Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Χρήστος Γιανναράς. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Χρήστος Γιανναράς. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

«Οι τρεις δυνάμεις του κακού»

Ο κορωνοϊός, απειλή εφιαλτική για την ανθρωπότητα σύμπασα, χωρίς εξαιρέσεις. Άγγιξε τον πλανητάρχη, καταπόνησε τον Βρετανό πρωθυπουργό, ταπείνωσε πολλές διεθνείς διασημότητες. Και θερίζει κάθε μέρα χιλιάδες ανθρώπινες, μοναδικές και ανεπανάληπτες υπάρξεις...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Ο κορωνοϊός, απειλή εφιαλτική για την ανθρωπότητα σύμπασα, χωρίς εξαιρέσεις. Άγγιξε τον πλανητάρχη, καταπόνησε τον Βρετανό πρωθυπουργό, ταπείνωσε πολλές διεθνείς διασημότητες. Και θερίζει κάθε μέρα χιλιάδες ανθρώπινες, μοναδικές και ανεπανάληπτες υπάρξεις. Ούτε ο πλούτος, ούτε η εξουσιαστική ισχύς, ούτε η φήμη και οι επιφανείς τίτλοι μπορούν να αναχαιτίσουν την άγρια επιβουλή. Εφιάλτης θανάτου βασανιστικού και προθανάτιας, ανελέητης μοναξιάς, της πιο απόλυτης. Ούτε βλέμμα ούτε νεύμα για να ακουμπήσει κάπου η (έτσι και αλλιώς ασυντρόφευτη) αγωνία του τέλους.

Η πανανθρώπινη εμπειρία του άγριου τρόμου της απειλής δικαιολογεί ως επιγέννημα (διαχρονικό και πανανθρώπινο) την πλασματική θρησκευτικότητα. Είναι αδήριτη αναγκαιότητα, ορμέμφυτη στη φύση του ανθρώπου, η θρησκεία: Να γαντζωθεί ο άνθρωπος σε μια υπερβατική ελπίδα ότι μπορεί και να νικηθεί η νομοτέλεια, να γίνει πιθανό το αδύνατο.

Ποια είναι τα όπλα της θρησκείας, πώς επιβάλλεται στον άνθρωπο; Οπλα της είναι «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος», βεβαιώνει ο Ντοστογιέφσκυ. Και τα τρία μαζί μπορούν να χαρίσουν στον άνθρωπο ελπίδα, πέρα από τη λογική και τις αισθητές βεβαιότητες. Γιατί όμως ο Χριστιανός Ντοστογιέφσκυ, καύχημα της Εκκλησίας, βεβαιώνει ταυτόχρονα ότι «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος» είναι «οι τρεις δυνάμεις του κακού» στον κόσμο και στην Ιστορία; Γιατί «δυνάμεις του κακού» τα όπλα της θρησκείας;

Επειδή, εξηγεί ο Ντοστογιέφσκυ, «μόλις ο άνθρωπος αρνηθεί το θαύμα, θα αρνηθεί παρευθύς και τον Θεό… Δεν ζητάει τόσο τον Θεό όσο τα θαύματα… δεν έχει τη δύναμη να μείνει δίχως θαύματα, δημιουργεί αμέσως για τον εαυτό του θαύματα τσαρλατάνων».

Και προχωράει την ανάλυσή του ο Ντοστογιέφσκυ: «Δεν κατέβηκε ο Χριστός από τον σταυρό όταν τον προκαλούσαν περιγελώντας τον και λοιδορώντας τον οι σταυρωτές του. Δεν κατέβηκε, επειδή δεν θέλησε να υποδουλώσει τον άνθρωπο με το θαύμα. Ήθελε την ελεύθερη πίστη – εμπιστοσύνη του ανθρώπου… Αξία έχει η ελευθερία της απόφασης: η αγάπη, όχι το μυστήριο ούτε το κύρος. Στο μυστήριο και στο κύρος υποτάσσεσαι τυφλά, υποχρεωτικά, ακόμα και ενάντια στη συνείδησή σου». («Αδελφοί Καραμάζοφ» 2, 5, V).

Αν ο Χριστός κατέβαινε από τον σταυρό, θα έπαυε να υπάρχει άνθρωπος, ύπαρξη ελεύθερη να πει «ναι» ή «όχι» στην Αιτιώδη Αρχή της, στον πλαστουργό της. Η ιλιγγιώδης μεγαλοσύνη του ανθρώπου είναι, ακριβώς, η υπαρκτική ελευθερία του, η αυτοπροαίρετη κατάφαση ή απόρριψη του τριαδικού πρωτοτύπου της ζωής – του Θεού που δεν «έχει» αγάπη, αλλά «είναι» αγάπη, υπάρχει όχι ως αιτιώδης αναγκαιότητα, αλλά ως ελευθερία προσώπου, «πατρική», «υική», «παρακλητική».

Ο Ντοστογιέφσκυ είναι ακατανόητος στη σημερινή ελλαδική κοινωνία, διότι η Εκκλησία έχει πάψει, πολλές δεκαετίες τώρα, να είναι τρόπος της ύπαρξης και θέλει να είναι μόνο μια διδαχή συμπεριφοράς. Υποκύπτοντας στον κυρίαρχο εκπροτεσταντισμό (στα πλαίσια του μικρονοϊκού, μιμητικού «εξευρωπαϊσμού» της ελλαδικής κοινωνίας) η ελλαδική Εκκλησία σαρκώνει έναν διδακτισμό και νομικισμό, που κραυγάζει τη μακάβρια αλλοτρίωσή της, την ολοκληρωτική θρησκειοποίησή της. Παντού κήρυγμα, κήρυγμα, ιδεολογικές ντιρεχτίβες και δεοντολογία συμπεριφοράς, πανομοιότυπα όπως στο ΚΚΕ. Μοιάζει να έχει ολότελα ξεχαστεί ότι η γνώση στην Εκκλησία κατορθώνεται με την εμπειρία μετοχής, «ανεπαισθήτως»: όπως η γνώση της μητρικής αγάπης, της πατρικής προστασίας, της συναρπαγής του έρωτα, όπως η εκ-στατική προφάνεια της Τέχνης. Στην Εκκλησία δεν έχει θέση η κατοχύρωση του εγώ με αρεταλογική ορθοπραξία, με βαθμολογούμενη – μετρητή πειθάρχηση σε νόμους και εντολές, η καμουφλαρισμένη έπαρση του τηρητή νομικών διατάξεων. Είναι «βασιλεία του Θεού» η Εκκλησία, όπου μας «προάγουν» (χειραγωγούν) οι τελώνες, οι πόρνες, οι ληστές, πρωτοπόροι της αυτοπαραίτησης, όχι προσκοπάκια της «καλής πράξης κάθε μέρα».

Ζούμε μια δραματική δοκιμασία σήμερα, στους ναούς της ελλαδικής επικράτειας, πληρώνουμε τίμημα ακριβό θρησκειοποίησης του εκκλησιαστικού γεγονότος:

Πολλοί, πάρα πολλοί από τους εκκλησιαζόμενους, έχουν αρράγιστη την (ψυχολογική) βεβαιότητα ότι ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας δεν είναι δυνατό να μεταδίδουν τον θανατηφόρο ιό COVID-19, τον «κορωνοϊό». Εχουν ακούσει αναρίθμητα κηρύγματα «χριστιανικής» συμπεριφοράς, αλλά μάλλον δεν άκουσαν ποτέ τίποτα για τον τρόπο ύπαρξης που συνιστά την Εκκλησία.

Δεν πληροφορήθηκαν ποτέ ότι ο «καθαγιασμός» του άρτου και του οίνου στην Ευχαριστία δεν μεταβάλλει την κτιστή φύση σε άκτιστη, αλλάζει τον τρόπο της ύπαρξης. Το υλικό σώμα (σάρκα και αίμα) του ιστορικού Ιησού δεν «μετουσιώθηκε» σε άκτιστο – τη θεωρία της «μετουσίωσης» (transubstantiatio) την εφεύρε η φιλοσοφικά υπανάπτυκτη, πρώιμη μεσαιωνική Δύση, που έκανε από τον άρτο «όστια». Η Εκκλησία πάντοτε μαρτυρεί και κηρύττει ότι το υλικό σώμα του Χριστού σάρκωσε τον τρόπο της υπαρκτικής ελευθερίας του Ακτίστου. Ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας δεν «μεταλλάσσονται» μαγικά σε άφθαρτη ύλη. Πραγματώνουν, ως φθαρτή ύλη, τον τρόπο (αγαπητική κένωση) της υπαρκτικής ελευθερίας.

Αυτά με τη γραφίδα ενός αναρμόδιου, χωρίς το παραμικρό κύρος, με το ρίσκο να αδικεί ή να ζημιώνει τα όσα τον υπερβαίνουν. Θα προσθέσω ωστόσο, μια έκκληση: Ας βρισκόταν ένας, έστω μοναδικός και ασυντρόφευτος επίσκοπος, όχι «παιδαγωγός», που να επαναφέρει τη λειτουργική πρακτική των πρώτων χριστιανικών αιώνων: Να κοινωνούν οι πιστοί με τεμάχιο εμβαπτισμένου στον οίνο άρτου, που ο λειτουργός θα αποθέτει με λαβίδα στην παλάμη τους.

(*) Χρήστος Γιανναράς
_______________________________________________________

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

H πόλωση «πουλάει»

«Kάθε φορά που οι «δανειστές» μας απειλούν με καινούργιο «μνημόνιο» και εκβιάζουν με Grexit, δεν βρίσκουν απέναντί τους ένα πολιτικό σύστημα ενωμένο σε σφιγμένη γροθιά, αλλά μανιακούς της εξουσίας που μαλλιοτραβιούνται σαν μικρονοϊκές κυράτσες...», γράφει στην σημερινή του επιφυλλίδα ο Χρήστος Γιανναράς, στιγματίζοντας την "ανικανότητα και ευτελισμό" του πολιτικού συστήματος και την "πρακτική αντιπαλότητα" που καλλιεργείται στην πολιτική αρένα...

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Μ​​ε τα μέτρα της κοινής λογικής και διάθεση αισιόδοξη, θα μπορούσαμε ίσως να συμπεράνουμε ότι η ελλαδική κοινωνία επέδειξε, τα τελευταία είκοσι χρόνια, σημάδια παρήγορης πολιτικής ωριμότητας. Σε πείσμα της πανθομολογούμενης και βασανιστικής για όλους ανικανότητας και ευτελισμού του πολιτικού μας συστήματος. Σε πείσμα και της μεθοδικής προσπάθειας για την εξηλιθίωση του ελλαδικού πληθυσμού.

(Δεν είναι σχήμα λόγου να μιλάμε για μεθοδική προσπάθεια εξηλιθίωσης, ούτε συνωμοσιακό ανάλογο του «ψεκασμού». Πρόκειται για τη λειτουργική προϋπόθεση του εμπορευματικού χαρακτήρα των MME. Για την προκλητικά προφανή ορθολογική μεθόδευση καταστροφής της προφορικής και γραπτής γλώσσας στο ελλαδικό σχολειό. Για την ανεμπόδιστη εξάρθρωση και διαστροφή της στο πανεπιστήμιο, στο δικαστήριο, στο κοινοβούλιο. Γίνεται κατάδηλη η μεθοδική εξηλιθίωση και με τον αποκλεισμό της λογικής του δημοσίου συμφέροντος από τη λειτουργία του συνδικαλισμού, του τραπεζικού συστήματος, των εργολαβιών και προμηθειών του Δημοσίου).

Mε δεδομένη λοιπόν και πασίδηλη την προσπάθεια εξηλιθίωσης, κάποια ελάχιστα δείγματα υγιών αντιδράσεων της ελλαδικής κοινωνίας στον εξευτελιστικό βιασμό της αξίζει να προσεχθούν και να προβληθούν εμφατικά:

Oι δημοσκοπήσεις συνεχίζουν να δείχνουν ότι οι ψηφοφόροι στην Eλλάδα έχουν καθηλώσει το ΠAΣOK (παρά τις χαμαιλεοντικές μετονομασίες του) σε μονοψήφιο ποσοστό εκλογικής προτίμησης. Aπό τον εικοσαετή θρίαμβο, την αναιδέστατη ασυδοσία, την οργιώδη καταλήστευση του κοινωνικού χρήματος και των πακτωλών για τη σύγκλιση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες, τώρα η κατακόρυφη πτώση στην ντροπή της πολιτικής ανυπαρξίας ή του ευτελισμένου γκρουπούσκουλου λειτουργεί σίγουρα ως νέμεση. Mε το πρώτο τη τάξει από τα στελέχη του στη φυλακή, φυγάδες από το κοινωνικό προσκήνιο τους άλλοτε ηρακλείς της «αλλαγής» και σπιθαμιαίους τους διαδοχικούς διεκδικητές της ηγεσίας του, οδεύει το ΠAΣOK προς την πληρέστερη απογύμνωση ειδωλοποιημένης απάτης που γνώρισε η σύγχρονη Eλλάδα.

Aνάλογα θεαματική είναι η μεταχείριση και της «προοδευτικής» Aριστεράς από την ελλαδική κοινωνία. Bέβαια, οι δικές της δύο (και με το δημοψήφισμα του Iουλίου 2015, τρεις) εκλογικές επιτυχίες δεν σήμαιναν πλειοψηφική συναίνεση των ψηφοφόρων στον κοσμοθεωρητικό μηδενισμό και αμοραλιστικό διεθνισμό της μαρξιστικής ξιπασιάς των εν Eλλάδι καπήλων του κοινωνιοκεντρικού οράματος. H «θυσιαστική Aριστερά», που σημάδεψε σαν πεφταστέρι την ιστορία του ελλαδικού κρατιδίου για κάποιο διάστημα, ήταν άνθρωποι με αγνό πατριωτισμό και λάμπουσα ανιδιοτέλεια, αγνοούσαν παντελώς τις αναλύσεις του Mαρξ και τον Iστορικό Yλισμό, στρατεύονταν στο όραμα για κοινωνική δικαιοσύνη και ανθρωπιά – «να απολαμβάνουν όλοι τα δώρα του Θεού, ανάλογα με τον κόπο τους».

Aυτή την Aριστερά δεν την κατάλαβαν ποτέ οι ηγεσίες των εισαγόμενων και τηλεκατευθυνόμενων «κινημάτων» τόσο του μεταπρατικού «σοσιαλισμού» ή «κομμουνισμού» όσο και της μιμητικής, πιθηκίζουσας την Eυρώπη «Δεξιάς». O λαός στον εισαγόμενο «αριστερισμό» έδινε πάντοτε μονοψήφιο ποσοστό εκλογικής προτίμησης. Aνέβασε ξαφνικά τον συνονθυλευματικό (ιδεολογική κουρελού) ΣYPIZA από το 4,5% στο 27%, αλλά από θυμό και για να τιμωρήσει την ανικανότητα και τον αμοραλισμό της τραγελαφικής συγκυβέρνησης ΠAΣOK και N.Δ. Kαι σήμερα δημοσκοπούμενος επιστρέφει (υποτίθεται) και πάλι στη N.Δ. Tείνει δηλαδή να παγιωθεί το φαινόμενο: να ψηφίζει ο λαός το ίδιο κόμμα που τον αηδίαζε ανυπόφορα στις προηγούμενες εκλογές, προκειμένου να απαλλαγεί από το κόμμα που ανυπόφορα τον αηδιάζει σήμερα.

Eίναι περισσότερο από φανερό ότι ο λαός εμφανίζει κάποιες πιθανές, ίσως ελάχιστες ενδείξεις πολιτικής ωριμότητας: Eίναι διαλλακτικός, δεν έχει πεισματικές εμμονές, γινάτι, φανατισμό, τυφλή προκατάληψη, τολμάει όλους, και τους πιο ακραίους ή και μισοπάλαβους, να τους δοκιμάσει. Eνώ τα κόμματα αρνούνται κάθε ευλυγισία ή μετριοπάθεια, κάθε ενδεχόμενο συνεργασίας και συνεννόησης, την ώρα που η καταστροφή της χώρας είναι δεδομένη, εφιαλτική και πασιφανώς κομματικό κακούργημα.

Kάποιος λοιπόν, μέσα σε αυτόν τον εφιαλτικό παραλογισμό, πρέπει να πάρει το ρίσκο της ειλικρίνειας, να μιλήσει με την αποκοτιά της βουβής κοινής οδύνης, έτοιμος να λοιδορηθεί πιθανότατα. Eίναι ανάγκη να ακουστεί η φωνή όσων πιστεύουν, πιθανόν λαθεμένα όμως με ανιδιοτέλεια, ότι το εφιαλτικότερο στον σημερινό εφιάλτη δεν είναι η εξωφρενική ασυνέπεια και αλλαξοπροσωπία του ΣYPIZA, είναι η απουσία εναλλακτικής πρότασης. Πιστοποιούμε όλοι την ατολμία του ΣYPIZA να πολεμήσει την κοινωνική αδικία τη σαρκωμένη αναιδέστατα στο πελατειακό κράτος. Tην παραλυτική του ανικανότητα να υπηρετήσει την κοινωνική συνοχή στη βάση της αξιοκρατίας. Nα πατάξει την κυρίαρχη ανομία, την παντοδύναμη αγυρτεία, την ασύδοτη βία, τη μετάλλαξη του κοινωνικού περιθωρίου σε στρατό κατοχής και της ψυχανωμαλίας σε «αντάρτικο των πόλεων».

Aυτά όλα και άλλα ανάλογα πολλά γεννάνε απόγνωση, αλλά δεν είναι ο κυρίως εφιάλτης. Kυρίως εφιάλτης είναι η ολοκληρωτική ανυπαρξία αντιπρότασης με σοβαρό σχεδιασμό και ανθρώπους ικανούς να την πραγματώσουν. Στην αβουλία και ανικανότητα του ΣYPIZA, η N.Δ. αντιτάσσει την αδιάλλακτη επιθετικότητα του απλώς φανατισμένου: «Δεν είσαστε ικανοί για τίποτα, δεν μπορείτε να κυβερνήσετε, φύγετε να έρθουμε εμείς». Nοοτροπία, γλώσσα και πρακτικές a priori αντιπαλότητας προς το σήμερα, χωρίς όραμα ικανό να αλλάξει το αύριο.

Kάθε φορά που οι «δανειστές» μας απειλούν με καινούργιο «μνημόνιο» και εκβιάζουν με Grexit, δεν βρίσκουν απέναντί τους ένα πολιτικό σύστημα ενωμένο σε σφιγμένη γροθιά, αλλά μανιακούς της εξουσίας που μαλλιοτραβιούνται σαν μικρονοϊκές κυράτσες. Kάποιος πρέπει να ρισκάρει, να βροντοφωνάξει στη N.Δ. το πόση ζημιά της κάνουν, πόσο την εξευτελίζουν κάποιοι ηλεκτρονικοί ή έντυποι υπερασπιστές της. Aυτοί που πιστεύουν ότι πρέπει να ποντάρουν στα ένστικτα, γιατί «η πόλωση πουλάει»! Tο παιδαριώδες πείσμα στη ρήξη, στην a priori αντιπαλότητα, στην τυφλή μονομέρεια, όλα αυτά «πουλάνε».

Kάποιος να βεβαιώσει, με αγάπη και έγνοια, τον κ. Mητσοτάκη ότι ηγέτης θα αναδειχθεί, αν έχει πρόταση πολιτική και όχι απλώς διαχειριστική. Aν τολμήσει τομές και όχι μερεμέτια. Aν μπορεί να βεβαιώσει τον λαό ότι θα ρισκάρει βαθιές, επώδυνες τομές κοινωνικών μεταρρυθμίσεων: αμείλικτη διάλυση του πελατειακού κράτους, συνεπή αξιοκρατία, απόδοση δικαιοσύνης, συνδικαλισμό με κοινωνικές σκοποθεσίες, εξοβελισμό των κομματικών νεολαιών από τα πανεπιστήμια. O ταλαντούχος ηγέτης δεν ξεκινάει αγόρευση στη Bουλή τσιρίζοντας υστερικά «είσαι ψεύτης κ. Tσίπρα, είσαι ο χειρότερος πρωθυπουργός που γνώρισε η χώρα». H πόλωση είναι η καταφυγή των ατάλαντων.

«Λυπούμαι που δεν εξηγούμαι γλυκότερα», είπε ο Γιώργος Σεφέρης σε ανάλογη ώρα.
_________________________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Η λοιμική της κενολογίας


Η μεθοδική «αποτοξίνωση» των Ελλήνων από την ελληνικότητά τους πήρε χαρακτήρα καταιγιστικό από το 1974, με την κατάρρευση της δικτατορίας. Κάθε αναφορά στον πατριωτισμό, στη γενέθλια γη και κοινότητα, στην παράδοση, Ιστορία, πολιτισμό των Ελλήνων, «μύριζε» χούντα, κάθε νουνεχής την απέφευγε. Καθάρθηκε το λεξιλόγιο ταχύτατα, δεν υπήρξε κόμμα που να αντισταθεί στην εμπεδωμένη, από άκρη σε άκρη της Ελλάδας, τρομοκρατία των «προοδευτικών» δυνάμεων.

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Με την εκδημία του ο Μίκης Θεοδωράκης χάρισε σε όλους εμάς, τους συμπατριώτες του, μια μάλλον τελευταία αναζωπύρωση του χαμένου πια βιώματος της φιλοπατρίας. Επιβίωσε πολυτραγουδισμένη η φιλοπατρία του Μίκη, της αποδόθηκαν τιμές, έστω και με κοινότοπες άψυχες φλυαρίες, από τους θεσμικούς ενταφιαστές της ελληνικότητας – πολιτικούς, δημοσιογράφους, Δεξιούς και Αριστερούς υπέρμαχους του Ιστορικού Υλισμού.

Η μεθοδική «αποτοξίνωση» των Ελλήνων από την ελληνικότητά τους πήρε χαρακτήρα καταιγιστικό από το 1974, με την κατάρρευση της δικτατορίας. Κάθε αναφορά στον πατριωτισμό, στη γενέθλια γη και κοινότητα, στην παράδοση, Ιστορία, πολιτισμό των Ελλήνων, «μύριζε» χούντα, κάθε νουνεχής την απέφευγε. Καθάρθηκε το λεξιλόγιο ταχύτατα, δεν υπήρξε κόμμα που να αντισταθεί στην εμπεδωμένη, από άκρη σε άκρη της Ελλάδας, τρομοκρατία των «προοδευτικών» δυνάμεων. Θεωρήθηκε η «μεγάλη ώρα» της ελλαδικής Αριστεράς, η οργανωτική της υπεροχή τής έδινε τη δυνατότητα να αστυνομεύει κάθε έκφραση ενημέρωσης ή παιδαγωγίας –ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, πολιτιστικούς συλλόγους, σχολεία, πανεπιστήμια–, κάθε δημόσιος λόγος απηχούσε την υποταγή ή και συστράτευση στη φοβία για τον πατριωτισμό. Ο «μέγας» Καραμανλής και οι πολιτικοί του υπήκοοι ήταν τα εμφατικότερα υποδείγματα έμφοβης υποταγής στη διεθνιστική (καπιταλιστική ή «προοδευτική») προπαγάνδα.

Μεθοδικότατα, ο διεθνισμός του προλεταριάτου φρόντισε να αλώσει πρώτες (συχνά με εξωφρενική αυθαιρεσία) τις τότε Παιδαγωγικές Ακαδημίες και στη συνέχεια τα πανεπιστημιακά Τμήματα που ετοίμαζαν λειτουργούς της εκπαίδευσης. Κατορθώθηκε ο τάχα και «αριστερός» διεθνισμός να επιβληθεί στην ελληνική κοινωνία σαν αναγκαία συνάρτηση της «προόδου».

Το μεγάλο προσόν και κατόρθωμα του Μίκη Θεοδωράκη ήταν ότι δεν υποτάχθηκε στις κομματικές παρωπίδες. Κράτησε ανόθευτη, στη ζωή του και στη δουλειά του, την ελληνικότητα που μεταγγίζει η βιωματική λαϊκή παράδοση: Είχε το αισθητήριο να διακρίνει την ελληνική γνησιότητα, όση επιβίωνε στον στανικό «εξευρωπαϊσμό» των θεσμών και της οργάνωσης του βίου. Είδε στην απελευθέρωση από τη χούντα μια συναρπαστική ευκαιρία, να αφυπνισθεί η Ελλάδα, να αποτινάξει τη σχιζοφρένεια της δάνειας διχοστασίας. Γι’ αυτό δήλωνε ο ίδιος «κομμουνιστής», ενώ ταυτόχρονα στήριζε τον Καραμανλή σαν αντέρεισμα της απειλής των τανκς – δέχθηκε ο «κομμουνιστής» Μίκης να υπουργοποιηθεί στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Την πολιτική του ταυτότητα τη δήλωνε η μουσική του δημιουργία – ήταν κάτι συναρπαστικό, μια επανάσταση στη νοο-τροπία. Δεν συμβιβάστηκε ποτέ με τη δογματική ιδεολογία, την προπαγάνδα. Οραμά του ήταν η ελληνική διαφορά, που την έκανε τραγούδι για να τη σώσει από το ιδεολόγημα. Έτσι, χάρη στον Μίκη, είδαμε την ελληνική διαφορά να μην απομονώνει την Ελλάδα, αλλά να γίνεται όχημα εισόδου στον διεθνή στίβο. Από την ίδρυσή του το πλασματικό ελλαδικό κρατίδιο οργανώθηκε και λειτούργησε μιμητικά, μεταπρατικά, υποταγμένο ασφυκτικά στη δυτική πατρωνία – υπουργεία, κοινοβούλιο, κόμματα, ιδεολογίες, Δίκαιο και δικαστήρια, σχολεία και πανεπιστήμια, εμπόριο και βιομηχανία, πολεοδομία και αρχιτεκτονική, ακόμα και η εκκλησία, τα πάντα «κάλπικο δάνειον», όπως το είπε ο Μακρυγιάννης, όλα ξενόφερτα, όλα απομιμήσεις, ξιπασιά «νάνου ορθουμένου επ’ άκρων ονύχων και τανυομένου να φθάσει εις ύψος και φανή και αυτός γίγας» (Παπαδιαμάντης).

Από το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών ώς σήμερα η αλλοτρίωση του Ελληνισμού συντελείται με ταχύτητα φωτιάς που κατακαίει κατάξερο δάσος – όμως στον στίβο παντοδαπής εκφραστικής η ελληνικότητα επιβιώνει. Οχι με οργανωμένη πυρόσβεση, αλλά στις «υπόγειες στοές» που αινιγματικά τραγουδάει ο Σαββόπουλος. Σπιθαμιαίοι πρωθυπουργίσκοι, τόσο ασήμαντοι όσο και οι ημιπαράφρονες δασοεμπρηστές, ξηλώνουν από παντού την ελληνικότητα σαν να δαιμονίζονται που ακόμα επιζεί. Περνούν και αφανίζονται οι σπιθαμιαίοι. Και παραδόξως επιβιώνει η αοπλία της ποιότητας: Μάνος Χατζιδάκις, Διονύσης Σαββόπουλος, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Νίκος Ξυδάκης, Γιάννης Μαρκόπουλος. Ποιο ηχηρό όνομα από την πολιτική αγορά μπορεί να αναμετρηθεί με το θησαύρισμα ελληνικής αυτοσυνειδησίας, που άφησαν κληροδότημα ο Χρήστος Βακαλόπουλος και ο Κωστής Παπαγιώργης;

Ποιος κομματάνθρωπος είναι ικανός να υποκλιθεί στους δύο ζώντες κορυφαίους της ελληνικής ποίησης σήμερα: Νίκο Παναγιωτόπουλο και Ανθή Λεούση; Ελπίδα για τον Ελληνισμό είναι η «μέσα Ελλάδα» όπως την ονομάτιζε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Ποιος θυμάται σήμερα (και γιατί να θυμηθεί) τον δήμαρχο της Αλεξάνδρειας, όταν ζούσε εκεί ο Καβάφης, ή τους πρωθυπουργούς τότε στην Αθήνα; Με την ίδια λογική αξιολογήσεων της ποιότητας του βίου ή πολιτισμού οφείλουμε, όχι άγνοια ή παράκαμψη, αλλά «ανάθεμα» παλλαϊκό σήμερα σε υπουργούς Παιδείας και πρωθυπουργούς, που επέβαλαν το μονοτονικό, κατάργησαν το γλωσσικό πρωτείο των Αρχαίων Ελληνικών, υποκατέστησαν το σχολείο με το φροντιστήριο.

«Πατρίδα» θα πει: να οφείλεις στα παιδιά σου μια «κοινωνία σχέσεων», όχι μια «κοινωνία αγορών».
___________________________________________________________________

Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Αντιθέσεις: «Ο ρόλος και ο λόγος της Εκκλησίας στη Παγκόσμια πολυμορφική αβεβαιότητα»



Στις "Αντιθέσεις"  στην ΚΡΗΤΗ TV ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Ευγένιος, σε μια μεγάλη συζήτηση για το ρόλο και τον λόγο  της Εκκλησίας σε ένα κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες και εκρηκτικές  τεχνολογικές αλλαγές, που αλλάζουν (;) τις κοινωνίες και το ίδιο το νόημα του Ανθρώπου, σε ένα κόσμο με ένταση στις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες.

  • Είναι εφικτός ένας κόσμος χωρίς Πολέμους σε μια εποχή έντασης των πολέμων και της Παγκόσμιας αναμέτρησης μεταξύ πολυμορφικών κέντρων ισχύος;

  •  Κοινωνίες σε εξέλιξη και νέα μοντέλα με την βοήθεια της τεχνολογικής έκρηξης ή κοινωνίες σε αποδόμηση , έλεγχο και χειραγώγηση,  αλλάζοντας τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα τους και τις συλλογικότητες ;

  •  Ποια θέση παίρνει  στις συζητήσεις για μετα-κοινωνίες και τον μετα-άνθρωπο , τα μοντέλα των εικονικών- ψηφιακών κοινωνίων και το κοινωνικό matrix ;

  • Ποιο το νοήμα της ύπαρξης και των εσωτερικών αναζητήσεων του Ανθρώπου στην εποχή της υπερπληροφόρησης και της τεχνολογικής επανάστασης με το αντεστραμμένο είδωλο του ανθρώπου στο διαδίκτυο;  Υφίσταται  το "πρόσωπο"  του,  έξω από την εικονική πλέον κοινωνική πραγματικότητα;

Κι ακόμη τι λέει ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης  στη κοινωνική και ιδεολογική  συζήτηση  για τις νέες ταυτότητες, την ενδοοικογενειακή βία, την Νεολαία μπρος στις προκλήσεις της εποχής της , το γάμο και την τεκνοθεσία  των ομόφυλων ζευγαριών, την διαφορετικότητα και τον αυτοπροσδιορισμό ; Υπάρχει αυθεντική "Ελεύθερη Βούληση "  υπάρχει και πλασματική;

 H Εκκλησία Κρήτης, μπροστά στις σύγχρονες προκλήσεις, απαιτήσεις και προβλήματα… Οι προτεραιότητες και οι μεγάλες αγωνίες του σήμερα , ο ρόλος της Ιεραρχίας και του κλήρου, στο  που οδεύουν οι κοινωνίες μας και πως προσδιορίζει ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης , τον ρόλο και λόγο της Εκκλησίας στο σήμερα;

Στην εκπομπή παρεμβαίνει και καταθέτει την οπτική του ο ομότιμος Καθηγητής Φιλοσοφίας και συγγραφέας Χρήστος Γιανναράς.

"ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ" με τον Γιώργο ΣαχίνηΣτην ΚΡΗΤΗ TV

Διάλυση - ατίμωση χωρίς αντιπρόταση

Μας τρομάζει το καθημερινό θέαμα μιας κοινωνίας που αυτοκτονεί. Εντείνεται στο έπακρο η ανασφάλεια από την οικονομική χρεοκοπία, τον εφιάλτη της ανεργίας, τον έσχατο εξευτελισμό των αμοιβών της εργασίας, την ατίμωση των συντάξεων...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Μ​​ας τρομάζει στην Ελλάδα σήμερα η καταστρατήγηση ή και κατάλυση θεμελιωδών προϋποθέσεων της οργανωμένης συνύπαρξης.

Μας τρομάζει η αυθαιρεσία και ωμή βία, που υποδύονται τη «λογική αγανάκτηση», την αυτοδικία «εκ των πραγμάτων επιβαλλόμενη».

Μας πανικοβάλλουν οι χυδαίοι βανδαλισμοί, που προφασίζονται «διαμαρτυρία».

Ο πρωτογονισμός και η βαναυσότητα, που θέλουν να εμφανίζονται σαν «ακτιβισμός».

Οι ψυχανώμαλες αντικοινωνικές συμπεριφορές – το τυφλό μένος για οτιδήποτε «δημόσιο»: σχολικά και πανεπιστημιακά κτήρια, «σήματα» και πινακίδες της Τροχαίας, κτήρια υπουργείων, δημόσιων υπηρεσιών και νοσοκομείων, πάρκα, προτομές και αγάλματα που κοσμούν τις πόλεις και ζωντανεύουν την Ιστορία. Και μύρια ακόμα ανάλογα.

Μας τρομάζει το καθημερινό θέαμα μιας κοινωνίας που αυτοκτονεί. Εντείνεται στο έπακρο η ανασφάλεια από την οικονομική χρεοκοπία, τον εφιάλτη της ανεργίας, τον έσχατο εξευτελισμό των αμοιβών της εργασίας, την ατίμωση των συντάξεων. Ολοκληρωτική η απουσία προοπτικών για τα παιδιά μας, για τα εγγόνια μας. Καταδίκη ο υποχρεωτικός ξενιτεμός.

Συντηρούμαστε σαν συλλογικότητα με παραισθησιογόνες εντυπώσεις, ψευδαισθήσεις: Δήθεν ότι έχουμε «Βουλή», κυβέρνηση, «αντιπολίτευση», τάχα και «πληροφόρηση». Μας προσφέρονται είκοσι οχτώ (28) –περίπου– τηλεοπτικά κανάλια και αναρίθμητοι ραδιοφωνικοί σταθμοί. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, κανάλια και ραδιόφωνα λειτουργούν σαν συνοικιακά, τριτοκοσμικά ψιλικατζίδικα: πουλάνε παντούφλες, εσώρουχα, «θαυματουργά» μαντζούνια, μαξιλάρια και πατατοκόφτες – ό,τι φανταστεί ο νους μας των αποβλακωμένων από την απαιδευσία και τη στέρηση.

Υπάρχουν τα τρία κανάλια της κρατικής τηλεόρασης και τρία ακόμα ή τέσσερα διαπλεκόμενων με την πολιτική μεγαλο-επιχειρηματιών, που διασώζουν μια προσχηματική ευπρέπεια, εξαιρώντας βέβαια την κυρίως πληροφόρηση: ειδήσεις - σχολιασμούς - συζητήσεις. Εκεί, στις ειδήσεις και στις «συζητήσεις», το επίπεδο κρατικών και ιδιωτικών καναλιών εξομοιώνεται απολύτως – απευθύνονται και τα μεν και τα δε στο ίδιο κοινό που συντηρεί στις οθόνες τις παντούφλες και τα θαυματουργά μαντζούνια.

Μοιάζει σχήμα λόγου, αλλά είναι πραγματική τραγωδία οδύνης και απελπισμού, για κάποιον αριθμό (απροσδιόριστο) χιλιάδων ανθρώπων, η κάθε μέρα που ξημερώνει στην Ελλάδα. Τόσο η κυβερνητική όσο και η αντιπολιτευτική ρητορική πληγώνει (ή το αναιδέστερο) παρακάμπτει την ανθρωπιά μας, τη νοημοσύνη και τον αυτοσεβασμό μας. Οι εκάστοτε «κυβερνητικοί εκπρόσωποι», τα τελευταία τριάντα χρόνια, αναπαράγουν, σαν δήθεν φυσιολογικό, έναν καινούργιο ανθρωπολογικό τύπο, κακέκτυπο του Γκαίμπελς και του Μπέρια.

Η πολιτική, στη σημερινή ελλαδική μας πραγματικότητα, είναι ένα απάνθρωπο παιχνίδι ακραίου αμοραλισμού, με τους παίκτες φιγούρες γυμνωμένες από ανθρώπινη ευαισθησία, καλλιέργεια, αυτοσεβασμό – αυτή είναι η εικόνα τους. Κυβερνάει τη χώρα ένα κόμμα «ριζοσπαστικής Αριστεράς», που εξελέγη για να «σκίσει τα μνημόνια» (τις γραπτές συναινέσεις στην εθνική υποτέλεια, την εξευτελιστική επιτρόπευση από τη διεθνή τοκογλυφία, τα σαδιστικά χαράτσια, το ξεπούλημα της κοινωνικής περιουσίας). Και σε μια νύχτα μέσα, οι «αγωνιστές της αδιάλλακτης Αριστεράς» μεταμορφώθηκαν στους πιο χαμερπείς λακέδες των «Αγορών» – χωρίς κάποιος τους, έστω ένας, «να πεθάνει από αηδία», όπως ζητούσε από τους Πρεβεζάνους ο Καρυωτάκης.

Κάποιος τους, ο Βαρουφάκης, κατάγγειλε (σε βιβλίο που έσπασε ταμεία) συγκεκριμένα εγκλήματα, επώνυμων αυτουργών, ωμής προδοσίας του εθνικού συμφέροντος. Στις καταγγελίες, με ακριβή εντοπισμό χώρου, χρόνου, αυτοπτών μαρτύρων, αντιτάχθηκε ότι «ο Βαρουφάκης είναι ένας αναξιόπιστος νάρκισσος». Και είναι νάρκισσος. Αλλά την αναξιοπιστία του κατήγορου είναι εξίσου αναξιόπιστο να την αποφασίζουν οι καταγγελλόμενοι. Οι «φυσικοί δικαστές», της θεσμικής Δικαιοσύνης, σιωπούν σκανδαλωδέστατα, προκλητικά.

Παρ’ όλο που έχει οδηγήσει τη χώρα σε εξαθλιωτική διάλυση και ανυπόφορη ατίμωση, το πρόβλημά μας δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι η απουσία πολιτικής αντιπρότασης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει να αντιτάξει τίποτε συγκεκριμένο – σημάδι ότι δεν αντιλαμβάνεται ούτε τη διάλυση ούτε την ατίμωση. Η λογική του είναι αποκλειστικά διαχειριστική, δεν καταλαβαίνει τι θα πει «μεταρρυθμίσεις». Παπαγαλίζει μόνο γενικότητες, αοριστίες, αφορισμούς. Δεν υποψιάζεται ότι στην πολιτική οι λύσεις «γεννιώνται», δεν προκύπτουν από μοδιστρική. Οτι εξαλείφοντας την ντροπή των Εξαρχείων, ίσως νεκρανασταίνει την επιχειρηματική πρωτοβουλία, απολακτίζοντας τις κομματικές νεολαίες από τα πανεπιστήμια, ίσως ανανεώνει ριζικά την ανθρώπινη ποιότητα στο κοινοβούλιο, επιβάλλοντας άτεγκτη αξιοκρατία στη δημοσιοϋπαλληλία, ίσως ανατρέπει τους όρους λειτουργίας της αγοράς.

Τις προάλλες, ανώτατο στέλεχος του Λιμενικού Σώματος (με πλάκα τα γαλόνια) ανακοίνωνε από τη μικρή οθόνη: «Αποψε θα φτάσουμε τους εικοσιοχτώ απόπλους»!!! Ο Τσίπρας δεν τον αποστράτευσε αυθημερόν. Ο Μητσοτάκης καταλαβαίνει ότι θα κυβερνήσει, μόνο αν ξηλώνει πέντε αγράμματους κάθε μέρα από τον κρατικό μηχανισμό;
______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 – Άξονες Εθνικής Αυτοσυνειδησίας 200 χρόνια μετά

 

Μετά την επανάσταση, γίναμε τελικά ένα ανεκτό κατ όνομα Ελληνικό κρατίδιο, τυπικά ανεξάρτητο, στην πραγματικότητα υποτελές (οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά) προτεκτοράτο της Δύσης;


Στις ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ του ΚΡΗΤΗ TV και τον Γιιώργο Σαχί́νη παραθέτουν την οπτική τους και συνομιλούν οι:

- Ο κ. Χρήστος Γιανναράς, Ομότιμος Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Συγγραφέας 

- Η κ. Μαρία Ευθυμίου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών 

- O κ. Γιώργος Μαργαρίτης, Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 

- H κ. Κωνσταντίνα Μπότσιου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας και Διεθνούς Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου 

- O κ. Δημήτρης Σταθακόπουλος, Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου για τις ιστορικές και κοινωνικές δομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 

Και ο κ. Θεόδωρος Παναγόπουλος, πρώην Εφέτης – Ιστορικός Ερευνητής , Συγγραφέας του δίτομου έργου ιστορικής έρευνας , « Τα ψιλά γράμματα της Ιστορίας- Όλα στο Φως» 

- Οι επαναστάτες του 1821 ήξεραν πολύ καλά ποιοι είναι και τι θέλουν; - Πώς θα προσεγγίσουμε τα 200 χρόνια; Πώς θα ιστορήσουμε το νεότερο ελληνισμό. Με τα πεπραγμένα του κράτους ή με τα πεπραγμένα του έθνους; 

- Ο Ελληνισμός για τους τότε Έλληνες, ήταν «εθνικότητα», ήταν ανυπότακτο στρώμα της Οθωμανικής Κοινωνίας, ήταν άλλος πολιτισμός, ριζικά άσχετος με τον νομικισμό του θρησκειοποιημένου Χριστιανισμού της Δύσης ή επηρεασμένος από αυτόν και σε ποια σχέση με την μεταφυσική του Ισλάμ; 

- Η αρχική, οργισμένη αντίδραση της ευρωπαϊκής «Ιερής Συμμαχίας» σε μια ακόμα εξέγερση των Ελλήνων πραγματική , προσχηματική ή φόβος για την δημιουργία έθνους κράτους ; 

- Ποιος ο χαρακτήρας της επανάστασης; τι ήταν, τι επεδίωκε; πώς κατέληξε; πέτυχε τους στόχους της; 

- Ο ρόλος της «Φιλικής Εταιρείας» «Φιλελληνισμός» και «Προστάτες» των Ελλήνων ένα μεγάλο διαχρονικό ζήτημα και στα 200 χρόνια του νέου ελληνικού κράτους 

- Οι πρώτες νίκες των εξεγερμένων και η αντίδραση των Οθωμανών ; 

- Πως περιγράφει η πλευρά των Οθωμανών και των σύγχρονων επιγόνων τους στη Τουρκία την Ελληνική Επανάσταση του 1821 αλλά και την πορεία του Ελληνικού κράτους 200 χρόνια 

- Η δημιουργία του νέου Κράτους, από τον Καποδίστρια στην Μοναρχία υπό «Προστασία», τον Κοινοβουλευτισμό και τα Συντάγματα έως το σήμερα 

- Μετά την επανάσταση, γίναμε τελικά ένα ανεκτό κατ όνομα Ελληνικό κρατίδιο, τυπικά ανεξάρτητο, στην πραγματικότητα υποτελές (οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά) προτεκτοράτο της Δύσης; 

- Είμαστε καταγωγικά , κράτος εξαρτημένο από ευρωπαϊκά και άλλα δάνεια ; Πως, πότε και μέχρι ποιο βαθμό έχουμε χειραφέτηση ως κράτος; 

- Το ζήτημα της συνέχειας, της δημοκρατίας, της σχέσης ελληνισμού με το παρελθόν του, με τη Δύση/Ευρώπη, η διχαστική πραγματικότητα του ελληνισμού και το ζήτημα της ελληνικής «κακοδαιμονίας» έως σήμερα. Πού πάμε;

Και κρεματόριο η κομματοκρατία

Δεν είμαστε πια μια ζωντανή κοινωνία, μια παρωδία κράτους είμαστε, μια παντομίμα, ένα «δήθεν» – δεν καταφέρνουμε ούτε καν τη στοιχειώδη κοινωνία αναγκών... 


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Α​​πό τις δεκάδες τα καρβουνιασμένα κορμιά του φρικωδέστερου, του πιο εφιαλτικού θανάτου, κάποια βρέθηκαν αγκαλιασμένα. Στο Μάτι της Αττικής, στις 23 Ιουλίου του 2018. Οταν η κόλαση σε αγγίζει κατάσαρκα, δεν σου μένει άμυνα καμιά, μόνο ένα σφιχταγκάλιασμα. Είναι ο άρρητος αντίλογος στην αλογία του άδικου, μαρτυρικού θανάτου. Πότε και πώς γίνεται «κραταιά ως θάνατος η αγάπη», θα μένει πάντοτε αίνιγμα – «άδηλον παντί, πλην ή τω θεώ».

Εμείς «οι ζώντες, οι περιλειπόμενοι», θα επιβιώσουμε, όσο είναι γραφτό για τον καθένα μας, με ανεξίτηλη στις ψυχές μας την εικόνα του καρβουνιασμένου σφιχταγκαλιάσματος. Δηλαδή, με την ανίατη οργή και τον τρόμο, για τη μοίρα που μας έλαχε, να ζούμε, όχι σε κοινωνία ανθρώπων, αλλά σε αγέλη θηριωδίας και ασυνειδησίας.

Είναι περίτρομος ο βίος, όταν ζεις σε ένα δήθεν «κράτος», όπου όλες οι προϋποθέσεις και των εφιαλτικότερων απειλών παραμένουν άμεσες πιθανότητες, ενώ οι φυσικοί αυτουργοί της εκάστοτε κόλασης επιζούν ατιμώρητοι και ηγεμονεύοντες.

Ο καθένας μας (με εξαίρεση τους δοσίλογους συμπαίκτες των φυσικών αυτουργών) μπορεί να λογαριάσει τα μεγέθη πολιτικής διαφθοράς, κομματικού παρακράτους, ασύδοτης ψηφοθηρίας, που κραυγάζουν πίσω από τον εφιαλτικό θάνατο των συνανθρώπων μας στο Μάτι: Πόσοι υπάλληλοι της πολεοδομίας, επί πόσα χρόνια, χρηματίζονταν χυδαία και ατιμώρητα, για να συντελεστεί το οικιστικό εκεί αλαλούμ, πόσοι βουλευτές κάλυψαν εγκληματικές αυθαιρεσίες, πόσοι υπουργοί προστάτευσαν φονιάδες εργολάβους, πόσοι «λαδωμένοι» επιθεωρητές-ελεγκτές των εγκληματιών-υπαλλήλων κουκούλωσαν τη φρενίτιδα της παρανομίας.

Το Μάτι ήταν κατά 80% δασική περιοχή, προστατευόμενη, ο γενικός πολεοδομικός σχεδιασμός απέκλειε την οικοδόμησή του. Οικοδομήθηκε αυθαίρετα, ο χρηματισμός των πολιτικά υπεύθυνων ακύρωνε νόμους και διατάγματα. Αντί για δρόμους, οι εργολάβοι αυτοσχεδίαζαν στενάδια που οδηγούσαν κυριολεκτικά στον γκρεμό. Η χρηματολαγνεία των «δημόσιων λειτουργών» και η ψηφοθηρία των πολιτευόμενων μετέτρεψαν τελικά τον παραθαλάσσιο πευκώνα σε κλίβανο απανθράκωσης πανικόβλητων ανθρώπων.

Μια τέτοιου μεγέθους και τέτοιας φρίκης συμφορά, που προκύπτει από κακουργίες αδίστακτων παλιανθρώπων της πολιτικής και κρατικής εξουσίας, δεν ξορκίζεται με τριήμερο εθνικό πένθος, μεγαλόστομες πομφόλυγες και πολυδιαφημιζόμενα «μέτρα ανακούφισης των πληγέντων» – είναι εμπαιγμός. Σε μια ζωντανή κοινωνία μια τέτοια συμφορά, με τέτοια αίτια, γεννάει επανάσταση: Πεντακόσιες χιλιάδες Ελληνες, καρφωμένους στην πλατεία Συντάγματος, να απαιτούν υπηρεσιακή κυβέρνηση για αλλαγές καίριες στο πολίτευμα.

Δεν είμαστε πια μια ζωντανή κοινωνία, μια παρωδία κράτους είμαστε, μια παντομίμα, ένα «δήθεν» – δεν καταφέρνουμε ούτε καν τη στοιχειώδη κοινωνία αναγκών. Το «κράτος» λειτουργεί με τη λογική ποδοσφαιρικής ομάδας: Πλουτίζουν ακόρεστα και αδιάντροπα οι «παίκτες» και οι «παράγοντες» – ο λαός παθιάζεται και αφιονίζεται με το θέαμα.

Είναι εξωφρενικά παράλογο, ίλιγγος του απίστευτου, του τερατώδους: Να απειλείται ολόκληρος οικισμός από ανεξέλεγκτη πύρινη κόλαση και να μην υπάρχει ίχνος αστυνομικής παρουσίας – ένα περιπολικό, ένας ένστολος που να συντονίσει στοιχειωδώς την απομάκρυνση των κατοίκων, ένα στέλεχος της τοπικής αυτοδιοίκησης να δείξει ποιος δρόμος πάει στη θάλασσα και ποιος στον γκρεμό, ένας παπάς να σημάνει με την καμπάνα τον κίνδυνο.

Γεννάει μόνιμο και ανίατο τρόμο στον πολίτη, όχι το ενδεχόμενο μιας ακόμα, ενδεχόμενης θεομηνίας, ανεξέλεγκτης. Τρόμο τού γεννάει ο ανίατος, πανταχού παρών πρωτογονισμός, σε κάθε πτυχή της συλλογικής μας συνύπαρξης. Πριν από όλα, η φρίκη που μετασκευάζεται σε κερδοσκοπική ειδησεολαγνεία – κραυγαλέος και αδιάντροπος στόχος των «καναλιών», όχι η πληροφόρηση του πολίτη, αλλά η εμπορία των εντυπώσεων, να κερδίσουν ποσοστά τηλεθέασης, δηλαδή διαφημιστικό χρήμα, πουλώντας φρίκη και αποτροπιασμό. Αν γινόταν να αποτελέσει, έστω παρενθετική εξαίρεση η διοίκηση της ΕΣΗΕΑ: να βγει να καταγγείλει τον κατεξευτελισμό του δημοσιογραφικού υπουργήματος από τα εμπορικά κανάλια και την αηδιαστική χαμέρπεια των κυβερνητικών δημοσιογράφων.

Γεννάει ναυτία και σιχαμάρα η πληθωρική έκρηξη ενδιαφέροντος της κυβέρνησης για τα θύματα της κρατικής ανυπαρξίας και διαφθοράς στο Μάτι. Πώς βρέθηκαν αμέσως τόσοι πακτωλοί εκατομμυρίων, για να μπουκωθεί με ξιπασιές η λαϊκή οργή, μαζί με πλημμυρίδα από ρουσφέτια: διορισμούς, απαλλαγές, χαριστικές διατάξεις. Θα μείνει στην Ιστορία μνημείο ανθρώπινου ξεπεσμού και ευτέλειας, η εικόνα του ανεκδιήγητου Τζανακόπουλου, τη δεύτερη κιόλας μέρα του εφιάλτη: Να εξαγγέλλει φτηνιάρικους μπουναμάδες για όσους είδαν κατάματα τον χάρο στο Μάτι, μόνο επειδή τους έλαχε να ζουν στο Ελλαδιστάν.

Στις εκλογές, όποτε γίνουν, είναι οφειλή στην ανθρωπιά και αξιοπρέπειά μας, να μαυρίσουμε οι πολίτες με αποτροπιασμό τους χθεσινούς και σημερινούς υπαίτιους της φρίκης του θανάτου στο Μάτι.
______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
(πηγή: yannaras.gr)

Η ιστορική μας αυτεξαφάνιση


Αναξιοπρεπές επάγγελμα η πολιτική, πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι διατεθειμένοι να το αναλάβουν. Δεν χρειάζεται κανένα τυπικό προσόν, πτυχίο ή εξειδίκευση, ούτε και προϋπηρεσία ευδόκιμη – τίποτα...

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Αναξιοπρεπές επάγγελμα η πολιτική, πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι διατεθειμένοι να το αναλάβουν. Δεν χρειάζεται κανένα τυπικό προσόν, πτυχίο ή εξειδίκευση, ούτε και προϋπηρεσία ευδόκιμη – τίποτα. Ακόμα και με χαμηλότατο δείκτη ευφυΐας, με ανικανότητα έκφρασης και κωμική άγνοια της μητρικής του γλώσσας, μπορεί ένα κομματικό στέλεχος να υπουργήσει τα καίρια του συλλογικού βίου. Είναι για την κοινωνία μας αυτονόητο.

Τους αποδεχόμαστε σαν ικανούς να διαχειριστούν οποιαδήποτε αρμοδιότητα. Γι’ αυτό και μεταπηδούν από υπουργείο σε υπουργείο, σαν σοφοί παντογνώστες, «αντιστάσεως μη ούσης». Από την άκρα επιστημονική πολυπλοκότητα της σύγχρονης πολεμικής τεχνολογίας και στρατηγικής μεταφέρονται, ως αυτονοήτως ειδήμονες, στον σχεδιασμό της βιομηχανικής ανάπτυξης, στη διαχείριση των παραγωγικών λειτουργιών και των απαιτήσεων της αγοράς. Από τα ερμητικώς εξειδικευμένα προβλήματα της εκπαίδευσης «μεταφυτεύονται» (χωρίς την παραμικρή προετοιμασία ή προειδοποίηση) στα λαβυρινθώδη προβλήματα λειτουργίας της Δικαιοσύνης και του σωφρονιστικού συστήματος.

Γνωστή η αιτιολογία που προβάλλεται – αυτός, λένε, ήταν πάντοτε ο ρόλος των πολιτικών, η πολιτική είναι ταλέντο ηγετικό, όχι επιστήμη. Να ξέρεις να λειτουργείς «επιτελικά» σε οποιονδήποτε τομέα: να ιεραρχείς προτεραιότητες, να συντονίζεις ευθύνες, να αναθέτεις αρμοδιότητες. Κυρίως, να εξασφαλίζεις τον κοινωνικό χαρακτήρα κάθε κρατικής λειτουργίας. Είναι άλλης τάξεως από την επιστημονική εξειδίκευση η λογική της πολιτικής. Δύσκολο να αναλυθεί σε μια επιφυλλίδα το πραγματικό αντίκρισμα τέτοιων επιχειρημάτων σήμερα. Εξ άλλου, γνωρίζουμε, λίγο-πολύ, όλοι, σε τι δαπανάται κατά κανόνα το πολιτικό «ταλέντο ηγεσίας» στις μέρες μας. Πρώτιστο (ίσως και μοναδικό) έργο κάθε υπουργού είναι να εξισορροπεί με συμβιβασμούς τα άνομα ιδιωτικά συμφέροντα που λυμαίνονται το πεδίο αρμοδιοτήτων του υπουργείου του. Να εξασφαλίζει, ταυτόχρονα, και κάποια οικονομικά ωφελήματα για το κόμμα. Να ικανοποιεί πελατειακά αιτήματα της εκλογικής του περιφέρειας. Να τρέχει συνεχώς σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, για να διατηρεί το status του «πρωτοκλασάτου» στο κόμμα. Κι αν απομείνει χρόνος και κουράγιο, να επιδείξει και κάποιες εντυπωσιακές «μεταρρυθμίσεις» ξέροντας ότι ο διάδοχός του υπουργός ασφαλώς θα τις καταργήσει.

Την περασμένη Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου του 2021, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Κ» άρθρο του επίτιμου προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας Σωτήριου Ρίζου, με τίτλο: «Το κράτος και το δάσος». Το άρθρο επισημαίνει (ορθότερα: καταγγέλλει) τους αυτουργούς ενός πελώριου και φρικιαστικού κοινωνικού εγκλήματος, που έχει ήδη εξασφαλίσει την ατιμωρησία. Αντιγράφω:

«Στις 23 Ιουλίου 2021, ο πρώτος τίτλος στην ιστοσελίδα Dasarxeio.gr ήταν ο εξής: “Ανοίγει η πλατφόρμα για τις δηλώσεις αυθαιρέτων εντός δασών”. Ακολουθούσε το κείμενο μιας αποφάσεως του υπουργείου Περιβάλλοντος, που εξειδικεύει το πλαίσιο υποβολής των αιτήσεων νομιμοποίησης αυθαιρέτων εντός δασών. Έχει (ήδη) δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μία ημέρα πριν. Στηρίζεται στον νόμο 4685/1920 (ΦΕΚ Α΄ 92/7.5.2020). Η ειρωνεία της τύχης (;) ήταν ότι: ΜΕΤΑ ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ, περίπου, αρχίζουν οι μεγάλες πυρκαγιές στη χώρα μας. Συνολική απώλεια: 1.275.660 στρέμματα. Στην Αττική: 186.290 στρέμματα»!!

Ο επίτιμος πρόεδρος του ΣτΕ διερωτάται: «Η εξέλιξη αυτή ήταν αναπάντεχη;». Και απαντάει: «Με βάση τα νομοθετικά δεδομένα και σε συνδυασμό με τον διατιθέμενο διοικητικό μηχανισμό», η φρικτή καταστροφή ήταν νομοτελειακά σίγουρη, απολύτως προβλέψιμη. Απρόβλεπτο μόνο το «πότε» και το μέγεθος της καταστροφής.

Η φράση του Χαρίλαου Τρικούπη «η Ελλάς θέλει να ζήσει (ή: προώρισθαι να ζήσει) και θα ζήσει» λειτουργεί σαν ηδονικό υπνωτικό 125 χρόνια τώρα. Έχουμε πιστέψει (συνειδητά ή υποσυνείδητα) ότι είμαστε «εκλεκτός», «περιούσιος» λαός, «προορισμένος» να ζήσει απεριόριστα. Θα είχε ίσως κάποιον ρεαλισμό αυτή η ελπίδα, αν τουλάχιστον εμψύχωνε μια προσπάθεια να σώσουμε τη γλώσσα και τους θεσμούς που σάρκωσαν την ελληνική ιδιαιτερότητα. Με πλοηγό της Παιδείας των Ελληνωνύμων την πολιτισμικά αφασική κυρία Κεραμέως ή τον αφελή του μαρξιστικού παλαιοημερολογιτισμού κύριο Φίλη, ο Ελληνισμός συνιστά ντροπή και ο διεθνισμός την εκούσια ιστορική μας αυτεξαφάνιση.
_______________________________________________

Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Λέξεων δεινή καπηλεία

Η ελληνική κοινωνία, σε επιθανάτια αφασία, δεν αντιδρά. «Δεν κουνιέται φύλλο»...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Πρόκειται για μικρόνοια; Για κωμική απαιδευσία; Για αμειβόμενη στράτευση στην εξυπηρέτηση συμφερόντων;

Πάντως κάποιοι, όχι λίγοι, επιμένουν να συγχέουν τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό. Καμώνονται ότι ξέρουν τη διαφορά και σέβονται τον πατριωτισμό. Αλλά ο «σεβασμός» τους είναι μόνο στα λόγια, προσχηματικός. Στην πράξη, σπιλώνουν κάθε έκφανση πατριωτισμού σαν εθνικισμό. Σωρεύουν συνώνυμα επιτείνοντας την εσκεμμένη σύγχυση: Σωβινισμός, Ακροδεξιά, Νεοναζισμός, λαϊκισμός – έτσι τους βολεύει να κατανοείται ο πατριωτισμός.

Παθιασμένοι αντίπαλοι του «εθνικισμού», επομένως φανατισμένοι υπερασπιστές του «διεθνισμού» - «εθνομηδενισμού», εμφανίζονται οι οπαδοί και των δύο όψεων του αμφιπρόσωπου Ιστορικού Υλισμού: τόσο των «Αγορών» (του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Συστήματος) όσο και οι «κολλημένοι» νοσταλγοί της Σοβιετίας.

Φανατικότεροι, και στις δύο παρατάξεις (όπως πάντοτε στην Ιστορία) είναι οι αλλαξόπιστοι, οι εξωμότες: οι «αριστεροί» (και μάλιστα της «ριζοσπαστικής» Αριστεράς) που ξεπουλήθηκαν στις «Αγορές» με φτηνιάρικα ανταλλάγματα. Ή και οι κάποτε «δεξιοί» που έκαναν καριέρα με το «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» και σήμερα προβάρουν τη λεοντή του «εκσυγχρονισμού» και της «προόδου».

«Ποιοι αντιδρούν στη Συνθήκη των Πρεσπών;» ρώτησε ο πρόεδρος της Γαλλίας Μακρόν τον Αλέξη Τσίπρα, τις προάλλες, στην Κύπρο. «Κάποιοι ελάχιστοι ακροδεξιοί-λαϊκιστές», ήταν η απάντηση. «Και πόσοι κατέβηκαν στο συλλαλητήριο;». «Κάπου εβδομήντα χιλιάδες»! Ετσι γράφουν την ιστορία οι αδίστακτοι.

Δεν θέλει να αντιληφθεί η ιστορικο-υλιστική θρησκοληψία ότι ο πατριωτισμός δεν έχει να κάνει με «πεποιθήσεις», δεν είναι επιλογή. Είναι καταστάλαγμα εμπειρίας, βιωματικός πλούτος – γεννιέται στην ψυχή του ανθρώπου ο πατριωτισμός. Σε αγεφύρωτη αντίθεση ο «διεθνισμός» είναι σκόπιμη επιλογή: ταξινομούνται οι άνθρωποι σε εισοδηματικές «τάξεις», διαβαθμίζεται η καταναλωτική τους ευχέρεια, λογαριάζονται σαν αδιαφοροποίητες μονάδες απρόσωπης ομοείδειας.

Γεννιέται ο πατριωτισμός από τη ζωτική σχέση του ανθρώπου με τη γη του, τη γλώσσα του, τη σαρκωμένη (στη γη και στη γλώσσα) ιστορία του. Είναι συνάρτηση ο πατριωτισμός της «καλλιέργειας» του ανθρώπου, συνισταμένη του πολιτισμού του. Γι’ αυτό και τρέφεται ο πατριωτισμός όχι από (εθνικιστικά) ιδεολογήματα, αλλά από την ένσαρκη Τέχνη: το τραγούδι, τη ζωγραφιά, την αρχιτεκτονική – απηχεί η Τέχνη αισθητά την «ταυτότητα» της πατρίδας.

Λοιπόν, αυτόν τον πατριωτισμό οι «πολιτικοί της κωλοτούμπας» (διεθνής πια ο όρος) τον χαρίζουν σε αυτούς που τον καπηλεύονται εγκληματικά: στους «εθνικιστές». Ο εθνικισμός είναι, ιστορικά, ο «ενδιάμεσος κρίκος» στην εξέλιξη από την αγέλη ώς τον διεθνοποιημένο σήμερα πρωτογονισμό – ενδιάμεσος. Στη θωράκιση της εγωκεντρικής κατασφάλισης αποβλέπει, αλλά όχι με άξονα την «ταξική» χρησιμοθηρία, ούτε την πολτώδη «διεθνική». Ο εθνικισμός θωρακίζει το εγώ με ιδεολογήματα «φυλετικής ανωτερότητας», «καθαρόαιμης ομοείδειας», «βιολογικής αρτιμέλειας».

Είναι απίστευτο, σε ποια ανθρώπινη έκπτωση διολισθαίνει η αριστερόσχημη αλλαξοπιστία, για να προπαγανδίσει τον μηδενιστικό αμοραλισμό που τη συντηρεί στην εξουσία. Κόπτεται ο θλιβερός «κυβερνητικός εκπρόσωπος», κορυφαίος του ανθρώπινου αυτεξευτελισμού, να πείσει (ποιον;) ότι στην πατριωτική λαοθάλασσα των συλλαλητηρίων για το «μακεδονικό» σαρκωνόταν «το τέρας του εθνικισμού», «το τέρας της Δεξιάς»! Κι από κοντά, θλιβερά στρατευμένοι στην υπεράσπιση της κυβερνητικής αισχύνης αρθρογράφοι να «καταγγέλλουν» τον «εθνικολαϊκισμό» («έξαλλο εθνικισμό») των «μακεδονομάχων» πολιτών, που «αρχές της δεκαετίας του 1990... έτρεχαν αλαφιασμένοι στις πλατείες» – τότε που «όλα τα πολιτικά κόμματα υποτάσσονταν στις επιθυμίες των αδιάλλακτων ή των τυχοδιωκτών»!

«Εξέστη φρενών» η «προοδευτική» συνηγορία του μηδενιστικού αμοραλισμού.

Η εξαφάνιση λαών από τον στίβο της Ιστορίας έχει πάντα προοίμιο τη σύγχυση-αχρήστευση της γλώσσας τους: «Προοδευτικός» σήμαινε πάντοτε στα ελληνικά τον «πρωτοπόρο», τον ρηξικέλευθο τολμητία, που άνοιγε δρόμο εκεί που οι άλλοι έβλεπαν αδιέξοδο, άνοιγε τη θέα σε καινούργιους ορίζοντες. Προοδευτικός ήταν ο υπέρμαχος της αλλαγής, της ανακαίνισης, της αναζήτησης, ο εραστής του καινούργιου, όχι επειδή ο νεωτερισμός είναι αυταξία αλλά όταν το εν χρήσει αποδείχνεται ατελέσφορο ή ανεπαρκές.

Σήμερα, στην Ελλάδα που ψυχορραγεί, ποιος λογαριάζεται «προοδευτικός» και ποιοι μονοπωλούν ετσιθελικά την «πρόοδο», ποιοι φιγουράρουν σαν «προοδευτικές δυνάμεις» της κοινωνίας;

Πρώτη και καλύτερη η σταλινική «ορθοδοξία» του Περισσού, οι νοσταλγοί της εφιαλτικότερης φρικωδίας εξουσιαστικού ολοκληρωτισμού που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία. Από κοντά, το συνονθύλευμα από τις σέκτες που γεννοβόλησε ο μαρξισμός, όλα τα παλαιοημερολογίτικα γκρουπούσκουλα του ιστορικο-υλιστικού φανατισμού, ακόμα και τα λήμματα εξωμοσίας που μας κυβερνάνε σήμερα. Η «επιστήμη» της συκοφαντίας-παραπλάνησης και διαστροφής, κατ’ ευφημισμόν «προπαγάνδα», έχει καθολικά επιβάλει ως αυτονόητη την πεποίθηση ότι μόνο ο μηδενισμός και ο αμοραλισμός είναι «προοδευτική» επιλογή, ο πατριωτισμός συνώνυμος του αναχρονισμού και σκοταδισμού. Γι’ αυτό και μόνο περιθωριακά μικροκόμματα «της πλάκας» αυτοαποκαλούνται «πατριωτικά».

Η ελληνική κοινωνία, σε επιθανάτια αφασία, δεν αντιδρά. «Δεν κουνιέται φύλλο».
 _______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
(πηγή: yannaras.gr)

Παιδεία: Άλγος διαρκές


Ρίγος τρόμου θα μας διέτρεχε αν μπορούσαμε οι ενήλικες να συλλάβουμε την αγωνία των εφήβων στην Ελλάδα σήμερα, όταν πιστοποιούν ότι το μέλλον τους το διαχειρίζονται «υπουργοί» δραματικά άσχετοι με τις αρμοδιότητες και δυνατότητες των υπουργείων τους.... 

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Στη σημερινή Ελλάδα, κάθε κυβέρνηση κρίνεται προτού ορκιστεί, κρίνεται από τη σύνθεσή της. Η σύνθεση αποκαλύπτει αν η κυβέρνηση συγκροτήθηκε για να παραγάγει έργο ή για να εξασφαλιστούν εσωκομματικές ισορροπίες, να εξοφληθούν υποχρεώσεις έναντι οικονομικών υποστηρικτών, να ικανοποιηθούν ξένες πρεσβείες, να κολακευτούν εκλογικές περιφέρειες.

Στο απολυταρχικό καθεστώς της πρωθυπουργικής μοναρχίας που εγκαινίασε ο Ανδρέας Παπανδρέου (και ασμένως συντηρούν τα «κόμματα εξουσίας») η σύνθεση της κυβέρνησης είναι προνόμιο αποκλειστικό του κομματάρχη-προέδρου-μονάρχη. Προκλητικά, ενδεχομένως, μπορεί και να εμπαίζει ο πρωθυπουργός με τις επιλογές του την κοινή γνώμη, να είναι κατάφωρη η περιφρόνηση των κριτηρίων επάρκειας των εκλεκτών του.

Συνταγματική δυνατότητα να εκφράσουν οι πολίτες την αποδοκιμασία τους για τη σύνθεση μιας κυβέρνησης δεν υπάρχει. Ακόμα και η περίπτωση υπουργών με εξόφθαλμο πρόβλημα διανοητικής ανεπάρκειας ή προκλητικής απαιδευσίας ή ανάγωγου χαρακτήρα, είναι αδύνατο να καταγγελθεί. Υπήρξαν δύο περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια που το Σύνταγμα των Ελλήνων ατιμάσθηκε, προκλητικά και αναιδέστατα, χωρίς να παραπεμφθεί κανένας από τους αυτουργούς υπουργούς στη Δικαιοσύνη ή έστω στον αποκλεισμό από την πολιτική. Πρώτη περίπτωση ήταν η αυθαίρετη ακύρωση της λαϊκής ετυμηγορίας (δημοψηφίσματος) το 2015, από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Και δεύτερη περίπτωση, η αναγνώριση της ονομασίας «Μακεδονία» για το κρατίδιο των Σκοπίων, παρά την αντίσταση μεγάλης μερίδας πολιτών με συλλαλητήρια και ποικιλόμορφες διαμαρτυρίες.

Ρίγος τρόμου θα μας διέτρεχε αν μπορούσαμε οι ενήλικες να συλλάβουμε την αγωνία των εφήβων στην Ελλάδα σήμερα, όταν πιστοποιούν ότι το μέλλον τους το διαχειρίζονται «υπουργοί» δραματικά άσχετοι με τις αρμοδιότητες και δυνατότητες των υπουργείων τους. Το επαγγελματικό πρόβλημα των παιδιών (τον βιοπορισμό τους, την κοινωνική τους ένταξη, το ενδεχόμενο γάμου τους κ.ο.κ.) το εμπιστευόμαστε σε μια «πολιτική» (κεντρική μέριμνα για τα κοινά) υποταγμένη απολύτως σε μωροφιλοδοξίες κομματικής σκοπιμότητας, δηλαδή τέλειας αδιαφορίας για τα κοινά.

Το μέλλον, στη συνείδηση ενός παιδιού ή εφήβου σήμερα, μοιάζει μονόδρομος, επιλογές δεν υπάρχουν: Θα τελειώσει το σχολείο (ή θα το παρατήσει, αν οι γονείς του δεν έχουν τα χρήματα για «φροντιστήριο»), όμως ξέρει καλά ότι η ευτυχία του δεν θα κριθεί από τα γράμματα που ξέρει. Με πτυχίο ή χωρίς πτυχίο, το μέλλον του θα κριθεί από τις «ευκαιρίες»: δηλαδή από τις γνωριμίες, τα «τυχερά», τις λοβιτούρες.

Το επαγγελματικό πρόβλημα των παιδιών στην Ελλάδα σήμερα δεν συναρτάται με τις σπουδές ή τις μη σπουδές τους, ούτε με τα φυσικά προσόντα ευφυΐας τους, ούτε με το ήθος και την ποιότητα του χαρακτήρα τους. Στην Ελλάδα σήμερα κρίση αξιολογική μοιάζει να μη λειτουργεί πουθενά και για τίποτα, κανένας δεν αξιολογείται για τη δουλειά του και την ποιότητα της δουλειάς του – ούτε καν για την τήρηση των Νόμων ή την καταστρατήγηση των Νόμων. Η κριτική βαθμολόγηση του μαθητή στο Δημοτικό Σχολείο έχει καταργηθεί και στο Γυμνάσιο-Λύκειο λειτουργεί σαν γραφικότητα, που καθένας από τους διδάσκοντες τη διαχειρίζεται με τις δικές του πεποιθήσεις ή με τα γούστα του.

Χωρίς άμιλλα, χωρίς στόχους αριστείας, μια συλλογικότητα γίνεται πολτός ισοπεδωμένων συνειδήσεων και αρένα ανταγωνισμού για τυφλή επικράτηση ισχύος. Ο πολτός αναμηρυκάζει κρετινικές συνθηματολογίες για «ισότητα δικαιωμάτων» και θωράκιση ουδετεροποιημένων ατόμων –απαιτούμε δικαιοκρισία, αλλά στην πράξη το αιτούμενο είναι η ακρισία, εκ των πραγμάτων, όχι από πρόθεση. Σημαδεύει την περίπτωση της ακαδημαϊκής ειδικά παρακμής μας ένα γεγονός: Πριν ένα χρόνο, στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών προκηρύχθηκε η πλήρωση μίας έδρας Φιλοσοφίας. Υποβλήθηκαν τριάντα εννέα (ναι, 39) υποψηφιότητες. Και δεν εξελέγη κανείς! Οι εκλέκτορες δεν βρήκαν ούτε έναν από τους τριάντα εννέα που να τον εκτιμήσουν και αξιολογήσουν ισάξιον για συνάδελφό τους.

Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές και ειλικρινείς, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η λειτουργία των εκπαιδευτικών θεσμών στην Ελλάδα έχει φτάσει στο κατώτατο δυνατό σημείο παρακμιακής αναποτελεσματικότητας, κυριολεκτικά στο ναδίρ. Η έκπτωση είναι τόσο κραυγαλέα, που αποκλείεται να μην την αντιλαμβάνονται τα «κόμματα εξουσίας», οι κυβερνήσεις των τελευταίων σαράντα επτά ετών (οι μεταχουντικές). Είτε εσκεμμένη, είτε όχι αυτή η παρακμή, το σίγουρο είναι ότι μοιάζει πειθήνια συντονισμένη με τον φημολογούμενο κεντρικό προγραμματισμό ρόλων των κρατών-μελών της Ε.Ε. Οι Έλληνες χρειάζονται για γκαρσόνια, καμαριέρηδες, μικροπωλητές, μικροξενοδόχοι, κατώτερο προσωπικό των τουριστικών επιχειρήσεων.

Ποιες μορφές μπορεί να πάρει η συλλογική αντίσταση σε τόση κρατική παρακμή, τόση εσκεμμένη απανθρωπία;
______________________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Αντανακλαστικά αυτοάμυνας

Η «απροσκύνητη» δημοσιογραφία δεν είναι απλώς «λειτούργημα», είναι το κουράγιο μιας κοινωνίας να βλέπει τα λάθη της καταπρόσωπο και τις ανάγκες της να γίνονται στοχεύσεις...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Η «απροσκύνητη» δημοσιογραφία δεν είναι απλώς «λειτούργημα», είναι το κουράγιο μιας κοινωνίας να βλέπει τα λάθη της καταπρόσωπο και τις ανάγκες της να γίνονται στοχεύσεις. Κάθε «επικοινωνιακός» εξωραϊσμός της αποτυχίας ή της ανικανότητας, οι τεχνητοί πανηγυρισμοί δήθεν κατορθωμάτων, οι μικρονοϊκές προ-αναγγελίες θριάμβων, η διατεταγμένη αποσιώπηση αδιεξόδων, ο λιβανωτός σε σπιθαμιαίους «αρχηγούς», είναι κοινωνικά εγκλήματα, ασύγγνωστα.

Εστω ένα και μόνο ακομμάτιστο κανάλι, μια χούφτα δημοσιογράφων με νηφάλιο ρεαλισμό και κριτική αμεροληψία, θα μπορούσε να νεκραναστήσει τον τόπο, να γεννήσει αισιοδοξία. Μια εφήμερη, αλλά μαχητική διοίκηση της ΕΣΗΕΑ, θα λειτουργούσε σαν καταλύτης πολιτικής νεκρανάστασης, αν ξεχώριζε, θαρραλέα και φωναχτά, την ήρα από το σιτάρι. Αν πάλευε να σώσει ζωντανή την επίγνωση: ποιος λειτουργός της πληροφόρησης πουλιέται και ποιος αντιστέκεται. Τι θα πει «είδηση» και τι «παραπληροφόρηση» όταν εξαγοράζονται οι μεταδότες.

Μήπως ο χαρακτηρισμός «κοινωνικό έγκλημα» είναι υπερβολή για εντυπωσιασμό; Οχι, διότι η προσκυνημένη δημοσιογραφία παραλύει και τελικά ακυρώνει κάθε κοινωνική δυναμική. Πρώτιστο έγκλημα δεν είναι ότι διακινεί το ψεύδος, αλλά ότι αποκόβει τον πολίτη από την πραγματικότητα και τον εγκλωβίζει στις ψευδαισθήσεις των «εντυπώσεων». Η δημοσιο-γραφία δεν κατα-γράφει τα του δήμου, υιοθετεί τον εργολαβικό ρόλο των opinion makers. Οικοδομεί την «κοινή γνώμη», κατασκευάζει μια πλασματική πραγματικότητα με «υλικό» τις εντυπώσεις, κερδίζει με τεχνάσματα πελάτες - καταναλωτές για το «εμπόρευμα» που πλασάρει (κόμμα, ιδεολογία, «αγορές», τζόγος της εξουσίας).

Και οι «πολίτες» (μόνο ψηφοφόροι πια, αμέτοχοι στα κοινά, θεσμικά αποκλεισμένοι από τη διαχείριση της ζωής μας) εθιστήκαμε, με τα χρόνια, στον εξευτελιστικό αυτόν ευνουχισμό. Δεν είμαστε πλέον πολίτες, είμαστε μόνο καταναλωτές εντυπώσεων, δέσμιοι της βαθειάς ανασφάλειας που γεννάει την τυφλή εξάρτηση από την αγέλη. Μόνον έτσι εξηγείται το φαινόμενο να έχουν ακόμα «οπαδούς», και μάλιστα φανατικούς, αγέλες που ρήμαξαν τον τόπο: το ΚΚΕ, το ΠΑΣΟΚ, η Ν.Δ., ακόμα και ο φαιδρός ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η έσχατη συλλογική εξηλιθίωση (ανάλογη της ποδοσφαιρολαγνείας και του τζόγου) είναι οργανικός καρπός και δημιούργημα μιας στρατιάς συμβιβασμένων της ραδιοτηλεοπτικής (κυρίως) δημοσιογραφίας. Χωρίς να αποκλείουμε και τους ανατριχιαστικά ατάλαντους ή ανεγκέφαλους που αναλαμβάνουν πάντοτε τη λάντζα κάθε ολοκληρωτισμού.

Χρειάστηκαν σαράντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια αναρίθμητων «εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων», θεσμικής κατάλυσης των στοιχειωδών προϋποθέσεων παιδείας και καλλιέργειας του ελληνώνυμου Ελλαδίτη. Χρειάστηκε να υποβαθμιστούν τα πανεπιστήμια στο έσχατο όριο εξευτελισμού (να ιδρύονται σαν προεκλογική παροχή «ενοικιαζόμενων δωματίων» για εξαγορά ψήφων ή σαν «επαγγελματική στέγη» για κομματικούς συνδικαλιστές και αφισοκολλητές). Χρειάστηκαν αυτά τα επονείδιστα και πλήθος ανάλογα τερατώδη και δυσώδη αποκυήματα της κομματοκρατίας, για να φτάσουμε σε ένα τόσο υψηλό ποσοστό εξαγορασμένης (ποικιλόθεν) δημοσιογραφίας όσο το σημερινό στη χώρα μας.

Οι δημοσιογράφοι είναι οι λειτουργοί της μοναδικής «διά βίου» εκπαίδευσης όλων των Ελλήνων. Και αρκεί να ανοίξει κανείς την τηλεόραση για να εκτιμήσει σε ποια χέρια έχει αφεθεί αυτή η «εκπαίδευση». Ολη τη μέρα, το 95% των καναλιών λειτουργούν σαν ψιλικατζίδικα του παρεμπορίου: πουλάνε παντόφλες, αλοιφές, εσώρουχα, συμπληρώματα διατροφής, είδη κουζίνας – ό,τι φανταστεί ο νους του ανθρώπου. Και το βράδυ, από τα ίδια κανάλια, παρελαύνουν εξωφρενικά τυχάρπαστες ασημαντότητες, να καταθέσουν γνώμη, άποψη, προτάσεις θλιβερής ασυναρτησίας για οποιοδήποτε πρόβλημα του κοινού βίου.

Ποια είναι τα αντανακλαστικά αυτοάμυνας της ΕΣΗΕΑ;

Υστερόγραφο: Οσοι έχουμε εμπειρία της δουλειάς του δασκάλου, μάθαμε να πειθαρχούμε σε μια θεμελιώδη αρχή: Να μην απαντάμε ποτέ σε απορίες ή αιτιάσεις αδιάβαστου μαθητή. Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος είναι ειλικρινά αγαπητός μου, ευπρεπής δημοσιογράφος, επιδέξια πένα.

Αλλά το κείμενό του στην «Κ», στις 3.9.2018, κραύγαζε (όχι επέτρεπε να συμπεράνουμε) ότι δικό μου βιβλίο δεν έχει διαβάσει, και αν σπανίως διαβάζει κάποια από τις επιφυλλίδες μου, φοράει τα γυαλιά (παραδόξως) φανερής προκατάληψης. «Παραμερισμός της κλασικής Ελλάδας» στα δικά μου γραφτά, «άγνοια του Παρθενώνα», η ιδιοπροσωπία του Νέου Ελληνισμού διεστραμμένη σε ιδεολόγημα(!) – πολύ φτηνές ετικέτες για μια γραφίδα σαν του Θεοδωρόπουλου. Δεν επιτρέπουν απάντηση. Επιβάλλουν να γίνει σεβαστός ο διαβασμένος αναγνώστης.
 ______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
(πηγή: yannaras.gr)

Αυτοκτονική αρχηγοθηρία


 επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Σε δύο μήνες λήγει η επετειακή χρονιά – διακόσια χρόνια από την επανάσταση του 1821. Θριαμβολογήσαμε για τον τότε ξεσηκωμό, μέτρια ευτυχώς αλλά και σαφώς δίχως επίγνωση ότι απλώς «μεταλλάξαμεν τυράννους» (Παπαδιαμάντης). Κανένας θρήνος για τη χαμένη – ξεχασμένη αυτοκρατορία του κοσμοπολίτικου Ελληνισμού, τον καημό της Ρωμιοσύνης. Στα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς είχαμε επιβιώσει με ενεργό τη συνείδηση του νικημένου άρχοντα κοσμοπολίτη, ενώ στα διακόσια τής δήθεν «ανεξαρτησίας» αφεθήκαμε στον εξευτελισμό του μίμου και μεταπράτη – «νάνου ανορθουμένου επ’ άκρων ονύχων και τανυομένου να φθάσει εις ύψος και φανή γίγας».

Υπέκυψαν και οι Τούρκοι στον πειρασμό του εκσυγχρονισμού – εκδυτικισμού. Όμως μοιάζει να μην έχασαν ποτέ τον αυτοσεβασμό, τη συλλογική τους περηφάνια. Χάρη στον Μουσταφά Κεμάλ κάποτε, και σήμερα χάρη στον Ταγίπ Ερντογάν, σώζουν τον «αέρα» (αυτοπεποίθηση και αγερωχία) αυτοκρατορίας σε νεωτερική μετάλλαξη. Δεν εξουσίασε την Τουρκία ούτε η ευήθεια της βενιζελικής αγγλοφιλίας ούτε η καραμανλική ξιπασιά («να γίνουμε Ευρωπαίοι για να γίνουμε επιτέλους άνθρωποι»)!

Παραμένουμε δυσερμήνευτη περίπτωση οι Νεοέλληνες. Κάτω από τον ζυγό των Τούρκων σώζαμε τη μεγαλοσύνη και την τόλμη της αρχοντικής, αυτοκρατορικής μας καταγωγής, ενώ «απελεύθεροι» (με αλλοτριωμένο ριζικά τον πανάρχαιο «τρόπο» του Ελληνισμού) διολισθαίνουμε «ανεπαισθήτως» στον ακατάσχετο μιμητισμό και στην αλλοτρίωση – χαμένη πια η γεύση – εμπειρία της ελληνικής διαφοράς.

Και για να μην εγκλωβιζόμαστε σε αφηρημένες γενικότητες, ας επιστρατεύσουμε την τόλμη για τα χειροπιαστά δεδομένα: Με ποια κριτήρια, ποια λογική, ποιον αυτοσεβασμό επανεμφανίζονται στο ελλαδικό πολιτικό παλκοσένικο φιγούρες καταισχύνης από το παρελθόν και ζητάνε να ξαναπαίξουν, με την ψήφο μας, το ηδονοθηρικό τους παιχνίδι; Χάρη στη μεθοδευμένη ακρισία των μαζών, ακόμα και πολιτευτής με καταφανώς χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, αλλά με οικογενειακό όνομα πολυακουσμένο, μπορεί να βρεθεί, απρόσμενα, ίσως και στην πρωθυπουργία.

Φυσικά, τέτοιες θλιβερές περιπτώσεις μετριοτήτων με φημισμένο όνομα είναι ό,τι ακριβώς εξυπηρετεί τους ανταγωνιστές μας στη διεθνή σκακιέρα. Οι σημερινοί Ελλαδικοί εύκολα θα λησμονήσουμε το πώς ο υπερόπτης Γάλλος πρόεδρος, το 2011, εξευτέλισε κυριολεκτικά τον τότε θλιβερό Ελλαδίτη πρωθυπουργό απλώς με ένα μονοσύλλαβο ατιμωτικό χαρακτηρισμό – ισόβιο στίγμα. Το ότι δέκα χρόνια μετά, ο ίδιος Ελλαδίτης πολιτευτής διεκδικεί και πάλι αρχηγία κόμματος και πρωθυπουργία, αυτό πια δεν συνιστά παρά μόνο πρόβλημα συλλογικής (εθνικής) αξιοπρέπειας.

Πάντως, σε έναν διεθνή διασυρμό δεν αντιτάσσεις σιωπή, μάχεσαι – και οπωσδήποτε η μάχη για την αξιοπρέπεια δεν κερδίζεται με πανικόβλητα διαγγέλματα μέσα από γραφικές βαρκούλες στο Καστελλόριζο. Το μόνιμο και σταθερό πολιτικό μας πρόβλημα στην Ελλάδα σήμερα είναι η ελάχιστη ή καθόλου χρήση της κριτικής σκέψης, η ταύτιση της πολιτικής βούλησης με αξιολογήσεις αρέσκειας ή απαρέσκειας, ψυχολογικών εντυπώσεων, ορμέμφυτων (άλογων) παρορμήσεων.

Μια τίμια διάγνωση θα αναγνώριζε ως θεμελιώδες γνώρισμα της ελλαδικής κοινωνίας σήμερα την αχρήστευση και ανυπαρξία της κριτικής σκέψης και, κατά συνέπεια, της ελεύθερης βούλησης. Η πολιτική (θεσμοί και προσωπικό) έχει ακέραια την ευθύνη αυτής της κυριολεκτικής γενοκτονίας: Ένας ιστορικός λαός αυτοκτονεί, όχι όταν αυτοχειριάζονται τα άτομα που τον συνιστούν, αλλά όταν αλλοιώνεται – αχρηστεύεται – χάνει τον εκφραστικό της πλούτο η γλώσσα του, αλλοτριώνεται ή αμβλύνεται η ιστορική του συνείδηση, αμβλύνεται, τυποποιείται ή εκλείπει η έκφραση Τέχνης των μεταφυσικών του ψηλαφήσεων.

Στα πρώτα εκατό χρόνια από την ίδρυση του συμβατικού ελλαδικού κρατιδίου ο κίνδυνος ιστορικής εξαφάνισης του είδους των Ελλήνων (της εμπειρικής αυτοσυνειδησίας και παράδοσης, της γλώσσας και της Τέχνης) μάλλον δεν ήταν ορατός, το κοινωνικό «κλίμα» άφηνε περιθώρια για την έκπληξη της Γενιάς του ’30. Στην αρχή σήμερα της τρίτης εκατονταετίας και παρά τη μεσολαβούσα έκπληξη της Γενιάς του ’60, τα δεδομένα έχουν αλλάξει δραματικά. Το στανικά επιβεβλημένο μονοτονικό απέδειξε ότι είναι ευκολότατο να κόψεις στα δυο την Ιστορία, να αποκόψεις έναν λαό, ριζικά και θριαμβικά, από τη μήτρα που τον συντηρούσε με ενιαία ταυτότητα τρεις, τουλάχιστον, χιλιετίες.

Το μονοτονικό ήταν ο κρίσιμος καταλύτης. Άμεσες επιπτώσεις του ήταν η υποκατάσταση των εννοιών από την εικόνα, της γνώσης από την πληροφορία, της πιστοποίησης από την εντύπωση, της συγγένειας από τη σύμβαση, της ζωής από την προτίμηση – επιθυμία. Περίπου.

Μπροστά σε τέτοιου βεληνεκούς ιστορικά εγκλήματα, ακόμα και η κρίση – κατάκριση αχρηστεύεται.

___________________________________________________________________

Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Ελληνισμός χωρίς ταυτότητα

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Κυκλοφόρησε, στις αρχές του καλοκαιριού (Ιούνιος 2021), από τις Εκδόσεις Πατάκη, βιβλίο με τίτλο: Ίων Δραγούμης – Τα «κρυμμένα» ημερολόγια Οκτώβριος 1912 – Αύγουστος 1913, Εισαγωγή – Επιμέλεια – Σχόλια Νώντας Τσίγκας, Πρόλογος Μάρκου Φ. Δραγούμη, σελίδες 446. Μαζί με το βιβλίο «Αναίρεσις», του Νικόλαου Σπηλιάδη, Γραμματέα Επικρατείας (πρωθυπουργού) του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια –απάντηση στην κατασυκοφάντηση του Αγώνα Ανεξαρτησίας των Ελλήνων από τον Βαυαρό Friedrich Thiersch (γραμμένη η απάντηση πρωτοτύπως στα γαλλικά και μεταφρασμένη αργότερα στα ελληνικά από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη), Εκδόσεις «Ποταμός»– είναι τα δύο βιβλία που σώζουν, μέχρι στιγμής, γόνιμο σεβασμό για την επέτειο διακοσίων χρόνων από το 1821. Επιτέλους, κάτι άλλο, διαφορετικό από τις χρυσοπληρωμένες τηλεοπτικές γλυκεράδες της διατεταγμένης Ιστοριογραφίας. Κάποιοι ιδιώτες πάντοτε σώζουν το γελοιοποιημένο από την προχειρότητα και την Ευρωλαγνεία ελλαδικό κρατίδιο.

Κάποτε πιστεύαμε ότι, με το πέρασμα των χρόνων, το επίπεδο της κατά κεφαλήν καλλιέργειας στην κοινωνία μας θα βελτιώνεται, θα εξαλείφεται βαθμιαία η τυφλή εμπάθεια της κομματικής – ιδεολογικής μονοτροπίας – θα μπορούσε, κάποτε, να λειτουργήσει και στον δύσμοιρο τόπο μας η τίμια κριτική ιστοριογραφία. Προμήνυμα ελπίδας ήταν ελάχιστα βιβλία, όπως Η Ιστορία του Εθνικού Διχασμού, κατά την αρθρογραφία Ελευθερίου Βενιζέλου και Ιωάννου Μεταξά (Εκδόσεις Κυρομάνος) – όσα προλαβαίνουν να διασωθούν από την εκβιαστικά επιβεβλημένη βενιζελολατρεία. Ο πληθυσμός της σημερινής Ελλάδας, με μειωμένη δραματικά την ικανότητα ανάγνωσης και γραφής (κατανοεί μόνο εικόνες και ξέρει μόνο πληκτρολόγηση), αγνοεί ολοκληρωτικά την Ιστορία του, αλλά γεμίζει με ανδριάντες του Βενιζέλου και με μνημεία της «εθνικής αντίστασης» δρόμους και πλατείες.

Από τα «Κρυμμένα» (ώς τώρα) ημερολόγια του Ίωνος Δραγούμη γίνεται αμέσως φανερό το δραματικό πρόβλημα ταυτότητας του Νεώτερου Ελληνισμού, όπως βιώθηκε, από τις πρώτες κιόλας μέρες της επανάστασης του 1821: Η έννοια – ιδέα του «έθνους – κράτους» (η θεμελίωση της συλλογικότητας στη φυλετική ομοιογένεια), πρωταρχικής σημασίας δεδομένο στη μετα-μεσαιωνική Ευρώπη, ήταν κάτι άγνωστο και αδιανόητο για την εμπειρία των Ελλήνων. Γι’ αυτό και ο «μοντέρνος» εθνικισμός Βουλγάρων, Αλβανών και Βενιζέλου απωθούσε τον Ίωνα Δραγούμη, όπως και τον εγγύτατο φίλο του Αθανάσιο Σουλιώτη.

Την πολιτική οπτική του Δραγούμη οι αντίπαλοί του την ονόμαζαν «ανατολισμό»: Οι «Δραγουμικοί» δεν απέβλεπαν στην κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά στη διάσωση του πολυεθνικού – πολυφυλετικού χαρακτήρα της. Πίστευαν στην εκ των ένδον άλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον Ελληνισμό, ανάλογη με την άλωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον οργανικό εξελληνισμό της, χωρίς να αναιρεθεί ο πολυεθνικός – πολυφυλετικός χαρακτήρας της.

«Ο Βενιζέλος δεν θυμάται», γράφει ο Ιων. «Καμιά θύμηση δεν έχει. Ιστορία ελληνική δεν αισθάνεται μέσα του. Νοιώθει μονάχα ένα κράτος Ελλαδικό, που είναι το κέντρο κάθε του λογισμού» (έθνος – κράτος, όπως η Ευρώπη το όριζε). «Και που πρέπει να μεγαλώσει λίγο, τόσο, όσο να γίνει σαν το Βέλγιο!… Δεν ξέρει ο Βενιζέλος τι θα πει Μακεδονία και Ηπειρος και Θράκη, δεν ξέρει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δεν ξέρει τους αγώνες που κάναμε σ’ αυτά τα μέρη πολεμώντας τους Σλαύους».

Ο Δραγούμης είχε συνειδητοποιήσει τη θεμελιώδη αλήθεια της διαφοράς του «κράτους» από το «έθνος», την ταύτιση του «έθνους» με τον «πολιτισμό» – αυτή η συνειδητοποίηση τον διαφοροποιεί ριζικά από κάθε άλλη προσωπικότητα του ελλαδικού πολιτικού βίου των τελευταίων δύο αιώνων, αυτή τη διαφοροποίηση εκδικούνται και οι «ταγματασφαλίτες» του Βενιζελικού παρακράτους, όταν τον εκτελούν, στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, στις 31 Ιουλίου του 1920.

Αντιλαμβάνεται ο Ιων την ταύτιση «έθνους» και «πολιτισμού», δεν υποψιάζεται όμως την ταύτιση πολιτισμού και μεταφυσικής, πολιτισμού και «θρησκείας» – αγνοεί, λ.χ., την ύπαρξη και την οπτική Παπαδιαμάντη (τέτοιες συνειδητοποιήσεις ακολουθούν τη βραδύτητα, πάντοτε ανεξέλεγκτη, της ωρίμασης). Είναι αδύνατο να γνωρίσουμε την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία αγνοώντας τη θρυμματισμένη οντολογία του Ηράκλειτου και τα Μετά τα φυσικά του Αριστοτέλη. Προσθέτοντας ότι, η ελληνική μεταφυσική πάντοτε, σαρκωνόταν και σε πράξη γιορταστική – λατρευτική, χορό, τραγούδι, δραματουργία, τέχνες εικαστικές – δεν ήταν ποτέ ιδεολόγημα, ποτέ ηθικοπλαστική διδαχή. Όταν λέμε: «πολιτισμός» (τρόπος του βίου, τρόπος της συλλογικότητας) σημαίνουμε τη μεταφυσική, μιλάμε για το νόημα (αιτία και σκοπό) της ύπαρξης και της συνύπαρξης των ανθρώπων. Όταν «νόημα» είναι η ψηλαφητή ελευθερία από τον θάνατο, τότε η συνύπαρξη είναι γιορτή, έμπρακτη βεβαιότητα για τη νίκη καταπάνω στον θάνατο. Οταν «νόημα» είναι η ατομική βεβαιότητα μηδενισμού των πάντων με τον θάνατο, τότε ύπαρξη και συνύπαρξη είναι η αλογία ενός μακάβριου «τυχηρού παιγνίου», διαμάχη άθλιων καναλιών και πανάθλιων κομμάτων, απανθρωπία κρετινικής αντιμαχίας μελλοθάνατων καραγκιόζηδων.

______________________________________________

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Στυγνή, αλλά «προοδευτική» απολυταρχία


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Την Κυριακή 20 Ιουνίου, στις 9 το βράδυ, η ΕΡΤ2, στα πλαίσια εορτασμού των διακοσίων χρόνων από την εξέγερση των Ελλήνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, παρουσίασε μιαν εκπομπή με τίτλο: «Γιατί το 21; Δώδεκα ερωτήματα». Μετά την παρακολούθησή της, ο έστω και στοιχειωδώς μελετημένος τηλεθεατής θα την τιτλοφορούσε ακριβέστερα:

«1821 – ο θρίαμβος των ξένων πρεσβειών», ή «Σύγχρονη Ελλάδα – ένα τυπικό προϊόν της αποικιοκρατίας» ή «Πώς εξαγοράζεται στον Τρίτο Κόσμο ανεπαισθήτως η ιστοριογραφία».

Βέβαια, μια επιφυλλίδα δεν είναι ο χώρος όπου μπορεί να συμπυκνωθεί η αναίρεση μιας τόσο καλοστημένης, χρυσοπληρωμένης κιβδηλίας. Το μόνο που μπορεί να πετύχει η επιφυλλίδα (με ελάχιστες τις πιθανότητες ευστοχίας), είναι να ενθαρρύνει το ερευνητικό ενδιαφέρον των ολίγιστων που γρηγορούν και ακόμα οδυνώνται για το εμπόριο της εξαπάτησης.

Αλλά και η «ενθάρρυνση» της τιμιότητας στη σπουδή της Ιστορίας είναι μάλλον ουτοπικό σύνδρομο αφέλειας – η πολιτική «γραμμή», στην οποία πειθαρχούσε αυστηρά η εκπομπή της ΕΡΤ, δεν άφηνε περιθώρια να ξεμυτίσει ερευνητικό ενδιαφέρον, να τεθούν ερωτήματα. Παρέθετε, με κομπασμό αυθεντίας το κρατικό (δημόσιο υποτίθεται) κανάλι, την ισοπεδωτική προπαγάνδα των «προοδευτικών δυνάμεων», της χώρας, την κυρίαρχη πια ιδεολογία που εμπεδώνεται με τα σχολικά βιβλία και την πλημμυρίδα εξαγορασμένων ραδιοτηλεοπτικών μέσων.

Προϋπέθετε η εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης, σαν στόχο της εξέγερσης των Ελλήνων το 1821, την κοινή και ομόθυμη βούλησή τους να γίνει ο Ελληνισμός (όσος οι Ευρωπαίοι θα επέτρεπαν να αποσπασθεί από τους Τούρκους) ένα «μοδέρνο» έθνος-κράτος νεωτερικού ευρωπαϊκού τύπου. Ούτε οράματα «να πάρουμε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά» ούτε απηχήματα, έστω αμυδρά, της άλλοτε πολυεθνικής και πολυφυλετικής αυτοκρατορίας που έσωζε τη συνείδηση των στόχων πόλεως – εκκλησίας του δήμου ή των πιστών. Δηλαδή έναν άλλο πολιτισμό, κοινωνιοκεντρικό στους αντίποδες του βαρβαρικού ατομοκεντρισμού.

Η εκπομπή αποσιωπούσε, προκλητικά, «χωρίς αιδώ ή λύπην», το πώς κατανοούσαν τον ελεύθερο Ελληνισμό ο Κολοκοτρώνης και ο Μακρυγιάννης, ο Σολωμός και ο Παπαδιαμάντης, ο Καβάφης και ο Σεφέρης, ο Παπαλουκάς, ο Κων. Καραβίδας, ο Πικιώνης, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης, ο Μάνος Χατζιδάκις. Ας επαναληφθεί εδώ, έστω για μυριοστή φορά, ότι ο Ελληνισμός είναι εξ ορισμού κοσμοπολίτης, αφορά στην πανανθρώπινη κλίμακα, δεν μπορεί να έχει ούτε την ελάχιστη σχέση με τον θρησκευτικό εθνοφυλετισμό των Εβραίων ούτε με την αξίωση βιολογικής υπεροχής των γερμανικών φύλων – Φράγκων και Αγγλοσαξόνων.

Ακόμα και ως διαφορά πολιτισμού (τρόπου ύπαρξης και συνύπαρξης) η ελληνικότητα δεν προσφέρει ερείσματα για να χαρακτηριστεί επιθετική ή υπεροπτική – χαρακτηριστικό της ελληνικότητας ήταν πάντοτε η ετοιμότητα να προσλάβει και αφομοιώσει καινούργια στοιχεία θετικού εμπλουτισμού της από οπουδήποτε. Να αφομοιώσει το καινούργιο, όχι να υποταχθεί στο φανταχτερό.

Αποφασιστική ήταν η συνάντηση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό, η εκπληκτική αμοιβαία ετοιμότητα γι’ αυτή τη συνάντηση. Οι Έλληνες προσέλαβαν τον Χριστιανισμό συνεχίζοντας οργανικά τον τρόπο της αλήθειας, που ήταν όχι η ατομική κατανόηση, αλλά η μετοχή στο «κοινόν άθλημα αληθείας»: στην εκκλησία του δήμου ή των πιστών. Το κίνητρο της Επανάστασης του 1821: «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία», η εκπομπή της ΕΡΤ ούτε καν το ανέφερε, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν το καταλάβαινε η «παρέα» που την οργάνωσε. Αγνοούσαν, ολοφάνερα και ομολογημένα, οι περιώνυμοι συντελεστές της εκπομπής, πως όταν οι Έλληνες έλεγαν «πίστη», εννοούσαν «εμπιστοσύνη» δοκιμασμένη μέσα στους αιώνες, όχι «πεποιθήσεις» ατομικών προτιμήσεων. Όταν έλεγαν «πατρίδα», αναφέρονταν σε γη πανάρχαιων προγόνων, με βωμούς και ιερά, όχι συμπτωματικό «τόπο γεννήσεως». Και όταν έλεγαν «ελευθερία», εννοούσαν σέβας και κατασφάλιση της ανυπέρβλητης γλώσσας τους, της «πόλεως» ή «αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας» – την ελευθερία ως άθλημα αυθυπέρβασης, όχι σαν «δικαίωμα» να λανσάρει ο καθείς το καπρίτσιο του.

Η ζημιά που έχει γίνει στην ελληνώνυμη συλλογικότητα της ντροπής σήμερα, είναι σαφέστατα ανεπανόρθωτη – κατάληξη που μόνο θλίψη και αηδία γεννάει. Και επειδή η αδιάντροπη θρασύτητα, πάντοτε, υπερ-αναπληρώνει (Overcompensation ο ψυχολογικός όρος) την κραυγαλέα συλλογική χρεοκοπία, συνεχίζει να ισχύει σαν ευχή – προσδοκία η ρήση Κωνσταντίνου Καραμανλή: «Να γίνουμε Ευρωπαίοι, για να γίνουμε επιτέλους άνθρωποι»! Με αυτή τη λογική της ανιστόρητης και τυφλής ξιπασιάς, αναθέτουμε την ευθύνη πανηγυρισμού δύο αιώνων προδοτικού εξευτελισμού μας από τους «συμμάχους» μας, στη συγγραφέα βιβλίου που τιτλοφορείται «Γιάννα».

Η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη υποχρέωσε τον κάθε Έλληνα να παραδεχθεί ότι και η λεγόμενη «φιλελεύθερη» πολιτική παράταξη στην Ελλάδα δεν πιστεύει σε τίποτα, στοχεύει αποκλειστικά στις εντυπώσεις. Ωμός «νεορεαλισμός», απερίσκεπτος μηδενισμός, ακριβώς όπως και στην «Αριστερά» του εξηλιθιωτικού ατομοκεντρισμού και της ξιπασμένης «προόδου».

Όποιος αμφιβάλλει, ας ξαναδεί την εκπομπή: «Γιατί 21»;



* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.