Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Χρήστος Γιανναράς. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Χρήστος Γιανναράς. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

«Επανάσταση» - «εθνεγερσία» αδιανόητες

Βουλή και δημοσιογραφία έχουν παραιτηθεί (μα εντελώς) από κάθε φιλοδοξία κριτικού ελέγχου, από τότε που η άσκηση της πολιτικής έχει ολοκληρωτικά αλλοτριωθεί σε παιχνίδι εντυπώσεων....



επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Υπάρχουν θεσμοί προορισμένοι να ελέγχουν τη διαχείριση της εξουσίας – η Βουλή, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ), η δημοσιογραφία. Βουλή και δημοσιογραφία έχουν παραιτηθεί (μα εντελώς) από κάθε φιλοδοξία κριτικού ελέγχου, από τότε που η άσκηση της πολιτικής έχει ολοκληρωτικά αλλοτριωθεί σε παιχνίδι εντυπώσεων.

Το ΣτΕ δεν ελέγχει ενεργά (αυτεπαγγέλτως) τη διαχείριση της εξουσίας. Αποφαίνεται για ατοπήματα ή και εγκλήματα σε βάρος πολιτών, μόνο αν ο πολίτης προσφύγει (με πολύ υψηλό οικονομικό κόστος) στην ετυμηγορία του. Ταυτόχρονα, οι κρατικοί λειτουργοί που κρίνουν τη νομιμότητα αποφάσεων και ενεργειών του κράτους, έχουν αυτο-υπονομευθεί καθορίζοντας οι ίδιοι την αμοιβή τους: Εχουν μηνιαίο μισθό ισόποσο με πέντε (5) μηνιαίες συντάξεις πανεπιστημιακού καθηγητή εικοσιοχτάχρονης θητείας και τεκμηριωμένης διεθνούς αναγνώρισης.

Τα σε βάρος πολιτών εγκλήματα επαγγελματιών της εξουσίας είναι επίσης θεσμοθετημένο να κρίνονται μόνο από τον συντεχνιακό τους θεσμό, το κοινοβούλιο – όχι από την τακτική Δικαιοσύνη (ευνοώντας την αδιαντροπιά ή και φασιστική ιταμότητα). Το ΣτΕ δεν μπορεί να τιμωρήσει παράνομες πράξεις ανθρώπων της εξουσίας (κατάφωρη κλοπή δημόσιου χρήματος, αυθαίρετες προσλήψεις με αργομισθία). Γι’ αυτό και στα τελευταία σαράντα χρόνια οργίων κομματικής κραιπάλης, μόνο δύο υπουργοί, μάλλον οι αφελέστερα αγέρωχοι, πήραν γεύση οδυνηρού επιτιμίου.

Οι υπεύθυνοι για την εθνική υποτέλεια που παγιώθηκε με τη «νύχτα των Υμίων» (31.1.1996), οι αυτουργοί της εξωφρενικής βακχείας των Ολυμπιακών Αγώνων (2004), η πανικόβλητη χρεοκοπία του 2010, με τη γελοιώδη διακήρυξή της από μια βάρκα στο Καστελλόριζο, η αδιάντροπη ατίμωση της ετυμηγορίας του λαού (δημοψηφίσματος στις 5.7.2015) είναι προκλητικά και αυθαδέστατα εγκλήματα, πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, με τους αυτουργούς αυτοαμνηστευμένους «δίχως αιδώ ή λύπην».

Αλλά γιατί να ξαναθυμόμαστε τις πομπές μας, γιατί να ξαναγευόμαστε συνεχώς το απόπιωμα της πίκρας; Μα επειδή είναι σχεδόν αδύνατο να συμβιβαστεί ο άνθρωπος με το μαρτύριο του Ταντάλου, να το ανεχθεί σαν μοίρα του. Να διψάει τη ζωή, για τον ίδιο και για τα παιδιά του, και οι εξουσιαστές του, με τη δύναμη της δικής του ψήφου, να του αντιχαρίζουν εφιάλτη αδικίας, ανασφάλειας, συλλογικής αναξιοπρέπειας. Κάποιοι διαβάζουν αυτές τις γραμμές και νομίζουν ότι το μαρτύριο του Ταντάλου είναι εικονική φιοριτούρα. Οσοι είναι άνεργοι, όσοι έχουν, χρόνια τώρα, παιδιά στην ανεργία, όσοι έχουν καταληστευμένες συντάξεις της ντροπής ή μισθούς παρανοϊκής γλισχρότητας, μόνο αυτοί (και είμαστε εκατομμύρια) καταλαβαίνουν ότι το μαρτύριο του Ταντάλου κυριολεκτεί.

Στο μαρτύριο περιλαμβάνεται και η ευθεία πρόκληση: Να συντηρείς σπιτικό, με τετρακόσια ευρώ μηνιάτικο, ή και οικογένεια με οχτακόσια (συμπεριλαμβάνοντας κοινόχρηστα, ηλεκτρικό, παρανοϊκούς φόρους). Και να σε κυκλώνει από παντού, αδιάντροπο, σαρδόνιο, θρασύτατο, το κομματικό χρήμα: Πλημμύρα στους δρόμους τα πολυτελή αυτοκίνητα, καρότσια κατάφορτα στο σούπερ μάρκετ, τα εστιατόρια και οι καφετέριες τίγκα – από πού βγαίνει και ρέει άφθονο τόσο χρήμα;

Το ερώτημα δεν συζητιέται ποτέ στα κανάλια, ούτε και θα το απαντούσαν ποτέ οι απαρέγκλιτα μονοδρομικοί κομματάνθρωποι «σχολιαστές». Μοιάζει παγιωμένα αυτονόητο, κάθε κόμμα που έρχεται στην εξουσία να σκορπάει άφθονο χρήμα σε έναν προσχηματικά «ευπρεπή» υπόκοσμο συμφεροντομανών οπαδών. Ταυτόχρονα, ποτέ κόμμα που έρχεται στην εξουσία δεν διανοείται να δημοσιεύσει τα αριθμητικά δεδομένα της εγκληματικής κραιπάλης (στην κυριολεξία κακουργίας) των προκατόχων του: Πόσες χιλιάδες ανθρώπων συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο για προϋπηρεσία μόλις πέντε (ναι, 5) ή δέκα (10) ή δεκαπέντε (15) χρόνων.

Οι αναρίθμητοι υπάλληλοι της Βουλής, σύμβουλοι ή απλώς «κολαούζοι» βουλευτών, μαζί με πάμπολλους «γενικών καθηκόντων» διορισμένοι χωρίς έλεγχο προσόντων, χωρίς συγκριτική αξιολόγηση. Το αντίστοιχο προσωπικό των κρατικών καναλιών, άνθρωποι συχνότατα (αλλά φανερά) άγλωσσοι, χωρίς καλλιέργεια, χωρίς καλαισθησία, κάποιος και με εμφανή, δραματικά χαμηλή νοημοσύνη, σε ρόλους «σχολιαστών», «ανταποκριτών», «συντονιστών πολιτικού διαλόγου» – όλοι αυτοί, άθελά τους, φανερώνουν τη βαθιά περιφρόνηση που τρέφει η εξουσία (οι πολιτικοί μας άρχοντες) για τον λαό που εξουσιάζουν.

Η περιφρόνηση γίνεται απροκάλυπτη και ανυπόφορα οδυνηρή, όταν σκεφθεί κανείς πως μια αλλαγή του εκλογικού νόμου (καθιέρωση μονοεδρικής περιφέρειας) θα εξαφάνιζε το ρουσφέτι, μια συνεπής τήρηση του νόμου Πεπονή και η κατάργηση συντάξεων για προϋπηρεσία μικρότερη των είκοσι χρόνων –τρεις ελάχιστες, στοιχειώδους λογικής, πανεύκολες πολιτικά μεταρρυθμίσεις– θα μεταμόρφωναν κυριολεκτικά την ελλαδική κοινωνία.

Το μαρτύριο του Ταντάλου μάς εξαντλεί, μας παραλύει, εξουθενώνει προοδευτικά και ανεπίστρεπτα τη συνείδηση «ευγενικής» καταγωγής των Ελλήνων. Οι «προοδευτικές» δυνάμεις (με δεξιά ή αριστερή ετικέτα) έχουν πια αποκόψει τον Ελληνα από την ιστορική και γλωσσική του συνέχεια, πραγματοποίησαν τον στόχο, τον εξαρχής τεθειμένο από την Ε.Ε.: Να γίνουμε οι Ελληνες τα γκαρσόνια της Ευρώπης, με «βιομηχανία» μας τον Τουρισμό!

Οι λέξεις «επανάσταση», «εθνεγερσία» αδιανόητες.

______________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Εκλογές χωρίς τηλεόραση

Κάποτε κυκλοφορούσε, σαν εμπειρικό στιγμιότυπο, ή «ανέκδοτο», η ειλικρίνεια του κνίτη που καυχόταν για τη στράτευσή του ομολογώντας: «εγώ δεν σκέφτομαι, σκέφτεται ο καθοδηγητής μου για μένα»! Αυτή ακριβώς είναι η σχέση όλων μας με την τηλεόραση σήμερα: σκέφτεται αυτή για μας...

 
επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Υ​​πάρχει ο ρεαλισμός των αναγκών, υπάρχουν και οι ψευδαισθήσεις των εντυπώσεων. Κάποτε οι άνθρωποι πίστευαν (και είναι πολλά τα τεκμήρια γι’ αυτή την πίστη) ότι ο ρεαλισμός των αναγκών είναι το μεδούλι της κοινωνικής δυναμικής. Η επάρκεια της τροφής, το ρούχο της ένδυσης, η στέγη, το γιατροπόρεμα, ήταν απαιτήσεις που δεν ξεγελιόντουσαν με ψευδαισθητικές «εντυπώσεις». Σήμερα ξεγελιούνται.

Μοιάζει πάντως φυλαγμένο (και δυσερμήνευτο) ένα «αποθεματικό αντοχής» στην ψυχή της ελλαδικής φτωχολογιάς και στο ερμάρι της, που εμποδίζει την ένδεια να εξελιχθεί σε λιμοκτονία. Είναι άραγε μια συνετή πονηριά άμυνας του πολίτη απέναντι στο διεφθαρμένο και δόλιο «κρατικό» μόρφωμα της κομματοκρατίας; Είναι η «ελεγχόμενη ένδεια» ένα στρατηγικό τέχνασμα των «Αγορών», προκειμένου να πειθαρχήσουν κάποιες κοινωνίες σε «άνωθεν» προγραμματισμό της οικονομίας τους; Μήπως «σκοτεινές δυνάμεις» θέλουν να «εκπροτεσταντίσουν» την ελλαδική μας τάχα και «Ορθοδοξία», να τη μεταλλάξουν σε αγαθοεργό προσκοπισμό («όλοι μαζί μπορούμε»), να την υποτάξουν στη λογική και στις πρακτικές της διαφήμισης;

Και τα τρία παραπάνω ενδεχόμενα μοιάζουν διανοητικά σχήματα, δύσκολα συνταιριάζονται με την τελματώδη αδράνεια και άκρα παθητικότητα της ελλαδικής κοινωνίας. Δεν χρειάζονται ούτε έξωθεν επιβουλές ούτε ένδοθεν στρατηγήματα: αυτή η κοινωνία έχει πια παραιτηθεί από κάθε αντίσταση στον ιστορικό αφανισμό της. Δέκα ολόκληρα χρόνια η ανεργία την απονεκρώνει, το παραγωγικότερο και πιο προσοντούχο τμήμα του πληθυσμού μεταναστεύει, η χώρα συντηρείται υπό καθεστώς ολοκληρωτικής επιτρόπευσης, εξευτελιστικής. Εχει υποθηκευτεί, για εκατό χρόνια, κάθε στοιχείο κοινωνικής περιουσίας: λιμάνια, αεροδρόμια, οδικό δίκτυο, τρένα, ηλεκτροδότηση, αρχαιολογικοί χώροι, το φυσικό κάλλος της γης και των ακτών. Δέκα χρόνια τώρα, με τις Τράπεζες δίχως δανειοδοτική δυνατότητα για την ανάκαμψη, πουλημένες κι αυτές σε άγνωστους ιδιοκτήτες.

Ωστόσο, παρά την εξόφθαλμη καταστροφή, τον έσχατο εξευτελισμό και την ανελπιστία, η ελλαδική κοινωνία συνεχίζει να ανέχεται σαν εξουσία, μοιρολατρικά και με βοσκηματώδη παθητικότητα, τον εμπαιγμό της από την κομματική ιδιοτέλεια. Πρόκειται για τυπικό φαινόμενο εθελοδουλείας και δεν αφορά μόνο στα χαμηλής εκπαιδευτικής καλλιέργειας κοινωνικά στρώματα. Την απορία για την τελματώδη αδράνεια την προκαλεί, κυρίως, η «ηγέτιδα τάξη»: Σκεφθείτε: πόσοι πρόεδροι Ανώτατων Δικαστηρίων κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Πόσοι στρατηγοί, πανεπιστημιακοί, πόσοι έντιμοι δημοσιογράφοι, κληρικοί, καλλιτέχνες.

Μια σοβαρή διερεύνηση της παραλυτικής αδράνειας απαιτεί μεθοδικές καταμετρήσεις, στατιστικές συγκρίσεις, απροκατάληπτους μελετητές και (το δυσκολότερο) αμερόληπτη κρίση. Μια επιφυλλίδα μόνο στον τονισμό της ανάγκης μπορεί να επιμείνει. Ισως και στην κατάδειξη των δυσκολιών. Για παράδειγμα:

Κάποτε κυκλοφορούσε, σαν εμπειρικό στιγμιότυπο, ή «ανέκδοτο», η ειλικρίνεια του κνίτη που καυχόταν για τη στράτευσή του ομολογώντας: «εγώ δεν σκέφτομαι, σκέφτεται ο καθοδηγητής μου για μένα»! Αυτή ακριβώς είναι η σχέση όλων μας με την τηλεόραση σήμερα: σκέφτεται αυτή για μας.

Εμείς νομίζουμε ότι την ανοίγουμε για να προσλάβουμε «πληροφορία». Οτι είμαστε «ελεύθεροι» να επιλέξουμε όποιο κανάλι (πληροφοριοδότη) θέλουμε. Ομως, κατά κανόνα, δεν επιλέγουμε πληροφορία, επιλέγουμε (ασυνείδητα) ταύτιση – όπως συμβαίνει και με την ποδοσφαιρική ομάδα που υποστηρίζουμε, με το κόμμα που ενεργά προτιμάμε, με το «σούπερ μάρκετ» που «μας έχει βολέψει».

Για την «πληροφόρησή» μας δεν επιλέγουμε γενικώς «κανάλι», αλλά εκφωνητή, σχολιαστή, διευθυντή ειδήσεων (έστω και αν τον αγνοούμε). Ταυτιζόμαστε με συγκεκριμένη οπτική της πραγματικότητας, με απόψεις που δεν θα τις εκφέραμε ποτέ ως δικές μας, αλλά μας ενδιαφέρει να τις προβάλλουμε σαν «εγκυρότατες» λόγω της «αξιοπιστίας» του καναλιού. Λειτουργεί μια τυπική περίπτωση «σύγχυσης» του πραγματικού με το επιθυμητό και του επιθυμητού με το φαντασιώδες.

Καθόλου τυχαία η τάχα και πολιτική ηγεσία διαπλέκεται αδιάρρηκτα με τα τηλεοπτικά κανάλια. Διότι η ανάθεση της εξουσίας δεν γίνεται πια με τη λαϊκή εντολή, αλλά μόνο με τις εξαιρετικά προηγμένες τεχνικές της τηλεοπτικής εικονικής πραγματικότητας, τεχνικές που ποδηγετούν προδιαγεγραμμένα τον τηλεθεατή στην ασυνείδητη ταύτιση με φαντασιωσικό ηγετικό αναπλήρωμα της μειονεξίας του.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παραμένει ο μόνος συνταγματικός θεσμός επιφορτισμένος με την ευθύνη «προστασίας του πολιτεύματος». Η κομματοκρατία τον έχει μετασκευάσει σε γραφική, ακίνδυνη μαριονέτα, διακοσμητική της αθλιότητας των συμφερόντων της. Τη μεγάλη του όμως ευθύνη τη διατηρεί. Θα περνούσε ανεξίτηλα στην Ιστορία, αν με Προεδρικό Διάταγμα επέβαλλε τον συνεπή αποκλεισμό της τηλεόρασης από την προεκλογική κομματική διαμάχη. Δύο μήνες χωρίς καν τηλεοπτικά Δελτία Ειδήσεων. Να αποκτήσει ξανά την πρώτη πολιτική σημασία ο προφορικός και γραπτός λόγος, η άμεση επαφή του κομματικού κουκλοθέατρου με το καμίνι της λαϊκής αγανάκτησης. Είναι μικρή φιλοδοξία για έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έστω και χρισμένον από την κομματοκρατία;
 ______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
(πηγή: yannaras.gr)

«Δύση-Τουρκία-συμμαχία»: Γιατί;

Έχετε ακούσει ποτέ ελλαδίτη πολιτευόμενο (πολιτικοί πια δεν υπάρχουν) να μιλάει για «οθωμανικό ιμπεριαλισμό»; Εχετε αντιληφθεί να υπήρξε ή να υπάρχει αγγλόγλωσση ελληνική γραφίδα στις ΗΠΑ ή γερμανόγλωσση στη Γερμανία, που να καταγγέλλει εμπεριστατωμένα το ασύμπτωτο και ασύμβατο των «πολιτισμών» Ισλάμ και Δύσης;

 

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Ακόμα και στον επιπόλαιο πόλεμο του 1897, ήταν προφανές και βεβαιωμένο ότι οι Ελληνες ήξεραν τι πολεμάνε ή γιατί πολεμάνε. Το ίδιο, φυσικά, και στους μεγάλης τόλμης και ανδρείας πολέμους του 1912-13. Αλλά και στη μεγαλεπίβολη απερισκεψία της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Και στο απίστευτο κατόρθωμα να συντριβούν οι Ιταλοί στα βουνά της Βόρειας Ηπείρου, το 1940. Το ίδιο βεβαιωμένοι και όταν, με αίμα πολύ, απέτρεπαν τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό, το 1946-1949.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι Ελληνες ήταν αποφασισμένοι να θυσιαστούν (και θυσιάστηκαν πάμπολλοι, δυσφόρητα πολλοί) για «κάτι», που χωρίς αυτό η ζωή δεν έχει νόημα. Ποιο ήταν αυτό το «κάτι»; Αυτονόητα, η αίσθηση πατρίδας. Οχι η έννοια ούτε το συναίσθημα: η αίσθηση. Σήμερα, και μόνο με το άκουσμα της λέξης «πατρίδα» όλοι κουμπωνόμαστε. Κομίζει αποφορά καρκινωμάτων καπηλείας και ιδεολογικών εθνικισμών στη Νεωτερικότητα, εκμετάλλευση του συναισθηματισμού των πολλών που θωρακίζει τα συμφέροντα των λίγων.

Το υπόδειγμα των αντανακλαστικών μας, σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου σήμερα, το προτύπωσαν υποδειγματικά οι αδελφοί μας Ελληνοκύπριοι (συγκληρονόμοι κλέους τρεισήμισι χιλιάδων χρόνων): Οταν πλησίαζαν στα χωριά και στις πόλεις τους οι Τούρκοι εισβολείς, μπήκαν στα Ι.Χ. τους και έφυγαν. Ετσι, το άλλοτε 18% των κατοίκων του νησιού (βιαίως εξισλαμισμένοι, επομένως συμπτωματικά τουρκόφωνοι Ρωμιοί), αποτελούν σήμερα κράτος τουρκικό «ανεξάρτητο», εφαλτήριο ή αμπάριζα για να διεκδικεί ο οθωμανικός ιμπεριαλισμός τη μισή Μεσόγειο ως υφαλοκρηπίδα.

Έχετε ακούσει ποτέ ελλαδίτη πολιτευόμενο (πολιτικοί πια δεν υπάρχουν) να μιλάει για «οθωμανικό ιμπεριαλισμό»; Εχετε αντιληφθεί να υπήρξε ή να υπάρχει αγγλόγλωσση ελληνική γραφίδα στις ΗΠΑ ή γερμανόγλωσση στη Γερμανία, που να καταγγέλλει εμπεριστατωμένα το ασύμπτωτο και ασύμβατο των «πολιτισμών» Ισλάμ και Δύσης; Βέβαια, έχουν και τα δύο «παραδείγματα» τον ίδιο ατομοκεντρικό χαρακτήρα: Καταλαβαίνουν τη «σωτηρία» σαν ατομική «αιώνια» εξασφάλιση (με γραμμική, ατελεύτητη διαιώνιση της ροής των στιγμών). Η σωτηρία εξασφαλίζεται με ατομικά επιτεύγματα «αρετών», αρετή είναι η ατομική πειθάρχηση σε Νόμο με αλάθητες υπαγορεύσεις και απαγορεύσεις. Για το Ισλάμ και για τη Δύση αλήθεια είναι η ορθότητα, την ορθότητα εγγυάται μια αυθεντία ή μια σύμβαση. Δύση και Ισλάμ συγγενεύουν συναρπαστικά, με ομοιότροπη την υποταγή τους στην αυθεντία του Πάπα ή των «Γραφών» ή του «κοινωνικού συμβολαίου» ή κάποιου Αγιατολάχ.

Υπάρχουν πια στις μέρες μας πλήθος τεκμηρίων της αυτονόητης, οργανικής «συνάντησης» Δύσης και Ισλάμ, στο πεδίο, όχι θεωρητικών «πεποιθήσεων», αλλά στον έμπρακτο στίβο της πολιτικής. Η «συνάντηση» μπορεί να είναι σύγκρουση και αντιμαχία, αλλά πάντοτε στο κοινό, οικείο γήπεδο του σωτηριολογικού ή εγκοσμιοκεντρικού ατομικισμού, του νομικισμού - ηθικισμού, της αποτελεσματικότητας ως αυταξίας. Καθόλου τυχαία ο ακραία πουριτανός ισλαμιστής Ερντογάν έχει την ανετότερη οικειότητα με τον ακραίο πουριτανό του αμοραλισμού Τραμπ και τη «θεούσα» πουριτανή του προτεσταντισμού Μέρκελ.

Ο μόνος πραγματικός αντίπαλος του Ισλάμ και της Δύσης είναι η Εκκλησία. Ας μην τη λέμε «ορθόδοξη», γιατί είναι σαν να επιμένουμε να λέμε «έρωτα» την επαγγελματική εμπορία της ηδονής. Η Εκκλησία είναι τόσο δυσδιάκριτη όσο και ο αληθινός (μη εμπορεύσιμος) έρωτας ή ο σπόρος ο χαμένος μέσα στη γη που βλασταίνει δέντρο. Σώζει η Εκκλησία το ελληνικό νόημα της λέξης αλήθεια: είναι η γνώση που μετέχεται εμπειρικά, είναι κοινωνούμενη βεβαιότητα, όχι χρηστικά συμφωνημένη ορθότητα κατανόησης. Σώζει και το νόημα της λέξης πολιτική: είναι το κοινό άθλημα υπέρβασης των εγωτικών ενορμήσεων, για τη χαρά της συνύπαρξης και κοινής δημιουργίας.

Ιστορική σάρκα της Εκκλησίας είναι η ελληνική γλώσσα. Οχι μια γραμματική, συντακτικό και λεξιλόγιο, γλώσσα είναι πάντα ο λαός που τη μιλάει. Εχοντας βάναυσα καταστρέψει τη γλώσσα μας, οι σημερινοί Ελληνώνυμοι νομίζουμε ότι αντίπαλός μας επίβουλος είναι οι Τούρκοι, το Ισλάμ. Αλλά οι Τούρκοι δεν έθιξαν ποτέ τη γλώσσα μας, τη γλώσσα την άλωσε η Δύση αφανίζοντας ιστορικά τον Ελληνισμό: Λέμε οι σημερινοί Ελληνώνυμοι «εκκλησία» και εννοούμε «επικρατούσα θρησκεία». Λέμε «δημοκρατία» και εννοούμε «αντιπροσωπευτικό σύστημα». Λέμε «πίστη» και εννοούμε ατομικές πεποιθήσεις, ιδεολογικές βεβαιότητες, όχι άθλημα εμπιστοσύνης. Και άλλα αναρίθμητα ανάλογα.

Σιωπηλά και αθόρυβα, ένας αρχιεπίσκοπος θα μπορούσε να αλλάξει την ιστορική πορεία των Ελλήνων. Αν άρχιζε να διδάσκει στους νάρθηκες γλώσσα, την ελληνική γλώσσα, στην ιστορική της ενοείδεια, σαρκωμένη στην ποίηση της λατρείας. Να καταργήσει το κήρυγμα, που επιβάλλει τη γνώση ως κατανόηση (cogito) αποκλείοντας τη γνώση ως κοινωνούμενη μετοχή. Να διαστείλει την «πατρότητα» από την «παιδαγωγία», την επισκοπική «σύνοδο» από το «επιτελείο στελεχών».

Η βεβήλωση της Αγια-Σοφιάς από τον Ερντογάν είναι πταίσμα σε σύγκριση με την εγκληματική άγνοια των επισκοπικών ευθυνών.
______________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Για να συνεχίσει να υπάρχει κράτος | του Χρήστου Γιανναρά

Η προεκλογική, μανιασμένη αντιμαχία αφορά μόνο λωποδυσίες κομμάτων και κομματανθρώπων, χρηματισμό τους από τον διεθνή ή εγχώριο υπόκοσμο, κρατικές προμήθειες από το παρεμπόριο – η αμοιβαία κατασπίλωση παραμένει, πάντοτε και εκ του ασφαλούς, στο πεδίο της πρόκλησης εντυπώσεων...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Περίοδος προεκλογική. Και όσοι αλληλομαχούν για τη νομή της εξουσίας, δεν ενδιαφέρονται να εμφανίσουν έστω και ίχνη πολιτικού προγράμματος, πρόθεση μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών, κάποια, προσχηματική έστω, ανησυχία για κοινωνικά προβλήματα. Μοιάζει αυτονόητο ότι οι εκλογές γίνονται μόνο για να κερδηθεί η εξουσία και η εξουσία κερδίζεται μόνο αν κερδηθούν οι εντυπώσεις.

Γι’ αυτό και μανιασμένη η ανταλλαγή απαξιωτικών χαρακτηρισμών, η προσπάθεια να σπιλωθούν οπωσδήποτε οι αντίπαλοι, έστω με αοριστολογίες και υπονοούμενα εγκλήματα καταλήστευσης του κοινωνικού χρήματος. Αδίστακτος πόλεμος εντυπώσεων.

Το πιο ποταπό και αηδές είναι ότι η αντιμαχία έχει δεδομένη, θεσμικά-νομικά εξασφαλισμένη, την ατιμωρησία κάθε εγκλήματος των αντιμαχομένων – οπωσδήποτε κάθε πολιτικού (κοινωνικού) κακουργήματος, αλλά και κάθε ποινικού (αν υπερβαθούν κάποιες κωμικές προθεσμίες). Ετσι, οι κατηγορίες που αμοιβαία εκτοξεύονται προεκλογικά ουδέποτε αφορούν κομματικές ασυδοσίες: διορισμούς στο Δημόσιο, εξωφρενικούς δανεισμούς του κράτους, υπονόμευση των θεσμών της Δικαιοσύνης, σκόπιμη ανυπαρξία Δημόσιας Τάξης, δραματική υποβάθμιση της Παιδείας, πρωτογονισμό των ΜΜΕ, εγκατάλειψη των πανεπιστημίων στις κομματικές νεολαίες και στον τραμπουκισμό.

Η προεκλογική, μανιασμένη αντιμαχία αφορά μόνο λωποδυσίες κομμάτων και κομματανθρώπων, χρηματισμό τους από τον διεθνή ή εγχώριο υπόκοσμο, κρατικές προμήθειες από το παρεμπόριο – η αμοιβαία κατασπίλωση παραμένει, πάντοτε και εκ του ασφαλούς, στο πεδίο της πρόκλησης εντυπώσεων. Καθηλώνεται έντεχνα το ενδιαφέρον των πολιτών στο πόσους και ποιους πολιτικούς εξαγόρασε η Novartis ή η Siemens, πόσους και ποιους κροίσους δημιούργησε το κλείσιμο κρατικών βιομηχανιών, με ποιας ιδιοκτησίας θαλαμηγούς ή αεροπλάνα ταξιδεύουν οι «ριζοσπάστες» της Αριστεράς, ποια μυθώδη δάνεια έδωσαν οι Τράπεζες σε αρειμάνιους Συριζαίους με δεδομένη την πτώχευση της χώρας.

Στον πόλεμο των εντυπώσεων αυτά τα θέματα ενδιαφέρουν. Κανένας δεν μιλάει για τη δημογραφική κατάρρευση του Ελληνισμού, τη χρονολογικά προβλεπόμενη πληθυσμική του εξαφάνιση. Κανένας για την επίσημα κατεστημένη στον δημόσιο βίο αγλωσσία. Κανένας για τη θεσμικά επιβεβλημένη επικυριαρχία των Ευρωπαίων «εταίρων» μας στα χώματα που, με πολύ αίμα, απελευθέρωσαν κάποτε οι πρόγονοί μας. Κανένας δεν διανοείται να θέσει, ως πολιτικό πρόβλημα, τη συντελεσμένη απώλεια της «ψυχής» μας: γλώσσας, ιστορικής συνείδησης, τρόπου αυτοδιοίκησης ή πολιτισμού μας. «Μοιάζουμε να μην ξέρουμε πια γιατί υπάρχουμε, παρά τους αιώνες και τις χιλιετίες πολιτισμού που έχουμε πίσω μας» έγραψε πρόσφατα ο Λαοκράτης Βάσσης, εμβληματική μορφή της τίμιας Αριστεράς.

Η υποταγή της πολιτικής στην ολοκληρωτική λογική του μάρκετινγκ αποκλείει ερωτήματα που βασανίζουν τους πολίτες αλλά ξεγυμνώνουν την ιδιοτέλεια των εξουσιαστών.

Στοιχειώδες για κάθε νουνεχή πολίτη το ερώτημα: Πώς να ανακάμψει η οικονομία, να χαλιναγωγηθεί η ανεργία, να ανασχεθεί η μετανάστευση, να ανασάνει η φτωχολογιά, όσο το κράτος παραμένει πελατειακό; Για να υπάρξει οργανωμένος δημόσιος τομέας στην υπηρεσία των κοινωνικών αναγκών, άτεγκτη προϋπόθεση είναι να απολυθούν εκατοντάδες χιλιάδες υπαλλήλων, που διορίστηκαν στο Δημόσιο με κομματικό ρουσφέτι και ουδέποτε αξιολογήθηκε η ποιότητά τους. Να σταματήσει, εδώ και τώρα, η συνταξιοδότηση, εκατοντάδων και πάλι χιλιάδων, που συνταξιοδοτήθηκαν σε ηλικία κάτω των πενήντα ετών. Οχι για να «τιμωρηθεί» όλος αυτός ο παρασιτικός πληθυσμός, αλλά για να μπορέσει να συνεχίσει να υπάρχει κράτος, ικανό να εγγυηθεί την επιβίωση όσων (δικαιότατα) θα απολυθούν και όσων (αξιοκρατικά) θα παραμείνουν.

Ο μόνος πολιτικός που τόλμησε να αναμετρηθεί με τέτοια προβλήματα, είναι ο Στέφανος Μάνος. Κανένα κόμμα δεν αξιοποίησε την πρόκλησή του, δεν θεώρησε ανάγκη να την επεξεργαστεί επιτελικά. Τρομάζει κανείς από την ασυνειδησία του πολιτικού προσωπικού στην Ελλάδα, την παχυδερμική ανεμελιά του. Η τόλμη μεταρρυθμιστικών τομών, με στόχο (ούτε λίγο ούτε πολύ) την «επανίδρυση του κράτους», θα μπορούσε (απολύτως ορθολογικά) να υποστηριχθεί και από την Ε.Ε. – κάποτε με επιφάσεις χαλιναγωγείται και η δολιότητα. Ομως τα κόμματα στην Ελλάδα έχουν νεκρωμένα πολιτικά αντανακλαστικά, είναι οργανισμοί πεθαμένοι, αδύνατο να νεκραναστηθούν επιθετικές πρωτοβουλίες.

Κανένας απαξιωτικός χαρακτηρισμός δεν επαρκεί για την αποτίμηση της ευτέλειας κομμάτων και κομματανθρώπων στο ελλαδικό κρατίδιο. Συντηρούν τη διαφθορά, την ψυχοπαθολογική εξουσιολαγνεία, με πείσμα και τυφλότητα αυτοκαταστροφική. Χρόνια τώρα, έρχεται και επανέρχεται, με ποικίλες αφορμές, το πάγκοινο και λογικότατο αίτημα για περιορισμό της αναιδέστατης σπατάλης: Να περιορισθούν σε 150 οι βουλευτές, να περικοπούν δραστικά οι απολαβές τους και οι εξωφρενικές «διευκολύνσεις» που τους παρέχονται. Συνιστά αναιδέστατη πρόκληση η χρηματική επιχορήγηση των κομμάτων από τον χρεοκοπημένο κρατικό κορβανά και αφόρητη «ύβρι» η διαγραφή των τραπεζικών οφειλών τους.

Σίγουρα, με καταγγελίες και ξόρκια δεν αλλάζει τίποτα. Αν κρίνει κανείς από τα ευρωψηφοδέλτια των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, στον βωμό της προτεραιότητας των εντυπώσεων θυσιάζονται πια ακόμα και οι στοιχειώδεις απαιτήσεις σοβαρότητας, συνέπειας και ευπρέπειας. Το πολιτικό προσωπικό της αυτοκαταστροφής μας αυτοαναπαράγεται επί τα χείρω.
______________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

«Το ασυμβίβαστο Εκκλησίας και Θρησκείας», επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Στο ποίημα του Σεφέρη «Ο κ. Στρατής Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο», διαβάζουμε (πέμπτο μέρος, «Αντρας»): «Από τότες είδα πολλά καινούργια τοπία… Είδα και μια παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη αίθουσα· τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου. Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό ούτε το Λάζαρο. Μόνο, σε μια γωνιά, την αηδία ζωγραφισμένη σ’ ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε. Αγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του μ’ ένα πελώριο πανί που του κρεμόταν από το κεφάλι. Αυτός ο κύριος της “Αναγέννησης” μ’ έμαθε να μην περιμένω πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία».

Μόνο ένας πολύ μεγάλος ποιητής μπορεί να συνοψίσει την αξιολόγηση και κρίση του για το καύχημα της φραγκικής Δύσης, την «Αναγέννηση» (Renaissance), σε μια αηδιαστική φυσιογνωμία που ένα «θαύμα» (αφορμή θάμβους) το κοιτάζει δύσπιστα, σαν να το μυρίζει. Και θυμάμαι το συγκεκριμένο ποίημα του Σεφέρη κάθε φορά, τους τελευταίους μήνες, που η κρατική στην Ελλάδα τηλεόραση μεταδίδει την εκκλησιαστική λατρεία χωρίς λατρεύουσα εκκλησία, μόνο με μιαν άσχετη, σχεδόν κωμική φιγούρα χειρονόμου ορχηστή στην οθόνη να παλεύει, με γκριμάτσες και νοήματα, να κάνει κατανοητά τα δρώμενα και λεγόμενα, σε κωφάλαλους.

«Υψιστε Θεέ», που θα ’λεγε ο Παπαδιαμάντης, έχουμε στη χώρα μας πάνω από εκατό μιτροφόρους (με αυτοκρατορικό διάδημα) επισκόπους, που μισθοδοτούνται από το κράτος και λαμπροφορούν για να «εξυπηρετούνται οι θρησκευτικές ανάγκες του λαού»! Δεν βρέθηκε ούτε ένας να διαμαρτυρηθεί ή να καγχάσει γι’ αυτή την κωμική παντομίμα, το ανθρωπάκι με τις γκριμάτσες και τα νοήματα, που θέλει να κάνει «κατανοητή» την ιλιγγιώδη ποίηση της εκκλησιαστικής λατρείας; Σκεφθείτε έναν ανάλογο χειρονόμο, που θα «ερμήνευε» στην τηλεοπτική οθόνη την τέλεση μιας αρχαίας τραγωδίας ή την απαγγελία υψηλής ποίησης.

Οι εκκλησίες, σε κάθε γειτονιά των πόλεων και σε κάθε χωριό, είναι το τελευταίο απομεινάρι της εμπειρικής (όχι ιδεολογικής, συναισθηματικής ή φολκλορικής) ελληνικότητας. Δεν πηγαίνουμε στην εκκλησία για να «κατανοήσουμε» νοήματα, ιδεολογικές θέσεις και ηθικές προστακτικές, πηγαίνουμε για να γιορτάσουμε, να μετάσχουμε σε άλλον τρόπο ύπαρξης, και όχι απλώς συμπεριφοράς. Η αλήθεια της εκκλησίας (όπως άλλοτε και η αλήθεια της πόλεως ή η αλήθεια μιας Τέχνης) γνωρίζεται ως εμπειρία μετοχής, έμπρακτης γνώσης – δεν γίνεσαι ζωγράφος ή μουσουργός διαβάζοντας οδηγίες και συμβουλές, κατανοώντας κάμποσα «πρέπει», κανόνες και προστακτικές. Ασκείσαι, για να γνωρίσεις εμπειρικά την Τέχνη που αγαπάς, μετέχεις «κρίσεως και αρχής» για να γνωρίσεις την πολιτική τέχνη και επιστήμη.

Ο,τι διαφοροποίησε καισαρικά τη μεταρωμαϊκή Δύση από την κάποτε ελληνική οικουμένη, ήταν ότι η Δύση παραποίησε την εκκλησία σε ατομοκεντρική θρησκεία («αλάθητα» δόγματα πεποιθήσεων και νομικές διατάξεις συμπεριφοράς). Ο Ελληνισμός, όπου σώζεται κρυπτόμενος και δυσδιάκριτος (όχι «μετά παρατηρήσεως» ούτε με υποδείξεις: «ιδού ώδε ή ιδού εκεί»), πραγματώνει την Εκκλησία στο πεδίο της ύπαρξης: στη γιορτή της χαράς για τη νίκη καταπάνω στον θάνατο.

Συμβιβασμένη η ελληνική ουτοπία (ου τόπος) με το καραγκιοζιλίκι τής «εν τω κράτει επικρατούσης θρησκείας», είναι αδύνατο να αντιληφθεί ακόμα και τα θεμελιώδη της υπαρκτικής της ταυτότητας. Γελοιοποιείται φωτίζοντας τον Παρθενώνα όπως φωταγωγείται το Κολοσσαίον, αλλοιώνει τη μορφολογία του βράχου της Ακρόπολης, για να εξυπηρετείται η διακίνηση των τουριστών, μοιράζει τυπωμένη δεοντολογία συμπεριφοράς, κάθε Κυριακή στις εκκλησιές, με ωφελιμολογία τυπικά προτεσταντικού ηθικισμού («Φωνή Κυρίου») – ίλιγγος μικρονοϊκής επαρχιωτίλας.

Με την ίδια «λογική» και η γλώσσα των κωφαλάλων υποκαθιστά επισήμως την εκκλησιαστική λατρεία με αποκλεισμένη τη λατρεύουσα εκκλησία. Δεν ενδιαφέρει η παρουσία των προσώπων, να γιορτάσουν τον ρεαλισμό της ελπίδας ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω». Στόχος συγκρότησης της Εκκλησίας είναι να «καταλάβουν» όλοι, ακόμα και οι κωφάλαλοι, ότι αυτός ο θεσμός (που τον λέμε ακόμα «εκκλησία») είναι χρήσιμος, ωφέλιμος – με τον θάνατο, βέβαια, αδιαμφισβήτητο τελικό νικητή, να μας περιμένει στη γωνία.

Θα αντιτάξει ο αναγνώστης: Μας ορφάνεψε ο κορωνοϊός από τη γιορτινή χαρά της μετοχής, να στερηθούμε και την ψυχολογική παρηγόρια, το θέαμα και το ακρόαμα; Μα, φυσικά, αφού και για τους αγαπημένους που χάνουμε, πενθούμε, δεν αναπληρώνουν την απουσία οι φωτογραφίες τους. Με τόσους θανάτους κάθε μέρα και τόσους συνανθρώπους στο μαρτύριο της ασφυξίας, εμείς να γαντζωνόμαστε σε ψευτοπαρηγόριες;

Είναι πια η νοοτροπία μας, δηλαδή ο πολιτισμός μας, να υποκαθιστούμε τόσο τη ζωή όσο και το θάνατο με εικονικές εντυπώσεις. Γι’ αυτό και στην πληθώρα των εντύπων που υπηρετούν την «επικρατούσαν εν Ελλάδι θρησκείαν» πρυτανεύουν και πλεονάζουν οι φωτογραφικές πόζες του κάθε τοπικού επισκόπου. Δεν αντιλαμβάνονται οι πληθωρικά φωτογραφούμενοι ότι αυτή η άκομψη αυτοπροβολή προδίδει επαρχιωτίλα, τους εκθέτει. Κυρίως, από σεβασμό και δέος για την αυτοκρατορική αρχοντιά του επισκοπικού ενδύματος, θα ήταν συνετό να απαγορεύουν οι ίδιοι οι επίσκοποι τη φωτογράφησή τους, όταν ιερουργούν.

Μακάρι ο εφιάλτης του κορωνοϊού να φωτίσει, έστω ελάχιστα, το ασυμβίβαστο Εκκλησίας και θρησκείας.
_________________________________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Γιατί εμμένουμε στην άγονη αυτομεμψία


Ύστερα από κάθε θεομηνία στην Ελλάδα ακολουθεί πάντοτε μια σύντομη περίοδος (ημερών) δημόσιας και ιδιωτικής γκρίνιας. Αυτομεμψία, επειδή «δεν μπορούμε, επιτέλους, να γίνουμε σύγχρονο, οργανωμένο κράτος...

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Η πρόσφατη, πριν από δύο εβδομάδες, χιονόπτωση, μεγάλη σε ένταση και έκταση, ήταν σκληρή δοκιμασία για σημαντικό αριθμό οικογενειών συμπατριωτών μας. Η ίδια αυτή φράση επαναλαμβάνεται σταθερά, από ιδρύσεως του συμβατικού ελλαδικού κρατιδίου, ύστερα από κάθε καταστροφική θεομηνία. Καταλαβαίνουμε όλοι ότι τέτοιες δοκιμασίες θα μπορούσαν να έχουν πολύ μικρότερες, ίσως ασήμαντες συνέπειες, αν το ελλαδικό κρατίδιο ήταν ένα οργανωμένο με συνέπεια κράτος, δηλαδή, όχι εκουσίως συμβατικό (δάνειο) πολιτειακό μόρφωμα.

Ύστερα από κάθε θεομηνία στην Ελλάδα ακολουθεί πάντοτε μια σύντομη περίοδος (ημερών) δημόσιας και ιδιωτικής γκρίνιας. Αυτομεμψία, επειδή «δεν μπορούμε, επιτέλους, να γίνουμε σύγχρονο, οργανωμένο κράτος – να μην περνάνε τα καλώδια ηλεκτροδότησης ανάμεσα από δέντρα, να μην κόβεται η υδροδότηση με την πτώση της θερμοκρασίας» και άλλα ανάλογα. Αυτή τη φορά, το κωμικοτραγικό ήταν ότι, ακόμα και ένας πρώην υπουργός Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (Δημοσίων Έργων) διαμαρτυρήθηκε που έμεινε χωρίς ηλεκτροδότηση, για δύο εικοσιτετράωρα. Τα πρόσωπα, ακόμα και τα πιο έντιμα, είναι εξίσου ανίσχυρα, απέναντι στη λάθος θεσμική υποδομή, σε ένα εξ υπαρχής λάθος-κράτος (μιμητικό, μεταπρατικό).

Όμως, πραγματικά «δεν μπορούν να κάνουν τίποτα» οι επιμέρους διαχειριστές της εξουσίας; Τι τους εμποδίζει να τολμήσουν (ή να απαιτήσουν) θεσμικές αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία του κράτους; Κι αν δεν μπορούν να το κάνουν, τότε γιατί «κατεβαίνουν» στην πολιτική: μόνο για την ηδονή της δημοσιότητας και για συντήρηση της αδράνειας; Είναι πραγματικά θλιβερό, αξιοθρήνητο θέαμα, δύο αιώνες τώρα, η «πολιτική Ελλάδα». Παρηγοριέται ο πολιτικός βίος σπανιότατα με κάποιες εξαιρέσεις ανθρώπων ταλαντούχων, που έχουν μυαλό, κατάρτιση και επιθυμία προσφοράς, προσωπικότητες ικανές να εμπνεύσουν και να συντονίσουν σωτήριες πρωτοβουλίες. Δεν είναι όμως αυτοί που διαμορφώνουν το πολιτικό γίγνεσθαι στο ελλαδικό κρατίδιο. Είναι πάντοτε «οι άλλοι».

«Ποιοι άλλοι»; Γόνοι οικογενειών που εξαργυρώνουν, για πολλές γενεές, τη δημοφιλία κάποιου προγόνου. Τυχάρπαστα προϊόντα καπηλείας του συνδικαλισμού ή των κομματικών νεολαιών. Επιδέξιοι αριστείς των «δημοσίων σχέσεων», μαστόροι του εντυπωσιασμού, των «εύπεπτων» πεποιθήσεων. Το κοινό γνώρισμα όλων αυτών των παραγόνων της καλπάζουσας παρακμής, όταν δεν είναι η τυφλή, μανιακή ιδιοτέλεια, είναι η αυτονόητη βεβαιότητα ότι: το ζητούμενο για την Ελλάδα είναι, κατά την καραμανλική ρήση: «να γίνουμε επιτέλους κι εμείς Ευρωπαίοι, για να γίνουμε άνθρωποι»!

Γιορτάζουμε τα διακόσια χρόνια απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό, γιορτάζουμε την αυτοκτονική προτίμηση (ανίατο ραγιαδισμό) να «ανήκομεν εις την Δύσιν». Διακόσια χρόνια, και ακόμα το ζητούμενο είναι: πώς θα γίνουμε, επιτέλους, «κράτος ευρωπαϊκό». Όχι μια οργανωμένη συμβίωση για την εξυπηρέτηση των δικών μας κοινών αναγκών, αλλά συμβίωση που αντιγράφει – μιμείται – πιθηκίζει τους θεσμούς και τις πρακτικές λαών που μας «γυαλίζουν» και μας κολακεύει η μίμησή τους.

Καυχόμαστε για την Ιστορία μας συναισθηματικά και αόριστα. Αρνούμαστε να διδαχθούμε από την Ιστορία. Πότε ήταν κράτος συγκεντρωτικό ο Ελληνισμός; Ποτέ! Πάντοτε, είτε στην κλασική περίοδο, είτε στη ρωμαϊκή, είτε κάτω από την τουρκική κατοχή επιβίωναν οι «Ελληνίδες πόλεις» ή οι «ελληνικές κοινότητες». Ο τρόπος της πολιτικής, που γέννησαν και γνωρίζουν οι Έλληνες, είναι η κοινωνική αυτοδιαχείριση, η «κοινωνία των σχέσεων», η κοινωνούμενη εξουσία.

Το «ελεύθερο κράτος», απροκάλυπτα μεταπρατικό, με Γερμανούς βασιλιάδες, ασφυκτικά ελεγχόμενη την οικονομία του από τους Άγγλους, με ίνδαλμα «καλλιέργειας» τη γαλλική κουλτούρα, με σχολειά και πανεπιστήμια πιστά αντίγραφα του γερμανικού συστήματος, παραδόθηκε ηδονικά στην πιο ριζική αλλοτρίωση αυτοσυνειδησίας και ταυτότητας που γνώρισε ποτέ η Ιστορία.

Σήμερα, ανοίγεις τα τηλεοπτικά κανάλια και βεβαιώνεσαι ταχύτατα ότι έχει πια κατορθωθεί (και παγιωθεί) το αδιανόητο: Η γλώσσα, η παράδοση (μεταγγιζόμενη εμπειρία), η ευαισθησία και καλλιέργεια, που γέννησαν τα υψηλότερα επιτεύγματα της ανθρώπινης μοναδικότητας, έχουν αφεθεί σήμερα στην αποκλειστική διαχείριση ενός πληθυσμού που, στην καλύτερη περίπτωση, λογαριάζει για επίτευγμα καλλιέργειας τη δουλική, ανυποψίαστη υποταγή του στη φανταχτερά συσκευασμένη απανθρωπία του έμπρακτου μηδενισμού.

Κάποτε, υπήρχε ίσως περιθώριο, τουλάχιστον (έστω και μόνο) για κατανόηση. Μπορούσες να πεις: Για να μην κόβεται η ηλεκτροδότηση και η ύδρευση, επί πέντε μερόνυχτα, από μια χιονόπτωση, πρέπει να ελευθερωθεί με συνέπεια η ευθύνη (και η χαρά) της τοπικής αυτοδιαχείρισης. Που προϋποθέτει τη ρεαλιστική προτεραιότητα, θεσμοποιημένη, της μικρής κοινότητας. Φυσικά, με συγκρότηση του κοινοβουλίου από τοπικούς άρχοντες, όχι από κομματικούς χαρτογιακάδες. Επομένως, οικοδόμηση κοινωνίας σχέσεων, όχι να μαντρώνουμε καψούρηδες καταναλωτές σε εισαγόμενες ιδεολογίες. Κι αυτό προϋποθέτει: αρχαία ελληνικά από την Πρώτη Δημοτικού, σαν παιχνίδι, όχι χρηστικό «εφόδιο». Μαζί με τα μαθηματικά ως γλώσσα – πολλή μουσική, ομαδικό παιχνίδι, χορό (δηλαδή σχολείο, όχι φροντιστήριο).

Τότε, θα αρκούσαν, τρία μόνο πανεπιστήμια σε όλη την Ελλάδα, πολύ, μα πολύ υψηλών απαιτήσεων. Τα σημερινά θα μείνουν αυτό που πραγματικά είναι: επαγγελματικές σχολές. Αυτονόητη οπωσδήποτε η απαγόρευση, ριζική, του θρησκευτικού κηρύγματος. Για να υπάρξει «σώμα» Εκκλησίας, στίβος υπαρκτικής γνησιότητας, όχι χρησιμοθηρία συμπεριφοράς.

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Το στοίχημα του εκσυγχρονισμού

«Α​​​​υτοί έχουν το δολλάριο – εμείς έχουμε τον Αλλάχ»: Ηταν η φράση που χρησιμοποίησε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για να εγκαρδιώσει τον λαό του, όταν η οικονομία της χώρας του απειλήθηκε ευθέως από τις ΗΠΑ.


 επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *
 
«Α​​​​υτοί έχουν το δολλάριο – εμείς έχουμε τον Αλλάχ»: Ηταν η φράση που χρησιμοποίησε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για να εγκαρδιώσει τον λαό του, όταν η οικονομία της χώρας του απειλήθηκε ευθέως από τις ΗΠΑ. 

Φράση τυπικής θρησκοληψίας – σκόπιμης ή ειλικρινούς: τα κίνητρα δεν επηρεάζουν την ιστορική σημασία της. Οπωσδήποτε είναι το πρώτο «όχι», από την ηγεσία και την κατάδηλη πλειοψηφία των πολιτών μιας χώρας, στη μονοκρατορική (πλανητική) απολυταρχία των «Αγορών». Λίγα λεπτά μετά την εκφώνηση της φράσης από τον Ερντογάν, γυναίκες και άνδρες στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και της Αγκυρας έσκιζαν επιδεικτικά χαρτονομίσματα δολλαρίου σε κλίμα πανηγυρισμού.

Εκπληξη και ξάφνιασμα προξένησε, πριν μερικά χρόνια, και η δημοψηφισματική προτίμηση των Ισλανδών: να διασώσουν τις κοινωνιοκεντρικές προτεραιότητες του οικονομικού τους συστήματος και να αφήσουν τις τράπεζες να χρεοκοπήσουν ό,τι κι αν στοίχιζε η χρεοκοπία σε καταθέτες και επενδυτές. Ξεχωριστό ιστορικό προνόμιο διεκδίκησε και η παρακμιακή ελλαδική κοινωνία, το καλοκαίρι του 2015, καταπλήσσοντας την υφήλιο, όταν, σε δημοψήφισμα, το 61,31% του λαού ψήφισε τη μη υποταγή στον εκβιασμό των «Αγορών», έστω και με τίμημα ενδεχόμενη έξοδο από τη γερμανική νομισματική δεσποτεία (κοινώς «ευρωζώνη»).

Η ισλανδική αντίσταση στον επιθετικό ολοκληρωτισμό των Αγορών θα μπορούσε να έχει καταγωγή θρησκευτικής ευτολμίας, αν υπολογίσει κανείς τη σκανδιναβική παράδοση κοινωφελούς ορθολογισμού, ριζωμένη στον προτεσταντικό ηθικισμό. Για το ελλαδικό δημοψήφισμα δεν υπάρχει περιθώριο τέτοιων υποθέσεων: επρόκειτο για πρόσχημα («φύλλο συκής» με προαποφασισμένη την ανακολουθία και ασυνέπεια) – ψιμύθιο για τη «θρησκοληψία» της εξουσιολαγνείας και πλουτομανίας της τάχα και «ριζοσπαστικής» Αριστεράς.

Ο Ερντογάν, αντιτάσσοντας τον Αλλάχ στο δολλάριο, είναι ο πρώτος (και μέχρι στιγμής μοναδικός) ηγέτης που λέει «όχι» σε έναν παγκοσμιοποιημένο πολιτισμό, σε ένα «παράδειγμα» (καθολικό τρόπο του βίου) εκμαυλιστικά παντοδύναμο. Το θρησκευτικό έρεισμα της τόλμης του μοιάζει σαθρό, ενώ έχει αντίπαλο τον ιστορικο-υλιστικό μηδενισμό της Δύσης και τη φρικώδη απανθρωπία που ο μηδενισμός παράγει, καμουφλαρισμένη με προσχηματικούς θεσμούς και «φιλελεύθερες» παρλαπίπες.

Σαθρό αντέρεισμα ο ισλαμισμός, αν και εμφανίζει μια επεκτατική δυναμική που καταπλήσσει (κυρίαρχος σχεδόν στην Αφρική, ακάθεκτη η εξάπλωσή του στην Ασία, απίστευτη η διεύρυνση της παρουσίας του στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες). Αλλά παραμένει μια θρησκεία χωρίς μεταφυσική, με παιδαριώδεις απαντήσεις στα υπαρκτικά ερωτήματα του ανθρώπου. Γι’ αυτό και με πρωτόγονο ηθικιστικό φορμαλισμό, απάνθρωπο.

Ο Ερντογάν, συνετότατος, δεν διανοήθηκε ποτέ να αντιτάξει ιδεολογικά το Ισλάμ στον μηδενισμό της Δύσης. Εχει την πολιτική οξυδέρκεια να εμπιστεύεται την «πράξη» (τη διαμόρφωση του έμπρακτου συλλογικού βίου), όχι το πεδίο των ιδεολογημάτων και «πεποιθήσεων». Προώθησε το δυτικό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, όχι τον εκδυτικισμό των συνειδήσεων, όχι την τριτοκοσμική ξιπασιά, τη λιγούρα των απομιμήσεων. Τα εκθαμβωτικά μοντέρνα «υπερκαταστήματα» σε κάθε παραμικρή πόλη, οι γέφυρες και τα τούνελ στην Κωνσταντινούπολη, η παραγωγή (συναρμολόγηση) και εμπορία πολεμικών αεροπλάνων (F16) συνοδεύουν την ίδρυση τεράστιου αριθμού πανεπιστημίων – τα πλήθυνε απίστευτα και τα γέμισε «μαντίλες» ο Ερντογάν.

Οι Κεμαλικοί πάσχιζαν δήθεν για «εξευρωπαϊσμό» της Τουρκίας και εξίσωση των φύλων, αλλά, με απαγορευμένη τη μαντίλα, ο γυναικείος πληθυσμός ζούσε στο κοινωνικό περιθώριο. Τώρα τα πανεπιστήμια, εκσυγχρονισμένα και εξοπλισμένα στο υψηλότερο δυνατό ευρωπαϊκό επίπεδο, κατακλύζονται από «μαντίλες» – η εξωμοσία δεν είναι οπωσδήποτε προϋπόθεση της «προόδου» και του «εκσυγχρονισμού».

Οι δικτατορικές εξουσίες του Ερντογάν, οι απάνθρωπες αυθαιρεσίες του, τα παρανοϊκά μεγαλεία του ανακτόρου του, το αίμα εκατομμυρίων Κούρδων που θα τον κατατάσσει πάντοτε στους σφαγείς της Ιστορίας, αυτά και πάμπολλα ανάλογα δεν αμνηστεύονται επειδή έχει χάρισμα ηγετικό και πολιτική οξυδέρκεια. Αλλά αυτή η κρίση για τον Ερντογάν προϋποθέτει κριτήρια τίμιας εμμονής στην ελευθερία και αξιοπρέπεια του ανθρώπου, όχι τα πανουργήματα των τάχα και «δικαιωμάτων» απρόσωπων καταναλωτικών μονάδων, που οι «Αγορές» και οι λακέδες τους ρεκλαμάρουν σαν τον ύψιστο πολιτισμό.

Αν προλάβει πια να υπάρξει ταλαντούχος πολιτικός, ενθεγέρτης, στην τελειωμένη Ελλάδα, δεν θα ακουστεί από το στόμα του ούτε συνθηματολογία αντιπαλότητας προς τη Δύση ούτε η κωμική αγραμματοσύνη του «ανήκομεν εις την Δύσιν». Ούτε απόρριψη ούτε άνευ όρων πιθηκισμός.

Υπάρχει Ελληνισμός σημαίνει: Λειτουργεί η συνέχεια της γλώσσας, ο κάθε Ελληνας διαβάζει την «κοινή» ελληνική με την άνεση που διαβάζει τον Ελύτη, ζει τη «δημοκρατία» με τους όρους της αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας, πηγαίνει στην εκκλησιά όχι για να «ωφεληθεί» αλλά για να γιορτάσει.

Από εκεί και πέρα προσλαμβάνει οτιδήποτε από παντού με κάθε άνεση. Οχι για να μιμηθεί συμπλεγματικά, αλλά για τον πλουτισμό της ζωής του.
 
______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
(πηγή: yannaras.gr)

Αποκλείει η πολιτική την αξιοπρέπεια;

Ο πολιτισμός μας σήμερα, γέννημα της Δυτικής Ευρώπης και παγκοσμιοποιημένος πια, θεμελιώνεται στην προτεραιότητα των ατομικών επιλογών, όχι στην προτεραιότητα των σχέσεων κοινωνίας.

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Ο πολιτισμός μας (τρόπος του βίου) σήμερα, γέννημα της Δυτικής Ευρώπης και παγκοσμιοποιημένος πια, θεμελιώνεται στην προτεραιότητα των ατομικών επιλογών, όχι στην προτεραιότητα των σχέσεων κοινωνίας.

Η φράση αυτή αρκεί για να εγκαταλείψει η πλειονότητα των αναγνωστών την ανάγνωση της επιφυλλίδας. Θα συνοδεύει την εγκατάλειψη κάποιος μορφασμός ή και ο ψίθυρος: «φιλοσοφίες»! – λέξη, που στην περίπτωση αυτή σημαίνει: φλυαρίες νοηματικών αναλύσεων, άχρηστη ενασχόληση της σκέψης με διασαφηνίσεις δίχως χρηστικό (ωφέλιμο) αποτέλεσμα.

Δεν έχουμε βοήθεια σήμερα, ούτε καν πρόκληση να αντιληφθούμε ότι η επιλογή είναι ενέργημα που προϋποθέτει μόνο την ατομική, νοητική και βουλητική, ικανότητα – αποφασίζεται και ενεργείται από το άτομο: τη νόηση, βούληση, ενστικτώδη επιθυμία του ατόμου. Τον ανεμπόδιστο, άσχετο, εγωτικό χαρακτήρα της επιλογής τον χαρακτηρίζουμε σήμερα «ελευθερία». Ο τρόπος του συλλογικού μας βίου (ο «πολιτισμός» μας) υπηρετεί, πριν από κάθε τι άλλο, την απεριόριστη δυνατότητα ατομικών επιλογών, την κατασφαλίζει ως «δικαίωμα» – και αυτό το λέμε «ελευθερία»: Να μπορώ να διαλέγω τις επαγγελματικές μου δραστηριότητες, την ιδεολογία και το κόμμα που με γοητεύει, τις ηθικές μου προτιμήσεις, τις μεταφυσικές μου παραδοχές – ό,τι προκρίνει η επιθυμία μου και καταξιώνει η λογική μου.

Η εμπειρία των γενεών, από καταβολής του ανθρώπινου είδους, μάλλον βεβαίωνε ότι η κάθε ατομική θέληση λειτουργεί με αυτονομία και χωρίς περιορισμούς, είναι ένα «ξέφραγο αμπέλι» ορμών, επιθυμιών, ορέξεων. Επομένως, η συνύπαρξη των ανθρώπων, αναγκαία και κοινά επιθυμητή για λόγους κυρίως χρηστικούς, γινόταν αδύνατη, χωρίς αμοιβαίες παραιτήσεις από συγκρουόμενες επιθυμίες. Για να συνυπάρξουμε οι άνθρωποι, έχουμε ανάγκες διαιτησίας, συμβάσεων, οριοθετήσεων τουλάχιστον της συμπεριφοράς. Έτσι ώστε να κοινωνηθεί η ανάγκη, να γίνεται η συνύπαρξη σχέση. Γεννήθηκαν λοιπόν οι συμβάσεις, οι νομοθεσίες, τα συστήματα (θεσμοί) Δικαίου, οι ποινές, τα «σωφρονιστήρια», η κωδικοποίηση της Ηθικής. Εξαίρεση, σε αυτή την πανανθρώπινη απαίτηση κωδικής χρησιμοθηρίας, ήταν οι Ελληνες: ο μόνος λαός που κατάλαβε και προσέλαβε τις σχέσεις, όχι σαν οριοθέτηση (περι-ορισμό) της εγωτικής αυθαιρεσίας, αλλά ως θελημένο και επιδιωκόμενο τρόπο («τάξη») αρμονικής («λογικής») συνύπαρξης. Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία οι νόμοι – κανόνες της οργανωμένης συμβίωσης απέβλεψαν στην πραγματοποίηση όχι του χρησίμου, αλλά του αληθούς. Αληθινό για τους Ελληνες δεν είναι το ακριβές, αυτό που ορίζεται από κάποια αυθεντία ή με σύμβαση ως ορθό, γνήσιο, πρέπον. Αληθινό είναι «το κοινή πάσι φαινόμενον», αυτό που όλοι εμπειρικά γνωρίζουν και αναγνωρίζουν την υπαρκτική του ταυτότητα. Οι Ελληνες ήταν ο μόνος λαός που κατάλαβε το γεγονός της σχέσης, όχι σαν οριοθέτηση της εγωτικής αυθαιρεσίας με προκαθορισμένους και συντονισμένους φραγμούς, αλλά ως τον «τρόπον της του παντός διοικήσεως» (Ηράκλειτος), τρόπο σοφής αρμονίας και τάξης, που καθιστά το σύμπαν «κόσμον» – κόσμημα θαυμαστό. Και το κάλλος (ο τρόπος της συμπαντικής αρμονίας και τάξης) δεν μεταβάλλεται, δεν φθείρεται, δεν πεθαίνει – δηλαδή «αληθεύει», είναι η «κατ’ αλήθειαν» ύπαρξη.

Η ελληνική μοναδικότητα μέσα στην ιστορία σαρκώνεται σε τρόπο βίου: νοηματοδότησης του βίου και θεσμών λειτουργίας του βίου. Δεν έχει να κάνει με συναισθηματισμούς και φολκλορικές γραφικότητες. Αυτή η συνείδηση της ελληνικότητας αποδείχθηκε, για δύο αιώνες τώρα, δυσεπίτευκτος στόχος, ακατόρθωτος, δυσεκπλήρωτος – η πολιτική αφελληνισμού των Ελλήνων ασκήθηκε με όλη την απανθρωπία που χαρακτηρίζει τη Δύση στις επιδιώξεις της. Κορυφαίο επίτευγμα αυτής της πολιτικής, ισοδύναμο (σε «άλλο» πεδίο) με τη Μικρασιατική Καταστροφή, είναι η συναίνεση των Ελλαδιτών για την ιστορική τους εξαφάνιση, διά στόματος Κωνσταντίνου Καραμανλή λέγοντος: «Να γίνουμε Ευρωπαίοι, για να γίνουμε επιτέλους άνθρωποι».

Σαράντα επτά χρόνια μετά την απαλλαγή από τη μικρονοϊκή Δικτατορία των Συνταγματαρχών, μια μερίδα της (ακόμα ή περίπου) ελληνόφωνης ελλαδικής κοινωνίας ξέρει πια να αναγνωρίζει, πόσοι και ποιοι υπουργοί κάθε κυβέρνησης εξυπηρετούν ξένα συμφέροντα. Ποιοι πανάσχετοι με την εκπαιδευτική λειτουργία της κοινωνίας και τον σχεδιασμό των προοπτικών του κράτους αναλαμβάνουν να υπουργήσουν την Παιδεία, να καθορίσουν την ποιότητα του μέλλοντος των Ελλήνων. Γιατί κάθε κυβέρνηση από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 έως και τον ΣΥΡΙΖΑ διεκπεραιώνει την ακόρεστη βουλιμία «συμμάχων» μας για «στρατιωτικές βάσεις» στην Ελλάδα – στη Σούδα της Κρήτης, στη Λάρισα, στον Βόλο, στην Αλεξανδρούπολη, στο Ακτιο. Και το ακραία προκλητικό: Αυτή η εκούσια (ερήμην της λαϊκής βούλησης) ειλωτεία προσφέρεται χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα εγγύησης της ακεραιότητας και ασφάλειας του χερσαίου, θαλάσσιου και εναέριου ελληνικού χώρου. Σύμμαχοι οι Ελληνες της Entente στον Α΄ Παγκόσμιο και οι Τούρκοι αντίπαλοί της, όμως βγήκαμε εμείς με χαμένη τη Μικρασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη – στο περιθώριο, οριστικά, της Ιστορίας. Ιδια ακριβώς επανάληψη και στον Β΄ Παγκόσμιο: σύμμαχοι εμείς των νικητών, «ουδέτεροι» οι Τούρκοι, όμως βγήκαμε με χαμένη τη μισή Κύπρο, τη Βόρεια Ηπειρο, τη Βόρεια Μακεδονία.

Η πολιτική στην Ελλάδα, παρά τις εξαιρέσεις, αποκλείει την αξιοπρέπεια.

______________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Πανούργος απατεωνία

Τι να ψηφίσουμε τη μεθεπόμενη Κυριακή οι πολίτες; Το ελλαδικό «κράτος» σήμερα είναι ένας γκροτέσκος Λεβιάθαν, σάπιος ώς το μεδούλι, η αδυσώπητη σήψη του μακάβρια απειλή θανάτου. Απειλή, όχι μόνο για τον σημερινό φθίνοντα ελληνώνυμο πληθυσμό του, αλλά και για την ελληνικότητα: με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτή η λέξη για την Ιστορία και τον πολιτισμό...

 επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Τι να ψηφίσουμε τη μεθεπόμενη Κυριακή;

Ερώτημα αγχωτικό για πολίτες που αρνούνται να απεμπολήσουν τη νοημοσύνη και αξιοπρέπειά τους. Αν θέλει ένας πολίτης να μη φυγομαχεί, αλλά ούτε και να εμπαίζεται, πρέπει να βρει για να ψηφίσει κόμμα και υποψήφιους που εκτιμά την πολιτική τους ταυτότητα και σέβεται την πολιτική τους συνέπεια.

Τέτοιο κόμμα και τέτοιοι υποψήφιοι δεν υπάρχουν. Καθόλου τυχαίο που τα «πολιτικά» των κομμάτων «προγράμματα» τα συντάσσουν διαφημιστές. Οι κομματικοί επαγγελματίες της εξουσίας ξέρουν μόνο να αγορεύουν ή να συνεντευξιάζονται, με μονολόγους. Τους ενδιαφέρουν μόνο οι εντυπώσεις. Δεν ξέρουν τι θα πει «πολιτικό πρόγραμμα», «πολιτικός σχεδιασμός» – τίποτε από αυτά. Νομίζουν ότι κάνουν πολιτική επαναλαμβάνοντας σε αντιπάλους την απαίτηση: «Φύγετε εσείς, να έρθουμε εμείς»! Ή την απίστευτου κρετινισμού αισιοδοξία: «τη Δευτέρα το πρωί που θα είμαστε κυβέρνηση...!!!».

Τι να ψηφίσουμε τη μεθεπόμενη Κυριακή οι πολίτες; Το ελλαδικό «κράτος» σήμερα είναι ένας γκροτέσκος Λεβιάθαν, σάπιος ώς το μεδούλι, η αδυσώπητη σήψη του μακάβρια απειλή θανάτου. Απειλή, όχι μόνο για τον σημερινό φθίνοντα ελληνώνυμο πληθυσμό του, αλλά και για την ελληνικότητα: με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτή η λέξη για την Ιστορία και τον πολιτισμό.

Αυτόν τον εφιάλτη τον προσπερνάμε με εκπληκτική (επίσης τερατώδη) εθελοτυφλία, κάθε φορά που στήνονται κάλπες. Εκούσια παραδινόμαστε, άνευ όρων, σε μικρονοϊκές ψευδολογίες απατεώνων, ανθρώπων που δεν πιστεύουν σε τίποτα, ούτε στις ιδεολογίες που δήθεν εκπροσωπούν ούτε σε «αρχές» ούτε σε εντιμότητα – αλληλοβρίζονται και την άλλη μέρα συγκυβερνάνε, καλύπτει ο ένας τις πομπές και τα εγκλήματα του άλλου, ενώ ταυτόχρονα μαλλιοτραβιούνται έχοντας όλοι υπερψηφίσει «νόμους» a priori αμνήστευσης των εγκλημάτων τους.

Το ολοκληρωτικά πια σαπισμένο και ανήμπορο να λειτουργήσει κράτος (απομνημείωσαν την ανυπαρξία του οι εικόνες του εφιάλτη από το ολοκαύτωμα στο Μάτι) είναι αποκύημα των ίδιων (ή με παραλλαγμένα ψευδώνυμα) κομμάτων, που πάλι ζητάνε την ψήφο μας την επόμενη Κυριακή. Αξιώνουν, «δίχως αιδώ ή λύπην», να μας «εκπροσωπήσουν» στην Ευρωβουλή και να «στελεχώσουν» με δευτεροκλασάτους δικούς τους αυλοδίαιτους το κουκλοθέατρο της τάχα και «τοπικής αυτοδιοίκησης».

Δεν υπάρχει κόμμα που δείχνει ότι καταλαβαίνει, έστω, το ολοκληρωτικό αδιέξοδο, την εξόφθαλμη ανάγκη «επανίδρυσης του κράτους». Κόμμα που να συνειδητοποιεί ότι η λέξη «κράτος» εξακολουθεί να σημαίνει: λειτουργίες στην υπηρεσία των αναγκών του πολίτη, όχι στην υπηρεσία των λειτουργών κάθε λειτουργήματος. Αλλά για να στηθεί στην Ελλάδα σήμερα σωστό κράτος, πρέπει να απολυθούν (με ανένδοτη συνέπεια) κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες παρασιτικών δημόσιων υπαλλήλων. Δηλαδή διορισμένων με κομματικό ρουσφέτι, δίχως κριτική αποτίμηση προσόντων και επάρκειας. Που παραμένουν δημόσιοι λειτουργοί, χωρίς καμιά ποτέ αξιολόγηση της αποδοτικότητάς τους.

Εκατοντάδες χιλιάδες οι άκριτα και αυθαίρετα διορισμένοι δημόσιοι λειτουργοί, όπως εκατοντάδες χιλιάδες και ιλιγγιώδους ανηθικότητας συντάξεις – άνθρωποι που συνταξιοδοτήθηκαν σε ηλικία κάτω των πενήντα ετών. Τι νόημα λοιπόν έχει η ψήφος του πολίτη, όταν είναι των αδυνάτων αδύνατο να αναχαιτίσει τόση απανθρωπία και τόση κακουργία μασκαρεμένη σε «δημοκρατία» και «κοινοβουλευτισμό»;

Δύσκολα τολμάει να θυμίσει κανείς το ακαταμάχητο συμπέρασμα που συνάγεται από την πανανθρώπινη εμπειρία: Οτι η περιφρόνηση, η καπηλεία, η διαστροφή των όρων-κανόνων της δημοκρατίας δεν θεραπεύονται με ηθικοδιδασκαλίες ούτε με νομοθετήματα και σωφρονιστικό ποινολόγιο. Η δημοκρατία δεν είναι συνταγή, είναι κοινωνικό κατόρθωμα.

Μπορεί να διαθέτει μια χώρα όλα τα «υλικά» της συνταγής για δημοκρατία: σύνταγμα, εκλογές, κοινοβούλιο, Πρόεδρο Δημοκρατίας, Συμβούλιο Επικρατείας, ελευθεροτυπία – αλλά να μην έχει δημοκρατία. Αυτή την καταπληκτική απατεωνία μπορεί να την πετύχει μόνο το καθεστώς της κομματοκρατίας.

Οι βασικοί μοχλοί της καθεστωτικής αυτής τυραννίας είναι: το πελατειακό κράτος (ρουσφέτι), η υποταγή της τοπικής αυτοδιοίκησης στον κομματισμό, η εξαγορά του συνδικαλισμού από τα κόμματα, η κομματικοποίηση των φοιτητικών νεολαιών, ο διορισμός από την κυβέρνηση της ηγεσίας των Δικαστικών Λειτουργών, της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, σύσσωμου του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου.

Δυνατότητες αποτίναξης του ζυγού της κομματοκρατίας μάλλον δεν υπάρχουν. Μόνο λαϊκές εξεγέρσεις με μακρά αντοχή συνέπειας: Πεντακόσιες χιλιάδες πολίτες στην Πλατεία Συντάγματος, αμετακίνητοι μέρα-νύχτα, μέχρι να γίνει δεκτό το ένα αίτημα: Υπηρεσιακή κυβέρνηση «τεχνοκρατών» με ετήσια προθεσμία, που θα ετοιμάσει συνταγματική αναθεώρηση καταλυτική της κομματοκρατίας.

Τέτοιες εξεγέρσεις δεν σχεδιάζονται, δεν υποδείχνονται, δεν επιβάλλονται. Γεννιούνται. Η γέννησή τους είναι συνάρτηση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας ενός λαού. Γι’ αυτό και πρώτη μέριμνα της κομματοκρατίας είναι η μέγιστη δυνατή υποβάθμιση σχολείου και πανεπιστημίου, η μεθοδική εξηλιθίωση του τεράστιου πλήθους με την τηλεθέαση. Και η θεσμική θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος.
______________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Η εξουσιολαγνεία ως κερκόπορτα

Στο κωμικο-τραγικό μας Ελλαδέξ, το πολιτικό σύστημα έχει αλωθεί από ανθρώπους που κυριολεκτικά νοσούν ανίατη εξουσιομανία. Το νόσημα εξουδετερώνει ακόμα και την ευφυΐα των θυμάτων του... 


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Η​ επιφυλλίδα γράφεται σε μέρες που ο ελλαδικός πληθυσμός αγωνιά (για πολλοστή φορά στα τελευταία σαράντα τέσσερα χρόνια), αν η Τουρκία θα αποφασίσει ή όχι την προσάρτηση ελληνικού χώρου, χερσαίου, θαλάσσιου, εναέριου.

Με το ολονύχτιο ψυχόδραμα στη Βουλή για την υπόθεση Novartis, το ελλαδικό πολιτικό σύστημα βεβαίωσε την Τουρκία (επίσης για πολλοστή φορά) ότι μια πολεμική σύρραξή της με την Ελλάδα είναι τελείως περιττή: Ο,τι κι αν ορεχθούν οι Τούρκοι, οτιδήποτε, οι ελλαδίτες πολιτικοί θα τους το παραχωρήσουν οπωσδήποτε, γιατί θα προέχει πάντοτε ο ευτελισμένος μεταξύ τους σκυλοκαβγάς. Μοναδική και απόλυτη σημασία για τους ελλαδίτες πολιτικούς έχει η εξουσία, όχι σε πόση γεωγραφική επικράτεια θα ασκείται.

Ετσι, στο Νταβός 2, ο Ανδρέας Παπανδρέου χάρισε αμαχητί στους Τούρκους την παραίτηση της Ελλάδας από κάθε δικαίωμα ερευνών για πετρέλαιο σε ολόκληρο το Αιγαίο – ακόμα και έξω από τη Σαλαμίνα. Ο Κ. Σημίτης αποδέχθηκε απροσδιοριστία συνόρων («γκρίζες ζώνες») σε ολόκληρο επίσης το Αιγαίο – αδύνατο πια να υψωθεί ελληνική σημαία σε βραχονησίδα. Καραμανλής ο βραχύς χάρισε στην Τουρκία το καθεστώς χώρας υποψήφιας για ένταξη στην Ε.Ε., άνευ όρων – χωρίς καν η Τουρκία να άρει την «απειλή πολέμου».

Και προγενέστερα: Μήπως είχε υπάρξει η παραμικρή αντίδραση του ελλαδικού πολιτικού συστήματος για τον βίαιο αφελληνισμό της Ιμβρου και της Τενέδου, για τη μεθοδική εξάλειψη του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης; Ακούστηκε ποτέ ελλαδική κυβέρνηση να προσφύγει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για τις προκλητικές παραβιάσεις της Συνθήκης της Λωζάννης από την Τουρκία; Χρησιμοποίησε ποτέ ελλαδική κυβέρνηση, ως πολιτικό όπλο, τις διεθνείς διαπραγματεύσεις για αναγνώριση της γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού και της εθνοκάθαρσης στη Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη;

Αυτή η αυτεξευτελιστική, μονιμοποιημένη ως αυτονόητη στάση των ελλαδικών κυβερνήσεων σε θέματα εξωτερικής πολιτικής ποια αιτιολόγηση μπορεί να έχει; Μάλλον μία και μόνη (και μακάρι να μπορούσε να αμφισβητηθεί): Οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα κηδεμονεύονται (συχνά χωρίς προσχήματα) από αλλοδαπές «προστάτιδες» δυνάμεις. Η ελλαδική εξωτερική πολιτική πειθαρχεί (εκβιαστικά ή με ανταλλάγματα) στη στρατηγική «προστασίας» της περιοχής από το ΝΑΤΟ. Σε ποιο ποσοστό οι ελλαδικές κυβερνήσεις παραχωρούν την εθνική κυριαρχία (ή και την εδαφική ακεραιότητα) επειδή το απαιτούν οι στρατηγικές νατοϊκής «προστασίας» και σε ποιο ποσοστό επειδή εξασφαλίζουν έτσι οι ίδιες την εύνοια για παραμονή στην εξουσία, είναι ερώτημα «ταμπού». Το θέτουν μόνο οι ποικίλοι «περιθωριακοί», που δεν λογαριάζονται.

Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, είχαμε την ανατριχιαστικά εναργή εικόνα ενός παρδαλού γκρουπούσκουλου, που νόμισε ότι, επειδή το ευνόησαν οι συγκυρίες, μπορούσε να παίξει με ακροβασίες «ανεξαρτησίας», πολιτικής αυτονομίας, συλλογικής αξιοπρέπειας – να παίξει θέατρο. Αρκεσε ένας απειλητικός βρυχηθμός σε μία και μόνο νύχτα, για να μετασχηματιστούν οι λεονταρισμοί στην πιο πειθήνια και εξευτελιστική υποταγή που γνώρισε ποτέ κυβέρνηση συμβιβασμένων. Αποδείχθηκε, άλλη μία φορά, πως δεν υπήρχε τσαγανό πίστης σε τίποτα, ούτε καν σε χρεοκοπημένη ιδεολογία. Σταθάκης, Γαβρόγλου, Φίλης, Κοτζιάς, ίδιο πολιτικό κενό με Καμμένο, Χριστοδουλοπούλου, Πολάκη, Κατρούγκαλο, Καρανίκα.

Και αντιπολίτευση σε αυτή τη συμφορά, ποιοι; Σπιθαμιαίοι, που δεν κατορθώνουν ούτε και να ψελλίσουν εναλλακτική πρόταση, συγκεκριμένη ελπίδα αλλαγής στην παιδεία, στη δημόσια διοίκηση, στο ασφαλιστικό, στην υγεία, στη δημόσια ασφάλεια, στον ολοκληρωτισμό της πρωθυπουργικής απολυταρχίας που θέσπισε το παπανδρεϊκό Σύνταγμα του 1985. Νομίζουν ότι ολόκληρη η κοινωνία συγκροτείται από ανεγκέφαλους κάφρους που θέλουν το Κοινοβούλιο να αναπαράγει το γήπεδο, η αντιπολίτευση να εξαντλείται στην τεχνητή έξαψη, στα νευράκια και στις τσιρίδες, σε καταγγελτική μονομανία και ολοκληρωτική απουσία αντιπρότασης.

Στο κωμικο-τραγικό μας Ελλαδέξ, το πολιτικό σύστημα έχει αλωθεί από ανθρώπους που κυριολεκτικά νοσούν ανίατη εξουσιομανία. Το νόσημα εξουδετερώνει ακόμα και την ευφυΐα των θυμάτων του. Φτάνουν άνθρωποι ικανής ευφυΐας να μην καταλαβαίνουν ποιο πειστήριο βεβαιώνει την αθωότητα και ποιο την ενοχή: Οποιος δεν έχει λερωθεί με χρηματοληψία από τη Novartis, ακούει ψύχραιμος τη στημένη συκοφαντία, χαμογελάει συγκαταβατικά και, απαθέστατος, ζητάει να δικαστεί το συντομότερο. Δεν εμφανίζεται πανικόβλητος στο βήμα της Βουλής, με χαμένον εντελώς τον αυτοέλεγχο της αξιοπρέπειας, ξεσπώντας σε διαπληκτισμούς με τον (θλιβερό κατά πάντα) πρόεδρο και αραδιάζοντας πληθωρικά τεκμήρια της αθωότητάς του, αλλά διπλάσιες τις αγοραίες ύβρεις για τους πολιτικούς του αντιπάλους, σε κατάσταση ανεξέλεγκτης εξαλλοσύνης. Η συμπεριφορά προδίδει αδυσώπητα τόσο την αθωότητα όσο και την ενοχή.

Κυκλοφορεί ως φήμη αποφθέγματος του Τουργκούτ Οζάλ και συνιστά, σε κάθε περίπτωση, τετράγωνης λογικής πρόβλεψη: «Τα προβλήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα λυθούν από μόνη τη δυναμική των δημογραφικών δεδομένων». Δημογραφική κατάρρευση, το χωριό είδος υπό εξαφάνισιν, ο γλωσσικός εκβαρβαρισμός τεκμήριο αδυσώπητης υπανάπτυξης, παιδεία του χαβαλέ που προγραμματικά ετοιμάζει λούμπεν προλεταριάτο.

Το επίπεδο του ελλαδικού Κοινοβουλίου καθορίζει τον ρεαλισμό των τουρκικών απειλών.
 _____________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Ευρωσκεπτικισμού σπίλωση: Γιατί;

Το ερώτημα είναι πιεστικό, απαιτεί απάντηση: Γιατί η φερόμενη ως Αριστερά εκχωρεί τον «Ευρωσκεπτικισμό» στην Ακρα Δεξιά με τόση ζηλωτική μεγαθυμία, γιατί της τον χαρίζει;;;


  επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Το ερώτημα είναι πιεστικό, απαιτεί απάντηση: Γιατί η φερόμενη ως Αριστερά εκχωρεί τον «Ευρωσκεπτικισμό» στην Ακρα Δεξιά με τόση ζηλωτική μεγαθυμία, γιατί της τον χαρίζει; Γιατί επιμένει η Αριστερά να ταυτίζει στανικά τους ευρωσκεπτικιστές με τους ακραίους εθνικιστές, με τους φασίστες, τους νεοναζί, το κοινωνικό περιθώριο;

Σε κατηγόριες και αναθέματα υπερβάλλουμε, συνήθως, όταν κάποιος ή κάτι πολύ μας φοβίζει. Και ο Ευρωσκεπτικισμός μοιάζει να είναι σήμερα το ιστορικό δεδομένο που τρομοκρατεί την Αριστερά, την πανικοβάλλει. Γιατί;

Ας προσθέσουμε στις απορίες και μια νοηματική (κραυγαλέα) αντίφαση: Η λέξη «σκεπτικισμός» σημαίνει επιφύλαξη – όχι άρνηση, όχι απόρριψη, όχι αντίθεση. Αποδέχομαι κατά βάσιν κάποιον ή κάτι, αλλά όχι άνευ όρων: σκέπτομαι αυτό που αποδέχομαι, το κρίνω, το «βασανίζω», μελετώ συνέπειες και, ενδεχομένως, ασκώ κριτικό έλεγχο. Εχει την παραμικρή σχέση αυτή η στάση με τις οριστικές, άκαμπτες, φανατισμένες «πεποιθήσεις» ενός φασίστα, ενός νεοναζιστή; Γιατί λοιπόν η μαχητική απόρριψη του Ευρωσκεπτικισμού από την Αριστερά; Γιατί η κατασυκοφάντησή του;

Σίγουρα, δεν έχουν όλοι οι Αριστεροί μελετημένες, δουλεμένες, συνειδητοποιημένες αριστερές απόψεις. Η συντριπτική τους πλειονότητα (και των επιφανών) έχει κολλήσει στα δόγματα που τους ενστάλαξε, όταν ακόμα ήταν παιδιά, ο «καθοδηγητής» τους στο κόμμα. Δεν μοιάζει να προβληματίστηκε ποτέ ο στρατευμένος Αριστερός, δεν αμφισβήτησε το μαρξιστικό αλάθητο. Μπορεί να σπούδασε, να έγινε και καθηγητής πανεπιστημίου (ίσως και συνταγματολόγος) – οι ιδεολογικές του «πεποιθήσεις» αναπαράγουν τα δόγματα που έμαθε παιδί από τον «καθοδηγητή» του. Αριστεροί και Παλαιοημερολογίτες ανήκουν στην ίδια ανθρωπολογική συνομοταξία.

Ο Τσίπρας είπε κάποτε: «Ο διεθνισμός είναι ο ουμανισμός μας»! Αυτό το σλόγκαν έχει περάσει στον ψυχισμό του (όχι μόνο στο μυαλό του) – όπως έχει περάσει αυτονόητη και η βεβαιότητα ότι ο Κουφοντίνας είναι «επαναστάτης», όχι κατά συρροήν δολοφόνος. Για τον μαρξιστικό λοιπόν «ουμανισμό» άνθρωπος σημαίνει προλετάριος, ο ακτήμονας, όποιος έχει μόνο τα δυο του χέρια, που τα νοικιάζει στον κάθε εργοδότη. Δεν τον ενδιαφέρει να υπερασπίσει «πατρίδα», να κατασφαλίσει ελευθερία σχέσεων κοινωνίας της ζωής – δεν έχουν οι προλετάριοι γη να την ποτίσουν με τον ιδρώτα τους, να δεθεί μαζί της η ύπαρξή τους, να τους δώσει τροφή, να αγκαλιάσει τάφους προγόνων.

Αλλά να που τα πράγματα αλλάζουν: Οι προλετάριοι πήραν κάποτε την εξουσία, κατάργησαν τις πατρίδες, τα «ιερά», στήσανε κράτη μονοκομματικά, απάτριδα, αποϊερωμένα, με στόχο αποκλειστικό την επιβίωση της μάζας, ούτε καν την ηδονή. Το αποτέλεσμα ήταν η τυραννία των πολίτ-μπιρό, η φρίκη των γκουλάγκ, ο εξανδραποδισμός εκατομμυρίων ανθρώπων – ένας εφιάλτης. Ο εφιάλτης επώασε πρωτόγνωρη, άοπλη ανατροπή της απανθρωπίας: η δίψα για κατανάλωση οδήγησε σε αλυσιδωτές εκρήξεις της καταναλωτικής βουλιμίας των μαζών, τα προλεταριακά καθεστώτα θρυμματίστηκαν εξευτελισμένα.

Ο μαρξισμός αποδείχθηκε, ολοφάνερα, η μία όψη του αμφιπρόσωπου Ιανού: του Ιστορικού Υλισμού. Οι ριζοσπάστες μαρξιστές πέρασαν, σε μια νύχτα, στην άλλη εκδοχή, πρόδωσαν δημοψήφισμα, όρκους, ρητορικές, ο Τσίπρας άρχισε να κηρύττει έμπρακτα ότι συμφερότερος ουμανισμός είναι ο διεθνισμός των «Αγορών». Οι κρατικές οικονομίες να ελέγχονται από την ιλιγγιώδη κερδοσκοπία των υπερδανεισμών, όπως τον σχεδιάζουν ιδιωτικά κεντρικά επιτελεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Καμουφλαρισμένη η απάτη στην εντέλεια: οι κάτοικοι του πλανήτη συνεννοούμαστε ακόμα με γλωσσικές αντίκες: Μιλάμε για «Αριστερά» και «προοδευτικές δυνάμεις», για δήθεν «ασφάλιση» και δήθεν «συντάξεις», σώζουμε την παντομίμα εκλογών και τη φενάκη «ελευθερίας του λόγου». Βρίσκουμε φυσιολογικό ο θιασώτης του προλεταριακού διεθνισμού να ξεκουράζεται από τον μόχθο των αγώνων του σε κότερο κροίσων.

Μέσα σε αυτή την παραμορφωτική των πάντων παρακμή, η μόνη κοινωνική δυναμική που μοιάζει να κυοφορείται είναι ο Ευρωσκεπτικισμός. Δεν αρνείται την Ευρωπαϊκή Ενωση, τη σύμπνοια, τη συνεργασία, τον συντονισμό των ευρωπαϊκών οικονομιών απέναντι στην κινέζικη μυρμηγκιά και στην αμερικάνικη υπεροψία. Αλλά χωρίς να ξεπουληθεί ή στραγγαλιστεί η συναρπαστική ιδιαιτερότητα κάθε ευρωπαϊκής κοινωνίας: γλώσσα, ιστορία, Τέχνη, νοο-τροπία, ποικιλότητα χαρακτήρων, πανεπιστημιακή παράδοση, εθνική λογοτεχνία.

Οι αηδιαστικά εξαγορασμένοι από τον διεθνοποιημένο ιστορικο-υλιστικό μηδενισμό κεκράχτες της ευρωπαϊκής πολτοποίησης και ομοιομορφοποίησης λυσσάνε, κυριολεκτικά, για να κατασυκοφαντήσουν, σπιλώσουν, δυσφημίσουν τις αντιστάσεις υπεράσπισης του πλούτου της ευρωπαϊκής ποικιλότητας. Σίγουρα υπάρχουν και στοιχεία ακραίων εθνικιστών, χυδαίων ρατσιστών, πατριδοκάπηλου φασισταριού που θέλουν να εμφανίζονται με τη λεοντή του «ευρωσκεπτικιστή» – σε ποια παράταξη δεν υπάρχουν κάπηλοι; Αλλά είναι έγκλημα κατά του πολιτισμού να ταυτίζεται ο ευρωσκεπτικισμός με τους εξτρεμιστές.

Η μαρξιστική Αριστερά απέδειξε, παντού όπου επικράτησε, ότι έχει ολοκληρωτικό χαρακτήρα – είναι μία τυπική περίπτωση θρησκοληψίας. Γι’ αυτό και τρομάζει απέναντι στην ελευθερία σκέψης, κρίσης, έκφρασης. Δικός της «ουμανισμός» είναι να μην απογαλακτιστεί ποτέ ο άνθρωπος, να κατασφαλίζεται πάντοτε με την πειθάρχηση στην κομματική ντιρεχτίβα, την παραμονή στο κομματικό μαντρί. Για τον κ. Τσίπρα ο Κουφοντίνας θα είναι πάντα «επαναστάτης» και ο Ευρωσκεπτικισμός Ακρα Δεξιά, εθνικιστική.
______________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Γιατί αποφεύγουμε την Ιστορία

Οι Ελληνες ήταν υπόδουλοι στους Οθωμανούς Τούρκους για τετρακόσια χρόνια. Αυτή την υποδούλωση είναι λάθος να την κατανοούμε με σημερινές προσλαμβάνουσες: ότι το έθνος-κράτος των Ελλήνων κατακτήθηκε από το έθνος-κράτος των Τούρκων. Τότε δεν υπήρχαν έθνη-κράτη, υπήρχε ο «μέγας κόσμος» της Ελληνορωμαϊκής «Οικουμένης» και σκόρπια τα βασίλεια των «βαρβάρων» –βάρβαροι τότε λογαριάζονταν οι λαοί που δεν είχαν «βίον πολιτικόν», οργάνωση «πόλεως», δεν γνώριζαν ως πρώτιστο στόχο την κοινωνία κοινών αναγκών...

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*) 
 
Στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι μάλλον φανερό ότι η ελληνική πλευρά αποφεύγει να μιλήσει για το παρελθόν, αποφεύγει τη γλώσσα της Ιστορίας. Ο,τι συζητείται, είναι πρόβλημα τωρινό, επικαιρικό, άσχετο με καταβολές στο παρελθόν των δύο λαών.

Ανάλογη παράκαμψη της Ιστορίας διαφαίνεται και στις ισραηλινο-γερμανικές σχέσεις. Εκεί όμως η λογική της αποσιώπησης του παρελθόντος μοιάζει να προκύπτει αυτονόητα, περίπου, σαν σύνδρομο κορεσμού. Το σύγχρονο γερμανικό κράτος έχει επίσημα και έμπρακτα παραδεχθεί την ενοχή του ναζιστικού καθεστώτος, 1933-1945, για το εφιαλτικό «ολοκαύτωμα»: τη μεθοδική εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης. Και η παραδοχή δεν είναι τυπική, συμβατική μεταμέλεια, συνιστά μια συνεχή, ποικιλότροπα εκφρασμένη, μέχρις υπερβολής, αυτομεμψία.

Οι Ελληνες ήταν υπόδουλοι στους Οθωμανούς Τούρκους για τετρακόσια χρόνια. Αυτή την υποδούλωση είναι λάθος να την κατανοούμε με σημερινές προσλαμβάνουσες: ότι το έθνος-κράτος των Ελλήνων κατακτήθηκε από το έθνος-κράτος των Τούρκων. Τότε δεν υπήρχαν έθνη-κράτη, υπήρχε ο «μέγας κόσμος» της Ελληνορωμαϊκής «Οικουμένης» και σκόρπια τα βασίλεια των «βαρβάρων» –βάρβαροι τότε λογαριάζονταν οι λαοί που δεν είχαν «βίον πολιτικόν», οργάνωση «πόλεως», δεν γνώριζαν ως πρώτιστο στόχο την κοινωνία κοινών αναγκών.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να κατανοήσουμε σήμερα την τότε, πριν από το έθνος-κράτος, ιστορική πραγματικότητα. Πρωτογενώς στην ανθρώπινη Ιστορία τη συνύπαρξη την καθόριζαν φυσικές αναγκαιότητες: η κοινή φυλετική (εθνική) καταγωγή, η συνακόλουθη κοινή γλώσσα, κοινά ήθη-έθιμα, κοινή θρησκεία. Μόνοι οι Ελληνες πέτυχαν να προσδιορίζονται από τον «πολιτισμό» τους: τον τρόπο της συλλογικής συνύπαρξης, την «πόλιν», την «πολιτικήν τέχνην και επιστήμην».

Ως οργανωμένη «πολιτική» πραγματικότητα, τους Ελληνες τους κυριάρχησαν οι Λατίνοι Ρωμαίοι. Αλλά δεν τους εξουσίασαν υπεροχικά, προσέλαβαν τον ελληνικό τρόπο (Γλώσσα, Θεσμούς, Τέχνη) – η Ρωμαϊκή Τάξη Πραγμάτων (ordo rerum) παρήγαγε το καινούργιο διεθνικό πολιτικό μόρφωμα της Αυτοκρατορίας Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως. Εζησε χίλια χρόνια.

Πολυεθνικό, πολυφυλετικό, αλλά ομόγλωσσο και ομόπιστο (κοινού τρόπου και πολιτισμού, εκκλησιαστικά κοινωνούμενου, όχι ατομοκεντρικά θρησκευόμενου), το Imperium «της Πόλης και της Αγια-Σοφιάς» υποτάχθηκε, για τέσσερις αιώνες, στους Οθωμανούς Τούρκους – σε μια θρησκεία φυλετική, χωρίς μεταφυσική. Οι βυθισμένοι σε μαρτυρική δουλεία πληθυσμοί της αυτοκρατορίας εξεγέρθηκαν επανειλημμένα ενάντια στους βάναυσους δυνάστες τους, χωρίς αποτέλεσμα. Αποτέλεσμα διαφάνηκε μόνο όταν η μετα-ρωμαϊκή Δύση κατόρθωσε να σφετεριστεί ολοκληρωτικά την αρχαία ελληνική κληρονομιά και υπολόγισε ότι ένα δυτικο-ευρωπαϊκό προτεκτοράτο στα περιώνυμα εδάφη της κλασικής Ελλάδας οριστικοποιούσε και βεβαίωνε την εξαφάνιση του μισητού στη Δύση «Βυζαντίου».

Στην Ελλάδα, στα λίγα χρόνια ώς τον Οθωνα, και στην Τουρκία ώς τον Κεμάλ Ατατούρκ, η αντιπαλότητα και οι διενέξεις Ελλήνων και Τούρκων δεν είχαν «εθνικό» (κρατικής αντιμαχίας) χαρακτήρα. Ηταν διεκδίκηση (συνειδητή ή λανθάνουσα), ποιος θα διαχειριστεί την «τάξη» της αυτοκρατορίας – ποιος θα έχει «την Πόλη και την Αγια-Σοφιά». Με τους εξευρωπαϊσμένους εκσυγχρονιστές, Κεμάλ και Βενιζέλο, οι αντιπαλότητες προσαρμόστηκαν στις τυπικά νεωτερικές εθνικές αντιμαχίες, με αρκετή δόση ατομοκεντρικής πολιτικάντικης αρχομανίας. Ο Κεμαλισμός μεταμόρφωσε την Τουρκία σε ένα μιμητικά εκσυγχρονισμένο, ευρωπαϊκού τύπου άθρησκο (laique) κράτος, περιφερειακή υπερδύναμη, με αποφασιστικό ρόλο για το εξουσιαστικό παιχνίδι των «υπερδυνάμεων» στον πλανήτη.

Αλλά κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει (επομένως και να ελέγξει) την αγυρτεία Ερντογάν. Από το 2003, που πρωτοέγινε πρωθυπουργός, ο άνθρωπος αυτός άλλαξε την όψη, τον ρόλο, τους στόχους της χώρας του. Με ταχύτητα εκπληκτική, σε ελάχιστο χρόνο, η Τουρκία μετασχηματίστηκε σε κράτος ισλαμικό, υπερμοντέρνο, «δυτικού» τύπου, χωρίς να αρνηθεί, ούτε στο ελάχιστο, την απόλυτη προτεραιότητα της αφελέστατης μουσουλμανικής θρησκοληψίας.

Η απόλυτη κατάφαση του εκσυγχρονισμού, με παράλληλη, πεισματική εμμονή σε μια ψυχολογικών προτεραιοτήτων θρησκευτικότητα, εξασφαλίζουν ακαταμάχητο αντίβαρο στον μηδενισμό του Διαφωτισμού και της «προόδου». Ο Ερντογάν σαφώς το έχει αντιληφθεί, γι’ αυτό και επιβάλλεται με τόση άνεση στους ασπόνδυλους κοσμοκράτορες της εποχής μας: ΗΠΑ, Ε.Ε., Ρωσία, Κίνα.

Οταν εμείς, οι Ελλαδικοί, μιλάμε στον Ερντογάν για Διεθνές Δίκαιο, «Δικαστήριο της Χάγης», ενδεχόμενη προσφυγή μας στο «Συμβούλιο Ασφαλείας» του ΟΗΕ, ασφαλώς θα χαμογελάει ειρωνικά. Ο Ερντογάν θα ανησυχήσει και θα μας υπολογίσει, μόνο αν μάθει ότι αρχίζουμε να διδάσκουμε από το Δημοτικό Σχολείο αρχαία ελληνικά, απομακρύνουμε από το υπουργείο Εξωτερικών τους ευνοούμενους ξένων πρεσβειών κομματανθρώπους, μεταφέρουμε εξουσία σε αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες.

Οσο η έγνοια μας είναι να πιθηκίζουμε χάσκοντες τον μηδενισμό και αμοραλισμό του «εκσυγχρονισμού», δεν έχει τίποτα να φοβηθεί ο Ερντογάν. Το Αιγαίο θα γίνεται, «ανεπαισθήτως» και χωρίς συρράξεις, δικό του. 
 
Christos Yiannaras
 ___________________________________________________________________
 

Τουρισμός, η αυτοκαταδίκη μας

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Κάποτε οι Ελληνες, «αεί παίδες», είχαμε θυμώσει πολύ που, με εντολή των Βρυξελλών, χιλιάδες ελαιόδεντρα (εφιαλτικός αριθμός) ξεριζώνονταν από την ελληνική γη. Οι Ευρωπαίοι, συνδιαχειριστές και συγκυρίαρχοι πια της γης μας, εξηγούσαν ότι πρόκειται για «συντονισμό» και «προγραμματισμό» της παραγωγής του ελαιόλαδου στην Ε.Ε. Δεν μας ήρθαν ποτέ πληροφορίες ή εικόνες από ανάλογες μανιασμένες δενδροκτονίες σε άλλες, μεσογειακές χώρες-μέλη της Ε.Ε.

Ανάλογο έγκλημα υποστήκαμε με τη, διατεταγμένη και πάλι, καταστροφή των ψαροκάικων στις ελληνικές θάλασσες. Σπάνιας ομορφιάς και δεμένα με τη ζωή μας των Ελλήνων ξύλινα σκαριά, κόπηκαν κομμάτια, για να ικανοποιηθεί ο «σχεδιασμός» της μεσογειακής αλιείας από τους μανδαρίνους των Βρυξελλών.

Από τότε κιόλας (πόσα χρόνια τώρα;), με την τραγωδία της ελιάς και του ψαροκάικου, άρχισε να κυκλοφορεί, σαν μουλλωχτή αγανάκτηση στο μυαλό και στη γλώσσα των Ελλήνων, η «διάγνωση»: «Μας δέχθηκαν στην Ε.Ε. μόνο για γκαρσόνια και λακέδες των διακοπών τους: Να σηκώνουμε τις βαλίτσες τους, να τους σερβίρουμε τα διεθνή φαγητά και ποτά τους, να τους χορεύουμε ολίγο “συρτάκι” για την πλήξη τους». Και η διάγνωση επαληθεύεται, σήμερα πια, προκλητικά.

Η πιο οδυνηρή πρόκληση είναι (με απολύτως δική μας ευθύνη) ότι ο πολυδιαφημιζόμενος σαν πολύφερνος τουρισμός αποφέρει μάλλον ασήμαντα ή μηδενικά οφέλη για την Ελλάδα: Η συντριπτική πλειονότητα του έμμισθου προσωπικού των ξενοδοχείων είναι αλλοδαποί. Ο εφοδιασμός τους σε τρόφιμα και χρειώδη, εισάγεται. Ακόμα και τα μικρά, στρογγυλά ψωμάκια για το πρωινό έρχονται, κατεψυγμένη ζύμη, από την Κίνα! Το ίδιο και οι πολυδιαφημιζόμενες «ελληνικές σπεσιαλιτέ» – ναι, ο περιώνυμος «ελληνικός» μουσακάς φτάνει, στα προσφιλέστερα από τους τουρίστες νησιά, με πτήσεις από την Κίνα!

Οι μικρομαγαζάτορες τουριστικών ειδών, σε φημισμένο για το πλήθος των επισκεπτών του νησί, επιχείρησαν κάποτε στατιστική καταγραφή της αγοραστικής συμπεριφοράς των αλλοδαπών: Οι μετρήσεις κατέδειξαν ότι τα χρήματα που ξοδεύει ο τουρίστας για να ψωνίσει ενθύμια – δωράκια από την Ελλάδα, είναι, κατά μέσον όρο, 12 ευρώ! Οπότε, αυτονόητα, το ασήμαντο κέρδος τους οι μικρομαγαζάτορες το αναζήτησαν στη φτηνιάρικη και ακαλαίσθητη μαζική παραγωγή ευτέλειας από την ασιατική φτώχεια, που τροφοδοτεί και τους τουρίστες σε Ρώμη, Παρίσι, Λονδίνο – όπου της γης ενεσκήπτει σαν λοιμική ο «βιομηχανοποιημένος τουρισμός».

Το μοιραία μεταπρατικό, δηλαδή καταθλιπτικά εθελόδουλο ελληνώνυμο κρατίδιο, δεν είχε (δεν θέλησε να έχει) ενεργό αντίσταση στον «απόλυτο προορισμό» (praedestinatio) που του καθόρισε η Δύση. Νομίσαμε ότι ο «τουρισμός» ήταν η μαγική λύση εύκολου πλουτισμού μας. Μας χαρίστηκε μια χώρα προνομιακής φυσικής ομορφιάς, απίστευτο δώρο. Και η «ιθύνουσα τάξη» στο ευρωλιγούρικο Ελλαδιστάν ανάθεσε στον λαό – υποτακτικούς της τον ρόλο του προαγωγού, μαστροπού, έμπορα σωμάτων και ψυχών. Να πουληθεί κάθε κληροδοτημένη αρχοντιά στον υπόκοσμο των εργολάβων της «ανάπτυξης»: Να καταστρέψει η πολυκατοικία τη λειτουργία της οικογένειας και της γειτονιάς, να έχει προτεραιότητα η ατομική ευκολία και όχι οι σχέσεις κοινωνίας, όχι η λογική και πανάρχαιη αυτοδιαχείριση των κοινοτήτων.

Το σχολείο απαίτησαν να γίνει χρηστικό, η γνώση «εφόδιο», η άμιλλα και η αριστεία κίνδυνος για την ισοπεδωτική ομοιοτροπία, για τον κρετινισμό της χρησιμοθηρικής φροντιστηριοποίησης της παιδείας. Το γεγονός ότι το βασικότερο εθνικό μας εισόδημα έγινε ο τουρισμός, βεβαιώνει την κρίσιμη επιλογή μας να είμαστε ένας λαός που επέλεξε για βιοπορισμό τη μαστροπεία, το αυτοξεπούλημα, όχι τη δημιουργική ετερότητα. Με αποτέλεσμα (ένα, ανάμεσα σε αναρίθμητα άλλα): ο σημερινός Έλληνας να ντρέπεται που είναι Έλληνας, ενώ ο Τούρκος να είναι περήφανος που είναι Τούρκος. Είναι θαυμαστή η μεθοδικότητα που εξαφάνισε («ανεπαισθήτως») την ελληνικότητα ως ζωντανή και ενεργό πρόταση πολιτισμού: Καταλύθηκε, μέσα σε μια βραδιά, από μια χούφτα απαίδευτους υπανθρώπους (θα επέμενα στον χαρακτηρισμό) η συνέχεια της ζωής μιας γλώσσας που λειτούργησε τρεις χιλιάδες χρόνια, ως πανανθρώπινο κλέος και καύχημα. Είχε προηγηθεί η μεθοδική εξαφάνιση της αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας στη δήθεν «ελεύθερη» Ελλάδα. Και ακόμα πιο πριν, ο ριζικός εκπροτεσταντισμός της Εκκλησίας σε Μωριά, Ρούμελη και νησιά, με τον μετασχηματισμό της σε «επικρατούσα (κρατική) θρησκεία»!

Αυτές οι τρεις εγγυήσεις αφελληνισμού των Ελλήνων τηρήθηκαν και τηρούνται με θρησκευτική ευλάβεια, επί σαράντα χρόνια τώρα (τουλάχιστον). Η διαδικασία του αφελληνισμού δεν είναι δύσκολη, έχει την ακαταμάχητη δυναμική του πρωτείου της κατανόησης, της γνώσης ως ατομικά κατεχόμενης βεβαιότητας. Δύσκολη (απροκαθόριστη) είναι η γνώση που γεννιέται «ανεπαισθήτως» από την εμπειρία, όπως γεννιέται η ζωή από ένα ελάχιστο σπέρμα θαμμένο στο χώμα. «Ως εάν άνθρωπος βάλη τον σπόρον επί της γης, και καθεύδη και εγείρητε, νύχτα και ημέραν, και ο σπόρος βλαστάνη και μηκύνηται ως ουκ οίδεν αυτός, αυτομάτη γαρ η γη καρποφορεί» (Μάρκ. 4, 26-29).

Αν υπάρξει ποτέ αναβίωση του Ελληνισμού, θα προκύψει, όχι με κηρύγματα, προπαγάνδα, σπουδή της γλώσσας, μίμηση θεσμών του παρελθόντος – τίποτε από αυτά. Θα γεννηθεί και πάλι η ελληνική ετερότητα, μόνο και αν καταστεί κοινή ανάγκη. Γι’ αυτό και η διαπίστωση δεν συνιστά πρόβλεψη ή αναμενόμενη νομοτέλεια. Όλα τα πολύτιμα γεννιώνται (το είπαμε), όπως το φυτό από τον σπόρο. Και στη λεγόμενη, ακόμα, Ελλάδα σήμερα, σπέρνονται μόνο ζιζάνια, όχι σπόροι. Παντού.

___________________________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.