Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Γιανναράς. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Γιανναράς. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πού πατάμε και πού πηγαίνουμε

 Σε αυτή τη σαδιστικά και διαστροφικά ατιμασμένη χώρα, τη λεηλατημένη από κάθε αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό, να σε έχουν διορίσει Πρόεδρο Δημοκρατίας ή της Βουλής ή του ΣτΕ ή των ανώτατων δικαστηρίων, τι μπορεί να σημαίνει, με ποιο μέτρο να αξιολογηθεί ως προνόμιο ή καταδίκη;;;


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Τόσο οι φίλοι της χώρας μας (αν πραγματικά υπάρχουν) όσο και οι επίβουλοι, γνωρίζουν εμπεριστατωμένα την παρακμή μας – την αποδιοργάνωση και κωμική αναποτελεσματικότητα θεσμών και δομών της κρατικής μας συλλογικότητας. Κατά την ιστορική νομοτέλεια, «δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται» – όταν ξεριζωθεί και καταπέσει η περήφανη δρυς, καθένας, πέρα από αισθήματα και πειθαρχώντας στην ανάγκη, προσπαθεί να προσεταιριστεί, για δική του ωφέλεια, τα προϊόντα αποσύνθεσης του ατυχούς ή αδύναμου «φίλου» – συμμάχου του.

Χαρακτηριστική η πολιτική της κυρίας Μέρκελ μπροστά στο ενδεχόμενο πολεμικής σύρραξης Ελλάδας – Τουρκίας: Για λόγους που θα άξιζαν εμπεριστατωμένη ανάλυση, η ιστορική εμπειρία βεβαιώνει καταγωγικές (φυλετικού χαρακτήρα) τις ομοιότητες Τούρκων και Γερμανών – γι’ αυτό και αυτονόητη η συμμαχία τους σε πολέμους ή σε ειρήνη. Αντανακλάται στις συμπεριφορές και στη νοο-τροπία των δύο λαών κάτι από τα ορμέμφυτα της ορδής – όχι από το άθλημα των σχέσεων, όχι η αυτονόητη προτεραιότητα του συμφέροντος ή η χαρά της κοινωνίας. Είναι τεκμηριωμένα δεδομένο ότι οι γενοκτονίες Ελλήνων και Αρμενίων είχαν εκτελεστές τους Τούρκους, αλλά οργανωτές Γερμανούς επιτελικούς. Μιλάμε για απηχήσεις συλλογικών εθισμών (ή χαρακτήρων), όχι για τελεσίδικες αξιολογήσεις μεμονωμένων συμπεριφορών.

Σίγουρα υπάρχουν και σήμερα Γερμανοί που εκτιμούν τους σημερινούς Ελληνες με κριτήρια της φολκλορικής αποκλειστικά ελληνικότητας, εξυπηρετικής του εμπορικού τουρισμού. Ισως να ξαφνιάζει τους Γερμανούς και όση ελληνική ιδιαιτερότητα επιβιώνει στη χαρά της φαμίλιας, όταν συνάζεται σε «γιορτή». Πάντως, σίγουρα, αυθεντική «ελληνικότητα» λογαριάζουν οι Γερμανοί μόνο τη δική τους κατανόηση της Αρχαίας Ελλάδας – οι σύγχρονοι Ελληνες χρειάζονται στην Ε.Ε., γιατί πάντοτε η Ευρώπη θα έχει ανάγκη και από ταβερνιάρηδες, γκαρσόνια, χειρώνακτες, μαζί με τη φιοριτούρα ελάχιστων πανεπιστημιακών, για βιτρίνα.

Το τι ζητάει η Γερμανία από τη σημερινή Ελλάδα το κάνει πράξη πολιτική η κυρία Κεραμέως: Αγραμματοσύνη εφιαλτική των αποφοίτων Δημοτικού – Γυμνασίου και στη συνέχεια το «φροντιστήριο» να εμπεδώνει χρυσοπληρωμένη τη γνώση σαν χρηστικό εμπόρευμα. Από κοντά και η υπουργός Πολιτισμού κυρία Μενδώνη παλεύει να καταδείξει ότι πολιτισμός είναι η εμπορία των εντυπώσεων από το παρελθόν, η αφέλεια να κηρύττεις ότι το άγαλμα και ο ναός και η τραγωδία ήταν τα ευρήματα για να ψυχαγωγείται (να «χαλαρώνει») ο αρχαίος Ελληνας!

Οταν η φωτιά κατάπινε τη Notre Dame στο Παρίσι, τον Απρίλη του 2019, στο διάγγελμά του ο πρόεδρος Μακρόν είπε τη φράση: «Για μας τους Γάλλους η Παναγία του Παρισιού είναι η ψυχή μας»! Δεν είπε: «για τους θρησκευόμενους Γάλλους» ή «τους φιλότεχνους Γάλλους» ή «τους φιλίστορες Γάλλους» – είπε «για εμάς όλους τους Γάλλους». Ομως, όταν ο Ερντογάν βεβήλωσε χυδαία και με αδιάντροπο πρωτογονισμό την Αγια-Σοφιά και τη Μονή της Χώρας μεταλλάζοντας το (αρχιτεκτονικό και ζωγραφικό) ελληνικό στους αιώνες ποίημα σε τέμενος θρησκευτικής παιδαριωδίας, Κεραμέως και Μενδώνη επικαλούντο το «κύρος» της UNESCO για να αναχαιτίσουν την ασέλγεια!!

Δεν μοιάζει να υπήρξε ελλαδίτης πολιτικός, μετά τη μεταπολίτευση, που θα μπορούσε να πει τη φράση: «η Αγια-Σοφιά είναι η ψυχή μας των Ελλήνων» – και η φράση να σημαίνει κάτι διαφορετικό από έναν ψυχολογικό ρομαντισμό, μια γλυκερή πατριωτική αοριστολογία. Αρκεσαν σαράντα μόλις χρόνια, μετά τη δικτατορία 1967-1974, για να χάσουμε οι τώρα πια στοιχειωδώς ελληνόφωνοι τη συνείδηση της γλωσσικής μας συνέχειας, να παγιδευτούμε στη συγκεχυμένη άγνοια της ιστορικής μας αυτοσυνειδησίας, να ταυτίσουμε την ιστορική μας επιβίωση με μόνη την παραμονή μας στην Ε.Ε., έστω διαπομπευόμενοι συνεχώς και λαφυραγωγούμενοι από τους εταίρους μας.

Ποιος να τολμήσει να απαριθμήσει τις ανεπανόρθωτες καταστροφές που συνεπέφερε η υστερική μονομανία του «εξευρωπαϊσμού» μας, άτυπου αρχικά και θεσμοποιημένου μετά το 1981; Ολική και ανεπανόρθωτη πολεοδομική καταστροφή – δεν καταλαβαίνεις πια αν βρίσκεσαι στο Ρέθυμνο ή στην Καβάλα, στο Αγρίνιο ή στον Βόλο, Αττική πια δεν υπάρχει: το πιο ζηλευτό, έκπαγλο κομμάτι γης στη Μεσόγειο, έγινε σωστή κόλαση τριτοκοσμικής ακαλαισθησίας και αυθαιρεσίας του «ματσωμένου» πρωτογονισμού. Ολική γλωσσική καταστροφή με την εισαγωγή του μονοτονικού, απόσπαση του Ελληνισμού από τη γλωσσική του συνέχεια και ταυτότητα. Ολική κοινωνική αλλοτρίωση με την κατάλυση της αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας, της μονοεδρικής περιφέρειας.

Ολοκληρωτική αποβιομηχάνιση της χώρας, μεθοδική καταστροφή της εργοστασιακής παραγωγής σε Μαγνησία, Αργολίδα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο, Καλαμάτα, Αχαΐα, Κιλκίς, Ιωάννινα. Ολική καταστροφή της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας και της αξιολογικής αποτίμησης, χαριστικές συνταξιοδοτήσεις σε εξωφρενικά ποσοστά, ξεπούλημα κάθε κοινωνικής περιουσίας (αεροδρομίων, λιμανιών, οδικού δικτύου, ηλεκτροπαραγωγής). Το ελληνικό ελαιόλαδο, το ελληνικό βαμπάκι, η σταφίδα, τα αναρίθμητα ψαροκάικα που «κόπηκαν» σε καυσόξυλα γιατί το απαιτούσαν οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών. Και τελικά ο προγραμματικός υπερδανεισμός, η χρεοκοπία, είκοσι χρόνια φρίκης, στέρησης και διεθνούς χλευασμού, με υποθηκευμένα τα «χρυσαφικά» της πατρίδας – από τις αρχαιότητες ώς το απαρόμοιαστο κάλλος του ελληνικού τοπίου.

Σε αυτή τη σαδιστικά και διαστροφικά ατιμασμένη χώρα, τη λεηλατημένη από κάθε αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό, να σε έχουν διορίσει Πρόεδρο Δημοκρατίας ή της Βουλής ή του ΣτΕ ή των ανώτατων δικαστηρίων, τι μπορεί να σημαίνει, με ποιο μέτρο να αξιολογηθεί ως προνόμιο ή καταδίκη;

(*) Χρήστος Γιανναράς 

 ___________________________________________________________________

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

«Οι τρεις δυνάμεις του κακού»

Ο κορωνοϊός, απειλή εφιαλτική για την ανθρωπότητα σύμπασα, χωρίς εξαιρέσεις. Άγγιξε τον πλανητάρχη, καταπόνησε τον Βρετανό πρωθυπουργό, ταπείνωσε πολλές διεθνείς διασημότητες. Και θερίζει κάθε μέρα χιλιάδες ανθρώπινες, μοναδικές και ανεπανάληπτες υπάρξεις...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Ο κορωνοϊός, απειλή εφιαλτική για την ανθρωπότητα σύμπασα, χωρίς εξαιρέσεις. Άγγιξε τον πλανητάρχη, καταπόνησε τον Βρετανό πρωθυπουργό, ταπείνωσε πολλές διεθνείς διασημότητες. Και θερίζει κάθε μέρα χιλιάδες ανθρώπινες, μοναδικές και ανεπανάληπτες υπάρξεις. Ούτε ο πλούτος, ούτε η εξουσιαστική ισχύς, ούτε η φήμη και οι επιφανείς τίτλοι μπορούν να αναχαιτίσουν την άγρια επιβουλή. Εφιάλτης θανάτου βασανιστικού και προθανάτιας, ανελέητης μοναξιάς, της πιο απόλυτης. Ούτε βλέμμα ούτε νεύμα για να ακουμπήσει κάπου η (έτσι και αλλιώς ασυντρόφευτη) αγωνία του τέλους.

Η πανανθρώπινη εμπειρία του άγριου τρόμου της απειλής δικαιολογεί ως επιγέννημα (διαχρονικό και πανανθρώπινο) την πλασματική θρησκευτικότητα. Είναι αδήριτη αναγκαιότητα, ορμέμφυτη στη φύση του ανθρώπου, η θρησκεία: Να γαντζωθεί ο άνθρωπος σε μια υπερβατική ελπίδα ότι μπορεί και να νικηθεί η νομοτέλεια, να γίνει πιθανό το αδύνατο.

Ποια είναι τα όπλα της θρησκείας, πώς επιβάλλεται στον άνθρωπο; Οπλα της είναι «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος», βεβαιώνει ο Ντοστογιέφσκυ. Και τα τρία μαζί μπορούν να χαρίσουν στον άνθρωπο ελπίδα, πέρα από τη λογική και τις αισθητές βεβαιότητες. Γιατί όμως ο Χριστιανός Ντοστογιέφσκυ, καύχημα της Εκκλησίας, βεβαιώνει ταυτόχρονα ότι «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος» είναι «οι τρεις δυνάμεις του κακού» στον κόσμο και στην Ιστορία; Γιατί «δυνάμεις του κακού» τα όπλα της θρησκείας;

Επειδή, εξηγεί ο Ντοστογιέφσκυ, «μόλις ο άνθρωπος αρνηθεί το θαύμα, θα αρνηθεί παρευθύς και τον Θεό… Δεν ζητάει τόσο τον Θεό όσο τα θαύματα… δεν έχει τη δύναμη να μείνει δίχως θαύματα, δημιουργεί αμέσως για τον εαυτό του θαύματα τσαρλατάνων».

Και προχωράει την ανάλυσή του ο Ντοστογιέφσκυ: «Δεν κατέβηκε ο Χριστός από τον σταυρό όταν τον προκαλούσαν περιγελώντας τον και λοιδορώντας τον οι σταυρωτές του. Δεν κατέβηκε, επειδή δεν θέλησε να υποδουλώσει τον άνθρωπο με το θαύμα. Ήθελε την ελεύθερη πίστη – εμπιστοσύνη του ανθρώπου… Αξία έχει η ελευθερία της απόφασης: η αγάπη, όχι το μυστήριο ούτε το κύρος. Στο μυστήριο και στο κύρος υποτάσσεσαι τυφλά, υποχρεωτικά, ακόμα και ενάντια στη συνείδησή σου». («Αδελφοί Καραμάζοφ» 2, 5, V).

Αν ο Χριστός κατέβαινε από τον σταυρό, θα έπαυε να υπάρχει άνθρωπος, ύπαρξη ελεύθερη να πει «ναι» ή «όχι» στην Αιτιώδη Αρχή της, στον πλαστουργό της. Η ιλιγγιώδης μεγαλοσύνη του ανθρώπου είναι, ακριβώς, η υπαρκτική ελευθερία του, η αυτοπροαίρετη κατάφαση ή απόρριψη του τριαδικού πρωτοτύπου της ζωής – του Θεού που δεν «έχει» αγάπη, αλλά «είναι» αγάπη, υπάρχει όχι ως αιτιώδης αναγκαιότητα, αλλά ως ελευθερία προσώπου, «πατρική», «υική», «παρακλητική».

Ο Ντοστογιέφσκυ είναι ακατανόητος στη σημερινή ελλαδική κοινωνία, διότι η Εκκλησία έχει πάψει, πολλές δεκαετίες τώρα, να είναι τρόπος της ύπαρξης και θέλει να είναι μόνο μια διδαχή συμπεριφοράς. Υποκύπτοντας στον κυρίαρχο εκπροτεσταντισμό (στα πλαίσια του μικρονοϊκού, μιμητικού «εξευρωπαϊσμού» της ελλαδικής κοινωνίας) η ελλαδική Εκκλησία σαρκώνει έναν διδακτισμό και νομικισμό, που κραυγάζει τη μακάβρια αλλοτρίωσή της, την ολοκληρωτική θρησκειοποίησή της. Παντού κήρυγμα, κήρυγμα, ιδεολογικές ντιρεχτίβες και δεοντολογία συμπεριφοράς, πανομοιότυπα όπως στο ΚΚΕ. Μοιάζει να έχει ολότελα ξεχαστεί ότι η γνώση στην Εκκλησία κατορθώνεται με την εμπειρία μετοχής, «ανεπαισθήτως»: όπως η γνώση της μητρικής αγάπης, της πατρικής προστασίας, της συναρπαγής του έρωτα, όπως η εκ-στατική προφάνεια της Τέχνης. Στην Εκκλησία δεν έχει θέση η κατοχύρωση του εγώ με αρεταλογική ορθοπραξία, με βαθμολογούμενη – μετρητή πειθάρχηση σε νόμους και εντολές, η καμουφλαρισμένη έπαρση του τηρητή νομικών διατάξεων. Είναι «βασιλεία του Θεού» η Εκκλησία, όπου μας «προάγουν» (χειραγωγούν) οι τελώνες, οι πόρνες, οι ληστές, πρωτοπόροι της αυτοπαραίτησης, όχι προσκοπάκια της «καλής πράξης κάθε μέρα».

Ζούμε μια δραματική δοκιμασία σήμερα, στους ναούς της ελλαδικής επικράτειας, πληρώνουμε τίμημα ακριβό θρησκειοποίησης του εκκλησιαστικού γεγονότος:

Πολλοί, πάρα πολλοί από τους εκκλησιαζόμενους, έχουν αρράγιστη την (ψυχολογική) βεβαιότητα ότι ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας δεν είναι δυνατό να μεταδίδουν τον θανατηφόρο ιό COVID-19, τον «κορωνοϊό». Εχουν ακούσει αναρίθμητα κηρύγματα «χριστιανικής» συμπεριφοράς, αλλά μάλλον δεν άκουσαν ποτέ τίποτα για τον τρόπο ύπαρξης που συνιστά την Εκκλησία.

Δεν πληροφορήθηκαν ποτέ ότι ο «καθαγιασμός» του άρτου και του οίνου στην Ευχαριστία δεν μεταβάλλει την κτιστή φύση σε άκτιστη, αλλάζει τον τρόπο της ύπαρξης. Το υλικό σώμα (σάρκα και αίμα) του ιστορικού Ιησού δεν «μετουσιώθηκε» σε άκτιστο – τη θεωρία της «μετουσίωσης» (transubstantiatio) την εφεύρε η φιλοσοφικά υπανάπτυκτη, πρώιμη μεσαιωνική Δύση, που έκανε από τον άρτο «όστια». Η Εκκλησία πάντοτε μαρτυρεί και κηρύττει ότι το υλικό σώμα του Χριστού σάρκωσε τον τρόπο της υπαρκτικής ελευθερίας του Ακτίστου. Ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας δεν «μεταλλάσσονται» μαγικά σε άφθαρτη ύλη. Πραγματώνουν, ως φθαρτή ύλη, τον τρόπο (αγαπητική κένωση) της υπαρκτικής ελευθερίας.

Αυτά με τη γραφίδα ενός αναρμόδιου, χωρίς το παραμικρό κύρος, με το ρίσκο να αδικεί ή να ζημιώνει τα όσα τον υπερβαίνουν. Θα προσθέσω ωστόσο, μια έκκληση: Ας βρισκόταν ένας, έστω μοναδικός και ασυντρόφευτος επίσκοπος, όχι «παιδαγωγός», που να επαναφέρει τη λειτουργική πρακτική των πρώτων χριστιανικών αιώνων: Να κοινωνούν οι πιστοί με τεμάχιο εμβαπτισμένου στον οίνο άρτου, που ο λειτουργός θα αποθέτει με λαβίδα στην παλάμη τους.

(*) Χρήστος Γιανναράς
_______________________________________________________

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Κάνε δική σου, αναγνώστη, την κραυγή


«Έλληνες αεί παίδες» – είναι το κουσούρι που μας συνοδεύει σε τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια Ιστορίας. Μετράμε και δεν λογαριάζουμε: Μέσα σε μια μόνο γενιά, πόση προδοσία εισπράξαμε οι σημερινοί Έλληνες από «συμμάχους» μας, πόση ανατριχιαστική αδικία...

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Ας μην παριστάνουμε τους αφελείς: Όταν οι Τούρκοι μιλάνε για «γαλάζια πατρίδα», απαιτούν να μοιραστούμε μαζί τους το Αιγαίο. Πήραν την άδεια, το 1922, να ξεκληρίσουν τον Ελληνισμό της Μικρασίας, του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης – βρωμοδουλειά, προκειμένου να εξαλειφθεί, ανεπίστρεπτα, ο εφιάλτης των Δυτικοευρωπαίων («συμμάχων» του Ελληνισμού!): το χλευαστικώς λεγόμενο «Βυζάντιο».

Πνίγηκε στο αίμα η Ιωνία, παραδόθηκε στον ισλαμικό πρωτογονισμό η μήτρα των ελληνικών καταβολών της ανθρώπινης Φιλοσοφίας, Τέχνης, Θεάτρου, Πολιτικής, για να εξαλειφθεί κάθε ενδεχόμενο ιστορικής επιβίωσης του μισητού στη Δύση αυτοκρατορικού Ελληνισμού. Εξασφάλισαν οι Δυτικοευρωπαίοι την άφιξη και μόνιμη εγκατάσταση των Τούρκων στην ανατολική όχθη του Αιγαίου – αντικρίζουν το Αιγαίο οι Τούρκοι, δεν τους ανήκει. Με τη μακάβρια (για τις ευρωπαϊκές της επιπτώσεις) Συνθήκη της Λωζάννης, τους παραχωρήθηκαν, ως κατευναστικό, η Ιμβρος και η Τένεδος, με την υποχρέωση να αντιπαρέχουν αυτοδιοίκηση στον γηγενή εκεί ελληνικό πληθυσμό. Ανάλογη υποχρέωση είχαν αναλάβει και για την πλήθουσα ελληνική κοινωνία της Κωνσταντινούπολης. Στα χαρτιά.

Οι Τούρκοι δεν ξέρουν να σέβονται διεθνείς συνθήκες, να τηρούν διεθνείς δεσμεύσεις, συμφωνημένο ορθολογισμό συμπεριφοράς. Προέχει πανίσχυρος ο πρωτογονισμός της θρησκευτικής, κατά προέκταση και της πολιτικής ειδωλοποιίας: ο θρησκευτικός και ο πολιτικός ηγέτης είναι τα είδωλα της μάζας. Ο Κεμαλισμός αποδείχθηκε βραχύβια παρένθεση εξευρωπαϊσμού, και η επανάκαμψη (ραγδαία και θριαμβική) της θρησκοληψίας θωράκισε το τουρκικό, ιστορικό «παράδοξο». Ποιο «παράδοξο»; Ακόμα και μια απλοϊκή θρησκεία χωρίς μεταφυσική, όταν σώζει τη νοο-τροπία ενός αυτοκρατορικού παρελθόντος, πετυχαίνει να λειτουργεί στη διεθνή σκακιέρα σαν υπερδύναμη. Όποιος δεν το αντιλαμβάνεται ως αυτονόητο, ας μην το ψάχνει, είναι μάταιο.

Να το ξαναπούμε: Η παρένθεση του Κεμαλισμού έδειξε, πόσο εύθραυστη (άχρηστη) φιοριτούρα ήταν για τους Τούρκους ο «εξευρωπαϊσμός» τους. Τώρα, μπορούν πια να μιλάνε απερίφραστα – όχι με προσχήματα ή εκφοβιστικές απειλές. Είναι γι' αυτούς η ώρα της μεγάλης ευκαιρίας, την ετοίμαζαν χρόνια: Μπορούν πια να προκαλούν ή να εκβιάζουν άνετα τις ΗΠΑ, τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις, τη Ρωσία. Κρατάνε εξαρτημένους τους παράγοντες διαμόρφωσης των διεθνών συσχετισμών ισχύος.

Πώς απαντάει η Ελλάδα, πώς αμύνεται; Ο τουρκικός πολεμικός στόλος οργανώνει θεαματικές επιδείξεις υπεροπλίας στην καρδιά του Αιγαίου και στο ελληνικό Κοινοβούλιο η «ηγεσία» της χώρας μαλλιοτραβιέται σε σκυλοκαβγά, για τα ποσοστά της εύνοιας, που κάθε κυβέρνηση χαρίζει στις κτηνωδέστερες εκφάνσεις σεξουαλικών διαστροφών. Ανοίξτε ένα, οποιοδήποτε ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι, για δέκα λεπτά: Θα καταλάβετε, γιατί η ελλαδική κοινωνία έχει μετρημένες τις μέρες της, λειτουργεί σε επίπεδο υπανθρώπων και υποκόσμου, παραιτημένη ακόμα και από το τι σημαίνει «ανθρωπιά του ανθρώπου», αξιοπρέπεια, ευπρέπεια, αυτοσεβασμός. Στη βιτρίνα της.

Δεν είναι δυνατό, ούτε λογικά ούτε ιστορικά – πραγματιστικά εφικτό, να επιβιώσει ένα κράτος, όταν εξαρτά την ύπαρξή του και τη συνέχειά του από τη στήριξη που ελπίζει να του προσφέρουν οι σύμμαχοί του. Και μάλιστα, όταν αυτοί οι «σύμμαχοι» είναι εξίσου (ή και επιδεικτικά εγγύτεροι) σύμμαχοι με τον εχθρό, τον επίβουλο της ιστορικής μας ύπαρξης και συνέχειας. Είναι περίπου κωμικό ή και μικρονοϊκά αφελές, να ελπίζει η σημερινή Ελλάδα ότι θα βρει το δίκιο της (προστασία από την ξέφρενη αρπαχτική αυθαιρεσία των Τούρκων) εκλιπαρώντας για «φιλία» τους επιδεικτικά τουρκόφιλους Γερμανούς ή τις εκάστοτε ηγεσίες του αμερικανικού Πενταγώνου. Και είναι εντελώς παρανοϊκό, να περιμένει η σημερινή Ελλάδα ότι θα βρει το δίκιο της στο «Δικαστήριο της Χάγης», στο «Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας» ή στο αντίστοιχο για τα «Ανθρώπινα Δικαιώματα».

«Ελληνες αεί παίδες» – είναι το κουσούρι που μας συνοδεύει σε τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια Ιστορίας. Μετράμε και δεν λογαριάζουμε: Μέσα σε μια μόνο γενιά, πόση προδοσία εισπράξαμε οι σημερινοί Ελληνες από «συμμάχους» μας, πόση ανατριχιαστική αδικία. Πιστέψαμε ότι συγκροτούσαμε μαζί τους κοινό μέτωπο του «ελεύθερου κόσμου»: Με χιλιάδες νεκρούς, πολεμήσαμε οι Ελληνες τον ιταλικό φασισμό, τον γερμανικό ναζισμό, τον σταλινικό εφιάλτη – σπείραμε κορμιά ως την Κορέα. Τί κερδίσαμε; Η μισή Κύπρος δεν είναι πια ελληνική ούτε η Βόρεια Ήπειρος. Δεν τολμάμε να οριοθετήσουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 Ναυτικά Μίλια, όπως δικαιούμαστε. Δεν διαφεντεύουμε, πολλά χρόνια τώρα, ούτε τον Εναέριο Χώρο των 10 Μιλίων, τον αυτονόητο. Τα στρατηγικότερα λιμάνια της χώρας, όλα τα αεροδρόμια, τα τρένα, το οδικό δίκτυο, οι Τράπεζες, η οργάνωση της Αγοράς έχουν παραχωρηθεί (φυσικά, ερήμην της βούλησης των πολιτών) σε δυνάμεις «συμμαχικές» μεν, αλλά στυγνής κατοχής.

Η μεθοδική υπερχρέωση μιας χώρας και η «αυτονόητη» υπαγωγή της σε καθεστώς ασφυκτικής οικονομικής υποτέλειας («επιτροπείας») από διεθνείς τοκογλύφους, έχει αλλάξει ριζικά το νοηματικό και εμπράγματο περιεχόμενο λέξεων όπως: πολίτης, πολιτεία, πολιτική, ελευθερία, δημοκρατία, αυτοδιαχείριση, αξιοπρέπεια, κοινοβούλιο, εκλογές. Τις αποφάσεις για τις τύχες της κρατικής υπόστασης του Ελληνισμού τις παίρνουν, αυτονοήτως, οι δανειστές μας. Το πόσα νησιά του Αιγαίου θα «παραχωρηθούν», κάποια στιγμή, στην Τουρκία, δεν το ξέρουμε – όπως δεν ξέραμε το πού θα σταματούσε στην Κύπρο ο «Αττίλας». Ο «Αττίλας» παγιώθηκε, όχι χάρη στην τουρκική υπεροπλία, αλλά επειδή οι Έλληνες «θέλουμε να γίνουμε Ευρωπαίοι, για να γίνουμε, επιτέλους, άνθρωποι!» (Καραμανλής), ενώ οι Τούρκοι θέλουν, πριν από όλα, την περηφάνια τους να είναι Τούρκοι.

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Σύνταγμα όχι από δωσιλόγους

του Χρήστου Γιανναρά*
Για πρώτη φορά ένα όνομα, με κατακτημένη ευφημία στον πολιτικό στίβο, έρχεται να προστεθεί στις φωνές της κοινωνικής αγωνίας που ζητούν «επανεξέταση», «αναμόρφωση» του Συντάγματος. Αλλά όχι από τους βουλευτές αναθεώρηση, όχι από τις συντεχνίες συμφερόντων σε ρόλο σήμερα κομμάτων. Στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο της «Κ» ο Στέφανος Μάνος έγραψε: «Ασφαλώς χρειάζεται αναθεώρηση το Σύνταγμα. Μέσα στις διατάξεις του κρύβονται πολλές από τις αιτίες των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε σήμερα...... 

Νεκροφιλίας διαιώνιση

Η ελλαδική οικογένεια στέλνει τα παιδιά της στο σχολείο, όχι για να έχουν είσοδο στην έμπρακτη κοινωνία της ζωής και της γνώσης, όχι για να μάθουν τη χαρά της συνύπαρξης, της φιλίας, τη χαρά να μοιράζονται, να γοητεύονται από το καινούργιο, να ψάχνουν το άγνωστο, να ανακαλύπτουν το μοναδικό. Τίποτε από αυτά. Το ελληνόπουλο πηγαίνει στο σχολείο για να εξασφαλίσει «εφόδια», «χρήσιμη μάθηση», τον «εξοπλισμό» με γνώση που εξασφαλίζει χρήματα, ευζωία. Να πάρει το παιδί, τελικά, ένα «χαρτί» που θα το γλιτώσει από τη χειρωναξία....


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

«Τ​​​​α παιδιά να πηγαίνουν μία ώρα αργότερα το πρωί στο σχολείο»!

Ποιος να τολμήσει αντίρρηση ή κριτική στον λαϊκισμό της «διευκόλυνσης»; Πρόκειται για «εύρημα» ιδιοφυές, προεκλογικό μπουναμά άκρως εντυπωσιακόν. Δεν στοιχίζει τίποτα στο κράτος, ενώ φαντάζει σαν «προοδευτική ανοιχτομυαλιά».

Αν κάποιος ψελλίσει αμφισβήτηση της «λογικής» του «ευρήματος», αν θυμίσει τη μακροβιότατη πείρα παιδαγωγίας που αρνείται τις «διευκολύνσεις» (πείρα κοινωνιών που ονειρευόμαστε οι τριτοκοσμικοί να μπορούσαν τα παιδιά μας να σπουδάσουν εκεί), αν τολμούσε κάποιος να υπομνήσει τον «ασκητικό» χαρακτήρα της σπουδής, θα εισπράξει μόνο χλεύη και ρετσινιές. Η κορυφαία ελευθερία της αυτοκυριαρχίας, η ασκητική των εθελούσιων αυτοπεριορισμών, δεν συνταιριάζει με την ηδονική κολακεία της ενστικτώδους ροπής προς τη ραστώνη.

Ο λαϊκισμός των «διευκολύνσεων» έχει ρημάξει το ελληνικό σχολειό τα τελευταία σαράντα τέσσερα χρόνια. Προσφέρει: άλλοτε λιγότερο χρόνο παραμονής στο σχολείο, άλλοτε κατάργηση κάθε αξιολόγησης ή σχετικοποίηση της βαθμολογίας. Κατασυκοφάντηση της αριστείας - άμιλλας ή υποκατάσταση του διαγωνίζεσθαι με παιγνιώδεις επιλογές: ποιο το σωστό - ποιο το λάθος. Αμετρη αύξηση (κωμική) των «επιτρεπόμενων» απουσιών ή και κατάργηση κάθε εποπτείας και κριτικής αξιολόγησης των διδασκόντων. Τέτοιου είδους «διευκολύνσεις» και άπειρες ανάλογες είναι ο «κοινός τόπος» εκπαιδευτικής πολιτικής όλων, μα όλων των ελλαδικών κυβερνήσεων και κομμάτων. Δεν υπάρχει διαφοροποίηση της πολιτικής, όταν πρόκειται για την Παιδεία. Οι «διευκολύνσεις» συνιστούν την «προοδευτική» εκπαιδευτική πολιτική.

«Προοδευτική» πολιτική χαρακτηρίζεται στην Ελλάδα, τελεσίδικα, αυτή που διαμορφώνεται από την ιδεολογία του Ιστορικού Υλισμού – των μαρξιστών ή των «Αγορών». Ετσι, από το νηπιαγωγείο ώς και το διδακτορικό, η παιδεία στην Ελλάδα είναι χρηστική: Η ελλαδική οικογένεια στέλνει τα παιδιά της στο σχολείο, όχι για να έχουν είσοδο στην έμπρακτη κοινωνία της ζωής και της γνώσης, όχι για να μάθουν τη χαρά της συνύπαρξης, της φιλίας, τη χαρά να μοιράζονται, να γοητεύονται από το καινούργιο, να ψάχνουν το άγνωστο, να ανακαλύπτουν το μοναδικό. Τίποτε από αυτά. Το ελληνόπουλο πηγαίνει στο σχολείο για να εξασφαλίσει «εφόδια», «χρήσιμη μάθηση», τον «εξοπλισμό» με γνώση που εξασφαλίζει χρήματα, ευζωία. Να πάρει το παιδί, τελικά, ένα «χαρτί» που θα το γλιτώσει από τη χειρωναξία.

Ο Ιστορικός Υλισμός (των μαρξιστών ή των «Αγορών», το ίδιο κάνει) είναι, στο σημερινό Ελλαδιστάν, εκπαιδευτικός μονόδρομος. Ισως στη διαχείριση της Οικονομίας να παραλλάζουν (σπανιότατα) οι πρακτικές και να ξαφνιάζουν – κάποιες κοινωνικές ευαισθησίες του πρεσβύτερου Καραμανλή είχαν ξενίσει σαν «σοσιαλμανία»! Στην Παιδεία δεν παραλλάζει τίποτα, ποτέ – δεν τολμάει κανένας απόκλιση από τον μονόδρομο της χρηστικότητας και ωφελιμοθηρίας. Γι’ αυτό και δεν διέφεραν στην πολιτική τους η Γιαννάκου από τον Κακλαμάνη, ο Σουφλιάς από τον Αρσένη, ο Στυλιανίδης από τον Ευθυμίου. Ολοι ίδιο λάβαρο: τη χρησιμοθηρία.

Είναι η αιτία που παραμένουν ίδια πάντοτε και ανεπίλυτα τα εξευτελιστικά του εκπαιδευτικού μας «συστήματος» αδιέξοδα: Παγκόσμια αποκλειστικότητα, το φροντιστήριο να είναι το έργο και το σχολείο το πάρεργο. Η στείρα απομνημόνευση να υποκαθιστά την κριτική σκέψη. Στα πανεπιστήμια να στρατωνίζονται οι κομματικές νεολαίες, η χυδαιότητα των κομματικών συμφερόντων.

Παγιδευμένα στον ιστορικο-υλιστικό μονόδρομο της χρηστικότητας τα κόμματα, όλα, δεν σοκάρονται ούτε από το γεγονός ότι, εξόφθαλμα και προκλητικά, το σχολείο στην Ελλάδα ετοιμάζει βανδάλους. Με τον σουγιά, με το σπρέι, τον μαρκαδόρο, τη βαριοπούλα, το ελληνόπουλο καταστρέφει το σχολειό του, το πανεπιστήμιό του, τον αστικό περίγυρο, ανδριάντες, προτομές, ορθομαρμαρώσεις – κάθε τι «δημόσιο» που έμαθε να το θεωρεί εχθρικό, μισητό. Σαράντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Και κανένας ποτέ υπουργός Παιδείας, κανένα προεκλογικό πρόγραμμα κόμματος, κανένα κανάλι κρατικό ή ιδιωτικό δεν τόλμησε ποτέ το ερώτημα: Γιατί αυτή η ωμή βαρβαρότητα, γιατί, σε τόσο παρατεταμένο χρονικό διάστημα, τόσος αυτοκαταστροφικός μηδενισμός;

Τις πιο μακάβριες επιδόσεις νεκροφορίας τις διεκδικεί σήμερα ο Κώστας Γαβρόγλου. Η περίπτωσή του δεν συζητιέται, έχει αυτοεξαιρεθεί ακόμα και από το πεδίο τού από πεποίθηση ιστορικο-υλιστή ιδεολόγου, μοιάζει, όπως και ο Τσίπρας, ο εν ψυχρώ εκτελεστής εντολών. Η απίστευτη «κωλοτούμπα» που τους τίναξε από τη «ριζοσπαστική» (όχι οποιανδήποτε) «Αριστερά» στο ανθρωπολογικό είδος του λακέ των «Αγορών», με μοναδικό αντίδοτο λίγο διαρκέστερη ηδονή της εξουσίας, αυτή η μεταστροφή τούς έχει τελειώσει. Αν συντηρηθεί η αναφορά στο όνομά τους, θα είναι μόνο για να εικονογραφείται η εμπειρική πιστοποίηση ότι ο Ιστορικός Υλισμός είναι Ιανός διπρόσωπος.

Τελικά, το πιο απελπιστικό από όλα είναι ότι αυτή την πραγματικότητα καταδίκης σε πνιγμό της ελληνικής κοινωνίας ετοιμάζεται να τη διαιωνίσει νομοτελειακά ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Δεν έχει καμία αντιπρόταση για την Παιδεία ούτε τολμάει να ψελλίσει ποιον, τελευταία στιγμή, θα ορίσει υπουργό.
 ______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

«Για Καστελλόριζα να μιλούμε τώρα!...»

Κυβέρνηση και αντιπολίτευση καθηλωμένες στο μόνο είδος πολιτικής που γνωρίζουν: στο παιχνίδι των εντυπώσεων. Κάθε Δελτίο Ειδήσεων της ΕΡΤ1 είναι μια μονότονη, χιλιοφθαρμένη και εντελώς μικρονοϊκή μάχη εντυπώσεων. Ο εφιάλτης καραδοκεί σε δευτερόλεπτα, αλλά το Δελτίο Ειδήσεων θέλει μόνο να κερδίσει τις εντυπώσεις – όχι στο εξωτερικό, τους κομματικούς οπαδούς τούς εγχώριους θέλει να πείσει.


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Μια πολεμική σύρραξη στο Αιγαίο μοιάζει προετοιμασμένη και αναπότρεπτη. Σχεδόν προκαθορισμένο και το αποτέλεσμα: μια ακόμα συρρίκνωση του Ελληνισμού εδαφική, θαλάσσια και πληθυσμική.

Κυβέρνηση και αντιπολίτευση καθηλωμένες στο μόνο είδος πολιτικής που γνωρίζουν: στο παιχνίδι των εντυπώσεων. Κάθε Δελτίο Ειδήσεων της ΕΡΤ1 είναι μια μονότονη, χιλιοφθαρμένη και εντελώς μικρονοϊκή μάχη εντυπώσεων. Ο εφιάλτης καραδοκεί σε δευτερόλεπτα, αλλά το Δελτίο Ειδήσεων θέλει μόνο να κερδίσει τις εντυπώσεις – όχι στο εξωτερικό, τους κομματικούς οπαδούς τούς εγχώριους θέλει να πείσει.

Για τις εντυπώσεις δουλεύει (αόκνως, να το παραδεχθούμε) και ο υπουργός Εξωτερικών: ταξιδεύει ακατάπαυστα. Θέλει να πείσει τους πάντες ότι η Ελλάδα τηρεί, ενώ η Τουρκία παραβιάζει, ένα Διεθνές Δίκαιο που… δεν υπάρχει! Θα μπορούσε, ελλείψει κοινά παραδεκτού Διεθνούς Δικαίου της θάλασσας, ο Ελληνας υπουργός να μιλάει τη γλώσσα της Ιστορίας, που είναι αναγκαστή κατά πάντων. Το αποφεύγει τόσο επιμελημένα, ώστε δίνει την εντύπωση ότι, για να του δοθεί το χαρτοφυλάκιο των Εξωτερικών, βεβαίωσε (μάλλον μεθ’ όρκου) την απόλυτη αποφυγή επίκλησης της Ιστορίας.

Μια δικαιολογία θα μπορούσε ίσως να υπάρξει: Οτι κάθε επίκληση ιστορικών δεδομένων θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου: Στο εσωτερικό του Ελλαδιστάν, αποκαλύπτοντας επιφανείς Εφιάλτες να έχουν στερεωθεί στις συνειδήσεις σαν ινδάλματα, στο δε ευρωπαϊκό επίπεδο την ατιμία και τη δολιότητα να ταυτίζονται με την «πεφωτισμένη» πολιτική που γέννησε ο Διαφωτισμός. Είναι πάντως θανατηφόρο να παρακάμπτεται η Ιστορία προκλητικά για χάρη επικαιρικών σκοπιμοτήτων, «δίχως αιδώ ή λύπην».

Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με οδυνηρότατο τίμημα εμφύλιου σπαραγμού, η Ελλάδα τάχθηκε με τους Αγγλογάλλους, που τελικά ήταν οι νικητές, οι Τούρκοι με τους Γερμανούς που ήταν οι νικημένοι. Η Ελλάδα έχασε τη Μικρασία, τον Πόντο, την Ανατολική Ρωμυλία, πανάρχαιες κοιτίδες του πολιτισμού της, λάφυρα της οθωμανικής βαρβαρικής απληστίας. Ακόμα πιο προκλητικός ο αμοραλισμός της Δύσης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: Χαμένη για την Ελλάδα η Κύπρος, Ιμβρος, Τένεδος, Βόρεια Ήπειρος, καλομαθημένο παιδί της Δύσης η Τουρκία, κατάφωρη προτίμηση των Δυτικών.

Ισως να ενεργεί με ρεαλισμό σήμερα ο υπουργός των Εξωτερικών παρακάμπτοντας την Ιστορία. Διακόσια χρόνια «αυτοδιοίκητου» κρατικού βίου μάλλον συνηγορούν με τη σολωμική απαισιοδοξία: «σαν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά». Πάντως, όσο ξεπεσμένοι (αμελητέοι) κι αν είμαστε («στις πανελλήνιες, με γνώσεις τρίτης γυμνασίου παίρνεις τη φοιτητική ιδιότητα!» – «Κ» 28.8.2020) η κατάτμηση του «εθνικού» μας κράτους των Ελληνωνύμων, για να δοθούν μπουναμάδες σε γειτόνους μας, είναι μόνιμη απειλή, δηλαδή αδιάκοπη αγωνία πολέμου.

Την απειλή τη ζουν ως αγωνία οι λίγοι Καστελλοριζιοί, όσοι κάτοικοι απομένουν στη Λήμνα, η ελληνική μειονότητα στο θρασύτατο τουρκικό βιλαέτι της Δυτικής Θράκης. Οι υπόλοιποι Ελληνώνυμοι συνεχίζουμε να ηδονιζόμαστε με το «σασπένς» του εθνικού μας τζόγου: Πώς «την έφερε» στον Μητσοτάκη ο Τσίπρας, με ποιο τέχνασμα εξουδετέρωσε την πονηριά του Τσίπρα ο Μητσοτάκης!

Αν θέλαμε να επιβιώσουμε ιστορικά ως συλλογικότητα, θα ήταν, και πάλι σήμερα, διαφορετικά τα αντανακλαστικά μας: Θα είχε άλλη στελέχωση το υπουργείο Εξωτερικών. Θα είχαν κληθεί τουλάχιστον δύο «κλάσεις» εφέδρων σε επιστράτευση. Θα είχαν κοπεί στο μισό, για δύο μήνες, οι αμοιβές κρατικών λειτουργών που υπερβαίνουν τα 1.000 ευρώ, για να αγοραστούν πολεμικά αεροσκάφη. Απλοϊκά «σημεία».

Οσο την άμυνα της πάτριας γης και θάλασσας την εκλιπαρούμε από διεθνείς προσχηματικούς οργανισμούς και αποδεδειγμένης αναξιοπιστίας κυβερνήσεις, σε κάποια ελληνικά νησιά, λογικότατα, οι κάτοικοι βουβοί θα ετοιμάζουν μπογαλάκια. Ο εφιάλτης της Αμμοχώστου, της Κερύνειας, της Μόρφου, της μισής Λευκωσίας, είναι εμπειρία νωπή. Και τα κανάλια, όλα, καθρέφτης της δικής μας κρατικής ολιγόνοιας και μωροφιλόδοξης ευπιστίας.

Βλασταίνει από νωπές εμπειρίες ο πανικός. Ολοι έχουμε ακόμα στα μάτια μας την εικόνα του στρουμπουλής καλοκαγαθίας παραχωρητή του ονόματος «Μακεδονία» σε φυλετικά ρετάλια εισβολέων – πώς θρηνολογούσε τότε η αντιπολίτευση για την ιστορική βλασφημία, και πώς την αποσιώπησε όταν έγινε κυβέρνηση!

«Επεισόδιο» στις θάλασσές μας θα σημαίνει: να επαναληφθεί «εν σμικρώ» ό,τι προηγήθηκε στη Μικρασία, στον Πόντο, στην Ανατολική Θράκη, στην Ιμβρο, στην Τένεδο, στη Βόρεια Κύπρο. Σε κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές, κάποιοι ελληνώνυμοι, απολύτως σίγουροι για την κατοχυρωμένη αμνήστευσή τους, αντάλλαξαν την ολιγοήμερη διεθνή υπουργική προβολή τους με το ανεξίτηλο στίγμα της ατιμίας. Ανταλλαγή άνετη, χωρίς ενδοιασμούς και τύψεις, όπως παντού σήμερα στις «προοδευτικές» (συνεπούς μηδενισμού και αμοραλισμού) κοινωνίες.

Εξάλλου, τα σύνορα σήμερα τα προσδιορίζουν οι Αγορές, όχι η κοινωνική Ιστορία. Τα εδάφη «παραχωρούνται» όπως ξεπουλιούνται και οι κοινωνικές δομές του κράτους στο ρουσφέτι ή τα δημόσια αξιώματα σε πλειοδότες «ενίσχυσης» των κομμάτων. Μην ξεχνάμε: ο πρωθυπουργός κομματάρχης διορίζει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής, του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου, τις ηγεσίες των Ενόπλων Δυνάμεων.

«Για Καστελλόριζα να μιλούμε τώρα!..».

___________________________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Για να συνεχίσει να υπάρχει κράτος | του Χρήστου Γιανναρά

Η προεκλογική, μανιασμένη αντιμαχία αφορά μόνο λωποδυσίες κομμάτων και κομματανθρώπων, χρηματισμό τους από τον διεθνή ή εγχώριο υπόκοσμο, κρατικές προμήθειες από το παρεμπόριο – η αμοιβαία κατασπίλωση παραμένει, πάντοτε και εκ του ασφαλούς, στο πεδίο της πρόκλησης εντυπώσεων...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Περίοδος προεκλογική. Και όσοι αλληλομαχούν για τη νομή της εξουσίας, δεν ενδιαφέρονται να εμφανίσουν έστω και ίχνη πολιτικού προγράμματος, πρόθεση μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών, κάποια, προσχηματική έστω, ανησυχία για κοινωνικά προβλήματα. Μοιάζει αυτονόητο ότι οι εκλογές γίνονται μόνο για να κερδηθεί η εξουσία και η εξουσία κερδίζεται μόνο αν κερδηθούν οι εντυπώσεις.

Γι’ αυτό και μανιασμένη η ανταλλαγή απαξιωτικών χαρακτηρισμών, η προσπάθεια να σπιλωθούν οπωσδήποτε οι αντίπαλοι, έστω με αοριστολογίες και υπονοούμενα εγκλήματα καταλήστευσης του κοινωνικού χρήματος. Αδίστακτος πόλεμος εντυπώσεων.

Το πιο ποταπό και αηδές είναι ότι η αντιμαχία έχει δεδομένη, θεσμικά-νομικά εξασφαλισμένη, την ατιμωρησία κάθε εγκλήματος των αντιμαχομένων – οπωσδήποτε κάθε πολιτικού (κοινωνικού) κακουργήματος, αλλά και κάθε ποινικού (αν υπερβαθούν κάποιες κωμικές προθεσμίες). Ετσι, οι κατηγορίες που αμοιβαία εκτοξεύονται προεκλογικά ουδέποτε αφορούν κομματικές ασυδοσίες: διορισμούς στο Δημόσιο, εξωφρενικούς δανεισμούς του κράτους, υπονόμευση των θεσμών της Δικαιοσύνης, σκόπιμη ανυπαρξία Δημόσιας Τάξης, δραματική υποβάθμιση της Παιδείας, πρωτογονισμό των ΜΜΕ, εγκατάλειψη των πανεπιστημίων στις κομματικές νεολαίες και στον τραμπουκισμό.

Η προεκλογική, μανιασμένη αντιμαχία αφορά μόνο λωποδυσίες κομμάτων και κομματανθρώπων, χρηματισμό τους από τον διεθνή ή εγχώριο υπόκοσμο, κρατικές προμήθειες από το παρεμπόριο – η αμοιβαία κατασπίλωση παραμένει, πάντοτε και εκ του ασφαλούς, στο πεδίο της πρόκλησης εντυπώσεων. Καθηλώνεται έντεχνα το ενδιαφέρον των πολιτών στο πόσους και ποιους πολιτικούς εξαγόρασε η Novartis ή η Siemens, πόσους και ποιους κροίσους δημιούργησε το κλείσιμο κρατικών βιομηχανιών, με ποιας ιδιοκτησίας θαλαμηγούς ή αεροπλάνα ταξιδεύουν οι «ριζοσπάστες» της Αριστεράς, ποια μυθώδη δάνεια έδωσαν οι Τράπεζες σε αρειμάνιους Συριζαίους με δεδομένη την πτώχευση της χώρας.

Στον πόλεμο των εντυπώσεων αυτά τα θέματα ενδιαφέρουν. Κανένας δεν μιλάει για τη δημογραφική κατάρρευση του Ελληνισμού, τη χρονολογικά προβλεπόμενη πληθυσμική του εξαφάνιση. Κανένας για την επίσημα κατεστημένη στον δημόσιο βίο αγλωσσία. Κανένας για τη θεσμικά επιβεβλημένη επικυριαρχία των Ευρωπαίων «εταίρων» μας στα χώματα που, με πολύ αίμα, απελευθέρωσαν κάποτε οι πρόγονοί μας. Κανένας δεν διανοείται να θέσει, ως πολιτικό πρόβλημα, τη συντελεσμένη απώλεια της «ψυχής» μας: γλώσσας, ιστορικής συνείδησης, τρόπου αυτοδιοίκησης ή πολιτισμού μας. «Μοιάζουμε να μην ξέρουμε πια γιατί υπάρχουμε, παρά τους αιώνες και τις χιλιετίες πολιτισμού που έχουμε πίσω μας» έγραψε πρόσφατα ο Λαοκράτης Βάσσης, εμβληματική μορφή της τίμιας Αριστεράς.

Η υποταγή της πολιτικής στην ολοκληρωτική λογική του μάρκετινγκ αποκλείει ερωτήματα που βασανίζουν τους πολίτες αλλά ξεγυμνώνουν την ιδιοτέλεια των εξουσιαστών.

Στοιχειώδες για κάθε νουνεχή πολίτη το ερώτημα: Πώς να ανακάμψει η οικονομία, να χαλιναγωγηθεί η ανεργία, να ανασχεθεί η μετανάστευση, να ανασάνει η φτωχολογιά, όσο το κράτος παραμένει πελατειακό; Για να υπάρξει οργανωμένος δημόσιος τομέας στην υπηρεσία των κοινωνικών αναγκών, άτεγκτη προϋπόθεση είναι να απολυθούν εκατοντάδες χιλιάδες υπαλλήλων, που διορίστηκαν στο Δημόσιο με κομματικό ρουσφέτι και ουδέποτε αξιολογήθηκε η ποιότητά τους. Να σταματήσει, εδώ και τώρα, η συνταξιοδότηση, εκατοντάδων και πάλι χιλιάδων, που συνταξιοδοτήθηκαν σε ηλικία κάτω των πενήντα ετών. Οχι για να «τιμωρηθεί» όλος αυτός ο παρασιτικός πληθυσμός, αλλά για να μπορέσει να συνεχίσει να υπάρχει κράτος, ικανό να εγγυηθεί την επιβίωση όσων (δικαιότατα) θα απολυθούν και όσων (αξιοκρατικά) θα παραμείνουν.

Ο μόνος πολιτικός που τόλμησε να αναμετρηθεί με τέτοια προβλήματα, είναι ο Στέφανος Μάνος. Κανένα κόμμα δεν αξιοποίησε την πρόκλησή του, δεν θεώρησε ανάγκη να την επεξεργαστεί επιτελικά. Τρομάζει κανείς από την ασυνειδησία του πολιτικού προσωπικού στην Ελλάδα, την παχυδερμική ανεμελιά του. Η τόλμη μεταρρυθμιστικών τομών, με στόχο (ούτε λίγο ούτε πολύ) την «επανίδρυση του κράτους», θα μπορούσε (απολύτως ορθολογικά) να υποστηριχθεί και από την Ε.Ε. – κάποτε με επιφάσεις χαλιναγωγείται και η δολιότητα. Ομως τα κόμματα στην Ελλάδα έχουν νεκρωμένα πολιτικά αντανακλαστικά, είναι οργανισμοί πεθαμένοι, αδύνατο να νεκραναστηθούν επιθετικές πρωτοβουλίες.

Κανένας απαξιωτικός χαρακτηρισμός δεν επαρκεί για την αποτίμηση της ευτέλειας κομμάτων και κομματανθρώπων στο ελλαδικό κρατίδιο. Συντηρούν τη διαφθορά, την ψυχοπαθολογική εξουσιολαγνεία, με πείσμα και τυφλότητα αυτοκαταστροφική. Χρόνια τώρα, έρχεται και επανέρχεται, με ποικίλες αφορμές, το πάγκοινο και λογικότατο αίτημα για περιορισμό της αναιδέστατης σπατάλης: Να περιορισθούν σε 150 οι βουλευτές, να περικοπούν δραστικά οι απολαβές τους και οι εξωφρενικές «διευκολύνσεις» που τους παρέχονται. Συνιστά αναιδέστατη πρόκληση η χρηματική επιχορήγηση των κομμάτων από τον χρεοκοπημένο κρατικό κορβανά και αφόρητη «ύβρι» η διαγραφή των τραπεζικών οφειλών τους.

Σίγουρα, με καταγγελίες και ξόρκια δεν αλλάζει τίποτα. Αν κρίνει κανείς από τα ευρωψηφοδέλτια των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, στον βωμό της προτεραιότητας των εντυπώσεων θυσιάζονται πια ακόμα και οι στοιχειώδεις απαιτήσεις σοβαρότητας, συνέπειας και ευπρέπειας. Το πολιτικό προσωπικό της αυτοκαταστροφής μας αυτοαναπαράγεται επί τα χείρω.
______________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Αντιθέσεις: «Ο ρόλος και ο λόγος της Εκκλησίας στη Παγκόσμια πολυμορφική αβεβαιότητα»



Στις "Αντιθέσεις"  στην ΚΡΗΤΗ TV ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Ευγένιος, σε μια μεγάλη συζήτηση για το ρόλο και τον λόγο  της Εκκλησίας σε ένα κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες και εκρηκτικές  τεχνολογικές αλλαγές, που αλλάζουν (;) τις κοινωνίες και το ίδιο το νόημα του Ανθρώπου, σε ένα κόσμο με ένταση στις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες.

  • Είναι εφικτός ένας κόσμος χωρίς Πολέμους σε μια εποχή έντασης των πολέμων και της Παγκόσμιας αναμέτρησης μεταξύ πολυμορφικών κέντρων ισχύος;

  •  Κοινωνίες σε εξέλιξη και νέα μοντέλα με την βοήθεια της τεχνολογικής έκρηξης ή κοινωνίες σε αποδόμηση , έλεγχο και χειραγώγηση,  αλλάζοντας τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα τους και τις συλλογικότητες ;

  •  Ποια θέση παίρνει  στις συζητήσεις για μετα-κοινωνίες και τον μετα-άνθρωπο , τα μοντέλα των εικονικών- ψηφιακών κοινωνίων και το κοινωνικό matrix ;

  • Ποιο το νοήμα της ύπαρξης και των εσωτερικών αναζητήσεων του Ανθρώπου στην εποχή της υπερπληροφόρησης και της τεχνολογικής επανάστασης με το αντεστραμμένο είδωλο του ανθρώπου στο διαδίκτυο;  Υφίσταται  το "πρόσωπο"  του,  έξω από την εικονική πλέον κοινωνική πραγματικότητα;

Κι ακόμη τι λέει ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης  στη κοινωνική και ιδεολογική  συζήτηση  για τις νέες ταυτότητες, την ενδοοικογενειακή βία, την Νεολαία μπρος στις προκλήσεις της εποχής της , το γάμο και την τεκνοθεσία  των ομόφυλων ζευγαριών, την διαφορετικότητα και τον αυτοπροσδιορισμό ; Υπάρχει αυθεντική "Ελεύθερη Βούληση "  υπάρχει και πλασματική;

 H Εκκλησία Κρήτης, μπροστά στις σύγχρονες προκλήσεις, απαιτήσεις και προβλήματα… Οι προτεραιότητες και οι μεγάλες αγωνίες του σήμερα , ο ρόλος της Ιεραρχίας και του κλήρου, στο  που οδεύουν οι κοινωνίες μας και πως προσδιορίζει ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης , τον ρόλο και λόγο της Εκκλησίας στο σήμερα;

Στην εκπομπή παρεμβαίνει και καταθέτει την οπτική του ο ομότιμος Καθηγητής Φιλοσοφίας και συγγραφέας Χρήστος Γιανναράς.

"ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ" με τον Γιώργο ΣαχίνηΣτην ΚΡΗΤΗ TV

Το στοίχημα του εκσυγχρονισμού

«Α​​​​υτοί έχουν το δολλάριο – εμείς έχουμε τον Αλλάχ»: Ηταν η φράση που χρησιμοποίησε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για να εγκαρδιώσει τον λαό του, όταν η οικονομία της χώρας του απειλήθηκε ευθέως από τις ΗΠΑ.


 επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *
 
«Α​​​​υτοί έχουν το δολλάριο – εμείς έχουμε τον Αλλάχ»: Ηταν η φράση που χρησιμοποίησε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για να εγκαρδιώσει τον λαό του, όταν η οικονομία της χώρας του απειλήθηκε ευθέως από τις ΗΠΑ. 

Φράση τυπικής θρησκοληψίας – σκόπιμης ή ειλικρινούς: τα κίνητρα δεν επηρεάζουν την ιστορική σημασία της. Οπωσδήποτε είναι το πρώτο «όχι», από την ηγεσία και την κατάδηλη πλειοψηφία των πολιτών μιας χώρας, στη μονοκρατορική (πλανητική) απολυταρχία των «Αγορών». Λίγα λεπτά μετά την εκφώνηση της φράσης από τον Ερντογάν, γυναίκες και άνδρες στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και της Αγκυρας έσκιζαν επιδεικτικά χαρτονομίσματα δολλαρίου σε κλίμα πανηγυρισμού.

Εκπληξη και ξάφνιασμα προξένησε, πριν μερικά χρόνια, και η δημοψηφισματική προτίμηση των Ισλανδών: να διασώσουν τις κοινωνιοκεντρικές προτεραιότητες του οικονομικού τους συστήματος και να αφήσουν τις τράπεζες να χρεοκοπήσουν ό,τι κι αν στοίχιζε η χρεοκοπία σε καταθέτες και επενδυτές. Ξεχωριστό ιστορικό προνόμιο διεκδίκησε και η παρακμιακή ελλαδική κοινωνία, το καλοκαίρι του 2015, καταπλήσσοντας την υφήλιο, όταν, σε δημοψήφισμα, το 61,31% του λαού ψήφισε τη μη υποταγή στον εκβιασμό των «Αγορών», έστω και με τίμημα ενδεχόμενη έξοδο από τη γερμανική νομισματική δεσποτεία (κοινώς «ευρωζώνη»).

Η ισλανδική αντίσταση στον επιθετικό ολοκληρωτισμό των Αγορών θα μπορούσε να έχει καταγωγή θρησκευτικής ευτολμίας, αν υπολογίσει κανείς τη σκανδιναβική παράδοση κοινωφελούς ορθολογισμού, ριζωμένη στον προτεσταντικό ηθικισμό. Για το ελλαδικό δημοψήφισμα δεν υπάρχει περιθώριο τέτοιων υποθέσεων: επρόκειτο για πρόσχημα («φύλλο συκής» με προαποφασισμένη την ανακολουθία και ασυνέπεια) – ψιμύθιο για τη «θρησκοληψία» της εξουσιολαγνείας και πλουτομανίας της τάχα και «ριζοσπαστικής» Αριστεράς.

Ο Ερντογάν, αντιτάσσοντας τον Αλλάχ στο δολλάριο, είναι ο πρώτος (και μέχρι στιγμής μοναδικός) ηγέτης που λέει «όχι» σε έναν παγκοσμιοποιημένο πολιτισμό, σε ένα «παράδειγμα» (καθολικό τρόπο του βίου) εκμαυλιστικά παντοδύναμο. Το θρησκευτικό έρεισμα της τόλμης του μοιάζει σαθρό, ενώ έχει αντίπαλο τον ιστορικο-υλιστικό μηδενισμό της Δύσης και τη φρικώδη απανθρωπία που ο μηδενισμός παράγει, καμουφλαρισμένη με προσχηματικούς θεσμούς και «φιλελεύθερες» παρλαπίπες.

Σαθρό αντέρεισμα ο ισλαμισμός, αν και εμφανίζει μια επεκτατική δυναμική που καταπλήσσει (κυρίαρχος σχεδόν στην Αφρική, ακάθεκτη η εξάπλωσή του στην Ασία, απίστευτη η διεύρυνση της παρουσίας του στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες). Αλλά παραμένει μια θρησκεία χωρίς μεταφυσική, με παιδαριώδεις απαντήσεις στα υπαρκτικά ερωτήματα του ανθρώπου. Γι’ αυτό και με πρωτόγονο ηθικιστικό φορμαλισμό, απάνθρωπο.

Ο Ερντογάν, συνετότατος, δεν διανοήθηκε ποτέ να αντιτάξει ιδεολογικά το Ισλάμ στον μηδενισμό της Δύσης. Εχει την πολιτική οξυδέρκεια να εμπιστεύεται την «πράξη» (τη διαμόρφωση του έμπρακτου συλλογικού βίου), όχι το πεδίο των ιδεολογημάτων και «πεποιθήσεων». Προώθησε το δυτικό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, όχι τον εκδυτικισμό των συνειδήσεων, όχι την τριτοκοσμική ξιπασιά, τη λιγούρα των απομιμήσεων. Τα εκθαμβωτικά μοντέρνα «υπερκαταστήματα» σε κάθε παραμικρή πόλη, οι γέφυρες και τα τούνελ στην Κωνσταντινούπολη, η παραγωγή (συναρμολόγηση) και εμπορία πολεμικών αεροπλάνων (F16) συνοδεύουν την ίδρυση τεράστιου αριθμού πανεπιστημίων – τα πλήθυνε απίστευτα και τα γέμισε «μαντίλες» ο Ερντογάν.

Οι Κεμαλικοί πάσχιζαν δήθεν για «εξευρωπαϊσμό» της Τουρκίας και εξίσωση των φύλων, αλλά, με απαγορευμένη τη μαντίλα, ο γυναικείος πληθυσμός ζούσε στο κοινωνικό περιθώριο. Τώρα τα πανεπιστήμια, εκσυγχρονισμένα και εξοπλισμένα στο υψηλότερο δυνατό ευρωπαϊκό επίπεδο, κατακλύζονται από «μαντίλες» – η εξωμοσία δεν είναι οπωσδήποτε προϋπόθεση της «προόδου» και του «εκσυγχρονισμού».

Οι δικτατορικές εξουσίες του Ερντογάν, οι απάνθρωπες αυθαιρεσίες του, τα παρανοϊκά μεγαλεία του ανακτόρου του, το αίμα εκατομμυρίων Κούρδων που θα τον κατατάσσει πάντοτε στους σφαγείς της Ιστορίας, αυτά και πάμπολλα ανάλογα δεν αμνηστεύονται επειδή έχει χάρισμα ηγετικό και πολιτική οξυδέρκεια. Αλλά αυτή η κρίση για τον Ερντογάν προϋποθέτει κριτήρια τίμιας εμμονής στην ελευθερία και αξιοπρέπεια του ανθρώπου, όχι τα πανουργήματα των τάχα και «δικαιωμάτων» απρόσωπων καταναλωτικών μονάδων, που οι «Αγορές» και οι λακέδες τους ρεκλαμάρουν σαν τον ύψιστο πολιτισμό.

Αν προλάβει πια να υπάρξει ταλαντούχος πολιτικός, ενθεγέρτης, στην τελειωμένη Ελλάδα, δεν θα ακουστεί από το στόμα του ούτε συνθηματολογία αντιπαλότητας προς τη Δύση ούτε η κωμική αγραμματοσύνη του «ανήκομεν εις την Δύσιν». Ούτε απόρριψη ούτε άνευ όρων πιθηκισμός.

Υπάρχει Ελληνισμός σημαίνει: Λειτουργεί η συνέχεια της γλώσσας, ο κάθε Ελληνας διαβάζει την «κοινή» ελληνική με την άνεση που διαβάζει τον Ελύτη, ζει τη «δημοκρατία» με τους όρους της αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας, πηγαίνει στην εκκλησιά όχι για να «ωφεληθεί» αλλά για να γιορτάσει.

Από εκεί και πέρα προσλαμβάνει οτιδήποτε από παντού με κάθε άνεση. Οχι για να μιμηθεί συμπλεγματικά, αλλά για τον πλουτισμό της ζωής του.
 
______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
(πηγή: yannaras.gr)

Συλλαβίζοντας: «διαχείριση», «μεταρρύθμιση»

Οι «μεταρρυθμίσεις» που ζητάνε από την Ελλάδα τα «χρηματοπιστωτικά» αυτά «κέντρα» ταυτίζονται με την πλήρη «ιδιωτικοποίηση» της κοινωνικής περιουσίας....


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Δ​​εν μπορώ να εντοπίσω στην Ελλάδα σήμερα (ίσως δικό μου το λάθος) κόμμα ή κομματάρχη που να ξεφεύγει από την ισοπεδωτική και κυρίαρχη διαχειριστική εκδοχή της πολιτικής. Κατά διαστήματα, κάποιοι καινοφανείς επίδοξοι «ηγέτες» μιλάνε και για «μεταρρυθμίσεις», αλλά είναι περισσότερο από φανερό ότι και πάλι τη διαχείριση εννοούν – μέχρις εκεί φτάνει ο νους τους.

«Μεταρρυθμίσεις» απαιτούν από την Ελλάδα και τα μεγάλα κέντρα της διεθνούς τοκογλυφίας, το κατ’ ευφημισμόν λεγόμενο «Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Σύστημα». Στο στημένο με ολοκληρωτικούς μηχανισμούς ψυχολογικό παιχνίδι των εντυπώσεων, συνείδηση «δανειστή» (και όχι της τοκογλυφίας) έχουν και οι πολίτες κρατών-μελών του Eurogroup, των οποίων οι τράπεζες κρατούν ακόμα εθνικές ονομασίες, μόνο επειδή τα πιο εγκληματικά τους «λάθη» (όπως ο υπερδανεισμός της Ελλάδας στη δεκαετία 1998-2008) τα φορτώνουν στις κυβερνήσεις τους, και αυτές στις πλάτες των πιο αδύναμων υπερδανεισμένων.

Οι «μεταρρυθμίσεις» που ζητάνε από την Ελλάδα τα «χρηματοπιστωτικά» αυτά «κέντρα» ταυτίζονται με την πλήρη «ιδιωτικοποίηση» της κοινωνικής περιουσίας: Ο,τι αποτελεί κοινό και κοινωνούμενο από όλους αγαθό (το νερό που πίνουμε, το ηλεκτρικό ρεύμα, το οδικό δίκτυο, τα λιμάνια, τα τρένα, τα αεροδρόμια, τα νοσοκομεία, τα φάρμακα, η νοσηλεία – ό,τι η Ευρώπη ονόμασε «δημόσιο συμφέρον» και πανηγύρισε την προστασία του, μόλις στον 13ο αιώνα, ως είσοδο στον πολιτισμό) να παραχωρηθεί σήμερα στο μανιασμένο παιχνίδι κερδοσκοπίας, ήδη πάμπλουτων ιδιωτών.

Αν αυτός ο σαρωτικός θρίαμβος του πρωτογονισμού, η παλινδρόμηση από τη συνείδηση της «κοινωνίας» στα αντανακλαστικά της αγέλης, χαρακτηριστεί «μεταρρύθμιση», τότε η λέξη μπορεί άνετα να εναρμονιστεί με το σκόπιμο τέλμα της «διαχείρισης». Εμφατικό παράδειγμα, η σημασία που δόθηκε εν Ελλάδι στον όρο «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» στα σαράντα τέσσερα χρόνια της λεγόμενης «μεταπολίτευσης»: Επανανακάτωμα της ίδιας πάντα σούπας, με στόχο τον επιδερμικό εντυπωσιασμό, τη φτηνιάρικη φιγούρα, την εξαπάτηση των αφελών.

Νομίζω, κι ας χαρακτηριστεί αφελής ή ανεδαφική η άποψή μου, ότι η λέξη «μεταρρύθμιση» έχει νόημα μόνο όταν προϋπάρχει ένας κοινωνικός στόχος. Δεν είναι «μεταρρύθμιση» η μεθοδική προετοιμασία πρακτικών προϋποθέσεων για να επιτευχθεί ο στόχος, όχι. Ο κοινωνικός στόχος είναι η «λογική» για να επιχειρηθεί μια μεταρρύθμιση. Απλοϊκό, αλλά όχι αφελές παράδειγμα: Ενας ρεαλιστικός κοινωνικός στόχος μπορεί να είναι η αύξηση της παραγωγικότητας. Ψάχνουμε τότε για «πρακτικές» που θα μπορούσαν να υπηρετήσουν αυτόν τον στόχο: λ.χ. να απλουστευθεί η διαδικασία και να μειωθούν τα επιτόκια για να δανείζεται ο πολίτης από τις τράπεζες. Ή (επί το συριζαϊκότερον) να μοιράσει το κράτος «πλεόνασμα» από τη φορολόγηση, σε πολίτες που θα παρουσιάσουν πειστικό προγραμματισμό επιχειρηματικού εγχειρήματος.

Και οι δυο αυτές «πρακτικές» απέχουν έτη φωτός από τη «λογική» μιας μεταρρύθμισης. Ο στόχος «αύξηση» της «παραγωγικότητας» είναι κοινωνικός όχι όταν εφευρίσκεται ή προκρίνεται για να «υπηρετήσει» (χρηστικά) την κοινωνία. Είναι κοινωνικός όταν τον «γεννάει» η κοινωνία. Πώς θα βοηθήσει η κεντρική εξουσία (ή θα προκαλέσει) τέτοια σωτήρια «γέννα»; Σε αυτού του ερωτήματος τη «λογική» εντάσσεται και αυτήν υπηρετεί η μεταρρύθμιση. Θα ψάξουμε για να εντοπίσουμε κοινωνικές μεταβλητές, δυσδιάκριτες ίσως για τον άσχετο ή ατάλαντο, αλλά ικανές να μας δώσουν το σκοπούμενο αποτέλεσμα. Ποια καίρια λ.χ. μεταρρύθμιση του «αναλυτικού προγράμματος» των γλωσσικών μαθημάτων και των μαθηματικών στο σχολείο θα ευνοούσε να «γεννηθεί» (αβίαστα, οργανικά) στη νοο-τροπία και στον ψυχισμό του παιδιού η χαρά της δημιουργίας, της παραγωγικότητας, να απωθηθεί η νέκρα της χρησιμοθηρίας; Ή, ποια αλλαγή της «λογικής» του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα θα μεταμόρφωνε τη δημοσιοϋπαλληλία, από άσυλο εξασφάλισης των άτολμων, των μέτριων, των παρασιτικής νοο-τροπίας συμπολιτών μας, σε ζηλευτή καριέρα κοινωνικού λειτουργήματος, έργο μετρητής αποδοτικότητας, καταξίωσης και αξιοπρέπειας;

Αν κρίνουμε από την καθημερινή τηλεοπτική εικόνα του πολιτικού προσωπικού της χώρας αλλά και των λειτουργών «ενημέρωσης» του πολίτη, στην ελλαδική κοινωνία των τελευταίων τουλάχιστον σαράντα χρόνων δεν υπάρχει πεδίο, επομένως ούτε και ενδεχόμενο, να προκληθεί ευθέως πολιτικός ή δημοσιογράφος με το ερώτημα: Πώς καταλαβαίνετε τη λέξη «μεταρρύθμιση», τι διαφέρει για σας η «μεταρρύθμιση» από τη «διαχείριση»; Και φοβούμαι ότι τέτοιο ερώτημα δεν μπορεί να τεθεί σήμερα σε κανένα πεδίο του συλλογικού στην Ελλάδα βίου: Δεν θα μπορούσαν λ.χ., τόσες δεκαετίες τώρα, τα συνδικαλιστικά όργανα των δικαστών, έστω και παράλληλα με τις εκβιαστικά αδηφάγες μισθολογικές τους εξασφαλίσεις, να είχαν μελετήσει, οργανώσει και επιβάλει μια λειτουργική μεταρρύθμιση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, ως αντιπρόταση στο χάος και τη δαιδαλώδη αναποτελεσματικότητα του σήμερα;

Δεν θα μπορούσαν να έχουν κάνει το ίδιο οι ηγεσίες των Ενόπλων Δυνάμεων, τουλάχιστον ως εισήγηση στους θλιβερούς, κάθε φορά, πολιτικούς προϊσταμένους τους; Το ίδιο δεν θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει οι πανεπιστημιακοί καθηγητές μεταρρυθμίζοντας (στο χέρι μας ήταν) τουλάχιστον τη μεγάλη ντροπή: το εξεταστικό μέσα στα πανεπιστήμια σύστημα ή τον παλαιοημερολογίτικο αναχρονισμό του μαγκανοπήγαδου «παραδόσεις - εξετάσεις»; Δεν θα μπορούσαν οι επίσκοποι της «επικρατούσης εν Ελλάδι θρησκείας» να αρνηθούν τον εξευτελισμό της εκλογής τους δίχως δημόσια κρίση, δίχως αιτιολόγηση της ψήφου των εκλεκτόρων, με μόνη αξιολογική διαδικασία το παρασκήνιο; Είμαστε μια κοινωνία βυθισμένη όλο και πιο ανέλπιδα στην παρακμιακή αφασία. Μας έχουν συμβεί όλα τα πιο εφιαλτικά που θα μπορούσαμε να φανταστούμε. Και ξεγελιόμαστε, σαν μωρά παιδιά, με ψευδαισθήσεις. Για πόσο ακόμα;
______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
(πηγή: yannaras.gr)

Κενολογία «κεντροαριστερή»

Ευτυχώς που και τα πρόσωπα τα ερίζοντα για την ηγεσία της «Κεντροαριστεράς», είναι όλα με διαμέτρημα τόσης μετριότητας και παρουσία τόσο λυμφατική, που η εικόνα τους και οι προεκλογικές τους κενολογίες γεννάνε κυρίως οίκτο και λιγότερο την πολιτική αποδοκιμασία...

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Ο​​ι προσπάθειες, επίμονα και θορυβώδικα δημοσιοποιημένες, να συγκροτηθεί ενιαίο κόμμα «Κεντροαριστεράς», είναι θέμα που δεν αφορά αποκλειστικά τους επαγγελματίες της πολιτικής. Είναι κοινωνικό σύμπτωμα με ευρύτερο ενδιαφέρον και απαιτεί ψύχραιμη ανάλυση. Μια επιφυλλίδα μόνο νύξεις σχολιασμού μπορεί να αποτολμήσει και μόνο ως αφορμή προβληματισμού.

Αρχικά προβλήθηκε σαν επιτακτική ανάγκη να συνεργαστούν κάποια φθίνοντα κόμματα ή αποφύσεις κομμάτων με κοινές, υποτίθεται, ιδεολογικές «πεποιθήσεις», δημιουργώντας ενιαίο πολιτικό φορέα. Ανάγκη, κυρίως, να υπάρξει ένας τρίτος, ισχυρός πολιτικός σχηματισμός, που να αποτρέπει την πόλωση της «δεξιάς» Ν.Δ. και του «αριστερού» ΣΥΡΙΖΑ. Δεν ξεμύτισε καν η ένσταση: για ποια «πόλωση» μιλάμε, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ συγκυβερνάει με τους δεξιότατους ΑΝΕΛ, παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη από τη συγκυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου! Και όταν η οποιαδήποτε κυβέρνηση απλώς εκτελεί πειθήνια τις ανυπότακτες σε κάθε έννοια Δικαίου επιταγές των «Μνημονίων», κάτω από τη στυγνή επιτροπεία της «Τρόικας».

Ευτυχώς έγινε αμέσως φανερό ότι πρόκειται μόνο για απεγνωσμένη απόπειρα διάσωσης από την πολιτική εξαφάνιση σχηματισμών με μονοψήφιο ποσοστό στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Ειδικά η εσπευσμένη επιμονή των δύο «διασημότερων» από τους συμπαίκτες να διατηρήσουν την αυτοτέλεια της κοινοβουλευτικής τους εκπροσώπησης και μετά την προσχώρηση στο καινούργιο κόμμα, έδειξε καθαρά ότι προέχει η απόλαυση της εξουσιαστικής ισχύος – η ιδεολογία «παίζει» μόνο ως πρόσχημα.

Δεν μπορούσε να είναι και διαφορετικά. Η ίδια η λέξη «Κεντροαριστερά» είναι κενή από κάθε πολιτικό περιεχόμενο, «ένα άδειο πουκάμισο», χρησιμοποιείται η λέξη για να στοιχειοθετήσει, εξ υφαρπαγής, σαν πολιτικά υπαρκτό το πολιτικό τίποτα. Να δηλώσουν όσοι ενδύονται αυτή τη λεοντή ότι, «είμαστε μεν Αριστερά και εμείς, αλλά όχι κολλημένοι στη μαρξιστική ορθοδοξία, είμαστε η Αριστερά, του Κέντρου, δηλαδή ούτε Αριστερά ούτε Δεξιά, όμως περισσότερο προς την Αριστερά και λιγότερο προς τη Δεξιά, ισορροπιστές του αόριστου και του φαντασιώδους – δεν έχουμε δική μας ταυτότητα, παλεύουμε για μια συνταγή που θα μας προσδώσει πολιτική ετερότητα συρράπτοντας δάνεια με τη μοδιστρική των εξισορροπήσεων και των συμβιβασμών».

Αυτά όλα σημαίνουν ότι και μόνο η ονομασία «Κεντροαριστερά» αποκλείει τη σοβαρότητα, μυρίζει τέχνασμα, επομένως αφήνει παγερά αδιάφορο τον ευφυή και με επαρκή αυτοσεβασμό πολίτη. Δεν δηλώνει πολιτική ταυτότητα η λέξη, το καινούργιο κόμμα θα μπορούσε άνετα να ονομάζεται «Δέντρο» ή «Ποτάμι» ή «Κουτάλι» ή «Πολιτική Ανοιξη» ή «Συναγερμός» – οτιδήποτε θεωρήσουν ελκυστικό και εύηχο οι διαφημιστές απορρυπαντικών ή οδοντόκρεμας.

Επιπλέον βαραίνει πολύ και το ιστορικό φορτίο που κομίζουν τα ρετάλια της «Κεντροαριστεράς»: Ο σημαντικότερος εταίρος στην επιχειρούμενη συγκόλληση είναι το ΠΑΣΟΚ, κόμμα που απέδειξε στην πράξη, πόσο αδιάντροπα αναξιόπιστη μπορεί να είναι η κομματική συνθηματολογία. Ανετα μπορείς να αυτοτιτλοφορείσαι «σοσιαλιστής», και να ασκείς πολιτική του πιο αχαλίνωτου καπιταλισμού. Να θριαμβολογείς ότι «οι βάσεις φεύγουν», και να έχεις μόλις υπογράψει την παραμονή των βάσεων. Να αποδείχνεται λωποδύτης του κοινωνικού χρήματος στέλεχος κομματικό επώνυμο, και ο αρχηγός να του αναγνωρίζει το «δικαίωμα να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του», με αντιρρήσεις μόνο για το πλαφόν.

Κόπτονται να «αναβαφτίσουν» τον πασοκικό εφιάλτη, να τον καμουφλάρουν με τη λεοντή της «Κεντροαριστεράς», μήπως και αποσβεσθεί από τις συνειδήσεις το τερατώδες έγκλημα. Είναι μάλλον αναπότρεπτο να ταυτιστεί ιστορικά το ΠΑΣΟΚ με το οριστικό τέλος του Ελληνισμού. Οχι τόσο επειδή, μέσα από ένα καΐκι στο Καστελλόριζο, ο σπαραχτικά ολίγιστος αρχηγός του και πρωθυπουργός το 2010 παρέδωσε την Ελλάδα βορά στη διεθνή τοκογλυφία. Οσο, και κυρίως, επειδή η δυναμική του πασοκικού αμοραλισμού κατόρθωσε να αφομοιώσει και εξομοιώσει όλους τους συντελεστές του πολιτικού βίου στην Ελλάδα – να μεταμορφώσει τη Ν.Δ. σε «γαλάζιο ΠΑΣΟΚ» και στη συνέχεια τον ΣΥΡΙΖΑ σε «κόκκινο ΠΑΣΟΚ».

Από τη δεκαετία κιόλας του ’80 ώς σήμερα, είτε με Μητσοτάκη πρωθυπουργό είτε με Καραμανλή είτε με Σαμαρά είτε με Τσίπρα, ολόκληρη η Ελλάδα είναι ένα απέραντο αργοθάνατο ΠΑΣΟΚ – ό,τι ελληνικό πεθαίνει: η γλώσσα, η ιστορική συνείδηση, η κοινωνική ευπρέπεια, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η χαρά της άμιλλας, η καταξίωση της ποιότητας, το κάλλος της γης, η κοινωνία των σχέσεων, η αίσθηση της πατρίδας, το σχολειό που πλάθει χαρακτήρες και όχι συνδικαλιστές.

Δεν φταίει η λέξη «σοσιαλισμός», όπως δεν φταίει και η λέξη «κεντροαριστερά». Απλώς οι λέξεις λειτουργούν ως σύμβολα: συν-βάλλουν, βάζουν-μαζί όλα τα δεδομένα που συγκροτούν μια πραγματικότητα. Και την πραγματικότητα που λέγεται ΠΑΣΟΚ, με οποιοδήποτε χρώμα (πράσινο - γαλάζιο - κόκκινο), την ξέρουμε πια, όσες ονομασίες κι αν αλλάξει.

Ευτυχώς που και τα πρόσωπα τα ερίζοντα για την ηγεσία της «Κεντροαριστεράς», είναι όλα με διαμέτρημα τόσης μετριότητας και παρουσία τόσο λυμφατική, που η εικόνα τους και οι προεκλογικές τους κενολογίες γεννάνε κυρίως οίκτο και λιγότερο την πολιτική αποδοκιμασία.
 ______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
(πηγή: yannaras.gr)

Αν παίζαμε στο δικό μας γήπεδο

Η ​​πολιτική χειραγωγεί την κοινωνία ή η κοινωνία την πολιτική;


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Η ​​πολιτική χειραγωγεί την κοινωνία ή η κοινωνία την πολιτική;

Ρομαντικό ερώτημα άλλων εποχών, ανεδαφικό σήμερα. Σήμερα τόσο η πολιτική όσο και η κοινωνία χειραγωγούνται από την οικονομία, τα συμφέροντα των «Αγορών», τους νόμους του μάρκετινγκ. Καταγωγικά, ωστόσο, και ανεξίτηλα, τον σημερινό παγκοσμιοποιημένο «πολιτισμό» (τρόπο του βίου) τον γέννησε και τον συντηρεί η ψευδαισθητική βεβαιότητα ότι: η πολιτική χειραγωγεί την κοινωνία «για το καλό της κοινωνίας».

Αν δεχθούμε ότι έτσι συμβαίνει, ποιος στοιχειοθετεί την πολιτική – θέτει τα στοιχεία, ορίζει τις προϋποθέσεις της πολιτικής θεωρίας και πράξης; Για τη Νεωτερικότητα (τον Ιστορικό Υλισμό του «Διαφωτισμού») ο χρηστικός ορθολογισμός: η ορθή λογική «εξαναγκαστή κατά πάντων». Και ποιος εγγυάται την «ορθότητα» της ορθής λογικής; Μια κοινά παραδεκτή «μέθοδος» ή μια κοινά επιβεβλημένη «σύμβαση».

Ομως κάθε μέθοδος έχει μια καταγωγική σχετικότητα (εργαλειακή, δηλαδή απαραίτητη για τη χρηστική της γενίκευση). Κάτι ανάλογο έχει και η σύμβαση: η γενίκευσή της είναι ασυμβίβαστη με τον ατομοκεντρισμό των «δικαιωμάτων» τα οποία προστατεύει. Τα δύο αυτά δεδομένα υπονομεύουν συνεχώς (τρεις αιώνες τώρα) το κυρίως «προοδευτικό» ζητούμενο: Να χειραγωγεί η πολιτική την κοινωνία.

Πάντως, η σχετικότητα τόσο της ορθολογικής μεθόδου όσο και του «κοινωνικού συμβολαίου» παραμένει (για τις σύγχρονες «προηγμένες» κοινωνίες) προτιμότερη από την απολυτότητα των δογματισμών, τον αυταρχισμό της «αυθεντίας». Εστω κι αν, στις μέρες μας, αυτή η εργαλειακή «σχετικότητα» αμνηστεύει προκλητικά τον ανορθολογισμό καταστάσεων τυραννικής κοινωνικής αδικίας, λεηλασίας του πλούτου παγιδευμένων σε δάνεια χωρών (δεκατέσσερα ελληνικά αεροδρόμια λ.χ. «παραχωρημένα» στην Fraport! κ.λπ., κ.λπ.) οι θιασώτες του πρωτείου της χρηστικότητας («αλάθητης μεθόδου» και «ορθολογικής σύμβασης») δεν μεταπείθονται.

Σε ελλαδικό, ειδικά, νεωτερικό κρατίδιο, οι συνέπειες των αντιφάσεων της Νεωτερικότητας παίρνουν κωμικοτραγικές, κυριολεκτικά, διαστάσεις. Ισως επειδή η πρόσληψη της Νεωτερικότητας έγινε από ξιπασμένο μιμητισμό και όχι από πραγματική ανάγκη, δεν υποτάχθηκε το πρόσλημμα στις ανάγκες του λήπτη, αλλά ο λήπτης αλλοτριώθηκε για να προσαρμοστεί στο δάνειο. Απαράλλαχτα όπως στις πρώην αποικιακές κοινωνίες: ο μιμητισμός υποτάχθηκε στον πρωτογονισμό της εγωτικής απληστίας – η διαφθορά των διαχειριστών της απομίμησης ξεπέρασε στην Ελλάδα κάθε όριο φαντασίας. Σήμερα η κατάσταση είναι πέρα από κάθε δυνατότητα ανάσχεσης.

Από την πολιτική οδό (την πολιτική όπως μιμητικά λειτουργεί στη χώρα μας και με το κατευτελισμένο προσωπικό που ελκύει και χρησιμοποιεί) ελπίδα και δυνατότητα ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού δεν υπάρχει. Οι προϋποθέσεις σωτηρίας που λογικά απαιτούνται είναι άλλης τάξεως, άλλου επιπέδου από τα ιδεολογήματα και τις «πεποιθήσεις». Θα μπορούσαν να αναζητηθούν, ίσως, σε κάτι ανάλογο με τις «υπόγειες διαδρομές» που ακολούθησε η δυναμική επιβίωσης της ταυτότητας των Ελλήνων στα τετρακόσια χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Στην προοπτική αναζήτησης «υπόγειων διαδρομών» για την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού, το ποιος θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός στο Ελλαδέξ αποτελεί ασήμαντη ανθυπολεπτομέρεια, που μόνο μικρόνοες μπορεί να ενδιαφέρει. Ενδιαφέρει όμως πρώτιστα, ποιος θα είναι ο επόμενος πατριάρχης στην Ιστανμπούλ, ο επόμενος αρχιεπίσκοπος στη Νέα Υόρκη, ο επόμενος αρχιεπίσκοπος στην Αθήνα. Οχι βέβαια για να παραμυθιαζόμαστε με φτηνιάρικες παιδαριωδίες «ελληνοχριστιανικών» ιδεολογημάτων. Αλλά επειδή, με συνεπή ιστορικό ρεαλισμό, έχουμε βεβαιωθεί για την ποιότητα της ζωής, τη δυναμική της ζωής που συγκεφαλαιώνουν η γλώσσα η ελληνική, το τραγούδι το ελληνικό, το αρχιτεκτόνημα, οι θεσμοί αυτοδιαχείρισης, το αποκαλυπτικό θάμβος της ζωγραφικής του Παπαλουκά και του Τσαρούχη. Και ότι όλα αυτά τα τρισμέγιστα «γεννιώνται», είναι καρποί ζωής (δεν κατασκευάζονται με ιδεολογικές χαρτοκοπτικές), καρπίζουν από θεσμούς διάρκειας.

Για να σωθεί ο ιλιγγιώδης πλούτος της τρισχιλιόχρονης γλωσσικής μας εκφραστικής, χρειαζόμαστε όχι κάποιον πιο ανοιχτομάτη και ανοιχτόμυαλο Γαβρόγλου, αλλά αρχιεπίσκοπο που να καταλαβαίνει ότι η ενορία - κοινότητα γεννάει γλώσσα, ρυθμό και καλλιέπεια. Για να λυτρωθούμε από τη βαλκανική επαρχιωτίλα και να ξαναβρεί ο Ελληνας τον αέρα του κοσμοπολίτη, χρειαζόμαστε Πατριάρχη με νοο-τροπία και χαρακτήρα («στόφα») οικουμενικότητας. Οτι Μάνος Χατζιδάκις και Παπαλουκάς θα ξαναγεννηθούν, μόνο με ένα «κίνημα» ενάντια στην πολιτική τουρισμού, που ατιμάζει και βιάζει το κάλλος της ελληνικής γης και θάλασσας στον βωμό της «βιομηχανίας» του κιτσαριού. Και μας ενδιαφέρει, περισσότερο από τον εγχώριο πρωθυπουργό, ο Ελληνας αρχιεπίσκοπος Νέας Υόρκης, γιατί ο «εκσυγχρονισμός» της ελληνικότητας δεν γεννιέται από τον πιθηκισμό και τη μειονεξία του «ανήκομεν εις την Δύσιν», αλλά από τον ρεαλισμό της μετοχής στη ζωή ως κοινωνία σχέσεων αυθυπέρβασης.

Το συναρπαστικότερο από όλα είναι ότι οι «υπόγειες διαδρομές» δεν επιδέχονται ιδεολογική εμπορευματοποίηση, ψυχολογική ιδιοποίηση, συνθηματολογική εξαχρείωση. Γι’ αυτό και το έναυσμα θα είναι να σημάνουν καμπάνες, όχι να προκηρυχθούν εκλογές.
 ______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Διάλυση - ατίμωση χωρίς αντιπρόταση

Μας τρομάζει το καθημερινό θέαμα μιας κοινωνίας που αυτοκτονεί. Εντείνεται στο έπακρο η ανασφάλεια από την οικονομική χρεοκοπία, τον εφιάλτη της ανεργίας, τον έσχατο εξευτελισμό των αμοιβών της εργασίας, την ατίμωση των συντάξεων...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Μ​​ας τρομάζει στην Ελλάδα σήμερα η καταστρατήγηση ή και κατάλυση θεμελιωδών προϋποθέσεων της οργανωμένης συνύπαρξης.

Μας τρομάζει η αυθαιρεσία και ωμή βία, που υποδύονται τη «λογική αγανάκτηση», την αυτοδικία «εκ των πραγμάτων επιβαλλόμενη».

Μας πανικοβάλλουν οι χυδαίοι βανδαλισμοί, που προφασίζονται «διαμαρτυρία».

Ο πρωτογονισμός και η βαναυσότητα, που θέλουν να εμφανίζονται σαν «ακτιβισμός».

Οι ψυχανώμαλες αντικοινωνικές συμπεριφορές – το τυφλό μένος για οτιδήποτε «δημόσιο»: σχολικά και πανεπιστημιακά κτήρια, «σήματα» και πινακίδες της Τροχαίας, κτήρια υπουργείων, δημόσιων υπηρεσιών και νοσοκομείων, πάρκα, προτομές και αγάλματα που κοσμούν τις πόλεις και ζωντανεύουν την Ιστορία. Και μύρια ακόμα ανάλογα.

Μας τρομάζει το καθημερινό θέαμα μιας κοινωνίας που αυτοκτονεί. Εντείνεται στο έπακρο η ανασφάλεια από την οικονομική χρεοκοπία, τον εφιάλτη της ανεργίας, τον έσχατο εξευτελισμό των αμοιβών της εργασίας, την ατίμωση των συντάξεων. Ολοκληρωτική η απουσία προοπτικών για τα παιδιά μας, για τα εγγόνια μας. Καταδίκη ο υποχρεωτικός ξενιτεμός.

Συντηρούμαστε σαν συλλογικότητα με παραισθησιογόνες εντυπώσεις, ψευδαισθήσεις: Δήθεν ότι έχουμε «Βουλή», κυβέρνηση, «αντιπολίτευση», τάχα και «πληροφόρηση». Μας προσφέρονται είκοσι οχτώ (28) –περίπου– τηλεοπτικά κανάλια και αναρίθμητοι ραδιοφωνικοί σταθμοί. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, κανάλια και ραδιόφωνα λειτουργούν σαν συνοικιακά, τριτοκοσμικά ψιλικατζίδικα: πουλάνε παντούφλες, εσώρουχα, «θαυματουργά» μαντζούνια, μαξιλάρια και πατατοκόφτες – ό,τι φανταστεί ο νους μας των αποβλακωμένων από την απαιδευσία και τη στέρηση.

Υπάρχουν τα τρία κανάλια της κρατικής τηλεόρασης και τρία ακόμα ή τέσσερα διαπλεκόμενων με την πολιτική μεγαλο-επιχειρηματιών, που διασώζουν μια προσχηματική ευπρέπεια, εξαιρώντας βέβαια την κυρίως πληροφόρηση: ειδήσεις - σχολιασμούς - συζητήσεις. Εκεί, στις ειδήσεις και στις «συζητήσεις», το επίπεδο κρατικών και ιδιωτικών καναλιών εξομοιώνεται απολύτως – απευθύνονται και τα μεν και τα δε στο ίδιο κοινό που συντηρεί στις οθόνες τις παντούφλες και τα θαυματουργά μαντζούνια.

Μοιάζει σχήμα λόγου, αλλά είναι πραγματική τραγωδία οδύνης και απελπισμού, για κάποιον αριθμό (απροσδιόριστο) χιλιάδων ανθρώπων, η κάθε μέρα που ξημερώνει στην Ελλάδα. Τόσο η κυβερνητική όσο και η αντιπολιτευτική ρητορική πληγώνει (ή το αναιδέστερο) παρακάμπτει την ανθρωπιά μας, τη νοημοσύνη και τον αυτοσεβασμό μας. Οι εκάστοτε «κυβερνητικοί εκπρόσωποι», τα τελευταία τριάντα χρόνια, αναπαράγουν, σαν δήθεν φυσιολογικό, έναν καινούργιο ανθρωπολογικό τύπο, κακέκτυπο του Γκαίμπελς και του Μπέρια.

Η πολιτική, στη σημερινή ελλαδική μας πραγματικότητα, είναι ένα απάνθρωπο παιχνίδι ακραίου αμοραλισμού, με τους παίκτες φιγούρες γυμνωμένες από ανθρώπινη ευαισθησία, καλλιέργεια, αυτοσεβασμό – αυτή είναι η εικόνα τους. Κυβερνάει τη χώρα ένα κόμμα «ριζοσπαστικής Αριστεράς», που εξελέγη για να «σκίσει τα μνημόνια» (τις γραπτές συναινέσεις στην εθνική υποτέλεια, την εξευτελιστική επιτρόπευση από τη διεθνή τοκογλυφία, τα σαδιστικά χαράτσια, το ξεπούλημα της κοινωνικής περιουσίας). Και σε μια νύχτα μέσα, οι «αγωνιστές της αδιάλλακτης Αριστεράς» μεταμορφώθηκαν στους πιο χαμερπείς λακέδες των «Αγορών» – χωρίς κάποιος τους, έστω ένας, «να πεθάνει από αηδία», όπως ζητούσε από τους Πρεβεζάνους ο Καρυωτάκης.

Κάποιος τους, ο Βαρουφάκης, κατάγγειλε (σε βιβλίο που έσπασε ταμεία) συγκεκριμένα εγκλήματα, επώνυμων αυτουργών, ωμής προδοσίας του εθνικού συμφέροντος. Στις καταγγελίες, με ακριβή εντοπισμό χώρου, χρόνου, αυτοπτών μαρτύρων, αντιτάχθηκε ότι «ο Βαρουφάκης είναι ένας αναξιόπιστος νάρκισσος». Και είναι νάρκισσος. Αλλά την αναξιοπιστία του κατήγορου είναι εξίσου αναξιόπιστο να την αποφασίζουν οι καταγγελλόμενοι. Οι «φυσικοί δικαστές», της θεσμικής Δικαιοσύνης, σιωπούν σκανδαλωδέστατα, προκλητικά.

Παρ’ όλο που έχει οδηγήσει τη χώρα σε εξαθλιωτική διάλυση και ανυπόφορη ατίμωση, το πρόβλημά μας δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι η απουσία πολιτικής αντιπρότασης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει να αντιτάξει τίποτε συγκεκριμένο – σημάδι ότι δεν αντιλαμβάνεται ούτε τη διάλυση ούτε την ατίμωση. Η λογική του είναι αποκλειστικά διαχειριστική, δεν καταλαβαίνει τι θα πει «μεταρρυθμίσεις». Παπαγαλίζει μόνο γενικότητες, αοριστίες, αφορισμούς. Δεν υποψιάζεται ότι στην πολιτική οι λύσεις «γεννιώνται», δεν προκύπτουν από μοδιστρική. Οτι εξαλείφοντας την ντροπή των Εξαρχείων, ίσως νεκρανασταίνει την επιχειρηματική πρωτοβουλία, απολακτίζοντας τις κομματικές νεολαίες από τα πανεπιστήμια, ίσως ανανεώνει ριζικά την ανθρώπινη ποιότητα στο κοινοβούλιο, επιβάλλοντας άτεγκτη αξιοκρατία στη δημοσιοϋπαλληλία, ίσως ανατρέπει τους όρους λειτουργίας της αγοράς.

Τις προάλλες, ανώτατο στέλεχος του Λιμενικού Σώματος (με πλάκα τα γαλόνια) ανακοίνωνε από τη μικρή οθόνη: «Αποψε θα φτάσουμε τους εικοσιοχτώ απόπλους»!!! Ο Τσίπρας δεν τον αποστράτευσε αυθημερόν. Ο Μητσοτάκης καταλαβαίνει ότι θα κυβερνήσει, μόνο αν ξηλώνει πέντε αγράμματους κάθε μέρα από τον κρατικό μηχανισμό;
______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Tο διακομματικό νόσημα

Μοιάζει η χώρα να έχει βυθιστεί σε λήθαργο αορασίας, ακαταληψίας, συλλογικής άνοιας. Ωσάν να μη ζούμε τη δέκατη χρονιά αναγκαστής παραίτησης από την εθνική κυριαρχία, την κρατική ανεξαρτησία, την πολιτική αυτοκυβερνησία...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Π​​οιο ποσοστό του ελλαδικού πληθυσμού συνειδητοποιεί νηφάλια ότι στη χώρα και κοινωνία μας έχει συντελεστεί καταστροφή;

«Καταστροφή»
δεν είναι λέξη «πολιτικά ορθή», όποιος τη χρησιμοποιήσει είναι «καταστροφολόγος», δηλαδή σκόπιμα αναξιόπιστος – στιγματίζεται. Με αυτό το δόγμα αυτοπροστατεύεται η ανομία, οι αυτουργοί του εγκλήματος συνεχίζουν ανενόχλητοι να κακουργούν. Δικαιώνεται και ο ποιητής που βεβαίωνε ότι «το ανθρώπινο είδος δεν αντέχει πάρα πολλή πραγματικότητα».

Η πλειονότητα του πληθυσμού στην Ελλάδα, είναι φανερό, βολεύεται να πιστεύει ότι ζούμε μια συνήθη περίπτωση «κρίσης» οικονομικής. Αντε να προσθέσουμε στη συγκυρία και τη χρόνια δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Προκάλεσε την «κρίση» η ακρισία του υπερδανεισμού, οι άκριτες ψηφοθηρικές σπατάλες, δηλαδή μια κακή, κάκιστη πολιτική διαχείριση – τίποτα περισσότερο.

Μοιάζει η χώρα να έχει βυθιστεί σε λήθαργο αορασίας, ακαταληψίας, συλλογικής άνοιας. Ωσάν να μη ζούμε τη δέκατη χρονιά αναγκαστής παραίτησης από την εθνική κυριαρχία, την κρατική ανεξαρτησία, την πολιτική αυτοκυβερνησία. Ωσάν να μην επιτροπεύεται η χώρα από εγκαθέτους των δανειστών σε κάθε παραμικρό κόμβο της κρατικής λειτουργίας. Ωσάν να μην έχει καταλυθεί το πολυκομματικό πολιτικό σύστημα – διατηρούμε επίφαση σχιζοφρενική του κοινοβουλίου, με τους αρνητές της δημοκρατίας (χρυσαυγίτες και κουκουέδες) να αντιστέκονται στον ολοκληρωτισμό των «Αγορών» και τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου» ένας αηδιαστικός πολτός συμβιβασμένων.

Αυτά τα εξόφθαλμα και πασιφανή αποσιωπώνται και αγνοούνται μεθοδικότατα από την εμπορευματοποιημένη «πληροφόρηση» και τους επαγγελματίες «πολιτικούς» του ιδεολογικού πολτού. Δεν διανοούνται να μιλήσουν για «καταστροφή» και για το μέγεθός της, επειδή έτσι θα παραδέχονταν την ανάγκη για τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται προκειμένου να λειτουργήσει κράτος – θα σήμαιναν και το τέλος της κομματοκρατίας. Το απολύτως εξομοιωμένο (από την κοινή αφασία) «πολιτικό» προσωπικό της χώρας δεν μπορεί να διανοηθεί μεταρρυθμίσεις, ξέρει μόνο την πιο ευτελισμένη εκδοχή της «διαχείρισης» – το κενό «νοήματος» της πολιτικής είναι για τους «πολιτικούς» απόλυτο. Τυπικά γεννήματα της «προοδευτικής» φενάκης, δηλαδή του μηδενισμού και αμοραλισμού, έχουν κίνητρο μοναδικό την ηδονή της εξουσίας.

Παραμένει ίσως ανεπίγνωστη η καταστροφή και για πολλούς, τους περισσότερους πιθανότατα, πολίτες, επειδή ο «προοδευτικός» αμοραλισμός και μηδενισμός είναι διακομματικό νόσημα. Αυτό αποκαλύφθηκε ολοκάθαρα με την κοινή και ίδια πολιτική για την Παιδεία, που άσκησαν όλες οι κυβερνήσεις (κάθε «ιδεολογικής» απόχρωσης) στα τελευταία σαράντα τέσσερα χρόνια. Ολες είχαν την ίδια, απολύτως χρησιμοθηρική αντίληψη για την Παιδεία – την Παιδεία «εφόδιο», «προϋπόθεση οικονομικής ευχέρειας», προαπαιτούμενο («χαρτί») για χαριστικό διορισμό στο Δημόσιο.

Ολες οι κυβερνήσεις, οποιασδήποτε κομματικής ταυτότητας, κατασφάλισαν στην πράξη τη λοιμική της «παραπαιδείας», την ντροπή (νεοελληνική διεθνής αποκλειστικότητα) που λέγεται «φροντιστήριο». Ολες υποβάθμισαν, υπονόμευσαν ή φανατικά πολέμησαν την κριτική αξιολόγηση διδασκόντων και διδασκομένων, την άμιλλα, την αριστεία. Η ωφελιμιστική αποτίμηση της «πληροφορίας» εκτόπισε την κριτική σκέψη, περιθωριοποίησε τη δημιουργική προτεραιότητα.

Ολα τα κόμματα και οι κυβερνήσεις συναίνεσαν να παραδοθούν τα πανεπιστήμια της χώρας στον πρωτογονισμό, στην ασυδοσία και στη βανδαλιστική υστερία των κομματικών νεολαιών, αλλά και να καταστούν ευκαιρίες αναρρίχησης στο ακαδημαϊκό λειτούργημα ευτελών κομματανθρώπων. Δεν αντέχουμε, αλλά και δεν μπορούμε να έχουμε ρεαλιστική επίγνωση των διαστάσεων της συντελεσμένης καταστροφής. Η καθημερινότητα του Ελληνα είναι ένας εφιάλτης ανασφάλειας, αβεβαιότητας, αδικίας, παραλογισμού. Εκλεισαν οι «φωτισμένοι» δανειστές μας Ευρωπαίοι τα δικά τους σύνορα στους συφοριασμένους της προσφυγιάς, επιβάλλοντας έτσι στους Ελληνες να είμαστε μειονότητα στον τόπο μας (προς το παρόν, τα παιδιά μας στα σχολειά).

Ο όρος «δημόσια τάξη» χλευάζεται, σαν να δηλώνει φασιστική επιδίωξη. Η ανοχή (μάλλον το κανάκεμα) της κοινωνικά αφόρητης ιταμότητας του υπόκοσμου (κάθε βράδυ στα Εξάρχεια, μέρα-νύχτα στα δημόσιας θέας «στέκια» εμπορίας ναρκωτικών) εξαλείφει τις προϋποθέσεις συντεταγμένου κοινωνικού βίου. Το ίδιο το λειτούργημα της αστυνόμευσης ακυρώνεται, όταν ο λειτουργός του διατάσσεται να λειτουργεί σχιζοφρενικά: Να κυνηγάει τον λωποδύτη, τον ληστή, τον παράνομο, ενώ συντηρεί εσκεμμένα κάθε βράδυ (δεκαετίες τώρα) ενεργό τον εμπρηστή, τον επίδοξο δολοφόνο, τον ψυχανώμαλο μπαχαλάκια, καλυμμένους με την κυβερνητική, ανεξήγητη ανοχή.

Τις καταστροφές, τις πιο ανήκεστες και ολεθριότερες, οι πολλοί τις αντιλαμβάνονται δυσκολότερα: Την προϊούσα (ακατασχέτως) αναπηρία της γλωσσικής εκφραστικής, με τις εφιαλτικές ανθρωπολογικές της συνέπειες (αφού σκεπτόμαστε με τη γλώσσα, και επομένως η υποβαθμισμένη γλώσσα συνεπάγεται μειωμένη αντιληπτική ικανότητα). Οπως και η μειωμένη ή διάστροφη ιστορική κατάρτιση που καταλήγει σε καχεκτική υπαρκτική αυτοσυνειδησία, ευκολύνει τη μετάλλαξη του πολίτη σε οπαδό ή καταναλωτή.

Η επίγνωση της καταστροφής είναι το «ήμισυ» της ανάκαμψης.
 ______________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr