπει να συζητηθεί με νηφαλιότητα και δημοκρατικό τρόπο, αλλά ως ένα τεράστιο πρόβλημα

Οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν ανάγκη από τις αξιολογήσεις που επιβάλλονται από διάφορους ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι αγνοούν την ελληνική σχολική πραγματικότητα. Με απειλές, προσπάθειες εκφοβισμού και πολεμικές ιαχές δε θα αλλάξει απολύτως τίποτα προς το καλύτερο.

 

 

Για μια ακόμη φορά το θέμα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών βρίσκεται στο προσκήνιο, όχι ως ένα σοβαρό ζήτημα που πρέπει να συζητηθεί με νηφαλιότητα και δημοκρατικό τρόπο, αλλά ως ένα τεράστιο πρόβλημα, το οποίο, επειδή δεν έχει επιλυθεί, συσσώρευσε τα μύρια όσα προβλήματα στον χώρο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Υπεύθυνοι, βεβαίως, για όλη αυτήν την κατάσταση θεωρούνται πάλι οι εκπαιδευτικοί. Έτσι, κάποιοι νομίζουν ότι η εφαρμογή της αξιολόγησης θα δώσει άλλο ένα ράπισμα στους «κακομαθημένους» εκπαιδευτικούς, θα αποτελέσει έναν ακόμη θρίαμβο για τη σημερινή υπουργό Παιδείας και θα θεραπεύσει ούτε λίγο ούτε πολύ όλα τα μεγάλα προβλήματα του δημόσιου σχολείου.

Γράφουν, λοιπόν, ειδικοί και μη, αδαείς και γνώστες, αναλύσεις επί αναλύσεων για την αξιολόγηση. Πολλοί από αυτούς, άλλοι σκόπιμα και άλλοι από άγνοια, δεν κάνουν καμιά αναφορά στη σχολική πραγματικότητα. Αφήνω κατά μέρος τις τεχνικές πλευρές της κατά Κεραμέως αξιολόγησης, την απίστευτη γραφειοκρατία που την ακολουθεί, τον τεράστιο όγκο άχαρης δουλειάς που προστίθεται στις πλάτες των εκπαιδευτικών, και έρχομαι σε βασικά και ουσιαστικά ερωτήματα. Υπάρχουν, άραγε, αντικειμενικά κριτήρια για να αξιολογηθεί ο εκπαιδευτικός της τάξης; Πώς, για παράδειγμα, θα κριθεί το παιδαγωγικό κλίμα που υπάρχει στη σχολική αίθουσα; Με ποια μετρήσιμα μόρια; Με ποια η επάρκεια και η ικανότητά του να διδάσκει, όταν ένα από τα χαρακτηριστικά του σημερινού σχολείου είναι η ανομοιογένεια των μαθητών; Με ποιο τρόπο θα αξιολογηθούν οι παιδαγωγικές μέθοδοι με τις οποίες χειρίζεται τα σύνθετα κοινωνικά προβλήματα, τα οποία βρίσκουν αντανάκλαση στον σχολικό χώρο; Πώς θα αξιολογηθούν άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν επιμορφωθεί ουσιαστικά τα τελευταία τριάντα χρόνια ούτε μία φορά, με ευθύνη του αρμόδιου υπουργείου; Εκτός κι αν θεωρούμε ότι και γι’ αυτό φταίνε οι εκπαιδευτικοί, επειδή δε φρόντισαν να έχουν οικονομικά αποθέματα για να πληρώνουν σεμινάρια, μεταπτυχιακά κ.ά.

Να θυμίσουμε, λοιπόν, εδώ το αυτονόητο, αυτό που κάποιοι «ξεχνάνε», ότι δηλαδή οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, εκτός από το διδακτικό τους ωράριο, πέρα από τις άλλες υπηρεσίες που προσφέρουν στον εργασιακό τους χώρο, έχουν φόρτο εργασίας και στο σπίτι και μάλιστα ορισμένες ειδικότητες πολλή δουλειά. Ακόμη κι αν υπήρχαν τα χρήματα για επιμορφώσεις, πού να βρεθεί ο χρόνος; Τέλος, επειδή ζούμε στην Ελλάδα, ποιες δικλίδες ασφαλείας θα αποτρέψουν πολιτικές παρεμβάσεις υπέρ συγκεκριμένων αξιολογούμενων;

Αυτοί που πανηγυρίζουν με χαιρεκακία για το ξεκίνημα της ατομικής αξιολόγησης, αυτοί που θεωρούν τους εκπαιδευτικούς ανεπαρκείς και ετοιμάζονται να τους ρίξουν στην πυρά, οι αυλοκόλακες και οι προπαγανδιστές, προσφέρουν τις χειρότερες υπηρεσίες στην εκπαίδευση. Η συγκεκριμένη αξιολόγηση, όχι μόνο δε θα λύσει προβλήματα, αλλά θα συσσωρεύσει νέα. Οι εκπαιδευτικοί δεν είναι μηχανές, για να κριθούν ανάλογα με τα κομμάτια που παράγουν ανά ώρα. Συχνά η προσφορά τους και η θετική επίδραση που έχουν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του μαθητή φαίνεται μετά από χρόνια. Ούτε είναι φοβισμένα παιδάκια που χρειάζονται μπαμπούλα για να αποδώσουν. Στη συντριπτική πλειονότητά τους προσφέρουν αθόρυβα πολύ περισσότερα από όσα γνωρίζουν οι τεχνοκράτες των γραφείων που σχεδιάζουν αξιολογήσεις και οι αξιολογητές που θα τους κρίνουν με φορμαλιστικό και μηχανιστικό τρόπο.

Οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν ανάγκη από τις αξιολογήσεις που επιβάλλονται από διάφορους ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι αγνοούν την ελληνική σχολική πραγματικότητα. Με απειλές, προσπάθειες εκφοβισμού και πολεμικές ιαχές δε θα αλλάξει απολύτως τίποτα προς το καλύτερο. Αντιθέτως, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές χρειάζονται επιμόρφωση και συμβουλευτική καθοδήγηση για να γίνουν καλύτεροι, κλίμα ελευθερίας, διαλόγου, εμπιστοσύνης και δημοκρατίας, για να μπορέσουν να αναπνεύσουν και να δημιουργήσουν. Στο πλαίσιο αυτό η Ο.Λ.Μ.Ε. θα πρέπει να είναι έτοιμη να προτείνει και να συζητήσει μια μορφή αξιολόγησης στηριγμένη κατά το δυνατόν σε αντικειμενικά κριτήρια. Μια αξιολόγηση στην οποία θα έχει ρόλο και ο Σύλλογος Διδασκόντων και ο Διευθυντής. Μια διαδικασία, η οποία θα βοηθούσε τους εκπαιδευτικούς να βελτιωθούν και να εξελιχθούν επαγγελματικά και θα συνέβαλλε, μαζί με άλλες αλλαγές που είναι απαραίτητες, στην πραγματική αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης. 

(*) Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας, αρθρογραφεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Γιάννης Ανδρουλιδάκης / ΠΑΣΟΚ: Πλεύση σε θολά νερά

Ένα χρόνο και κάτι μήνες μετά την εκλογή του κ. Ανδρουλάκη στην αρχηγία του ΠΑΣΟΚ, όλο και περισσότεροι ψηφοφόροι του αναρωτιούνται πού οδηγείται πραγματικά το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου.

 

Γιάννης Ανδρουλιδάκης*

Ένα χρόνο και κάτι μήνες μετά την εκλογή του κ. Ανδρουλάκη στην αρχηγία του ΠΑΣΟΚ, το άλλοτε κραταιό κίνημα βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Ο κόσμος που τον στήριξε και τον εξέλεξε με ποσοστό περίπου 68% απογοητεύεται από τις παλινωδίες, την πολιτική θολούρα και τα «ήξεις-αφήξεις» του κ. Ανδρουλάκη. Όλο και περισσότεροι ψηφοφόροι του αναρωτιούνται πού οδηγείται πραγματικά το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου.

Είναι γεγονός ότι μετά την αποχώρηση του φυσικού του ηγέτη και την ανάληψη της αρχηγίας από τον κ. Σημίτη το ΠΑΣΟΚ υπέστη συστηματικά μεταλλάξεις και κατέληξε να γίνει κυβερνητική ουρά της Ν.Δ. Μετά τις τελευταίες εσωκομματικές εκλογές, οι υποστηρικτές του κινήματος αναθάρρησαν και πίστεψαν ότι ο κ. Ανδρουλάκης, ένας νέος άνθρωπος, είναι ικανός να το επαναφέρει στην ιστορική του κοίτη, ότι θα φέρει φρέσκο αέρα στην πολιτική σκηνή, ότι το κόμμα θα ξαναβρεί την επαφή με την κοινωνία, ότι θα θέσει ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές από την πολιτική της Ν.Δ. και θα υιοθετήσει ένα σύγχρονο προοδευτικό  λόγο. Γρήγορα διαψεύστηκαν.

Ο κ. Ανδρουλάκης, σαν έτοιμος από καιρό, ενδιαφέρθηκε σε πρώτη φάση να ελέγξει το κόμμα με ανθρώπους της απόλυτης εμπιστοσύνης του και να στήσει τον δικό του μηχανισμό. Φοβάται άραγε και τη σκιά του ή νομίζει ότι έτσι θα μπορέσει να μακροημερεύσει ως πρόεδρος; Σε επόμενο στάδιο επιχείρησε να καταθέσει τη δική του πολιτική πρόταση διακυβέρνησης. Η σοσιαλδημοκρατική λύση στην οποία αναφέρεται είναι τόσο θολή που ούτε ο ίδιος ούτε τα παπαγαλάκια του, που την αναμασούν και την αναπαράγουν στα ΜΜΕ, μπορούν να δώσουν τα βασικά χαρακτηριστικά της. Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα κάποια στιγμή αυτοπροτάθηκε ως υποψήφιος πρωθυπουργός!  Πολιτική σύγχυση ή μεγαλομανία;

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είχε όλο τον χρόνο στη διάθεσή του να απαντήσει σε ένα βασικό ερώτημα που απασχολεί τους ψηφοφόρους: τι θα κάνει μετεκλογικά. Μα δεν το έπραξε. Υποτίθεται ότι άνοιξε διμέτωπο αγώνα, εναντίον της Ν.Δ. και κατά του ΣΥΡΙΖΑ, για να προβάλλει τη δική του σοσιαλδημοκρατική εκδοχή. Σε κάθε δήλωσή του εναντίον του κ. Μητσοτάκη έμπαινε, χωρούσε δεν χωρούσε μέσα, και ο κ. Τσίπρας. Θεωρούσε, μάλλον, ότι εξισώνοντας τα δύο κόμματα θα είχε σημαντικά εκλογικά οφέλη και θα κατάφερνε στο προσεχές μέλλον να πάρει ο ίδιος τη θέση του κ. Τσίπρα στην κεντροαριστερά και το ΠΑΣΟΚ εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ.  Φάνηκε προσωρινά ότι λόγω των υποκλοπών η προοπτική συνεργασίας με τη Ν.Δ. κάηκε, αλλά ξανάρθε στην επιφάνεια με αφορμή την κόντρα που ξέσπασε ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Έτσι, με μεσολαβητές οικονομικούς παράγοντες, πολιτικούς και δημοσιογράφους ετοιμάζεται το προξενιό ανάμεσα στα δύο κόμματα, τη Ν.Δ. δηλαδή και το ΠΑΣΟΚ. Σενάριο που δεν διαψεύδει ο κ. Ανδρουλάκης.

Βεβαίως όλα αυτά δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Για όσους παρακολουθούν προσεκτικά τις εξελίξεις, στην πραγματικότητα η προοπτική συνεργασίας με τον κ. Μητσοτάκη δεν είχε αποκλειστεί ποτέ. Και μόνο το γεγονός ότι, ενώ βρισκόταν στην κορύφωσή του το σκάνδαλο των υποκλοπών, ο ίδιος ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, θύμα παρακολουθήσεων, κράτησε χαμηλούς τόνους, είναι δηλωτικό των προθέσεών του. Ετοιμάζεται, λοιπόν, να συνεργαστεί με τη Ν.Δ. και να ξαναγίνει το ΠΑΣΟΚ τσιράκι και κυβερνητικός ακόλουθός της; Φαίνεται ότι ο μεγάλος αντίπαλος του κ. Ανδρουλάκη δεν είναι ο πρωθυπουργός και η πολιτική της Ν.Δ. Πρωτίστως, μάλλον, τον ενδιαφέρει η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, η αποχώρηση του κ. Τσίπρα από την ηγεσία του και η πιθανή διάσπαση του χώρου αυτού, γιατί μόνον με αυτή την εξέλιξη νομίζει ότι θα επιβιώσει πολιτικά. Έτσι, μοιάζει έτοιμος να συμμαχήσει με τον ωτακουστή του, ικανοποιώντας παράλληλα και μια ομάδα στελεχών του που επιδιώκουν τη συνεργασία με τη Ν.Δ. Το ερώτημα είναι τι θα κάνει η άλλη πλευρά, το λεγόμενο «αντιδεξιό μπλοκ» σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Θα προτιμήσει τις κυβερνητικές καρέκλες ή θα αντιδράσει;

Όπως και να έχουν τα πράγματα, οι πολίτες λίγο καιρό πριν από τις εκλογές κρίνουν ήδη τις επιλογές και τη στάση των κομμάτων σε όλα τα ζητήματα και αναμένεται την ώρα της κάλπης να βάλουν στην ζυγαριά πολιτικές για τη στήριξη των πολλών και καλάθια της απάτης. Ξεκάθαρες κουβέντες και απαντήσεις του τύπου «ναι μεν, αλλά». Πρόσωπα και προσωπεία. Πραγματικούς ηγέτες και καρικατούρες                                                                                                                                    πηγή: 2020mag.gr     

(*) Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας, αρθρογραφεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Γιάννης Ανδρουλιδάκης: «Μετά την πρόταση δυσπιστίας τι; »


Η κυβέρνηση βγήκε απομονωμένη και λαβωμένη από την τριήμερη συζήτηση στη Βουλή. Στην απορία, εντούτοις, πολλών γιατί δεν χάνει την εξουσία και εξακολουθεί να εμφανίζεται ως πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις (αν πρέπει να τις πιστέψουμε), η απάντηση δεν είναι απλή.

http://
 
 
Η κυβέρνηση της ΝΔ πήρε για μια ακόμη φορά, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, ψήφο εμπιστοσύνης. Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας ήταν λαθεμένη ή ότι αποτελούσε ένα άλλο πυροτέχνημα, όπως ισχυρίζονται κάποιοι. Αντιθέτως, δόθηκε η ευκαιρία στα κόμματα της αντιπολίτευσης να φωτίσουν ακόμη περισσότερο το σκάνδαλο των υποκλοπών, να αποδείξουν τις αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις του Μεγάρου Μαξίμου, να στείλουν μήνυμα υπεράσπισης της Δημοκρατίας και των ατομικών ελευθεριών και να υψώσουν τείχος προστασίας στον κ. Ράμμο. Ο κ. Τσίπρας, από τη στιγμή που είχε στα χέρια του επίσημα από την ΑΔΑΕ τα ονόματα έξι επωνύμων, οι οποίοι παρακολουθούνταν, δεν είχε άλλη επιλογή.

Το διάστημα που προηγήθηκε, το πρωθυπουργικό γραφείο και το σύστημα που στηρίζει την κυβέρνηση χρησιμοποίησε πρωτοφανείς μεθοδεύσεις, οι οποίες δεν πέρασαν, για να μη βγουν ονόματα και να θαφτεί το σκάνδαλο. Παράλληλα, στον πρόεδρο της ΑΔΑΕ, ο οποίος με γενναιότητα υπερασπίζεται τους νόμους και το Σύνταγμα, εξαπέλυσαν με σφοδρότητα επιθέσεις, οι οποίες, επίσης, έπεσαν στο κενό. Έτσι ο κ. Μητσοτάκης βρέθηκε στη Βουλή, όπου έζησε δύσκολες ώρες, ίσως τις δυσκολότερες της θητείας του. Εκεί, όχι μόνο δεν απάντησε σε κανένα από τα κρίσιμα ερωτήματα που ετέθησαν, αλλά προσπάθησε ανεπιτυχώς να μεταφέρει τη συζήτηση αλλού. Έτσι, ακούσαμε για τον κ. Παππά, τον προστατευόμενο μάρτυρα κ. Μάξιμο Σαράφη, για τη μικρή Μαρία του Έβρου κ.λπ. Ούτε μια λέξη, όμως, γιατί παρακολουθούνταν ο κ. Ανδρουλάκης, ο κ. Χατζηδάκης, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, δημοσιογράφοι και άλλοι. Ούτε μια κουβέντα αν ήταν ύποπτοι για χρηματισμό ή επικίνδυνοι για την εθνική ασφάλεια της χώρας.

Θλιβερή και η εικόνα των βουλευτών της πλειοψηφίας. Ασφαλώς δεν περίμενε κανείς, και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο, να καταψηφίσουν την κυβέρνηση. Φάνηκε ότι το κόμμα της ΝΔ δεν διαθέτει μηχανισμούς αυτοκάθαρσης, όπως συμβαίνει σε συγγενικά της κόμματα στην Ευρώπη. Δεν ήταν, ωστόσο, αναμενόμενο να υιοθετήσουν με τόση θέρμη τις πρωθυπουργικές ασυναρτησίες και τα επιχειρήματα καφενείου του κ. Μητσοτάκη και να αποθεώνουν τον πανικό και την ενοχή του, που ήταν ολοφάνερη στα λεγόμενα και στη γλώσσα του σώματός του. Στην κοινοβουλευτική ομάδα στης ΝΔ υπάρχουν πολλοί σοβαροί και αξιοπρεπείς άνθρωποι, αλλά, δυστυχώς, χρεώθηκαν και αυτοί το σκάνδαλο των υποκλοπών και στο μέλλον δεν θα μπορούν να πουν ότι δεν άκουσαν και δεν ήξεραν.

Η κυβέρνηση, λοιπόν, βγήκε απομονωμένη και λαβωμένη από την τριήμερη συζήτηση στη Βουλή. Στην απορία, εντούτοις, πολλών γιατί δεν χάνει την εξουσία και εξακολουθεί να εμφανίζεται ως πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις (αν πρέπει να τις πιστέψουμε), η απάντηση δεν είναι απλή. Είναι δύσκολο να ξεριζώσεις ένα σύστημα, το οποίο μεθοδικά έχτισε το πρωθυπουργικό επιτελείο και το οποίο διαπλέκεται με οικονομικά συμφέροντα, χρησιμοποιεί την Υπηρεσία Πληροφοριών για παράνομες δραστηριότητες, απαξιώνει τη Βουλή και ελέγχει τα ΜΜΕ και τη Δικαιοσύνη. Στο ερώτημα γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα η αριστερή αντιπολίτευση δεν φαίνεται να εισπράττουν, στο βαθμό που θα αναμενόταν, την όποια φθορά της ΝΔ, οι εκτιμήσεις είναι πολλές. Η σιωπή της κοινωνίας είναι δυσερμήνευτη. Βολεύεται με τα ψίχουλα της προεκλογικής επιδοματικής πολιτικής, που ακολουθεί η κυβέρνηση, ή δεν υπάρχει η πολιτική δύναμη που θα εκφράσει όλη αυτή τη δυσαρέσκεια; Φταίει, μήπως, ότι οι συλλογικές εκφράσεις τις κοινωνίας (συνδικάτα, ομοσπονδίες, σύλλογοι κ.λπ.) είναι απαξιωμένες και, επομένως, δεν μπορούν να παίξουν καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις;

Όπως και να έχει, ένα είναι βέβαιο. Η λογική της ανάθεσης, η οποία στηρίζεται στη φράση «ψηφίστε μας και θα σας λύσουμε τα προβλήματα σας», δεν βοηθά στην αλλαγή της πολιτικής κατάστασης και στην επίλυση των σύνθετων ζητημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα. Ούτε η εκτίμηση ότι οι ψηφοφόροι θα εκφραστούν σιωπηλά στην κάλπη. Έχει αποδειχθεί πολλές φορές ότι οι λύσεις για το συμφέρον των πολλών δεν έρχονται χωρίς τη συμμετοχή των πολιτών, με την αρχαιοελληνική σημασία της έννοιας. Ότι ο τροχός της Ιστορίας δεν γυρνά δίχως την κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα, ο οποίος για την ώρα κάθεται σιωπηλός στον καναπέ του. Κάνει δηλαδή ό,τι χρειάζεται για να τρίβει από ικανοποίηση τα χέρια του ο κ. Μητσοτάκης.
πηγή: 2020mag.gr
___________________________________________

Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Γιάννης Ανδρουλιδάκης: «Όλα θυσία στον βωμό της εκλογικής νίκης»



Στην Ελλάδα ζούμε πρωτοφανείς καταστάσεις. Ο κ. Μητσοτάκης παίζει με τους θεσμούς, με τα εθνικά θέματα, με την πολιτιστική μας κληρονομιά και με την ίδια τη Δημοκρατία τελικά. Δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο, παρά μόνο για το πώς θα κουκουλωθούν με κάθε τρόπο τα σκάνδαλα που τσαλάκωσαν την εικόνα του. Πώς θα τα θάψει με το μικρότερο πολιτικό κόστος. Πώς, τελικά, θα κερδίσει τις εκλογές πάση θυσία.

 

Δυστυχώς, όμως, για τον πρωθυπουργό τον τελευταίο καιρό, όσο και να προσπαθεί, δεν του βγαίνει. Το σκάνδαλο των υποκλοπών γεννά διαρκώς νέα στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν την ανάμειξή του. Εσχάτως η έκθεση της ΕΥΠ, η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Documento», εμπλέκει τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ, τον κ. Φλώρο, σε οικονομικό σκάνδαλο, το οποίο γνώριζε ο πρωθυπουργός, και παρ' όλα αυτά, όχι μόνο τον διατήρησε στη θέση του, αλλά φημολογείται ότι θα του ανανεώσει για έναν ακόμη χρόνο τη θητεία του.

Χαρακτηριστική, επίσης, είναι η παρέμβαση του κ. Ντογιάκου, η οποία έφερε τα αντίθετα από τα σχεδιαζόμενα αποτελέσματα. Ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών, γιατί δικαιολογημένα θεωρήθηκε ως προσπάθεια φίμωσης της ΑΔΑΕ. Καταλυτική η αντίδραση κορυφαίων συνταγματολόγων, οι οποίοι με κείμενό τους εξέφρασαν την απόλυτη διαφωνία τους με τη γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου.  Αναμένεται, πάντως, συνέχεια στην προσπάθεια υπονόμευσης του προέδρου της ΑΔΑΕ, του κ. Ράμμου, παρά την επίγνωση ότι αυτό οδηγεί σε επικίνδυνα παιχνίδια με τους θεσμούς και το Σύνταγμα.

Ακόμη και το ζήτημα της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα χρησιμοποιήθηκε για ψάρεμα ψήφων. Ούτε εδώ, ωστόσο, τα κατάφερε ο πρωθυπουργός, αφού έκανε πίσω ολοταχώς μετά τις αντιδράσεις που πυροδότησαν τα δημοσιεύματα των διεθνών και εγχώριων ΜΜΕ. Η αποκάλυψη ότι η κυβέρνηση συζητούσε δανεισμό των γλυπτών από το Μουσείο του Λονδίνου σήμαινε στην ουσία ότι το επίσημο ελληνικό κράτος αναγνώριζε στη Βρετανία νόμιμη κατοχή. Την ίδια στιγμή, άλλα δημοσιεύματα αναφέρονται σε μια νομική φόρμουλα, η οποία θα παρακάμπτει το πρόβλημα της ιδιοκτησίας και η οποία θα προβλέπει την εκ περιτροπής αποστολή των γλυπτών, με ταυτόχρονο δανεισμό ελληνικών αρχαιοτήτων, οι οποίες θα εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο. Η υπουργός πολιτισμού, η κ. Μενδώνη, προσπάθησε ανεπιτυχώς να διορθώσει την κατάσταση. Το πώς, στ’ αλήθεια, αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση το θέμα προκύπτει από δήλωση του πρωθυπουργού, ο οποίος υπόσχεται ότι, εφόσον ο λαός τούς εμπιστευτεί ξανά, θα μπορέσουν να πετύχουν αυτόν τον στόχο, δηλαδή «ψηφίστε μας, να φέρουμε τα γλυπτά πίσω»!!!

Τέλος, η υποχωρητικότητα και η κυβερνητική αλαλία στα εθνικά θέματα δεν έχει προηγούμενο. Η Τουρκία, εκτός από τη «γαλάζια πατρίδα» που προκλητικά προβάλλει σε κάθε ευκαιρία, χώρια από την απαίτηση της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών που βρίσκονται στη μεθόριο, πέρα από τις απειλές ότι θα έρθουν βράδυ, ξέχωρα από τη δημιουργία γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο, επιχειρεί τώρα να δημιουργήσει τετελεσμένα και στη Νότια Κρήτη, απειλώντας με πόλεμο τη χώρα, αν επεκτείνει τα θαλάσσια σύνορά της στα δώδεκα μίλια. Αντί, λοιπόν, η κυβέρνηση να απαντήσει αποφασιστικά στις τουρκικές προκλήσεις, να δηλώσει ξεκάθαρα ότι μπορούν να έρθουν όποτε επιθυμούν και μέρα και νύχτα, αντί να επεκτείνει τα όρια στα δώδεκα μίλια, ακολουθεί μια αλλόκοτη, φοβισμένη και αναποτελεσματική τακτική, η οποία ενθαρρύνει την Τουρκία. Και μέσα σ’ όλα αυτά, ο υφυπουργός Παιδείας, ο κ. Συρίγος, δηλώνει ότι συμφέρει τη χώρας μας να δοθούν στην Τουρκία τα F16! Πού το πάει, επομένως, η κυβέρνηση; Υπάρχουν κρυφές δεσμεύσεις απέναντι στην Τουρκία; Μέχρι πότε θα συνεχιστεί το παιχνίδι της σιωπής με τα εθνικά μας θέματα, με την αξιοπρέπεια της χώρας, και ο υπολογισμός του πολιτικού κόστους σε περίπτωση θερμού επεισοδίου;

Όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές, όλες οι πολιτικές της κυβέρνησης θα υπηρετούν έναν στόχο: την παραμονή της στην εξουσία με κάθε τρόπο. Αναμένεται, στο πλαίσιο αυτό, να κυριαρχήσει το φαινόμενο των χτυπημάτων κάτω από τη ζώνη και να πολλαπλασιαστούν οι φαυλεπίφαυλες πρακτικές. Εμπόριο ονείρων και ελπίδων, διανομή επιδομάτων, δάνεια για αγορά κατοικίας, διορισμοί στο δημόσιο, γλυπτά του Παρθενώνα, θεσμοί, εθνικά θέματα, ιδανικά κι αξίες, όλα θυσιάζονται στον βωμό της εκλογικής νίκης. Χωρίς καμιά αιδώ, δυστυχώς.
πηγή: 2020mag.gr
______________________________

(*) Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας, αρθρογραφεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Γιάννης Ανδρουλιδάκης / Τηλεφωνικές υποκλοπές: Ξεπεσμός και κατάντια


Το τεράστιο σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών καλά κρατεί. Η κυβέρνηση δεν επιβεβαιώνει όλα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας και προσπαθεί να μεταθέσει τις ευθύνες αλλού, για να μείνει ο πρωθυπουργός έξω από αυτή τη βρομερή και δυσώδη ιστορία. Δεν ήξερε, δεν είδε, δεν άκουσε, λοιπόν, ο κ. Μητσοτάκης...


Στην Ελλάδα των υποκλοπών, όταν η Π.τ.Δ. σφυρίζει αδιάφορα, ο πρωθυπουργός σιωπά, η δικαιοσύνη εθελοτυφλεί, οι θεσμοί υπολειτουργούν και τα κόμματα της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης, παρά τις αντιδράσεις τους, δεν μπορούν να επηρεάσουν καταλυτικά τις εξελίξεις, τότε τη λύση έχουν οι πολίτες και ο ελληνικός λαός. 

Η κυβέρνηση, προσπαθεί να μας πείσει ούτε λίγο ούτε πολύ πως όλα ετούτα, όσα σχετίζονται με τις παρακολουθήσεις, συνέβησαν αλλού, σε διαφορετικό κόσμο και, ίσως, βρίσκονται στην υπνοφαντασία μας.

Το τεράστιο σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών καλά κρατεί. Η κυβέρνηση δεν επιβεβαιώνει όλα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας και προσπαθεί να μεταθέσει τις ευθύνες αλλού, για να μείνει ο πρωθυπουργός έξω από αυτή τη βρομερή και δυσώδη ιστορία. Δεν ήξερε, δεν είδε, δεν άκουσε, λοιπόν, ο κ. Μητσοτάκης. Εντύπωση, ωστόσο, προκαλεί η σιωπή των στόχων των συνακροάσεων. Τώρα που τα στοιχεία είναι αναμφισβήτητα, γιατί δεν αντιδρούν;

Πρώτα-πρώτα, ο κ. Χατζηδάκης που με τον κωδικό «στόχος 5046 c» παρακολουθούνταν από την Ε.Υ.Π. μέσα από το Μέγαρο Μαξίμου, εκεί όπου βρίσκεται δηλαδή το κυβερνητικό επιτελείο. Ο υπουργός Εργασίας αρκέστηκε να δηλώσει ότι δεν πιστεύει πως ο πρωθυπουργός, δηλαδή ο πολιτικός προϊστάμενος της Ε.Υ.Π., εμπλέκεται σε αυτήν την ιστορία. Μάλιστα, τις μέρες που ακολούθησαν ο κ. Μητσοτάκης και ο υπουργός του εμφανίστηκαν μαζί, σαν μια χαρούμενη παρέα, για να φανεί η πολύ καλή σχέση που έχουν οι δύο άντρες. Αυτό που παραδέχτηκε, εντούτοις, επισήμως ο κ. Χατζηδάκης είναι ότι υπήρχε παρακράτος στο Μαξίμου, το οποίο λειτουργούσε, κατά την άποψη του, εν αγνοία του πρωθυπουργού, πράγμα που δηλώνει την κυβερνητική ανικανότητα του κ. Μητσοτάκη, αφού κάτω από τη μύτη του συνέβαιναν όλα αυτά. Σε αυτό που δεν απάντησε, επιπλέον, ο υπουργός Εργασίας είναι: ποιος τον παρακολουθούσε τότε και για ποιους λόγους; Και σε εκείνο, τέλος, που περιμένει μια πειστική εξήγηση ο ελληνικός λαός, από τον λαλίστατο, σε άλλες περιπτώσεις, εκλεγμένο εκπρόσωπό του στη Βουλή, είναι γιατί δεν παραιτήθηκε για λόγους, τουλάχιστον, ευθιξίας, όταν τραυματίζεται βαριά κάθε έννοια νομιμότητας και δημοκρατίας.

Η υπόθεση με τον κ. Φλώρο, τον αρχηγό Γ.Ε.ΕΘ.Α., είναι ακόμη πιο σοβαρή. Είναι πρωτοφανές για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα της χώρας ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων να παρακολουθείται από το παρακράτος του Μαξίμου. Ο κωδικός του: «στόχος 519 c». Το ερώτημα που αυτομάτως τίθεται είναι: γιατί ο κ. Φλώρος; Υπήρχε υποψία ότι έδινε στρατιωτικά μυστικά, δηλαδή λειτουργούσε ως πράκτορας, ή ήταν πιθανόν να αναμειχθεί σε κάποιο σκάνδαλο οικονομικής φύσεως, δηλαδή ήταν διεφθαρμένος; Και τότε γιατί κυβερνητικές πηγές διέρρευσαν την ανανέωση της θητείας του; Ο πρωθυπουργός, που προσποιείται τον αμέτοχο, δεν καταλαβαίνει πόσο επικίνδυνο είναι για την άμυνα της χώρας να βρίσκονται απόρρητες, πιθανώς, συνομιλίες του αρχηγού στα χέρια των ωτακουστών που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στον κ. Μητσοτάκη; Και επειδή σε όλα αυτά δεν πρόκειται να απαντήσει ούτε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ούτε και κανένας άλλος, καλείται να δώσει τη λύση ο κ. Φλώρος. Να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Να μιλήσει για όλα αυτά. Η σιωπή του τον εκθέτει. Δεν είναι δυνατόν να τσαλακώνεται με αυτόν τον τρόπο η προσωπικότητα του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων και ο ίδιος να δείχνει ότι δεν τον αφορά. Δεν μπορεί να αφήνεται η υποψία ότι εξαγόρασαν τη σιωπή του με την παράταση της θητείας του για ένα χρόνο ακόμη στην ηγεσία του στρατεύματος.

Η κυβέρνηση, λοιπόν, προσπαθεί να μας πείσει ούτε λίγο ούτε πολύ πως όλα ετούτα, όσα σχετίζονται με τις παρακολουθήσεις, συνέβησαν αλλού, σε διαφορετικό κόσμο και, ίσως, βρίσκονται στην υπνοφαντασία μας. Ωστόσο, καθώς βαδίζουμε προς τις εκλογές, παίρνει και τα μέτρα της, για να ελέγξει, όσο μπορεί, την κατάσταση και να περιορίσει τη δημοσίευση νέων στοιχείων. Ακούγονται φήμες ότι θα προχωρήσει σε αντικατάσταση του επικεφαλής της Α.Δ.Α.Ε., του κ. Ράμμου, ενώ έχει γραφτεί πως συνεργάτες του πρωθυπουργού ζήτησαν από τους παρόχους των τηλεφωνικών εταιρειών να μη δίνουν στοιχεία στην ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης Απορρήτων των Επικοινωνιών, τα οποία αναφέρονται στις υποκλοπές. Τόσο καλά και τόσο νόμιμα, τέτοια κατάντια και ξεπεσμός στην Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία.

Στην Ελλάδα των υποκλοπών, όταν η Π.τ.Δ. σφυρίζει αδιάφορα, ο πρωθυπουργός σιωπά, η δικαιοσύνη εθελοτυφλεί, οι θεσμοί υπολειτουργούν και τα κόμματα της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης, παρά τις αντιδράσεις τους, δεν μπορούν να επηρεάσουν καταλυτικά τις εξελίξεις, τότε τη λύση έχουν οι πολίτες και ο ελληνικός λαός. Στις επερχόμενες εκλογές αναμένεται να αντιδράσουν. Θα το πράξουν άραγε;

πηγή: ieidiseis.gr
________________________

(*)  Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας, αρθρογραφεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.