Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Χρήστος Γιανναράς. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Χρήστος Γιανναράς. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η φενάκη των εντυπώσεων


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Όταν ο λόγος κυριολεκτεί, η έκφραση «κάνω πολιτική – ασκώ πολιτική» σημαίνει: πιστοποιώ κοινά (της συλλογικότητας) προβλήματα και οργανώνω συνεργασίες (ή εντάσσομαι σε υπάρχουσες) για την αντιμετώπισή τους. Αξιολογώ την ικανότητα θεσμικών φορέων να ανταποκριθούν ή όχι στις πιστοποιημένες ανάγκες, εντοπίζω πρόσωπα και πρακτικές, ελέγχω την αξιοσύνη τους, την αποτελεσματικότητά τους.

Σήμερα η έκφραση «ασκώ πολιτική» – «κάνω πολιτική» παραπέμπει σε μάλλον διαφορετικά σημαινόμενα. Η λέξη «πολιτική» είναι πια συνώνυμη της λέξης «εξουσία», που σημαίνει επιβολή μιας άποψης – γνώμης – πρότασης, ανεξάρτητα από τα ποσοστά κοινωνικής αποδοχής της. Ακόμα και ένα κόμμα με μονοψήφιο ποσοστό εκλογικής έγκρισης των προτάσεων και προγραμμάτων του, μπορεί να εκβιάζει βασανιστικά το κοινωνικό σώμα με διαδηλώσεις, συλλαλητήρια, βανδαλισμούς – έχει την εξουσία να βασανίζει το σύνολο της κοινωνίας-πατρίδας, που του αρνήθηκε τη μονοκρατορία. Το λέμε και αυτό «πολιτική».

Η ταύτιση της πολιτικής με την εξουσία, όπως κατανοείται σήμερα, προϋποθέτει και άλλη αδιέξοδη σύγχυση: την εκδοχή της ελευθερίας ως δικαιώματος. Δεν έχω τη λαϊκή εντολή να ασκώ την πολιτική, αλλά έχω το «δικαίωμα» να διαφημίζω και να προπαγανδίζω την αποδοκιμασμένη από τον λαό πολιτική μου πρόταση. Ομως, για να λειτουργήσει ως πολιτική πρόταση η δημοκρατία, προϋποτίθεται μια αυτονόητη για όλους προϋπόθεση (conditio sine qua non): Ότι θα σέβεται και η μειοψηφία τις γνώμες-επιλογές της πλειοψηφίας.

Ο σεβασμός από τη μειοψηφία των αποφάσεων της πλειοψηφίας συνιστά το γεγονός (κατόρθωμα) της ελευθερίας. Η ελευθερία είναι γεγονός και κατόρθωμα αποδέσμευσης του ατόμου από τις απαιτήσεις των ενστίκτων, την καταδυνάστευση της ύπαρξης από τις εγωτικές ενορμήσεις. Ελευθερώνομαι από το εγώ, για να συνυπάρξω στο εμείς, στην αδέσμευτη από αναγκαιότητες σχέση-κοινωνία-συναλληλία.

Αλήθειες αυτές στοιχειώδεις, που μοιάζουν ολοκληρωτικά ξεχασμένες σήμερα. Σήμερα ζούμε στον «πολιτισμό» του «ατομικού δικαιώματος», στην απόλυτη (έμπρακτη και θεσμική) προτεραιότητα του ατόμου. Σκοπός και «νόημα» της συνύπαρξης (συλλογικότητας) είναι η κατασφάλιση των «δικαιωμάτων του ατόμου», όχι η ελευθερία των σχέσεων κοινωνίας, όχι η «πόλις», όχι η πολιτική.

Ζούμε την απώλεια του ουσιωδέστερου ανθρώπινου επιτεύγματος, αλλά δεν το αντιλαμβανόμαστε. Πώς καταφέραμε, ανυποψίαστοι, αυτή τη θανατερή απανθρωπία; Χάρη, μάλλον, στην εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνουργίας των «εντυπώσεων». Προοδευτικά, με το πέρασμα των χρόνων και την εκθαμβωτική ανάπτυξη της τεχνολογίας, έχουν δημιουργηθεί δύο επίπεδα «πραγματικότητας», ασύμπτωτα, αλλά (και τα δυο) εμπειρικά: Η πραγματικότητα της αμεσότητας των σχέσεων (συνεχώς φθίνουσα) και η τεχνητή πραγματικότητα των εντυπώσεων.

Όλοι οι άνθρωποι ζούμε συγκεκριμένες ανάγκες βιοπορισμού, ασφάλειας, δημιουργικότητας, ενημέρωσης και αντίστοιχες οδυνηρές ελλείψεις και στερήσεις άκρως οδυνηρές. Κάποιοι (σαφώς οι περισσότεροι) υφίστανται εξαθλιωτικές στερήσεις, ισόβια καταδίκη στην ένδεια, στη χαμοζωή, όμως αντλούν αυτοκαταξίωση με το να μάχονται, φανατισμένα και πεισματικά, υπερασπίζοντας ένα «πολιτικό» κόμμα, μια ποδοσφαιρική ομάδα, μια θρησκευτική ιδεοληψία.

Είναι φανερό, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ότι η ψυχολογική ανάγκη αυτοκαταξίωσης υπερτερεί του βιολογικού ενστίκτου αυτοσυντήρησης – τα τραγικά θύματα του κομματισμού ή του «φιλαθλητικού» φανατισμού είναι άνθρωποι έτοιμοι να θυσιαστούν για το «κόμμα» τους ή την «ομαδάρα» τους. Η τυφλότητα του (βολικού για την «πολιτική») φανατισμού εξυπηρετεί πολύ πιο αποτελεσματικά την ψηφοθηρία. Ζούμε την απώλεια του ουσιωδέστερου ανθρώπινου χαρίσματος – χάσαμε την ικανότητα κριτικής αποτίμησης, ιεράρχησης και αξιολόγησης προσόντων, τα μέτρα εκτίμησης της δημιουργικής ευφυΐας, μας τέρπει η απλοϊκότητα της μετριότητας ή και της μικρόνοιας. Είναι τα χειροπιαστά αποτελέσματα της πιο μακάβριας μετάλλαξης: Υποκαθιστούμε πια, σε όλα τα επίπεδα, την πραγματικότητα με τις τεχνητές εντυπώσεις.

Οι εντυπώσεις κατασκευάζονται για να υπηρετήσουν στόχους χρηστικούς, να διευκολύνουν την ψευδαίσθηση, να πείσουν για την ατομική ωφελιμότητα. Γι’ αυτό και οι κομματικές, οι εμπορικές, οι ιδεολογικές αντιμαχίες απαιτούν μόνο την έγνοια για τα διαφημιστικά «ευρήματα» που θα εντυπωσιάσουν το ανώνυμο, απρόσωπο πλήθος. Η ραδιοτηλεοπτική γλώσσα, με πρώτο στόχο τον εντυπωσιασμό, μπορεί να σαγηνέψει μάζες με πολύ χαμηλό δείκτη ευφυΐας. Χαρακτηριστικό ότι τα κόμματα, σε κοινωνίες παρακμής, αποφεύγουν να εκλέξουν αρχηγούς προσοντούχους, επιμένουν σε μετριότητες κραυγαλέας ανεπάρκειας. Δεν τους κάνει η Λιάνα Κανέλλη, προτιμούν τον Δημήτρη Κουτσούμπα, ενθουσιάζονται με τη Φώφη Γεννηματά, επιλέγουν τους «ολίγιστους», αφήνουν τους αστραφτερούς στο περιθώριο (Πάγκαλο, Χρύσανθο Λαζαρίδη, Άγγελο Συρίγο).

Δημόσια πρόσωπα έσβησαν με τον παραγκωνισμό τους, ενδεικτική η αχρήστευσή τους. Αλλά με αποτέλεσμα, να μην τολμάει κανείς να μετρήσει δείκτες ευφυΐας στη στελέχωση κυβερνήσεων και κομμάτων. Βυθιζόμαστε στη μικρόνοια, η αξιολόγηση της ανθρώπινης ποιότητας απουσιάζει ασφυκτικά.

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Προνομιούχοι στο κάτεργο


Είναι τουλάχιστον αφορμή μειονεξίας και ντροπής, να σε λογαριάζει η Ιστορία γεννήτορα της πόλεως – πολιτισμού – δημοκρατίας, και συ, ο προνομιούχος της Ιστορίας, να δουλεύεις, δυο αιώνες τώρα, στο κάτεργο της εξάρτησης, αλλοτρίωσης, κακομοιριάς.

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Από τότε που η λέξη Ελλάδα σηματοδοτεί κράτος, όχι πολιτισμό, ο εγχώριος πολιτικός λόγος είναι μονόλογος της εξουσίας. Κομπασμοί και αυταρέσκεια του κόμματος που κέρδισε τις εκλογές, αμυντικές μυθοπλασίες εντυπωσιασμού η αντιπολίτευση. Όσο πιο μικρονοϊκές οι στελεχώσεις των κομμάτων, τόσο η σπουδαιοφάνεια πλεονάζει, καμουφλαρισμένη με κενολογία διακηρύξεων, πομφόλυγες επαγγελιών.

Διακόσια χρόνια τώρα, κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις, μιλάνε την ίδια, ανάλλαχτη, ναρκισσιστική και α-νόητη γλώσσα, που τρέφει την αντιδικία σαν αυτοσκοπό. Με τα χρόνια, η α-νοησία έχει φτάσει στο ζενίθ – πολιτικοί και πολίτες, άρχοντες και αρχόμενοι, γνωρίζουμε όλοι ότι τη χώρα μας την κυβερνάνε τα στρατηγεία των δανειστών μας, όμως αυτό το κατάντημα δεν το συζητάμε, τα αντανακλαστικά αντίδρασης στον διασυρμό έχουν νεκρωθεί.

Δεν συζητάμε. Ούτε καν διαμαρτυρόμαστε. Απεργούμε, διαδηλώνουμε, νεκρώνουμε κάθε τόσο δρόμους και πλατείες, γνωρίζοντας ότι καμιά έκρηξη της οργής ή του απελπισμού μας δεν μπορεί να αλλάξει τη μοίρα μας. Και μοίρα μας, δύο αιώνες τώρα, είναι η ατολμία, ο συμβιβασμός, ο ραγιαδισμός.

Αδιέξοδο στον συλλογικό μας βίο συνιστά η εισαγόμενη παγίδευσή μας σε καλοστημένες ψευδαισθήσεις. Νομίζουμε (ή προφασιζόμαστε) ότι διαθέτουμε κοινοβουλευτισμό, επειδή με τις εκλογές «μεταλλάσσομεν τυράννους» (Παπαδιαμάντης, ήδη το 1892!). Κοροϊδευόμαστε ότι έχουμε «δημοκρατία», όταν ο πρωθυπουργός διορίζει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής, τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων, τους Αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων – κάθε αρχή και εξουσία στη χώρα, διορισμένη.

Βαυκαλιζόμαστε ότι έχουμε κράτος υπηρετικό της κοινωνίας, όταν η συντριπτική πλειονότητα των Δημόσιων Λειτουργών είναι διορισμένοι με κομματικό ρουσφέτι, η αδικία στον καθορισμό του ύψους των συντάξεων είναι ένας παγιωμένος παραλογισμός και οι εργολήπτες δημόσιων έργων η πάμπλουτη μειονότητα μιας κατ’ εξακολούθησιν πτωχευμένης και παρανοϊκά υπερχρεωμένης χώρας. Αναρίθμητα τα θεσμοποιημένα τεχνάσματα, με τα οποία η ελλαδική κοινωνία έχει μεθοδικά μετασχηματιστεί σε κλασικό μόρφωμα τριτοκοσμικής ανισότητας δικαιωμάτων, ενώ ταυτόχρονα (για λόγους αδιάντροπης ψηφοθηρίας) κάθε σχεδόν κεφαλοχώρι έχει προικοδοτηθεί με νεόκοπες, κωμικής ευτέλειας «πανεπιστημιακές» σχολές, προγραμματικά αναξιολόγητες.

Από καιρό σε καιρό, σε στήλες εφημερίδων και σπάνια από τηλεοπτικό κανάλι, κάποιες φωνές τολμούν διαμαρτυρία: Η δημοκρατία δεν είναι συνταγή θεσμική, είναι κοινωνικό κατόρθωμα: Δεν αρκεί ένα Σύνταγμα, που συντάχθηκε με τη λογική της δημοκρατίας και με τη γλώσσα – ορολογία της δημοκρατίας, για να υπάρξει, ένσαρκο στην πράξη, το θεσμικό κατόρθωμα της δημοκρατίας.

Αυτός είναι ο λόγος που το Σύνταγμά μας των Νεοελλήνων ορίζει στο ακροτελεύτιο άρθρο του: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται, με κάθε μέσο, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».

Στο σημείο αυτό (στο άκουσμα του ακροτελεύτιου άρθρου του Συντάγματος) είναι αναπότρεπτο να γελάει ο πολίτης. Όλοι σκεπτόμαστε το ίδιο ερώτημα: ποιον κοροϊδεύει το Σύνταγμα; Όταν ο πρωθυπουργός διορίζει, απολύτως ανεξέλεγκτος, τους Προέδρους της Δημοκρατίας, της Βουλής, των Ανώτατων Δικαστηρίων, την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, ποια περιθώρια «αντίστασης», δηλαδή υπακοής στο Σύνταγμα, απομένουν στον πολίτη; Πώς είναι δυνατό να ονομάζεται «δημοκρατία» ένα πολίτευμα απόλυτης μοναρχίας, με τους πολίτες παθητικούς θεατές της αυθαιρεσίας – παντοδυναμίας του πρωθυπουργού;

Σήμερα, καθεστώτα δικτατορίας, ανεξέλεγκτης μοναρχίας, υπάρχουν όχι πια συνδεδεμένα με μικρονοϊκά απομεινάρια ολοκληρωτικών ιδεολογημάτων. Η αυθαιρεσία της εξουσίας εξασφαλίζεται συνδεδεμένη με τον ατομοκεντρισμό του μοντέλου της «δημοκρατίας»: την ταύτιση της ελευθερίας με την κατασφάλιση όχι της κοινωνίας των σχέσεων, αλλά με τη θωράκιση των «ατομικών δικαιωμάτων».

Όταν η ελευθερία – δημοκρατία μετατεθεί έξω από το πεδίο της προσωπικής ευθύνης, έξω από την αμεσότητα των σχέσεων που συγκροτούν την κοινότητα ή την πόλιν, όταν, δηλαδή, η ελευθερία – δημοκρατία γίνουν ατομικό δικαίωμα και όχι αυθυπερβατικό κατόρθωμα σχέσεων κοινωνίας, η εξουσία είναι οπωσδήποτε ανελευθερία – τυραννία.

Είναι τουλάχιστον αφορμή μειονεξίας και ντροπής, να σε λογαριάζει η Ιστορία γεννήτορα της πόλεως – πολιτισμού – δημοκρατίας, και συ, ο προνομιούχος της Ιστορίας, να δουλεύεις, δυο αιώνες τώρα, στο κάτεργο της εξάρτησης, αλλοτρίωσης, κακομοιριάς.
______________________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Ηδονικοί αυτόχειρες



επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Ο Ερντογάν ανακοίνωσε απόφασή του να επεκτείνει την άδεια ελεύθερης εισόδου «στο παραλιακό μέτωπο των Βαρωσίων» (στην Αμμόχωστο Κύπρου) παραβιάζοντας σειρά αποφάσεων – ψηφισμάτων του ΟΗΕ. Η ενέργειά του δηλώνει έμπρακτα ότι είναι συγκυρίαρχος στη μεγαλόνησο και αδιαφορεί παγερά για τις όποιες διεθνείς συνθήκες – αποφάσεις θα ήθελαν να χαλιναγωγήσουν την αυθαιρεσία των τουρκικών φιλοδοξιών.

Στο Ελλαδέξ, τηλεοράσεις και ραδιόφωνα θριαμβολογούν με ενθουσιασμό, επειδή τη σατραπική αυθαιρεσία του Ερντογάν την επέπληξαν με δηλώσεις τους αξιωματούχοι των ΗΠΑ, της Ε.Ε., του ΟΗΕ. Ξέρουμε όλοι, ακόμα και οι αφελέστεροι μικρονοϊκοί, ότι οι επιπλήξεις της Δύσης δεν πτόησαν ούτε αναχαίτισαν ποτέ, μα ποτέ, την ακόρεστη κατακτητική απληστία των Τούρκων. Επιπλέον, οι Τούρκοι ήταν και θα είναι πάντοτε το «χαϊδεμένο παιδί» της Δύσης, η Δύση θα χρωστάει πάντοτε στους Τούρκους ευγνωμοσύνη, επειδή την απάλλαξαν από τον μέγα, μισητό της αντίπαλο: το λεγόμενο στη Δύση, ψευδωνύμως, «Βυζάντιο».

Δεν δίστασε ποτέ η Δύση να δικαιώσει ή και να αμείψει τα οποιαδήποτε «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» είχαν τους Τούρκους αυτουργούς: Τη σφαγή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικρασίας και του Πόντου –αδίστακτες κτηνώδεις γενοκτονίες, που άλλαξαν τις πολιτισμικές ισορροπίες στην Ευρώπη– μαζί και η σφαγή των Αρμενίων, που η Δύση «των Φώτων» προκλητικά τις παράβλεψε και τις «αξιοποίησε». Τόσο στον Πρώτο όσο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα πολέμησε με το μέρος των νικητών, η Τουρκία τάχα και ουδέτερη – όμως ο Ελληνισμός έχασε τις πανάρχαιες κοιτίδες του: Μικρασία, Πόντο, Ιμβρο, Τένεδο, Βόρεια Ηπειρο, Ανατολική Θράκη, Βόρεια Κύπρο, Βόρεια Μακεδονία, ενώ η απόλεμη Τουρκία τα κέρδισε όλα.

Γιατί ποτέ Ελλαδίτης πρωθυπουργός ή υπουργός Εξωτερικών δεν τόλμησε να ψελλίσει αυτή την κατάφωρη πιστοποίηση; Γιατί ποτέ δεν τολμήθηκε μια ελάχιστη κίνηση αξιοπρέπειας του Ελληνισμού: σήμερα πια, που ο σοβιετικός εφιάλτης έχει οριστικά τελειώσει, να παραχωρήσει η Ελλάδα ένα λιμάνι μικρού, αιγαιοπελαγίτικου νησιού για διευκόλυνση αμυντικής οργάνωσης της Ρωσίας του Πούτιν; Επιτέλους να καταλάβει κάποτε η Δύση ότι δεν μπορεί να χαϊδολογεί μονίμως την ισλαμική Τουρκία και να στραπατσάρει σαδιστικά την Ελλάδα με συνεχείς ταπεινώσεις και κατάφωρες αδικοπραγίες. Η Τουρκία κερδίζει κύρος και αξιοπρέπεια στη διεθνή σκηνή, έστω και με την οιηματική συμπεριφορά της. Η Ελλάδα ταπεινώνεται στον μονόδρομο της αναξιοπρέπειας, του θελημένου (εθελόδουλου) αυτεξευτελισμού.

Η πολιτική των κομμάτων και των πολιτικών μας, όπως και η δημοσιογραφία των δημοσιογράφων μας, καλλιεργούν την εικόνα ή εντύπωση ότι είμαστε λαός πολύ χαμηλής πια νοητικής καλλιέργειας και, κυρίως, λαός παραιτημένος από τον αυτοσεβασμό και την αξιοπρέπεια. Για να γλιτώσουμε από τις φαιδρότητες του «ελληναρά» και του πεισματικού παντογνώστη, κλειστήκαμε «ανεπαισθήτως από τον κόσμον έξω»: στο περιθώριο της Ιστορίας, εξευτελιστικά υπόδουλοι σε δανειστές – τυράννους. Με αποφασιστικό καταλύτη για την παγίωση του ενδοτισμού μας ένα «ασήμαντο» ή «άσχετο» γεγονός: Οτι, χρόνια τώρα, στην Ελλάδα, τα φροντιστήρια υποκαθιστούν τα σχολεία και η αποδημία την εγχώρια σοβαρή σπουδή και την έρευνα. Πληρέστερος αυτεξευτελισμός δεν υπάρχει.

Μια κόλαση οικονομικής αδικίας η Ελλάδα, διωγμού της ανθρώπινης ποιότητας, τυραννικής αυθαιρεσίας του κάθε κόμματος που συμπτωματικά φτάνει στην εξουσία χάρη στα τεχνάσματα των διαφημιστών και υποσχέσεις ρητορικής κενολογίας. Σε ποια άλλη χώρα, τόσοι πολλοί πολίτες εντοπίζουν με σιγουριά ποιος υπουργός διορίστηκε από ποια ξένη πρεσβεία, στην κυβέρνηση; Ποιος ολοφάνερα καθυστερημένος διανοητικά υπουργεύει και ποιος χαρισματικά προικισμένος δέχεται να υφυπουργεύει σε άσχετο με τα ταλέντα του υπουργείο;

Δεν έχουν τελειωμό οι ενδείξεις που προδιαγράφουν το επερχόμενο ιστορικό τέλος του Ελληνισμού. Το κοινό γνώρισμα των ενδείξεων είναι ότι όλες βεβαιώνουν μικρόνοια και εθελοτυφλία. «Τυφλός τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται». Γι’ αυτό και δεν έχουν καμιά σημασία τα συμπτώματα, απόλυτη προτεραιότητα έχει η αιτία των συμπτωμάτων. Η νεκρόφιλη δημοσιοϋπαλληλία, η νέκρα της αντιγραφής δάνειων οργανωτικών μοντέλων (υπουργείων, δημόσιων οργανισμών, θεσμών εξουσίας), ο πιθηκισμός αλλογενών ιδεολογιών, ο «εκσυγχρονισμός» ως πιθηκισμός της παγκοσμιοποιημένης μηχανοποίησης της πληροφορίας, δηλαδή η υποκατάσταση της σχέσης από την κατανόηση. Ολη αυτή η φριχτή παγωνιά της επερχόμενης ιστορικής μας εξαφάνισης, μόνο στο σχολειό (Δημοτικό και Γυμνάσιο) μπορεί να αναχαιτιστεί.

Μια τέτοια προκλητική βεβαιότητα πιστοποίησης, ποια κρίσιμη μάζα βουλευτών την αντιλαμβάνεται, ποιο ποσοστό στελεχών της γιγάντιας κυβερνητικής μηχανής μπορεί να την ελέγξει; Γι’ αυτό και η τόλμη μεταρρυθμίσεων είναι κάτι άγνωστο στην έκπνοη πια Ελλάδα, τα λειτουργήματα της εξουσίας υπηρετούν μόνο εντυπώσεις, όχι στόχους κοινωνικούς, όχι οράματα

______________________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Δύο αιώνες αποδόμησης


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

 Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μιλάει στον λαό του για «γαλάζια πατρίδα». Και εννοεί το Αιγαίο. Θέλει ο Ερντογάν, κάθε πολίτης Τούρκος όταν λέει «Αιγαίο», να το εννοεί τουρκικό. Αν οι σημερινοί Τούρκοι πιστέψουν σαν «γαλάζια πατρίδα Τουρκία» το μισό Αιγαίο, τα παιδιά τους ή, το πολύ, τα εγγόνια τους θα το έχουν ολόκληρο δικό τους. Στην Ελλάδα πιστεύουμε, και το προπαγανδίζουμε μέρα-νύχτα, ότι οι «πατρίδες» είναι τελειωμένη ιστορία, όπως είναι και οι επιχώριες γλώσσες γραφικό φολκλόρ. «Πατρίδες» είναι πια οι πολυεθνικές εταιρείες, για τις οποίες άμεσα ή έμμεσα εργαζόμαστε, αυτές που μας συντηρούν με δάνεια σαν προσχηματικό «κράτος» και ορίζουν τους υπουργούς-κλειδιά σε κάθε κυβέρνησή μας δήθεν από τον λαό εκλεγμένη. Συντηρούνται στις «πατρίδες» μας και οι επιφάσεις του «σχολείου» και του «πανεπιστημίου», μόνο για να ποδηγετείται με προσχήματα ο αναγκαίος «καταμερισμός της εργασίας».

Σνομπάρουμε, λοιπόν, τις αναχρονιστικές, παλιομοδίτικες κορώνες του Ερντογάν για «γαλάζια πατρίδα» και ξεπουλάμε, με ξέφρενη μανία, την αιγαιοπελαγίτικη αρχοντική ομορφιά αιώνων στη διεθνοποιημένη «μπίζνα» της «τουριστικής αξιοποίησης». Όλο και περισσότερο, οι ιδιοκτησίες των απρόσωπων ξενοδοχειακών συγκροτημάτων είναι ξένες και άσχετες με την ντόπια ή την ευρύτερη ελλαδική κοινωνία. Το προσωπικό τους στρατολογημένο από τη διεθνή αγορά εργασίας. Αποκλειστική γλώσσα συνεννόησης, τα αγγλικά. Το φαγητό που σερβίρεται στα μεγάλα ξενοδοχεία (και όχι μόνο) των «ελληνικών» νησιών, είναι εισαγόμενο, «σε βαθειά κατάψυξη», από την Κίνα – κινέζικος ο «ελληνικότατος» μουσακάς, μαζί και το διεθνοποιημένο στρογγυλό άσπρο ψωμάκι.

Τούρκοι και Έλληνες, σαρκώσαμε ιστορικούς ρόλους παράλληλους και εναλλακτικούς – δοκιμάστηκε η συλλογική του κάθε λαού ποιότητα, και είναι μάλλον φανερή η διαφοροποιημένη ιστορική μας κατάληξη. Οι Έλληνες φθίνουμε δημογραφικά με ρυθμούς ακατάσχετους – οι Τούρκοι είναι ογδόντα σφριγηλά εκατομμύρια, με το 50% του πληθυσμού κάτω των 25 ετών. Οι Έλληνες έχουμε χρεοκοπήσει ανεπανόρθωτα στο πεδίο της Οικονομίας, κάθε στοιχείο κοινωνικής περιουσίας είναι ταπεινωτικά ξεπουλημένο ή εξευτελιστικά υποθηκευμένο – οι Τούρκοι έχουν αξιοποιημένες στο έπακρο πηγές φυσικού πλούτου και ζηλευτούς μηχανισμούς παραγωγής, αποκλείοντας οι περιστασιακές κρίσεις να γίνονται μόνιμες.

Αν παρακάμψουμε την καταφανή υπεροχή σε εξοπλισμούς και σε διπλωματική αγερωχία, φτάνουμε στην κρισιμότερη διαφορά των Τούρκων από τους Έλληνες σήμερα: Ό,τι ο κάθε Τούρκος, ανεξάρτητα από το επίπεδο καλλιέργειας και ευμάρειας, είναι περήφανος που είναι Τούρκος – ενώ ο Έλληνας, το αντίθετο: ντρέπεται που είναι Έλληνας. Οι Τούρκοι παρά την περιπέτεια του Κεμαλισμού (του μιμητισμού που φάνταζε «εκσυγχρονισμός»), δεν αφέθηκαν ποτέ να αλλοτριωθούν σε μετα-αποικιακή της Δύσης κοινωνία. Όπως άλλοτε ο Ελληνισμός της Αιγύπτου, των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών ή των μεγάλων αστικών κέντρων της Ευρώπης έζησε και μεγαλούργησε εξευρωπαϊσμένος αλλά όχι αφελληνισμένος, το περίπου ανάλογο πέτυχε και ο Κεμαλισμός στη μετα-οθωμανική Τουρκία.

Ο Κεμαλισμός έδυσε φυσιολογικά και σχεδόν αθόρυβα, για να επανέλθει, μάλλον αυτοματικά, δηλαδή αυτονόητα, η απόλυτη κυριαρχία του Ισλάμ: μαντίλα στους δρόμους, προσευχητικές εκφωνήσεις δημόσιες από τον μιναρέ, οι άνθρωποι της εξουσίας σε συχνή επίδειξη ευσεβούς γονυκλισίας στα τζαμιά, χριστιανικοί ναοί, κορυφώματα αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής μεγαλουργίας, να μεταποιούνται σε τεμένη ισλαμικά για χρήση της θρησκοληψίας.

Η Τουρκία έχει τον «αέρα» και τη συμπεριφορά (επομένως και τη γλώσσα) περιφερειακής Υπερδύναμης. Ψάχνει, όπου αυτή θέλει, σε όποιες θάλασσες αυτή προτιμάει, για φυσικό αέριο ή πετρέλαιο, σιωπώντας αφ’ υψηλού όταν οι Διεθνείς Οργανισμοί χαϊδευτικά τη «μαλώνουν». Δηλώνει απερίφραστα ότι το Διεθνές Δίκαιο το καθορίζει αυτή, όπως τη βολεύει και όποια αντίρρηση τη δυσαρεστεί, απειλεί να τη θεωρήσει casus belli. Μέσα σε μια γενιά, υποδούλωσε, με πολεμική εισβολή, τη μισή Κύπρο, απέσπασε κρίσιμη εδαφική έκταση από τη Συρία, εγκαταστάθηκε «φιλικά» στη Λιβύη, με «ευσεβή» κριτήρια προστασίας του Ισλάμ ποδηγετεί την εξωτερική πολιτική κρατών ισλαμικής πλειονότητας πληθυσμού στα Βαλκάνια.

Το 1821, ξαφνιάστηκαν οι «Μεγάλες Δυνάμεις» της Ευρώπης με την ιστορική επαναβίωση του Ελληνισμού. Πρώτη αντίδρασή τους ήταν η οργή, η αποδοκιμασία του ξεσηκωμού. Δεύτερο στάδιο, ο αναγκαστός συμβιβασμός, θωρακισμένος με ακαταγώνιστη πανουργία: Ναι, να ξαναϋπάρξει οργανωμένη ελληνική συλλογικότητα, αλλά δεσμευμένη στο θεσμικό καλούπι του δυτικού-νεωτερικού «έθνους-κράτους»: Σχήματος θεμελιωμένου σε νομική σύμβαση, όχι σε λειτουργική ομοείδεια (πολιτισμό) – με αλλοδαπό («βαρβαρικό») βασιλέα και απόλυτη εξάρτηση (οικονομική, διοικητικών και εκπαιδευτικών θεσμών) από τη Δύση. Να αποκλειστεί στεγανά κάθε παραμικρό ενδεχόμενο να ξαναπάρουν οι Ελληνες τη διαδοχή της «κατά την Ανατολήν» αυτοκρατορίας των Ρωμιών («Ορθοδόξων»), να ζωντανέψει ο εφιάλτης των Δυτικών: το «Βυζάντιο».

Ο σχεδιασμός πέτυχε: πουλώντας συνεχώς τους Έλληνες η Δύση «χαλιναγωγεί» τους Τούρκους. Ταυτόχρονα, αποδομεί μεθοδικά τις προϋποθέσεις ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού: Έχουν ανεπίστροφα τελειώσει οι αυτοδιαχειριζόμενες «κοινότητες» των Ελλήνων. Προδιαγεγραμμένα έχει τελειώσει η γλώσσα (χάρη στο μονοτονικό). Εξέλιπε οριστικά το λαϊκό ήθος «σώματος» εκκλησιαστικού.

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα. 

Αν παίζαμε στο δικό μας γήπεδο

Η ​​πολιτική χειραγωγεί την κοινωνία ή η κοινωνία την πολιτική;


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Η ​​πολιτική χειραγωγεί την κοινωνία ή η κοινωνία την πολιτική;

Ρομαντικό ερώτημα άλλων εποχών, ανεδαφικό σήμερα. Σήμερα τόσο η πολιτική όσο και η κοινωνία χειραγωγούνται από την οικονομία, τα συμφέροντα των «Αγορών», τους νόμους του μάρκετινγκ. Καταγωγικά, ωστόσο, και ανεξίτηλα, τον σημερινό παγκοσμιοποιημένο «πολιτισμό» (τρόπο του βίου) τον γέννησε και τον συντηρεί η ψευδαισθητική βεβαιότητα ότι: η πολιτική χειραγωγεί την κοινωνία «για το καλό της κοινωνίας».

Αν δεχθούμε ότι έτσι συμβαίνει, ποιος στοιχειοθετεί την πολιτική – θέτει τα στοιχεία, ορίζει τις προϋποθέσεις της πολιτικής θεωρίας και πράξης; Για τη Νεωτερικότητα (τον Ιστορικό Υλισμό του «Διαφωτισμού») ο χρηστικός ορθολογισμός: η ορθή λογική «εξαναγκαστή κατά πάντων». Και ποιος εγγυάται την «ορθότητα» της ορθής λογικής; Μια κοινά παραδεκτή «μέθοδος» ή μια κοινά επιβεβλημένη «σύμβαση».

Ομως κάθε μέθοδος έχει μια καταγωγική σχετικότητα (εργαλειακή, δηλαδή απαραίτητη για τη χρηστική της γενίκευση). Κάτι ανάλογο έχει και η σύμβαση: η γενίκευσή της είναι ασυμβίβαστη με τον ατομοκεντρισμό των «δικαιωμάτων» τα οποία προστατεύει. Τα δύο αυτά δεδομένα υπονομεύουν συνεχώς (τρεις αιώνες τώρα) το κυρίως «προοδευτικό» ζητούμενο: Να χειραγωγεί η πολιτική την κοινωνία.

Πάντως, η σχετικότητα τόσο της ορθολογικής μεθόδου όσο και του «κοινωνικού συμβολαίου» παραμένει (για τις σύγχρονες «προηγμένες» κοινωνίες) προτιμότερη από την απολυτότητα των δογματισμών, τον αυταρχισμό της «αυθεντίας». Εστω κι αν, στις μέρες μας, αυτή η εργαλειακή «σχετικότητα» αμνηστεύει προκλητικά τον ανορθολογισμό καταστάσεων τυραννικής κοινωνικής αδικίας, λεηλασίας του πλούτου παγιδευμένων σε δάνεια χωρών (δεκατέσσερα ελληνικά αεροδρόμια λ.χ. «παραχωρημένα» στην Fraport! κ.λπ., κ.λπ.) οι θιασώτες του πρωτείου της χρηστικότητας («αλάθητης μεθόδου» και «ορθολογικής σύμβασης») δεν μεταπείθονται.

Σε ελλαδικό, ειδικά, νεωτερικό κρατίδιο, οι συνέπειες των αντιφάσεων της Νεωτερικότητας παίρνουν κωμικοτραγικές, κυριολεκτικά, διαστάσεις. Ισως επειδή η πρόσληψη της Νεωτερικότητας έγινε από ξιπασμένο μιμητισμό και όχι από πραγματική ανάγκη, δεν υποτάχθηκε το πρόσλημμα στις ανάγκες του λήπτη, αλλά ο λήπτης αλλοτριώθηκε για να προσαρμοστεί στο δάνειο. Απαράλλαχτα όπως στις πρώην αποικιακές κοινωνίες: ο μιμητισμός υποτάχθηκε στον πρωτογονισμό της εγωτικής απληστίας – η διαφθορά των διαχειριστών της απομίμησης ξεπέρασε στην Ελλάδα κάθε όριο φαντασίας. Σήμερα η κατάσταση είναι πέρα από κάθε δυνατότητα ανάσχεσης.

Από την πολιτική οδό (την πολιτική όπως μιμητικά λειτουργεί στη χώρα μας και με το κατευτελισμένο προσωπικό που ελκύει και χρησιμοποιεί) ελπίδα και δυνατότητα ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού δεν υπάρχει. Οι προϋποθέσεις σωτηρίας που λογικά απαιτούνται είναι άλλης τάξεως, άλλου επιπέδου από τα ιδεολογήματα και τις «πεποιθήσεις». Θα μπορούσαν να αναζητηθούν, ίσως, σε κάτι ανάλογο με τις «υπόγειες διαδρομές» που ακολούθησε η δυναμική επιβίωσης της ταυτότητας των Ελλήνων στα τετρακόσια χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Στην προοπτική αναζήτησης «υπόγειων διαδρομών» για την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού, το ποιος θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός στο Ελλαδέξ αποτελεί ασήμαντη ανθυπολεπτομέρεια, που μόνο μικρόνοες μπορεί να ενδιαφέρει. Ενδιαφέρει όμως πρώτιστα, ποιος θα είναι ο επόμενος πατριάρχης στην Ιστανμπούλ, ο επόμενος αρχιεπίσκοπος στη Νέα Υόρκη, ο επόμενος αρχιεπίσκοπος στην Αθήνα. Οχι βέβαια για να παραμυθιαζόμαστε με φτηνιάρικες παιδαριωδίες «ελληνοχριστιανικών» ιδεολογημάτων. Αλλά επειδή, με συνεπή ιστορικό ρεαλισμό, έχουμε βεβαιωθεί για την ποιότητα της ζωής, τη δυναμική της ζωής που συγκεφαλαιώνουν η γλώσσα η ελληνική, το τραγούδι το ελληνικό, το αρχιτεκτόνημα, οι θεσμοί αυτοδιαχείρισης, το αποκαλυπτικό θάμβος της ζωγραφικής του Παπαλουκά και του Τσαρούχη. Και ότι όλα αυτά τα τρισμέγιστα «γεννιώνται», είναι καρποί ζωής (δεν κατασκευάζονται με ιδεολογικές χαρτοκοπτικές), καρπίζουν από θεσμούς διάρκειας.

Για να σωθεί ο ιλιγγιώδης πλούτος της τρισχιλιόχρονης γλωσσικής μας εκφραστικής, χρειαζόμαστε όχι κάποιον πιο ανοιχτομάτη και ανοιχτόμυαλο Γαβρόγλου, αλλά αρχιεπίσκοπο που να καταλαβαίνει ότι η ενορία - κοινότητα γεννάει γλώσσα, ρυθμό και καλλιέπεια. Για να λυτρωθούμε από τη βαλκανική επαρχιωτίλα και να ξαναβρεί ο Ελληνας τον αέρα του κοσμοπολίτη, χρειαζόμαστε Πατριάρχη με νοο-τροπία και χαρακτήρα («στόφα») οικουμενικότητας. Οτι Μάνος Χατζιδάκις και Παπαλουκάς θα ξαναγεννηθούν, μόνο με ένα «κίνημα» ενάντια στην πολιτική τουρισμού, που ατιμάζει και βιάζει το κάλλος της ελληνικής γης και θάλασσας στον βωμό της «βιομηχανίας» του κιτσαριού. Και μας ενδιαφέρει, περισσότερο από τον εγχώριο πρωθυπουργό, ο Ελληνας αρχιεπίσκοπος Νέας Υόρκης, γιατί ο «εκσυγχρονισμός» της ελληνικότητας δεν γεννιέται από τον πιθηκισμό και τη μειονεξία του «ανήκομεν εις την Δύσιν», αλλά από τον ρεαλισμό της μετοχής στη ζωή ως κοινωνία σχέσεων αυθυπέρβασης.

Το συναρπαστικότερο από όλα είναι ότι οι «υπόγειες διαδρομές» δεν επιδέχονται ιδεολογική εμπορευματοποίηση, ψυχολογική ιδιοποίηση, συνθηματολογική εξαχρείωση. Γι’ αυτό και το έναυσμα θα είναι να σημάνουν καμπάνες, όχι να προκηρυχθούν εκλογές.
 ______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Μοιρολατρίας πανδημία


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά 

Το βεβαιώνει η ιστορική εμπειρία: Ενας λαός, μια ιδεολογία, ένα κόμμα, όταν παρακμάζει, είναι αδύνατο να πιστοποιήσει και να παραδεχθεί την παρακμή του. Πλάθει φαντασιώδεις επιτυχίες, σκαρφίζεται ανύπαρκτα κατορθώματα, πιστοποιεί επίρροια που δεν την έχει. Οι ψευδαισθήσεις γεννιώνται πάντα από την παραλυτική ανημπόρια, την αδυναμία ανάκαμψης – τυπικά επακόλουθα της παρακμής.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβρη του 1973, ήταν η μοναδική συλλογική έκρηξη διαμαρτυρίας στα εφτά χρόνια της ντροπής και της θλίψης, χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Υπήρξαν μικροπυρήνες αντιστασιακής τόλμης με συγκινητική δραστηριότητα, υπήρξε ο εκπληκτικός σε γενναιότητα και σθένος, «μοναχικός καβαλάρης» Αλέξανδρος Παναγούλης, που τόλμησε απόπειρα εξόντωσης του δικτάτορα. Τέτοιοι, σκόπιμα ξεχασμένοι αγωνιστές, φυλακίστηκαν τότε, βασανίστηκαν, έζησαν εφιάλτη σαδιστικής κακουργίας και χυδαιότητας εξευτελισμών. Ομως συλλογική, μαζική διαμαρτυρία, που να αντιμετωπιστεί με τανκς, ήταν μόνο το Πολυτεχνείο.

Γι’ αυτό και, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, άρχισε μια υστερία μανιασμένη, ποιος θα πρωτοκαπηλευτεί το μοναδικό αυτό, στα εφτά χρόνια, συλλογικό γεγονός. Στο Πολυτεχνείο δεν είχε εμφανιστεί ούτε ίχνος παρουσίας κομμάτων, αξιώσεων ιδεολογικής πατρωνίας, παπαρδέλες «πεποιθήσεων» που καμουφλάριζαν τον άλλον εφιάλτη: εκείνον του λενινισμού – σταλινισμού. Το πιο πολύτιμο δεδομένο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν ο αμόλευτος από τη μαγαρισιά των κομματισμών χαρακτήρας της.

Αυτή η καθαρότητα έκανε το γεγονός κορυφαίο. Αλλά και ευάλωτο σε καπηλείες από τους μεγάλους μαστόρους της ψευτιάς και της απάτης. Πρώτο και αδίστακτο σε επιδόσεις καπηλείας και «σκοπού που αγιάζει τα μέσα», το ΚΚΕ. Πρόκειται για έντεχνα πλαστουργημένη νοοτροπία, κακούργησε στην Ελλάδα όσο κανένας επίβουλος εχθρός της ή ιθαγενής λοιμική. Τα τέσσερα χρόνια ένοπλης ανταρσίας του ΚΚΕ (της εξυπηρέτησης που πρόσφερε στους διεθνιστές του σοβιετικού εφιάλτη) στοίχισαν τόσο αίμα και τέτοια ολική καταστροφή της πληθυσμικής κατανομής και της χωροταξικής λογικής, ώστε η μετά την κομμουνιστική ανταρσία Ελλάδα να έχει μηδενικό, περίπου, προσδόκιμο ιστορικής επιβίωσης.

Καθόλου τυχαία, αυτόν τον ξενόφερτο εφιάλτη ο ευρωπαιομανής Καραμανλής τον «σπίτωσε» στην Ελλάδα, νομιμοποίησε την κομματική, κοινοβουλευτική του λεοντή. Πίστευε, μάλλον ναρκισσιστικά, ότι με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ θα «συμφιλιωθούν» οι Έλληνες και θα καταγραφεί αυτός στην ιστορία ως «συμφιλιωτής». Ο ναρκισσισμός του εξουδετέρωνε τον πολιτικό ρεαλισμό του. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι ο καταγωγικός διεθνισμός του μαρξισμού – λενινισμού ήταν αδύνατο να μετασχηματιστεί σε μια Αριστερά με εντοπιότητα και ιθαγένεια, πολιτική έπαλξη για κοινωνικές και όχι ατομοκεντρικές (της ατσιδοσύνης) προτεραιότητες. Η Ελλάδα μπήκε στον νεκρογόνο νάρθηκα μίμησης των τριτοκοσμικών κοινωνιών, που αποτίναξαν την αποικιοκρατία, για να υποταχθούν, ακόμα πιο ασφυκτικά, στην εξουσιολαγνεία του ιδιωτικού κέρδους.

Αδικείται σίγουρα ο Καραμανλής με τόσο σχηματικές, τηλεγραφικές αναλύσεις, αλλά ο χαρακτήρας (ρόλος) της επιφυλλίδας είναι να γεννάει γόνιμο προβληματισμό, όχι επανάπαυση σε ευφραντικά ψυχολογικά κλισέ. Η καμουφλαρισμένη φυγή του Καραμανλή από την Ελλάδα, η αυτο-εξορία του στο Παρίσι, λίγο πριν τη στρατιωτική δικτατορία, βεβαίωνε την αποτυχία του μιμητικού εξευρωπαϊσμού, που ήταν το μπαϊράκι του («να γίνουμε Ευρωπαίοι, για να γίνουμε επιτέλους άνθρωποι») – η ριζική αλλοτρίωση ενός λαού, ο μιμητισμός ως συλλογική ταυτότητα, απόλυτος στόχος, ο «εκσυγχρονισμός».

Ψηλαφητή συνέπεια της πολιτικής Καραμανλή ήταν (και παραμένει) η σταθερή και μόνιμη πολιτική αφασία του κόμματός του, η ραγδαία διολίσθηση σε έναν εξευτελιστικό μιμητισμό του τάχα και «προοδευτικού», τάχα και «αριστερού» ιδεολογικού αχταρμά. Εφτασε το κόμμα αυτό στη χαμέρπεια να ζηλεύει φανερά και να μιμείται τερτίπια και πρακτικές του παπανδρεϊκού αμοραλισμού, τον φτηνιάρικο λαϊκισμό της «προοδευτικής» ξιπασιάς. Ακόμα και η ανάγκη μιας «πατριωτικής» πολιτικής, ως βάση της συλλογικής αξιοπρέπειας, απολακτίσθηκε «μετά βδελυγμίας» από τους καραμανλικούς επιγόνους – μεταβιβάστηκε «έντεχνα», σαν αποκλειστικότητα, σε κόμματα χυδαίου τραμπουκισμού ή σε κόμματα «της πλάκας» με αρχηγούς που μόνο θυμηδία προκαλούν.

Είναι απίστευτο, με πόση ταχύτητα μια κοινωνία παρακμής, με διαλυμένους θεσμούς, ευτελισμένη στο έπακρο δημοσιοϋπαλληλία, υποθηκευμένα όλα τα κοινωνικά αγαθά, τον φυσικό της πλούτο και τα ιστορικά της καυχήματα, όλα ενέχυρο σε δανειστές του διεθνούς υποκόσμου, πώς αυτή η κοινωνία πείσθηκε απολύτως ότι η εκούσια αλλοτρίωση, το καραγκιοζιλίκι του μιμητισμού και μεταπρατισμού, είναι η σωτηρία της: «Να γίνουμε Ευρωπαίοι, για να γίνουμε επιτέλους άνθρωποι»!

Η καραμανλική κληρονομιά, η συνείδηση του επαρχιώτη της Ευρώπης, βαραίνει ασφυκτικά, πνίγει κάθε ενδεχόμενο ανάκαμψης. Κάθε κόμμα, ό,τι κι αν προφασίζεται πως πιστεύει, υποτάσσει την κοινωνία σε δουλικές εξαρτήσεις και ατιμωτικές δεσμεύσεις, την παγιδεύει ξεδιάντροπα σε απαιτήσεις «συμμαχικών» συμφερόντων. Τα «συμμαχικά» συμφέροντα διορίζουν υπουργούς στα καίρια υπουργεία κάθε ελληνικής κυβέρνησης, απαιτούν συνεχώς παραχωρήσεις στον τουρκικό, αδηφάγο επεκτατισμό, αφελληνίζουν μεθοδικά την παιδεία και αχρηστεύουν τη γλώσσα.

Έτσι, «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα» συνεχίζουμε το καραγκιοζιλίκι των επιφάσεων δημοκρατίας.
______________________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Tο διακομματικό νόσημα

Μοιάζει η χώρα να έχει βυθιστεί σε λήθαργο αορασίας, ακαταληψίας, συλλογικής άνοιας. Ωσάν να μη ζούμε τη δέκατη χρονιά αναγκαστής παραίτησης από την εθνική κυριαρχία, την κρατική ανεξαρτησία, την πολιτική αυτοκυβερνησία...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Π​​οιο ποσοστό του ελλαδικού πληθυσμού συνειδητοποιεί νηφάλια ότι στη χώρα και κοινωνία μας έχει συντελεστεί καταστροφή;

«Καταστροφή»
δεν είναι λέξη «πολιτικά ορθή», όποιος τη χρησιμοποιήσει είναι «καταστροφολόγος», δηλαδή σκόπιμα αναξιόπιστος – στιγματίζεται. Με αυτό το δόγμα αυτοπροστατεύεται η ανομία, οι αυτουργοί του εγκλήματος συνεχίζουν ανενόχλητοι να κακουργούν. Δικαιώνεται και ο ποιητής που βεβαίωνε ότι «το ανθρώπινο είδος δεν αντέχει πάρα πολλή πραγματικότητα».

Η πλειονότητα του πληθυσμού στην Ελλάδα, είναι φανερό, βολεύεται να πιστεύει ότι ζούμε μια συνήθη περίπτωση «κρίσης» οικονομικής. Αντε να προσθέσουμε στη συγκυρία και τη χρόνια δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Προκάλεσε την «κρίση» η ακρισία του υπερδανεισμού, οι άκριτες ψηφοθηρικές σπατάλες, δηλαδή μια κακή, κάκιστη πολιτική διαχείριση – τίποτα περισσότερο.

Μοιάζει η χώρα να έχει βυθιστεί σε λήθαργο αορασίας, ακαταληψίας, συλλογικής άνοιας. Ωσάν να μη ζούμε τη δέκατη χρονιά αναγκαστής παραίτησης από την εθνική κυριαρχία, την κρατική ανεξαρτησία, την πολιτική αυτοκυβερνησία. Ωσάν να μην επιτροπεύεται η χώρα από εγκαθέτους των δανειστών σε κάθε παραμικρό κόμβο της κρατικής λειτουργίας. Ωσάν να μην έχει καταλυθεί το πολυκομματικό πολιτικό σύστημα – διατηρούμε επίφαση σχιζοφρενική του κοινοβουλίου, με τους αρνητές της δημοκρατίας (χρυσαυγίτες και κουκουέδες) να αντιστέκονται στον ολοκληρωτισμό των «Αγορών» και τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου» ένας αηδιαστικός πολτός συμβιβασμένων.

Αυτά τα εξόφθαλμα και πασιφανή αποσιωπώνται και αγνοούνται μεθοδικότατα από την εμπορευματοποιημένη «πληροφόρηση» και τους επαγγελματίες «πολιτικούς» του ιδεολογικού πολτού. Δεν διανοούνται να μιλήσουν για «καταστροφή» και για το μέγεθός της, επειδή έτσι θα παραδέχονταν την ανάγκη για τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται προκειμένου να λειτουργήσει κράτος – θα σήμαιναν και το τέλος της κομματοκρατίας. Το απολύτως εξομοιωμένο (από την κοινή αφασία) «πολιτικό» προσωπικό της χώρας δεν μπορεί να διανοηθεί μεταρρυθμίσεις, ξέρει μόνο την πιο ευτελισμένη εκδοχή της «διαχείρισης» – το κενό «νοήματος» της πολιτικής είναι για τους «πολιτικούς» απόλυτο. Τυπικά γεννήματα της «προοδευτικής» φενάκης, δηλαδή του μηδενισμού και αμοραλισμού, έχουν κίνητρο μοναδικό την ηδονή της εξουσίας.

Παραμένει ίσως ανεπίγνωστη η καταστροφή και για πολλούς, τους περισσότερους πιθανότατα, πολίτες, επειδή ο «προοδευτικός» αμοραλισμός και μηδενισμός είναι διακομματικό νόσημα. Αυτό αποκαλύφθηκε ολοκάθαρα με την κοινή και ίδια πολιτική για την Παιδεία, που άσκησαν όλες οι κυβερνήσεις (κάθε «ιδεολογικής» απόχρωσης) στα τελευταία σαράντα τέσσερα χρόνια. Ολες είχαν την ίδια, απολύτως χρησιμοθηρική αντίληψη για την Παιδεία – την Παιδεία «εφόδιο», «προϋπόθεση οικονομικής ευχέρειας», προαπαιτούμενο («χαρτί») για χαριστικό διορισμό στο Δημόσιο.

Ολες οι κυβερνήσεις, οποιασδήποτε κομματικής ταυτότητας, κατασφάλισαν στην πράξη τη λοιμική της «παραπαιδείας», την ντροπή (νεοελληνική διεθνής αποκλειστικότητα) που λέγεται «φροντιστήριο». Ολες υποβάθμισαν, υπονόμευσαν ή φανατικά πολέμησαν την κριτική αξιολόγηση διδασκόντων και διδασκομένων, την άμιλλα, την αριστεία. Η ωφελιμιστική αποτίμηση της «πληροφορίας» εκτόπισε την κριτική σκέψη, περιθωριοποίησε τη δημιουργική προτεραιότητα.

Ολα τα κόμματα και οι κυβερνήσεις συναίνεσαν να παραδοθούν τα πανεπιστήμια της χώρας στον πρωτογονισμό, στην ασυδοσία και στη βανδαλιστική υστερία των κομματικών νεολαιών, αλλά και να καταστούν ευκαιρίες αναρρίχησης στο ακαδημαϊκό λειτούργημα ευτελών κομματανθρώπων. Δεν αντέχουμε, αλλά και δεν μπορούμε να έχουμε ρεαλιστική επίγνωση των διαστάσεων της συντελεσμένης καταστροφής. Η καθημερινότητα του Ελληνα είναι ένας εφιάλτης ανασφάλειας, αβεβαιότητας, αδικίας, παραλογισμού. Εκλεισαν οι «φωτισμένοι» δανειστές μας Ευρωπαίοι τα δικά τους σύνορα στους συφοριασμένους της προσφυγιάς, επιβάλλοντας έτσι στους Ελληνες να είμαστε μειονότητα στον τόπο μας (προς το παρόν, τα παιδιά μας στα σχολειά).

Ο όρος «δημόσια τάξη» χλευάζεται, σαν να δηλώνει φασιστική επιδίωξη. Η ανοχή (μάλλον το κανάκεμα) της κοινωνικά αφόρητης ιταμότητας του υπόκοσμου (κάθε βράδυ στα Εξάρχεια, μέρα-νύχτα στα δημόσιας θέας «στέκια» εμπορίας ναρκωτικών) εξαλείφει τις προϋποθέσεις συντεταγμένου κοινωνικού βίου. Το ίδιο το λειτούργημα της αστυνόμευσης ακυρώνεται, όταν ο λειτουργός του διατάσσεται να λειτουργεί σχιζοφρενικά: Να κυνηγάει τον λωποδύτη, τον ληστή, τον παράνομο, ενώ συντηρεί εσκεμμένα κάθε βράδυ (δεκαετίες τώρα) ενεργό τον εμπρηστή, τον επίδοξο δολοφόνο, τον ψυχανώμαλο μπαχαλάκια, καλυμμένους με την κυβερνητική, ανεξήγητη ανοχή.

Τις καταστροφές, τις πιο ανήκεστες και ολεθριότερες, οι πολλοί τις αντιλαμβάνονται δυσκολότερα: Την προϊούσα (ακατασχέτως) αναπηρία της γλωσσικής εκφραστικής, με τις εφιαλτικές ανθρωπολογικές της συνέπειες (αφού σκεπτόμαστε με τη γλώσσα, και επομένως η υποβαθμισμένη γλώσσα συνεπάγεται μειωμένη αντιληπτική ικανότητα). Οπως και η μειωμένη ή διάστροφη ιστορική κατάρτιση που καταλήγει σε καχεκτική υπαρκτική αυτοσυνειδησία, ευκολύνει τη μετάλλαξη του πολίτη σε οπαδό ή καταναλωτή.

Η επίγνωση της καταστροφής είναι το «ήμισυ» της ανάκαμψης.
 ______________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Ολική έκλειψη της πολιτικής

Ο προβληματισμός και η εγρήγορση είναι μάλλον η μόνη άμυνα που μας απομένει... 


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Τα αδιέξοδα που δημιουργεί στην ελλαδική κοινωνία η κυβέρνηση Τσίπρα είναι τα ίδια με αυτά που δημιούργησαν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Τα ίδια, μεγεθυμένα και οξυμμένα στο έπακρο. Ισως η μεγέθυνση και όξυνση να είναι συνάρτηση των αντοχών της ελληνικής κοινωνίας, της σαθρότητας των υποδομών της. Ισως συνέπεια, σε κάποιο ποσοστό, και των διεθνών συγκυριών.

Τελικά όμως πρόκειται για ολική έκλειψη της πολιτικής: Του πολιτικού προβληματισμού (τρόπου σκέψης), των πολιτικών στοχεύσεων (σχεδιασμού και προτεραιοτήτων). Εσκεμμένα ή νομοτελειακά (ίδιο το αποτέλεσμα), την άσκηση πολιτικής την έχει υποκαταστήσει ολοκληρωτικά η διαχείριση της εξουσίας. Και στη διαχείριση της εξουσίας δεν υπάρχει ούτε ίχνος κοινωνικών επιδιώξεων, υπουργίας κοινών αναγκών, η παραμικρή έγνοια για την ποιότητα ζωής των πολιτών, για προοπτικές της συλλογικότητας.

Πώς διολισθήσαμε από την άσκηση πολιτικής στη διαχείριση της εξουσίας; Σίγουρα, με την παρεμβολή του μηδενισμού – ο Νίτσε είχε εντοπίσει διορατικότατα την απειλή, από το 1887: «ο πιο ανοίκειος επισκέπτης στέκει στην πόρτα» (Der Europäische Nihilismus). Ντύθηκε ο μηδενισμός την πανοπλία της ιδεολογίας, τον είπαμε «Ιστορικό Υλισμό» και ήταν αμφιπρόσωπος: μαρξισμός - ελευθερία των αγορών. Και οι δύο όψεις, ιδεολογικές, του Ιανού - μηδενισμού είχαν κοινή την άρνηση «νοήματος»: μεταποιούσαν την άσκηση πολιτικής σε διαχείριση της εξουσίας. Ακαταμάχητο κίνητρο η ηδονή της εξουσίας. Σήμερα, η ηδονικότερη συσσώρευση απολαύσεων που μπορεί να ποθήσει άνθρωπος, ακόμα και ο πιο αδικημένος διανοητικά, προσφέρεται με τη νομή της εξουσίας.

Η ολική έκλειψη της πολιτικής τεκμαίρεται πρωταρχικά από την εξάλειψη κάθε ιδεολογικής διαφοράς των κομμάτων. Κορυφαία η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ: Για την ηδονή της εξουσίας αρνήθηκε, όχι μόνο την πολιτική του ταυτότητα, της «ριζοσπαστικής Αριστεράς» (!), όχι τα «πολιτικά» του προγράμματα, επαγγελίες, υποσχέσεις, «αδιαπραγμάτευτες» εμμονές, αλλά και τη δημοψηφισματική εντολή που είχε πάρει από το κοινωνικό σώμα για να αντιπαλαίψει τον σαδισμό των «Αγορών». Αγνόησε το 64% των ψηφοφόρων και εναγκαλίστηκε την πιο φαιδρή απόφυση της συμπλεγματικής «Δεξιάς» μόνο για την ηδονή της εξουσίας. Ομως, ο ανάλογος εξευτελισμός των πολιτικών ταυτοτήτων, η βάναυση καταστρατήγηση πολιτικών επαγγελιών και υποσχέσεων είχαν προηγηθεί με τις συγκυβερνήσεις Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ - θλιβερού Κουβέλη.

Οι εφιαλτικότερες κοινωνικές συνέπειες από την ολική έκλειψη της πολιτικής, θα πρέπει να εντοπιστούν στο καθολικών διαστάσεων σύμπτωμα υποκατάστασης της πραγματικότητας από τις εντυπώσεις. Η διαχείριση της εξουσίας γίνεται τόσο ηδονικότερη όσο πιο ολοκληρωτικά επιβάλλεται. Αυτό έμπρακτα σημαίνει ότι τα δύσκολα και δυσάρεστα πρέπει να εξωραΐζονται ή να αποσιωπώνται, τα ευχάριστα και αισιόδοξα να προβάλλονται εμφατικά ή να κατασκευάζονται τεχνητά.

Η νομή (όχι άσκηση) της εξουσίας, ώς την πιο παραμικρή της λεπτομέρεια, αποβλέπει αποκλειστικά στην παραγωγή εντυπώσεων, όχι έργου. Δεν ενδιαφέρουν οι τυχόν συντελούμενες ανυπόφορες καταστροφές, άμεσες ή σε βάθος χρόνου – η στέρηση, η φτώχεια, η ανεργία, η συνακόλουθη εξουθένωση του ανθρώπου, ο εξευτελισμός του, η απελπισία που τον οδηγεί στον ξεριζωμό - εκπατρισμό του. Δεν ενδιαφέρει (ίσως και να μεθοδεύεται σκόπιμα) η διολίσθηση τεράστιων κοινωνικών ομάδων στον πρωτογονισμό (σε ανατριχιαστική αγραμματοσύνη, αγλωσσία, ακρισία, ανικανότητα λογικού ειρμού, ακαλαισθησία, αποβλακωτική ποδοσφαιρολαγνεία). Ενδιαφέρει μόνο να πάρουν θετικό πρόσημο («προοδευτικό») η κτηνώδης βία ως θέαμα και παιδικό «παιχνίδι», οι σεξουαλικές διαστροφές, η καύση των νεκρών (επιδεικτική πομφόλυγα «θρησκοληψίας» του μηδενισμού).

Κάποτε, το συνειδητό και το ασυνείδητο πρωτογενές πεδίο της υποκειμενικότητας, τα «αντανακλαστικά» της διαισθητικής κατανόησης και της συμπεριφορικής αυθορμησίας, οι πρώτες προσλαμβάνουσες καλαισθησίας και ακαλαισθησίας, ευπρέπειας και χυδαιότητας, γεννιόντουσαν από την αμεσότητα (εμπειρική) μετοχής σε σχέσεις: Σχέσεις παραγωγικές, ανταλλακτικές, συγγένειας, γειτονίας, φιλίας, συν-ομιλίας που ήταν πρωτευόντως συ(ν)ζήτηση, από κοινού αναζήτηση. Ζητούσαν οι άνθρωποι κριτήρια διάκρισης της αλήθειας από το ψέμα, της ψηλάφησης από την εντύπωση, της πραγματικότητας από τα προσχήματα, της ομορφιάς από τη φιοριτούρα.

Αυτό το παρελθόν δεν είναι ρομαντική νοσταλγία, και κάθε αναφορά σε αυτό δεν συνιστά οπωσδήποτε οπισθοδρόμηση στην ηθικολογική νεφελοκοκκυγία. Ζούμε ένα παρόν εφιαλτικής απανθρωπίας, που συνοψίζεται στην υποκατάσταση της πολιτικής από ψευδαισθητικές εντυπώσεις.

Η ζωή μας καθορίζεται από μυριάδες εμπρόθετες προσπάθειες να μας χειραγωγήσουν ψευδείς εντυπώσεις. Τα θύματα αυτού του Μινώταυρου (της «προοδευτικής» υποκατάστασης της πολιτικής από τις εντυπώσεις, της κοινωνίας των σχέσεων από την αυθαιρεσία του αυτοηδονισμού της εξουσίας) σωρεύονται καθημερινά με δυναμική πλημμυρίδας: Σκεφθείτε τα παιδιά που ασκούν μόνο πληκτρολόγηση αποκομμένα από την ενεργό ετερότητα του «γραφικού χαρακτήρα», τα αναρίθμητα λοβοτομημένα θύματα της ποδοσφαιρολαγνείας, την καλπάζουσα ψευδαισθησιογόνο ζωοφιλία, την αυτοκαταστροφική υστερία των «τατουάζ», και τα μύρια όσα πεισιθάνατα ανάλογα.

Ο προβληματισμός και η εγρήγορση είναι μάλλον η μόνη άμυνα που μας απομένει.
______________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

H συνταγματική αποτύπωση του αφελληνισμού

Το γεγονός ότι η Ελλάδα μιμήθηκε τα «συντάγματα» των «πεφωτισμένων και λελαμπρυσμένων της Εσπερίας κρατών», βεβαιώνει τον μεταπρατικό χαρακτήρα (μίμησης και πιθηκισμού) του νεωτερικού, ελληνώνυμου συλλογικού μας μορφώματος – ανταλλάξαμε τον ελληνικό κοσμοπολιτισμό με την «εθνική» βαλκανική επαρχιωτίλα...

 
 επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *
 
Η κυβέρνηση της κατ’ ευφημισμόν «Αριστεράς» (και διά το θυμηδέστερον «ριζοσπαστικής») εισηγείται την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος: Να απαλειφθεί από τον καταστατικό χάρτη της χώρας η ιστορική πιστοποίηση και της κοινής βούλησης προσεπικύρωση ότι «επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας». Εχοντας αποβάλει κάθε ίχνος «φύλλου συκής» αριστερών προσχημάτων και υπηρετώντας, τρία χρόνια τώρα, ως ο ευπειθέστερος των λακέδων, τα βίτσια και τις ορέξεις των «Αγορών», θέλει να βεβαιώσει ο ΣΥΡΙΖΑ αναλλοίωτο τον «ριζοσπαστικό» αριστερισμό του αναμασώντας μπαγιάτικα αντιθρησκευτικά στερεότυπα. Θέλει το κράτος να είναι «ουδετερόθρησκο».

Ομως η ξιπασιά της «προοδευτικής» επαρχιωτίλας έγινε αφορμή να ακουστούν, από το βήμα της Βουλής, αγορεύσεις και παρεμβάσεις διαφορετικού επιπέδου και άλλης ποιότητας: στους αντίποδες της μικρονοϊκής επιθετικότητας που κυριαρχεί, κατά κανόνα, στο κοινοβούλιο. Οχι ότι έλειψε η φανατισμένη στενομυαλιά ή ο χυδαϊσμός της αλαζονικής αγραμματοσύνης. Ακούστηκαν όμως και αγορεύσεις που ξάφνιαζαν με τη σοβαρότητα και την εμπεριστατωμένη γνώση που προϋπέθεταν – γνωρίσματα σπάνια στην ελλαδική κοινοβουλευτική πρακτική.

Για να υποστηρίξει τα προτερήματα του «ουδετερόθρησκου» πολιτεύματος, ο καθηγητής και βουλευτής Αριστείδης Μπαλτάς επικαλέστηκε ως δεδομένη την απροσδιοριστία δογματικής (ιδεολογικής) θρησκευτικότητας των Ελλήνων. Παρατήρησε εύστοχα ότι ο Ελληνας εκφράζει την απόλυτη απαξίωση κάποιου, με τον χαρακτηρισμό: «δεν έχει ιερό και όσιο»! Θεωρεί, επίσης, ως ύψιστη δέσμευση, να ορκιστεί «σε ό,τι έχει ιερό».

Με την παρατήρησή του ο κ. Μπαλτάς διέσωσε, μάλλον ανεπίγνωστα, την πιστοποίηση ότι οι Ελληνες, ναι, δεν ήταν ποτέ ένας «θρησκευόμενος» λαός, ενώ ήταν πάντοτε ένας λαός με πρωτεύοντα τον «μεταφυσικό» προβληματισμό. Η θρησκεία είναι και ήταν πάντοτε ένα ατομοκεντρικό γεγονός, θεσμοποιημένη προσπάθεια «αιώνιας» κατασφάλισης του εγώ. Προϋποθέτει ατομικές παραδοχές - πεποιθήσεις (δόγματα), ατομικά κατορθούμενες «αρετές», αξιόμισθη πειθάρχηση του ατόμου σε δεδομένο Ηθικό Νόμο και σε ιεροπρακτικές τελετουργίες – αποβλέποντας με όλα αυτά στην ατομική «σωτηρία»: να διασωθεί το εγώ σε ατελεύτητο γραμμικό χρόνο και σε συνθήκες πιθανολογούμενης ολβιότητας.

Στους αντίποδες, κυριολεκτικά, αυτού του ατομοκεντρισμού της θρησκείας βρίσκονταν οι ελληνικές μεταφυσικές αναζητήσεις – πάντοτε: τόσο στον προχριστιανικό όσο και στον εκχριστιανισμένο Ελληνισμό. Θα τολμούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η «γενέθλια ταυτότητα» του Ελληνισμού συνοψίζεται στη φράση του Ηράκλειτου: «Κριτήριον αληθείας» είναι «ο τρόπος τής του παντός διοικήσεως», «κοινός λόγος (τρόπος) και θείος». Πρόκειται για τον λόγο (τρόπο) με τον οποίο συνυπάρχουν τα υπαρκτά, τρόπο «λογικών» σχέσεων (τάξης, αρμονίας, κοσμιότητας). Αυτή η «κατά λόγον» κοινωνία των σχέσεων (τρόπος αγέννητος, άφθαρτος, αιώνιος, επομένως τρόπος του «αληθεύειν») γίνεται για τους Ελληνες στόχος υπαρκτικός, αφού ο άνθρωπος «φύσει ορέγεται του αθανατίζειν». Γεννάει την «πόλιν», τον «πολιτικόν βίον», ως «άθλημα αληθείας», όχι ως χρηστική, ωφελιμοθηρική επιδίωξη.

Το τραγωδικό στοιχείο στο πολιτικό άθλημα των Ελλήνων για την πραγμάτωση της αλήθειας είναι η ταύτιση της αλήθειας με την ανερμήνευτα δεδομένη (δίκην ειμαρμένης) λογικότητα των σχέσεων κοινωνίας. Την άρση του αδιεξόδου θα κομίσει το χριστιανικό «ευ-αγγέλιο»: Αιτιώδης Αρχή του υπάρχειν δεν είναι μια αινιγματική αναγκαιότητα, αλλά μια αυτοσυνείδητη ελευθερία. Υπάρχει η Αιτιώδης Αρχή, επειδή ελεύθερα θέλει να υπάρχει, και θέλει να υπάρχει, επειδή αγαπάει. «Ο Θεός αγάπη εστί» – η αγάπη δεν είναι ηθικό ιδίωμα, γνώρισμα συμπεριφοράς, είναι ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει η πηγή της ύπαρξης.

Ετσι, η «πόλις» των Ελλήνων, ο «πολιτικός» βίος, η αριστοτελική μετάβαση από την «κοινωνίαν της χρείας» στην «κοινωνίαν του αληθούς», θα βρουν τον οντολογικό φωτισμό τους. Η ελευθερία, από ωφελιμιστικό «δικαίωμα», θα γίνει ο στόχος της υπαρκτικής πληρότητας. Το χρηστικό αίτημα της λειτουργικής συλλογικότητας (αίτημα της ευταξίας, αρμονίας, κοσμιότητας στην κοινωνία των σχέσεων) θα βασιστεί για τους Ελληνες όχι σε κάποια εξουσιαστική «αυθεντία» (πάπα, βασιλέα, ιερατείο, κόμμα, «Αγορές») ούτε σε κάποια «σύμβαση» (νομοθεσία, σύνταγμα, συνθήκη), αλλά στο άθλημα της κοινότητας-ενορίας, του κοινοτικού βίου, όπως a posteriori (και ως αιτούμενο) το ανέλυσαν οι γραφίδες του Κωνσταντίνου Καραβίδα, του Νικόλαου Πανταζόπουλου, του Νίκου Σβορώνου.

Κοντολογίς: Το γεγονός ότι η Ελλάδα μιμήθηκε τα «συντάγματα» των «πεφωτισμένων και λελαμπρυσμένων της Εσπερίας κρατών», βεβαιώνει τον μεταπρατικό χαρακτήρα (μίμησης και πιθηκισμού) του νεωτερικού, ελληνώνυμου συλλογικού μας μορφώματος – ανταλλάξαμε τον ελληνικό κοσμοπολιτισμό με την «εθνική» βαλκανική επαρχιωτίλα. Το ότι στο «σύνταγμά» μας αλλοτριώνουμε το εκκλησιαστικό γεγονός σε «επικρατούσα θρησκεία», δίνει τη χαριστική βολή σε κάθε ελπίδα ιστορικής επιβίωσης της ελληνικότητας.
______________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Η Ελλάδα της Γιορτής

 

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Την ώς τώρα ιστορία της ανθρωπότητας τη χωρίζουμε οι άνθρωποι σε δυο περιόδους: στην προ Χριστού (π.Χ.) και στη μετά Χριστόν (μ.Χ.).

Η διαίρεση αυτή δεν είναι σχήμα που το επέλεξαν οι λαοί της υδρογείου με κοινή συμφωνία – μόνο μια μειονότητα καταλαβαίνει ποιαν ιστορική λογική απηχεί μια τέτοια διαίρεση. Παγκοσμιοποιήθηκε η συγκεκριμένη περιοδολόγηση – χρονολόγηση μάλλον για λόγους χρηστικούς. Πρέπει να συνέδραμε και το γεγονός ότι τη γέννησαν και την εφάρμοσαν λαοί μπροστάρηδες στον πολιτισμό για πολλούς αιώνες, λαοί που επηρέαζαν την πορεία της σύνολης ανθρωπότητας.

Η αίσθηση του «ιερού» και η έννοια του «θείου» ήταν αυτονόητα δεδομένες και λειτουργικά αφομοιωμένες στις ανθρώπινες κοινωνίες πριν τη λεγόμενη «νεωτερικότητα». Οσο οι άνθρωποι (η πλειονότητα τουλάχιστον) διψούσαν να γνωρίσουν το «νόημα» (ουσία και σκοπό) της ύπαρξης και των υπαρκτών (όχι πρωταρχικά τη χρήση – χρησιμότητα), ο προβληματισμός ήταν για την «αλήθεια»: Υπάρχει υπαρκτική αλήθεια, ύπαρξη που δεν γνωρίζει περιορισμούς χώρου, χρόνου, φθοράς, θανάτου; «Πώς το θνητόν αθανασίας μετέχει» (Πλάτων) και γιατί «ου χρη ανθρώπινα φρονείν άνθρωπον ούτε θνητά τον θνητόν, αλλ’ εφόσον ενδέχεται αθανατίζειν» (Αριστοτέλης);

Μόνο με την ετοιμότητα που απηχείται σε μια τέτοια εκφραστική μπορούμε να κατανοήσουμε τον ραγδαίο εκχριστιανισμό της ελληνορωμαϊκής «οικουμένης». Η διαίρεση της Ιστορίας σε περιόδους «προ Χριστού» και «μετά Χριστόν» προϋπέθετε, ως κοινή και ενιαία βάση κοινωνικής συμβίωσης (πολιτισμού), την προτεραιότητα του ενδιαφέροντος για την αλήθεια και όχι για τη χρησιμότητα.

Μόλις πριν από μια ή και δυο γενιές, η περιοδολόγηση της Ιστορίας, με άξονα την ενανθρώπηση του Θεού, παρέμενε ένα αυτονόητο διεθνώς δεδομένο, με στέρεο υπόστρωμα βιωματικής βεβαιότητας. Σήμερα φράσεις, όπως «η γέννηση του Χριστού», «η ενανθρώπηση του Θεού», απηχούν ή μια εικονολογική, θρησκευτική έκφραση, εξωεμπειρική, παγιδευμένη στη στειρότητα των «πεποιθήσεων», ή μια ψυχολογική «μετουσίωση» (Sublimierung την είπε ο Φρόυντ) της επιθυμίας σε βεβαιότητα.

Ο εκχριστιανισμός μεγάλου μέρους του πληθυσμού της γης ήταν, προφανέστατα, πρόκληση και αφορμή προαγωγής της νοητικής καλλιέργειας και της καλλιτεχνικής ευαισθησίας – ο φιλοσοφικός προβληματισμός και η εκφραστική των Τεχνών λειτούργησαν όχι συνοδευτικά, αλλά ως άξονες συγκρότησης του εκκλησιαστικού γεγονότος. Γι’ αυτό και η σημερινή ραγδαία αποχριστιανοποίηση των κοινωνιών σε διεθνή κλίμακα, μοιάζει με έκπτωση δραματική σε παλιμβαρβαρισμό.

Η κοινωνία των σχέσεων αλλοτριώνεται ραγδαία σε διαπάλη συμφερόντων, στη διαπάλη πρωτεύει αυτονόητα η αυθαιρεσία της παντοδαπής ισχύος, ένας εφιάλτης αμοραλισμού, αναξιοκρατίας, αδίστακτης διαφθοράς. Ο κρετινικός πρωτογονισμός της απληστίας γεννάει την απάνθρωπη αδιαφορία για την ανημπόρια των αδύναμων, συντηρεί την υστερία πολεμικών, κάθε τόσο, συγκρούσεων, με σφαγές αόπλων, εφιαλτικούς βασανισμούς αθώων, προγραμματικές, σε τοπική κλίμακα, γενοκτονίες.

Οι μεγάλες Γιορτές της Χριστιανοσύνης, για πολλούς αιώνες, φανέρωναν κοινωνική συνοχή που τη γεννούσε αυτονόητα η πηγαία κοινή χαρά έμπρακτη. Σαρκωνόταν η εόρτια χαρά σε ιδιαίτερες γεύσεις, καλλικέλαδα άσματα, χορούς κυκλωτικούς. Σώμα ζωντανό το χωριό, η γειτονιά, αίμα της καρδιάς η πατρίδα. Χάθηκε σήμερα πια η Ελλάδα της Γιορτής, ο άπεφθος πολιτισμός μιας φτώχειας που έσωζε αρχοντιά, η γνησιότητα της σαρκωμένης στο αυτονόητο αρετής.

Αν είχε διασωθεί το λαϊκό ήθος της Γιορτής, θα ήταν αδιανόητο σήμερα το γκροτέσκο τηλεοπτικό θέαμα: αναμετάδοση της λειτουργικής σύναξης των πιστών, χωρίς συναγμένους πιστούς!! – η τηλοψία να καταργεί το εκκλησιαστικό γεγονός. Ενας άδειος, κλειδωμένος για τον λαό ναός να «λειτουργεί»: «λαού-το-έργο» η λειτουργία, έργο του λαού χωρίς τον λαό! Είναι σαν γάμος χωρίς νύφη και γαμπρό, σαν βαφτίσι χωρίς βαφτιζόμενο – θέαμα μόνο, δηλαδή ένα «στημένο» τίποτα, για ψυχολογική κατανάλωση και ηθικοδιδακτική «ωφελιμότητα».

Συνεπέστατος σε αυτό το τίποτα, ο ιερέας, στον καθεδρικό των Αθηνών, στήνει αναλόγιο στην «ωραία πύλη», ακουμπάει τα χαρτιά του και διαβάζει το διαγγελματικό του κήρυγμα. Παγερά άδειος ο ναός, για ποιον διαβάζει τις κηρυγματικές, χιλιοειπωμένες κοινοτοπίες του ο λειτουργός; Για υποθετικούς τηλεθεατές; Παρά την πολιότητά του, δείχνει να μην υποψιάστηκε ποτέ τη διαφορά του κηρύγματος από την προπαγάνδα, της Εκκλησίας από το ΚΚΕ.

Αν υπήρχε Εκκλησία, στη θέση της «επικρατούσης εν Ελλάδι θρησκείας», το αναγκαίο κλείσιμο των ναών για την απειλή του κορωνοϊού θα ήταν πένθος τίμιο, συνεπές, ανυπόκριτη αγάπη που μοιράζεται (κοινωνεί) με όλους το μαρτύριο του πανικού και τον σταυρό της ασφυξίας. Η μικρή, ελάχιστη γωνιά της γης, που συντηρεί ακόμα το όνομα «Ελλάδα» (ίσως, στο περίπου και την ελληνική εκφραστική) έστω φθίνουσα, θα μπορούσε να φιλοδοξήσει ρόλο ιστορικό στο πανανθρώπινο πεδίο: Να διασώσει τη διαφορά της κατανόησης, από τη γνωστική αμεσότητα της σχέσης, διαφορά της ατομικής επιβίωσης από την κοινωνούμενη ετερότητα.

Τα Χριστούγεννα, η ενανθρώπηση Θεού, αν τα σημαίνοντα κυριολεκτούν, είναι το επαναστατικότερο άγγελμα που δέχθηκε ποτέ η ανθρωπότητα.
 

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς, γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

A-νόητη ύπαρξη και συνύπαρξη

Ο Χριστιανισμός, που ήταν η κυρίαρχη στη Δύση θρησκεία, εμφανίζει δραματική συρρίκνωση. Δεν πρόκειται για θριαμβευτική νίκη του αθεϊσμού, πρόκειται για πλημμυρίδα αδιαφορίας: για το φαινόμενο «θρησκευτικού αποχρωματισμού των μαζών», όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε.

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Η ευρωπαϊκή Νεωτερικότητα πέτυχε να χωρίσει την κοινωνία από τη θρησκεία. Αιώνες ολόκληρους (τους «μέσους» ή «σκοτεινούς» αιώνες) οι κοινωνικοί θεσμοί, ο πολιτικός βίος, κάθε μορφή οργάνωσης της συλλογικότητας στη Δύση, είχε αυτονόητα υποταχθεί στην κυρίαρχη θρησκευτική ιδεολογία – συχνά και στη θεσμική εκπροσώπηση της θρησκείας. Ηταν για τον δυτικό άνθρωπο μια ιστορική εμπειρία άκρως αρνητική, πρώτη εμπειρία ολοκληρωτισμού (: αστυνόμευσης των ηθών και των πεποιθήσεων). Από αντίδραση σε αυτή την εμπειρία, η θρησκεία στη δυτική νεωτερικότητα έγινε ιδιωτική υπόθεση. Είναι ατομική επιλογή, αφορά σε ατομικές πεποιθήσεις, ατομική ηθική, ατομικές συναισθηματικές ικανοποιήσεις. Δεν έχει τίποτα να κάνει με την οργάνωση της συλλογικότητας, δεν πρέπει να επηρεάζει, ούτε στο ελάχιστο, τους κοινωνικούς θεσμούς, τον πολιτικό βίο. Βασικό γνώρισμα των δυτικού τύπου κοινωνιών είναι ο χωρισμός θρησκείας και εξουσίας, Εκκλησίας και κράτους, «ιερού» και «κοσμικού». Αποτέλεσμα του χωρισμού και συνέπεια της ιδιωτικοποίησης είναι η ραγδαία παρακμή των θρησκειών στα πλαίσια των δυτικού τύπου κοινωνιών. Ειδικά ο Χριστιανισμός, που ήταν η κυρίαρχη στη Δύση θρησκεία, εμφανίζει δραματική συρρίκνωση. Δεν πρόκειται για θριαμβευτική νίκη του αθεϊσμού, πρόκειται για πλημμυρίδα αδιαφορίας: για το φαινόμενο «θρησκευτικού αποχρωματισμού των μαζών», όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε.

Οι θρησκευτικοί θεσμοί προσπάθησαν πανικόβλητοι να αντιδράσουν. Δεν διανοήθηκαν, βεβαίως, να αντισταθούν στην ιδιωτικοποίηση της θρησκείας – ο δυτικός Χριστιανισμός, με πρωτοπόρους τον Αυγουστίνο, τον Αλκουίνο, τον Άνσελμο, είχε «εσωτερικεύσει» την πίστη, δηλαδή την είχε μεταβάλει από εκκλησιαστικό (κοινωνούμενων σχέσεων) γεγονός σε ατομοκεντρικών επιτευγμάτων (ορθοφροσύνης και αυτοκυριαρχίας) επίτευγμα. Ηταν αγωνιώδης η προσπάθεια να προσαρμοστεί και ο Χριστιανισμός, ως ατομική θρησκευτική επιλογή, στους όρους της Νεωτερικότητας: Να εξορθολογιστεί, να βάλει στην άκρη τα «μυθολογικά» του στοιχεία (Entmythologisierung), να αποδείξει τη χρηστική του ωφελιμότητα.

Ετσι, ο λόγος του νοήματος της ύπαρξης και της ελευθερίας που γνωρίζεται ως ερωτική αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά, αλλοτριώθηκε σε χρησιμοθηρικό κήρυγμα, σε υστερικά «πρέπει» και «οφείλεις», δηλαδή σε ουτοπική δεοντολογία. Εγινε λόγος ραδιοφωνικός, τηλεοπτικός, καταιγισμός έντυπης προπαγάνδας στην υπηρεσία διόρθωσης των κοινωνικώς εσφαλμένων. Αγνοήθηκε προκλητικά κάθε εμπειρικό έρεισμα της μεταφυσικής ελπίδας.

Φυσικά, ο «εκσυγχρονισμός» του κηρύγματος δεν ανέκοψε τη ραγδαία επέκταση του ορθολογικού μηδενισμού και αμοραλισμού, την περιφρόνηση της θρησκείας. Ποιος αξιοπρεπής άνθρωπος δέχεται να παρηγορήσει την υπαρξιακή του αγωνία με το γεγονός ότι η «θρησκεία» του έχει θαυμαστή φιλανθρωπική δραστηριότητα και ηθικοπλαστικές πρωτοβουλίες; Ποιος δέχεται να εξαρτήσει την εντιμότητά του και το ήθος του από την «καθοδήγηση» ιδεόληπτων προπαγανδιστών; Ποιο νέο παιδί θα δεχθεί να «ψυχαγωγηθεί» τραγουδώντας γλυκερά θρησκευτικά ασμάτια σε μουσική ροκ;

Στην Ελλάδα, την πραγματικότητα του θρησκευτικού αποχρωματισμού, πραγματικότητα της «εκκοσμίκευσης», τη συσκοτίζει και την αποκρύβει μια εθνικιστική ρητορεία, τελευταίο απομεινάρι του επίσημου κρατικού μας πατριωτισμού. Αποτύχαμε ολοφάνερα στο πρόταγμα, να έχει ο αρχαίος και ο μεσαιωνικός Ελληνισμός οργανική συνέχεια ιστορικής ύπαρξης στη Νεωτερικότητα. Μπήκαμε στη Νεωτερικότητα συναινώντας στη ριζική και ολοκληρωτική αλλαγή της ιστορικής μας υπόστασης και ταυτότητας – αρνηθήκαμε την πόλη-κράτος και τη μεσαιωνική της συνέχεια: τις αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες, δεχθήκαμε να υποκατασταθεί η πολιτική κοινωνία των σχέσεων με τις συμβατικές κατασφαλίσεις των «ατομικών δικαιωμάτων».

Οι «ηγετικές» κοινωνικές ομάδες (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, καλλιτέχνες) δείχνουν να ξέρουν για την «εκκλησία του δήμου» και την «εκκλησία των πιστών» μόνο αφελείς παιδαριωδίες ή τυποποιημένα ιδεολογήματα, που τους άφησε ως ανάμνηση ένα ανιαρό μάθημα «θρησκευτικών» στο σχολείο. Αλλά, μια σοβαρή μελέτη των φαινομένων τόσο του «θρησκευτικού αποχρωματισμού» της κοινωνίας όσο και της παράλληλης «εκκοσμίκευσης» των εκκλησιαστικών θεσμών, μπορεί να γίνει με βάση το υλικό του «επίσημου» κηρυγματικού και κατηχητικού λόγου. Να μελετηθούν, λ.χ., οι εγκύκλιοι και τα επίσημα περιοδικά της Ιεράς Συνόδου και των επιμέρους επισκοπών και «μητροπόλεων», συνεντεύξεις και αρθρογραφία επισκόπων, προγράμματα εκκλησιαστικών ραδιοφωνικών σταθμών.

Ίσως μια δημοσκόπηση, με προκλητικά ερωτήματα, ειδικά στους επισκόπους, θα μπορούσε να καταδείξει το πραγματικό μέγεθος της αλλοτρίωσης: «Τι ακριβώς σημαίνει για σας η “αιώνια ζωή” που κηρύττετε; Σημαίνει μιαν επ’ άπειρον παράταση κάθε ατομικής ύπαρξης; Δεν νιώθετε πανικό στη σκέψη να υπάρχετε ατελεύτητα, για δισεκατομμύρια χρόνια, έστω πανευτυχής; Γιατί κάποτε η Εκκλησία μιλούσε για “αλλαγή” του “τρόπου της ύπαρξης”; Ποια εμπειρία του χρόνου και ποια του χώρου προεικονίζει η εκκλησιαστική λατρεία και Τέχνη; Ποια η διαφορά του εκκλησιαστικού γεγονότος της “σωτηρίας” από την ατομική σωτηρία της θρησκευτικής φλυαρίας; Τι είδους “σωτηρία” θα απολαμβάνει μια μάνα αν το παιδί της κολάζεται;».

Τα κηρύγματα σήμερα μιλάνε μόνο για κανόνες συμπεριφοράς και όχι για πληρότητα της ύπαρξης;

_______________________________________________

Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Των Νεοελλήνων η αυτοπαραίτηση


«Η απόλυτη προτεραιότητα της ατομικής αυταρχίας έναντι του αθλήματος της συνύπαρξης είναι αλλαγή του τρόπου της ύπαρξης και η αλλαγή αυτή συνεπάγεται όχι μορφολογικές μεταβολές, αλλά αληθινή κοσμογονία.»

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Θα ήθελα να συστήσω στον αναγνώστη ένα πρόσφατα εκδεδομένο βιβλίο, από τα θεμελιώδη, πιστεύω, για την οικοδόμηση της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας – ή για τον φωτισμό του κενού απουσίας της. Τίτλος του βιβλίου: Η Αθήνα ξένη στον εαυτό της – Η γένεση μιας νεοκλασικής πρωτεύουσας. Συγγραφέας, ο αρχιτέκτονας Γιάννης Τσιώμης (1944-2018), εκδότης οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Το βιβλίο σαφώς υπερβαίνει τον χαρακτήρα μελετημάτων αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας, κεντρικό του θέμα είναι: πώς «κατασκευάζεται» μια κρατική «πρωτεύουσα», όχι για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες και οι στόχοι ενός εθνικού (ή πολυεθνικού) πληθυσμού, αλλά για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις και σκοπιμότητες συγκεκριμένου ιδεολογήματος. Στα τέλη του 18ου – αρχές του 19ου αιώνα, η Αθήνα ήταν «μια ερειπωμένη, κατεστραμμένη κωμόπολη», το όνομά της όμως παρέπεμπε, τους νεήλυδες στον πολιτισμό έποικους της Ευρώπης, στη μοναδική δυνατότητα να επινοήσουν μια πολιτισμική τους διαφοροποίηση.

«Η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα προτού καν γίνει πόλη», από τοπωνύμιο μεταποιήθηκε σε ιδεολόγημα. Ας διαβάζαμε οι σημερινοί Ελληνώνυμοι (από την πλήθουσα, έντιμη δυτική ιστοριογραφία, τουλάχιστον το ξεστραβωτικό βιβλίο του Jacques Le Goff, Η Ευρώπη γεννήθηκε τον μεσαίωνα;): Θα συνειδητοποιούσαμε (φυσικά οι απροκατάληπτοι) ότι η ίδρυση του ελλαδικού κρατιδίου «επετράπη» από τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις μόνο με την προϋπόθεση ότι η δομή, ο χαρακτήρας, οι θεσμοί και οι λειτουργίες του ελληνώνυμου σκευάσματος, θα απέκλειαν, με απροκάλυπτες, εξευτελιστικές εγγυήσεις, να ξανα-υπάρξει «Ελληνική Οικουμένη» (η χλευαστικά παρονομασμένη σε «Βυζάντιο»).

Από τα πρώτα βήματα της πλαστογραφίας –μεταποίησης ενός πολιτισμικού «παραδείγματος» σε θεμελιωδώς αλλοτριωμένο «εθνικό» κρατίδιο– ήταν να συνδεθεί η ελληνώνυμη συλλογικότητα απευθείας με την κλασική Αρχαιότητα, παρακάμπτοντας την «Πόλη και την Αγια-Σοφιά». Πρώτο βήμα: «Να σχεδιάσουν οι αρχιτέκτονες το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο των Αθηνών πάνω σε μια πραγματική tabula rasa… Ξηλώθηκε η οργάνωση του χώρου που ίσχυε στην πρώην οθωμανική επαρχία… με σκοπό την ένταξή της σ’ έναν άλλο, ευρωπαϊκό, νεωτερικό, καπιταλιστικό» σχεδιασμό.

Ο Τσιώμης δείχνει, με διαυγέστατη κριτική οξύνοια και αφομοιωμένη γνώση του δυτικού «παραδείγματος» ότι ο «νεοκλασικισμός» που επελέγη, σαν αισθητική έκφραση της καθαρμένης από το «Βυζάντιο» Ελλάδας, ήταν «μια ανανεωμένη εκδοχή του Διαφωτισμού… παιδί του Διαφωτισμού… απότοκο και μια από τις νεωτερικές μετενσαρκώσεις του στην πολιτική του διάσταση».

Σε ένα κεφάλαιο, που ο συγγραφέας το επιγράφει «Βία κατά του χώρου», τίθεται το ερώτημα: «Μπορούμε άραγε να συλλάβουμε την τιτάνια προσπάθεια που απαιτήθηκε, ώστε ένας χώρος, που ώς τότε αποτελούσε απειροελάχιστο τμήμα μιας αυτοκρατορίας, να συγκροτηθεί σε κρατικό μόρφωμα; Το ζητούμενο δεν ήταν μόνο να οριοθετηθεί η επικράτεια μέσα σε νέα σύνορα, αλλά και να εδραιωθεί στη συνείδηση των κατοίκων της (στην εθνική συνείδηση) ως νέα γεωγραφική οντότητα, όπου θα ίσχυαν εφεξής νέοι νόμοι και νέοι κοινωνικοί συσχετισμοί. Και για να γίνει αυτό, έπρεπε να ξεριζωθούν οι προηγούμενοι, να δημιουργηθεί ένα κέντρο αναφοράς, μια πρωτεύουσα, να οικοδομηθεί ένα κράτος».

«Αυτό το τοπίο μετάλλαξε ο νομοθέτης (ο τάχα και πολιτικός), μετά την ανεξαρτησία της χώρας, φτάνοντας στο σημείο να παραχαράξει και να μεταλλάξει την ίδια τη γεωγραφία». Από καταγωγής του το ελλαδικό κράτος, δέσμιο στον στείρο μιμητισμό της Δύσης, αγνοεί τη διαφορά (μοιάζει να την παραβλέπει) της ελληνικής κοινωνίας από την societas της Δύσης. Η κοινωνία είναι ένα κατόρθωμα υπέρβασης των αναγκαιοτήτων που διέπουν την πρακτική της χρησιμότητας, για χάρη του αυτοσκοπού της υπαρκτικής ελευθερίας. Societas είναι «ο εταιρισμός επί κοινώ συμφέροντι», η προτεραιότητα της ατομικής κατασφάλισης έναντι των διακινδυνεύσεων που συνεπάγεται η περιπέτεια της σχέσης, δηλαδή της αυθυπέρβασης.

Ο τίτλος «βία κατά του χώρου» είναι ένας εύστοχος εντοπισμός της αγεφύρωτης διαφοράς που διαστέλλει και διαφοροποιεί πολιτισμούς, όχι συμπτώματα, όχι μορφολογικά απλώς χαρακτηριστικά. Διαφοροποιεί «καισαρικά» τον Πύργο του Αϊφελ από τον Παρθενώνα, τη δημοκρατία από τη res publica, τα «ατομικά δικαιώματα» από την «ιερότητα» της πολιτικής, τη γνώση ως φωτισμό από τη γνώση ως χρηστική κατανόηση – και μύριες ανάλογες διαφορές. Η απόλυτη προτεραιότητα της ατομικής αυταρχίας έναντι του αθλήματος της συνύπαρξης είναι αλλαγή του τρόπου της ύπαρξης και η αλλαγή αυτή συνεπάγεται όχι μορφολογικές μεταβολές, αλλά αληθινή κοσμογονία. Το συναρπαστικό βιβλίο του Γιάννη Τσιώμη είναι μια ακόμα περίπτωση που ξαφνιάζει, συγκλονίζει, συναρπάζει, έστω κι αν το παιχνίδι μοιάζει οριστικά χαμένο. Έχουν αλλοτριωθεί οι θεμελιώδεις συντεταγμένες του ελληνικού αθλήματος της συνύπαρξης και η επιστροφή – επανεύρεσή τους προϋποθέτει μετάλλαξη των νάνων σε γίγαντες.

Όποιος θεωρεί «απαισιόδοξο» το συμπέρασμα, ας παρακολουθεί, όσο αντέχει, τον ευτελισμό του δημόσιου λόγου και της «πληροφόρησης»
__________________________________________________________________________________

Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Μοναρχική δημοκρατία

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Αφού η ερχόμενη σε λίγες μέρες χρονιά, το 2021, είναι επετειακή –διακόσια χρόνια από την Επανάσταση των τότε Ελλήνων και την αποτίναξη του ζυγού δουλείας στους Τούρκους– ας θυμηθούμε συνωδά και μία ακόμα συντυχία: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο 99ος πρωθυπουργός στο συμβατικό ελληνώνυμο κρατίδιο, αυτό που προέκυψε από τα κόκαλα τα ιερά των Ελλήνων, μυριάδων, θυσιασμένων στο όραμα της ελευθερίας.

Ενενήντα εννέα πρωθυπουργοί σε διακόσια χρόνια: περίπου ένας πρωθυπουργός κάθε δύο χρόνια. Επειδή κάποιοι πρωθυπούργευσαν περισσότερες από μία φορές, ας χαλαρώσουμε την ασφυκτική στενότητα της διαδοχής που παραμένει, ωστόσο, εντυπωσιακή. Οπως ζωτικό και πολύ γονιμότερο παραμένει το ερώτημα: Αυτή η πληθώρα των πρωθυπουργών, οι άνθρωποι που έφτασαν στο ανώτατο αξίωμα, τι άφησαν πίσω τους; Γιατί τόση η αποτυχία της χώρας και τόση η καχεξία; Γιατί οι ανήκεστες βλάβες; Γιατί σε δυναμικό πλεονασμό η πανουργία, η ψευτιά, η ανημπόρια στο κρατίδιο;

Η θέση που παίρνει στην Ιστορία ένας ηγέτης, όπως και κάθε δημιουργός, δεν κρίνεται από εφήμερα τεχνάσματα συγκυριακής καπατσοσύνης, αλλά από τη δημιουργία θεσμών – δομών – προϋποθέσεων κοινωνικής ευρυθμίας και προόδου. Δεν είναι η οικονομία που χειραγωγεί την Ιστορία, είναι κυρίως η προτεραιότητα καλλιέργειας των ανθρώπων, η ανάγκη για ποιότητα της ζωής. Ο Τζον Ντ. Ροκφέλερ έμεινε στην Ιστορία σαν εκπληκτική περίπτωση αμύθητου πλούτου – σήμερα τον ξεπερνάνε πολλοί. Ενώ ο άσημος, όσο ζούσε, αεροπόρος Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ θα σημαδεύει την ευαισθησία και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων, σε ολόκληρο τον πλανήτη, για γενεές γενεών. Εικόνα ο αντιθετικός παραλληλισμός, απλή ένδειξη.

Πάντως, η απορία γεννιέται αυθόρμητη: Οι ζώντες πρώην πρωθυπουργοί μας, Σημίτης, Κώστας Καραμανλής, Γιωργάκης Παπανδρέου, Παπαδήμος, Πικραμμένος, Σαμαράς, Τσίπρας, Θάνου και ο επί σκηνής Κυριάκος Μητσοτάκης, πώς σκέπτονται την καταχώρισή τους στις δέλτους της Ιστορίας; Συνέκριναν ποτέ την περίπτωσή τους με το προηγούμενο του Αλέξανδρου Ζαΐμη (πέντε φορές πρωθυπουργού), του Δημητρίου Ράλλη (έξι φορές), του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου (δέκα φορές!), ολότελα ξεχασμένους όλους; Ακουσαν ποτέ τα ονόματα, έστω, του Κωνσταντίνου Δεμερτζή, Νικόλαου Καλογερόπουλου, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, Σωτήριου Σωτηρόπουλου, επίσης πρωθυπουργών κάποτε;

Να φτάσεις στο αξίωμα του πρωθυπουργού και να απομείνεις ανύπαρκτος στις συνειδήσεις, πρέπει να συνιστά εφιάλτη. Σίγουρα, κάθε μετριότητα επαγγελματία πολιτευτή, βολεμένου κομματανθρώπου, δεν «γράφει Ιστορία». Ακόμα και άνθρωποι ταλαντούχοι φτάνουν σε ανώτατα αξιώματα με νοοτροπία υπαλληλικής προαγωγής – υποκλίνονται μπροστά σε ευτελείς κομματάρχες. Για να «γράψεις Ιστορία», σε μια παρακμιακή κοινωνία, πρέπει «να σπάσεις αβγά»: να διακινδυνεύσεις ανατροπές, να τολμήσεις τομές, να μη φοβάσαι την αλήθεια. Οχι από «νταϊλίκι» ή για τον κομπασμό του σπουδαίου και ξεχωριστού, αλλά μόνο για το όραμα της αξιοπρέπειας αυτού του λαού, για μια ανάσα παρηγόριας των τσαλαπατημένων από την αναίδεια της κομματοκρατίας πολιτών.

Για να επιλεγεί ένας διακεκριμένος πολίτης στην εφήμερη θητεία υπηρεσιακού πρωθυπουργού, τα κόμματα τον έχουν «τεστάρει», έχουν βεβαιωθεί ότι είναι εγγυημένα ακίνδυνος. Δεν μπορεί να νομοθετήσει (η Βουλή προεκλογικά διαλύεται), αλλά θα μπορούσε να μιλήσει. Και τις ενδεχόμενες καταγγελίες ενός πρωθυπουργού, την εύτολμη δημοσιοποίηση (π.χ. με πυκνά διαγγέλματα) της κακουργίας των κομμάτων, θα την εμπόδιζαν οι κομματάνθρωποι, ακόμα και με πρακτικές υποκόσμου. Αν η επίκριση είχε προλάβει να κατατεθεί, θα σημάδευε ανεξίτηλα τους ενόχους.

Τα κόμματα είναι η απόλυτη, ανεξέλεγκτη, ολοκληρωτικού χαρακτήρα εξουσία. Γι’ αυτό και δεν διανοήθηκε ποτέ υπηρεσιακός πρωθυπουργός την παραμικρή, υπηρετική της κοινωνίας πρωτοβουλία, αντιτασσόμενος στα κόμματα: Να δημοσιοποιήσει αριθμούς διορισμένων χωρίς ΑΣΕΠ στο Δημόσιο. Να ξεγυμνώσει αδιαφανείς συναλλαγές των Τραπεζών με τα κόμματα. Να εγκαλέσει κόμματα για αδιαφανή χρηματοδότησή τους από εργολήπτες δημοσίων έργων. Ή όποια (πολλά) εφιαλτικά ανάλογα.

Η κοινωφελής λογική μιας οργανωμένης συλλογικότητας προϋποθέτει (και κατοχυρώνει με το Σύνταγμα) τη διάκριση των εξουσιών, την ανεξαρτησία κάποιων κοινωνικών λειτουργιών. Αυτός που κυβερνάει δεν μπορεί και να νομοθετεί τους όρους διακυβέρνησης. Στη μετα-πασόκ Ελλάδα (με την ανοχή όλων των κομμάτων, αλλά και των Δικαστών, των ΜΜΕ, των Ενόπλων Δυνάμεων, των «Πνευματικών Ιδρυμάτων») το πολίτευμα είναι η απόλυτη πρωθυπουργική μοναρχία. Ο πρωθυπουργός διορίζει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής, τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων, την Ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Δύσκολο να υπάρξει προκλητικότερη διακωμώδηση της Δημοκρατίας.

Έχουν δεχθεί ώς τώρα αδιαμαρτύρητα τη διακωμώδηση, τριαντατέσσερα ολόκληρα χρόνια, τέσσερις Πρόεδροι της Δημοκρατίας και δέκα πρωθυπουργοί. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: Η ανοχή αυτή μπορεί να ερμηνευθεί ως πρόβλημα πολιτικής ανωριμότητας του ηγετικού δυναμικού της χώρας, σύμπτωμα μειωμένης δημοκρατικής ευαισθησίας; Ή να διαγνώσουμε στο σύμπτωμα μια δραματική χρεοκοπία θεσμών, όπως το σχολείο, το πανεπιστήμιο, ο συνδικαλισμός, η δημοσιογραφία, οι Ενοπλες Δυνάμεις; Και για μια τέτοια χρεοκοπία, τι μπορούμε να κάνουμε οι πολίτες; Τα «στραβά μάτια»;
_________________________________________________________________

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

«Τα κεφάλια μέσα»

Η τιμιότητα, η ειλικρίνεια και ο ρεαλισμός (θεμελιώδεις προϋποθέσεις κοινωνικής συνύπαρξης) επιβάλλουν την, προσωρινή έστω, άχρι καιρού, διαγραφή από το πολιτικό λεξιλόγιο των όρων Αριστερά, Κέντρο, Δεξιά. Μήπως και αναγκαστούν τα κόμματα, με αυτή την απαγόρευση, να διαφοροποιηθούν «επί της ουσίας»: Να καταθέσουν προγράμματα, να δεσμευθούν με ονόματα υπουργών που θα τα εφαρμόσουν...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Δ​​ιάγγελμα από την Ιθάκη, ο Αλέξης Τσίπρας, πανηγυρισμοί για την «έξοδο» από τα «μνημόνια». Σκηνοθεσία από δεύτερο χέρι – απομίμηση του Καστελλόριζου, με τον τραγωδικής φαιδρότητας ΓΑΠ, το 2010. Και τότε και τώρα, στο Καστελλόριζο ή στην Ιθάκη, η επιπολαιότητα (ή το θράσος) τρομάζει: Λανσάρεται η συνθηκολόγηση σαν θρίαμβος, η ντροπή σαν περηφάνια, η κοινωνική δεινοπάθηση, σαν στρατηγικό κατόρθωμα.

Τον τρόμο τον μεταβάλλει σε πανικό η απουσία εναλλακτικής πολιτικής πρότασης: Η αξιωματική αντιπολίτευση ρητορεύει γενικότητες, δεν αντιπαραθέτει επεξεργασμένο σχεδιασμό μεταρρυθμίσεων – ποιες συγκεκριμένες αλλαγές θα επιφέρει αυτή σε κάθε τομέα του κοινωνικού βίου, με ποιους ετοιμασμένους για την αλλαγή επιτελάρχες, με ποιο αξιόπιστο ανθρώπινο δυναμικό. Το αρχηγικό και στελεχιακό έλλειμμα στην αξιωματική αντιπολίτευση κραυγάζει, και είναι οξύ πρόβλημα για τη χώρα. Οι τσιρίδες και τα νευράκια δεν συνιστούν αντιπολιτευτική σοβαρότητα, αλλά συμπαιγνία στον ανταγωνισμό εντυπωσιασμού των ανεγκέφαλων.

Στα απολειφάδια του πασοκικού εφιάλτη δεν μπορούν να επενδυθούν πολιτικές ελπίδες – θα ήταν άρνηση κάθε λογικής. Το ίδιο ισχύει και για συνονθυλεύματα ευκαιριακά, συγκροτημένα με τη λογική των δημοσιοσχετίστικων εφέ. Η χώρα χρειάζεται κατεπειγόντως έναν σοβαρό κομματικό σχηματισμό με στέρεη ραχοκοκαλιά κοινωνικών στόχων. Οι επίδοξοι μνηστήρες είναι (στο διαδίκτυο τουλάχιστον) πληθώρα, αλλά με εχέγγυα σοβαρότητας μηδενικά. Η Ν.Δ. έχει πια αποδείξει περίτρανα, σε ιστορική διαδρομή τριάντα επτά χρόνων, ότι δεν είχε ποτέ τις προϋποθέσεις να είναι κάτι περισσότερο από ένα εφήμερο σχήμα εξυπηρέτησης της διαχειριστικής ιδιοφυΐας του ιδρυτή της. Δεν είχε ποτέ κοινωνικό όραμα άλλο, από την ιστορικο-υλιστική καταναλωτική μονοτροπία, την ίδια με τους αντιπάλους της.

Η χώρα κραυγάζει την ανάγκη για ένα καινούργιο πολιτικό κόμμα, που με τη συγκρότησή του και μόνο, τους κοινωνικούς - μεταρρυθμιστικούς στόχους του, την ανθρώπινη ποιότητα των επιτελών του, θα αλλάξει τους όρους του ελλαδικού πολιτικού βίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοτιτλοφορείται «Αριστερά» και μάλιστα «ριζοσπαστική» (αχαλίνωτη πάντοτε η καπηλεία), πειθαρχημένος απόλυτα στις «Αγορές» και στις απαιτήσεις των τοκογλύφων. Ετσι χαρίζει το μονοπώλιο της «Αριστεράς» στον ψυχοπαθολογικό σταλινισμό του Περισσού και εξαγοράζει οπαδούς χτίζοντας το δικό του, χυδαιότερο από κάθε προηγούμενο, πελατειακό κράτος.

Η τιμιότητα, η ειλικρίνεια και ο ρεαλισμός (θεμελιώδεις προϋποθέσεις κοινωνικής συνύπαρξης) επιβάλλουν την, προσωρινή έστω, άχρι καιρού, διαγραφή από το πολιτικό λεξιλόγιο των όρων Αριστερά, Κέντρο, Δεξιά. Μήπως και αναγκαστούν τα κόμματα, με αυτή την απαγόρευση, να διαφοροποιηθούν «επί της ουσίας»: Να καταθέσουν προγράμματα, να δεσμευθούν με ονόματα υπουργών που θα τα εφαρμόσουν.

Ενα καινούργιο πολιτικό κόμμα θα λειτουργήσει νομοτελειακά σαν καταλύτης για την εξαφάνιση της σημερινής τεταρτοκοσμικής αθλιότητας. Θα υποχρεώσει, με την άρθρωση-δομή και τους στόχους του, σε κυριολεξίες: Λέξεις όπως «εσωκομματική δημοκρατία», «αξιολόγηση ποιότητας», «ιεράρχηση προτεραιοτήτων», «επανίδρυση του κράτους», «ελληνοκεντρικός εκσυγχρονισμός» και άλλες ανάλογες, θα πάρουν σάρκα και οστά πολιτικού ρεαλισμού, μόλις γίνουν πολιτικό πρόγραμμα κόμματος, χρονοδιάγραμμα θεσμικών μεταρρυθμίσεων με προκαθορισμένους επώνυμους, αξιόπιστους αναδόχους της ευθύνης.

Ομως, ένα κόμμα - καταλύτης θεμελιωδών αναδιαρθρώσεων του πολιτικού βίου δεν γεννιέται από ιδεολογικά προτάγματα ούτε από το ταλέντο «χαρισματικών» ηγετών. Το «Κόμμα των Φιλελευθέρων» του ειδωλοποιημένου Βενιζέλου, η «Ενωση Κέντρου» του Γεωργίου Παπανδρέου, η ΕΡΕ και η Ν.Δ. του Κωνσταντίνου Καραμανλή, πέρασαν, όλα, σε μέτριους ή σπιθαμιαίους ή φαιδρούς επιγόνους, έχοντας αποσβέσει κάθε ίχνος πολιτικής ιδιαιτερότητας και δυναμικής. Ενα πραγματικά καινούργιο κόμμα θα γεννηθεί μόνο από την πίεση των αναγκών, την ακαταμάχητη δυναμική συνειδητοποιημένων αναγκών.

Ομως συχνά οι «ανάγκες» μιας παρακμιακής κοινωνίας είναι τυφλά μαζοχιστικές, αυτοκαταστροφικές – το βεβαιώνει εμφατικά η ποιότητα των διαδοχικών αρχηγών τόσο στη λεγόμενη «Δεξιά» όσο και στο λεγόμενο «Κέντρο». Γι’ αυτό οι υψηλού ορθολογισμού κοινωνίες συντηρούν εφεδρικούς θεσμούς αυθεντίας («Γερουσία», «συμβούλιο στέμματος» ή ό,τι ανάλογο), για τις περιπτώσεις που οι κομματικές πολώσεις αχρηστεύουν τη λογική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Στο Ελλαδιστάν η επαρχιωτίλα των «προοδευτικών δυνάμεων» αρνείται κάθε τέτοιο ανάχωμα σωφροσύνης απέναντι στην παράνοια της εξουσιολαγνείας.

Δέχεται (ανέχεται) η κομματοκρατία να υπάρχει και Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αλλά όχι ως λειτουργικός θεσμός εγγυητή του πολιτεύματος. Να υπάρχει μόνο διακοσμητικά, σε ρόλο ανάλογο των φουστανελοφόρων της φρουράς του – για το θεαθήναι. Και συναινεί η ελλαδική κοινωνία παθητικά σε αυτόν τον ευνουχισμό της δημοκρατίας, στον απροκάλυπτο εμπαιγμό της κοινωνίας. Πρωτοβουλίες του Προέδρου, υπερκομματικές αλλά ουσιωδώς πολιτικές, ικανές να λειτουργήσουν σαν καταλύτης για τη γένεση καινούργιων κομματικών σχηματισμών, αποκλείονται.

Απόλυτη η προστακτική: «τα κεφάλια μέσα».
 ________________________
 
* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.