Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευάγγελος Βενιζέλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευάγγελος Βενιζέλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Άρθρο Ευάγγελου Βενιζέλου στην «Κ»: Ο θάνατος του Σόιμπλε πρόκληση αναστοχασμού

     Ο θάνατός του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είναι μια ευκαιρία αναστοχασμού. Δεν υποδυόταν τον ρητορικά συμπαθή. Hταν δύσκολος αλλά έντιμος συνομιλητής. Είχε προφανώς αίσθηση του διευθυντικού ρόλου της Γερμανίας υπό τα τότε δεδομένα, αλλά ήταν πιστός στη γραμμή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

 



Ευάγγελος Βενιζέλος *


Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν αυτός που κατεξοχήν στήριξε την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους του 2012, με βάση την οποία πορεύεται η χώρα μέχρι σήμερα.

Χωρίς την ισχυρή πολιτική παρουσία του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε η Ευρωζώνη είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την ιστορική πρόκληση της οικονομικής κρίσης στο εσωτερικό της και πρωτίστως την ελληνική κρίση, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες που υπερέβαιναν το στενό πλαίσιο των Συνθηκών και απαιτούσαν τη διάθεση τεράστιων κονδυλίων.

Προσηλωμένος στη δημοσιονομική πειθαρχία και το αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας, ο Σόιμπλε εξέφραζε την κυρίαρχη αντίληψη της περιόδου της κρίσης, που ζητούσε από την Ελλάδα να κάνει μια καθαρή επιλογή ανάμεσα στην παραμονή στην Ευρωζώνη με ισχυρή βοήθεια αλλά και επώδυνα μέτρα δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής ή στην αποχώρηση από το ευρώ με ό,τι αυτή συνεπαγόταν για την Ελλάδα (αλλά και την Ευρωζώνη συνολικά).

Oταν η Ελλάδα επιβεβαίωσε σε διαφορετικές στιγμές και με διαφορετικές κυβερνήσεις την εθνική στρατηγική επιλογή της παραμονής στο ευρώ και ουσιαστικά στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν αυτός που κατεξοχήν στήριξε την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους του 2012, με βάση την οποία πορεύεται η χώρα μέχρι σήμερα.

Ευτυχώς η επιλογή αυτή επιβεβαιώθηκε –αν και με αυξημένο κόστος– το καλοκαίρι του 2015 μετά και παρά τον οίστρο του δημοψηφίσματος.

Η ελληνική κοινή γνώμη δεν συμπάθησε τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε γιατί τον ταύτισε με τα σκληρά δημοσιονομικά μέτρα της περιόδου των μνημονίων.

Ο θάνατός του είναι μια ευκαιρία αναστοχασμού. Δεν υποδυόταν τον ρητορικά συμπαθή. Hταν δύσκολος αλλά έντιμος συνομιλητής. Είχε προφανώς αίσθηση του διευθυντικού ρόλου της Γερμανίας υπό τα τότε δεδομένα, αλλά ήταν πιστός στη γραμμή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Προφανώς όλα μπορούσαν να γίνουν πιο ήπια, πιο γρήγορα, με μικρότερο δημοκρατικό και κοινωνικό κόστος για την Ελλάδα, αλλά τότε δεν υπήρχαν οι εμπειρίες των αλλεπάλληλων κρίσεων των τελευταίων δεκαπέντε ετών και οι ευελιξίες που στο μεταξύ υιοθέτησε η Ε.Ε. χάρη και στο «εργαστήριο» της ελληνικής κρίσης.

Η κακή εθνική συνήθεια να αρνούμεθα την ανάληψη των ενδογενών ευθυνών και να αναζητούμε μια ανθελληνική διεθνή συνωμοσία με κάποιους επώνυμους πρωταγωνιστές για κάθε περίοδο ιστορικής δοκιμασίας έχει επηρεάσει και τη σχέση της συλλογικής μας μνήμης με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Ο θάνατος αυτής της ισχυρής γερμανικής και ευρωπαϊκής πολιτικής προσωπικότητας, που έχει εκ των πραγμάτων συνδεθεί με ένα σημαντικό κεφάλαιο της ελληνικής Ιστορίας, ελπίζω να μας ωθήσει σε μια πιο ψύχραιμη και ισορροπημένη αποτίμηση της δικής μας εθνικής διαδρομής και προοπτικής.

* Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομικών.

Ευάγγελος Βενιζέλος: «Τα ιδιωτικά ΑΕΙ, το εκλογικό όριο και το Σύνταγμα»

Η μετεκλογική θεσμική συζήτηση κινείται γύρω από δυο, προς το παρόν, θέματα, την αναθεώρηση του Συντάγματος που εστιάζεται στο άρθρο 16 και την ενδεχόμενη αύξηση του ορίου εισόδου των κομμάτων στη Βουλή. Κοινός παρονομαστής είναι προφανώς το Σύνταγμα και η ερμηνεία του, κυρίως όμως οι προϋποθέσεις μιας συγκροτημένης, τεκμηριωμένης και υπεύθυνης δημόσιας συζήτησης για τέτοιας φύσης θέματα.


Ευάγγελος Βενιζέλος*

Η αναθεώρηση του άρθρου 16

Την περίοδο 2006 - 2008, ενόψει της τότε αναθεώρησης του Συντάγματος, είχα υποστηρίξει ότι μια τέτοια αναθεώρηση κινδυνεύει να ερμηνευθεί ως κίνηση υποβάθμισης του δημοσίου πανεπιστημίου και ότι σε κάθε περίπτωση η ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 16 έπρεπε να διαπιστωθεί στην πρώτη Βουλή με πλειοψηφία μεγαλύτερη των 151, αλλά μικρότερη των 180 βουλευτών, ώστε η δεύτερη Βουλή να διαμορφώσει το περιεχόμενο και τη νομοτεχνική κατάστρωση της διάταξης με την εγγύηση της αυξημένης πλειοψηφίας των 180 βουλευτών. Είχα επίσης υποστηρίξει ότι η ισχύουσα διατύπωση του άρθρου 16 αφήνει πολλά περιθώρια ευελιξίας στον νομοθέτη για τη λειτουργία στην Ελλάδα μη κρατικών πανεπιστημίων, ενώ είχα εξηγήσει, εντός και εκτός Βουλής, ότι σε κάθε περίπτωση η χώρα έχει υποχρέωση σεβασμού του Δικαίου της Ε.Ε. και πρωτίστως των θεμελιωδών ενωσιακών ελευθεριών, υποχρέωση που έχει σοβαρές πρακτικές συνέπειες στο πεδίο της παροχής υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων.

Αυτή ήταν, όπως αποδείχθηκε από τις εξελίξεις, μια μάχη οπισθοφυλακής. Το δημόσιο πανεπιστήμιο δεν αναβαθμίστηκε παρότι παρέμεινε γραμματικά αλώβητο το άρθρο 16. Πολλά ξένα πανεπιστήμια, ιδιωτικά αλλά και δημόσια, με έδρα κυρίως σε άλλες χώρες μέλη της Ε.Ε., συνήψαν συμβάσεις δικαιόχρησης ή πιστοποίησης ( franchising ή validation ) με τα λεγόμενα κολλέγια και παρέχουν υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην ελληνική αγορά, ενώ τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων τους αναγνωρίζονται πλέον με την εγγύηση της νομολογίας του ΣτΕ ακόμη και στους πιο «δύσκολους» κλάδους όπως οι δικηγόροι και οι μηχανικοί - μέλη του ΤΕΕ. Παράλληλα στην Κύπρο αναπτύχθηκε μια δυναμική αγορά με την ίδρυση μεγάλου αριθμού ιδιωτικών πανεπιστημίων.

Τα χρόνια που πέρασαν το ζήτημα των σχέσεων εθνικού Συντάγματος, Δικαίου της Ε.Ε. και Διεθνούς Δικαίου, δηλαδή το ζήτημα της πολλαπλότητας των έννομων τάξεων και η σύγκρουση ως προς την υπεροχή και την προτεραιότητα εφαρμογής των κανόνων κάθε μιας από τις τρεις αυτές έννομες τάξεις κατέστη κεντρικό, με τεράστιες πρακτικές συνέπειες. Αυτές δεν αφορούν πρωτίστως τις υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ούτε καν τις δημόσιες συμβάσεις (που καθόρισαν τελικά τον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 14 παρ. 9 Σ. για τον «βασικό μέτοχο»). Αφορούν υπαρξιακά δημοσιονομικά ζητήματα όπως τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ γύρω από τα οποία αναπτύχθηκε η γνωστή σύγκρουση του ΔΕΕ με το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (το περιβόητο ζήτημα του ελέγχου ultra vires, δηλαδή της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ κρατών μελών και Ε.Ε.).

Επιπλέον η νομολογία του Δικαστηρίου της Ε.Ε. ( απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, υπόθεση C 66/18, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας) με αφορμή τη στάση της Ουγγαρίας απέναντι στο Central European University που ίδρυσε ο George Soros έχει διαμορφώσει ένα πολύ πιο επιτακτικό για τα κράτη μέλη πλαίσιο σε σχέση με τη λειτουργία ξένων / ιδιωτικών πανεπιστημίων. Με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία που αποβαίνει εις βάρος της νομικής ακριβολογίας, μπορούμε να πούμε ότι τώρα πλέον το ΔΕΕ θεωρεί ότι τα κράτη - μέλη δεσμεύονται στον τομέα αυτό από τους κανόνες όχι μόνο του Δικαίου της Ε.Ε., αλλά και του Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου, πρωτίστως από τη Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου. Όταν συνεπώς ισχύουν (κατά τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών) πολυμερείς ή διμερείς διεθνείς συμβάσεις (που για τα ελληνικά δεδομένα κυρώνονται κατά το άρθρο 28 παρ. 1 Σ.) δεν δικαιούται ένα κράτος - μέλος, επικαλούμενο την εθνική του νομοθεσία συμπεριλαμβανομένου και του εθνικού του Συντάγματος, να αρνηθεί να συμμορφωθεί στις διεθνείς του υποχρεώσεις. Επιπλέον το ΔΕΕ έκρινε πλέον ρητά ότι οι εθνικές ρυθμίσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να σέβονται τα άρθρα 13, 14 παρ. 3, και 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δηλαδή την ακαδημαϊκή ελευθερία, την ελευθερία της εκπαίδευσης αλλά και την επιχειρηματική ελευθερία.

Η Ελλάδα αν ήθελε να επιμείνει σε μια ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του εθνικού της Συντάγματος, αντίθετη προς την προσέγγιση του ΔΕΕ, έπρεπε στο πεδίο του Δικαίου της Ε.Ε., να επικαλεσθεί τον σκληρό πυρήνα του άρθρου 4 παρ. 2 Συνθήκης για της Ε.Ε., δηλαδή να θέσει ζήτημα εθνικής συνταγματικής ταυτότητας. Είναι όμως προφανές ότι η προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας και του θεσμού του πανεπιστημίου είναι κοινό ευρωπαϊκό κεκτημένο και όχι ιδιαίτερη ελληνική ευαισθησία. Στο δε πεδίο της διεθνούς έννομης τάξης δεν χωρεί καν επίκληση της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας για να αρνηθεί ένα κράτος τον σεβασμό υποχρεώσεων που ανέλαβε με διεθνή σύμβαση.

Το Σύνταγμα δεν είναι πλέον το παλιό «στενό» εθνικό Σύνταγμα αλλά το «επαυξημένο» Σύνταγμα του πολυεπίπεδου συνταγματισμού που εναρμονίζει τις έννομες τάξεις και προσφέρει τη μείζονα κάθε φορά προστασία της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η αναθεώρηση του άρθρου 16 πρέπει να αποτυπώσει και ρητά αυτή την ερμηνευτική διεργασία, με τη συναίνεση και την προσοχή που απαιτεί η αναθεωρητική διαδικασία και με βάση τα υψηλότερα διεθνή standards. Από την άλλη μεριά είναι προφανές ότι το άρθρο 16 στην ισχύουσα μορφή του όχι μόνο δεν εμποδίζει αλλά επιβάλλει τη συμμόρφωση με τους κανόνες υπερέχουσας ισχύος της ενωσιακής και της διεθνούς έννομης τάξης που ανέδειξε η παραπάνω απόφαση του ΔΕΕ.

Στο μεταξύ, το μεγάλο ζήτημα είναι πάντα η αναβάθμιση του δημοσίου πανεπιστημίου. Αυτή εκκινεί από δυο θεμελιώδεις προϋποθέσεις: την αποκομματικοποίηση και την απογραφειοκρατικοποίηση του ελληνικού πανεπιστημίου. Την κατάργηση της ισοπεδωτικής νομοθετικής ομοιομορφίας και του ασφυκτικού κρατικού ελέγχου. Τη δυνατότητα των ΑΕΙ να κινηθούν με τη μέγιστη ευελιξία ως προς τα εκπαιδευτικά και ερευνητικά τους προγράμματα, προπτυχιακά και μεταπτυχιακά, ελληνόγλωσσα και ξενόγλωσσα και ως προς το προσωπικό τους. Προφανώς δεν απαιτείται ούτε για αυτά να προηγηθεί η αναθεώρηση του άρθρου 16.

Το όριο εισόδου των κομμάτων στη Βουλή

Το όριο εισόδου ενός κόμματος στη Βουλή είναι ένα κλασικό και θεμελιώδες πρόβλημα των εκλογικών νομοθεσιών διεθνώς και πρωτίστως στην Ευρώπη όπου κυριαρχεί το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης. Το «κατώφλι» είναι κρίσιμη παράμετρος του εκλογικού συστήματος, δηλαδή της αλληλουχίας των νομικών κανόνων που ορίζουν τον τρόπο με τον οποίο η ψήφος των πολιτών και οι συσχετισμοί εντός του εκλογικού σώματος μετατρέπονται σε έδρες που κατανέμονται στα κόμματα και διαμορφώνεται ο συσχετισμός των κοινοβουλευτικών δυνάμεων.

Σε ένα πλειοψηφικό σύστημα με μονοεδρικές περιφέρειες που καταλαμβάνονται σε έναν γύρο από όποιον συγκεντρώσει τη σχετική πλειοψηφία, όπως συμβαίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο, το κατώφλι δεν έχει σημασία. Σε ένα εκλογικό σύστημα «ενισχυμένης» αναλογικής που διασφαλίζει την ανάδειξη σταθερής αυτοδύναμης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από το πρώτο κόμμα όταν αυτό συγκεντρώνει σχετική πλειοψηφία επιπέδου π.χ. άνω του 37 %, το κατώφλι μπορεί να καταστεί αδιάφορο για την κυβερνητική σταθερότητα αν οι έδρες που λαμβάνει το πρώτο κόμμα δεν εξαρτώνται τεχνικά από τον αριθμό των μικρών κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή ή αποκλείονται από αυτήν. Αυτό έπρεπε να έχει γίνει και με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο με τον οποίο διεξήχθησαν οι εκλογές του Ιουνίου.

Εφόσον το όριο εισόδου στη Βουλή είναι βασικό στοιχείο του εκλογικού συστήματος, ο σχετικός νόμος εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 54 Σ. και η άμεση εφαρμογή του προϋποθέτει αυξημένη πλειοψηφία 2/3 του συνολικού αριθμού των βουλευτών.

Το ζήτημα του ορίου εισόδου συνδέεται συχνά στη δημόσια συζήτηση με την ανάγκη αποτροπής της πολυδιάσπασης (fragmentation) του κομματικού φάσματος και διαφύλαξης της ισορροπίας του κομματικού συστήματος. Αυτά όμως αφορούν κυρίως τη σχέση του κυβερνώντος κόμματος με το δεύτερο ή το τρίτο κόμμα όταν η μεταξύ τους διαφορά μεγέθους είναι σημαντική (πχ 41-18-11,5 %) και όχι την ενδεχόμενη παρουσία μεγάλου αριθμού μικρότερων κομμάτων που μπορεί να είναι ενοχλητικά από αξιακής ή αισθητικής πλευράς. Αν πάντως τίθεται ζήτημα νομικού περιορισμού στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ενός κόμματος για λόγους προστασίας της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αυτό ισχύει και όταν το συγκεκριμένο κόμμα υπερβαίνει το κατώφλι εισόδου στη Βουλή.

Υπό το πρίσμα των παραπάνω μπορούμε να επεξεργαστούμε το ερώτημα αν θα έθετε ζήτημα αντισυνταγματικότητας ή αντίθεσης προς την ΕΣΔΑ η αύξηση του ορίου από το 3 % στο 5%. Η ερμηνεία του Συντάγματος ευτυχώς για την επιστημονική κοινότητα, τη δικαστική εξουσία και τελικά για το κύρος του Συντάγματος, δεν είναι ένα παιχνίδι κολοκυθιάς: γιατί 3 % και όχι 4 %, γιατί 5 % και όχι 10 %. Το ουσιαστικό ερώτημα είναι υπό ποιες συνθήκες και από ποιο σημείο και μετά η απόκλιση από την αρχή της ισότητας και της ισοδυναμίας της ψήφου παύει να δικαιολογείται από λόγους που ανάγονται στην εναρμόνιση των οργανωτικών βάσεων του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης, δηλαδή στην εναρμόνιση της δημοκρατικής, της αντιπροσωπευτικής και της κοινοβουλευτικής αρχής που περιλαμβάνει και τη μέριμνα για κυβερνητική σταθερότητα.

Όπως καταγραφεί η Επιτροπή Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης σε σχετική έκθεση της [CDL-AD(2010)007] του 2010 στις μισές περίπου χώρες μέλη του Συμβουλίου ίσχυε τότε όριο εισόδου: 10 % στην Τουρκία, 5 % στην Γερμανία (όπου όμως υπάρχει η εναλλακτική προϋπόθεση της εκλογής τριών βουλευτών από την πρώτη ψήφο), στο Βέλγιο ( ανά εκλογική περιφέρεια), την Εσθονία, Γεωργία, Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, 4 % στην Αυστρία, Βουλγαρία, Ιταλία, Νορβηγία, Σλοβενία, Σουηδία, 3 % στην Ισπανία (ανά εκλογική περιφέρεια), Ελλάδα, Ρουμανία, Ουκρανία, 2% στη Δανία, 0.67 % στην Ολλανδία. Στο μεταξύ στη Μολδαβία το όριο αυξήθηκε στο 6% για τα κόμματα και στο 8 % για τους συνασπισμούς.

Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ( στην υπόθεση Yumak and Sadak v. Turkey) ότι το όριο του 10 % στην Τουρκία δεν παραβιάζει την ΕΣΔΑ εφόσον εξυπηρετεί τον θεμιτό σκοπό της αποφυγής του θρυμματισμού των κοινοβουλευτικών δυνάμεων και της διευκόλυνσης της κυβερνητικής σταθερότητας, λαμβανομένης όμως υπόψη της ύπαρξης παράπλευρων διασφαλιστικών δικλείδων κυρίως σε σχέση με τη δυνατότητα εκλογής Κούρδων ανεξάρτητων υποψηφίων. Ήδη όμως από το 2007 η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης (resolution 1547) δήλωσε την προτίμησή της για όριο 3% .

Στη χώρα μας το όριο του 3% εισήχθη μόλις το 1993. Επτά από τις είκοσι εκλογές της μεταπολιτευτικής περιόδου διεξήχθησαν χωρίς όριο εισόδου. Το όριο του 3% των έγκυρων ψήφων ως κατώφλι εισόδου κόμματος στη Βουλή ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κρίθηκε ρητά ως μη αντίθετο προς το Σύνταγμα (ΑΕΔ 34/1999, 3/2015)

Στις εκλογές πάντως του 1977 η Συμμαχία Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων συγκέντρωσε 2, 72% και εξέλεξε 2 βουλευτές ενώ το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων του Κων. Μητσοτάκη 1,08 και εξέλεξε επίσης 2 βουλευτές. Το 1985 το ΚΚΕ εσωτερικού συγκέντρωσε 1,84% και εξέλεξε 1 βουλευτή. Τον Ιούνιο του 1989 η Δημοκρατική Ανανέωση του Κωστή Στεφανόπουλου συγκέντρωσε 1,01% και εξέλεξε 1 βουλευτή. Το ίδιο κόμμα το 1990 συγκέντρωσε 0,67% και εξέλεξε πάλι 1 βουλευτή.

Αν το όριο ήταν 5 % το ΚΚΕ δεν θα μετείχε στη Βουλή το 1993 ( 4,54 % ) και τον Ιούνιο του 2012 (4,5 %), ενώ το 1996, το 2000, το 2004, τον Ιανουάριο του 2015 και το 2019 κινήθηκε οριακά πάνω από το 5 % ( 5,6- 5,52- 5,9- 5,47 - 5,30 % αντίστοιχα). Ο τότε Συνασπισμός υπερέβη ελάχιστα το 5 % μόνο το 1996 και το 2007, ενώ ήταν κάτω από το 5 % το 2000 ( 3,2 %), το 2004 (3,26 %) και το 2009 (4,59%). Το ΠΑΣΟΚ λόγω της διάσπασης του ΚιΔηΣο συγκέντρωσε 4,68% τον Ιανουάριο του 2015 και το Ποτάμι 4,09 % τον Σεπτέμβριο του 2015.

Αντίθετα η Χρυσή Αυγή είχε υπερβεί άνετα το όριο του 5% τον Μάιο του 2012 ( 6,97 %), τον Ιούνιο του 2012 ( 6,92%), τον Ιανουάριο του 2015 ( 6, 28%) και τον Σεπτέμβριο του 2015 (6,99%), ακόμη δηλαδή και μετά την άσκηση ποινικών διώξεων και την προσωρινή κράτηση του ηγετικού πυρήνα της.

Συνεπώς τα ιστορικά δεδομένα των εκλογικών αναμετρήσεων της Μεταπολίτευσης δεν προσδίδουν εύλογο χαρακτήρα στην αύξηση του ορίου στο 5%. Η δε ισχύς του εκλογικού συστήματος της ενισχυμένης αναλογικής που αναδεικνύει σταθερή μονοκομματική κυβέρνηση δύσκολα δικαιολογεί την αύξηση του ορίου, καθώς αρκεί να αποσυνδεθεί το πριμ προς το πρώτο κόμμα από τον αριθμό των μικρών κομμάτων που εισέρχονται στη Βουλή ή μένουν χωρίς κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.

Στο πεδίο των ευρωπαϊκών εκλογών δεν ισχύουν προφανώς επιχειρήματα σχετικά με την κυβερνητική σταθερότητα, αλλά επιχειρήματα σχετικά με την ανάγκη διαμόρφωσης ευρωπαϊκών κοινοβουλευτικών ομάδων με υπόσταση και δικτύωση σε πολλές χώρες - μέλη που επιτρέπει να διαδραματίζουν πανευρωπαϊκό πολιτικό ρόλο.

Κατά τις ευρωεκλογές του 2019 όριο εισόδου 5 % υπήρχε σε 9 χώρες - μέλη, όριο εισόδου 4% σε 3 , όριο εισόδου 3% στην Ελλάδα, όριο εισόδου 1,8% στην Κύπρο. Σε 14 χώρες μέλη δεν υπήρχε όριο εισόδου. Τώρα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προτείνει για τις εκλογές του 2024 τα κράτη μέλη να παραμείνουν ελεύθερα να θεσπίσουν όριο εισόδου που δεν υπερβαίνει το 5%. Να είναι δε υποχρεωμένα να καθορίσουν όριο – όχι μικρότερο του 3,5% και όχι μεγαλύτερο του 5% – για εκλογικές περιφέρειες κρατών μελών που περιλαμβάνουν περισσότερες από 60 έδρες ευρωβουλευτών. Το πιθανότερο είναι να ισχύσουν τα όρια του 2019.

Είναι ελπίζω προφανές ότι τέτοιου είδους νομοθετικές πρωτοβουλίες δεν μπορεί να είναι βεβιασμένες ή συγκυριακές, σε κάθε δε περίπτωση πρέπει να βασίζονται σε ενδελεχή μελέτη των παραμέτρων στις οποίες αναφερθήκαμε. Η μελέτη αυτή ως στοιχείο της «αιτιολογίας» του νόμου καθιστά αξιόπιστη την όποια νομοθετική ρύθμιση και επιτρέπει τον μεθοδολογικά σοβαρό δικαστικό έλεγχο της ενδεχόμενης αντίθεσης του νόμου προς το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Στη «συνεπειοκρατική» αντίληψη του δικαστή το γεγονός ότι οι εκλογές έχουν ολοκληρωθεί είναι προφανώς κρίσιμο, εκτός και αν οι τυχόν νομοθετικές υπερβάσεις παραβιάζουν πρόδηλα το ευρωπαϊκό συνταγματικό / εκλογικό κεκτημένο. -

πηγή: evenizelos.gr

* Ευάγγελος Βενιζέλος, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ, πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης.

Ευάγγελος Βενιζέλος: «Εθνική ατζέντα και μεταπλειοψηφικές συναινέσεις: Πέρα από τη σύγκρουση αυτοδυναμίας - συνεργασίας»

 Άρθρο Ευάγγελου Βενιζέλου στα ΝΕΑ Σαββατοκύριακο / 8 Απριλίου 2023

Εθνική ατζέντα και μεταπλειοψηφικές συναινέσεις:
Πέρα από τη σύγκρουση αυτοδυναμίας - συνεργασίας

Στην παρατεταμένη προεκλογική περίοδο που διανύουμε, κυριαρχεί πλέον η σύγκρουση ανάμεσα σε δυο πολιτικά αφηγήματα, αυτό της αυτοδύναμης / μονοκομματικής κυβέρνησης που δεν αρκείται στην ανάδειξη των πλεονεκτημάτων της αλλά θεωρεί επικίνδυνη για την πορεία της χώρας μια κυβέρνηση συνεργασίας και το αντίστροφο αφήγημα της ανάγκης για κυβερνητικές συνεργασίες που αποτρέπουν τα εκφυλιστικά φαινόμενα της μονοκομματικής αυτάρκειας και αυταρέσκειας.

Η ταύτιση των μονοκομματικών κυβερνήσεων με το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής που κυριαρχεί τα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης, δεν είναι ακριβής. Τα κρίσιμα παραδείγματα κυβερνήσεων συνεργασίας, οι κυβερνήσεις Παπαδήμου ( ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ο τότε ΛΑΟΣ ) και Σαμαρά - Βενιζέλου (αρχικά με τη συμμετοχή της τότε ΔΗΜΑΡ), προέκυψαν με εκλογικό σύστημα «ενισχυμένης» και όχι «απλής» αναλογικής και κλήθηκαν να διαχειριστούν καταστάσεις οξείας κρίσης και να λάβουν δύσκολες και αντιδημοφιλείς αποφάσεις.

Η εισφορά των κυβερνήσεων συνεργασίας στη χώρα

Η χώρα υφίσταται σήμερα ως κράτος μέλος της ΕΕ και της ευρωζώνης και ως δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική οντότητα χάρη στις κυβερνήσεις συνεργασίας της περιόδου της οικονομικής κρίσης και της αρχικής κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ που παραιτήθηκε από την αυτοδυναμία της για λόγους εθνικού συμφέροντος.

Η προκλητική επιμονή στην αποσιώπηση αυτής της απλής ιστορικής αλήθειας για το νωπό παρελθόν της χώρας και του γεγονότος ότι στην Ευρώπη σήμερα, στα κοινοβουλευτικά συστήματα διακυβέρνησης, κυριαρχούν οι κυβερνήσεις συνεργασίας, με κορυφαίο παράδειγμα τη Γερμανία και το γερμανικό μεταπολεμικό «θαύμα», δημιουργεί υπερβολική τεχνητή ένταση και τοξικό θόρυβο που παρεμποδίζει τη συζήτηση για την ατζέντα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει αναγκαστικά η χώρα μετά τις εκλογές, όσες και αν είναι αυτές και όποια κυβέρνηση και αν σχηματιστεί, μονοκομματική ή συνεργασίας.

Τρεις ατζέντες που συγκρούονται

Στην πραγματικότητα υπάρχουν τρεις ατζέντες που συγκρούονται. Μια προεκλογική υποταγμένη στις προδιαγραφές της όξυνσης και της πόλωσης που προφανώς τροφοδοτείται από την επιδίωξη της αυτοδυναμίας αλλά και από τις προσπάθειες αποτροπής της. Μια μετεκλογική, αναγκαστική και υπαγορευμένη από τις διεθνείς πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές εξελίξεις. Και μια εθνική που υπαγορεύεται από τους γεωγραφικούς και ιστορικούς καταναγκασμούς, οικουμενικού επιπέδου κλιματικές, τεχνολογικές και ανθρωπολογικές αλλαγές και από την υποχρέωσή μας απέναντι στους νέους να τους δώσουμε κάτι καλύτερο από μια Ελλάδα που βρίσκεται μεν εντός Ευρώπης και ευρωζώνης αλλά είναι καθηλωμένη στις τελευταίες θέσεις όλων των κρίσιμων κατατάξεων.

Το δημοκρατικά αναπόφευκτο ερώτημα, «ποια κυβέρνηση» θα απαντηθεί προφανώς από το εκλογικό σώμα που θα διαμορφώσει τους τελικούς εκλογικούς και κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς. Εναπόκειται στους πολίτες να διακρίνουν μέσα από τις θέσεις των κομμάτων για την προεκλογική ατζέντα, πώς θα χειριστούν την αναγκαστική μετεκλογική ατζέντα που τώρα είτε αποσιωπάται είτε τίθεται φευγαλέα και αποσπασματικά. Έως εδώ κινούμαστε στη σφαίρα των κομματικών συσχετισμών και της σύγκρουσης των πολιτικών αφηγημάτων περί αυτοδυναμίας ή συνεργασίας.

Η ικανότητα όμως της χώρας να χειριστεί την εθνική ατζέντα, τα βαθύτερα ερωτήματα κοινωνικής συνοχής, εθνικής ταυτότητας, εθνικής στρατηγικής και επικοινωνίας με το μέλλον χάριν της νέας γενιάς, υπερβαίνει τη σχέση κυβερνητικής πλειοψηφίας και αντιπολίτευσης που θα διαμορφωθεί στο τέλος των εκλογικών αναμετρήσεων. Τα ερωτήματα της εθνικής ατζέντας που αφορούν, μεταξύ άλλων, τις αναγκαίες πρωτοβουλίες στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας, στο πεδίο των δύσκολων και αμετάκλητων θεσμικών μεταρρυθμίσεων, στο πεδίο της κοινωνικής συνοχής και των βαθύτερων παραμέτρων της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, είναι ερωτήματα στα οποία χρειάζονται απαντήσεις μεταπλειοψηφικές. Απαντήσεις που προϋποθέτουν κάτι διαφορετικό από τη σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, μονοκομματική ή συνεργατική. Προϋποθέτουν εθνική συναίνεση που δεν καταργεί μεν τις κομματικές διαφορές και τους θεσμικούς ρόλους της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, φέρνει όμως το πολιτικό σύστημα αντιμέτωπο με τα διλήμματα της Ιστορίας και όχι απλώς της συγκυρίας και των εκλογικών κύκλων.

Μπορεί να γίνει σοβαρή συζήτηση προεκλογικά;

Η προεκλογική περίοδος και μάλιστα μια προεκλογική περίοδος ήδη μακρά και οξεία που βρίσκεται ακόμη στην πρώτη φάση της και είναι καταδικασμένη να διολισθαίνει σε ακόμη μεγαλύτερη όξυνση και να σπαταλά πολύ χρόνο σε επαναλήψεις στερεοτύπων, σε ανάδειξη δευτερευόντων θεμάτων και σε προσωπικές επιθέσεις, είναι προφανώς ακατάλληλη και απρόσφορη για μια ουσιαστική συζήτηση γύρω από την ανάγκη μεγάλων εθνικών συναινέσεων.

Χωρίς αυτές τις συναινέσεις όμως δεν είναι πρακτικά δυνατή ή έστω είναι εξαιρετικά δύσκολη η διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής που υπερβαίνει αγκυλώσεις και αδράνειες και κινητοποιεί τις καλύτερες όψεις της ελληνικής κοινωνίας και του εθνικού φρονήματος που δεν είναι ρητορικό αλλά ουσιαστικό.

Είναι λογικό να υποστηριχθεί ότι η διάθεση να συγκροτηθεί κυβέρνηση συνεργασίας με ευρύτερη νομιμοποίηση και συστράτευση αντί της εμμονής σε μια μονοκομματική «αυτοδύναμη» κυβέρνηση, είναι ενδεχομένως και το θετικό προοίμιο για την επιδίωξη στη συνέχεια των αναγκαίων μεταπλειοψηφικών συναινέσεων που αποτελούν προϋπόθεση για την προώθηση της εθνικής ατζέντας. Η σχέση όμως ανάμεσα στον χαρακτήρα της κυβέρνησης και την πιθανότητα να επιδιωχθούν και να επιτευχθούν στη συνέχεια ευρύτερες συναινέσεις που θα στηρίξουν πρωτοβουλίες ιστορικού και όχι συγκυριακού χαρακτήρα δεν διαμορφώνεται ούτε αυτόματα ούτε γραμμικά. Μπορεί μια κυβέρνηση συνεργασίας να εγκλωβιστεί σε εσωστρεφείς ασκήσεις ισορροπίας και συνύπαρξης που χρειάζονται σκληρά μέτωπα με την αντιπολίτευση προκειμένου να οριοθετείται ο χώρος στον οποίο κινείται η κυβερνητική συνεργασία. Το πιθανότερο βέβαια είναι μια τέτοια επιλογή μετωπικής ρήξης να την κάνει μια οριακή και εύθραυστη μονοκομματική πλειοψηφία που στηρίζει μια «αυτοδύναμη» κυβέρνηση.

Αυτό που πρέπει να γίνει έστω μέσα σε αυτές τις «στείρες» προεκλογικές συνθήκες είναι να ανοίξει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό η συζήτηση τουλάχιστο για την αναγκαστική μετεκλογική ατζέντα, για τη σημασία της δημοσιονομικής επίγνωσης, για την ανάγκη μιας γραμμής επεξεργασμένης στις λεπτομέρειες της για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, για τις σωστικές κινήσεις στο σύστημα υγείας, για την ανάδειξη του προβλήματος της δικαιοσύνης ως του μεγαλύτερου θεσμικού και αναπτυξιακού ζητήματος.

Το μεγάλο κενό

Πίσω όμως από αυτά διαφαίνεται το μεγάλο κενό που πρέπει να καλύψει η εθνική ατζέντα που ξεπερνά τους εκλογικούς κύκλους. Το μεγάλο αυτό κενό είναι εν πολλοίς ευρωπαϊκό και όχι μόνο εθνικό. Αφορά τη Δύση ως στρατηγική οντότητα που εκφράζει ένα μέρος του πλανήτη πολύ μικρότερο από όσο συνήθως νομίζουμε. Αφορά την προφανή εξάρτηση της Δύσης ως στρατηγικής οντότητας από τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ, για παράδειγμα από τη δίκη Ντ. Τραμπ σε ένα δικαστήριο του Μανχάταν.

Αν πρόκειται τους επόμενους τρεις μήνες να αναζητούμε την επόμενη κυβέρνηση, δεν έχουμε την πολυτέλεια να καθυστερήσουμε για τρεις μήνες της έναρξη μιας σοβαρής συζήτησης γύρω από τα θέματα αυτά.

πηγή: evenizelos.gr

* Ευάγγελος Βενιζέλος, Πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ.

Ευάγγελος Βενιζέλος στο MEGA: «...μετά τα Τέμπη, ίσως οι νέοι κατάλαβαν πως η ψήφος τους έχει αξία»! (vid)

Μεγάλο ενδιαφέρον είχε η συνέντευξη του Ευάγγελου Βενιζέλου στο MEGA, στη Νίκη Λυμπεράκη και στην εκπομπή «Μεγάλη Εικόνα», καθώς τοποθετήθηκε επί αρκετών ζητημάτων της πολιτικής προεκλογικής επικαιρότητας, ενώ απάντησε στο εαν αποτελεί ο ίδιος ενδιαφερόμενος για την θέση του πρωθυπουργού σε μία κυβέρνηση συνεργασίας.


Ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ξεκαθάρισε αρχικά ότι δεν θα πολιτευθεί σε αυτές τις εκλογές, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «δεν θα με δείτε στην επόμενη Βουλή», ενώ μιλώντας για το πως επηρέασε η τραγωδία των Τεμπών είπε πως «η ρήξη του πολιτικού συστήματος με τους νέους φανερώθηκε στα Τέμπη» και πρόσθεσε ότι «μετά τα Τέμπη, ίσως οι νέοι κατάλαβαν πως η ψήφος τους έχει αξία».

 
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος μίλησε για το ΠΑΣΟΚ, λέγοντας ότι «το ΠΑΣΟΚ έπρεπε να θυσιαστεί για να λύσει προβλήματα που συνέβαλε να δημιουργηθούν», ενώ άφησε αιχμές για τον Γιώργο Παπανδρέου, αν και στη συνέχεια σχολίασε με νόημα ότι «ο κ. Παπανδρέου αδικείται ιστορικά».

Ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ άφησε αιχμές και κατά της Νέας Δημοκρατίας, τονίζοντας ότι «τα τελευταία 4 χρόνια, παρά τις κρίσεις, σπαταλήθηκαν λεφτά», ενώ σχολιάζοντας την στρατηγική του Κυριάκου Μητοτάκη για δεύτερες εκλογές σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η αυτοδυναμία, είπε: «Η μη χρήση διερευνητικής εντολής αποτελεί καταστρατήγηση του συντάγματος», ενώ στη συνέχεια ανέφερε πως «τα τελευταία 4 χρόνια χάθηκε η δημοσιονομική επίγνωση».

Για τον κ. Ανδρουλάκη ευχήθηκε να καταφέρει στις εκλογές τους στόχους του και συνέχισε λέγοντας πως «ο κ. Ανδρουλάκης συζητά μαζί μου και του λέω την άποψη μου». Ο ίδιος σχολιάζοντας την επίθεση της ΝΔ στην πρόταση Ανδρουλάκη για «τρίτο πρωθυπουργό» επιτέθηκε στην κυβερνητική παράταξη λέγοντας «Η ΝΔ μιλάει για θεσμική ασέβεια ενώ αγνοεί το άρθρο 37 του συντάγματος;», ενώ για αυτή καθεαυτή την πρόταση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ ανέφερε πως «η πρόταση Ανδρουλάκη είναι λογική στο θεμέλιο της».

Γελοιότητα να λένε ότι είμαι υποψήφιος πρωθυπουργός

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος αναφέρθηκε εκτενώς και στα σενάρια που τον εμφανίζουν υποψήφιο πρωθυπουργό. «Εδώ έφτασε μία μικρή εταιρεία δημοσκοπήσεων κάνοντας την μεγαλύτερη μεθοδολογική και δεοντολογική γελοιότητα να υποβάλει την ερώτηση εάν το εκλογικό σώμα θέλει πρωθυπουργό εμένα. Είμαι εγώ υποψήφιος πρωθυπουργός; Διεκδικώ την ψήφο του ελληνικού λαού; Αν εγώ ήθελα να διεκδικήσω την πρωθυπουργία θα έθετα σε κίνδυνο την πορεία της χώρας όταν η χώρα ήταν με το ένα πόδι στο λάκκο και με το άλλο στον γκρεμό», ανέφερε και πρόσθεσε: «Δεν προέταξα ποτέ καμία επιδείωξη αξιώματος και υποτάχθηκα στις ανάγκες της χώρας και πλήρωσα κόστος μαζί με το κόμμα κι εγώ προσωπικά. Άρα, λοιπόν, θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί αυτοί που λένε τη γελοιότητα ότι μπορεί εγώ δια αντιπροσώπου χωρίς να είμαι υποψήφιος, χωρίς να θέλω, χωρίς να έχω πρόγραμμα, να έχω φιλοδοξία να διεκδικώ».

Ο κ. Βενιζέλος συνέχισε λέγοντας πως «εαν επρόκειται να διεκδικήσω έναν τέτοιο ρόλο θα τον διεκδικούσα ευθέως όχι δια αντιπροσώπου, όχι πλαγίως, όχι στο παρασκήνιο».

Στην αναφορά της Νίκης Λυμπεράκη ότι στο πρόσφατο βιβλίο του ο κ. Βενιζέλος αναφέρει ότι «εδώ είμαστε αν ο τόπος με χρειαστεί ξέρει που θα μας βρει», ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ απάντησε: «Εννοώ αν μας χρειαστεί επειδή υπάρχει κρίση, επειδή υπάρχει ανάγκη για δύσκολες αποφάσεις. Και ο χώρος που υπάρχει αυτή την στιγμή ελεύθερος στα κόμματα μπορεί να οδηγήσει σε μία λύση που είναι φυσιολογική, θεσμική, συνταγματική, αλλά μπορεί να διαμορφώσει και τις προϋποθέσεις μίας κρίσης, όχι πολιτικής αλλά κοινωνικής και λυπάμαι που το λέω οικονομικής, δεν κινδυνολογώ, αλλά πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι και για εκδοχές πολέμου νεώτερες».

Ο κ. Βενιζέλος συνέχισε μιλώντας για τα σενάρια «πρωθυπουργοποίησής του ότι «αυτά όπως αντιλαμβάνεστε είναι σενάρια που δεν έχουν πραγματικό αντικείμενο. Εάν μου λέτε ότι μπορεί να κάτσουν σε ένα τραπέζι οι αρχηγοί των κομμάτων και να ρθούν και να πούν έλα να κάνεις τον πρωθυπουργό, έχουμε έχοντας την δυνατότητα να εφαρμόσεις ένα πρόγραμμα το οποίο έχουμε συμφωνήσει και με το οποίο συμφωνείς κι εσύ, ναι θα διευκόλυνα τα κόμματα και την χώρα, αλλά θεωρώ ότι αυτή η συζήτηση είναι μία συζήτηση κάπως παιδική».

Επιστημονική μελέτη- σχόλιο του Ευάγγελου Βενιζέλου στην 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου.


«Έχω την ελπίδα ότι ένας ευφυής, έμπειρος και εγκρατής νομικός με τη διαδρομή και την ικανότητα αντίστασης στις προσβολές της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης που διαθέτει ο σημερινός Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, θα βρει τη βούληση και το θάρρος να επανεξετάσει τη Γνωμοδότηση», με την προτροπή αυτή στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κλείνει την παρέμβασή του ο συνταγματολόγος Ευάγγελος Βενιζέλος.


Επιστημονική μελέτη- σχόλιο του Ευάγγελου Βενιζέλου(*) στην 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ψηφιακό νομικό περιοδικό Constitutionalism.gr


Η σχέση εισαγγελικών αρχών και ανεξάρτητων αρχών - Σεβασμός ή παραβίαση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου


Σχόλιο στην 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου


Τέσσερα βασικά ζητήματα θέτει η 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Πρώτον, το ζήτημα του σεβασμού των ορίων της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με κριτήριο τη σχετική νομοθετική ρύθμιση και τη σχετική πάγια πρακτική της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.

Δεύτερον, το ζήτημα της ερμηνείας του Συντάγματος με σεβασμό όχι μόνο προς τις επιστημονικές μεθόδους ερμηνείας αλλά και προς τους επιτακτικούς νομικούς κανόνες ερμηνείας που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα.

Τρίτον, το ζήτημα των σχέσεων δικαστικής εξουσίας και ανεξάρτητων αρχών.

Τέταρτον, το ζήτημα του εύρους της συνταγματικής και διεθνούς προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών με βάση τη σχετική νομολογία κυρίως του ΕΔΔΑ και την τοποθέτηση, στο πεδίο αυτό, του πρόσφατου νόμου 5002/2022 «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών» ( Α´ 228).


I. Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου

Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διατύπωσε την 1/2023 Γνωμοδότησή του επικαλούμενος για τη θεμελίωση της γνωμοδοτικής του αρμοδιότητας το άρθρο 29 παρ. 2 ν. 4938/2022 « Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών», όπου προβλέπεται ότι «Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί και σε νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος». Ομοίου περιεχομένου διάταξη περιείχε και ο προγενέστερος Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων ( άρθρο 25 παρ. 2 ν. 1756/1988 ).

Πάγια όμως θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά την άσκηση αυτής της γνωμοδοτικής του αρμοδιότητας, όπως ο εισαγγελικός θεσμός εκφράζεται διαχρονικά με την υπογραφή μακράς αλυσίδας Εισαγγελέων και Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, είναι ότι ο Εισαγγελέας δεν γνωμοδοτεί «επί υποθέσεων, επί των οποίων επιλήφθηκαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές ή επί θεμάτων που απασχόλησαν ή πρόκειται να απασχολήσουν τα δικαστήρια ή τα δικαστικά συμβούλια, προς αποφυγή επηρεασμού της κρίσης τους, ενόψει και των προβλεπομένων ενδίκων μέσων και βοηθημάτων». [ Ενδεικτικά βλ. Γνωμοδοτήσεις Εισαγγελέα ΑΠ 7/2022 (Αρ. Χριστόπουλος), 5/2022 (Αν . Δημητριάδου), 3/2022( Δ. Παπαγεωργίου), 22/2021( Αν. Δημητριάδου), 20/2021( Λ. Σοφουλάκης ), 15/2021 (Δ. Παπαγεωργίου ), 12/2020( Λ. Σοφουλάκης ), 10/2018 ( Δ. Παπαγεωργίου ), 4/2014( Χ. Βουρλιώτης ) ]

Πάγια επίσης θέση του Εισαγγελέα του ΑΠ ως θεσμού είναι ότι δεν γνωμοδοτεί επί ερωτημάτων που θέτουν ιδιώτες ( όπως ο ΟΤΕ - Όμιλος εταιρειών ) και μάλιστα διάδικοι ή εν δυνάμει διάδικοι ή με οποιονδήποτε τρόπο εμπλεκόμενοι σε συναφή δικαστική διαδικασία στο πεδίο όλων των δικαιοδοτικών κλάδων ( βλ. ενδεικτικά Γνωμοδότηση Εισαγγελέα ΑΠ 3/2022 (Δ. Παπαγεωργίου ) για εκκρεμή ποινική υπόθεση και 22/2021 (Αν . Δημητριάδου ) για υπόθεση δεκτική ακυρωτικού ελέγχου ενώπιον του ΣτΕ ). Ο Εισαγγελέας γνωμοδοτεί, όπως δείχνει η πάγια πρακτική, απαντώντας σε ερωτήματα κατώτερων εισαγγελέων, υπουργών, κρατικών αρχών και υπηρεσιών, της ΕΛΑΣ κ.ο.κ. Πάντως όχι εταιριών υπαγομένων στον έλεγχο Ανεξάρτητων Αρχών.

Στην προκειμένη περίπτωση η 1/2023 Γνωμοδότηση διατυπώνεται επί θέματος που συνιστά αντικείμενο εκκρεμών ποινικών προκαταρκτικών εξετάσεων και κυρίως εν δυνάμει αντικείμενο διοικητικής δίκης που ενδέχεται να ανοίξει εφόσον η ΑΔΑΕ έχει επιληφθεί του ελέγχου επί των παρόχων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μεταξύ των οποίων και ο αποδέκτης της γνωμοδότησης. Ένας ελεγχόμενος πάροχος όμως εφόσον προβάλλει νομικές αντιρρήσεις κατά της νομιμότητας των σχετικών (διοικητικών ως προς τη φύση τους) πράξεων της ΑΔΑΕ με τις οποίες παραγγέλλεται και διενεργείται έλεγχος σεβασμού του απορρήτου των επικοινωνιών, έχει τη δικονομική ευχέρεια να ασκήσει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας ενώπιον των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και εντέλει ενώπιον του ΣτΕ.

Άλλωστε ρητά προβλέπεται στο άρθρο 100 παρ. 1 περ. δ Συντ. ότι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο για την «άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή, τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων».

Ο Εισαγγελέας του ΑΠ δεν έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα επί θεμάτων που μπορούν να καταστούν αντικείμενο αυτής της δίκης ενώπιον του ΑΕΔ. Συνεπώς η 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του ΑΠ έχει χορηγηθεί καθ´υπέρβαση αρμοδιότητας και θέτει ουσιώδη ζητήματα σεβασμού της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρμοδιότητας των Ανεξάρτητων Αρχών, της κατανομής της δικαιοδοσίας μεταξύ των δικαιοδοτικών κλάδων και της εσωτερικής ανεξαρτησίας των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών που έχουν επιληφθεί ή θα επιληφθούν διοικητικών διαφορών ή ποινικών υποθέσεων σχετικών με την ιδιωτική εταιρεία που απευθύνθηκε στον Εισαγγελέα του ΑΠ και έτυχε της γνωμοδοτικής του προσοχής.


II. Η αντίληψη της 1/2023 Γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του ΑΠ για την ερμηνεία του Συντάγματος

Αν αγνοηθεί για τις ανάγκες της επιστημονικής συζήτησης το μείζον ζήτημα των ορίων της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας του Εισαγγελέα του ΑΠ και στρέψουμε την προσοχή μας στην ουσία της νομικής επιχειρηματολογίας της Γνωμοδότησης, η μήτρα του προβλήματος εντοπίζεται στην αντίληψη που απηχεί η Γνωμοδότηση ως προς τη θεσμική υπόσταση των προβλεπόμενων στο Σύνταγμα πέντε Ανεξάρτητων Αρχών και ιδίως της ΑΔΑΕ [ άρθρα 101 Α και 19 παρ. 2. Βλ. ενδεικτικά, Ευάγγελος Βενιζέλος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο. Το συνταγματικό φαινόμενο στον 21 ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, 2002, σελ 218 επ, με τις εκεί ειδικότερες αναφορές στις προπαρασκευαστικές εργασίες της Αναθεώρησης του 2001 και τις επισημάνσεις μου υπό την ιδιότητα του Γενικού Εισηγητή της πλειοψηφίας. Επίσης, αντί πολλών, Ευάγγελος Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Νέα έκδοση, 2021, σελ. 581 επ. και περαιτέρω βιβλιογραφικές ενδείξεις, σελ 590-591.]

Οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν εξαρτώνται από τις διακυμάνσεις και τις συγκυριακές επιλογές του κοινού νομοθέτη. Αυτό είναι το νόημα και η κανονιστική εισφορά της συνταγματικής κατοχύρωσής τους. Το ίδιο ισχύει και για τις προβλεπόμενες στο Δίκαιο της ΕΕ αρχές, συνήθως ρυθμιστικές όπως η ΕΕΤΤ και η ΡΑΕ , τις οποίες ο εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί να ευνουχίσει ή να απογυμνώσει από τις αρμοδιότητές τους. Κατά μείζονα λόγο, αρχές όπως η ΑΔΑΕ και η ΑΠΔΠΧ που είναι κατοχυρωμένες και κατά το Σύνταγμα και κατά το Δίκαιο της ΕΕ, έχουν την πολυεπίπεδη προστασία που τους προσφέρει το «επαυξημένο Σύνταγμα» ( βλ. Evangelos Venizelos, From the relativization of the Constitution to the “augmented Constitution”, ERPL/REDP, vol. 32, no 3, autumn/automne 2020, p. 973-1017 ).

Η Γνωμοδότηση σωστά θεωρεί ( σελ.10- 12) ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 19 Συντ. και η εκεί προβλεπόμενη Ανεξάρτητη Αρχή συνιστά θεσμική εγγύηση που περιβάλλει το απόρρητο των επικοινωνιών. Σφάλλει όμως όταν θεωρεί ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να αφαιρέσει ουσιώδεις ελεγκτικές αρμοδιότητες από την Ανεξάρτητη Αρχή ή πολύ περισσότερο να της απαγορεύσει και μάλιστα με απειλή ποινικών κυρώσεων να ασκεί τη συνταγματική αρμοδιότητά της περιβάλλοντας ως αποτελεσματική θεσμική εγγύηση το «απολύτως» απαραβίαστο δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β Συν.)

Η αντίληψη ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να διαπλάσει νομοθετικά μια αδύναμη και ατελέσφορη ΑΔΑΕ, εξαρτά την υπερέχουσα πρόβλεψη και ισχύ του Συντάγματος που ρυθμίζει με κανόνες αυξημένης τυπικής ισχύος τον μακρύ ιστορικό χρόνο και εγγυάται την αρχή του κράτους δικαίου, δηλαδή τη φιλελεύθερη όψη της δημοκρατίας, από την κυμαινόμενη βούληση του υποδεέστερης νομικής ισχύος κοινού νομοθέτη. Αυτό όμως είναι το ερμηνευτικό ατόπημα της «σύμφωνης με τον νόμο» ερμηνείας του Συντάγματος που αποπειράται να εξουδετερώσει το εθνικό τυπικό Σύνταγμα αλλά δεν μπορεί να εμφανιστεί ούτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ούτε πολύ περισσότερο ενώπιον του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ. Τα δύο ευρωπαϊκά δικαστήρια ελέγχουν με κανόνα αναφοράς το Δίκαιο της ΕΕ και την ΕΣΔΑ αντίστοιχα, το εθνικό Σύνταγμα ως πράξη που μπορεί να παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο ή την ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται και εφαρμόζεται εντέλει από τα εθνικά δικαστήρια.

Η Γνωμοδότηση θεωρεί ότι το άρθρο 19 Συντ. έχει το κανονιστικό περιεχόμενο που του δίνει ο πρόσφατος ν. 5002/2022, όπως περιοριστικά αποπειράται να τον ερμηνεύσει η ίδια. Ευτυχώς για το συνταγματικό κράτος δικαίου και την ευρωπαϊκή έννομη τάξη και την ΕΣΔΑ, το άρθρο 19 Συντ. έχει το μέγιστο δυνατό προστατευτικό περιεχόμενο που του προσδίδει η σύμφωνη με την ΕΣΔΑ και το Δίκαιο της ΕΕ ερμηνεία του και ο ν. 5002/2022 διασώζεται από πλευράς συνταγματικότητας μόνο ερμηνευόμενος σύμφωνα με το Σύνταγμα (πιο αναλυτικά, Ευάγγελος Βενιζέλος, Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων και ερμηνεία του Συντάγματος. Μαθήματα εμβάθυνσης στο Συνταγματικό Δίκαιο, 2022, ιδίως σελ. 39 επ. , 59 επ., 184 επ . και περαιτέρω βιβλιογραφική τεκμηρίωση σελ. 75 επ., 279 επ. ).


III. Οι σχέσεις εισαγγελικών αρχών και ανεξάρτητων αρχών

Από την εισαγωγή του θεσμού των Ανεξάρτητων Αρχών στο Σύνταγμα με την Αναθεώρηση του 2001 έως σήμερα οι εισαγγελικές αρχές τις αντιμετώπισαν με δυσπιστία ή και ανοικτή εχθρότητα. Αυτό εκδηλώθηκε ιδίως στο πεδίο του απορρήτου των επικοινωνιών και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Η εισαγγελική αντίληψη μπορεί να συνοψιστεί στη θέση ότι το απόρρητο των επικοινωνιών και η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν παρεμποδίζουν τις ανακριτικές πράξεις. Άρα οι δικονομικές ευχέρειες του εισαγγελέα και του τακτικού ανακριτή δεν μπορεί να εξαρτώνται από την άδεια της ΑΔΑΕ ή της ΑΠΔΠΧ γιατί η ανεξάρτητη δικαιοσύνη και οι ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί παρέχουν μείζονες εγγυήσεις και δεν υπάγονται στον έλεγχο των Ανεξάρτητων Αρχών. Η Γνωμοδότηση Εισαγγελέα ΑΠ 14/2007 (Γ. Σανιδάς) είχε προκαλέσει την παραίτηση του προέδρου και των μελών της ΑΠΔΠΧ και η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής συνήλθε στις 28.11.2007 σε ειδική συνεδρίαση στην οποία ανέπτυξα ως μέλος της Επιτροπής της θέση μου υπό τον τίτλο: «Ποιος μας φυλάει από τους φύλακες;». Περιλαμβάνεται στα πρακτικά της συνεδρίασης της Επιτροπής. [Βλ. επίσης ενδεικτικά τις Γνωμοδοτήσεις Εισαγγελέα του ΑΠ 8/ 2008 ( Κυρ. Καρούτσος), 9/2009 ( Γ. Σανιδάς ) , 12/2009 ( Αθ. Κατσιρώδης ), 12/2009( Ι. Τέντες )]

Το υποκείμενο επιχείρημα ήταν ο σεβασμός της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Όμως η αρχή της διάκρισης των εξουσιών λειτουργεί και αντίστροφα, όπως σημειώθηκε προηγουμένως σε σχέση με το άρθρο 100 παρ.1 περ. δ Συντ. Οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν περιορίζουν τις αρμοδιότητες της δικαιοσύνης, αλλά ενισχύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου ( άρθρο 25 παρ.1 Συντ.) .

Πρόσφατα μάλιστα το ΣτΕ ( Δ´ τμήμα ) με την 561/2022 απόφασή του έκρινε ότι η ΑΠΔΠΧ δεν δύναται να αρνηθεί να εξετάσει καταγγελία για παράνομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τον λόγο ότι έχει ασκηθεί παραλλήλως αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για τις ίδιες παραβάσεις. Επίσης η Ολομέλεια του ΣτΕ με την 1478/2022 απόφασή της ακύρωσε κοινή υπουργική απόφαση, κατά το μέρος που με αυτήν ρυθμίζεται η απαλλαγή των μαθητών/μαθητριών από το μάθημα των θρησκευτικών, διότι πριν από την έκδοσή της δεν τηρήθηκε, ως ουσιώδης τύπος, η παροχή γνώμης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

Το ΣτΕ δίνει το στίγμα του σεβασμού του θεσμικού ρόλου των Ανεξάρτητων Αρχών. Αυτό το στίγμα δίνει το προσεκτικό και όχι «απειλητικό» ύφος της Γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του ΑΠ 13/2021 ( Δ. Παπαγεωργίου ) που απευθύνεται στον Πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι επίτιμος Πρόεδρος του ΑΠ ( και όχι σε ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση υπαγόμενη στον έλεγχο του ΕΣΡ ). Γράφει χαρακτηριστικά η Γνωμοδότηση 13/2021, «Η προεκτεθείσα γνώμη μας (μετά παρρησίας εκφερομένη και προς επίτιμον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου απευθυνομένη) δεν απηχεί προσπάθεια να σας μεταπείσει …αλλά συνιστά απόπειρα ευσυνείδητης εκτέλεσης εισαγγελικού καθήκοντος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 25 παρ. 2 ΚΟΔΚΔΛ ( μη διαφεύγουσα, ενδεχομένως, τον κίνδυνο αστοχίας …)».

Στην προκειμένη όμως περίπτωση της Γνωμοδότησης 1/2023 το ζητούμενο δεν είναι να ασκηθεί ο έλεγχος επί της ΕΥΠ και των τηλεπικοινωνιακών παρόχων από την εισαγγελική αρχή στο πλαίσιο ποινικής προδικασίας που ως δικαστική αρμοδιότητα προτάσσεται αυτής της ΑΔΑΕ, αλλά να μη ασκηθεί κανένας απολύτως έλεγχος !


IV. Το εύρος της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών μετά τον πρόσφατο ν. 5002/2022

Ο πρόσφατος νόμος 5002/2022 εισήχθη στη Βουλή και ψηφίστηκε υπό το κλίμα της ύπαρξης και λειτουργίας στην ελληνική επικράτεια, αλλά υπό άγνωστο έλεγχο, κατασκοπευτικών λογισμικών και κυρίως της υπόθεσης των «επισυνδέσεων», δηλαδή άρσεων του απορρήτου από την ΕΥΠ για λόγους εθνικής ασφάλειας με διάταξη της τοποθετημένης εντός της ΕΥΠ εισαγγελικής λειτουργού.

Οι «επισυνδέσεις» αυτές χαρακτηρίστηκαν αρχικά τυπικά νόμιμες αλλά ουσιαστικά εσφαλμένες άρα παράνομες ως αναιτιολόγητες ή έστω εκδοθείσες καθ´υπέρβαση της αρχής της αναλογικότητας και των κριτηρίων που έχει διαμορφώσει η νομολογία του ΕΔΔΑ.

Στη συνέχεια επισήμως η κυβέρνηση δήλωσε ότι η ΕΥΠ έχει κινηθεί στα θέματα αυτά «εκτός πλαισίου» αλλά όχι εν γνώσει του Πρωθυπουργού.

Αιτιολογική βάση και πραγματολογικό πλαίσιο του νέου νόμου είναι, υποτίθεται, η ενίσχυση της διαφάνειας, η προσθήκη νέων εγγυήσεων, η εναρμόνιση με τη νομολογία του ΕΔΔΑ.

Ενώ στην αρχή υποστηρίχθηκε πολιτικά με πάθος η άποψη ότι τα πολιτικά πρόσωπα συμπεριλαμβανομένης της Προέδρου της Δημοκρατίας μπορεί και πρέπει να παρακολουθούνται ελεύθερα χωρίς ειδικές εγγυήσεις, τελικά ο νέος νόμος δέχθηκε τη θέση μου ότι πρέπει να υπάρχουν ειδικές εγγυήσεις και προέβλεψε τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου της Βουλής, διευρύνοντας μάλιστα την έννοια του πολιτικού προσώπου ώστε να περιλάβει και δημάρχους και περιφερειάρχες. Η εγγύηση που παρασχέθηκε μέσω του Προέδρου της Βουλής είναι υβριδική αλλά πάντως καλύτερη από την ωμή παραβίαση του Συντάγματος.

Ενώ στην αρχή υποστηρίχθηκε ότι οι λόγοι εθνικής ασφάλειας πρέπει να είναι ευρύτατοι και να καταστρατηγούν το άρθρο 19 παρ. 1 Συντ. εντέλει έγινε δεκτός νομοθετικός ορισμός της έννοιας της εθνικής ασφάλειας που με ικανοποίηση διαπιστώνω ότι εναρμονίζεται με τη θέση που υποστήριξα.

Ο νέος νόμος επανέφερε τη δυνατότητα ενημέρωσης του παρακολουθούμενου για λόγους εθνικής ασφάλειας που ο νομοθέτης είχε καταργήσει πριν λίγους μήνες, όμως έθεσε δυο σοβαρούς φραγμούς που είναι προβληματικοί από πλευράς αναλογικότητας και νομολογίας του ΕΔΔΑ. Ο πρώτος φραγμός είναι η πάροδος τριετίας, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα είναι δυσανάλογο και δεν δικαιολογείται. Ο δεύτερος φραγμός είναι η αφαίρεση της σχετικής αρμοδιότητας από την ΑΔΑΕ και η ανάθεσή της σε τριμελή επιτροπή με δυο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Ποια είναι η νομική φύση της επιτροπής αυτής; Ενώπιον ποίου δικαστηρίου προσβάλλονται οι πράξεις της; Προφανώς είναι διοικητική ως προς τη φύση της και υπάγεται εντέλει στο γενικό ακυρωτικό έλεγχο του ΣτΕ. Είναι όμως επιτροπή «δικαιοδοτικού χαρακτήρα» κατά το άρθρο 89 παρ. 2 Συντ. ώστε να επιτρέπεται η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών; Αν ναι, η κρίση περί άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας είναι και αυτή δικαιοδοτική, όπως υποστήριξα εξαρχής. [Βλ. αναλυτικά, Ευάγγελος Βενιζέλος, Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των πολιτών και των πολιτικών προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας- Η υπόθεση Ανδρουλάκη, Constitutionalism.gr, 4.9.2022 , Ευάγγελος Βενιζέλος, Η νομική φύση της εισαγγελικής διάταξης άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας - Η επίκληση απορρήτου ενώπιον εξεταστικής επιτροπής της Βουλής, 15. 9.2022,<https://www.evenizelos.gr/speeches/conferences-events/455-conferencespeech2022/6741-dsa-ev-venizelos-i-nomiki-fysi-tis-eisaggelikis-diataksis-arsis-tou-aporritou-ton-epikoinonion-gia-logous-ethnikis-asfaleias-i-epiklisi-aporritou-enopion-eksetastikis-epit>, Ευάγγελος Βενιζέλος, Ας εφαρμόσουμε το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ στην άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, Καθημερινή της Κυριακής 20.11.2022 ].

Τώρα η Γνωμοδότηση 1/2023 υιοθετεί το εξής επιχείρημα: εφόσον η ενημέρωση για τυχόν άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας μπορεί να γίνει εάν το ζητήσει ο θιγόμενος μόνον μετά την πάροδο τριετίας και εφόσον η σχετική αρμοδιότητα για την παροχή ενημέρωσης έχει πλέον ανατεθεί σε τριμελή επιτροπή συγκροτούμενη από δυο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ , η ΑΔΑΕ δεν έχει πλέον την αρμοδιότητα να ασκεί ελέγχους επί των τηλεπικοινωνιακών παρόχων για την παρακολούθηση τηλεφωνικών επικοινωνιών με νόμιμη «επισύνδεση».

Κατά τη λογική αυτή, οι πάροχοι μόνοι τους ή σε συνέργεια με στελέχη της ΕΥΠ μπορούν να παρανομούν και να προβαίνουν σε οποίες ενέργειες θέλουν ανεξέλεγκτα! Στη γνωμοδότηση δεν διατυπώνεται η θέση ότι η ΑΔΑΕ δεσμεύεται από το χρονικό όριο της τριετίας και την αρμοδιότητα της τριμελούς επιτροπής και συνεπώς δεν δικαιούται να ενημερώσει τον παρακολουθηθέντα για τυχόν ευρήματα, αλλά η θέση ότι η ΑΔΑΕ δεν μπορεί να ασκεί έλεγχο και να συγκεντρώνει στοιχεία όχι για να ενημερώσει τον παρακολουθούμενο, αλλά τη Βουλή δια της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και βεβαίως την εισαγγελική αρχή προβαίνοντας σε αναγγελία εγκλήματος που περιήλθε σε γνώση της.

Αυτή όμως η ερμηνεία του ν. 5002/2022 θα καθιστούσε τον νόμο αντίθετο προς το άρθρο 19 Συντ. και προς το άρθρο 8 ΕΣΔΑ. Συνεπώς δεν μπορεί να υποστηριχθεί.

Τίθεται επιπλέον το ερώτημα, οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές τι πλάτους και βάθους έλεγχο μπορούν να ασκήσουν επί της ΕΥΠ και των τηλεπικοινωνιακών παροχών αν κάποιος θεωρεί ότι παρακολουθείται παρανόμως και αντί να απευθυνθεί στην ΑΔΑΕ, απευθύνεται με έγκληση στον εισαγγελέα; Θα διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση και με ποιον πρακτικά τρόπο; Ο εισαγγελέας θα διενεργήσει έλεγχο στον πάροχο, θα ερευνήσει την τήρηση των προϋποθέσεων νόμιμης άρσης του απορρήτου, θα ελέγξει το ενδεχόμενο να έχουν τελεστεί ή να τελούνται όλα τα συναφή εγκλήματα που τυποποιεί ο ΠΚ και η ειδική νομοθεσία με τελευταίο το ν. 5002/2022; Ή μήπως ο εισαγγελέας θα θέσει σε οιονεί καθεστώς αναστολής τη δικογραφία λέγοντας ότι πρέπει να περιμένει τρία χρόνια χωρίς μάλιστα να γνωρίζει ποια είναι η αφετηρία της τριετίας;


V.  Και τώρα;

Το absurdum είναι προφανές. Δικονομικά γίνεται ακόμη πιο καφκικό, αν υποθέσουμε ότι η ΑΔΑΕ ασκεί την εκ του Συντάγματος αρμοδιότητάς της χωρίς προφανώς να ενημερώνει κανένα παρακολουθούμενο αλλά τη Βουλή και την εισαγγελική αρχή σε περίπτωση διαπίστωσης εγκλήματος. Στην περίπτωση αυτή η εμφατική υπόμνηση των εγκλημάτων που μπορεί να τελέσουν τα μέλη της ΑΔΑΕ με την οποία κορυφώνεται η γνωμοδότηση, τι θα απογίνει; Θα ασκηθούν διώξεις κατά του προέδρου και των μελών της ΑΔΑΕ;

Αυτή θα ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα διεθνώς ποινική προδικασία και δίκη στην οποία θα συμπυκνωθεί όλη η συζήτηση για το ευρωπαϊκό κράτος δικαίου και τη φιλελεύθερη δημοκρατία.

Στο μεταξύ οι πράξεις της ΑΔΑΕ τεκμαίρονται νόμιμες και εκτελούνται αυτογνωμόνως. Συμπεριλαμβανομένων των προστίμων και λοιπών κυρώσεων κατά των τηλεπικοινωνιακών παρόχων. Τις πράξεις αυτές δεν τις ελέγχει δικαστικά ο Εισαγγελέας του ΑΠ αλλά ο διοικητικός δικαστής.

Έχω την ελπίδα ότι ένας ευφυής, έμπειρος και εγκρατής νομικός με τη διαδρομή και την ικανότητα αντίστασης στις προσβολές της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης που διαθέτει ο σημερινός Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, θα βρει τη βούληση και το θάρρος να επανεξετάσει τη Γνωμοδότηση.

 Προσωπικά θα ήμουν πολύ ικανοποιημένος αν διάβαζα ή άκουγα επιχειρήματα που αποδεικνύουν ότι δεν κατανοήθηκε ορθά η γνωμοδότηση και ότι δεν υποστηρίζει θέσεις όπως αυτές που κατέστησαν αντικείμενο της επιστημονικής κριτικής και του νομικού σχολιασμού που προηγήθηκε. -
πηγή: evenizelos.gr
_____________________________________

* Ευάγγελος Βενιζέλος, Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Γενικός εισηγητής της Αναθεώρησης του Συντάγματος του 2001 - Πρώην εισηγητής της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ.

Ευάγγελος Βενιζέλος για υποκλοπές: «Τα ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου ούτε εκφυλίζονται, ούτε ξεχνιούνται, ούτε συγκαλύπτονται..»


«Τα ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου ούτε εκφυλίζονται ούτε ξεχνιούνται ούτε συγκαλύπτονται....», δήλωσε για την υπόθεση των υποκλοπών, ο Ευάγγελος Βενιζέλος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα "Ελευθερία" της Καλαμάτας και τον δημοσιογράφο Γιώργο Παναγόπουλο...


“Αδιανόητη πολιτικά, θεσμικά και ηθικά” χαρακτηρίζει την υπόθεση της Εύας Καϊλή ο Ευάγγελος Βενιζέλος μιλώντας στην “Ε” σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι και στην Ελλάδα υπάρχει το πλαίσιο για αυτόφωρη διαδικασία και προφυλάκιση, κάτι που εφαρμόστηκε και στην υπόθεση των βουλευτών της Χρυσής Αυγής.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος επισημαίνει ακόμα ότι "υπάρχουν ευθύνες του πρωθυπουργού στην υπόθεση των υποκλοπών" και ζητεί την άμεση και σε βάθος διερεύνηση τουλάχιστον της παρακολούθησης υπουργών του και άλλων αξιωματούχων. Ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κάνει ιδιαίτερη αναφορά “στην εποχή των πολλαπλών κρίσεων” και στους κινδύνους που διατρέχει η χώρα, ενώ δεν δείχνει διατεθειμένος να επιστρέψει στην ενεργό πολιτική δράση. Αναφερόμενος τέλος στην απόφαση του ΣτΕ για την αυτοδιοίκηση, σημειώνει χαρακτηριστικά ότι “οι νομοθετικοί πειραματισμοί με την αυτοδιοίκηση δεν βοηθούν την εκπλήρωση της συνταγματικής αποστολής της”.


Ακολουθεί η συνέντευξη Ευάγγελου Βενιζέλου στην εφημερίδα Ελευθερία της Καλαμάτας και στον δημοσιογράφο Γιώργο Παναγόπουλο


Γιώργος Παναγόπουλος: Στο βιβλίο σας «Εκδοχές πολέμου 2009 -2022», που θα παρουσιαστεί αύριο στην Καλαμάτα, συνομιλώντας με τον Γιώργο Κουβαρά αποτυπώνετε τα γεγονότα αυτής της ταραγμένης περιόδου. Τι δεν θα θέλατε να ξαναζήσετε από αυτή την περίοδο;

Ευυάγγελος Βενιζέλος.: Δεν θα ήθελα να ξαναζήσω την απειλή της ασύντακτης χρεοκοπίας, τον άμεσο κίνδυνο της εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη και ουσιαστικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν θα ήθελα να ξαναζήσω την έκπτωση της χώρας, τον υποβιβασμό της, τη σκληρή δοκιμασία της οικονομίας, της κοινωνίας και της δημοκρατίας. Την απώλεια σημαντικών παραμέτρων της εθνικής ισχύος που δεν είναι μόνο στρατιωτική και διπλωματική αλλά και οικονομική, κοινωνική και θεσμική.


Γ. Π.: Υπάρχουν πολλοί που βλέπουν μια νέα περίοδο κυβερνητικής ανεμελιάς στην οικονομία, με παροχές και δαπάνες εκτός των δυνατοτήτων. Θεωρείτε πιθανό να ζήσουμε σύντομα μια νέα εποχή μνημονίων;

Ευ. Β.: Δεν θα έρθει νέα εποχή μνημονίων αλλά ζούμε ήδη μια εποχή πολλαπλών κρίσεων που θέτει όλες τις χώρες, και τις χώρες μέλη της ευρωζώνης υπό συνεχή και σκληρή δοκιμασία και υπό τη σκληρή αξιολόγηση των αγορών. Ενώ λοιπόν βαδίζουμε τα τελευταία πολλά χρόνια από κρίση σε κρίση, από την οικονομική κρίση στην πανδημία και από την πανδημία στον πόλεμο στην Ουκρανία, στην ενεργειακή κρίση, την κρίση των εφοδιαστικών αλυσίδων και την πληθωριστική κρίση, υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά. Τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ ήταν άκαμπτο ενώ στην αρχή της περιόδου αυτής δεν υπήρχαν καν μηχανισμοί αντιμετώπισης της κρίσης. Από την πανδημία και μετά, στην ΕΕ κυριαρχεί ένα κλίμα ευελιξίας και προσαρμοστικότητας. Η εμπειρία της οικονομικής κρίσης συνέβαλε στη διαμόρφωση μηχανισμών όπως τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Πρόκειται ουσιαστικά για μηχανισμούς δημιουργίας ρευστότητας καθώς τα κράτη μέλη εκδίδουν ομόλογα που αγοράζει το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών. Σε αυτούς τους μηχανισμούς προστέθηκε η άρση των περιορισμών ως προς τις κρατικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις, διάφορες μορφές επιδομάτων στην αρχή για να αντιμετωπιστεί η οικονομική διάσταση της πανδημίας και στη συνέχεια η ενεργειακή κρίση. Προστέθηκαν τα εντυπωσιακά ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, του νέου ΕΣΠΑ και της ΚΑΠ. Ταυτόχρονα ο πληθωρισμός λειτουργεί αντιφατικά. Ενισχύει τα δημόσια έσοδα και επιτρέπει να χορηγούνται επιδόματα και αυξήσεις σε συντάξεις ακόμη και σε μισθούς, ενώ υπονομεύεται η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Τώρα και μέχρι το 2032, δηλαδή μέχρι τη λήξη της περιόδου χάριτος, το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους είναι ελεγχόμενο. Πρέπει όμως να διασφαλισθεί η επίτευξη έστω μικρών πρωτογενών πλεονασμάτων και να προετοιμαστούμε για την περίοδο μετά το 2032. Η ΕΚΤ προσπαθεί να συγκρατήσει τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων. Οι αγορές ξέρουν όμως ότι πρέπει να εξετάζουν τα θεμελιώδη στοιχεία της εθνικής οικονομίας κάθε κράτους μέλους και όχι της ευρωζώνης συνολικά. Αυτή η κατάσταση είναι συνεπώς αβαθής και εύθραυστη. Οι εξελίξεις θα κριθούν στη σφαίρα της πραγματικής οικονομίας, της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς της και κυρίως της λειτουργίας του κράτους, της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης καθώς από τη λειτουργία αυτών των θεσμικών συστημάτων εξαρτάται η επίδοση της χώρας στην προσέλκυση επενδύσεων και στην επιτυχή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων. Άρα πρέπει να σκεφτόμαστε πέρα από τα όρια του εκλογικού κύκλου. Το πρόβλημα είναι ότι δεν διεξάγεται στην Ελλάδα καμία δημόσια συζήτηση που να ξεπερνά τον ορίζοντα των ερχόμενων εκλογών.



Γ. Π.: Η υπόθεση διαφθοράς της Εύας Καϊλή συνταράσσει το πολιτικό σκηνικό σε Ελλάδα και Ευρώπη. Στη χώρα μας δεν έχουμε ζήσει παρόμοια εξέλιξη σε υπόθεση πολιτικού. Είναι επαρκές το νομοθετικό πλαίσιο έτσι ώστε να ερευνάται και να προφυλακίζεται πολιτικός που εμπλέκεται σε παρόμοιες υποθέσεις;

Ευ. Β. : Πρόκειται για τραγική υπόθεση. Αδιανόητη πολιτικά, θεσμικά και ηθικά. Λυπάμαι βαθύτατα για την εξέλιξη αυτή. Περιμένουμε τη βελγική δικαιοσύνη, αν και οι επιπτώσεις είναι ήδη συντριπτικές.

Με ρωτάτε για το νομοθετικό πλαίσιο το ελληνικό υποθέτω, παρότι στην προκειμένη υπόθεση εφαρμόζεται το βελγικό. Προφανώς είναι επαρκές και το ελληνικό συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο. Όταν υπάρχουν αυτόφωρα κακουργήματα δεν ισχύουν οι εγγυήσεις της βουλευτικής ασυλίας. Κάποιοι συγχέουν σκοπίμως την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών ενός βουλευτή ή ενός υπουργού εν ενεργεία, όπως ο Κ. Χατζηδάκης, για λόγους δήθεν εθνικής ασφάλειας, χωρίς να υπάρχει έγκλημα προς διερεύνηση, απλώς και μόνο για την αυθαίρετη αλλά νομιμοφανή συλλογή πληροφοριών, με την ύπαρξη ενδείξεων ή υπονοιών τέλεσης ιδιαίτερων σοβαρών εγκλημάτων και πολύ περισσότερο με τη διάπραξη αυτόφωρου κακουργήματος. Όπως κρατήθηκε προσωρινά η κ. Καϊλή στο Βέλγιο έτσι κρατήθηκαν προσωρινά οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα. Η φύση των εγκλημάτων είναι διαφορετική, πρόκειται όμως για αυτόφωρα κακουργήματα. Όποιοι συνεπώς θεωρούν ότι η ποινική υπόθεση Καϊλή που τη χειρίζονται οι βέλγικες αρχές δικαιολογεί την παρακολούθηση αρχηγού κόμματος και εν ενέργεια υπουργού από την ελληνική ΕΥΠ για απροσδιόριστους λόγους εθνικής ασφαλείας, χωρίς καμία ποινική διάσταση, δεν αντιλαμβάνονται ότι χωρίς σεβασμό του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν προστατεύεται η φιλελεύθερη δημοκρατία.



Γ. Π.: Η υπόθεση των υποκλοπών δημιούργησε ένα νέο πολιτικό περιβάλλον, με υψηλούς τόνους και σφοδρή αντιπαράθεση. Από θεσμική όμως εκτροπή εξελίσσεται σε εβδομαδιαίο σίριαλ αποκαλύψεων και «αποκαλύψεων». Θεωρείτε ότι η ιστορία εκφυλίζεται;

Ευ. Β.: Τα ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου ούτε εκφυλίζονται ούτε ξεχνιούνται ούτε συγκαλύπτονται. Ο νέος νόμος περιέχει θετικά σημεία όπως έναν προσεκτικότερο ορισμό των θεμάτων εθνικής ασφάλειας και ειδικές εγγυήσεις για τα πολιτικά πρόσωπα έστω και αν αυτό δεν γίνεται κατά τον συνταγματικά επιβεβλημένο τρόπο. Δυο βασικές θέσεις που είχα εξαρχής υποστηρίξει υιοθετήθηκαν συνεπώς σε μεγάλο βαθμό από την κυβέρνηση . Αυτό όμως δεν αρκεί.

Μετά τη δημοσίευση στοιχείων για την παρακολούθηση του υπουργού Κ. Χατζηδάκη, η κυβέρνηση δια του εκπροσώπου της δεν προέβη σε διάψευση αλλά ουσιαστικά στην παραδοχή ότι όντως η ΕΥΠ παρακολουθούσε το συγκεκριμένο μέλος της κυβέρνησης και άλλους αξιωματούχους. Όμως κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο «είναι αδιανόητο να υπονοείται ότι [ αυτό ] τελούσε σε γνώση του [ Πρωθυπουργού ] ή, πολύ περισσότερο, ότι είχε δώσει εντολή να παρακολουθούνται άνθρωποι που συμπορεύεται μαζί τους επί δεκαετίες ή και κρατικοί αξιωματούχοι, μαζί με τους οποίους αντιμετώπισε επιτυχώς μείζονα ζητήματα για την Πατρίδα.»

Στην ίδια όμως δήλωση, ρητά και επίσημα, η Κυβέρνηση δέχεται ότι η ΕΥΠ ενεργούσε «εκτός πλαισίου». Τι σημαίνει αυτό; Ότι ενεργούσε εκτός νομιμότητας; Ή εκτός του πλαισίου των πολιτικών οδηγιών του Πρωθυπουργού αλλά πάντως «νόμιμα» δηλαδή με διάταξη της αρμόδιας εισαγγελικής λειτουργού; Το Σύνταγμα όμως αναθέτει στη Δικαιοσύνη και όχι στον Πρωθυπουργό να αποφασίζει τελικά. Μήπως εννοεί η Κυβέρνηση ότι κακώς, δηλαδή παρανόμως ζήτησε η ΕΥΠ να εκδοθεί η εισαγγελική διάταξη; Αν ναι, τότε ποιος έχει την ευθύνη για την ελλιπή εποπτεία της ΕΥΠ; Προφανώς ο εποπτεύων υπουργός που είναι ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ο όποιος πρέπει να ζητήσει έστω τώρα από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και την ΑΔΑΕ την άμεση και σε βάθος διερεύνηση τουλάχιστον της παρακολούθησης υπουργών του και « άλλων άξιωματούχων.»



Γ. Π.: Ο νόμος για την «κυβερνησιμότητα» της αυτοδιοίκησης κρίθηκε από το ΣτΕ αντισυνταγματικός. Η απόφαση έρχεται όμως στο τέλος της θητείας Περιφερειακών και Δημοτικών αρχών οι οποίες λειτούργησαν για μια τριετία εκτός Συνταγματικού πλαισίου. Τι πρέπει να γίνει στη συνέχεια από την κυβέρνηση και πώς μπορούν να αποφευχθούν παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον; Μπορούμε, δηλαδή, να λειτουργούμε ως χώρα με αποφάσεις που, για τέτοια κρίσιμα ζητήματα, θα εκδίδονται μετά από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα;

Ευ. Β.: Η απόφαση του ΣτΕ δεν θίγει τις πράξεις των ΟΤΑ που έχουν εκδοθεί πριν από αυτήν. Πρακτικά μέχρι το τέλος της θητείας των σημερινών δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων αυτά πρέπει να ασκούν ξανά τις αρμοδιότητες που τους είχαν αφαιρεθεί. Μετά τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές μπορεί να εφαρμόζεται ο νόμος που παραμερίστηκε ως αντισυνταγματικός για την τρέχουσα περίοδο. Όμως στο μεταξύ μεταβλήθηκε το σύστημα με το οποίο θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές. Συνεπώς η απόφαση του ΣτΕ έχει πολλές αποχρώσεις. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει ανάγκη από σαφές και ασφαλές νομικό πλαίσιο, αυτό όμως για να είναι τέτοιο πρέπει να εναρμονίζεται με τη νομολογία του ΣτΕ. Το ένα λάθος φέρνει το άλλο ή για να το πω διαφορετικά, οι νομοθετικοί πειραματισμοί με την αυτοδιοίκηση δεν βοηθούν την εκπλήρωση της συνταγματικής αποστολής της.



Γ. Π.: Έχοντας πλέον απόσταση από την καθημερινή κομματική πολιτική δράση τι σας κάνει αισιόδοξο και τι σας τρομάζει;

υ. Β.: Με προβληματίζει έντονα ο διάχυτος λαϊκισμός, η αποφυγή της αλήθειας στον δημόσιο λόγο, ο στενός ορίζοντας με τον οποίο αντιμετωπίζονται όλα τα μεγάλα θέματα από τη δημοσιονομική μέχρι την εξωτερική πολιτική, η ευκολία με την οποία τροφοδοτείται η ένταση, η απόλυτη αδιαφορία για συναινέσεις ή έστω για συνεννοήσεις γύρω από βασικά θέματα.



Γ. Π.: Φίλοι και εχθροί συμφωνούν ότι λείπετε από την πολιτική ζωή και το ελληνικό κοινοβούλιο. Δεν ξέρω αν σας λείπουν και εσάς, αλλά, αν υποθέσουμε ότι σας προταθεί από το ΠΑΣΟΚ η τιμητική θέση του επικεφαλής στο ψηφοδέλτιο επικρατείας, θα αρνηθείτε;

Ευ. Β.: Αν όντως η δημόσια παρουσία μου έχει ευρύτερη αποδοχή, γιατί θέλετε να την περιορίσετε στα όρια ενός κόμματος;



Γ. Π.: Τα τελευταία χρόνια έχετε επισκεφθεί αρκετές φορές την Καλαμάτα και τη Μεσσηνία. Τι σας έχει εντυπωσιάσει και τι θεωρείτε ότι χρειάζεται να γίνει για την ανάπτυξη της περιοχής;

Ευ. Β.: Η Μεσσηνία είναι μια περιοχή «ευλογημένη». Συγκεντρώνει πάμπολλα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Δεν θέλω, εγώ ένας επισκέπτης, να επαναλάβω «αναπτυξιολογικές» κοινοτοπίες. Το κρίσιμο για κάθε περιοχή είναι να έχει πολιτική εκπροσώπηση που κινητοποιεί όλες τις δημιουργικές δυνάμεις της.

Ευάγγελος Βενιζέλος: «Υποκλοπή εθνικής σοβαρότητας;», άρθρο στα ΝΕΑ


venizelos-mitsotakis.jpg

Συνέχεια στα πυρά προς το μέρος του Κυριάκου Μητσοτάκη φαίνεται να δίνει ο Ευάγγελος Βενιζέλος ο οποίος επανήλθε με νέο του άρθρο υποστηρίζοντας πως ο πρωθυπουργός ήξερε τόσο για το γεγονός της παρακολούθησης και τον λόγο αυτής, όσο και το περιεχόμενό της.



Ευάγγελος Βενιζέλος*

Ας ανασυγκροτήσουμε τη μεγάλη εικόνα. Ο Ν. Ανδρουλάκης καταγγέλλει ότι, όπως διαπίστωσαν οι τεχνικές υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έγινε απόπειρα παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του με χρήση του παράνομου λογισμικού Predator. Οι ελληνικές αρχές δεν κατηγορούνται για κάτι. Η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας καλεί σε ακρόαση τον διοικητή της ΕΥΠ, ο οποίος συνοδευόμενος από δυο υπουργούς εμφανίζεται και διαβεβαιώνει τη Βουλή ότι ο Ν. Ανδρουλάκης δεν παρακολουθείται. Δυο ημέρες αργότερα ο Πρωθυπουργός παύει τον διοικητή της ΕΥΠ και τον Γενικό Γραμματέα - επικεφαλής του γραφείου του γιατί αποκαλύπτεται, μέσα από έρευνα της ΑΔΑΕ, ότι η ΕΥΠ, με έγκριση της εισαγγελικής λειτουργού που παρεπιδημεί σε αυτή, παρακολουθούσε «επισήμως» έναν ευρωβουλευτή, υποψήφιο αρχηγό του κόμματός του μέχρις ότου αυτός εξελέγη και μερικές ημέρες ακόμη, για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Χωρίς σχέση με κάποιο έγκλημα, έτσι για άντληση πληροφοριών.

Το πολιτικό κλίμα οξύνεται με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης. Διακινούνται φήμες ότι η παρακολούθηση ζητήθηκε από υπηρεσίες φίλων χωρών αλλά αυτές διαψεύδονται πανηγυρικά. Καλείται το θύμα της παρακολούθησης να ενημερωθεί από τον νέο διοικητή της ΕΥΠ, αλλά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θεωρεί πολύ πιθανό να έχουν καταστραφεί τα σχετικά στοιχεία, ενώ ο υπουργός Επικρατείας δηλώνει ότι ουδείς γνωρίζει τον λόγο της παρακολούθησης. Ο Πρωθυπουργός όμως προφανώς γνωρίζει και τον λόγο και το περιεχόμενο της παρακολούθησης που την κρίνει πολιτικά απαράδεκτη και εσφαλμένη, τόσο μάλιστα ώστε να οδηγηθεί στην άμεση αποπομπή του στενότερου συνεργάτη του ο οποίος παρότι μετακλητός υπάλληλος αναλαμβάνει την «αντικειμενική» πολιτική ευθύνη. Γνωρίζει επίσης ο Πρωθυπουργός ότι δικός του νόμος δεν επιτρέπει από το 2021 στην ΑΔΑΕ να ενημερώνει εκ των υστέρων τον στόχο παρακολούθησης εάν αυτή έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας. Γνωρίζει ότι «νομίμως» κανείς δεν μπορεί να ενημερώσει τον Ν. Ανδρουλάκη. Η ΠΝΠ που εκδόθηκε με επείγουσες - υποτίθεται - νομοθετικές αλλαγές δεν επανέφερε τη δυνατότητα νόμιμης ενημέρωσης μέσω της ΑΔΑΕ ούτε θέσπισε ένδικο βοήθημα για τον εκ των υστέρων δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης παρακολούθησης.

Η θεωρία της Κυβέρνησης είναι πώς η παρακολούθηση ήταν «τυπικά επαρκής», δηλαδή «νομότυπη» αφού είχε εγκριθεί από εισαγγελικό λειτουργό. Η παρακολούθηση ήταν όμως κατά την Κυβέρνηση αναιτιολόγητη, πολιτικά απαράδεκτη, εσφαλμένη, δεν έπρεπε να γίνει και για τον λόγο αυτό απολύθηκε ο διοικητής της ΕΥΠ και παραιτήθηκε αναλαμβάνοντας την «αντικειμενική» πολιτική ευθύνη σε υποκατάσταση του πρωθυπουργού / εποπτεύοντος της ΕΥΠ υπουργού, ο Γενικός Γραμματέας. Μια πράξη που συνιστά περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος και η οποία είναι αναιτιολόγητη, εσφαλμένη και πολιτικά απαράδεκτη, είναι μια πράξη που παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, είναι δηλαδή μια πράξη παράνομη.

Αυτό δυσκολεύονται να το κατανοήσουν κύκλοι που λένε δημόσια ότι εφόσον η παρακολούθηση εγκρίθηκε από την εισαγγελέα εφετών την εγκατεστημένη στην ΕΥΠ, αυτή είναι νόμιμη και ας μας πει ο Ν. Ανδρουλάκης τι έκανε και τον παρακολουθούσαν! Ουδείς από αυτούς σκέπτεται ότι ο Πρωθυπουργός απέλυσε δυο στενούς του συνεργάτες και θεώρησε απολύτως εσφαλμένη την παρακολούθηση από την οποία θέλησε να αποστασιοποιηθεί πλήρως, αδιαφορώντας για το γεγονός της εισαγγελικής έγκρισης.

Ενώ δε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός άνοιξε επισήμως τη συζήτηση για τις ειδικές εγγυήσεις άρσης του απορρήτου των πολιτικών προσώπων, τάχθηκε δηλαδή υπέρ της ειδικής μεταχείρισής τους, η Κυβέρνηση στο όνομα του αντικοινοβουλευτικού λαϊκισμού θέλει απόλυτη ισότητα όλων στις παρακολουθήσεις. Αυτό που λένε είναι ότι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Πρωθυπουργός, οι υπουργοί και οι αρχηγοί των κομμάτων πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως και κάθε αλλοδαπός πιθανώς σχετιζόμενος με κατασκοπεία! Άρα θα μπορούσε η κυβέρνηση Τσίπρα να παρακολουθεί τον κ. Μητσοτάκη και η Κυβέρνηση Μητσοτάκη τον κ. Τσίπρα στο όνομα της ισότητας ενώπιον των λόγων εθνικής ασφάλειας! Η συζήτηση είναι βέβαια άνευ πραγματικού αντικειμένου γιατί δεν υπάρχει στην Ελλάδα ούτε ένα πολιτικό πρόσωπο που λέει ουσιώδη πράγματα στο κινητό του τηλέφωνο ή με το κινητό τηλέφωνο στον ίδιο χώρο. Όλοι θεωρούν ότι παρακολουθούνται τουλάχιστον εν δυνάμει. Όποιος έχει άλλη αίσθηση, ας το πει.

Οι συνταγματολόγοι γίνονται ενοχλητικοί με τις ευαισθησίες τους που αποδίδονται όλες σε πολιτικές σκοπιμότητες. Τη νομιμότητα λέει η Κυβέρνηση την κρίνουν τα δικαστήρια. Ορθώς. Σε ποιο δικαστήριο προβλέπεται να προσφύγει ο Ν. Ανδρουλάκης; Πώς θα προσέφευγε αν δεν αποκαλυπτόταν εκ των υστέρων και μέσω ΑΔΑΕ η βαριά προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του; Δεν προβλέπεται κάποιο ειδικό ένδικο βοήθημα ούτε ένδικα μέσα που πρέπει να εξαντληθούν! Ευτυχώς υπάρχει το ΕΔΔΑ στο Στρασβούργο. Ευτυχώς υπάρχουν γενικού χαρακτήρα ένδικα βοηθήματα.

Αντί να συνομολογούν όλοι με θλίψη ότι στην περίπτωση Ανδρουλάκη παραβιάστηκαν κατάφωρα όλες οι εγγυήσεις που απαιτεί η νομολογία του Στρασβούργου προκειμένου να είναι νόμιμη η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών οποιουδήποτε ανθρώπου, δίνεται έμφαση στην πολιτική του ιδιότητα, που την επικαλέστηκε όμως ο Πρωθυπουργός και όχι το θύμα!

Αντί να ενισχυθεί ο ρόλος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και να θωρακιστεί η εξεταστική επιτροπή που συγκροτήθηκε με την ανοχή απλώς της κυβερνητικής πλειοψηφίας, κάποιοι θέλουν να θεμελιώσουν τη δυνατότητα της ΕΥΠ να παρακολουθεί για λόγους «εθνικής ασφάλειας» τους βουλευτές μεταξύ των οποίων και τα μέλη των επιτροπών που ελέγχουν την ΕΥΠ και οι αρχηγοί των κομμάτων οι οποίοι κατά το άρθρο 5 παρ. 4 ν. 2225/1994 πρέπει να ενημερώνονται μέσω της ΑΔΑΕ για «κάθε περίπτωση» άρσης του απορρήτου. Δυστυχώς η διάταξη υπάρχει αλλά δεν εφαρμόζεται.

Αντέδρασα απέναντι στην κατάσταση αυτή, τη γεμάτη αντιφάσεις και επικίνδυνες θεσμικές διολισθήσεις, όπως επιβάλλει η σκληρή εμπειρία μου από την περίοδο 2015-2019 όταν αγωνιστήκαμε για να μείνει η Ελλάδα ευρωπαϊκή φιλελεύθερη δημοκρατία, η επιστημονική μου ιδιότητα και τα όσα έχω υποστηρίξει ερευνητικά και επιπλέον η ιδιότητά μου ως πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ που βλέπει την πρωτοφανή μεταχείριση που επιφυλάσσεται από την Κυβέρνηση στον τωρινό Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και μέσω αυτού σε μια ιστορική παράταξη που σήκωσε δυσανάλογα μεγάλο βάρος την περίοδο 2010-2019. Αυτό ο κ. Μητσοτάκης προσωπικά ως υπουργός της κυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου και ως αρχηγός της ΝΔ δεν δικαιούται να το λησμονεί. Όποιοι ενθαρρύνουν ή ανέχονται δημοσιεύματα του είδους «έγινε ΣΥΡΙΖΑ ο Βενιζέλος» δεν έχουν πολιτική και διανοητική σοβαρότητα. Και σίγουρα δεν έχουν ένσημα αγώνων κατά του ΣΥΡΙΖΑ συγκρίσιμα με τα δικά μου. Ας συνέλθουν εγκαίρως.

Ναι, λένε κάποιοι, «αλλά προέχει η σταθερότητα, η αποτροπή της επανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία» Και συμπληρώνουν, «άλλωστε το ενδιαφέρον για τις υποκλοπές είναι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις μειωμένο, η διαφορά μεταξύ των δυο μεγαλύτερων κομμάτων εξακολουθεί να είναι σαφής, δεν κέρδισε και τίποτα σπουδαίο το ΠΑΣΟΚ από τη θυματοποίηση Ανδρουλάκη».

Δεν υπάρχει πολιτική σταθερότητα χωρίς σταθερότητα των θεσμών. Χωρίς πραγματικό και ανεπίληπτο κράτος δικαίου δεν υπάρχει αξιόπιστη και ασφαλής δημοκρατία και χωρίς δημοκρατία δεν υπάρχει ούτε αναπτυξιακή προοπτική, ούτε εξωτερική πολιτική, ούτε κοινωνική συμπεριληπτικότητα. Και η υπόθεση Novartis είχε χαμηλή θέση στις δημοσκοπήσεις, ενώ ο κίνδυνος της κλιματικής κρίσης υστερεί σε σχέση με την αγωνία για τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας.

Το ζήτημα δεν είναι η χαμηλή θέση των υποκλοπών στις δημοσκοπήσεις αλλά το χαμήλωμα του πήχυ των ποιοτικών απαιτήσεων κάποιων που είναι έτοιμοι να αποδεχθούν θεσμικές εκπτώσεις μη τυχόν και ενισχυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ! Για να μη ενισχυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ας κλείσουμε λοιπόν τα μάτια σε παραβατικές ενέργειες και τα αυτιά σε προκλητικές επιχειρηματολογίες.

Το πιο παράδοξο είναι όμως ο τρόπος με τον οποίο τίθεται πλέον ο εκλογικός στόχος της αυτοδυναμίας, δηλαδή της μονοκομματικής κυβέρνησης. Τίθεται ως απολύτως αναγκαίος γιατί η διαχείριση της υπόθεσης των υποκλοπών από την Κυβέρνηση, κατέστησε προφανώς δυσκολότερη την αναζήτηση συναινέσεων και συνεργατικών λύσεων! Δεν τίθεται ως προτεραιότητα η μείωση της πόλωσης που προκάλεσε η υπόθεση των υποκλοπών αλλά η όξυνσή της. Μάλιστα κάποιοι θέλουν πλέον «αυτοδύναμη» μονοκομματική κυβέρνηση που θα μπορεί για λόγους εθνικής ασφάλειας να παρακολουθεί χωρίς ενοχές πολιτικούς αντιπάλους της με τη έγκριση δυο πλέον εισαγγελέων αλλά πάντα ανώνυμα και αναιτιολόγητα !

Ελπίζω η νευρική και κατά βάθος αμήχανη αλαζονεία ως ακραία μορφή λαϊκισμού να μη είναι το ίζημα που θα αφήσει η υπόθεση των υποκλοπών. Ελπίζω να μη έχει υποκλαπεί οριστικά η εθνική σοβαρότητα και η γνήσια ευρωπαϊκή πολιτική προοπτική της χώρας. 

πηγή: evenizelos.gr

* Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ.

Ευάγγελος Βενιζέλος: «Θεωρεί ο κ. Μητσοτάκης ότι οι πολιτικοί αρχηγοί πρέπει να αντιμετωπίζονται από την ΕΥΠ όπως αλλοδαποί ύποπτοι για κατασκοπεία;»

Δήλωση Ευάγγελου Βενιζέλου με αφορμή την αναφορά που έκανε ο Πρωθυπουργός στις απόψεις του.

Με δήλωσή του ο Ευάγγελος Βενιζέλος, λίγη ώρα μετά την πρωτολογία του πρωθυπουργού στη Βουλή στην ημερήσια συζήτηση για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων.

Με αφορμή αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Ευάγγελο Βενιζέλο για «επιστημονική θέση του σχετικά με το ότι οι βουλευτές περιβάλλονται με ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ως προς το απόρρητο των επικοινωνιών τους», ο ίδιος απευθύνει σειρά ερωτημάτων προς τον πρωθυπουργό.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος έκανε την ακόλουθη δήλωση με αφορμή την αναφορά που έκανε ο Πρωθυπουργός στις απόψεις του:

«Ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης θεώρησε σκόπιμο να αντιταχθεί ο ίδιος προσωπικά ενώπιον της Βουλής στην επιστημονική μου θέση ότι οι βουλευτές (και ως εκ τούτου ο εκάστοτε πρωθυπουργός, οι αρχηγοί των κομμάτων, οι υπουργοί αλλά, όπως θα δούμε, και η ίδια η Πρόεδρος της Δημοκρατίας) περιβάλλονται με ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ως προς το απόρρητο των επικοινωνιών τους.

Ταυτόχρονα όμως ο κ. Μητσοτάκης αποδέχθηκε ανέτως ότι πρέπει να ισχύουν αυξημένες εγγυήσεις για τα δημόσια πρόσωπα και κάλεσε τα κόμματα να συμβάλλουν στη διαμόρφωση αυτού του ειδικού πλαισίου. Με ποια άραγε συνταγματική βάση μπορεί να υπάρχουν ειδικές νομοθετικές προβλέψεις για τα δημόσια πρόσωπα σε απόκλιση από την αρχή της ισότητας που με απλουστευτικό ζήλο επικαλείται;

Με ποια συνταγματική βάση θα προστατευθεί το τηλεφωνικό απόρρητο του ίδιου του πρωθυπουργού έναντι ενός κακού διοικητή της ΕΥΠ που αποσπά εισαγγελική έγκριση να παρακολουθήσει το κινητό τηλέφωνο του πρωθυπουργού αναφέροντας στον εισαγγελέα μόνο τον αριθμό χωρίς όνομα και χωρίς αιτιολογία;

Θεωρεί ο κ. Μητσοτάκης ότι μια κυβέρνηση μπορεί επικαλούμενη λόγους εθνικής ασφάλειας με την έγκριση ενός ή έστω δυο εισαγγελέων να θέτει υπό διαρκή παρακολούθηση όλους τους πολιτικούς της αντιπάλους;

Θεωρεί ο κ. Μητσοτάκης ότι οι πολιτικοί αρχηγοί πρέπει να αντιμετωπίζονται από την ΕΥΠ όπως αλλοδαποί ύποπτοι για κατασκοπεία; Αν όχι, πώς και πού αυτό θεμελιώνεται συνταγματικά;

Επικαλέστηκε ο κ. Μητσοτάκης την υπόθεση των βουλευτών της «Χρυσής Αυγής». Ελπίζω να του έχει γίνει σαφές ότι είναι άλλο ζήτημα η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος με αιτιολογημένο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών και άλλο η άρση του απορρήτου για λόγους «εθνικής ασφάλειας» που δεν συνιστούν έγκλημα, άρση που γίνεται με αίτημα της ΕΥΠ χωρίς αιτιολογία, συχνά χωρίς μνεία του ονόματος του παρακολουθούμενου και με απλή εισαγγελική διάταξη που δεν αιτιολογείται.

Στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής μετά την τραγική δολοφονία Φύσσα, υπήρχε αυτόφωρο κακούργημα, δεν απαιτείτο άδεια της Βουλής για την άρση του βουλευτικού ακαταδίωκτου, η δικαιοσύνη όφειλε να ενεργήσει αμέσως, όπως και έκανε, επί των ημερών της κυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου. Δεν είχαν τεθεί οι βουλευτές της ΧΑ υπό προηγούμενη παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας. Εκ των υστέρων ήρθη η προστασία των εξωτερικών στοιχείων των τηλεφωνικών συνομιλιών που είχαν κάνει μεταξύ τους οι εμπλεκόμενοι ανάμεσα τους και βουλευτές. Ας μου επιτρέψει ο κ. Μητσοτάκης να ξέρω καλύτερα από αυτόν τι συνέβη τότε και τι πρωτοβουλίες πήραμε με τον Αντώνη Σαμαρά.

Κατά το άρθρο 62 Συντ. για την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου βουλευτή απαιτείται άδεια της Βουλής με σκοπό τη διερεύνηση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος και πριν την άδεια δεν μπορούν να διενεργηθούν ανακριτικές πράξεις που θίγουν προσωπικά τον βουλευτή ( άρθρο 56 παρ.1 ΚΠΔ), όπως σωματική έρευνα και πολύ περισσότερο πράξεις σχετικές με τα προσωπικά του δεδομένα και τις συνομιλίες του. Εκτός και αν υπάρχει αυτόφωρο κακούργημα.

Η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας - και όχι για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα - επιτρέπεται κατά το άρθρο 19 παρ.1 Συντ. να γίνει από τη δικαιοσύνη και όχι από την ΕΥΠ με απλή έγκριση εισαγγελέα. Πρόκειται για δυσμενές μέτρο που σύμφωνα με τα κριτήρια της νομολογίας του ΕΔΔΑ ( κριτήρια Engel) έχει ποινικό χαρακτήρα. Ισχύει συνεπώς το άρθρο 62 Συντ. με τις εγγυήσεις και τις εξαιρέσεις του.

Επιπλέον ισχύει το βουλευτικό απόρρητο του άρθρου 61 παρ. 3 που προστατεύει τις πληροφορίες που παίρνει και δίνει ο βουλευτής.

Τα άρθρα 61 και 62 Συντ. δεν θεσπίζουν προσωπικά προνόμια του βουλευτή και ευρωβουλευτή (του πρωθυπουργού, του υπουργού) αλλά θεσμική εγγύηση της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος. Συναφής είναι η διάταξη του άρθρου 49 παρ.1 εδ. β΄ για τον ΠτΔ.

Αλλιώς τι νόημα έχει ο κοινοβουλευτικός έλεγχος επί της ΕΥΠ μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, αν η ΕΥΠ μπορεί να παρακολουθεί τα μέλη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας; Ή μήπως μπορεί τώρα η ΕΥΠ να παρακολουθεί και τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής που θα συγκροτηθεί για να ελέγχει τυχόν διαρροές από τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις που μπορεί να θιγούν την εθνική ασφάλεια;

Παρακαλώ συνεπώς τον κ. Μητσοτάκη αν δεν θέλει να σέβεται τις πολιτικές μου απόψεις πάντως να προσέχει και να λαμβάνει υπόψη του τις νομικές μου απόψεις. Θα μπορούσε να τον βοηθήσει αυτό στην αντιμετώπιση της κρίσης του συγκεντρωτικού και μονοπρόσωπου μοντέλου εξουσίας.»

Ευάγγελος Βενιζέλος "κατά" Μητσοτάκη για τις υποκλοπές - "Να κινηθούν αμέσως τα αρμόδια όργανα της ποινικής δικαιοσύνης"

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος τόνισε την ανάγκη "να κινηθούν αμέσως τα αρμόδια όργανα της ποινικής δικαιοσύνης", καθώς πρόκειται για μια "αξιόποινη πράξη"....


Σκληρή κριτική στον πρωθυπουργό, μετά τη δήλωσή του για το σκάνδαλο των υποκλοπών, άσκησε ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Τι του καταλογίζει.Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, μετά τη σχετική επίσημη τοποθέτηση του Πρωθυπουργού και με βάση τα δεδομένα που έχουν καταστεί έως τώρα δημόσια γνωστά, έκανε την ακόλουθη δήλωση για το ζήτημα της παρακολούθησης τηλεφωνικών συνομιλιών με επιβεβαιωμένο στόχο τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ / ΚΙΝΑΛ, Νίκου Ανδρουλάκη.

Η πλήρης δήλωση του Ευάγγελου Βενιζέλου:


«Παρακολουθούμε ένα ολόκληρο μοντέλο συγκεντρωτικής άσκησης της εξουσίας να φτάνει με πολύ θόρυβο στα όριά του. Το μείγμα αίσθησης παντοδυναμίας και ακρισίας απέβη ανεξέλεγκτο. Το μοντέλο πρέπει συνεπώς να αλλάξει αμέσως. Αυτό είναι επιβεβλημένο για την παρούσα και κάθε μελλοντική Κυβέρνηση. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να βυθίζει τη χώρα σε θλιβερές όψεις του παρελθόντος, απώτερου και εγγύτερου. Στα ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου δεν χωρούν συγκρίσεις, υπάρχει απόλυτη αξίωση και απόλυτη υποχρέωση σεβασμού. Περίμενα να αναφερθεί στο θεμελιώδες αυτό ζήτημα ο Πρωθυπουργός αλλά δυστυχώς δεν το έκανε σήμερα.

Δίπλα στις τεράστιες ευθύνες αλυσίδας πολιτικών οργάνων που θα δούμε που φτάνουν, υπάρχουν εξίσου τεράστιες ευθύνες της δικαιοσύνης με τη μορφή και πάλι εισαγγελικών λειτουργών ειδικών και αποκλειστικών καθηκόντων, όπως η «εισαγγελέας της ΕΥΠ». Είχε προηγηθεί η ακραία προκλητική εμπειρία της «εισαγγελέως διαφθοράς». Η κατάργηση των ειδικών / προνομιακών εισαγγελικών αυτών θέσεων που πλήττουν ούτως ή άλλως την αρχή του νόμιμου δικαστή, είναι επιβεβλημένη.

Οι υποκλοπές τηλεφωνικών επικοινωνιών κατά παράβαση του άρθρου 19 παρ.1 Συντ, είτε με συμβατικές είτε με εξελιγμένες τεχνικές μεθόδους είτε με τη σατανική σύμπτωση και των δυο, συνιστούν πρωτίστως αξιόποινη πράξη. Δεν υπάρχει δε ούτε στοιχειώδης νομιμοφάνεια όταν παραβιάζεται το απόρρητο των επικοινωνιών ευρωβουλευτή, που διαθέτει σε εθνικό επίπεδο τη νομική προστασία του βουλευτή, με επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας. Το βουλευτικό απόρρητο του άρθρου 61 παρ. 3 ως ειδικότερη διάταξη θέτει, απευθείας εκ του Συντάγματος, πρόσθετα ειδικότερα όρια στις κάμψεις του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου που προβλέπονται στο άρθρο 19 παρ.1. Τα άρθρα 8 της ΕΣΔΑ και 7 του ΧΘΔ της ΕΕ, ενισχύουν και δεν απομειώνουν τις εγγυήσεις. Δεν μπορεί να παρακολουθείται βουλευτής ή ευρωβουλευτής και κατά μείζονα λόγο αρχηγός κόμματος για λόγους «εθνικής ασφαλείας» ενδογενείς ή πολύ περισσότερο «εισαγόμενους». Τέτοιες δικαιολογίες είναι εξίσου κακές και βλαπτικές με την πράξη καθεαυτήν. Η θέση του Πρωθυπουργού ότι η παρακολούθηση ήταν τυπικά νόμιμη αλλά πολιτικά εσφαλμένη είναι μεγάλων διαστάσεων σφάλμα. Μπορούν άραγε να παρακολουθούνται πολιτικά πρόσωπα, βουλευτές και αρχηγοί κομμάτων, για λόγους «εθνικής ασφάλειας» εάν το σταθμίσει ο εκάστοτε πρωθυπουργός και το εγκρίνει ένας εισαγγελέας εφετών; Όχι βέβαια. Περιμένω ο Πρωθυπουργός να επανέλθει με σχετική διευκρίνηση.

Συνεπώς ως προς το συγκεκριμένο και ομολογημένο συμβάν οφείλουν να κινηθούν αμέσως τα αρμόδια όργανα της ποινικής δικαιοσύνης που δεν έχουν να περιμένουν καμία κοινοβουλευτική διαδικασία ως προς την ποινική ευθύνη προσώπων που δεν εμπίπτουν στο άρθρο 86 Συντ.

Προφανώς πρέπει αμέσως να κινηθεί και να ασκηθεί ουσιαστικά και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος με πρώτο βήμα τη συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής ή με τη μετατροπή της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας σε εξεταστική επιτροπή. Όχι μόνο για τη συγκεκριμένη υπόθεση αλλά και για όλο το ζήτημα της λειτουργίας της ΕΥΠ και συναφών υπηρεσιών, με έμφαση στο απόρρητο των επικοινωνιών. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των υπηρεσιών αυτών είναι διεθνώς σοβαρή θεσμική εγγύηση. Είναι προφανές ότι η πρόβλεψη του Κανονισμού της Βουλής για τον ρόλο της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας σε σχέση με την ΕΥΠ δεν λειτουργεί αποτελεσματικά και αποτρεπτικά. Απαιτείται άμεση συμπλήρωση και του νόμου και του Κανονισμού της Βουλής. Οι χώρες χρειάζονται τις καλύτερες δυνατές και τις πιο αποτελεσματικές υπηρεσίες πληροφοριών, όχι όμως με έκπτωση των εγγυήσεων της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

Η πολιτική ευθύνη κρίνεται εντέλει εκλογικά. Το ζητούμενο για τους πολίτες πιστεύω και ελπίζω ότι είναι μια Κυβέρνηση ικανή να ανταποκριθεί στις μεγάλες προκλήσεις της συγκυρίας, προκλήσεις διεθνοπολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, πρώτη από τις οποίες είναι όμως η ποιότητα και η ανθεκτικότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας.»

Ομιλία της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου, στην Oλομέλεια της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης

Επείγουν σήμερα οι πολιτικές αναδιανομής και ανάπτυξης που πρέπει να έχουν αποδέκτες κυρίως τους ευάλωτους, αυτούς που δεν πρέπει να αφήσουμε πίσω, στο όνομα μιας μηχανιστικής αντίληψης της προόδου: τους ανέργους και τους άπορους, τις μονογονεϊκές οικογένειες, τα άτομα με αναπηρίες, τους κατοίκους απομακρυσμένων ορεινών ή νησιωτικών περιοχών.


Η ιστορική συγκυρία έχει ανατρέψει την αισιοδοξία των αρχών του αιώνα μας. Το ιδανικό της κοσμοπολιτικής κοινωνίας και η προοπτική της καθολικής ευημερίας ξεθωριάζει, καθώς οι συνεχόμενες και αλληλένδετες κρίσεις μοιάζουν να λειτουργούν ως επιταχυντές των αδυναμιών και των αντιφάσεων της Ευρώπης. Όμως, οι πατέρες της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν την οραματίστηκαν για τα εύκολα και τα προφανή.  

Η Ευρώπη γεννήθηκε από τις στάχτες του πιο αιματηρού πολέμου και έμαθε να επιβιώνει και να ορθώνει το ανάστημά της μέσα από τις κρίσεις. Να προχωρά, με συμβιβασμούς, αλλά και υπερβάσεις, δίχως να απεμπολεί το ιδρυτικό της κεκτημένο και τον αξιακό της πυρήνα.  

Επείγουν σήμερα οι πολιτικές αναδιανομής και ανάπτυξης που πρέπει να έχουν αποδέκτες κυρίως τους ευάλωτους, αυτούς που δεν πρέπει να αφήσουμε πίσω, στο όνομα μιας μηχανιστικής αντίληψης της προόδου: τους ανέργους και τους άπορους, τις μονογονεϊκές οικογένειες, τα άτομα με αναπηρίες, τους κατοίκους απομακρυσμένων ορεινών ή νησιωτικών περιοχών. Η δύναμη της Ευρώπης βρίσκεται στη συμπερίληψη και την ενότητα, όχι στις πολλές και διαφορετικές ταχύτητες των λαών της, ούτε στη ρωγμή μεταξύ βορρά και νότου.....  

Η ομιλία της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου, στην Oλομέλεια της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης

 

Η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, στο βήμα της Ολομέλεια της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο Στρασβούργο.

 Τετάρτη, 22 Ιουνίου 2022

«Κύριε Πρόεδρε της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης,  
Κυρία Γενική Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης,  
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,  
Κυρίες και Κύριοι Πρέσβεις,  
Κυρίες και κύριοι,  
 
Σας ευχαριστώ θερμά για την τιμή και την υποδοχή που μου επιφυλάξατε στον ιστορικό θεσμό της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Έναν θεσμό που ιδρύθηκε στα ερείπια του πολέμου, με το όραμα της ευρωπαϊκής ενότητας, για την προάσπιση της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου. Με έδρα το Στρασβούργο, μια πόλη-σύμβολο που ενσαρκώνει την αστείρευτη ανθρώπινη επιθυμία για ειρήνη και δικαιοσύνη. Στην αίθουσα και τους διαδρόμους της Συνέλευσης αντικρίζει ο επισκέπτης, σε όλο του το μεγαλείο, το εγχείρημα και το στοίχημα της ευρωπαϊκής συνύπαρξης. Έρχεται σε επαφή, το βλέμμα και το συναίσθημα, με τον πλουραλισμό της αντιπροσώπευσης, τις πολιτικές και πολιτισμικές αποχρώσεις των λαών, τις θεμελιώδεις αρχές της κοινής μας πορείας, την ελπίδα και την πίστη στον ευρωπαϊκό μας δήμο.  
 
Για την Ελλάδα, ο δημοκρατικός συμβολισμός της Συνέλευσης, αυτής της αγοράς των ιδεών, αποτυπώνει το ανεξίτηλο σημείο της πολιτικής της ταυτότητας. Ανάγεται στην οικουμενική πνευματική της παράδοση και παρακαταθήκη, στην αρχαία της κληρονομιά που ταξίδεψε μέχρι τη νεωτερικότητα και φωτίζει τον πολιτικό μας βίο. Η ελευθερία των αρχαίων, με την αξία της συμμετοχής και της ιδιότητας του πολίτη, του φρόνιμου και ενάρετου υποκειμένου που τηρεί το δημόσιο συμφέρον, συναρθρώθηκε αναπόσπαστα με την ελευθερία των μοντέρνων, την ανάδυση της μοναδικότητας του προσώπου και της ιδιωτικότητάς του. Έτσι συγκροτήθηκε και καταξιώθηκε ο σύγχρονος τρόπος ζωής, καθώς και η φιλελεύθερη δημοκρατία, ως ο αξεπέραστος ορίζοντάς του.  
 
Οι δεσμοί της Ελλάδας με την Ευρώπη έχουν μεγάλο βάθος, ήδη από τη γέννηση του ελληνικού κράτους και την επίδραση των ιδεών του διαφωτισμού στους εξεγερμένους Έλληνες. Στην Επανάσταση του 1821, ο ελληνικός προ-νεωτερικός κοινοτισμός συνάντησε την καθολικότητα του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού και τις πολιτικές και συνταγματικές του προϋποθέσεις: τη λαϊκή κυριαρχία και την αντιπροσώπευση, τη διάκριση των εξουσιών και τα δικαιώματα. Στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αναγνώρισαν τις πνευματικές καταβολές τους, και στην Ευρώπη, οι Έλληνες, το πρότυπο και το στήριγμα για την κυριαρχία τους. Σε όλη τη διάρκεια της νεότερης ιστορίας της, η χώρα μου παρέμεινε προσηλωμένη στην ευρωπαϊκή της ταυτότητα και πορεία, παίρνοντας σταθερά θέση στη σωστή πλευρά της ιστορίας. 
 
Στη σκοτεινή επταετία της δικτατορίας στην Ελλάδα, το Συμβούλιο της Ευρώπης έδωσε βήμα και φωνή στους διωκόμενους από τη στρατιωτική χούντα, στρέφοντας την προσοχή της κοινής γνώμης στους πολιτικούς κρατουμένους και τα θύματα των βασανιστηρίων. Η αποπομπή, το 1969, της Ελλάδας από το Συμβούλιο συνέβαλε καθοριστικά στην απονομιμοποίηση των συνταγματαρχών και την ενίσχυση του αγώνα για τη δημοκρατία. Για πρώτη φορά, ένα κράτος μέλος του Συμβουλίου αποβλήθηκε, λόγω συστηματικής παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το αντιδημοκρατικό του καθεστώς.  
 
Τα τελευταία 40 χρόνια, η πιο ειρηνική και προοδευτική περίοδος της Ελλάδας, την οποία συνοπτικά αποκαλούμε Μεταπολίτευση, συνέπεσε, διόλου τυχαία, με την ευρωπαϊκή ενοποίηση και ανάπτυξη. Οι Έλληνες οφείλουν πολλά στην Ευρώπη: την οικονομική τους άνοδο και την κινητικότητα, τα ταξίδια και τις σπουδές, την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην πολύπαθη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Και παρά τις εντάσεις, ιδίως κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση, όταν, μαζί με την πολύτιμη αρωγή της, η Ευρώπη επέδειξε, σε ορισμένες περιστάσεις, υπέρμετρη, κατά κοινή πλέον ομολογία, σκληρότητα απέναντι στην Ελλάδα, ουδέποτε εξέπνευσε η υπαρξιακή πεποίθηση ότι η Ελλάδα είναι πιο ισχυρή μέσα στην Ευρώπη, ότι στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια βρίσκεται η θέση της.  
 
Σήμερα, η χώρα μου και η Ευρώπη αντιμετωπίζουν από κοινού εξαιρετικά απαιτητικές προκλήσεις που αφορούν τόσο τις υλικές, όσο και τις θεσμικές συνθήκες εκπλήρωσης και απόλαυσης της δημοκρατίας. Η εποχή των αλλεπάλληλων κρίσεων έχει διαταράξει το status quo του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού κράτους δικαίου. Μια νέα κανονικότητα, αυτή της επίπονης προσαρμογής των ευρωπαϊκών λαών στις απότομες και ριζικές μεταλλάξεις μιας παγκοσμιοποιημένης και αντιφατικής κοινωνίας, εμπεδώνεται και απαιτεί επώδυνες αποφάσεις, διεθνή συντονισμό και εγρήγορση και, το σημαντικότερο, πολιτική ενότητα και στοχοθεσία.  
 
Η Ευρώπη έχει φτάσει σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, καθώς η πολυμήχανη ιστορία ανατρέπει τις όποιες ψευδαισθήσεις μας για τη γραμμική ή την ορθολογική της εξέλιξη και μας επαναφέρει στις πιο σκοτεινές μας εμπειρίες. Σήμερα βιώνουμε πάλι την έγερση των εθνικισμών και τη βαρβαρότητα που προκαλεί ανείπωτο πόνο, καταστροφή και θάνατο. Ο απρόκλητος και αποτρόπαιος πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία μας παραπέμπει στην παράνομη εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, πριν από 48 χρόνια. Η Ελλάδα από την πρώτη στιγμή στάθηκε στο πλευρό της Ουκρανίας και μαζί με τους εταίρους μας καλέσαμε τη Ρωσία να συμμορφωθεί με το διεθνές δίκαιο. Η ρωσική επίθεση, ωστόσο δεν συνιστά μόνο μια εδαφική ή γεωστρατηγική διεκδίκηση. Υποδηλώνει την ευθεία και ολομέτωπη αμφισβήτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των ευρωπαϊκών αξιών. Πίσω από τα στυγερά εγκλήματα πολέμου κρύβεται ο αυταρχικός αναθεωρητισμός και η βούληση να αναδιαταχθεί, με κάθε μέσο και κόστος, ο άξονας της ιστορίας. Η επιδρομή της Ρωσίας δεν αφορά μόνο τον ηρωικό ουκρανικό λαό, που μας δίνει το πιο υψηλό παράδειγμα αυταπάρνησης και πατριωτισμού. Είναι υπόθεση όλων μας. Το όραμα της ειρήνης και της ελευθερίας ενίοτε απαιτεί βαρύ φόρο αίματος, κι αυτόν καταβάλλουν σήμερα οι γενναίοι Ουκρανοί. Έχουν τον θαυμασμό, την αλληλεγγύη και την ανυποχώρητη υποστήριξή μας.  
 
Η απόφαση που υιοθετήθηκε ομόφωνα από τη Συνέλευση, κατά τη διάρκεια της έκτακτης Συνόδου της Ολομέλειας τον περασμένο Μάρτιο, και η μετέπειτα απόφαση της Επιτροπής Υπουργών για την αποβολή της Ρωσίας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, έστειλαν ένα ηχηρό μήνυμα ενότητας και σύμπνοιας μεταξύ των οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Παραμένει, εντούτοις, ένα πλήγμα, στο μέτρο κατά το οποίο στερεί τους Ρώσους πολίτες από τη δυνατότητα προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για να προστατευθούν απέναντι στην ίδια την κυβέρνησή τους. Είναι απαραίτητη η ενδυνάμωση του ρόλου του Συμβουλίου ως προς τη διατήρηση της πολυμέρειας στην ήπειρο, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα Ηνωμένα Έθνη και τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη. Σε αυτό το πλαίσιο εγγράφεται και η ομόφωνα υιοθετηθείσα από την Ολομέλεια της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης πρόταση περί συστάσεως ad hoc Διεθνούς Δικαιοδοτικού Οργάνου για τη διερεύνηση των εγκλημάτων που διαπράττονται στην Ουκρανία από ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις. Είναι γνωστό το ενδιαφέρον της Ελλάδας για την περιοχή της Μαριούπολης, όπου διαβιοί επί αιώνες ελληνική κοινότητα άνω των 100.000 ανθρώπων. Η Υπουργική Σύνοδος στο Τορίνο αποφάσισε να συγκροτήσει υψηλή ομάδα προβληματισμού και να εξετάσει τις νέες προκλήσεις για τον Οργανισμό. Είναι τιμή για τη χώρα μου το γεγονός ότι η Γενική Γραμματέας του Συμβουλίου επέλεξε στην ομάδα αυτή να συμμετέχει ένας Έλληνας, ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Η Ελλάδα υποστηρίζει την πρόταση για τη σύγκληση 4ης Συνόδου Κορυφής για το μέλλον του Συμβουλίου της Ευρώπης υπό την προϋπόθεση της καλής προετοιμασίας της και των σαφών στόχων της προκειμένου να στεφθεί υπό επιτυχία.  
 
Η Ευρώπη παραμένει μια ευημερούσα περιοχή του πλανήτη, προσανατολισμένη στην ποιότητα ζωής και τη διεύρυνση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Παρά ταύτα, μετά το κύμα εκδημοκρατισμού στη δεκαετία του ’90, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες στον κόσμο βρίσκονται σε τροχιά αποδυνάμωσης. Το 2022, για πρώτη φορά μετά το 2004, καταγράφηκαν λιγότερες δημοκρατίες από ό,τι απολυταρχικά καθεστώτα. Στις ανελεύθερες δημοκρατίες, τα αντίβαρα του Κράτους Δικαίου υποχωρούν και η βούληση της πλειοψηφίας λειτουργεί καταπιεστικά για τις μειοψηφίες, στο όνομα μιας δήθεν χαρισματικής άσκησης της εξουσίας. Η ομοιογενής πρόσληψη της έννοιας του λαού, την οποία συμπληρώνει η διχαστική λαϊκιστική διάκριση εχθρών και φίλων, είναι αντίθετη στο κεκτημένο της συνταγματικής δημοκρατίας. Η ελευθερία του τύπου και η προστασία των δημοσιογράφων από αθέμιτες διώξεις, καθώς και η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, απασχολούν έντονα τα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης, ιδιαίτερα σε χώρες με ισχνή δικαιοκρατική παράδοση. Η δημοκρατία δεν περιορίζεται στην περιοδική διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών, δίχως να γίνονται σεβαστές οι ελευθερίες, όπως αυτές της έκφρασης και της συνάθροισης. Ούτε από την άλλη νοείται η απόλαυση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων χωρίς τη λαϊκή κυριαρχία και τη δημοκρατική αρχή. Το κράτος δικαίου και η δημοκρατία πρέπει να τελούν σε ενότητα, όχι σε αντινομία.  
 
Ακόμη και στις πιο ώριμες ευρωπαϊκές δημοκρατίες, οι διαιρέσεις και οι αντιθέσεις είναι ευδιάκριτες και ενισχύουν διαλυτικές τάσεις μέσα στην Ένωση. Η οικονομική κρίση, η οποία ξέσπασε στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα ως τραπεζική και δημοσιονομική, παίρνει σήμερα τη μορφή ενός οξύτατου ενεργειακού προβλήματος, με οριζόντιες επιπτώσεις. Τα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα εκτίθενται σε υψηλό κοινωνικό και επαγγελματικό ανταγωνισμό και χάνουν σε αγοραστική δύναμη. Οι νέοι πρέπει να προσπαθήσουν πολύ περισσότερο από τους γονείς τους για να εκπληρώσουν το δικό τους σχέδιο ζωής. Η έλλειψη ενεργειακών πόρων και τροφίμων, όπως και η ακρίβεια των αγαθών σε συνθήκες πληθωρισμού, σε συνδυασμό με την οικονομική επισφάλεια και τις αυξανόμενες ανισότητες, υπογραμμίζουν την ανάγκη για πρόσθετα και ευέλικτα χρηματοδοτικά εργαλεία, σε συνέχεια της δυσμενούς για την παγκόσμια οικονομία τριετίας της πανδημίας. Συνεπώς, ιδιαίτερα κρίσιμη αποβαίνει η διαφύλαξη της κανονιστικότητας και της αποτελεσματικής εφαρμογής των κοινωνικών δικαιωμάτων. Είναι εξαιρετικά σημαντική η πρόοδος που έχει συντελεστεί στο Συμβούλιο της Ευρώπης σε ό,τι αφορά τη βελτίωση του συστήματος του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και είναι προσδοκία όλων μας η λειτουργία ενός ανανεωμένου και περισσότερο αποτελεσματικού συστήματος παρακολούθησης, το οποίο θα ενισχύσει την εφαρμογή του Κοινωνικού Χάρτη και του συστήματος κοινωνικών δικαιωμάτων στα κράτη μέλη, ιδίως σε περιόδους κρίσης. Το κοινωνικό κράτος ανανεώνεται στο ψηφιακό τρίπτυχο εργασίας-υγείας-παιδείας, με την ώθηση της τηλεργασίας, της βιογενετικής, της τεχνητής νοημοσύνης και της τηλεκπαίδευσης. Το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει επιτελέσει σημαντικό έργο στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης και αναμένεται το αποτέλεσμα των εργασιών της νέας ομώνυμης Επιτροπής, στην οποία η Ελλάδα θα συμμετάσχει ενεργά, με στόχο την κατάρτιση κατάλληλου νομικού πλαισίου για την ανάπτυξη, τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της, στη βάση των αρχών του Συμβουλίου.  
 
Την ίδια στιγμή, οι πολλαπλές κρίσεις επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό και το μέτωπο της κλιματικής αλλαγής. Είναι τετριμμένη η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει πλέον χρόνος για την περιβαλλοντική μας αφύπνιση. Τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050 και της πλήρους μετάβασης, με γνώμονα την κλιματική δικαιοσύνη, σε ανανεώσιμες και φιλικές προς το περιβάλλον πηγές ενέργειας, υπονομεύει η προσωρινή επιστροφή σε παραδοσιακές μορφές. Είναι, όμως, πολλές και δυνατές οι φωνές που εύλογα μας προειδοποιούν ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν πρέπει τελικά να καταστεί πρόσχημα για την επιβράδυνση της πράσινης μετάβασης, αλλά να συντελέσει, αντίθετα, στην επιτάχυνσή της. Σε οδηγό για την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης αναδεικνύεται η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τα κατοχυρωμένα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων πρότυπα. Οι πολιτικές της καθαρής και αειφόρου ανάπτυξης δεν εγγυώνται μόνο τη βιωσιμότητα του πλανήτη μας, αλλά και την άυλη διάσταση της καθημερινότητάς μας, τη μορφή ζωής του πολιτισμού μας. Στις σύγχρονες κοινωνίες της διακινδύνευσης η αρχή της προλήψεως διαστέλλεται και αποκτά πολύ μεγαλύτερη σημασία από την κατασταλτική δράση του κράτους. Η διαχείριση της κλιματικής αλλαγής πρέπει να αποτελέσει ευκαιρία διεθνούς συνεργασίας και πλανητικής ευαισθησίας, να κομίσει, με άλλα λόγια, το μήνυμα της ελπίδας και της υπευθυνότητας απέναντι στους εαυτούς μας και τις επόμενες γενιές. 
 
 Στην ίδια κατεύθυνση συνηγορεί και η οδυνηρή εμπειρία της πανδημίας που βρήκε, στις αρχές της, πολλά ευρωπαϊκά κράτη απροετοίμαστα. Στις προτεραιότητες και δράσεις της πρόσφατης Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρώπης αναδείχθηκε η προστασία της ανθρώπινης ζωής και της δημόσιας υγείας σε συνθήκες πανδημίας και η αποτελεσματική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης με πλήρη σεβασμό προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις αρχές δημοκρατίας και κράτους δικαίου, όπως τονίσθηκε στη διακήρυξη των Αθηνών. Η covid-19 δεν έθεσε σε δοκιμασία μόνο τη δημόσια υγεία, αλλά και την ίδια την ασφάλεια και την κοινωνική συνοχή, καθώς οι περιορισμοί στις ελευθερίες άγγιξαν όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς μας. Η υψηλή μεταδοτικότητα και θνητότητα του κορωνοϊού είχε βαρύτατο κόστος σε ανθρώπινες ζωές και παρέλυσε τον κοινωνικό, οικονομικό και επαγγελματικό ιστό. Οφείλουμε ευγνωμοσύνη στην επιστήμη που μας χάρισε το εμβόλιο και μας επέτρεψε να ανακτήσουμε τη ζωή μας. Το ίδιο και στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που έδωσε και δίνει ακόμη αγώνα ηρωικό και ακατάπαυστο, σε συνθήκες αντίξοες και διαχειρίστηκε τον ανθρώπινο πόνο. Η πανδημία μας δίδαξε την αξία της αλληλεγγύης και της ενσυναίσθησης, τη σημασία που έχει η ηθική της φροντίδας και της έγνοιας για τον πλησίον.  
 
Τα δικαιώματα τελούν σε καθεστώς έντονης πίεσης και τα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης αναζητούν την εύλογη ισορροπία ανάμεσα στην προάσπισή τους και το γενικό συμφέρον. Στο κοινωνικό υπόβαθρο, αναδεικνύονται νέα πεδία έντασης με αντικείμενο την πολιτισμική και θρησκευτική ετερότητα. Δεν νοείται στο όνομα δήθεν της ελευθερίας της έκφρασης να επιτρέπεται ο αντισημιτικός λόγος και η προσβλητική άρνηση του Ολοκαυτώματος. Ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας δεν μπορεί να εξωραΐσει ή να ανεχθεί τον μισαλλόδοξο λόγο ή αναχρονιστικές πρακτικές που παραβιάζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ισότητα των φύλων. Το κίνημα «me too» γιγαντώθηκε τα τελευταία χρόνια και ανέδειξε, με αφορμή και το κλειστοφοβικό σύμπαν της πανδημίας, την σκληρή πραγματικότητα για τις γυναίκες, την ενδοοικογενειακή βία και την έμμεση ή άμεση καταπίεσή τους σε χώρους ανταγωνιστικούς. Η σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας —η «σύμβαση της Κωνσταντινούπολης»—αποτελεί την πυξίδα της δράσης μας. Χαίρομαι ιδιαίτερα που και η Ουκρανία επικύρωσε τη σύμβαση αυτή. Το Συμβούλιο της Ευρώπης, σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των γυναικών και των παιδιών έχει επιδείξει σημαντικό έργο, με έμφαση στη συναφή Στρατηγική που παρουσιάσθηκε επί Ιταλικής Προεδρίας στη Ρώμη. Παράλληλα, στον τομέα της απασχόλησης, τα κράτη οφείλουν να δραστηριοποιηθούν στην καταπολέμηση της βίας και της παρενόχλησης στον κόσμο της εργασίας και να ευαισθητοποιήσουν σχετικά τους κοινωνικούς εταίρους και τους πολίτες τους. Σε επίπεδο Συντακτικής Επιτροπής, είναι σημαντική η διαβίβαση στη Διευθύνουσα Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του σχεδίου Σύστασης για την πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων με στόχο την εργασιακή εκμετάλλευση, φαινόμενο που θίγει έναν αυξανόμενο αριθμό γυναικών, ανδρών και παιδιών στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Εξάλλου, συστηματική και σταθερή οφείλει να είναι η προσήλωση στην προστασία και προώθηση της αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, καθώς και στην πρόληψη και καταπολέμηση κάθε μορφής διάκρισης και βίας λόγω φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας και έκφρασης φύλου και βιολογικών χαρακτηριστικών. 
 
Το μεταναστευτικό και το προσφυγικό ζήτημα δοκιμάζουν τον ευρωπαϊκό μας ανθρωπισμό και θέτουν το ζήτημα της ευθύνης για τη διαχείριση των αυξημένων ροών. Η Ελλάδα έχει επωμιστεί δυσανάλογο βάρος σε ένα πεδίο που έφερε στην επιφάνεια διαφωνίες και υποδόριες συγκρούσεις ανάμεσα στα κράτη μέλη. Το θέμα αυτό δεν επιδέχεται πολιτική εργαλειοποίηση, αλλά, αντίθετα, απαιτεί κοινή στάση, αφού αφορά τα εξωτερικά μας σύνορα και η αντιμετώπισή του αποτελεί κοινή ευθύνη της Ευρώπης, η οποία καλείται επιτακτικά να υιοθετήσει μια συνολική προσέγγιση. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαία αφενός η διασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών υποδοχής για άτομα που ζητούν διεθνή προστασία, αφετέρου ο σεβασμός της αρχής του διεθνούς δικαίου που απαγορεύει την επιστροφή των προσφύγων σε χώρες όπου ενδέχεται να απειλείται η ζωή τους.  
 
Κυρίες και κύριοι,  
 
Η ιστορική συγκυρία έχει ανατρέψει την αισιοδοξία των αρχών του αιώνα μας. Το ιδανικό της κοσμοπολιτικής κοινωνίας και η προοπτική της καθολικής ευημερίας ξεθωριάζει, καθώς οι συνεχόμενες και αλληλένδετες κρίσεις μοιάζουν να λειτουργούν ως επιταχυντές των αδυναμιών και των αντιφάσεων της Ευρώπης. Όμως, οι πατέρες της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν την οραματίστηκαν για τα εύκολα και τα προφανή. Η Ευρώπη γεννήθηκε από τις στάχτες του πιο αιματηρού πολέμου και έμαθε να επιβιώνει και να ορθώνει το ανάστημά της μέσα από τις κρίσεις. Να προχωρά, με συμβιβασμούς, αλλά και υπερβάσεις, δίχως να απεμπολεί το ιδρυτικό της κεκτημένο και τον αξιακό της πυρήνα. Επείγουν σήμερα οι πολιτικές αναδιανομής και ανάπτυξης που πρέπει να έχουν αποδέκτες κυρίως τους ευάλωτους, αυτούς που δεν πρέπει να αφήσουμε πίσω, στο όνομα μιας μηχανιστικής αντίληψης της προόδου: τους ανέργους και τους άπορους, τις μονογονεϊκές οικογένειες, τα άτομα με αναπηρίες, τους κατοίκους απομακρυσμένων ορεινών ή νησιωτικών περιοχών. Η δύναμη της Ευρώπης βρίσκεται στη συμπερίληψη και την ενότητα, όχι στις πολλές και διαφορετικές ταχύτητες των λαών της, ούτε στη ρωγμή μεταξύ βορρά και νότου. Ο πόλεμος στην Ουκρανία επέδρασε καταλυτικά στην αφύπνιση και χαλύβδωση της ευρωπαϊκής μας συνείδησης και των δημοκρατικών μας αντανακλαστικών. Μπροστά στον κίνδυνο, οι Ευρωπαίοι ανέτρεξαν σε όλα αυτά που τους ενώνουν: την ειρήνη, την ελευθερία και την αλληλεγγύη. Το Συμβούλιο της Ευρώπης, με τα θεσμικά του όργανα, δικαιοδοτικά και γνωμοδοτικά, διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο, νομικά και ηθικοπολιτικά, στην τήρηση των επιταγών του κράτους δικαίου και στην εμβάθυνση της δημοκρατίας στην Ευρώπη. Η πλούσια και συνεκτική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναδεικνύει τα ελλείματα στις εθνικές έννομες τάξεις. Αναδιαμορφώνει τις διοικητικές πρακτικές, επιδρά στον ρόλο του νομοθέτη και μεταβάλλει άτυπα ακόμη και τα συνταγματικά κείμενα. Υπηρετεί τη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής νομικής συνείδησης και λειτουργεί παιδαγωγικά στον σεβασμό των μειονοτήτων και των ταυτοτήτων. Πρέπει, ακόμη, να υπογραμμιστεί η αυτονόητη και θεμελιώδης υποχρέωση των κρατών μελών του Συμβουλίου ως προς την εκτέλεση των αποφάσεων. Η Επιτροπή της Βενετίας, με τις γνωμοδοτήσεις της, έχει κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση ως αυθεντία στη συνταγματική τάξη και το κράτος δικαίου. Πρέπει επίσης να εξάρουμε τη συμβολή των Επιτροπών του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, την καταπολέμηση των διακρίσεων και του ρατσισμού και τις πολιτικές κατά της διαφθοράς.  
 
Η ενίσχυση της στρατηγικής συνεργασίας του Συμβουλίου της Ευρώπης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αποτελεί τον πολυτιμότερο και περισσότερο αξιόπιστο εταίρο του, είναι κρίσιμη για τη συνοχή και εφαρμογή των ευρωπαϊκών θέσεων. Με τον τρόπο αυτόν, θα αξιοποιηθούν κατάλληλα τα συμπεράσματα της πρόσφατης Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης και οι προτάσεις της Τελικής Έκθεσης. Σημαντικό, επίσης, βήμα θα αποτελέσει η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της ΕΕ στην ΕΣΔΑ. Η θεσμική μνήμη, οι αξίες, καθώς και ο πραγματισμός των ευρωπαϊκών θεσμών εγγυώνται το μέλλον της Ευρώπης. Πάνω από όλα όμως, πέραν των πολιτικών ή των οικονομικών θεσμών, είναι το κοινό και βαθύ μας βίωμα, αυτή η πλούσια και πολύτιμη εμπειρία της αρμονικής συμβίωσης των ευρωπαϊκών λαών, εδώ και επτά δεκαετίες, που μας γεμίζει, στις πιο δύσκολες στιγμές, με αισιοδοξία. 
 
 Σας ευχαριστώ.»