Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Γιανναράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Γιανναράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ηδονικοί αυτόχειρες



επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Ο Ερντογάν ανακοίνωσε απόφασή του να επεκτείνει την άδεια ελεύθερης εισόδου «στο παραλιακό μέτωπο των Βαρωσίων» (στην Αμμόχωστο Κύπρου) παραβιάζοντας σειρά αποφάσεων – ψηφισμάτων του ΟΗΕ. Η ενέργειά του δηλώνει έμπρακτα ότι είναι συγκυρίαρχος στη μεγαλόνησο και αδιαφορεί παγερά για τις όποιες διεθνείς συνθήκες – αποφάσεις θα ήθελαν να χαλιναγωγήσουν την αυθαιρεσία των τουρκικών φιλοδοξιών.

Στο Ελλαδέξ, τηλεοράσεις και ραδιόφωνα θριαμβολογούν με ενθουσιασμό, επειδή τη σατραπική αυθαιρεσία του Ερντογάν την επέπληξαν με δηλώσεις τους αξιωματούχοι των ΗΠΑ, της Ε.Ε., του ΟΗΕ. Ξέρουμε όλοι, ακόμα και οι αφελέστεροι μικρονοϊκοί, ότι οι επιπλήξεις της Δύσης δεν πτόησαν ούτε αναχαίτισαν ποτέ, μα ποτέ, την ακόρεστη κατακτητική απληστία των Τούρκων. Επιπλέον, οι Τούρκοι ήταν και θα είναι πάντοτε το «χαϊδεμένο παιδί» της Δύσης, η Δύση θα χρωστάει πάντοτε στους Τούρκους ευγνωμοσύνη, επειδή την απάλλαξαν από τον μέγα, μισητό της αντίπαλο: το λεγόμενο στη Δύση, ψευδωνύμως, «Βυζάντιο».

Δεν δίστασε ποτέ η Δύση να δικαιώσει ή και να αμείψει τα οποιαδήποτε «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» είχαν τους Τούρκους αυτουργούς: Τη σφαγή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικρασίας και του Πόντου –αδίστακτες κτηνώδεις γενοκτονίες, που άλλαξαν τις πολιτισμικές ισορροπίες στην Ευρώπη– μαζί και η σφαγή των Αρμενίων, που η Δύση «των Φώτων» προκλητικά τις παράβλεψε και τις «αξιοποίησε». Τόσο στον Πρώτο όσο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα πολέμησε με το μέρος των νικητών, η Τουρκία τάχα και ουδέτερη – όμως ο Ελληνισμός έχασε τις πανάρχαιες κοιτίδες του: Μικρασία, Πόντο, Ιμβρο, Τένεδο, Βόρεια Ηπειρο, Ανατολική Θράκη, Βόρεια Κύπρο, Βόρεια Μακεδονία, ενώ η απόλεμη Τουρκία τα κέρδισε όλα.

Γιατί ποτέ Ελλαδίτης πρωθυπουργός ή υπουργός Εξωτερικών δεν τόλμησε να ψελλίσει αυτή την κατάφωρη πιστοποίηση; Γιατί ποτέ δεν τολμήθηκε μια ελάχιστη κίνηση αξιοπρέπειας του Ελληνισμού: σήμερα πια, που ο σοβιετικός εφιάλτης έχει οριστικά τελειώσει, να παραχωρήσει η Ελλάδα ένα λιμάνι μικρού, αιγαιοπελαγίτικου νησιού για διευκόλυνση αμυντικής οργάνωσης της Ρωσίας του Πούτιν; Επιτέλους να καταλάβει κάποτε η Δύση ότι δεν μπορεί να χαϊδολογεί μονίμως την ισλαμική Τουρκία και να στραπατσάρει σαδιστικά την Ελλάδα με συνεχείς ταπεινώσεις και κατάφωρες αδικοπραγίες. Η Τουρκία κερδίζει κύρος και αξιοπρέπεια στη διεθνή σκηνή, έστω και με την οιηματική συμπεριφορά της. Η Ελλάδα ταπεινώνεται στον μονόδρομο της αναξιοπρέπειας, του θελημένου (εθελόδουλου) αυτεξευτελισμού.

Η πολιτική των κομμάτων και των πολιτικών μας, όπως και η δημοσιογραφία των δημοσιογράφων μας, καλλιεργούν την εικόνα ή εντύπωση ότι είμαστε λαός πολύ χαμηλής πια νοητικής καλλιέργειας και, κυρίως, λαός παραιτημένος από τον αυτοσεβασμό και την αξιοπρέπεια. Για να γλιτώσουμε από τις φαιδρότητες του «ελληναρά» και του πεισματικού παντογνώστη, κλειστήκαμε «ανεπαισθήτως από τον κόσμον έξω»: στο περιθώριο της Ιστορίας, εξευτελιστικά υπόδουλοι σε δανειστές – τυράννους. Με αποφασιστικό καταλύτη για την παγίωση του ενδοτισμού μας ένα «ασήμαντο» ή «άσχετο» γεγονός: Οτι, χρόνια τώρα, στην Ελλάδα, τα φροντιστήρια υποκαθιστούν τα σχολεία και η αποδημία την εγχώρια σοβαρή σπουδή και την έρευνα. Πληρέστερος αυτεξευτελισμός δεν υπάρχει.

Μια κόλαση οικονομικής αδικίας η Ελλάδα, διωγμού της ανθρώπινης ποιότητας, τυραννικής αυθαιρεσίας του κάθε κόμματος που συμπτωματικά φτάνει στην εξουσία χάρη στα τεχνάσματα των διαφημιστών και υποσχέσεις ρητορικής κενολογίας. Σε ποια άλλη χώρα, τόσοι πολλοί πολίτες εντοπίζουν με σιγουριά ποιος υπουργός διορίστηκε από ποια ξένη πρεσβεία, στην κυβέρνηση; Ποιος ολοφάνερα καθυστερημένος διανοητικά υπουργεύει και ποιος χαρισματικά προικισμένος δέχεται να υφυπουργεύει σε άσχετο με τα ταλέντα του υπουργείο;

Δεν έχουν τελειωμό οι ενδείξεις που προδιαγράφουν το επερχόμενο ιστορικό τέλος του Ελληνισμού. Το κοινό γνώρισμα των ενδείξεων είναι ότι όλες βεβαιώνουν μικρόνοια και εθελοτυφλία. «Τυφλός τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται». Γι’ αυτό και δεν έχουν καμιά σημασία τα συμπτώματα, απόλυτη προτεραιότητα έχει η αιτία των συμπτωμάτων. Η νεκρόφιλη δημοσιοϋπαλληλία, η νέκρα της αντιγραφής δάνειων οργανωτικών μοντέλων (υπουργείων, δημόσιων οργανισμών, θεσμών εξουσίας), ο πιθηκισμός αλλογενών ιδεολογιών, ο «εκσυγχρονισμός» ως πιθηκισμός της παγκοσμιοποιημένης μηχανοποίησης της πληροφορίας, δηλαδή η υποκατάσταση της σχέσης από την κατανόηση. Ολη αυτή η φριχτή παγωνιά της επερχόμενης ιστορικής μας εξαφάνισης, μόνο στο σχολειό (Δημοτικό και Γυμνάσιο) μπορεί να αναχαιτιστεί.

Μια τέτοια προκλητική βεβαιότητα πιστοποίησης, ποια κρίσιμη μάζα βουλευτών την αντιλαμβάνεται, ποιο ποσοστό στελεχών της γιγάντιας κυβερνητικής μηχανής μπορεί να την ελέγξει; Γι’ αυτό και η τόλμη μεταρρυθμίσεων είναι κάτι άγνωστο στην έκπνοη πια Ελλάδα, τα λειτουργήματα της εξουσίας υπηρετούν μόνο εντυπώσεις, όχι στόχους κοινωνικούς, όχι οράματα

______________________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Ελληνισμός χωρίς ταυτότητα

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Κυκλοφόρησε, στις αρχές του καλοκαιριού (Ιούνιος 2021), από τις Εκδόσεις Πατάκη, βιβλίο με τίτλο: Ίων Δραγούμης – Τα «κρυμμένα» ημερολόγια Οκτώβριος 1912 – Αύγουστος 1913, Εισαγωγή – Επιμέλεια – Σχόλια Νώντας Τσίγκας, Πρόλογος Μάρκου Φ. Δραγούμη, σελίδες 446. Μαζί με το βιβλίο «Αναίρεσις», του Νικόλαου Σπηλιάδη, Γραμματέα Επικρατείας (πρωθυπουργού) του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια –απάντηση στην κατασυκοφάντηση του Αγώνα Ανεξαρτησίας των Ελλήνων από τον Βαυαρό Friedrich Thiersch (γραμμένη η απάντηση πρωτοτύπως στα γαλλικά και μεταφρασμένη αργότερα στα ελληνικά από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη), Εκδόσεις «Ποταμός»– είναι τα δύο βιβλία που σώζουν, μέχρι στιγμής, γόνιμο σεβασμό για την επέτειο διακοσίων χρόνων από το 1821. Επιτέλους, κάτι άλλο, διαφορετικό από τις χρυσοπληρωμένες τηλεοπτικές γλυκεράδες της διατεταγμένης Ιστοριογραφίας. Κάποιοι ιδιώτες πάντοτε σώζουν το γελοιοποιημένο από την προχειρότητα και την Ευρωλαγνεία ελλαδικό κρατίδιο.

Κάποτε πιστεύαμε ότι, με το πέρασμα των χρόνων, το επίπεδο της κατά κεφαλήν καλλιέργειας στην κοινωνία μας θα βελτιώνεται, θα εξαλείφεται βαθμιαία η τυφλή εμπάθεια της κομματικής – ιδεολογικής μονοτροπίας – θα μπορούσε, κάποτε, να λειτουργήσει και στον δύσμοιρο τόπο μας η τίμια κριτική ιστοριογραφία. Προμήνυμα ελπίδας ήταν ελάχιστα βιβλία, όπως Η Ιστορία του Εθνικού Διχασμού, κατά την αρθρογραφία Ελευθερίου Βενιζέλου και Ιωάννου Μεταξά (Εκδόσεις Κυρομάνος) – όσα προλαβαίνουν να διασωθούν από την εκβιαστικά επιβεβλημένη βενιζελολατρεία. Ο πληθυσμός της σημερινής Ελλάδας, με μειωμένη δραματικά την ικανότητα ανάγνωσης και γραφής (κατανοεί μόνο εικόνες και ξέρει μόνο πληκτρολόγηση), αγνοεί ολοκληρωτικά την Ιστορία του, αλλά γεμίζει με ανδριάντες του Βενιζέλου και με μνημεία της «εθνικής αντίστασης» δρόμους και πλατείες.

Από τα «Κρυμμένα» (ώς τώρα) ημερολόγια του Ίωνος Δραγούμη γίνεται αμέσως φανερό το δραματικό πρόβλημα ταυτότητας του Νεώτερου Ελληνισμού, όπως βιώθηκε, από τις πρώτες κιόλας μέρες της επανάστασης του 1821: Η έννοια – ιδέα του «έθνους – κράτους» (η θεμελίωση της συλλογικότητας στη φυλετική ομοιογένεια), πρωταρχικής σημασίας δεδομένο στη μετα-μεσαιωνική Ευρώπη, ήταν κάτι άγνωστο και αδιανόητο για την εμπειρία των Ελλήνων. Γι’ αυτό και ο «μοντέρνος» εθνικισμός Βουλγάρων, Αλβανών και Βενιζέλου απωθούσε τον Ίωνα Δραγούμη, όπως και τον εγγύτατο φίλο του Αθανάσιο Σουλιώτη.

Την πολιτική οπτική του Δραγούμη οι αντίπαλοί του την ονόμαζαν «ανατολισμό»: Οι «Δραγουμικοί» δεν απέβλεπαν στην κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά στη διάσωση του πολυεθνικού – πολυφυλετικού χαρακτήρα της. Πίστευαν στην εκ των ένδον άλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον Ελληνισμό, ανάλογη με την άλωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον οργανικό εξελληνισμό της, χωρίς να αναιρεθεί ο πολυεθνικός – πολυφυλετικός χαρακτήρας της.

«Ο Βενιζέλος δεν θυμάται», γράφει ο Ιων. «Καμιά θύμηση δεν έχει. Ιστορία ελληνική δεν αισθάνεται μέσα του. Νοιώθει μονάχα ένα κράτος Ελλαδικό, που είναι το κέντρο κάθε του λογισμού» (έθνος – κράτος, όπως η Ευρώπη το όριζε). «Και που πρέπει να μεγαλώσει λίγο, τόσο, όσο να γίνει σαν το Βέλγιο!… Δεν ξέρει ο Βενιζέλος τι θα πει Μακεδονία και Ηπειρος και Θράκη, δεν ξέρει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δεν ξέρει τους αγώνες που κάναμε σ’ αυτά τα μέρη πολεμώντας τους Σλαύους».

Ο Δραγούμης είχε συνειδητοποιήσει τη θεμελιώδη αλήθεια της διαφοράς του «κράτους» από το «έθνος», την ταύτιση του «έθνους» με τον «πολιτισμό» – αυτή η συνειδητοποίηση τον διαφοροποιεί ριζικά από κάθε άλλη προσωπικότητα του ελλαδικού πολιτικού βίου των τελευταίων δύο αιώνων, αυτή τη διαφοροποίηση εκδικούνται και οι «ταγματασφαλίτες» του Βενιζελικού παρακράτους, όταν τον εκτελούν, στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, στις 31 Ιουλίου του 1920.

Αντιλαμβάνεται ο Ιων την ταύτιση «έθνους» και «πολιτισμού», δεν υποψιάζεται όμως την ταύτιση πολιτισμού και μεταφυσικής, πολιτισμού και «θρησκείας» – αγνοεί, λ.χ., την ύπαρξη και την οπτική Παπαδιαμάντη (τέτοιες συνειδητοποιήσεις ακολουθούν τη βραδύτητα, πάντοτε ανεξέλεγκτη, της ωρίμασης). Είναι αδύνατο να γνωρίσουμε την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία αγνοώντας τη θρυμματισμένη οντολογία του Ηράκλειτου και τα Μετά τα φυσικά του Αριστοτέλη. Προσθέτοντας ότι, η ελληνική μεταφυσική πάντοτε, σαρκωνόταν και σε πράξη γιορταστική – λατρευτική, χορό, τραγούδι, δραματουργία, τέχνες εικαστικές – δεν ήταν ποτέ ιδεολόγημα, ποτέ ηθικοπλαστική διδαχή. Όταν λέμε: «πολιτισμός» (τρόπος του βίου, τρόπος της συλλογικότητας) σημαίνουμε τη μεταφυσική, μιλάμε για το νόημα (αιτία και σκοπό) της ύπαρξης και της συνύπαρξης των ανθρώπων. Όταν «νόημα» είναι η ψηλαφητή ελευθερία από τον θάνατο, τότε η συνύπαρξη είναι γιορτή, έμπρακτη βεβαιότητα για τη νίκη καταπάνω στον θάνατο. Οταν «νόημα» είναι η ατομική βεβαιότητα μηδενισμού των πάντων με τον θάνατο, τότε ύπαρξη και συνύπαρξη είναι η αλογία ενός μακάβριου «τυχηρού παιγνίου», διαμάχη άθλιων καναλιών και πανάθλιων κομμάτων, απανθρωπία κρετινικής αντιμαχίας μελλοθάνατων καραγκιόζηδων.

______________________________________________

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Η φενάκη των εντυπώσεων


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Όταν ο λόγος κυριολεκτεί, η έκφραση «κάνω πολιτική – ασκώ πολιτική» σημαίνει: πιστοποιώ κοινά (της συλλογικότητας) προβλήματα και οργανώνω συνεργασίες (ή εντάσσομαι σε υπάρχουσες) για την αντιμετώπισή τους. Αξιολογώ την ικανότητα θεσμικών φορέων να ανταποκριθούν ή όχι στις πιστοποιημένες ανάγκες, εντοπίζω πρόσωπα και πρακτικές, ελέγχω την αξιοσύνη τους, την αποτελεσματικότητά τους.

Σήμερα η έκφραση «ασκώ πολιτική» – «κάνω πολιτική» παραπέμπει σε μάλλον διαφορετικά σημαινόμενα. Η λέξη «πολιτική» είναι πια συνώνυμη της λέξης «εξουσία», που σημαίνει επιβολή μιας άποψης – γνώμης – πρότασης, ανεξάρτητα από τα ποσοστά κοινωνικής αποδοχής της. Ακόμα και ένα κόμμα με μονοψήφιο ποσοστό εκλογικής έγκρισης των προτάσεων και προγραμμάτων του, μπορεί να εκβιάζει βασανιστικά το κοινωνικό σώμα με διαδηλώσεις, συλλαλητήρια, βανδαλισμούς – έχει την εξουσία να βασανίζει το σύνολο της κοινωνίας-πατρίδας, που του αρνήθηκε τη μονοκρατορία. Το λέμε και αυτό «πολιτική».

Η ταύτιση της πολιτικής με την εξουσία, όπως κατανοείται σήμερα, προϋποθέτει και άλλη αδιέξοδη σύγχυση: την εκδοχή της ελευθερίας ως δικαιώματος. Δεν έχω τη λαϊκή εντολή να ασκώ την πολιτική, αλλά έχω το «δικαίωμα» να διαφημίζω και να προπαγανδίζω την αποδοκιμασμένη από τον λαό πολιτική μου πρόταση. Ομως, για να λειτουργήσει ως πολιτική πρόταση η δημοκρατία, προϋποτίθεται μια αυτονόητη για όλους προϋπόθεση (conditio sine qua non): Ότι θα σέβεται και η μειοψηφία τις γνώμες-επιλογές της πλειοψηφίας.

Ο σεβασμός από τη μειοψηφία των αποφάσεων της πλειοψηφίας συνιστά το γεγονός (κατόρθωμα) της ελευθερίας. Η ελευθερία είναι γεγονός και κατόρθωμα αποδέσμευσης του ατόμου από τις απαιτήσεις των ενστίκτων, την καταδυνάστευση της ύπαρξης από τις εγωτικές ενορμήσεις. Ελευθερώνομαι από το εγώ, για να συνυπάρξω στο εμείς, στην αδέσμευτη από αναγκαιότητες σχέση-κοινωνία-συναλληλία.

Αλήθειες αυτές στοιχειώδεις, που μοιάζουν ολοκληρωτικά ξεχασμένες σήμερα. Σήμερα ζούμε στον «πολιτισμό» του «ατομικού δικαιώματος», στην απόλυτη (έμπρακτη και θεσμική) προτεραιότητα του ατόμου. Σκοπός και «νόημα» της συνύπαρξης (συλλογικότητας) είναι η κατασφάλιση των «δικαιωμάτων του ατόμου», όχι η ελευθερία των σχέσεων κοινωνίας, όχι η «πόλις», όχι η πολιτική.

Ζούμε την απώλεια του ουσιωδέστερου ανθρώπινου επιτεύγματος, αλλά δεν το αντιλαμβανόμαστε. Πώς καταφέραμε, ανυποψίαστοι, αυτή τη θανατερή απανθρωπία; Χάρη, μάλλον, στην εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνουργίας των «εντυπώσεων». Προοδευτικά, με το πέρασμα των χρόνων και την εκθαμβωτική ανάπτυξη της τεχνολογίας, έχουν δημιουργηθεί δύο επίπεδα «πραγματικότητας», ασύμπτωτα, αλλά (και τα δυο) εμπειρικά: Η πραγματικότητα της αμεσότητας των σχέσεων (συνεχώς φθίνουσα) και η τεχνητή πραγματικότητα των εντυπώσεων.

Όλοι οι άνθρωποι ζούμε συγκεκριμένες ανάγκες βιοπορισμού, ασφάλειας, δημιουργικότητας, ενημέρωσης και αντίστοιχες οδυνηρές ελλείψεις και στερήσεις άκρως οδυνηρές. Κάποιοι (σαφώς οι περισσότεροι) υφίστανται εξαθλιωτικές στερήσεις, ισόβια καταδίκη στην ένδεια, στη χαμοζωή, όμως αντλούν αυτοκαταξίωση με το να μάχονται, φανατισμένα και πεισματικά, υπερασπίζοντας ένα «πολιτικό» κόμμα, μια ποδοσφαιρική ομάδα, μια θρησκευτική ιδεοληψία.

Είναι φανερό, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ότι η ψυχολογική ανάγκη αυτοκαταξίωσης υπερτερεί του βιολογικού ενστίκτου αυτοσυντήρησης – τα τραγικά θύματα του κομματισμού ή του «φιλαθλητικού» φανατισμού είναι άνθρωποι έτοιμοι να θυσιαστούν για το «κόμμα» τους ή την «ομαδάρα» τους. Η τυφλότητα του (βολικού για την «πολιτική») φανατισμού εξυπηρετεί πολύ πιο αποτελεσματικά την ψηφοθηρία. Ζούμε την απώλεια του ουσιωδέστερου ανθρώπινου χαρίσματος – χάσαμε την ικανότητα κριτικής αποτίμησης, ιεράρχησης και αξιολόγησης προσόντων, τα μέτρα εκτίμησης της δημιουργικής ευφυΐας, μας τέρπει η απλοϊκότητα της μετριότητας ή και της μικρόνοιας. Είναι τα χειροπιαστά αποτελέσματα της πιο μακάβριας μετάλλαξης: Υποκαθιστούμε πια, σε όλα τα επίπεδα, την πραγματικότητα με τις τεχνητές εντυπώσεις.

Οι εντυπώσεις κατασκευάζονται για να υπηρετήσουν στόχους χρηστικούς, να διευκολύνουν την ψευδαίσθηση, να πείσουν για την ατομική ωφελιμότητα. Γι’ αυτό και οι κομματικές, οι εμπορικές, οι ιδεολογικές αντιμαχίες απαιτούν μόνο την έγνοια για τα διαφημιστικά «ευρήματα» που θα εντυπωσιάσουν το ανώνυμο, απρόσωπο πλήθος. Η ραδιοτηλεοπτική γλώσσα, με πρώτο στόχο τον εντυπωσιασμό, μπορεί να σαγηνέψει μάζες με πολύ χαμηλό δείκτη ευφυΐας. Χαρακτηριστικό ότι τα κόμματα, σε κοινωνίες παρακμής, αποφεύγουν να εκλέξουν αρχηγούς προσοντούχους, επιμένουν σε μετριότητες κραυγαλέας ανεπάρκειας. Δεν τους κάνει η Λιάνα Κανέλλη, προτιμούν τον Δημήτρη Κουτσούμπα, ενθουσιάζονται με τη Φώφη Γεννηματά, επιλέγουν τους «ολίγιστους», αφήνουν τους αστραφτερούς στο περιθώριο (Πάγκαλο, Χρύσανθο Λαζαρίδη, Άγγελο Συρίγο).

Δημόσια πρόσωπα έσβησαν με τον παραγκωνισμό τους, ενδεικτική η αχρήστευσή τους. Αλλά με αποτέλεσμα, να μην τολμάει κανείς να μετρήσει δείκτες ευφυΐας στη στελέχωση κυβερνήσεων και κομμάτων. Βυθιζόμαστε στη μικρόνοια, η αξιολόγηση της ανθρώπινης ποιότητας απουσιάζει ασφυκτικά.

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Στυγνή, αλλά «προοδευτική» απολυταρχία


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Την Κυριακή 20 Ιουνίου, στις 9 το βράδυ, η ΕΡΤ2, στα πλαίσια εορτασμού των διακοσίων χρόνων από την εξέγερση των Ελλήνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, παρουσίασε μιαν εκπομπή με τίτλο: «Γιατί το 21; Δώδεκα ερωτήματα». Μετά την παρακολούθησή της, ο έστω και στοιχειωδώς μελετημένος τηλεθεατής θα την τιτλοφορούσε ακριβέστερα:

«1821 – ο θρίαμβος των ξένων πρεσβειών», ή «Σύγχρονη Ελλάδα – ένα τυπικό προϊόν της αποικιοκρατίας» ή «Πώς εξαγοράζεται στον Τρίτο Κόσμο ανεπαισθήτως η ιστοριογραφία».

Βέβαια, μια επιφυλλίδα δεν είναι ο χώρος όπου μπορεί να συμπυκνωθεί η αναίρεση μιας τόσο καλοστημένης, χρυσοπληρωμένης κιβδηλίας. Το μόνο που μπορεί να πετύχει η επιφυλλίδα (με ελάχιστες τις πιθανότητες ευστοχίας), είναι να ενθαρρύνει το ερευνητικό ενδιαφέρον των ολίγιστων που γρηγορούν και ακόμα οδυνώνται για το εμπόριο της εξαπάτησης.

Αλλά και η «ενθάρρυνση» της τιμιότητας στη σπουδή της Ιστορίας είναι μάλλον ουτοπικό σύνδρομο αφέλειας – η πολιτική «γραμμή», στην οποία πειθαρχούσε αυστηρά η εκπομπή της ΕΡΤ, δεν άφηνε περιθώρια να ξεμυτίσει ερευνητικό ενδιαφέρον, να τεθούν ερωτήματα. Παρέθετε, με κομπασμό αυθεντίας το κρατικό (δημόσιο υποτίθεται) κανάλι, την ισοπεδωτική προπαγάνδα των «προοδευτικών δυνάμεων», της χώρας, την κυρίαρχη πια ιδεολογία που εμπεδώνεται με τα σχολικά βιβλία και την πλημμυρίδα εξαγορασμένων ραδιοτηλεοπτικών μέσων.

Προϋπέθετε η εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης, σαν στόχο της εξέγερσης των Ελλήνων το 1821, την κοινή και ομόθυμη βούλησή τους να γίνει ο Ελληνισμός (όσος οι Ευρωπαίοι θα επέτρεπαν να αποσπασθεί από τους Τούρκους) ένα «μοδέρνο» έθνος-κράτος νεωτερικού ευρωπαϊκού τύπου. Ούτε οράματα «να πάρουμε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά» ούτε απηχήματα, έστω αμυδρά, της άλλοτε πολυεθνικής και πολυφυλετικής αυτοκρατορίας που έσωζε τη συνείδηση των στόχων πόλεως – εκκλησίας του δήμου ή των πιστών. Δηλαδή έναν άλλο πολιτισμό, κοινωνιοκεντρικό στους αντίποδες του βαρβαρικού ατομοκεντρισμού.

Η εκπομπή αποσιωπούσε, προκλητικά, «χωρίς αιδώ ή λύπην», το πώς κατανοούσαν τον ελεύθερο Ελληνισμό ο Κολοκοτρώνης και ο Μακρυγιάννης, ο Σολωμός και ο Παπαδιαμάντης, ο Καβάφης και ο Σεφέρης, ο Παπαλουκάς, ο Κων. Καραβίδας, ο Πικιώνης, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης, ο Μάνος Χατζιδάκις. Ας επαναληφθεί εδώ, έστω για μυριοστή φορά, ότι ο Ελληνισμός είναι εξ ορισμού κοσμοπολίτης, αφορά στην πανανθρώπινη κλίμακα, δεν μπορεί να έχει ούτε την ελάχιστη σχέση με τον θρησκευτικό εθνοφυλετισμό των Εβραίων ούτε με την αξίωση βιολογικής υπεροχής των γερμανικών φύλων – Φράγκων και Αγγλοσαξόνων.

Ακόμα και ως διαφορά πολιτισμού (τρόπου ύπαρξης και συνύπαρξης) η ελληνικότητα δεν προσφέρει ερείσματα για να χαρακτηριστεί επιθετική ή υπεροπτική – χαρακτηριστικό της ελληνικότητας ήταν πάντοτε η ετοιμότητα να προσλάβει και αφομοιώσει καινούργια στοιχεία θετικού εμπλουτισμού της από οπουδήποτε. Να αφομοιώσει το καινούργιο, όχι να υποταχθεί στο φανταχτερό.

Αποφασιστική ήταν η συνάντηση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό, η εκπληκτική αμοιβαία ετοιμότητα γι’ αυτή τη συνάντηση. Οι Έλληνες προσέλαβαν τον Χριστιανισμό συνεχίζοντας οργανικά τον τρόπο της αλήθειας, που ήταν όχι η ατομική κατανόηση, αλλά η μετοχή στο «κοινόν άθλημα αληθείας»: στην εκκλησία του δήμου ή των πιστών. Το κίνητρο της Επανάστασης του 1821: «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία», η εκπομπή της ΕΡΤ ούτε καν το ανέφερε, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν το καταλάβαινε η «παρέα» που την οργάνωσε. Αγνοούσαν, ολοφάνερα και ομολογημένα, οι περιώνυμοι συντελεστές της εκπομπής, πως όταν οι Έλληνες έλεγαν «πίστη», εννοούσαν «εμπιστοσύνη» δοκιμασμένη μέσα στους αιώνες, όχι «πεποιθήσεις» ατομικών προτιμήσεων. Όταν έλεγαν «πατρίδα», αναφέρονταν σε γη πανάρχαιων προγόνων, με βωμούς και ιερά, όχι συμπτωματικό «τόπο γεννήσεως». Και όταν έλεγαν «ελευθερία», εννοούσαν σέβας και κατασφάλιση της ανυπέρβλητης γλώσσας τους, της «πόλεως» ή «αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας» – την ελευθερία ως άθλημα αυθυπέρβασης, όχι σαν «δικαίωμα» να λανσάρει ο καθείς το καπρίτσιο του.

Η ζημιά που έχει γίνει στην ελληνώνυμη συλλογικότητα της ντροπής σήμερα, είναι σαφέστατα ανεπανόρθωτη – κατάληξη που μόνο θλίψη και αηδία γεννάει. Και επειδή η αδιάντροπη θρασύτητα, πάντοτε, υπερ-αναπληρώνει (Overcompensation ο ψυχολογικός όρος) την κραυγαλέα συλλογική χρεοκοπία, συνεχίζει να ισχύει σαν ευχή – προσδοκία η ρήση Κωνσταντίνου Καραμανλή: «Να γίνουμε Ευρωπαίοι, για να γίνουμε επιτέλους άνθρωποι»! Με αυτή τη λογική της ανιστόρητης και τυφλής ξιπασιάς, αναθέτουμε την ευθύνη πανηγυρισμού δύο αιώνων προδοτικού εξευτελισμού μας από τους «συμμάχους» μας, στη συγγραφέα βιβλίου που τιτλοφορείται «Γιάννα».

Η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη υποχρέωσε τον κάθε Έλληνα να παραδεχθεί ότι και η λεγόμενη «φιλελεύθερη» πολιτική παράταξη στην Ελλάδα δεν πιστεύει σε τίποτα, στοχεύει αποκλειστικά στις εντυπώσεις. Ωμός «νεορεαλισμός», απερίσκεπτος μηδενισμός, ακριβώς όπως και στην «Αριστερά» του εξηλιθιωτικού ατομοκεντρισμού και της ξιπασμένης «προόδου».

Όποιος αμφιβάλλει, ας ξαναδεί την εκπομπή: «Γιατί 21»;



* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Αποκλείει η πολιτική την αξιοπρέπεια;

Ο πολιτισμός μας σήμερα, γέννημα της Δυτικής Ευρώπης και παγκοσμιοποιημένος πια, θεμελιώνεται στην προτεραιότητα των ατομικών επιλογών, όχι στην προτεραιότητα των σχέσεων κοινωνίας.

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Ο πολιτισμός μας (τρόπος του βίου) σήμερα, γέννημα της Δυτικής Ευρώπης και παγκοσμιοποιημένος πια, θεμελιώνεται στην προτεραιότητα των ατομικών επιλογών, όχι στην προτεραιότητα των σχέσεων κοινωνίας.

Η φράση αυτή αρκεί για να εγκαταλείψει η πλειονότητα των αναγνωστών την ανάγνωση της επιφυλλίδας. Θα συνοδεύει την εγκατάλειψη κάποιος μορφασμός ή και ο ψίθυρος: «φιλοσοφίες»! – λέξη, που στην περίπτωση αυτή σημαίνει: φλυαρίες νοηματικών αναλύσεων, άχρηστη ενασχόληση της σκέψης με διασαφηνίσεις δίχως χρηστικό (ωφέλιμο) αποτέλεσμα.

Δεν έχουμε βοήθεια σήμερα, ούτε καν πρόκληση να αντιληφθούμε ότι η επιλογή είναι ενέργημα που προϋποθέτει μόνο την ατομική, νοητική και βουλητική, ικανότητα – αποφασίζεται και ενεργείται από το άτομο: τη νόηση, βούληση, ενστικτώδη επιθυμία του ατόμου. Τον ανεμπόδιστο, άσχετο, εγωτικό χαρακτήρα της επιλογής τον χαρακτηρίζουμε σήμερα «ελευθερία». Ο τρόπος του συλλογικού μας βίου (ο «πολιτισμός» μας) υπηρετεί, πριν από κάθε τι άλλο, την απεριόριστη δυνατότητα ατομικών επιλογών, την κατασφαλίζει ως «δικαίωμα» – και αυτό το λέμε «ελευθερία»: Να μπορώ να διαλέγω τις επαγγελματικές μου δραστηριότητες, την ιδεολογία και το κόμμα που με γοητεύει, τις ηθικές μου προτιμήσεις, τις μεταφυσικές μου παραδοχές – ό,τι προκρίνει η επιθυμία μου και καταξιώνει η λογική μου.

Η εμπειρία των γενεών, από καταβολής του ανθρώπινου είδους, μάλλον βεβαίωνε ότι η κάθε ατομική θέληση λειτουργεί με αυτονομία και χωρίς περιορισμούς, είναι ένα «ξέφραγο αμπέλι» ορμών, επιθυμιών, ορέξεων. Επομένως, η συνύπαρξη των ανθρώπων, αναγκαία και κοινά επιθυμητή για λόγους κυρίως χρηστικούς, γινόταν αδύνατη, χωρίς αμοιβαίες παραιτήσεις από συγκρουόμενες επιθυμίες. Για να συνυπάρξουμε οι άνθρωποι, έχουμε ανάγκες διαιτησίας, συμβάσεων, οριοθετήσεων τουλάχιστον της συμπεριφοράς. Έτσι ώστε να κοινωνηθεί η ανάγκη, να γίνεται η συνύπαρξη σχέση. Γεννήθηκαν λοιπόν οι συμβάσεις, οι νομοθεσίες, τα συστήματα (θεσμοί) Δικαίου, οι ποινές, τα «σωφρονιστήρια», η κωδικοποίηση της Ηθικής. Εξαίρεση, σε αυτή την πανανθρώπινη απαίτηση κωδικής χρησιμοθηρίας, ήταν οι Ελληνες: ο μόνος λαός που κατάλαβε και προσέλαβε τις σχέσεις, όχι σαν οριοθέτηση (περι-ορισμό) της εγωτικής αυθαιρεσίας, αλλά ως θελημένο και επιδιωκόμενο τρόπο («τάξη») αρμονικής («λογικής») συνύπαρξης. Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία οι νόμοι – κανόνες της οργανωμένης συμβίωσης απέβλεψαν στην πραγματοποίηση όχι του χρησίμου, αλλά του αληθούς. Αληθινό για τους Ελληνες δεν είναι το ακριβές, αυτό που ορίζεται από κάποια αυθεντία ή με σύμβαση ως ορθό, γνήσιο, πρέπον. Αληθινό είναι «το κοινή πάσι φαινόμενον», αυτό που όλοι εμπειρικά γνωρίζουν και αναγνωρίζουν την υπαρκτική του ταυτότητα. Οι Ελληνες ήταν ο μόνος λαός που κατάλαβε το γεγονός της σχέσης, όχι σαν οριοθέτηση της εγωτικής αυθαιρεσίας με προκαθορισμένους και συντονισμένους φραγμούς, αλλά ως τον «τρόπον της του παντός διοικήσεως» (Ηράκλειτος), τρόπο σοφής αρμονίας και τάξης, που καθιστά το σύμπαν «κόσμον» – κόσμημα θαυμαστό. Και το κάλλος (ο τρόπος της συμπαντικής αρμονίας και τάξης) δεν μεταβάλλεται, δεν φθείρεται, δεν πεθαίνει – δηλαδή «αληθεύει», είναι η «κατ’ αλήθειαν» ύπαρξη.

Η ελληνική μοναδικότητα μέσα στην ιστορία σαρκώνεται σε τρόπο βίου: νοηματοδότησης του βίου και θεσμών λειτουργίας του βίου. Δεν έχει να κάνει με συναισθηματισμούς και φολκλορικές γραφικότητες. Αυτή η συνείδηση της ελληνικότητας αποδείχθηκε, για δύο αιώνες τώρα, δυσεπίτευκτος στόχος, ακατόρθωτος, δυσεκπλήρωτος – η πολιτική αφελληνισμού των Ελλήνων ασκήθηκε με όλη την απανθρωπία που χαρακτηρίζει τη Δύση στις επιδιώξεις της. Κορυφαίο επίτευγμα αυτής της πολιτικής, ισοδύναμο (σε «άλλο» πεδίο) με τη Μικρασιατική Καταστροφή, είναι η συναίνεση των Ελλαδιτών για την ιστορική τους εξαφάνιση, διά στόματος Κωνσταντίνου Καραμανλή λέγοντος: «Να γίνουμε Ευρωπαίοι, για να γίνουμε επιτέλους άνθρωποι».

Σαράντα επτά χρόνια μετά την απαλλαγή από τη μικρονοϊκή Δικτατορία των Συνταγματαρχών, μια μερίδα της (ακόμα ή περίπου) ελληνόφωνης ελλαδικής κοινωνίας ξέρει πια να αναγνωρίζει, πόσοι και ποιοι υπουργοί κάθε κυβέρνησης εξυπηρετούν ξένα συμφέροντα. Ποιοι πανάσχετοι με την εκπαιδευτική λειτουργία της κοινωνίας και τον σχεδιασμό των προοπτικών του κράτους αναλαμβάνουν να υπουργήσουν την Παιδεία, να καθορίσουν την ποιότητα του μέλλοντος των Ελλήνων. Γιατί κάθε κυβέρνηση από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 έως και τον ΣΥΡΙΖΑ διεκπεραιώνει την ακόρεστη βουλιμία «συμμάχων» μας για «στρατιωτικές βάσεις» στην Ελλάδα – στη Σούδα της Κρήτης, στη Λάρισα, στον Βόλο, στην Αλεξανδρούπολη, στο Ακτιο. Και το ακραία προκλητικό: Αυτή η εκούσια (ερήμην της λαϊκής βούλησης) ειλωτεία προσφέρεται χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα εγγύησης της ακεραιότητας και ασφάλειας του χερσαίου, θαλάσσιου και εναέριου ελληνικού χώρου. Σύμμαχοι οι Ελληνες της Entente στον Α΄ Παγκόσμιο και οι Τούρκοι αντίπαλοί της, όμως βγήκαμε εμείς με χαμένη τη Μικρασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη – στο περιθώριο, οριστικά, της Ιστορίας. Ιδια ακριβώς επανάληψη και στον Β΄ Παγκόσμιο: σύμμαχοι εμείς των νικητών, «ουδέτεροι» οι Τούρκοι, όμως βγήκαμε με χαμένη τη μισή Κύπρο, τη Βόρεια Ηπειρο, τη Βόρεια Μακεδονία.

Η πολιτική στην Ελλάδα, παρά τις εξαιρέσεις, αποκλείει την αξιοπρέπεια.

______________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Τουρισμός, η αυτοκαταδίκη μας

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Κάποτε οι Ελληνες, «αεί παίδες», είχαμε θυμώσει πολύ που, με εντολή των Βρυξελλών, χιλιάδες ελαιόδεντρα (εφιαλτικός αριθμός) ξεριζώνονταν από την ελληνική γη. Οι Ευρωπαίοι, συνδιαχειριστές και συγκυρίαρχοι πια της γης μας, εξηγούσαν ότι πρόκειται για «συντονισμό» και «προγραμματισμό» της παραγωγής του ελαιόλαδου στην Ε.Ε. Δεν μας ήρθαν ποτέ πληροφορίες ή εικόνες από ανάλογες μανιασμένες δενδροκτονίες σε άλλες, μεσογειακές χώρες-μέλη της Ε.Ε.

Ανάλογο έγκλημα υποστήκαμε με τη, διατεταγμένη και πάλι, καταστροφή των ψαροκάικων στις ελληνικές θάλασσες. Σπάνιας ομορφιάς και δεμένα με τη ζωή μας των Ελλήνων ξύλινα σκαριά, κόπηκαν κομμάτια, για να ικανοποιηθεί ο «σχεδιασμός» της μεσογειακής αλιείας από τους μανδαρίνους των Βρυξελλών.

Από τότε κιόλας (πόσα χρόνια τώρα;), με την τραγωδία της ελιάς και του ψαροκάικου, άρχισε να κυκλοφορεί, σαν μουλλωχτή αγανάκτηση στο μυαλό και στη γλώσσα των Ελλήνων, η «διάγνωση»: «Μας δέχθηκαν στην Ε.Ε. μόνο για γκαρσόνια και λακέδες των διακοπών τους: Να σηκώνουμε τις βαλίτσες τους, να τους σερβίρουμε τα διεθνή φαγητά και ποτά τους, να τους χορεύουμε ολίγο “συρτάκι” για την πλήξη τους». Και η διάγνωση επαληθεύεται, σήμερα πια, προκλητικά.

Η πιο οδυνηρή πρόκληση είναι (με απολύτως δική μας ευθύνη) ότι ο πολυδιαφημιζόμενος σαν πολύφερνος τουρισμός αποφέρει μάλλον ασήμαντα ή μηδενικά οφέλη για την Ελλάδα: Η συντριπτική πλειονότητα του έμμισθου προσωπικού των ξενοδοχείων είναι αλλοδαποί. Ο εφοδιασμός τους σε τρόφιμα και χρειώδη, εισάγεται. Ακόμα και τα μικρά, στρογγυλά ψωμάκια για το πρωινό έρχονται, κατεψυγμένη ζύμη, από την Κίνα! Το ίδιο και οι πολυδιαφημιζόμενες «ελληνικές σπεσιαλιτέ» – ναι, ο περιώνυμος «ελληνικός» μουσακάς φτάνει, στα προσφιλέστερα από τους τουρίστες νησιά, με πτήσεις από την Κίνα!

Οι μικρομαγαζάτορες τουριστικών ειδών, σε φημισμένο για το πλήθος των επισκεπτών του νησί, επιχείρησαν κάποτε στατιστική καταγραφή της αγοραστικής συμπεριφοράς των αλλοδαπών: Οι μετρήσεις κατέδειξαν ότι τα χρήματα που ξοδεύει ο τουρίστας για να ψωνίσει ενθύμια – δωράκια από την Ελλάδα, είναι, κατά μέσον όρο, 12 ευρώ! Οπότε, αυτονόητα, το ασήμαντο κέρδος τους οι μικρομαγαζάτορες το αναζήτησαν στη φτηνιάρικη και ακαλαίσθητη μαζική παραγωγή ευτέλειας από την ασιατική φτώχεια, που τροφοδοτεί και τους τουρίστες σε Ρώμη, Παρίσι, Λονδίνο – όπου της γης ενεσκήπτει σαν λοιμική ο «βιομηχανοποιημένος τουρισμός».

Το μοιραία μεταπρατικό, δηλαδή καταθλιπτικά εθελόδουλο ελληνώνυμο κρατίδιο, δεν είχε (δεν θέλησε να έχει) ενεργό αντίσταση στον «απόλυτο προορισμό» (praedestinatio) που του καθόρισε η Δύση. Νομίσαμε ότι ο «τουρισμός» ήταν η μαγική λύση εύκολου πλουτισμού μας. Μας χαρίστηκε μια χώρα προνομιακής φυσικής ομορφιάς, απίστευτο δώρο. Και η «ιθύνουσα τάξη» στο ευρωλιγούρικο Ελλαδιστάν ανάθεσε στον λαό – υποτακτικούς της τον ρόλο του προαγωγού, μαστροπού, έμπορα σωμάτων και ψυχών. Να πουληθεί κάθε κληροδοτημένη αρχοντιά στον υπόκοσμο των εργολάβων της «ανάπτυξης»: Να καταστρέψει η πολυκατοικία τη λειτουργία της οικογένειας και της γειτονιάς, να έχει προτεραιότητα η ατομική ευκολία και όχι οι σχέσεις κοινωνίας, όχι η λογική και πανάρχαιη αυτοδιαχείριση των κοινοτήτων.

Το σχολείο απαίτησαν να γίνει χρηστικό, η γνώση «εφόδιο», η άμιλλα και η αριστεία κίνδυνος για την ισοπεδωτική ομοιοτροπία, για τον κρετινισμό της χρησιμοθηρικής φροντιστηριοποίησης της παιδείας. Το γεγονός ότι το βασικότερο εθνικό μας εισόδημα έγινε ο τουρισμός, βεβαιώνει την κρίσιμη επιλογή μας να είμαστε ένας λαός που επέλεξε για βιοπορισμό τη μαστροπεία, το αυτοξεπούλημα, όχι τη δημιουργική ετερότητα. Με αποτέλεσμα (ένα, ανάμεσα σε αναρίθμητα άλλα): ο σημερινός Έλληνας να ντρέπεται που είναι Έλληνας, ενώ ο Τούρκος να είναι περήφανος που είναι Τούρκος. Είναι θαυμαστή η μεθοδικότητα που εξαφάνισε («ανεπαισθήτως») την ελληνικότητα ως ζωντανή και ενεργό πρόταση πολιτισμού: Καταλύθηκε, μέσα σε μια βραδιά, από μια χούφτα απαίδευτους υπανθρώπους (θα επέμενα στον χαρακτηρισμό) η συνέχεια της ζωής μιας γλώσσας που λειτούργησε τρεις χιλιάδες χρόνια, ως πανανθρώπινο κλέος και καύχημα. Είχε προηγηθεί η μεθοδική εξαφάνιση της αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας στη δήθεν «ελεύθερη» Ελλάδα. Και ακόμα πιο πριν, ο ριζικός εκπροτεσταντισμός της Εκκλησίας σε Μωριά, Ρούμελη και νησιά, με τον μετασχηματισμό της σε «επικρατούσα (κρατική) θρησκεία»!

Αυτές οι τρεις εγγυήσεις αφελληνισμού των Ελλήνων τηρήθηκαν και τηρούνται με θρησκευτική ευλάβεια, επί σαράντα χρόνια τώρα (τουλάχιστον). Η διαδικασία του αφελληνισμού δεν είναι δύσκολη, έχει την ακαταμάχητη δυναμική του πρωτείου της κατανόησης, της γνώσης ως ατομικά κατεχόμενης βεβαιότητας. Δύσκολη (απροκαθόριστη) είναι η γνώση που γεννιέται «ανεπαισθήτως» από την εμπειρία, όπως γεννιέται η ζωή από ένα ελάχιστο σπέρμα θαμμένο στο χώμα. «Ως εάν άνθρωπος βάλη τον σπόρον επί της γης, και καθεύδη και εγείρητε, νύχτα και ημέραν, και ο σπόρος βλαστάνη και μηκύνηται ως ουκ οίδεν αυτός, αυτομάτη γαρ η γη καρποφορεί» (Μάρκ. 4, 26-29).

Αν υπάρξει ποτέ αναβίωση του Ελληνισμού, θα προκύψει, όχι με κηρύγματα, προπαγάνδα, σπουδή της γλώσσας, μίμηση θεσμών του παρελθόντος – τίποτε από αυτά. Θα γεννηθεί και πάλι η ελληνική ετερότητα, μόνο και αν καταστεί κοινή ανάγκη. Γι’ αυτό και η διαπίστωση δεν συνιστά πρόβλεψη ή αναμενόμενη νομοτέλεια. Όλα τα πολύτιμα γεννιώνται (το είπαμε), όπως το φυτό από τον σπόρο. Και στη λεγόμενη, ακόμα, Ελλάδα σήμερα, σπέρνονται μόνο ζιζάνια, όχι σπόροι. Παντού.

___________________________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Δύο αιώνες αποδόμησης


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

 Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μιλάει στον λαό του για «γαλάζια πατρίδα». Και εννοεί το Αιγαίο. Θέλει ο Ερντογάν, κάθε πολίτης Τούρκος όταν λέει «Αιγαίο», να το εννοεί τουρκικό. Αν οι σημερινοί Τούρκοι πιστέψουν σαν «γαλάζια πατρίδα Τουρκία» το μισό Αιγαίο, τα παιδιά τους ή, το πολύ, τα εγγόνια τους θα το έχουν ολόκληρο δικό τους. Στην Ελλάδα πιστεύουμε, και το προπαγανδίζουμε μέρα-νύχτα, ότι οι «πατρίδες» είναι τελειωμένη ιστορία, όπως είναι και οι επιχώριες γλώσσες γραφικό φολκλόρ. «Πατρίδες» είναι πια οι πολυεθνικές εταιρείες, για τις οποίες άμεσα ή έμμεσα εργαζόμαστε, αυτές που μας συντηρούν με δάνεια σαν προσχηματικό «κράτος» και ορίζουν τους υπουργούς-κλειδιά σε κάθε κυβέρνησή μας δήθεν από τον λαό εκλεγμένη. Συντηρούνται στις «πατρίδες» μας και οι επιφάσεις του «σχολείου» και του «πανεπιστημίου», μόνο για να ποδηγετείται με προσχήματα ο αναγκαίος «καταμερισμός της εργασίας».

Σνομπάρουμε, λοιπόν, τις αναχρονιστικές, παλιομοδίτικες κορώνες του Ερντογάν για «γαλάζια πατρίδα» και ξεπουλάμε, με ξέφρενη μανία, την αιγαιοπελαγίτικη αρχοντική ομορφιά αιώνων στη διεθνοποιημένη «μπίζνα» της «τουριστικής αξιοποίησης». Όλο και περισσότερο, οι ιδιοκτησίες των απρόσωπων ξενοδοχειακών συγκροτημάτων είναι ξένες και άσχετες με την ντόπια ή την ευρύτερη ελλαδική κοινωνία. Το προσωπικό τους στρατολογημένο από τη διεθνή αγορά εργασίας. Αποκλειστική γλώσσα συνεννόησης, τα αγγλικά. Το φαγητό που σερβίρεται στα μεγάλα ξενοδοχεία (και όχι μόνο) των «ελληνικών» νησιών, είναι εισαγόμενο, «σε βαθειά κατάψυξη», από την Κίνα – κινέζικος ο «ελληνικότατος» μουσακάς, μαζί και το διεθνοποιημένο στρογγυλό άσπρο ψωμάκι.

Τούρκοι και Έλληνες, σαρκώσαμε ιστορικούς ρόλους παράλληλους και εναλλακτικούς – δοκιμάστηκε η συλλογική του κάθε λαού ποιότητα, και είναι μάλλον φανερή η διαφοροποιημένη ιστορική μας κατάληξη. Οι Έλληνες φθίνουμε δημογραφικά με ρυθμούς ακατάσχετους – οι Τούρκοι είναι ογδόντα σφριγηλά εκατομμύρια, με το 50% του πληθυσμού κάτω των 25 ετών. Οι Έλληνες έχουμε χρεοκοπήσει ανεπανόρθωτα στο πεδίο της Οικονομίας, κάθε στοιχείο κοινωνικής περιουσίας είναι ταπεινωτικά ξεπουλημένο ή εξευτελιστικά υποθηκευμένο – οι Τούρκοι έχουν αξιοποιημένες στο έπακρο πηγές φυσικού πλούτου και ζηλευτούς μηχανισμούς παραγωγής, αποκλείοντας οι περιστασιακές κρίσεις να γίνονται μόνιμες.

Αν παρακάμψουμε την καταφανή υπεροχή σε εξοπλισμούς και σε διπλωματική αγερωχία, φτάνουμε στην κρισιμότερη διαφορά των Τούρκων από τους Έλληνες σήμερα: Ό,τι ο κάθε Τούρκος, ανεξάρτητα από το επίπεδο καλλιέργειας και ευμάρειας, είναι περήφανος που είναι Τούρκος – ενώ ο Έλληνας, το αντίθετο: ντρέπεται που είναι Έλληνας. Οι Τούρκοι παρά την περιπέτεια του Κεμαλισμού (του μιμητισμού που φάνταζε «εκσυγχρονισμός»), δεν αφέθηκαν ποτέ να αλλοτριωθούν σε μετα-αποικιακή της Δύσης κοινωνία. Όπως άλλοτε ο Ελληνισμός της Αιγύπτου, των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών ή των μεγάλων αστικών κέντρων της Ευρώπης έζησε και μεγαλούργησε εξευρωπαϊσμένος αλλά όχι αφελληνισμένος, το περίπου ανάλογο πέτυχε και ο Κεμαλισμός στη μετα-οθωμανική Τουρκία.

Ο Κεμαλισμός έδυσε φυσιολογικά και σχεδόν αθόρυβα, για να επανέλθει, μάλλον αυτοματικά, δηλαδή αυτονόητα, η απόλυτη κυριαρχία του Ισλάμ: μαντίλα στους δρόμους, προσευχητικές εκφωνήσεις δημόσιες από τον μιναρέ, οι άνθρωποι της εξουσίας σε συχνή επίδειξη ευσεβούς γονυκλισίας στα τζαμιά, χριστιανικοί ναοί, κορυφώματα αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής μεγαλουργίας, να μεταποιούνται σε τεμένη ισλαμικά για χρήση της θρησκοληψίας.

Η Τουρκία έχει τον «αέρα» και τη συμπεριφορά (επομένως και τη γλώσσα) περιφερειακής Υπερδύναμης. Ψάχνει, όπου αυτή θέλει, σε όποιες θάλασσες αυτή προτιμάει, για φυσικό αέριο ή πετρέλαιο, σιωπώντας αφ’ υψηλού όταν οι Διεθνείς Οργανισμοί χαϊδευτικά τη «μαλώνουν». Δηλώνει απερίφραστα ότι το Διεθνές Δίκαιο το καθορίζει αυτή, όπως τη βολεύει και όποια αντίρρηση τη δυσαρεστεί, απειλεί να τη θεωρήσει casus belli. Μέσα σε μια γενιά, υποδούλωσε, με πολεμική εισβολή, τη μισή Κύπρο, απέσπασε κρίσιμη εδαφική έκταση από τη Συρία, εγκαταστάθηκε «φιλικά» στη Λιβύη, με «ευσεβή» κριτήρια προστασίας του Ισλάμ ποδηγετεί την εξωτερική πολιτική κρατών ισλαμικής πλειονότητας πληθυσμού στα Βαλκάνια.

Το 1821, ξαφνιάστηκαν οι «Μεγάλες Δυνάμεις» της Ευρώπης με την ιστορική επαναβίωση του Ελληνισμού. Πρώτη αντίδρασή τους ήταν η οργή, η αποδοκιμασία του ξεσηκωμού. Δεύτερο στάδιο, ο αναγκαστός συμβιβασμός, θωρακισμένος με ακαταγώνιστη πανουργία: Ναι, να ξαναϋπάρξει οργανωμένη ελληνική συλλογικότητα, αλλά δεσμευμένη στο θεσμικό καλούπι του δυτικού-νεωτερικού «έθνους-κράτους»: Σχήματος θεμελιωμένου σε νομική σύμβαση, όχι σε λειτουργική ομοείδεια (πολιτισμό) – με αλλοδαπό («βαρβαρικό») βασιλέα και απόλυτη εξάρτηση (οικονομική, διοικητικών και εκπαιδευτικών θεσμών) από τη Δύση. Να αποκλειστεί στεγανά κάθε παραμικρό ενδεχόμενο να ξαναπάρουν οι Ελληνες τη διαδοχή της «κατά την Ανατολήν» αυτοκρατορίας των Ρωμιών («Ορθοδόξων»), να ζωντανέψει ο εφιάλτης των Δυτικών: το «Βυζάντιο».

Ο σχεδιασμός πέτυχε: πουλώντας συνεχώς τους Έλληνες η Δύση «χαλιναγωγεί» τους Τούρκους. Ταυτόχρονα, αποδομεί μεθοδικά τις προϋποθέσεις ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού: Έχουν ανεπίστροφα τελειώσει οι αυτοδιαχειριζόμενες «κοινότητες» των Ελλήνων. Προδιαγεγραμμένα έχει τελειώσει η γλώσσα (χάρη στο μονοτονικό). Εξέλιπε οριστικά το λαϊκό ήθος «σώματος» εκκλησιαστικού.

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα. 

Κάνε δική σου, αναγνώστη, την κραυγή


«Έλληνες αεί παίδες» – είναι το κουσούρι που μας συνοδεύει σε τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια Ιστορίας. Μετράμε και δεν λογαριάζουμε: Μέσα σε μια μόνο γενιά, πόση προδοσία εισπράξαμε οι σημερινοί Έλληνες από «συμμάχους» μας, πόση ανατριχιαστική αδικία...

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Ας μην παριστάνουμε τους αφελείς: Όταν οι Τούρκοι μιλάνε για «γαλάζια πατρίδα», απαιτούν να μοιραστούμε μαζί τους το Αιγαίο. Πήραν την άδεια, το 1922, να ξεκληρίσουν τον Ελληνισμό της Μικρασίας, του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης – βρωμοδουλειά, προκειμένου να εξαλειφθεί, ανεπίστρεπτα, ο εφιάλτης των Δυτικοευρωπαίων («συμμάχων» του Ελληνισμού!): το χλευαστικώς λεγόμενο «Βυζάντιο».

Πνίγηκε στο αίμα η Ιωνία, παραδόθηκε στον ισλαμικό πρωτογονισμό η μήτρα των ελληνικών καταβολών της ανθρώπινης Φιλοσοφίας, Τέχνης, Θεάτρου, Πολιτικής, για να εξαλειφθεί κάθε ενδεχόμενο ιστορικής επιβίωσης του μισητού στη Δύση αυτοκρατορικού Ελληνισμού. Εξασφάλισαν οι Δυτικοευρωπαίοι την άφιξη και μόνιμη εγκατάσταση των Τούρκων στην ανατολική όχθη του Αιγαίου – αντικρίζουν το Αιγαίο οι Τούρκοι, δεν τους ανήκει. Με τη μακάβρια (για τις ευρωπαϊκές της επιπτώσεις) Συνθήκη της Λωζάννης, τους παραχωρήθηκαν, ως κατευναστικό, η Ιμβρος και η Τένεδος, με την υποχρέωση να αντιπαρέχουν αυτοδιοίκηση στον γηγενή εκεί ελληνικό πληθυσμό. Ανάλογη υποχρέωση είχαν αναλάβει και για την πλήθουσα ελληνική κοινωνία της Κωνσταντινούπολης. Στα χαρτιά.

Οι Τούρκοι δεν ξέρουν να σέβονται διεθνείς συνθήκες, να τηρούν διεθνείς δεσμεύσεις, συμφωνημένο ορθολογισμό συμπεριφοράς. Προέχει πανίσχυρος ο πρωτογονισμός της θρησκευτικής, κατά προέκταση και της πολιτικής ειδωλοποιίας: ο θρησκευτικός και ο πολιτικός ηγέτης είναι τα είδωλα της μάζας. Ο Κεμαλισμός αποδείχθηκε βραχύβια παρένθεση εξευρωπαϊσμού, και η επανάκαμψη (ραγδαία και θριαμβική) της θρησκοληψίας θωράκισε το τουρκικό, ιστορικό «παράδοξο». Ποιο «παράδοξο»; Ακόμα και μια απλοϊκή θρησκεία χωρίς μεταφυσική, όταν σώζει τη νοο-τροπία ενός αυτοκρατορικού παρελθόντος, πετυχαίνει να λειτουργεί στη διεθνή σκακιέρα σαν υπερδύναμη. Όποιος δεν το αντιλαμβάνεται ως αυτονόητο, ας μην το ψάχνει, είναι μάταιο.

Να το ξαναπούμε: Η παρένθεση του Κεμαλισμού έδειξε, πόσο εύθραυστη (άχρηστη) φιοριτούρα ήταν για τους Τούρκους ο «εξευρωπαϊσμός» τους. Τώρα, μπορούν πια να μιλάνε απερίφραστα – όχι με προσχήματα ή εκφοβιστικές απειλές. Είναι γι' αυτούς η ώρα της μεγάλης ευκαιρίας, την ετοίμαζαν χρόνια: Μπορούν πια να προκαλούν ή να εκβιάζουν άνετα τις ΗΠΑ, τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις, τη Ρωσία. Κρατάνε εξαρτημένους τους παράγοντες διαμόρφωσης των διεθνών συσχετισμών ισχύος.

Πώς απαντάει η Ελλάδα, πώς αμύνεται; Ο τουρκικός πολεμικός στόλος οργανώνει θεαματικές επιδείξεις υπεροπλίας στην καρδιά του Αιγαίου και στο ελληνικό Κοινοβούλιο η «ηγεσία» της χώρας μαλλιοτραβιέται σε σκυλοκαβγά, για τα ποσοστά της εύνοιας, που κάθε κυβέρνηση χαρίζει στις κτηνωδέστερες εκφάνσεις σεξουαλικών διαστροφών. Ανοίξτε ένα, οποιοδήποτε ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι, για δέκα λεπτά: Θα καταλάβετε, γιατί η ελλαδική κοινωνία έχει μετρημένες τις μέρες της, λειτουργεί σε επίπεδο υπανθρώπων και υποκόσμου, παραιτημένη ακόμα και από το τι σημαίνει «ανθρωπιά του ανθρώπου», αξιοπρέπεια, ευπρέπεια, αυτοσεβασμός. Στη βιτρίνα της.

Δεν είναι δυνατό, ούτε λογικά ούτε ιστορικά – πραγματιστικά εφικτό, να επιβιώσει ένα κράτος, όταν εξαρτά την ύπαρξή του και τη συνέχειά του από τη στήριξη που ελπίζει να του προσφέρουν οι σύμμαχοί του. Και μάλιστα, όταν αυτοί οι «σύμμαχοι» είναι εξίσου (ή και επιδεικτικά εγγύτεροι) σύμμαχοι με τον εχθρό, τον επίβουλο της ιστορικής μας ύπαρξης και συνέχειας. Είναι περίπου κωμικό ή και μικρονοϊκά αφελές, να ελπίζει η σημερινή Ελλάδα ότι θα βρει το δίκιο της (προστασία από την ξέφρενη αρπαχτική αυθαιρεσία των Τούρκων) εκλιπαρώντας για «φιλία» τους επιδεικτικά τουρκόφιλους Γερμανούς ή τις εκάστοτε ηγεσίες του αμερικανικού Πενταγώνου. Και είναι εντελώς παρανοϊκό, να περιμένει η σημερινή Ελλάδα ότι θα βρει το δίκιο της στο «Δικαστήριο της Χάγης», στο «Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας» ή στο αντίστοιχο για τα «Ανθρώπινα Δικαιώματα».

«Ελληνες αεί παίδες» – είναι το κουσούρι που μας συνοδεύει σε τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια Ιστορίας. Μετράμε και δεν λογαριάζουμε: Μέσα σε μια μόνο γενιά, πόση προδοσία εισπράξαμε οι σημερινοί Ελληνες από «συμμάχους» μας, πόση ανατριχιαστική αδικία. Πιστέψαμε ότι συγκροτούσαμε μαζί τους κοινό μέτωπο του «ελεύθερου κόσμου»: Με χιλιάδες νεκρούς, πολεμήσαμε οι Ελληνες τον ιταλικό φασισμό, τον γερμανικό ναζισμό, τον σταλινικό εφιάλτη – σπείραμε κορμιά ως την Κορέα. Τί κερδίσαμε; Η μισή Κύπρος δεν είναι πια ελληνική ούτε η Βόρεια Ήπειρος. Δεν τολμάμε να οριοθετήσουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 Ναυτικά Μίλια, όπως δικαιούμαστε. Δεν διαφεντεύουμε, πολλά χρόνια τώρα, ούτε τον Εναέριο Χώρο των 10 Μιλίων, τον αυτονόητο. Τα στρατηγικότερα λιμάνια της χώρας, όλα τα αεροδρόμια, τα τρένα, το οδικό δίκτυο, οι Τράπεζες, η οργάνωση της Αγοράς έχουν παραχωρηθεί (φυσικά, ερήμην της βούλησης των πολιτών) σε δυνάμεις «συμμαχικές» μεν, αλλά στυγνής κατοχής.

Η μεθοδική υπερχρέωση μιας χώρας και η «αυτονόητη» υπαγωγή της σε καθεστώς ασφυκτικής οικονομικής υποτέλειας («επιτροπείας») από διεθνείς τοκογλύφους, έχει αλλάξει ριζικά το νοηματικό και εμπράγματο περιεχόμενο λέξεων όπως: πολίτης, πολιτεία, πολιτική, ελευθερία, δημοκρατία, αυτοδιαχείριση, αξιοπρέπεια, κοινοβούλιο, εκλογές. Τις αποφάσεις για τις τύχες της κρατικής υπόστασης του Ελληνισμού τις παίρνουν, αυτονοήτως, οι δανειστές μας. Το πόσα νησιά του Αιγαίου θα «παραχωρηθούν», κάποια στιγμή, στην Τουρκία, δεν το ξέρουμε – όπως δεν ξέραμε το πού θα σταματούσε στην Κύπρο ο «Αττίλας». Ο «Αττίλας» παγιώθηκε, όχι χάρη στην τουρκική υπεροπλία, αλλά επειδή οι Έλληνες «θέλουμε να γίνουμε Ευρωπαίοι, για να γίνουμε, επιτέλους, άνθρωποι!» (Καραμανλής), ενώ οι Τούρκοι θέλουν, πριν από όλα, την περηφάνια τους να είναι Τούρκοι.

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Μια κεραλοιφή και ο πατριωτισμός


Ο Ελληνισμός δεν έχει πια τις προϋποθέσεις να επιβιώσει ιστορικά, διότι την εμπειρία μετοχής στο «σώμα» ζωντανής Εκκλησίας την έχει υποκαταστήσει ο ατομοκεντρισμός του προτεσταντικού κηρύγματος. Διαπίστωση όλο και πιο δυσνόητη σε κλήρο και λαό.

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Τελειώνει ο δεύτερος μήνας από τους δώδεκα του πανελλήνιου εορτασμού – γιορτάζουμε τα διακόσια χρόνια από την εξέγερση των τότε Ελλήνων για την αποτίναξη τεσσάρων αιώνων τουρκικού ζυγού. Διακόσια χρόνια «αφ’ ότου μεταλλάξαμεν τυράννους», με τη σταράτη γλώσσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Στο πρώτο αυτό δίμηνο ό,τι γιορτινό εισπράξαμε ήταν σποραδική συγκινησιακή φλυαρία. Ο μόνος που μας θυμίζει έμπρακτα και σχεδόν καθημερινά την Ιστορία ως ενεργό ακόμα απειλή δουλείας, είναι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: Μετέτρεψε την Αγια-Σοφιά, οργανική συνέχεια του Παρθενώνα, σε ενεργό τζαμί – το ίδιο και την κορυφαία εικαστική ταυτότητα του Ελληνισμού, τη Μονή της Χώρας. Ξέρει πού χτυπάει ο Ερντογάν. Ανυποψίαστοι είμαστε οι ελληνώνυμοι, που τρέξαμε στην UNESCO ζητώντας το «δίκιο» μας!

Όσοι διαχειρίζονται σήμερα την ιστορική ταυτότητα του Ελληνισμού (κυρία Κεραμέως, κυρία Μενδώνη, κύριος Φίλης ή Γαβρόγλου) δεν φάνηκε να αντιλαμβάνονται τη συμβολική δυναμική της χυδαίας πρόκλησης Ερντογάν.

Θέλει τον εαυτό του προορισμένον να είναι ο Τρίτος Πορθητής, μετά τον Μωάμεθ Β΄ και τον Κεμάλ Ατατούρκ (–«πορθώ» στα ελληνικά σημαίνει: καταστρέφω, ερημώνω, αφανίζω, κυριεύω, λεηλατώ, σήμερα, ίσως, αρκεί το εξουσιάζω). Τις εξουσιαστικές φιλοδοξίες του Ερντογάν ποια ελληνική πολιτική θα μπορούσε να τις αναχαιτίσει ή να τις ελέγξει; Το ελλαδικό κράτος, φέουδο δύο αιώνες τώρα, της κομματοκρατίας, έχει αυτονόητα παραιτηθεί, έστω και από το ενδεχόμενο να διαμορφώσει δική του άμυνα έναντι της Τουρκίας.

«Δίχως αιδώ ή λύπην» υποτάσσεται η Ελλάδα πάντοτε στην πολιτική που της επιβάλλουν να ασκήσει οι «προστάτιδές» της Δυτικές Δυνάμεις – κυρίως, για πολλές δεκαετίες, η Αγγλία, λιγότερο ίσως η Γαλλία, ελάχιστα η Ιταλία, και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο, ασφυκτικά οι ΗΠΑ (ΝΑΤΟ). Το ελλαδικό κράτος, και να ήθελε να αυτενεργήσει πολιτικά, είναι πια αδύνατο. Δουλοπρεπέστατες οι ελλαδικές κυβερνήσεις συνεχίζουν να λιβανίζουν σαν «συμμάχους» κοινωνίες και εξουσίες, που προκλητικά συνέργησαν στον μεθοδικό ακρωτηριασμό και στην τελική έσχατη απίσχνανση της παρουσίας των Ελλήνων στον στίβο της Ιστορίας.

Τουλάχιστον να ακούγονταν, από καιρό σε καιρό, κάποια ερωτήματα κριτικής εγρήγορσης: Ναι, πρώτη βαραίνει η δική μας ελεεινή παρακμή, αλλά ποια η μεθοδική συνέργεια της Δύσης στον αυτοκτονικό αυτεξευτελισμό των Ελλήνων; Ποια δεξιότητα πολιτικών και στρατηγικών τεχνασμάτων, Αγγλογάλλων, Γερμανών και Ιταλών, κατέληξε στο να αφεθεί ο Κεμάλ ανεξέλεγκτος να «τελειώσει τη βρωμοδουλειά»: να εξαλειφθεί κάθε ίχνος δυνατότητας για ξαναζωντάνεμα του «Βυζαντίου».

Την ιδιοκτησία και διαχείριση της Αρχαίας Ελληνικής κληρονομιάς την έχουν πια με σιγουριά μονοπωλήσει οι λαοί που κατέλυσαν την αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης. Μισητό φόβητρο έχει απομείνει γι’ αυτούς το «Βυζάντιο», η επιβίωση του Ελληνισμού ως πρότασης πολιτισμού – η εθνότητα δεν τους ενδιαφέρει, βάζουν τους όποιους Τσέτες να την ξεπαστρέψουν ανετότατα. Το απέδειξαν απανωτά σε Μικρά Ασία, Ανατολική Ρωμυλία, Πόντο, Ανατολική Θράκη, Ιμβρο, Τένεδο, Κύπρο, Βόρεια Ηπειρο.

Το ισχυρότερο όπλο, με το οποίο η «Δύση» κρατάει σε εξευτελιστική υποτέλεια τον κάποτε «θρησκευτικό» (πολιτισμικό) αντίπαλό της Ελληνισμό, είναι η διαφθορά των θεσμών εξουσίας στο ελλαδικό κρατίδιο. Ερωτήματα απλοϊκά που παραπέμπουν σε ενδείξεις του μεθοδικού αυτεξευτελισμού ηχηρές: Στα διακόσια χρόνια ύπαρξής του το συμβατικό μας κρατίδιο γνώρισε στις τάξεις των διπλωματών του εξαιρετικά προικισμένες, σε φυσικά προσόντα και σπουδές, προσωπικότητες με διεθνές κύρος και αναγνώριση. Γιατί κανένας από αυτούς δεν κλήθηκε ποτέ να υπηρετήσει, με υπουργικές ευθύνες εξουσίας, την πατρίδα του; Το ανάλογο ισχύει και για το υπουργείο Παιδείας – οι δύο εξαιρέσεις, Κων. Γεωργούλης και Ευάγγ. Παπανούτσος, αξιώθηκαν το επίπεδο του Γενικού Γραμματέα!

Η παρέμβαση ξένων πρεσβειών είναι καθολικά αυτονόητη και, φυσικά, αναπόδεικτη. Οι μετριότητες έχουν το προσόν ότι κάνουν την όποια βρωμοδουλειά και μετά κανείς δεν τους θυμάται. Ποιος συνδέει σήμερα τον θλιβερό Ελευθέριο Βερυβάκη με το φρικώδες ιστορικό έγκλημα αναγκαστής επιβολής του «μονοτονικού», κάποιον Δημήτρη Δρούτσα, υπουργό Εξωτερικών, διατεταγμένο υπέρμαχο του Σχεδίου Ανάν, κάποιον, επίσης υπουργό, Νίκο Κοτζιά, που εξασφάλισε στον Αλέξη Τσίπρα δήθεν νομιμοποιημένη την ντροπή εκποίησης του ονόματος «Μακεδονία»; Είναι ολοφάνερη πιστοποίηση, ψηλαφητή: Ο Ελληνισμός δεν έχει πια τις προϋποθέσεις να επιβιώσει ιστορικά. Δεν έχει γλώσσα, όλα τα κόμματα συναινούν ενεργά στη μεθοδικά επιβαλλόμενη αγλωσσία – κανένας δεν ενοχλείται από τον τηλεοπτικό, μανιασμένο προπαγανδισμό της «εκσυγχρονιστικής» αγγλοφωνίας στην καθημερινότητα. Δεν έχει πατρίδα πια ο Ελληνας, γιατί πατρίδα δεν σημαίνει «εθνικότητα» στο δελτίο ταυτότητας, σημαίνει κοινότητα, γειτονιά, καφενείο, πλατεία – η Ελλάδα δεν έχει πια χωριό, αυτοδιαχειριζόμενη συλλογικότητα, οι «συνελεύσεις» των συγκατοίκων πολυκατοικίας είναι φαιδρός φορμαλισμός ανατριχιαστικής ακοινωνησίας.

Στο σχολείο το παιδί παλεύει να ενταχθεί σε περιβάλλον πολυεθνικό, όχι σε κοινωνία σχέσεων ζωής με κοινές παραδόσεις, κοινή Ιστορία, προγόνους, «πάτρια» γη – και αυτός ο ψυχολογικός εξανδραποδισμός κηρύχνεται σαν «εκσυγχρονισμός» αναγκαστός κατά πάντων. Ούτε τολμάει να ψελλίσει ο δάσκαλος ότι τέτοιον «εκσυγχρονισμό» δεν διανοείται ποτέ κανείς να τον επιβάλει στα σχολεία των Ελβετών ή των Φινλανδών ή και των Βρετανών ή των Σουηδών.

Ο Ελληνισμός δεν έχει πια τις προϋποθέσεις να επιβιώσει ιστορικά, διότι την εμπειρία μετοχής στο «σώμα» ζωντανής Εκκλησίας την έχει υποκαταστήσει ο ατομοκεντρισμός του προτεσταντικού κηρύγματος. Διαπίστωση όλο και πιο δυσνόητη σε κλήρο και λαό.

____________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 – Άξονες Εθνικής Αυτοσυνειδησίας 200 χρόνια μετά

 

Μετά την επανάσταση, γίναμε τελικά ένα ανεκτό κατ όνομα Ελληνικό κρατίδιο, τυπικά ανεξάρτητο, στην πραγματικότητα υποτελές (οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά) προτεκτοράτο της Δύσης;


Στις ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ του ΚΡΗΤΗ TV και τον Γιιώργο Σαχί́νη παραθέτουν την οπτική τους και συνομιλούν οι:

- Ο κ. Χρήστος Γιανναράς, Ομότιμος Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Συγγραφέας 

- Η κ. Μαρία Ευθυμίου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών 

- O κ. Γιώργος Μαργαρίτης, Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 

- H κ. Κωνσταντίνα Μπότσιου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας και Διεθνούς Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου 

- O κ. Δημήτρης Σταθακόπουλος, Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου για τις ιστορικές και κοινωνικές δομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 

Και ο κ. Θεόδωρος Παναγόπουλος, πρώην Εφέτης – Ιστορικός Ερευνητής , Συγγραφέας του δίτομου έργου ιστορικής έρευνας , « Τα ψιλά γράμματα της Ιστορίας- Όλα στο Φως» 

- Οι επαναστάτες του 1821 ήξεραν πολύ καλά ποιοι είναι και τι θέλουν; - Πώς θα προσεγγίσουμε τα 200 χρόνια; Πώς θα ιστορήσουμε το νεότερο ελληνισμό. Με τα πεπραγμένα του κράτους ή με τα πεπραγμένα του έθνους; 

- Ο Ελληνισμός για τους τότε Έλληνες, ήταν «εθνικότητα», ήταν ανυπότακτο στρώμα της Οθωμανικής Κοινωνίας, ήταν άλλος πολιτισμός, ριζικά άσχετος με τον νομικισμό του θρησκειοποιημένου Χριστιανισμού της Δύσης ή επηρεασμένος από αυτόν και σε ποια σχέση με την μεταφυσική του Ισλάμ; 

- Η αρχική, οργισμένη αντίδραση της ευρωπαϊκής «Ιερής Συμμαχίας» σε μια ακόμα εξέγερση των Ελλήνων πραγματική , προσχηματική ή φόβος για την δημιουργία έθνους κράτους ; 

- Ποιος ο χαρακτήρας της επανάστασης; τι ήταν, τι επεδίωκε; πώς κατέληξε; πέτυχε τους στόχους της; 

- Ο ρόλος της «Φιλικής Εταιρείας» «Φιλελληνισμός» και «Προστάτες» των Ελλήνων ένα μεγάλο διαχρονικό ζήτημα και στα 200 χρόνια του νέου ελληνικού κράτους 

- Οι πρώτες νίκες των εξεγερμένων και η αντίδραση των Οθωμανών ; 

- Πως περιγράφει η πλευρά των Οθωμανών και των σύγχρονων επιγόνων τους στη Τουρκία την Ελληνική Επανάσταση του 1821 αλλά και την πορεία του Ελληνικού κράτους 200 χρόνια 

- Η δημιουργία του νέου Κράτους, από τον Καποδίστρια στην Μοναρχία υπό «Προστασία», τον Κοινοβουλευτισμό και τα Συντάγματα έως το σήμερα 

- Μετά την επανάσταση, γίναμε τελικά ένα ανεκτό κατ όνομα Ελληνικό κρατίδιο, τυπικά ανεξάρτητο, στην πραγματικότητα υποτελές (οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά) προτεκτοράτο της Δύσης; 

- Είμαστε καταγωγικά , κράτος εξαρτημένο από ευρωπαϊκά και άλλα δάνεια ; Πως, πότε και μέχρι ποιο βαθμό έχουμε χειραφέτηση ως κράτος; 

- Το ζήτημα της συνέχειας, της δημοκρατίας, της σχέσης ελληνισμού με το παρελθόν του, με τη Δύση/Ευρώπη, η διχαστική πραγματικότητα του ελληνισμού και το ζήτημα της ελληνικής «κακοδαιμονίας» έως σήμερα. Πού πάμε;

Η Ελλάδα της Γιορτής

 

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Την ώς τώρα ιστορία της ανθρωπότητας τη χωρίζουμε οι άνθρωποι σε δυο περιόδους: στην προ Χριστού (π.Χ.) και στη μετά Χριστόν (μ.Χ.).

Η διαίρεση αυτή δεν είναι σχήμα που το επέλεξαν οι λαοί της υδρογείου με κοινή συμφωνία – μόνο μια μειονότητα καταλαβαίνει ποιαν ιστορική λογική απηχεί μια τέτοια διαίρεση. Παγκοσμιοποιήθηκε η συγκεκριμένη περιοδολόγηση – χρονολόγηση μάλλον για λόγους χρηστικούς. Πρέπει να συνέδραμε και το γεγονός ότι τη γέννησαν και την εφάρμοσαν λαοί μπροστάρηδες στον πολιτισμό για πολλούς αιώνες, λαοί που επηρέαζαν την πορεία της σύνολης ανθρωπότητας.

Η αίσθηση του «ιερού» και η έννοια του «θείου» ήταν αυτονόητα δεδομένες και λειτουργικά αφομοιωμένες στις ανθρώπινες κοινωνίες πριν τη λεγόμενη «νεωτερικότητα». Οσο οι άνθρωποι (η πλειονότητα τουλάχιστον) διψούσαν να γνωρίσουν το «νόημα» (ουσία και σκοπό) της ύπαρξης και των υπαρκτών (όχι πρωταρχικά τη χρήση – χρησιμότητα), ο προβληματισμός ήταν για την «αλήθεια»: Υπάρχει υπαρκτική αλήθεια, ύπαρξη που δεν γνωρίζει περιορισμούς χώρου, χρόνου, φθοράς, θανάτου; «Πώς το θνητόν αθανασίας μετέχει» (Πλάτων) και γιατί «ου χρη ανθρώπινα φρονείν άνθρωπον ούτε θνητά τον θνητόν, αλλ’ εφόσον ενδέχεται αθανατίζειν» (Αριστοτέλης);

Μόνο με την ετοιμότητα που απηχείται σε μια τέτοια εκφραστική μπορούμε να κατανοήσουμε τον ραγδαίο εκχριστιανισμό της ελληνορωμαϊκής «οικουμένης». Η διαίρεση της Ιστορίας σε περιόδους «προ Χριστού» και «μετά Χριστόν» προϋπέθετε, ως κοινή και ενιαία βάση κοινωνικής συμβίωσης (πολιτισμού), την προτεραιότητα του ενδιαφέροντος για την αλήθεια και όχι για τη χρησιμότητα.

Μόλις πριν από μια ή και δυο γενιές, η περιοδολόγηση της Ιστορίας, με άξονα την ενανθρώπηση του Θεού, παρέμενε ένα αυτονόητο διεθνώς δεδομένο, με στέρεο υπόστρωμα βιωματικής βεβαιότητας. Σήμερα φράσεις, όπως «η γέννηση του Χριστού», «η ενανθρώπηση του Θεού», απηχούν ή μια εικονολογική, θρησκευτική έκφραση, εξωεμπειρική, παγιδευμένη στη στειρότητα των «πεποιθήσεων», ή μια ψυχολογική «μετουσίωση» (Sublimierung την είπε ο Φρόυντ) της επιθυμίας σε βεβαιότητα.

Ο εκχριστιανισμός μεγάλου μέρους του πληθυσμού της γης ήταν, προφανέστατα, πρόκληση και αφορμή προαγωγής της νοητικής καλλιέργειας και της καλλιτεχνικής ευαισθησίας – ο φιλοσοφικός προβληματισμός και η εκφραστική των Τεχνών λειτούργησαν όχι συνοδευτικά, αλλά ως άξονες συγκρότησης του εκκλησιαστικού γεγονότος. Γι’ αυτό και η σημερινή ραγδαία αποχριστιανοποίηση των κοινωνιών σε διεθνή κλίμακα, μοιάζει με έκπτωση δραματική σε παλιμβαρβαρισμό.

Η κοινωνία των σχέσεων αλλοτριώνεται ραγδαία σε διαπάλη συμφερόντων, στη διαπάλη πρωτεύει αυτονόητα η αυθαιρεσία της παντοδαπής ισχύος, ένας εφιάλτης αμοραλισμού, αναξιοκρατίας, αδίστακτης διαφθοράς. Ο κρετινικός πρωτογονισμός της απληστίας γεννάει την απάνθρωπη αδιαφορία για την ανημπόρια των αδύναμων, συντηρεί την υστερία πολεμικών, κάθε τόσο, συγκρούσεων, με σφαγές αόπλων, εφιαλτικούς βασανισμούς αθώων, προγραμματικές, σε τοπική κλίμακα, γενοκτονίες.

Οι μεγάλες Γιορτές της Χριστιανοσύνης, για πολλούς αιώνες, φανέρωναν κοινωνική συνοχή που τη γεννούσε αυτονόητα η πηγαία κοινή χαρά έμπρακτη. Σαρκωνόταν η εόρτια χαρά σε ιδιαίτερες γεύσεις, καλλικέλαδα άσματα, χορούς κυκλωτικούς. Σώμα ζωντανό το χωριό, η γειτονιά, αίμα της καρδιάς η πατρίδα. Χάθηκε σήμερα πια η Ελλάδα της Γιορτής, ο άπεφθος πολιτισμός μιας φτώχειας που έσωζε αρχοντιά, η γνησιότητα της σαρκωμένης στο αυτονόητο αρετής.

Αν είχε διασωθεί το λαϊκό ήθος της Γιορτής, θα ήταν αδιανόητο σήμερα το γκροτέσκο τηλεοπτικό θέαμα: αναμετάδοση της λειτουργικής σύναξης των πιστών, χωρίς συναγμένους πιστούς!! – η τηλοψία να καταργεί το εκκλησιαστικό γεγονός. Ενας άδειος, κλειδωμένος για τον λαό ναός να «λειτουργεί»: «λαού-το-έργο» η λειτουργία, έργο του λαού χωρίς τον λαό! Είναι σαν γάμος χωρίς νύφη και γαμπρό, σαν βαφτίσι χωρίς βαφτιζόμενο – θέαμα μόνο, δηλαδή ένα «στημένο» τίποτα, για ψυχολογική κατανάλωση και ηθικοδιδακτική «ωφελιμότητα».

Συνεπέστατος σε αυτό το τίποτα, ο ιερέας, στον καθεδρικό των Αθηνών, στήνει αναλόγιο στην «ωραία πύλη», ακουμπάει τα χαρτιά του και διαβάζει το διαγγελματικό του κήρυγμα. Παγερά άδειος ο ναός, για ποιον διαβάζει τις κηρυγματικές, χιλιοειπωμένες κοινοτοπίες του ο λειτουργός; Για υποθετικούς τηλεθεατές; Παρά την πολιότητά του, δείχνει να μην υποψιάστηκε ποτέ τη διαφορά του κηρύγματος από την προπαγάνδα, της Εκκλησίας από το ΚΚΕ.

Αν υπήρχε Εκκλησία, στη θέση της «επικρατούσης εν Ελλάδι θρησκείας», το αναγκαίο κλείσιμο των ναών για την απειλή του κορωνοϊού θα ήταν πένθος τίμιο, συνεπές, ανυπόκριτη αγάπη που μοιράζεται (κοινωνεί) με όλους το μαρτύριο του πανικού και τον σταυρό της ασφυξίας. Η μικρή, ελάχιστη γωνιά της γης, που συντηρεί ακόμα το όνομα «Ελλάδα» (ίσως, στο περίπου και την ελληνική εκφραστική) έστω φθίνουσα, θα μπορούσε να φιλοδοξήσει ρόλο ιστορικό στο πανανθρώπινο πεδίο: Να διασώσει τη διαφορά της κατανόησης, από τη γνωστική αμεσότητα της σχέσης, διαφορά της ατομικής επιβίωσης από την κοινωνούμενη ετερότητα.

Τα Χριστούγεννα, η ενανθρώπηση Θεού, αν τα σημαίνοντα κυριολεκτούν, είναι το επαναστατικότερο άγγελμα που δέχθηκε ποτέ η ανθρωπότητα.
 

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς, γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Μοναρχική δημοκρατία

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Αφού η ερχόμενη σε λίγες μέρες χρονιά, το 2021, είναι επετειακή –διακόσια χρόνια από την Επανάσταση των τότε Ελλήνων και την αποτίναξη του ζυγού δουλείας στους Τούρκους– ας θυμηθούμε συνωδά και μία ακόμα συντυχία: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο 99ος πρωθυπουργός στο συμβατικό ελληνώνυμο κρατίδιο, αυτό που προέκυψε από τα κόκαλα τα ιερά των Ελλήνων, μυριάδων, θυσιασμένων στο όραμα της ελευθερίας.

Ενενήντα εννέα πρωθυπουργοί σε διακόσια χρόνια: περίπου ένας πρωθυπουργός κάθε δύο χρόνια. Επειδή κάποιοι πρωθυπούργευσαν περισσότερες από μία φορές, ας χαλαρώσουμε την ασφυκτική στενότητα της διαδοχής που παραμένει, ωστόσο, εντυπωσιακή. Οπως ζωτικό και πολύ γονιμότερο παραμένει το ερώτημα: Αυτή η πληθώρα των πρωθυπουργών, οι άνθρωποι που έφτασαν στο ανώτατο αξίωμα, τι άφησαν πίσω τους; Γιατί τόση η αποτυχία της χώρας και τόση η καχεξία; Γιατί οι ανήκεστες βλάβες; Γιατί σε δυναμικό πλεονασμό η πανουργία, η ψευτιά, η ανημπόρια στο κρατίδιο;

Η θέση που παίρνει στην Ιστορία ένας ηγέτης, όπως και κάθε δημιουργός, δεν κρίνεται από εφήμερα τεχνάσματα συγκυριακής καπατσοσύνης, αλλά από τη δημιουργία θεσμών – δομών – προϋποθέσεων κοινωνικής ευρυθμίας και προόδου. Δεν είναι η οικονομία που χειραγωγεί την Ιστορία, είναι κυρίως η προτεραιότητα καλλιέργειας των ανθρώπων, η ανάγκη για ποιότητα της ζωής. Ο Τζον Ντ. Ροκφέλερ έμεινε στην Ιστορία σαν εκπληκτική περίπτωση αμύθητου πλούτου – σήμερα τον ξεπερνάνε πολλοί. Ενώ ο άσημος, όσο ζούσε, αεροπόρος Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ θα σημαδεύει την ευαισθησία και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων, σε ολόκληρο τον πλανήτη, για γενεές γενεών. Εικόνα ο αντιθετικός παραλληλισμός, απλή ένδειξη.

Πάντως, η απορία γεννιέται αυθόρμητη: Οι ζώντες πρώην πρωθυπουργοί μας, Σημίτης, Κώστας Καραμανλής, Γιωργάκης Παπανδρέου, Παπαδήμος, Πικραμμένος, Σαμαράς, Τσίπρας, Θάνου και ο επί σκηνής Κυριάκος Μητσοτάκης, πώς σκέπτονται την καταχώρισή τους στις δέλτους της Ιστορίας; Συνέκριναν ποτέ την περίπτωσή τους με το προηγούμενο του Αλέξανδρου Ζαΐμη (πέντε φορές πρωθυπουργού), του Δημητρίου Ράλλη (έξι φορές), του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου (δέκα φορές!), ολότελα ξεχασμένους όλους; Ακουσαν ποτέ τα ονόματα, έστω, του Κωνσταντίνου Δεμερτζή, Νικόλαου Καλογερόπουλου, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, Σωτήριου Σωτηρόπουλου, επίσης πρωθυπουργών κάποτε;

Να φτάσεις στο αξίωμα του πρωθυπουργού και να απομείνεις ανύπαρκτος στις συνειδήσεις, πρέπει να συνιστά εφιάλτη. Σίγουρα, κάθε μετριότητα επαγγελματία πολιτευτή, βολεμένου κομματανθρώπου, δεν «γράφει Ιστορία». Ακόμα και άνθρωποι ταλαντούχοι φτάνουν σε ανώτατα αξιώματα με νοοτροπία υπαλληλικής προαγωγής – υποκλίνονται μπροστά σε ευτελείς κομματάρχες. Για να «γράψεις Ιστορία», σε μια παρακμιακή κοινωνία, πρέπει «να σπάσεις αβγά»: να διακινδυνεύσεις ανατροπές, να τολμήσεις τομές, να μη φοβάσαι την αλήθεια. Οχι από «νταϊλίκι» ή για τον κομπασμό του σπουδαίου και ξεχωριστού, αλλά μόνο για το όραμα της αξιοπρέπειας αυτού του λαού, για μια ανάσα παρηγόριας των τσαλαπατημένων από την αναίδεια της κομματοκρατίας πολιτών.

Για να επιλεγεί ένας διακεκριμένος πολίτης στην εφήμερη θητεία υπηρεσιακού πρωθυπουργού, τα κόμματα τον έχουν «τεστάρει», έχουν βεβαιωθεί ότι είναι εγγυημένα ακίνδυνος. Δεν μπορεί να νομοθετήσει (η Βουλή προεκλογικά διαλύεται), αλλά θα μπορούσε να μιλήσει. Και τις ενδεχόμενες καταγγελίες ενός πρωθυπουργού, την εύτολμη δημοσιοποίηση (π.χ. με πυκνά διαγγέλματα) της κακουργίας των κομμάτων, θα την εμπόδιζαν οι κομματάνθρωποι, ακόμα και με πρακτικές υποκόσμου. Αν η επίκριση είχε προλάβει να κατατεθεί, θα σημάδευε ανεξίτηλα τους ενόχους.

Τα κόμματα είναι η απόλυτη, ανεξέλεγκτη, ολοκληρωτικού χαρακτήρα εξουσία. Γι’ αυτό και δεν διανοήθηκε ποτέ υπηρεσιακός πρωθυπουργός την παραμικρή, υπηρετική της κοινωνίας πρωτοβουλία, αντιτασσόμενος στα κόμματα: Να δημοσιοποιήσει αριθμούς διορισμένων χωρίς ΑΣΕΠ στο Δημόσιο. Να ξεγυμνώσει αδιαφανείς συναλλαγές των Τραπεζών με τα κόμματα. Να εγκαλέσει κόμματα για αδιαφανή χρηματοδότησή τους από εργολήπτες δημοσίων έργων. Ή όποια (πολλά) εφιαλτικά ανάλογα.

Η κοινωφελής λογική μιας οργανωμένης συλλογικότητας προϋποθέτει (και κατοχυρώνει με το Σύνταγμα) τη διάκριση των εξουσιών, την ανεξαρτησία κάποιων κοινωνικών λειτουργιών. Αυτός που κυβερνάει δεν μπορεί και να νομοθετεί τους όρους διακυβέρνησης. Στη μετα-πασόκ Ελλάδα (με την ανοχή όλων των κομμάτων, αλλά και των Δικαστών, των ΜΜΕ, των Ενόπλων Δυνάμεων, των «Πνευματικών Ιδρυμάτων») το πολίτευμα είναι η απόλυτη πρωθυπουργική μοναρχία. Ο πρωθυπουργός διορίζει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής, τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων, την Ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Δύσκολο να υπάρξει προκλητικότερη διακωμώδηση της Δημοκρατίας.

Έχουν δεχθεί ώς τώρα αδιαμαρτύρητα τη διακωμώδηση, τριαντατέσσερα ολόκληρα χρόνια, τέσσερις Πρόεδροι της Δημοκρατίας και δέκα πρωθυπουργοί. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: Η ανοχή αυτή μπορεί να ερμηνευθεί ως πρόβλημα πολιτικής ανωριμότητας του ηγετικού δυναμικού της χώρας, σύμπτωμα μειωμένης δημοκρατικής ευαισθησίας; Ή να διαγνώσουμε στο σύμπτωμα μια δραματική χρεοκοπία θεσμών, όπως το σχολείο, το πανεπιστήμιο, ο συνδικαλισμός, η δημοσιογραφία, οι Ενοπλες Δυνάμεις; Και για μια τέτοια χρεοκοπία, τι μπορούμε να κάνουμε οι πολίτες; Τα «στραβά μάτια»;
_________________________________________________________________

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

«Το ασυμβίβαστο Εκκλησίας και Θρησκείας», επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Στο ποίημα του Σεφέρη «Ο κ. Στρατής Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο», διαβάζουμε (πέμπτο μέρος, «Αντρας»): «Από τότες είδα πολλά καινούργια τοπία… Είδα και μια παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη αίθουσα· τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου. Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό ούτε το Λάζαρο. Μόνο, σε μια γωνιά, την αηδία ζωγραφισμένη σ’ ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε. Αγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του μ’ ένα πελώριο πανί που του κρεμόταν από το κεφάλι. Αυτός ο κύριος της “Αναγέννησης” μ’ έμαθε να μην περιμένω πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία».

Μόνο ένας πολύ μεγάλος ποιητής μπορεί να συνοψίσει την αξιολόγηση και κρίση του για το καύχημα της φραγκικής Δύσης, την «Αναγέννηση» (Renaissance), σε μια αηδιαστική φυσιογνωμία που ένα «θαύμα» (αφορμή θάμβους) το κοιτάζει δύσπιστα, σαν να το μυρίζει. Και θυμάμαι το συγκεκριμένο ποίημα του Σεφέρη κάθε φορά, τους τελευταίους μήνες, που η κρατική στην Ελλάδα τηλεόραση μεταδίδει την εκκλησιαστική λατρεία χωρίς λατρεύουσα εκκλησία, μόνο με μιαν άσχετη, σχεδόν κωμική φιγούρα χειρονόμου ορχηστή στην οθόνη να παλεύει, με γκριμάτσες και νοήματα, να κάνει κατανοητά τα δρώμενα και λεγόμενα, σε κωφάλαλους.

«Υψιστε Θεέ», που θα ’λεγε ο Παπαδιαμάντης, έχουμε στη χώρα μας πάνω από εκατό μιτροφόρους (με αυτοκρατορικό διάδημα) επισκόπους, που μισθοδοτούνται από το κράτος και λαμπροφορούν για να «εξυπηρετούνται οι θρησκευτικές ανάγκες του λαού»! Δεν βρέθηκε ούτε ένας να διαμαρτυρηθεί ή να καγχάσει γι’ αυτή την κωμική παντομίμα, το ανθρωπάκι με τις γκριμάτσες και τα νοήματα, που θέλει να κάνει «κατανοητή» την ιλιγγιώδη ποίηση της εκκλησιαστικής λατρείας; Σκεφθείτε έναν ανάλογο χειρονόμο, που θα «ερμήνευε» στην τηλεοπτική οθόνη την τέλεση μιας αρχαίας τραγωδίας ή την απαγγελία υψηλής ποίησης.

Οι εκκλησίες, σε κάθε γειτονιά των πόλεων και σε κάθε χωριό, είναι το τελευταίο απομεινάρι της εμπειρικής (όχι ιδεολογικής, συναισθηματικής ή φολκλορικής) ελληνικότητας. Δεν πηγαίνουμε στην εκκλησία για να «κατανοήσουμε» νοήματα, ιδεολογικές θέσεις και ηθικές προστακτικές, πηγαίνουμε για να γιορτάσουμε, να μετάσχουμε σε άλλον τρόπο ύπαρξης, και όχι απλώς συμπεριφοράς. Η αλήθεια της εκκλησίας (όπως άλλοτε και η αλήθεια της πόλεως ή η αλήθεια μιας Τέχνης) γνωρίζεται ως εμπειρία μετοχής, έμπρακτης γνώσης – δεν γίνεσαι ζωγράφος ή μουσουργός διαβάζοντας οδηγίες και συμβουλές, κατανοώντας κάμποσα «πρέπει», κανόνες και προστακτικές. Ασκείσαι, για να γνωρίσεις εμπειρικά την Τέχνη που αγαπάς, μετέχεις «κρίσεως και αρχής» για να γνωρίσεις την πολιτική τέχνη και επιστήμη.

Ο,τι διαφοροποίησε καισαρικά τη μεταρωμαϊκή Δύση από την κάποτε ελληνική οικουμένη, ήταν ότι η Δύση παραποίησε την εκκλησία σε ατομοκεντρική θρησκεία («αλάθητα» δόγματα πεποιθήσεων και νομικές διατάξεις συμπεριφοράς). Ο Ελληνισμός, όπου σώζεται κρυπτόμενος και δυσδιάκριτος (όχι «μετά παρατηρήσεως» ούτε με υποδείξεις: «ιδού ώδε ή ιδού εκεί»), πραγματώνει την Εκκλησία στο πεδίο της ύπαρξης: στη γιορτή της χαράς για τη νίκη καταπάνω στον θάνατο.

Συμβιβασμένη η ελληνική ουτοπία (ου τόπος) με το καραγκιοζιλίκι τής «εν τω κράτει επικρατούσης θρησκείας», είναι αδύνατο να αντιληφθεί ακόμα και τα θεμελιώδη της υπαρκτικής της ταυτότητας. Γελοιοποιείται φωτίζοντας τον Παρθενώνα όπως φωταγωγείται το Κολοσσαίον, αλλοιώνει τη μορφολογία του βράχου της Ακρόπολης, για να εξυπηρετείται η διακίνηση των τουριστών, μοιράζει τυπωμένη δεοντολογία συμπεριφοράς, κάθε Κυριακή στις εκκλησιές, με ωφελιμολογία τυπικά προτεσταντικού ηθικισμού («Φωνή Κυρίου») – ίλιγγος μικρονοϊκής επαρχιωτίλας.

Με την ίδια «λογική» και η γλώσσα των κωφαλάλων υποκαθιστά επισήμως την εκκλησιαστική λατρεία με αποκλεισμένη τη λατρεύουσα εκκλησία. Δεν ενδιαφέρει η παρουσία των προσώπων, να γιορτάσουν τον ρεαλισμό της ελπίδας ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω». Στόχος συγκρότησης της Εκκλησίας είναι να «καταλάβουν» όλοι, ακόμα και οι κωφάλαλοι, ότι αυτός ο θεσμός (που τον λέμε ακόμα «εκκλησία») είναι χρήσιμος, ωφέλιμος – με τον θάνατο, βέβαια, αδιαμφισβήτητο τελικό νικητή, να μας περιμένει στη γωνία.

Θα αντιτάξει ο αναγνώστης: Μας ορφάνεψε ο κορωνοϊός από τη γιορτινή χαρά της μετοχής, να στερηθούμε και την ψυχολογική παρηγόρια, το θέαμα και το ακρόαμα; Μα, φυσικά, αφού και για τους αγαπημένους που χάνουμε, πενθούμε, δεν αναπληρώνουν την απουσία οι φωτογραφίες τους. Με τόσους θανάτους κάθε μέρα και τόσους συνανθρώπους στο μαρτύριο της ασφυξίας, εμείς να γαντζωνόμαστε σε ψευτοπαρηγόριες;

Είναι πια η νοοτροπία μας, δηλαδή ο πολιτισμός μας, να υποκαθιστούμε τόσο τη ζωή όσο και το θάνατο με εικονικές εντυπώσεις. Γι’ αυτό και στην πληθώρα των εντύπων που υπηρετούν την «επικρατούσαν εν Ελλάδι θρησκείαν» πρυτανεύουν και πλεονάζουν οι φωτογραφικές πόζες του κάθε τοπικού επισκόπου. Δεν αντιλαμβάνονται οι πληθωρικά φωτογραφούμενοι ότι αυτή η άκομψη αυτοπροβολή προδίδει επαρχιωτίλα, τους εκθέτει. Κυρίως, από σεβασμό και δέος για την αυτοκρατορική αρχοντιά του επισκοπικού ενδύματος, θα ήταν συνετό να απαγορεύουν οι ίδιοι οι επίσκοποι τη φωτογράφησή τους, όταν ιερουργούν.

Μακάρι ο εφιάλτης του κορωνοϊού να φωτίσει, έστω ελάχιστα, το ασυμβίβαστο Εκκλησίας και θρησκείας.
_________________________________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Μοιρολατρίας πανδημία


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά 

Το βεβαιώνει η ιστορική εμπειρία: Ενας λαός, μια ιδεολογία, ένα κόμμα, όταν παρακμάζει, είναι αδύνατο να πιστοποιήσει και να παραδεχθεί την παρακμή του. Πλάθει φαντασιώδεις επιτυχίες, σκαρφίζεται ανύπαρκτα κατορθώματα, πιστοποιεί επίρροια που δεν την έχει. Οι ψευδαισθήσεις γεννιώνται πάντα από την παραλυτική ανημπόρια, την αδυναμία ανάκαμψης – τυπικά επακόλουθα της παρακμής.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβρη του 1973, ήταν η μοναδική συλλογική έκρηξη διαμαρτυρίας στα εφτά χρόνια της ντροπής και της θλίψης, χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Υπήρξαν μικροπυρήνες αντιστασιακής τόλμης με συγκινητική δραστηριότητα, υπήρξε ο εκπληκτικός σε γενναιότητα και σθένος, «μοναχικός καβαλάρης» Αλέξανδρος Παναγούλης, που τόλμησε απόπειρα εξόντωσης του δικτάτορα. Τέτοιοι, σκόπιμα ξεχασμένοι αγωνιστές, φυλακίστηκαν τότε, βασανίστηκαν, έζησαν εφιάλτη σαδιστικής κακουργίας και χυδαιότητας εξευτελισμών. Ομως συλλογική, μαζική διαμαρτυρία, που να αντιμετωπιστεί με τανκς, ήταν μόνο το Πολυτεχνείο.

Γι’ αυτό και, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, άρχισε μια υστερία μανιασμένη, ποιος θα πρωτοκαπηλευτεί το μοναδικό αυτό, στα εφτά χρόνια, συλλογικό γεγονός. Στο Πολυτεχνείο δεν είχε εμφανιστεί ούτε ίχνος παρουσίας κομμάτων, αξιώσεων ιδεολογικής πατρωνίας, παπαρδέλες «πεποιθήσεων» που καμουφλάριζαν τον άλλον εφιάλτη: εκείνον του λενινισμού – σταλινισμού. Το πιο πολύτιμο δεδομένο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν ο αμόλευτος από τη μαγαρισιά των κομματισμών χαρακτήρας της.

Αυτή η καθαρότητα έκανε το γεγονός κορυφαίο. Αλλά και ευάλωτο σε καπηλείες από τους μεγάλους μαστόρους της ψευτιάς και της απάτης. Πρώτο και αδίστακτο σε επιδόσεις καπηλείας και «σκοπού που αγιάζει τα μέσα», το ΚΚΕ. Πρόκειται για έντεχνα πλαστουργημένη νοοτροπία, κακούργησε στην Ελλάδα όσο κανένας επίβουλος εχθρός της ή ιθαγενής λοιμική. Τα τέσσερα χρόνια ένοπλης ανταρσίας του ΚΚΕ (της εξυπηρέτησης που πρόσφερε στους διεθνιστές του σοβιετικού εφιάλτη) στοίχισαν τόσο αίμα και τέτοια ολική καταστροφή της πληθυσμικής κατανομής και της χωροταξικής λογικής, ώστε η μετά την κομμουνιστική ανταρσία Ελλάδα να έχει μηδενικό, περίπου, προσδόκιμο ιστορικής επιβίωσης.

Καθόλου τυχαία, αυτόν τον ξενόφερτο εφιάλτη ο ευρωπαιομανής Καραμανλής τον «σπίτωσε» στην Ελλάδα, νομιμοποίησε την κομματική, κοινοβουλευτική του λεοντή. Πίστευε, μάλλον ναρκισσιστικά, ότι με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ θα «συμφιλιωθούν» οι Έλληνες και θα καταγραφεί αυτός στην ιστορία ως «συμφιλιωτής». Ο ναρκισσισμός του εξουδετέρωνε τον πολιτικό ρεαλισμό του. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι ο καταγωγικός διεθνισμός του μαρξισμού – λενινισμού ήταν αδύνατο να μετασχηματιστεί σε μια Αριστερά με εντοπιότητα και ιθαγένεια, πολιτική έπαλξη για κοινωνικές και όχι ατομοκεντρικές (της ατσιδοσύνης) προτεραιότητες. Η Ελλάδα μπήκε στον νεκρογόνο νάρθηκα μίμησης των τριτοκοσμικών κοινωνιών, που αποτίναξαν την αποικιοκρατία, για να υποταχθούν, ακόμα πιο ασφυκτικά, στην εξουσιολαγνεία του ιδιωτικού κέρδους.

Αδικείται σίγουρα ο Καραμανλής με τόσο σχηματικές, τηλεγραφικές αναλύσεις, αλλά ο χαρακτήρας (ρόλος) της επιφυλλίδας είναι να γεννάει γόνιμο προβληματισμό, όχι επανάπαυση σε ευφραντικά ψυχολογικά κλισέ. Η καμουφλαρισμένη φυγή του Καραμανλή από την Ελλάδα, η αυτο-εξορία του στο Παρίσι, λίγο πριν τη στρατιωτική δικτατορία, βεβαίωνε την αποτυχία του μιμητικού εξευρωπαϊσμού, που ήταν το μπαϊράκι του («να γίνουμε Ευρωπαίοι, για να γίνουμε επιτέλους άνθρωποι») – η ριζική αλλοτρίωση ενός λαού, ο μιμητισμός ως συλλογική ταυτότητα, απόλυτος στόχος, ο «εκσυγχρονισμός».

Ψηλαφητή συνέπεια της πολιτικής Καραμανλή ήταν (και παραμένει) η σταθερή και μόνιμη πολιτική αφασία του κόμματός του, η ραγδαία διολίσθηση σε έναν εξευτελιστικό μιμητισμό του τάχα και «προοδευτικού», τάχα και «αριστερού» ιδεολογικού αχταρμά. Εφτασε το κόμμα αυτό στη χαμέρπεια να ζηλεύει φανερά και να μιμείται τερτίπια και πρακτικές του παπανδρεϊκού αμοραλισμού, τον φτηνιάρικο λαϊκισμό της «προοδευτικής» ξιπασιάς. Ακόμα και η ανάγκη μιας «πατριωτικής» πολιτικής, ως βάση της συλλογικής αξιοπρέπειας, απολακτίσθηκε «μετά βδελυγμίας» από τους καραμανλικούς επιγόνους – μεταβιβάστηκε «έντεχνα», σαν αποκλειστικότητα, σε κόμματα χυδαίου τραμπουκισμού ή σε κόμματα «της πλάκας» με αρχηγούς που μόνο θυμηδία προκαλούν.

Είναι απίστευτο, με πόση ταχύτητα μια κοινωνία παρακμής, με διαλυμένους θεσμούς, ευτελισμένη στο έπακρο δημοσιοϋπαλληλία, υποθηκευμένα όλα τα κοινωνικά αγαθά, τον φυσικό της πλούτο και τα ιστορικά της καυχήματα, όλα ενέχυρο σε δανειστές του διεθνούς υποκόσμου, πώς αυτή η κοινωνία πείσθηκε απολύτως ότι η εκούσια αλλοτρίωση, το καραγκιοζιλίκι του μιμητισμού και μεταπρατισμού, είναι η σωτηρία της: «Να γίνουμε Ευρωπαίοι, για να γίνουμε επιτέλους άνθρωποι»!

Η καραμανλική κληρονομιά, η συνείδηση του επαρχιώτη της Ευρώπης, βαραίνει ασφυκτικά, πνίγει κάθε ενδεχόμενο ανάκαμψης. Κάθε κόμμα, ό,τι κι αν προφασίζεται πως πιστεύει, υποτάσσει την κοινωνία σε δουλικές εξαρτήσεις και ατιμωτικές δεσμεύσεις, την παγιδεύει ξεδιάντροπα σε απαιτήσεις «συμμαχικών» συμφερόντων. Τα «συμμαχικά» συμφέροντα διορίζουν υπουργούς στα καίρια υπουργεία κάθε ελληνικής κυβέρνησης, απαιτούν συνεχώς παραχωρήσεις στον τουρκικό, αδηφάγο επεκτατισμό, αφελληνίζουν μεθοδικά την παιδεία και αχρηστεύουν τη γλώσσα.

Έτσι, «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα» συνεχίζουμε το καραγκιοζιλίκι των επιφάσεων δημοκρατίας.
______________________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.