Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Χρήστος Γιανναράς. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Χρήστος Γιανναράς. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Θριαμβικός αφελληνισμός

Με τη νηφαλιότητα της χρονικής απόστασης σήμερα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η δικτατορία των συνταγματαρχών έφερε στο φως τη δυσδιάκριτη σχιζοείδεια που χαρακτηρίζει τον ελλαδικό κρατικό βίο, από τα πρώτα βήματα εκσυγχρονισμού – εξευρωπαϊσμού του.


Το πιο οδυνηρό: Με τη δικτατορία της επταετίας, 1967-1974, η σύγχυση εννοιών και οπτικής στο ελληνόφωνο κρατικό απολειφάδι κυριάρχησε ολοκληρωτικά. Οι «εκπαιδευτικές» μεταρρυθμίσεις, από το 1974 έως σήμερα, κατόρθωσαν τέτοια ρήξη της ελληνικής συνέχειας και τέτοιον αφελληνισμό των Ελληνωνύμων, που ούτε οι Τούρκοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να ονειρευτούν.

Η αλήθεια της ποιότητας

από την επίσκεψη του Ρώσου Προέδρουμ Βλαντιμίρ Πούτιν στο Άγιο Όρος (2016)

«Αυτή ήταν η εικόνα του Πούτιν, προσκυνητή στο Αγιονόρος, πριν έξι χρόνια. Σήμερα όμως ο ίδιος εκείνος Πούτιν εμφανίζεται στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, τα θορυβωδέστερα και εμπορικότερα, να είναι αυτός που σπέρνει όλεθρο και τρόμο, μαζί και την απειλή της πυρηνικής απειλής για τον πλανήτη....»

 

Χρήστος Γιανναράς*

Στη μνήμη κάποιων Ελλήνων έχουν, ίσως, αποτυπωθεί εικόνες τηλεοπτικές από την επίσκεψη του Βλαδίμηρου Πούτιν στο Άγιον Όρος, τον Μάιο του 2016. Ο μονοκράτορας του μαρξιστικού συνασπισμού «πασών των Ρωσιών», διάδοχος του Λένιν και του Στάλιν, σταυροκοπιόταν στο Αγιονόρος ορθόδοξα και παραδοσιακά, ασπαζόταν Εικόνες με την αυθορμησία μακροχρόνιου εθισμού, δίχως την παραμικρή αμηχανία ή προσποίηση επιδεικτικής ευσέβειας.

Ο,τι κι αν πίστευε ο καθένας μας για την ειλικρίνεια των κινήτρων και σκοπιμοτήτων του, είχαμε την ίδια έκπληξη: Βλέπαμε σε ζωντανή μετάδοση αυτό το σύμβολο της αθεϊστικής μονοτροπίας, με δεκάχρονη (περίπου) θητεία στην ηγεσία της σκληροπυρηνικής KGB, ταυτισμένον στις συνειδήσεις με τη φρίκη των Γκουλάγκ και της Κολιμά, να δηλώνει με σιωπηλά σταυροκοπήματα την πίστη του – «έκανε την προσευχή του με τα χέρια του» όπως λέει ο Τολστόι για τον αγράμματο «Αλιόσα τον τσούκαλο» στο ομώνυμο διήγημά του.

Αυτή ήταν η εικόνα του Πούτιν, προσκυνητή στο Αγιονόρος, πριν έξι χρόνια. Σήμερα όμως ο ίδιος εκείνος Πούτιν εμφανίζεται στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, τα θορυβωδέστερα και εμπορικότερα, να είναι αυτός που σπέρνει όλεθρο και τρόμο, μαζί και την απειλή της πυρηνικής απειλής για τον πλανήτη. Ως τώρα, μόνο με συμβατικά όπλα, ισοπεδώνει πόλεις ολόκληρες στεριώνοντας την κυριαρχία του σε κρίσιμες περιοχές της Ουκρανίας, χωρίς να λογαριάζει ούτε τις δικές του απώλειες, ούτε τον αριθμό των νεκρών αντιπάλων του, ούτε τα εκατομμύρια των προσφύγων, τις μυριάδες των αστέγων σε χειμώνα βαρύ. Για τα συστήματα «πληροφόρησης» που δικτυώνουν τον πλανήτη μας, άλλη δικαιολογία δεν υπάρχει, η ευθύνη για τη φρίκη αυτού του πολέμου βαραίνει αποκλειστικά τον Πούτιν.

Υπάρχει ωστόσο και το ελεύθερο ακόμα Διαδίκτυο, που σώζει άλλη δυνατότητα πληροφόρησης, με διαφορετική οπτική. Χωρίς κρατικά ή διακρατικά εχέγγυα «εγκυρότητας», μόνο με παραπομπές στη θυσιαστική εντιμότητα της τίμιας δημοσιογραφίας. Δείγμα τέτοιας εντιμότητας μοιάζει να είναι η επικαιρική ταινία μικρού μήκους του Ολιβερ Στόουν (Oliver Stone) Ukraine on Fire. Δίκοπο μαχαίρι η «πληροφόρηση», έντυπη, ραδιοφωνική, τηλεοπτική, μπορεί εύκολα να υποτάξει την αλήθεια της είδησης σε άθλιες σκοπιμότητες εξουσιαστικής ισχύος, εγωτικής αυταρέσκειας, μανιωδών ορέξεων κέρδους και ηδονής.

Η φρίκη και απανθρωπία ενός πολέμου μπορεί να είναι η απελπισμένη άμυνα αυθυπεράσπισης, ενός ή περισσότερων λαών, απέναντι σε απάνθρωπα συμφέροντα (ή βίτσια) σταλινικών επιγόνων ή του υπόκοσμου φασιστοειδών εκτρωμάτων ωραιοποιημένου νεοναζισμού. Η εξαγορασμένη από τη μια ή την άλλη παράταξη εξιδανίκευση της φρικώδους κακουργίας δεν ελέγχεται από τα θύματα. Κάθε πόλεμος είναι μια άκρως οδυνηρή οπισθοχώρηση της όποιας ευτυχίας θνητών υπάρξεων, μεγέθυνση ο πόλεμος της στέρησης, των δραματικών ελλείψεων, της ορφάνιας, της απατρίας, του απελπισμού. Αιώνες τώρα, ίδια η πίκρα και η απόγνωση που γεννάει ο κάθε πόλεμος στις μυριάδες των λογικών υπάρξεων που τον υφίστανται, χωρίς να τον έχουν επιλέξει. Και το κακό τέλος δεν έχει. Κάθε γενιά θα γεύεται, περισσότερο ή λιγότερο, άμεσα ή έμμεσα, την αγωνία και την αβάσταχτη πίκρα της απειλής πολέμων, δηλαδή ανθρωποθυσιών.

Ο Ελληνισμός αποτύπωσε στη χαρισματική μέσα στους αιώνες γλώσσα του, δύο γριφώδεις αφορισμούς για τη φρικώδη νομοτέλεια του πολέμου. Πρώτος, ο μέγιστος των μεγάλων Ηράκλειτος: «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ έστι, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους» (Frgm. 53). Ολα, τα θεϊκά και τα ανθρώπινα, προκύπτουν από την αντίθεση και τη διαμάχη. Οι αθάνατοι θεοί είναι αυτό που είναι, σε αντίθεση με τους εφήμερους και πεπερασμένους ανθρώπους, ελεύθεροι από αναγκαιότητες και περιορισμούς οι θεοί, δούλοι της ανάγκης και των περιορισμών οι άνθρωποι.

Και ο δεύτερος ιλιγγιώδης αφορισμός στη γλώσσα μας, ο ευαγγελικός: «Ο μείζων εν υμίν γενέσθαι ως ο διακονών. Τις γαρ μείζων, ο ανακείμενος ή ο διακονών; Ουχί ο ανακείμενος; Εγώ δε ειμί εν μέσω υμών ως ο διακονών» (Λουκ. 22, 26-27). Οι άνθρωποι λογαριάζουμε υπέρτερο ανάμεσά μας αυτόν που όλοι τον υπηρετούν. Κι όμως «μέγας», αληθινά υπέρτερος, είναι αυτός που ελεύθερος από την εγωκεντρική νομοτέλεια διακονεί τους πάντες με θυσιαστική και γενναία αυταπάρνηση.

Τόσο καίρια σημασία για την εκτίμηση και αξιολόγηση των ανθρώπων έχει η ελευθερία από το εγώ, από την άμυνα της ατομικότητας – η ετοιμότητα της αυτοπροσφοράς. Μακρινός στόχος, δυσκατόρθωτος, σε ώρες οδύνης και απελπισμού μοιάζει άχρηστος. Το θαυμαστό και παράδοξο είναι ότι ο στόχος, πέρα από κάθε χρηστική λογική, σώζει, ως σκοπούμενο τέλος, την αλήθεια και το «νόημα» της ύπαρξης.
_________________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

…Όμως πατρίδα είναι η γλώσσα


Ύστερα από διακόσια χρόνια υποτιθέμενης κρατικής ανεξαρτησίας, η ελλαδική κοινωνία είναι ολοφάνερα παγιδευμένη στη μέγκενη ολοκληρωτικής οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης από τη Δύση... 

Προηγήθηκαν, σε ανύποπτο χρόνο, δυο έμμεσες, διακριτικές αμφισβητήσεις της αποτελεσματικότητας του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, δύσπεπτες, κυρίως για κρατικοδίαιτα στομάχια: Πρώτος τόλμησε ο πολύπαθος Μακρυγιάννης ένα οδυνηρό, οδυνηρότατο ερώτημα: «Αν μας έλεγε κανένας αυτήνη τη λευτεριά οπού θα γευόμαστε, θα περικαλούσαμε τον Θεό να μας αφήσει εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα πει πατρίδα, τι θα ειπεί θρησκεία, τι θα ειπεί φιλοτιμία, αρετή, τιμιότη» Δεύτερη, η ανυπόκριτη έκρηξη του Παπαδιαμάντη: «Α! αι εκλογαί, η μόνη επί εβδομήκοντα έτη ασχολία μας, αφ’ ότου ηλευθερώθημεν, αφ’ ότου δηλαδή μεταλλάξαμεν τυράννους, τους οποίους διά των εκλογών φανταζόμεθα ότι αντικαθιστώμεν τάχα συχνότερον».

Χρήστος Γιανναράς *

EXOYME αφήσει πίσω μας την επετειακή χρονιά 2021 – συμπληρωμένα διακόσια χρόνια από την επανάσταση των Ελλήνων για την απελευθέρωσή τους από τον τουρκικό ζυγό. Το πέρας του εθιμοτυπικού εορτασμού επιτρέπει νηφάλιες, κατά το δυνατό, εκτιμήσεις, απροκατάληπτο προβληματισμό.

Προηγήθηκαν, σε ανύποπτο χρόνο, δυο έμμεσες, διακριτικές αμφισβητήσεις της αποτελεσματικότητας του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, δύσπεπτες, κυρίως για κρατικοδίαιτα στομάχια: Πρώτος τόλμησε ο πολύπαθος Μακρυγιάννης ένα οδυνηρό, οδυνηρότατο ερώτημα: «Αν μας έλεγε κανένας αυτήνη τη λευτεριά οπού θα γευόμαστε, θα περικαλούσαμε τον Θεό να μας αφήσει εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα πει πατρίδα, τι θα ειπεί θρησκεία, τι θα ειπεί φιλοτιμία, αρετή, τιμιότη». Δεύτερη, η ανυπόκριτη έκρηξη του Παπαδιαμάντη: «Α! αι εκλογαί, η μόνη επί εβδομήκοντα έτη ασχολία μας, αφ’ ότου ηλευθερώθημεν, αφ’ ότου δηλαδή μεταλλάξαμεν τυράννους, τους οποίους διά των εκλογών φανταζόμεθα ότι αντικαθιστώμεν τάχα συχνότερον».

Δεν είναι εύκολη η κρίση για τον ρεαλισμό τόσο του διλήμματος του Μακρυγιάννη όσο και της απογοήτευσης του Παπαδιαμάντη. Θα ήθελα μόνο να καταθέσω την εκτίμησή μου (και δεν είναι πρώτη φορά) για το βιβλίο που πιστεύω ότι συγκεφαλαιώνει και τεκμηριώνει εμπεριστατωμένα τον «καημό της Ρωμιοσύνης» – την αποτυχία του Ελληνισμού, εδώ και δύο αιώνες, να ξαναβρεί την πολιτισμική του ταυτότητα, επομένως και την ιστορική του δυναμική.

Μιλάω για το μελέτημα της, πρόωρα χαμένης, Έλλης Σκοπετέα: Το «πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα (Αθήνα 1988), το γονιμότερο και ωριμότερο μελέτημα που γνωρίζω για τη Νεότερη Ελληνική Ιστορία. Το μελέτημα οριοθετείται χρονολογικά στην περίοδο 1830-1880. Είναι τα χρόνια όπου φτάνει στο απόγειο η σύγχυση ταυτότητας του εξεγερμένου, για την ελευθερία του και τον αυτοκαθορισμό του, Ελληνισμού.

Η σύγχυση μπορεί να καταδειχθεί μόνο με πολλή απλοποίηση, εγκαταλείποντας τη φιλοδοξία των «αποδείξεων» και επιλέγοντας τις «ενδείξεις». Τι σήμαινε «ελευθερία» για τους εξεγερμένους Έλληνες; Να ξαναπάρουν στα χέρια τους τη διαχείριση της ζωής τους, «να πάρουνε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά» – στη θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να ξαναστηθεί η «Ρωμιοσύνη», η ολοκληρωτικά εξελληνισμένη κάποτε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Η επανάσταση είχε για στόχο ό,τι ακριβώς για τους λαούς της υπόλοιπης Ευρώπης φάνταζε μισητός εφιάλτης. Η άλλοτε ρωμαϊκή Δυτική Ευρώπη, με τη «μεγάλη μετανάστευση των λαών», από τον 4ο μ.Χ. αιώνα και μετά, είχε κατακλυσθεί από βαρβαρικά φύλα (Ούννων, Λομβαρδών, Φράγκων, Γότθων, Αλαμαννών, Αβάρων) «εκχριστιανισμένα», μετασκευάζοντος το εκκλησιαστικό γεγονός σε ατομοκεντρική θρησκεία παιδαριώδους μεταφυσικής.

Παράλληλα, η μετα-ρωμαϊκή Δύση διεκδικούσε την αποκλειστικότητα διαχείρισης της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς, αφού οι Έλληνες είχαν «εκβαρβαρωθεί», κάτω από τον ζυγό και πρωτογονισμό των Τούρκων. Το όραμα αναβίωσης της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινούπολης, εφιάλτης των Δυτικών ξορκισμένος με τη στανική μετονομασία του σε «Βυζάντιο», συμβιβάστηκε με τη μετάπλαση της άλλοτε ελληνικής ρωμιοσύνης σε «εθνικό κρατίδιο», απόλυτα εξαρτημένο και ασφυκτικά ελεγχόμενο από «προστάτιδες Δυνάμεις» – με κωμική πιστότητα απομίμησης θεσμών και λειτουργιών των εθνών-κρατών της Δύσης.

Η βεβαιότητα του Παπαδιαμάντη ότι με την απελευθέρωση από τους Τούρκους απλώς «μεταλλάξαμεν τυράννους» συνοψίζει την ιστορική τραγωδία του Ελληνισμού, που ήταν και παραμένει ανεπίγνωστη. Αρνούμαστε, διακόσια χρόνια τώρα, να δούμε – συνειδητοποιήσουμε – παραδεχθούμε ότι Ελληνισμός χωρίς «πόλιν», δηλαδή χωρίς αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα, δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα συνεπάγεται ριζική αλλαγή του σχολείου, την κοινωνία των σχέσεων ως αυταξία αυτοδιοίκησης, το καφενείο χωρίς τηλεόραση και μόνο ως «αγορά», την Εκκλησία σύναξη Γιορτής χωρίς παιδιαρίσματα ηθικολογίας. Πανεπιστήμια με συνεπή καταξίωση της σπουδής και όχι την ωφελιμοθηρία των «τυπικών προσόντων», την Οικονομία συνάρτηση της δημιουργικότητας σε όλα τα επίπεδα, της θεσμοποιημένης αξιοκρατίας και της έμπνευσης.

Ύστερα από διακόσια χρόνια υποτιθέμενης κρατικής ανεξαρτησίας, η ελλαδική κοινωνία είναι ολοφάνερα παγιδευμένη στη μέγκενη ολοκληρωτικής οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης από τη Δύση (συνθήκες προτεκτοράτου), με ταυτόχρονη και εφιαλτική τη συνεχή απειλή των συνόρων της από την Τουρκία με τις επευλογίες του ΝΑΤΟ.

Σαράντα και οχτώ ολόκληρα χρόνια από τη μεταδικτατορική μεταπολίτευση, τα θεσμικά-λειτουργικά πλαίσια Παιδείας, Πληροφόρησης, Θρησκευμάτων μεθοδεύουν, «ανεπαισθήτως» ή και απροκάλυπτα, μιαν «άλλη» κοινωνική πραγματικότητα στην Ελλάδα. Υπερβολή, υπόνοια, καχυποψία; Πάντως η πρόκληση κραυγαλέα.
_______________________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Δεν είναι, ετοιμάζονται να γίνουν πολίτες

....διότι ο μαθητής του σχολείου δεν είναι ακόμα πολίτης, στο σχολειό ετοιμάζεται γι’ αυτή την τιμή και την ευθύνη. Πολίτης ψηφοφόρος να γίνει, υπεύθυνος για τις επιλογές του, με κριτική σκέψη και αρχές δημοκρατίας, όχι θύμα εντυπωσιασμού της αγοράς....


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Εύγλωττη φωτογραφία: Καμιά τριανταριά εφηβάκια, μαθητές και μαθήτριες Γυμνασίου, κάθονται αποκαμωμένα στα σκαλοπάτια, μπροστά από την κλειδωμένη, με αλυσίδα και λουκέτο, εξώθυρα του σχολειού τους. Δίπλα σε κάθε απαυδησμένο παιδί, ακουμπισμένη μια μικρή, με ξύλινη λαβή, κόκκινη σημαία. Όχι χειροποίητη. Σαφέστατα και αυτονόητα, τις ομοιόμορφες κόκκινες σημαίες τις έχει μοιράσει στα παιδιά «το κόμμα».

Σε μια πολιτεία, που ο μέσος όρος της κατά κεφαλήν καλλιέργειας θα ξεπερνούσε ευδιάκριτα τον κρετινισμό, το ίδιο βράδυ η αστυνομία θα είχε εντοπίσει, με βεβαιότητα, ποιο κόμμα ή ποιο γκρουπούσκουλο είχε μοιράσει τις σημαίες στα εφηβάκια. Το ίδιο βράδυ, ο αρμόδιος εισαγγελέας θα είχε απαγορεύσει τη λειτουργία του συγκεκριμένου κόμματος και θα είχε μηνύσει τους αυτουργούς της διανομής.

Μια κοινωνία που μάχεται τον κρετινισμό τόσο όσο και τη διαφθορά, απαγορεύει σε κάθε επαγγελματία πολιτικάντη, όπως και στον οποιοδήποτε πρεζάκια ή προαγωγό, να κάνει καριέρα (ή να βγάζει λεφτά) ασελγώντας στις ψυχές εφήβων. Γιατί είναι ασέλγεια η πολιτική; Διότι ο μαθητής του σχολείου δεν είναι ακόμα πολίτης, στο σχολειό ετοιμάζεται γι’ αυτή την τιμή και την ευθύνη. Πολίτης ψηφοφόρος να γίνει, υπεύθυνος για τις επιλογές του, με κριτική σκέψη και αρχές δημοκρατίας, όχι θύμα εντυπωσιασμού της αγοράς. Οποιο κόμμα (ή απόπειρα κόμματος) υπονομεύει αυτή την προϋπόθεση της δημοκρατίας, παραπέμπεται στον εισαγγελέα ως απατεώνας.

Δεν είναι μάταιο ούτε παράλογο ούτε αυταρχικό να απαιτούμε να προστατεύεται από τον εισαγγελέα και την αστυνομία η λειτουργία της δημοκρατίας. Αν πιστεύουμε ότι η δημοκρατία είναι κατόρθωμα, όχι πεδίο ανεξέλεγκτης και ατιμώρητης αυθαιρεσίας, τότε το μη κατόρθωμα (η πλαστογράφηση του πολιτεύματος, η καπηλεία του) είναι κοινωνικό έγκλημα. Αυτή η στοιχειώδης λογική παραβιάζεται βάναυσα στη χώρα μας, καθημερινά, πολλές δεκαετίες τώρα, χωρίς την παραμικρή κοινωνική αντίδραση, διαμαρτυρία, ποινική συνέπεια.

Η επίσημα κατεστημένη ολοκληρωτική κυριαρχία των «κομματικών νεολαιών» στα πανεπιστήμια, είναι παγιωμένο πια στίγμα ντροπής, που όσο γίνεται ανεκτό, κάθε άλλος εκπαιδευτικός πρωτογονισμός μοιάζει ασήμαντη λεπτομέρεια. Ποιος να παλέψει για αξιοκρατία, για «ελευθερία διακίνησης ιδεών», για επιστημονική αμεροληψία, για εκλογική εντιμότητα στη στελέχωση των ανώτατων παιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων, για στοιχειώδη σοβαρότητα κρατικών βραβείων και διακρίσεων, όταν ο κομματικός κρετινισμός είναι επισήμως ανεκτός να διαφεντεύει τα πανεπιστήμια και τα σχολειά;

Η εύγλωττη φωτογραφία, με την οποία ξεκινήσαμε (τα άγουρα παιδιά, με τις ίδιες όλα κομματικές σημαιούλες, να βεβαιώνουν τον ευνουχισμό σκέψης, κρίσης, φαντασίας τους στην πρώιμη κιόλας εφηβεία) είναι εικόνα ιστορικού τέλους μιας κοινωνίας που έχει παθητικά αυτεγκαταλειφθεί στην παρακμή της. Τα παιδιά με τις σημαιούλες αναμηρυκάζουν υπαγορευμένες αφελέστατες κοινοτοπίες σαν δήθεν αιτήματα, που αν δεν ικανοποιηθούν, δεν θα ξαναμπούν στις τάξεις. Η θλίψη δεν είναι για τα αιτήματα, είναι για τη μικρόνοια να προβάλλουν την αφελή κοινοτοπία σαν «δικαίωμα» τα παιδιά του σχολείου.

Κάθε «δικαίωμα» πηγάζει από κάποιο Δίκαιο, κάθε Δίκαιο από κάποιο όραμα – στόχο κοινωνικής λειτουργικότητας. Σε ποια κοινωνική λειτουργικότητα προσβλέπουν τα παιδιά με τις κόκκινες σημαιούλες; Αποκλειστικά και μόνο στους παραλογισμούς Δικαίου, του «Δικαίου» εμπορευσιμότητας που υπαγορεύει την κομματική συνθηματολογία για να σαγηνεύσει τα παιδιά: Να έχουν τα σχολεία διπλάσιους δασκάλους, οι δάσκαλοι να μη βαθμολογούν, επομένως να καταργηθούν οι εξετάσεις και κάθε αξιολόγηση, η επάρατη αριστεία, οι βραβεύσεις.

Αυτά όλα τα αιτήματα, για να μην πολυλογούμε και μπερδευόμαστε, τα συνοψίζει σιωπηρά η κόκκινη σημαιούλα. Που για να μην τη λέμε «κομμουνισμό» –η λέξη μυρίζει αίμα αδελφοκτονίας και κόλαση Γκουλάγκ– τη σημαία τη λέμε «δικαίωμα». Η λέξη κολακεύει και παραμυθιάζει την εφηβεία, συνταιριάζει απόλυτα με τη γοητεία που ασκούν μπαλόνια και σημαιάκια «της Αριστεράς και της Προόδου». Σαγήνεψε η λέξη «δικαίωμα» όλους, μα όλους τους υπουργούς μας Παιδείας, οποιασδήποτε κοπής και ραφής. Και όσο μεγαλύτερη η αγραμματοσύνη τους ή και η μικρόνοια, τόσο πιο άνετη (δηλαδή αδιάντροπη) η παπαγαλία της «αριστερής» προοδευτικής αρλούμπας.

Δεν ξέρω αν υπάρχει στον πλανήτη άλλος λαός, που να έχει τόσο υποτιμήσει την κριτική του σκέψη και την ιστορική του μνήμη: Εβδομήντα χρόνια μετά από ένα οργανωμένο έγκλημα ένοπλης ανταρσίας, κόμματος ιδεολογικά ξενόφερτου, έξωθεν χρηματοδοτούμενου και εξοπλιζόμενου, με οργανωμένο στρατό, συγκροτημένο, σε ποσοστό 90%, από βιαίως στρατολογημένους, αυτό το κόμμα, με τη λεοντή κοινοβουλευτικής ψιμυθίωσης, επιβάλλει τις συμβολικές του σημαιούλες στα σχολειά, προετοιμάζει, από την ντοπαρισμένη πιτσιρικαρία, τους αυριανούς αιθεροβάμονες νοσταλγούς του «παραδείσιου» ολοκληρωτισμού.

Μια οργανωμένη συλλογικότητα σώζει την αξιοπρέπεια, σοβαρότητα και εντιμότητά της, όταν οι λειτουργικοί της θεσμοί αποκλείουν καταγωγικά κάθε αμνήστευση της κακοπιστίας, της αρπακτικής ιδιοτέλειας, των σκοπιμοτήτων ιδεολογικής μωρολογίας. Κάθε συλλογικότητα δεν κατορθώνει οπωσδήποτε να συγκροτήσει κοινωνία. Γι’ αυτό και είναι άθλημα ασταμάτητο η πολιτική, στίβος του αθλήματος αριστείας και πληρότητας.

  _________________________________________________________________

(*) Χρήστος Γιανναράς

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Η εκποίηση ως «παλιγγενεσία»

Μοιάζει πραγματικά απίστευτο, να έχουμε οι σημερινοί Ελληνόφωνοι συμφιλιωθεί με τη μειονεξία που μεθοδικά μας μεταγγίζει η δύο αιώνων εμπειρία ταπεινώσεων και εξευτελισμού μας από τις κοινωνίες που αφελέστατα θαυμάζουμε...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε (το κράτος εντέλλεται) τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821: Τη λαϊκή εξέγερση που ελευθέρωσε από την τουρκική τυραννία ένα ελάχιστο κομμάτι ελληνικής γης και ένα επίσης ολίγιστο ποσοστό πληθυσμού. Τι άραγε θα γιορτάσουμε; Μια ιστορική επιτυχία ή ένα φιάσκο; Η εξέγερση ήταν (μάλλον καταγωγικά) παγιδευμένη σε σχιζοείδεια οπτικής και σκοπών: Η πλειονότητα των εξεγερμένων έβλεπε σαν στόχο «να ξαναπάρουμε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά» – να αποκατασταθεί, έστω εν σμικρώ, ο «τρόπος» της πολυεθνικής και πολυφυλετικής, ελληνικής (στη γλώσσα και στους θεσμούς) αυτοκρατορίας.

Μια μειονότητα των εξεγερμένων ήταν σαφώς επηρεασμένη ή και ενθουσιασμένη με τη νεογέννητη τότε στη Δύση ιδέα του «εθνικού κράτους»: Δεν είναι ο «πολιτισμός» (γλώσσα, παραδόσεις, Τέχνη, «νόημα» της ύπαρξης και του βίου) που γεννάει τη συνοχή της συνύπαρξης σε ενιαίο κράτος. Αλλά είναι η νομική σύμβαση (Σύνταγμα) που εξασφαλίζει, με χρηστική λογική, την οργανωμένη συμβίωση.

Εγινε σύντομα φανερό ότι οι αρχές και εξουσίες στην Ευρώπη απέρριπταν, με μαχητικό πείσμα, κάθε ενδεχόμενο να απελευθερωθεί έστω και μικρό τμήμα του ελληνικού χώρου. Οπως τίμια ομολογεί ο Γάλλος μεσαιωνολόγος Jacques Le Goff, ο μεγάλος και μισητός αντίπαλος της ευρωπαϊκής Δύσης δεν ήταν ποτέ οι Τούρκοι, ήταν οι Ελληνες, το «Βυζάντιο», η «Πόλη». Ανακουφίστηκαν, όταν «εάλω η Πόλις» και στα τετρακόσια χρόνια στυγνής δουλείας των Ελλήνων μπόρεσαν να σφετεριστούν και να μονοπωλήσουν την αρχαιοελληνική κληρονομιά, ονομάζοντας τον στρεβλωτικό σφετερισμό «Αναγέννηση».

Η εξέγερση του 1821 παγιδεύτηκε σε δυο διαφορετικές εκδοχές του στόχου της: Η πλειονότητα των εξεγερμένων θεωρούσε αυτονόητο ότι απελευθέρωση από τους Τούρκους σήμαινε «να πάρουμε την πόλη και την Αγια-Σοφιά» – να αποκατασταθεί, έστω «εν σμικρώ», ο τρόπος της πολυεθνικής και πολυφυλετικής, ελληνικής (στη γλώσσα και στους θεσμούς) αυτοκρατορίας.

Η μειονότητα των εξεγερμένων ήταν θαυμαστές της νεογέννητης τότε στη Δύση ιδέας του «εθνικού κράτους»: να κατοχυρώνεται σε χρηστική βάση η πολιτειακή συγκρότηση και η λειτουργική συνοχή της. Ετσι, η μαχητική άρνηση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στην απελευθέρωση του Ελληνισμού συμβιβάστηκε με την παραχώρηση τυπικής ανεξαρτησίας σε ένα συμβατικό κρατίδιο, που άφηνε έξω από τα σύνορα τα 4/5 των ελληνικών πληθυσμών. Το κρατίδιο ήταν συνεχώς εξαρτημένο οικονομικά από «δάνεια», που με βασανιστική γλισχρότητα του παρείχαν τα ισχυρότερα κράτη της Δύσης. Και εξαρτημένο απολύτως, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, από τις πρεσβείες των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών. (Εως σήμερα ακόμα, διακόσια χρόνια από την ίδρυση του ελλαδικού κράτους, οι υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί και υφυπουργοί Εξωτερικών, Εθνικής Οικονομίας, Παιδείας, ίσως και άλλοι, είναι πολύ δύσκολο να καμουφλάρουν την παρέμβαση ξένων πρεσβειών στην πολιτική τους καριέρα.)

Μοιάζει πραγματικά απίστευτο, να έχουμε οι σημερινοί Ελληνόφωνοι συμφιλιωθεί με τη μειονεξία που μεθοδικά μας μεταγγίζει η δύο αιώνων εμπειρία ταπεινώσεων και εξευτελισμού μας από τις κοινωνίες που αφελέστατα θαυμάζουμε. Οι εορτασμοί που ετοιμάζουμε προϋποθέτουν ότι, για τετρακόσια χρόνια, ο Ελληνισμός ήταν ιστορικά νεκρός: Δεν είχε γλώσσα, υψηλή ποίηση, εκπληκτική εκφραστική, δεν είχε Τέχνη, συναρπαστική σε κάλλος και σοφία αρχιτεκτονική, απίστευτης ευαισθησίας μουσική, θαυμαστή ζωγραφική, χορούς, φορεσιές, κοινωνικούς θεσμούς, αλλά και λόγια παράδοση, επιστημοσύνη σκόρπια, αγεωγράφητη.

Είναι πραγματικά εξωφρενικό, αν όχι «ύβρις», να διαγράφουμε ως ανύπαρκτη την οργανική συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού στους αιώνες της Τουρκοκρατίας, να θεωρούμε «παλιγγενεσία» (επαναγέννηση) τη μεθοδική και βίαιη, ολοκληρωτική και άκριτη υποταγή μας στον δάνειο τρόπο βίου, τάχα και πολιτισμό, της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Να πανηγυρίζουμε σαν έξοδο από την ιστορική ανυπαρξία τον εξευτελιστικό μιμητισμό, τον πιθηκισμό του εθνοκρατικού δυτικού μοντέλου.

Ξεχνάμε ότι η Επανάστασή μας του 1821 ξεκίνησε ταυτόχρονα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στην Πελοπόννησο – ο γεωγραφικός χώρος ήταν αυτονόητα ελληνικός, με κριτήριο όχι τον εθνοφυλετισμό της Δύσης, αλλά τον πολιτισμό, δηλαδή τον τρόπο των Ελλήνων. Θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει η εξέγερση στην Αίγυπτο, στη Μικρασία ή στον Πόντο – μας καλεί σήμερα το κωμικό μας κράτος να «γιορτάσουμε» την επέτειο της μεταμόρφωσης του Ελληνισμού από αυτοκρατορία και πολιτισμική «οικουμένη» σε θλιβερό απολειφάδι παρακμιακής επαρχιωτίλας: δήθεν κράτος που ζει μόνο με δανεικά έχοντας ενεχυριάσει ακόμα και τα αρχαιολογικά του θησαυρίσματα και τις έκπαγλες ακρογιαλιές του.

Είναι τουλάχιστον εξωφρενικό, αν όχι «ύβρις»: Μιαν επέτειο που ο εορτασμός της έχει νόημα μόνο σαν δήλωση, επίκαιρη, συλλογικής ταυτότητας και τεθειμένου στόχου (ποιοι είμαστε οι Ελληνες σήμερα και τι ξεχωριστό κομίζουμε στη διεθνή κοινότητα), αυτόν τον εορτασμό να τον παραδίδουμε, με ιλιγγιώδη επιπολαιότητα, σε μια κυρία αξιοθαύμαστη για τις ικανότητές της, αλλά μόνο στο πάλκο του εντυπωσιασμού και της ξιπασιάς. Αυτό μας ενδιαφέρει; Ποιους θα καλέσουμε και πώς θα ντυθούμε; Εκεί τελειώνει η μετοχή μας σήμερα στο ιστορικό γίγνεσθαι;

Ο πρωθυπουργός που εξήγγειλε τον εορτασμό και τη θλιβερή φιγούρα της συντονίστριας, συνειδητοποιεί τη λέξη «παλιγγενεσία»; Δηλαδή οι Κούρδοι, οι Αρμένιοι, οι Παλαιστίνιοι είναι πεθαμένοι λαοί, επειδή τα διεθνή συμφέροντα τους στερούν.

____________________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Πού πατάμε και πού πηγαίνουμε

 Σε αυτή τη σαδιστικά και διαστροφικά ατιμασμένη χώρα, τη λεηλατημένη από κάθε αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό, να σε έχουν διορίσει Πρόεδρο Δημοκρατίας ή της Βουλής ή του ΣτΕ ή των ανώτατων δικαστηρίων, τι μπορεί να σημαίνει, με ποιο μέτρο να αξιολογηθεί ως προνόμιο ή καταδίκη;;;


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Τόσο οι φίλοι της χώρας μας (αν πραγματικά υπάρχουν) όσο και οι επίβουλοι, γνωρίζουν εμπεριστατωμένα την παρακμή μας – την αποδιοργάνωση και κωμική αναποτελεσματικότητα θεσμών και δομών της κρατικής μας συλλογικότητας. Κατά την ιστορική νομοτέλεια, «δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται» – όταν ξεριζωθεί και καταπέσει η περήφανη δρυς, καθένας, πέρα από αισθήματα και πειθαρχώντας στην ανάγκη, προσπαθεί να προσεταιριστεί, για δική του ωφέλεια, τα προϊόντα αποσύνθεσης του ατυχούς ή αδύναμου «φίλου» – συμμάχου του.

Χαρακτηριστική η πολιτική της κυρίας Μέρκελ μπροστά στο ενδεχόμενο πολεμικής σύρραξης Ελλάδας – Τουρκίας: Για λόγους που θα άξιζαν εμπεριστατωμένη ανάλυση, η ιστορική εμπειρία βεβαιώνει καταγωγικές (φυλετικού χαρακτήρα) τις ομοιότητες Τούρκων και Γερμανών – γι’ αυτό και αυτονόητη η συμμαχία τους σε πολέμους ή σε ειρήνη. Αντανακλάται στις συμπεριφορές και στη νοο-τροπία των δύο λαών κάτι από τα ορμέμφυτα της ορδής – όχι από το άθλημα των σχέσεων, όχι η αυτονόητη προτεραιότητα του συμφέροντος ή η χαρά της κοινωνίας. Είναι τεκμηριωμένα δεδομένο ότι οι γενοκτονίες Ελλήνων και Αρμενίων είχαν εκτελεστές τους Τούρκους, αλλά οργανωτές Γερμανούς επιτελικούς. Μιλάμε για απηχήσεις συλλογικών εθισμών (ή χαρακτήρων), όχι για τελεσίδικες αξιολογήσεις μεμονωμένων συμπεριφορών.

Σίγουρα υπάρχουν και σήμερα Γερμανοί που εκτιμούν τους σημερινούς Ελληνες με κριτήρια της φολκλορικής αποκλειστικά ελληνικότητας, εξυπηρετικής του εμπορικού τουρισμού. Ισως να ξαφνιάζει τους Γερμανούς και όση ελληνική ιδιαιτερότητα επιβιώνει στη χαρά της φαμίλιας, όταν συνάζεται σε «γιορτή». Πάντως, σίγουρα, αυθεντική «ελληνικότητα» λογαριάζουν οι Γερμανοί μόνο τη δική τους κατανόηση της Αρχαίας Ελλάδας – οι σύγχρονοι Ελληνες χρειάζονται στην Ε.Ε., γιατί πάντοτε η Ευρώπη θα έχει ανάγκη και από ταβερνιάρηδες, γκαρσόνια, χειρώνακτες, μαζί με τη φιοριτούρα ελάχιστων πανεπιστημιακών, για βιτρίνα.

Το τι ζητάει η Γερμανία από τη σημερινή Ελλάδα το κάνει πράξη πολιτική η κυρία Κεραμέως: Αγραμματοσύνη εφιαλτική των αποφοίτων Δημοτικού – Γυμνασίου και στη συνέχεια το «φροντιστήριο» να εμπεδώνει χρυσοπληρωμένη τη γνώση σαν χρηστικό εμπόρευμα. Από κοντά και η υπουργός Πολιτισμού κυρία Μενδώνη παλεύει να καταδείξει ότι πολιτισμός είναι η εμπορία των εντυπώσεων από το παρελθόν, η αφέλεια να κηρύττεις ότι το άγαλμα και ο ναός και η τραγωδία ήταν τα ευρήματα για να ψυχαγωγείται (να «χαλαρώνει») ο αρχαίος Ελληνας!

Οταν η φωτιά κατάπινε τη Notre Dame στο Παρίσι, τον Απρίλη του 2019, στο διάγγελμά του ο πρόεδρος Μακρόν είπε τη φράση: «Για μας τους Γάλλους η Παναγία του Παρισιού είναι η ψυχή μας»! Δεν είπε: «για τους θρησκευόμενους Γάλλους» ή «τους φιλότεχνους Γάλλους» ή «τους φιλίστορες Γάλλους» – είπε «για εμάς όλους τους Γάλλους». Ομως, όταν ο Ερντογάν βεβήλωσε χυδαία και με αδιάντροπο πρωτογονισμό την Αγια-Σοφιά και τη Μονή της Χώρας μεταλλάζοντας το (αρχιτεκτονικό και ζωγραφικό) ελληνικό στους αιώνες ποίημα σε τέμενος θρησκευτικής παιδαριωδίας, Κεραμέως και Μενδώνη επικαλούντο το «κύρος» της UNESCO για να αναχαιτίσουν την ασέλγεια!!

Δεν μοιάζει να υπήρξε ελλαδίτης πολιτικός, μετά τη μεταπολίτευση, που θα μπορούσε να πει τη φράση: «η Αγια-Σοφιά είναι η ψυχή μας των Ελλήνων» – και η φράση να σημαίνει κάτι διαφορετικό από έναν ψυχολογικό ρομαντισμό, μια γλυκερή πατριωτική αοριστολογία. Αρκεσαν σαράντα μόλις χρόνια, μετά τη δικτατορία 1967-1974, για να χάσουμε οι τώρα πια στοιχειωδώς ελληνόφωνοι τη συνείδηση της γλωσσικής μας συνέχειας, να παγιδευτούμε στη συγκεχυμένη άγνοια της ιστορικής μας αυτοσυνειδησίας, να ταυτίσουμε την ιστορική μας επιβίωση με μόνη την παραμονή μας στην Ε.Ε., έστω διαπομπευόμενοι συνεχώς και λαφυραγωγούμενοι από τους εταίρους μας.

Ποιος να τολμήσει να απαριθμήσει τις ανεπανόρθωτες καταστροφές που συνεπέφερε η υστερική μονομανία του «εξευρωπαϊσμού» μας, άτυπου αρχικά και θεσμοποιημένου μετά το 1981; Ολική και ανεπανόρθωτη πολεοδομική καταστροφή – δεν καταλαβαίνεις πια αν βρίσκεσαι στο Ρέθυμνο ή στην Καβάλα, στο Αγρίνιο ή στον Βόλο, Αττική πια δεν υπάρχει: το πιο ζηλευτό, έκπαγλο κομμάτι γης στη Μεσόγειο, έγινε σωστή κόλαση τριτοκοσμικής ακαλαισθησίας και αυθαιρεσίας του «ματσωμένου» πρωτογονισμού. Ολική γλωσσική καταστροφή με την εισαγωγή του μονοτονικού, απόσπαση του Ελληνισμού από τη γλωσσική του συνέχεια και ταυτότητα. Ολική κοινωνική αλλοτρίωση με την κατάλυση της αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας, της μονοεδρικής περιφέρειας.

Ολοκληρωτική αποβιομηχάνιση της χώρας, μεθοδική καταστροφή της εργοστασιακής παραγωγής σε Μαγνησία, Αργολίδα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο, Καλαμάτα, Αχαΐα, Κιλκίς, Ιωάννινα. Ολική καταστροφή της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας και της αξιολογικής αποτίμησης, χαριστικές συνταξιοδοτήσεις σε εξωφρενικά ποσοστά, ξεπούλημα κάθε κοινωνικής περιουσίας (αεροδρομίων, λιμανιών, οδικού δικτύου, ηλεκτροπαραγωγής). Το ελληνικό ελαιόλαδο, το ελληνικό βαμπάκι, η σταφίδα, τα αναρίθμητα ψαροκάικα που «κόπηκαν» σε καυσόξυλα γιατί το απαιτούσαν οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών. Και τελικά ο προγραμματικός υπερδανεισμός, η χρεοκοπία, είκοσι χρόνια φρίκης, στέρησης και διεθνούς χλευασμού, με υποθηκευμένα τα «χρυσαφικά» της πατρίδας – από τις αρχαιότητες ώς το απαρόμοιαστο κάλλος του ελληνικού τοπίου.

Σε αυτή τη σαδιστικά και διαστροφικά ατιμασμένη χώρα, τη λεηλατημένη από κάθε αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό, να σε έχουν διορίσει Πρόεδρο Δημοκρατίας ή της Βουλής ή του ΣτΕ ή των ανώτατων δικαστηρίων, τι μπορεί να σημαίνει, με ποιο μέτρο να αξιολογηθεί ως προνόμιο ή καταδίκη;

(*) Χρήστος Γιανναράς 

 ___________________________________________________________________

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

«Οι τρεις δυνάμεις του κακού»

Ο κορωνοϊός, απειλή εφιαλτική για την ανθρωπότητα σύμπασα, χωρίς εξαιρέσεις. Άγγιξε τον πλανητάρχη, καταπόνησε τον Βρετανό πρωθυπουργό, ταπείνωσε πολλές διεθνείς διασημότητες. Και θερίζει κάθε μέρα χιλιάδες ανθρώπινες, μοναδικές και ανεπανάληπτες υπάρξεις...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Ο κορωνοϊός, απειλή εφιαλτική για την ανθρωπότητα σύμπασα, χωρίς εξαιρέσεις. Άγγιξε τον πλανητάρχη, καταπόνησε τον Βρετανό πρωθυπουργό, ταπείνωσε πολλές διεθνείς διασημότητες. Και θερίζει κάθε μέρα χιλιάδες ανθρώπινες, μοναδικές και ανεπανάληπτες υπάρξεις. Ούτε ο πλούτος, ούτε η εξουσιαστική ισχύς, ούτε η φήμη και οι επιφανείς τίτλοι μπορούν να αναχαιτίσουν την άγρια επιβουλή. Εφιάλτης θανάτου βασανιστικού και προθανάτιας, ανελέητης μοναξιάς, της πιο απόλυτης. Ούτε βλέμμα ούτε νεύμα για να ακουμπήσει κάπου η (έτσι και αλλιώς ασυντρόφευτη) αγωνία του τέλους.

Η πανανθρώπινη εμπειρία του άγριου τρόμου της απειλής δικαιολογεί ως επιγέννημα (διαχρονικό και πανανθρώπινο) την πλασματική θρησκευτικότητα. Είναι αδήριτη αναγκαιότητα, ορμέμφυτη στη φύση του ανθρώπου, η θρησκεία: Να γαντζωθεί ο άνθρωπος σε μια υπερβατική ελπίδα ότι μπορεί και να νικηθεί η νομοτέλεια, να γίνει πιθανό το αδύνατο.

Ποια είναι τα όπλα της θρησκείας, πώς επιβάλλεται στον άνθρωπο; Οπλα της είναι «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος», βεβαιώνει ο Ντοστογιέφσκυ. Και τα τρία μαζί μπορούν να χαρίσουν στον άνθρωπο ελπίδα, πέρα από τη λογική και τις αισθητές βεβαιότητες. Γιατί όμως ο Χριστιανός Ντοστογιέφσκυ, καύχημα της Εκκλησίας, βεβαιώνει ταυτόχρονα ότι «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος» είναι «οι τρεις δυνάμεις του κακού» στον κόσμο και στην Ιστορία; Γιατί «δυνάμεις του κακού» τα όπλα της θρησκείας;

Επειδή, εξηγεί ο Ντοστογιέφσκυ, «μόλις ο άνθρωπος αρνηθεί το θαύμα, θα αρνηθεί παρευθύς και τον Θεό… Δεν ζητάει τόσο τον Θεό όσο τα θαύματα… δεν έχει τη δύναμη να μείνει δίχως θαύματα, δημιουργεί αμέσως για τον εαυτό του θαύματα τσαρλατάνων».

Και προχωράει την ανάλυσή του ο Ντοστογιέφσκυ: «Δεν κατέβηκε ο Χριστός από τον σταυρό όταν τον προκαλούσαν περιγελώντας τον και λοιδορώντας τον οι σταυρωτές του. Δεν κατέβηκε, επειδή δεν θέλησε να υποδουλώσει τον άνθρωπο με το θαύμα. Ήθελε την ελεύθερη πίστη – εμπιστοσύνη του ανθρώπου… Αξία έχει η ελευθερία της απόφασης: η αγάπη, όχι το μυστήριο ούτε το κύρος. Στο μυστήριο και στο κύρος υποτάσσεσαι τυφλά, υποχρεωτικά, ακόμα και ενάντια στη συνείδησή σου». («Αδελφοί Καραμάζοφ» 2, 5, V).

Αν ο Χριστός κατέβαινε από τον σταυρό, θα έπαυε να υπάρχει άνθρωπος, ύπαρξη ελεύθερη να πει «ναι» ή «όχι» στην Αιτιώδη Αρχή της, στον πλαστουργό της. Η ιλιγγιώδης μεγαλοσύνη του ανθρώπου είναι, ακριβώς, η υπαρκτική ελευθερία του, η αυτοπροαίρετη κατάφαση ή απόρριψη του τριαδικού πρωτοτύπου της ζωής – του Θεού που δεν «έχει» αγάπη, αλλά «είναι» αγάπη, υπάρχει όχι ως αιτιώδης αναγκαιότητα, αλλά ως ελευθερία προσώπου, «πατρική», «υική», «παρακλητική».

Ο Ντοστογιέφσκυ είναι ακατανόητος στη σημερινή ελλαδική κοινωνία, διότι η Εκκλησία έχει πάψει, πολλές δεκαετίες τώρα, να είναι τρόπος της ύπαρξης και θέλει να είναι μόνο μια διδαχή συμπεριφοράς. Υποκύπτοντας στον κυρίαρχο εκπροτεσταντισμό (στα πλαίσια του μικρονοϊκού, μιμητικού «εξευρωπαϊσμού» της ελλαδικής κοινωνίας) η ελλαδική Εκκλησία σαρκώνει έναν διδακτισμό και νομικισμό, που κραυγάζει τη μακάβρια αλλοτρίωσή της, την ολοκληρωτική θρησκειοποίησή της. Παντού κήρυγμα, κήρυγμα, ιδεολογικές ντιρεχτίβες και δεοντολογία συμπεριφοράς, πανομοιότυπα όπως στο ΚΚΕ. Μοιάζει να έχει ολότελα ξεχαστεί ότι η γνώση στην Εκκλησία κατορθώνεται με την εμπειρία μετοχής, «ανεπαισθήτως»: όπως η γνώση της μητρικής αγάπης, της πατρικής προστασίας, της συναρπαγής του έρωτα, όπως η εκ-στατική προφάνεια της Τέχνης. Στην Εκκλησία δεν έχει θέση η κατοχύρωση του εγώ με αρεταλογική ορθοπραξία, με βαθμολογούμενη – μετρητή πειθάρχηση σε νόμους και εντολές, η καμουφλαρισμένη έπαρση του τηρητή νομικών διατάξεων. Είναι «βασιλεία του Θεού» η Εκκλησία, όπου μας «προάγουν» (χειραγωγούν) οι τελώνες, οι πόρνες, οι ληστές, πρωτοπόροι της αυτοπαραίτησης, όχι προσκοπάκια της «καλής πράξης κάθε μέρα».

Ζούμε μια δραματική δοκιμασία σήμερα, στους ναούς της ελλαδικής επικράτειας, πληρώνουμε τίμημα ακριβό θρησκειοποίησης του εκκλησιαστικού γεγονότος:

Πολλοί, πάρα πολλοί από τους εκκλησιαζόμενους, έχουν αρράγιστη την (ψυχολογική) βεβαιότητα ότι ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας δεν είναι δυνατό να μεταδίδουν τον θανατηφόρο ιό COVID-19, τον «κορωνοϊό». Εχουν ακούσει αναρίθμητα κηρύγματα «χριστιανικής» συμπεριφοράς, αλλά μάλλον δεν άκουσαν ποτέ τίποτα για τον τρόπο ύπαρξης που συνιστά την Εκκλησία.

Δεν πληροφορήθηκαν ποτέ ότι ο «καθαγιασμός» του άρτου και του οίνου στην Ευχαριστία δεν μεταβάλλει την κτιστή φύση σε άκτιστη, αλλάζει τον τρόπο της ύπαρξης. Το υλικό σώμα (σάρκα και αίμα) του ιστορικού Ιησού δεν «μετουσιώθηκε» σε άκτιστο – τη θεωρία της «μετουσίωσης» (transubstantiatio) την εφεύρε η φιλοσοφικά υπανάπτυκτη, πρώιμη μεσαιωνική Δύση, που έκανε από τον άρτο «όστια». Η Εκκλησία πάντοτε μαρτυρεί και κηρύττει ότι το υλικό σώμα του Χριστού σάρκωσε τον τρόπο της υπαρκτικής ελευθερίας του Ακτίστου. Ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας δεν «μεταλλάσσονται» μαγικά σε άφθαρτη ύλη. Πραγματώνουν, ως φθαρτή ύλη, τον τρόπο (αγαπητική κένωση) της υπαρκτικής ελευθερίας.

Αυτά με τη γραφίδα ενός αναρμόδιου, χωρίς το παραμικρό κύρος, με το ρίσκο να αδικεί ή να ζημιώνει τα όσα τον υπερβαίνουν. Θα προσθέσω ωστόσο, μια έκκληση: Ας βρισκόταν ένας, έστω μοναδικός και ασυντρόφευτος επίσκοπος, όχι «παιδαγωγός», που να επαναφέρει τη λειτουργική πρακτική των πρώτων χριστιανικών αιώνων: Να κοινωνούν οι πιστοί με τεμάχιο εμβαπτισμένου στον οίνο άρτου, που ο λειτουργός θα αποθέτει με λαβίδα στην παλάμη τους.

(*) Χρήστος Γιανναράς
_______________________________________________________

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

H πόλωση «πουλάει»

«Kάθε φορά που οι «δανειστές» μας απειλούν με καινούργιο «μνημόνιο» και εκβιάζουν με Grexit, δεν βρίσκουν απέναντί τους ένα πολιτικό σύστημα ενωμένο σε σφιγμένη γροθιά, αλλά μανιακούς της εξουσίας που μαλλιοτραβιούνται σαν μικρονοϊκές κυράτσες...», γράφει στην σημερινή του επιφυλλίδα ο Χρήστος Γιανναράς, στιγματίζοντας την "ανικανότητα και ευτελισμό" του πολιτικού συστήματος και την "πρακτική αντιπαλότητα" που καλλιεργείται στην πολιτική αρένα...

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Μ​​ε τα μέτρα της κοινής λογικής και διάθεση αισιόδοξη, θα μπορούσαμε ίσως να συμπεράνουμε ότι η ελλαδική κοινωνία επέδειξε, τα τελευταία είκοσι χρόνια, σημάδια παρήγορης πολιτικής ωριμότητας. Σε πείσμα της πανθομολογούμενης και βασανιστικής για όλους ανικανότητας και ευτελισμού του πολιτικού μας συστήματος. Σε πείσμα και της μεθοδικής προσπάθειας για την εξηλιθίωση του ελλαδικού πληθυσμού.

(Δεν είναι σχήμα λόγου να μιλάμε για μεθοδική προσπάθεια εξηλιθίωσης, ούτε συνωμοσιακό ανάλογο του «ψεκασμού». Πρόκειται για τη λειτουργική προϋπόθεση του εμπορευματικού χαρακτήρα των MME. Για την προκλητικά προφανή ορθολογική μεθόδευση καταστροφής της προφορικής και γραπτής γλώσσας στο ελλαδικό σχολειό. Για την ανεμπόδιστη εξάρθρωση και διαστροφή της στο πανεπιστήμιο, στο δικαστήριο, στο κοινοβούλιο. Γίνεται κατάδηλη η μεθοδική εξηλιθίωση και με τον αποκλεισμό της λογικής του δημοσίου συμφέροντος από τη λειτουργία του συνδικαλισμού, του τραπεζικού συστήματος, των εργολαβιών και προμηθειών του Δημοσίου).

Mε δεδομένη λοιπόν και πασίδηλη την προσπάθεια εξηλιθίωσης, κάποια ελάχιστα δείγματα υγιών αντιδράσεων της ελλαδικής κοινωνίας στον εξευτελιστικό βιασμό της αξίζει να προσεχθούν και να προβληθούν εμφατικά:

Oι δημοσκοπήσεις συνεχίζουν να δείχνουν ότι οι ψηφοφόροι στην Eλλάδα έχουν καθηλώσει το ΠAΣOK (παρά τις χαμαιλεοντικές μετονομασίες του) σε μονοψήφιο ποσοστό εκλογικής προτίμησης. Aπό τον εικοσαετή θρίαμβο, την αναιδέστατη ασυδοσία, την οργιώδη καταλήστευση του κοινωνικού χρήματος και των πακτωλών για τη σύγκλιση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες, τώρα η κατακόρυφη πτώση στην ντροπή της πολιτικής ανυπαρξίας ή του ευτελισμένου γκρουπούσκουλου λειτουργεί σίγουρα ως νέμεση. Mε το πρώτο τη τάξει από τα στελέχη του στη φυλακή, φυγάδες από το κοινωνικό προσκήνιο τους άλλοτε ηρακλείς της «αλλαγής» και σπιθαμιαίους τους διαδοχικούς διεκδικητές της ηγεσίας του, οδεύει το ΠAΣOK προς την πληρέστερη απογύμνωση ειδωλοποιημένης απάτης που γνώρισε η σύγχρονη Eλλάδα.

Aνάλογα θεαματική είναι η μεταχείριση και της «προοδευτικής» Aριστεράς από την ελλαδική κοινωνία. Bέβαια, οι δικές της δύο (και με το δημοψήφισμα του Iουλίου 2015, τρεις) εκλογικές επιτυχίες δεν σήμαιναν πλειοψηφική συναίνεση των ψηφοφόρων στον κοσμοθεωρητικό μηδενισμό και αμοραλιστικό διεθνισμό της μαρξιστικής ξιπασιάς των εν Eλλάδι καπήλων του κοινωνιοκεντρικού οράματος. H «θυσιαστική Aριστερά», που σημάδεψε σαν πεφταστέρι την ιστορία του ελλαδικού κρατιδίου για κάποιο διάστημα, ήταν άνθρωποι με αγνό πατριωτισμό και λάμπουσα ανιδιοτέλεια, αγνοούσαν παντελώς τις αναλύσεις του Mαρξ και τον Iστορικό Yλισμό, στρατεύονταν στο όραμα για κοινωνική δικαιοσύνη και ανθρωπιά – «να απολαμβάνουν όλοι τα δώρα του Θεού, ανάλογα με τον κόπο τους».

Aυτή την Aριστερά δεν την κατάλαβαν ποτέ οι ηγεσίες των εισαγόμενων και τηλεκατευθυνόμενων «κινημάτων» τόσο του μεταπρατικού «σοσιαλισμού» ή «κομμουνισμού» όσο και της μιμητικής, πιθηκίζουσας την Eυρώπη «Δεξιάς». O λαός στον εισαγόμενο «αριστερισμό» έδινε πάντοτε μονοψήφιο ποσοστό εκλογικής προτίμησης. Aνέβασε ξαφνικά τον συνονθυλευματικό (ιδεολογική κουρελού) ΣYPIZA από το 4,5% στο 27%, αλλά από θυμό και για να τιμωρήσει την ανικανότητα και τον αμοραλισμό της τραγελαφικής συγκυβέρνησης ΠAΣOK και N.Δ. Kαι σήμερα δημοσκοπούμενος επιστρέφει (υποτίθεται) και πάλι στη N.Δ. Tείνει δηλαδή να παγιωθεί το φαινόμενο: να ψηφίζει ο λαός το ίδιο κόμμα που τον αηδίαζε ανυπόφορα στις προηγούμενες εκλογές, προκειμένου να απαλλαγεί από το κόμμα που ανυπόφορα τον αηδιάζει σήμερα.

Eίναι περισσότερο από φανερό ότι ο λαός εμφανίζει κάποιες πιθανές, ίσως ελάχιστες ενδείξεις πολιτικής ωριμότητας: Eίναι διαλλακτικός, δεν έχει πεισματικές εμμονές, γινάτι, φανατισμό, τυφλή προκατάληψη, τολμάει όλους, και τους πιο ακραίους ή και μισοπάλαβους, να τους δοκιμάσει. Eνώ τα κόμματα αρνούνται κάθε ευλυγισία ή μετριοπάθεια, κάθε ενδεχόμενο συνεργασίας και συνεννόησης, την ώρα που η καταστροφή της χώρας είναι δεδομένη, εφιαλτική και πασιφανώς κομματικό κακούργημα.

Kάποιος λοιπόν, μέσα σε αυτόν τον εφιαλτικό παραλογισμό, πρέπει να πάρει το ρίσκο της ειλικρίνειας, να μιλήσει με την αποκοτιά της βουβής κοινής οδύνης, έτοιμος να λοιδορηθεί πιθανότατα. Eίναι ανάγκη να ακουστεί η φωνή όσων πιστεύουν, πιθανόν λαθεμένα όμως με ανιδιοτέλεια, ότι το εφιαλτικότερο στον σημερινό εφιάλτη δεν είναι η εξωφρενική ασυνέπεια και αλλαξοπροσωπία του ΣYPIZA, είναι η απουσία εναλλακτικής πρότασης. Πιστοποιούμε όλοι την ατολμία του ΣYPIZA να πολεμήσει την κοινωνική αδικία τη σαρκωμένη αναιδέστατα στο πελατειακό κράτος. Tην παραλυτική του ανικανότητα να υπηρετήσει την κοινωνική συνοχή στη βάση της αξιοκρατίας. Nα πατάξει την κυρίαρχη ανομία, την παντοδύναμη αγυρτεία, την ασύδοτη βία, τη μετάλλαξη του κοινωνικού περιθωρίου σε στρατό κατοχής και της ψυχανωμαλίας σε «αντάρτικο των πόλεων».

Aυτά όλα και άλλα ανάλογα πολλά γεννάνε απόγνωση, αλλά δεν είναι ο κυρίως εφιάλτης. Kυρίως εφιάλτης είναι η ολοκληρωτική ανυπαρξία αντιπρότασης με σοβαρό σχεδιασμό και ανθρώπους ικανούς να την πραγματώσουν. Στην αβουλία και ανικανότητα του ΣYPIZA, η N.Δ. αντιτάσσει την αδιάλλακτη επιθετικότητα του απλώς φανατισμένου: «Δεν είσαστε ικανοί για τίποτα, δεν μπορείτε να κυβερνήσετε, φύγετε να έρθουμε εμείς». Nοοτροπία, γλώσσα και πρακτικές a priori αντιπαλότητας προς το σήμερα, χωρίς όραμα ικανό να αλλάξει το αύριο.

Kάθε φορά που οι «δανειστές» μας απειλούν με καινούργιο «μνημόνιο» και εκβιάζουν με Grexit, δεν βρίσκουν απέναντί τους ένα πολιτικό σύστημα ενωμένο σε σφιγμένη γροθιά, αλλά μανιακούς της εξουσίας που μαλλιοτραβιούνται σαν μικρονοϊκές κυράτσες. Kάποιος πρέπει να ρισκάρει, να βροντοφωνάξει στη N.Δ. το πόση ζημιά της κάνουν, πόσο την εξευτελίζουν κάποιοι ηλεκτρονικοί ή έντυποι υπερασπιστές της. Aυτοί που πιστεύουν ότι πρέπει να ποντάρουν στα ένστικτα, γιατί «η πόλωση πουλάει»! Tο παιδαριώδες πείσμα στη ρήξη, στην a priori αντιπαλότητα, στην τυφλή μονομέρεια, όλα αυτά «πουλάνε».

Kάποιος να βεβαιώσει, με αγάπη και έγνοια, τον κ. Mητσοτάκη ότι ηγέτης θα αναδειχθεί, αν έχει πρόταση πολιτική και όχι απλώς διαχειριστική. Aν τολμήσει τομές και όχι μερεμέτια. Aν μπορεί να βεβαιώσει τον λαό ότι θα ρισκάρει βαθιές, επώδυνες τομές κοινωνικών μεταρρυθμίσεων: αμείλικτη διάλυση του πελατειακού κράτους, συνεπή αξιοκρατία, απόδοση δικαιοσύνης, συνδικαλισμό με κοινωνικές σκοποθεσίες, εξοβελισμό των κομματικών νεολαιών από τα πανεπιστήμια. O ταλαντούχος ηγέτης δεν ξεκινάει αγόρευση στη Bουλή τσιρίζοντας υστερικά «είσαι ψεύτης κ. Tσίπρα, είσαι ο χειρότερος πρωθυπουργός που γνώρισε η χώρα». H πόλωση είναι η καταφυγή των ατάλαντων.

«Λυπούμαι που δεν εξηγούμαι γλυκότερα», είπε ο Γιώργος Σεφέρης σε ανάλογη ώρα.
_________________________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Η λοιμική της κενολογίας


Η μεθοδική «αποτοξίνωση» των Ελλήνων από την ελληνικότητά τους πήρε χαρακτήρα καταιγιστικό από το 1974, με την κατάρρευση της δικτατορίας. Κάθε αναφορά στον πατριωτισμό, στη γενέθλια γη και κοινότητα, στην παράδοση, Ιστορία, πολιτισμό των Ελλήνων, «μύριζε» χούντα, κάθε νουνεχής την απέφευγε. Καθάρθηκε το λεξιλόγιο ταχύτατα, δεν υπήρξε κόμμα που να αντισταθεί στην εμπεδωμένη, από άκρη σε άκρη της Ελλάδας, τρομοκρατία των «προοδευτικών» δυνάμεων.

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Με την εκδημία του ο Μίκης Θεοδωράκης χάρισε σε όλους εμάς, τους συμπατριώτες του, μια μάλλον τελευταία αναζωπύρωση του χαμένου πια βιώματος της φιλοπατρίας. Επιβίωσε πολυτραγουδισμένη η φιλοπατρία του Μίκη, της αποδόθηκαν τιμές, έστω και με κοινότοπες άψυχες φλυαρίες, από τους θεσμικούς ενταφιαστές της ελληνικότητας – πολιτικούς, δημοσιογράφους, Δεξιούς και Αριστερούς υπέρμαχους του Ιστορικού Υλισμού.

Η μεθοδική «αποτοξίνωση» των Ελλήνων από την ελληνικότητά τους πήρε χαρακτήρα καταιγιστικό από το 1974, με την κατάρρευση της δικτατορίας. Κάθε αναφορά στον πατριωτισμό, στη γενέθλια γη και κοινότητα, στην παράδοση, Ιστορία, πολιτισμό των Ελλήνων, «μύριζε» χούντα, κάθε νουνεχής την απέφευγε. Καθάρθηκε το λεξιλόγιο ταχύτατα, δεν υπήρξε κόμμα που να αντισταθεί στην εμπεδωμένη, από άκρη σε άκρη της Ελλάδας, τρομοκρατία των «προοδευτικών» δυνάμεων. Θεωρήθηκε η «μεγάλη ώρα» της ελλαδικής Αριστεράς, η οργανωτική της υπεροχή τής έδινε τη δυνατότητα να αστυνομεύει κάθε έκφραση ενημέρωσης ή παιδαγωγίας –ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, πολιτιστικούς συλλόγους, σχολεία, πανεπιστήμια–, κάθε δημόσιος λόγος απηχούσε την υποταγή ή και συστράτευση στη φοβία για τον πατριωτισμό. Ο «μέγας» Καραμανλής και οι πολιτικοί του υπήκοοι ήταν τα εμφατικότερα υποδείγματα έμφοβης υποταγής στη διεθνιστική (καπιταλιστική ή «προοδευτική») προπαγάνδα.

Μεθοδικότατα, ο διεθνισμός του προλεταριάτου φρόντισε να αλώσει πρώτες (συχνά με εξωφρενική αυθαιρεσία) τις τότε Παιδαγωγικές Ακαδημίες και στη συνέχεια τα πανεπιστημιακά Τμήματα που ετοίμαζαν λειτουργούς της εκπαίδευσης. Κατορθώθηκε ο τάχα και «αριστερός» διεθνισμός να επιβληθεί στην ελληνική κοινωνία σαν αναγκαία συνάρτηση της «προόδου».

Το μεγάλο προσόν και κατόρθωμα του Μίκη Θεοδωράκη ήταν ότι δεν υποτάχθηκε στις κομματικές παρωπίδες. Κράτησε ανόθευτη, στη ζωή του και στη δουλειά του, την ελληνικότητα που μεταγγίζει η βιωματική λαϊκή παράδοση: Είχε το αισθητήριο να διακρίνει την ελληνική γνησιότητα, όση επιβίωνε στον στανικό «εξευρωπαϊσμό» των θεσμών και της οργάνωσης του βίου. Είδε στην απελευθέρωση από τη χούντα μια συναρπαστική ευκαιρία, να αφυπνισθεί η Ελλάδα, να αποτινάξει τη σχιζοφρένεια της δάνειας διχοστασίας. Γι’ αυτό δήλωνε ο ίδιος «κομμουνιστής», ενώ ταυτόχρονα στήριζε τον Καραμανλή σαν αντέρεισμα της απειλής των τανκς – δέχθηκε ο «κομμουνιστής» Μίκης να υπουργοποιηθεί στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Την πολιτική του ταυτότητα τη δήλωνε η μουσική του δημιουργία – ήταν κάτι συναρπαστικό, μια επανάσταση στη νοο-τροπία. Δεν συμβιβάστηκε ποτέ με τη δογματική ιδεολογία, την προπαγάνδα. Οραμά του ήταν η ελληνική διαφορά, που την έκανε τραγούδι για να τη σώσει από το ιδεολόγημα. Έτσι, χάρη στον Μίκη, είδαμε την ελληνική διαφορά να μην απομονώνει την Ελλάδα, αλλά να γίνεται όχημα εισόδου στον διεθνή στίβο. Από την ίδρυσή του το πλασματικό ελλαδικό κρατίδιο οργανώθηκε και λειτούργησε μιμητικά, μεταπρατικά, υποταγμένο ασφυκτικά στη δυτική πατρωνία – υπουργεία, κοινοβούλιο, κόμματα, ιδεολογίες, Δίκαιο και δικαστήρια, σχολεία και πανεπιστήμια, εμπόριο και βιομηχανία, πολεοδομία και αρχιτεκτονική, ακόμα και η εκκλησία, τα πάντα «κάλπικο δάνειον», όπως το είπε ο Μακρυγιάννης, όλα ξενόφερτα, όλα απομιμήσεις, ξιπασιά «νάνου ορθουμένου επ’ άκρων ονύχων και τανυομένου να φθάσει εις ύψος και φανή και αυτός γίγας» (Παπαδιαμάντης).

Από το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών ώς σήμερα η αλλοτρίωση του Ελληνισμού συντελείται με ταχύτητα φωτιάς που κατακαίει κατάξερο δάσος – όμως στον στίβο παντοδαπής εκφραστικής η ελληνικότητα επιβιώνει. Οχι με οργανωμένη πυρόσβεση, αλλά στις «υπόγειες στοές» που αινιγματικά τραγουδάει ο Σαββόπουλος. Σπιθαμιαίοι πρωθυπουργίσκοι, τόσο ασήμαντοι όσο και οι ημιπαράφρονες δασοεμπρηστές, ξηλώνουν από παντού την ελληνικότητα σαν να δαιμονίζονται που ακόμα επιζεί. Περνούν και αφανίζονται οι σπιθαμιαίοι. Και παραδόξως επιβιώνει η αοπλία της ποιότητας: Μάνος Χατζιδάκις, Διονύσης Σαββόπουλος, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Νίκος Ξυδάκης, Γιάννης Μαρκόπουλος. Ποιο ηχηρό όνομα από την πολιτική αγορά μπορεί να αναμετρηθεί με το θησαύρισμα ελληνικής αυτοσυνειδησίας, που άφησαν κληροδότημα ο Χρήστος Βακαλόπουλος και ο Κωστής Παπαγιώργης;

Ποιος κομματάνθρωπος είναι ικανός να υποκλιθεί στους δύο ζώντες κορυφαίους της ελληνικής ποίησης σήμερα: Νίκο Παναγιωτόπουλο και Ανθή Λεούση; Ελπίδα για τον Ελληνισμό είναι η «μέσα Ελλάδα» όπως την ονομάτιζε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Ποιος θυμάται σήμερα (και γιατί να θυμηθεί) τον δήμαρχο της Αλεξάνδρειας, όταν ζούσε εκεί ο Καβάφης, ή τους πρωθυπουργούς τότε στην Αθήνα; Με την ίδια λογική αξιολογήσεων της ποιότητας του βίου ή πολιτισμού οφείλουμε, όχι άγνοια ή παράκαμψη, αλλά «ανάθεμα» παλλαϊκό σήμερα σε υπουργούς Παιδείας και πρωθυπουργούς, που επέβαλαν το μονοτονικό, κατάργησαν το γλωσσικό πρωτείο των Αρχαίων Ελληνικών, υποκατέστησαν το σχολείο με το φροντιστήριο.

«Πατρίδα» θα πει: να οφείλεις στα παιδιά σου μια «κοινωνία σχέσεων», όχι μια «κοινωνία αγορών».
___________________________________________________________________

Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Αντιθέσεις: «Ο ρόλος και ο λόγος της Εκκλησίας στη Παγκόσμια πολυμορφική αβεβαιότητα»



Στις "Αντιθέσεις"  στην ΚΡΗΤΗ TV ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Ευγένιος, σε μια μεγάλη συζήτηση για το ρόλο και τον λόγο  της Εκκλησίας σε ένα κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες και εκρηκτικές  τεχνολογικές αλλαγές, που αλλάζουν (;) τις κοινωνίες και το ίδιο το νόημα του Ανθρώπου, σε ένα κόσμο με ένταση στις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες.

  • Είναι εφικτός ένας κόσμος χωρίς Πολέμους σε μια εποχή έντασης των πολέμων και της Παγκόσμιας αναμέτρησης μεταξύ πολυμορφικών κέντρων ισχύος;

  •  Κοινωνίες σε εξέλιξη και νέα μοντέλα με την βοήθεια της τεχνολογικής έκρηξης ή κοινωνίες σε αποδόμηση , έλεγχο και χειραγώγηση,  αλλάζοντας τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα τους και τις συλλογικότητες ;

  •  Ποια θέση παίρνει  στις συζητήσεις για μετα-κοινωνίες και τον μετα-άνθρωπο , τα μοντέλα των εικονικών- ψηφιακών κοινωνίων και το κοινωνικό matrix ;

  • Ποιο το νοήμα της ύπαρξης και των εσωτερικών αναζητήσεων του Ανθρώπου στην εποχή της υπερπληροφόρησης και της τεχνολογικής επανάστασης με το αντεστραμμένο είδωλο του ανθρώπου στο διαδίκτυο;  Υφίσταται  το "πρόσωπο"  του,  έξω από την εικονική πλέον κοινωνική πραγματικότητα;

Κι ακόμη τι λέει ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης  στη κοινωνική και ιδεολογική  συζήτηση  για τις νέες ταυτότητες, την ενδοοικογενειακή βία, την Νεολαία μπρος στις προκλήσεις της εποχής της , το γάμο και την τεκνοθεσία  των ομόφυλων ζευγαριών, την διαφορετικότητα και τον αυτοπροσδιορισμό ; Υπάρχει αυθεντική "Ελεύθερη Βούληση "  υπάρχει και πλασματική;

 H Εκκλησία Κρήτης, μπροστά στις σύγχρονες προκλήσεις, απαιτήσεις και προβλήματα… Οι προτεραιότητες και οι μεγάλες αγωνίες του σήμερα , ο ρόλος της Ιεραρχίας και του κλήρου, στο  που οδεύουν οι κοινωνίες μας και πως προσδιορίζει ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης , τον ρόλο και λόγο της Εκκλησίας στο σήμερα;

Στην εκπομπή παρεμβαίνει και καταθέτει την οπτική του ο ομότιμος Καθηγητής Φιλοσοφίας και συγγραφέας Χρήστος Γιανναράς.

"ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ" με τον Γιώργο ΣαχίνηΣτην ΚΡΗΤΗ TV

Διάλυση - ατίμωση χωρίς αντιπρόταση

Μας τρομάζει το καθημερινό θέαμα μιας κοινωνίας που αυτοκτονεί. Εντείνεται στο έπακρο η ανασφάλεια από την οικονομική χρεοκοπία, τον εφιάλτη της ανεργίας, τον έσχατο εξευτελισμό των αμοιβών της εργασίας, την ατίμωση των συντάξεων...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Μ​​ας τρομάζει στην Ελλάδα σήμερα η καταστρατήγηση ή και κατάλυση θεμελιωδών προϋποθέσεων της οργανωμένης συνύπαρξης.

Μας τρομάζει η αυθαιρεσία και ωμή βία, που υποδύονται τη «λογική αγανάκτηση», την αυτοδικία «εκ των πραγμάτων επιβαλλόμενη».

Μας πανικοβάλλουν οι χυδαίοι βανδαλισμοί, που προφασίζονται «διαμαρτυρία».

Ο πρωτογονισμός και η βαναυσότητα, που θέλουν να εμφανίζονται σαν «ακτιβισμός».

Οι ψυχανώμαλες αντικοινωνικές συμπεριφορές – το τυφλό μένος για οτιδήποτε «δημόσιο»: σχολικά και πανεπιστημιακά κτήρια, «σήματα» και πινακίδες της Τροχαίας, κτήρια υπουργείων, δημόσιων υπηρεσιών και νοσοκομείων, πάρκα, προτομές και αγάλματα που κοσμούν τις πόλεις και ζωντανεύουν την Ιστορία. Και μύρια ακόμα ανάλογα.

Μας τρομάζει το καθημερινό θέαμα μιας κοινωνίας που αυτοκτονεί. Εντείνεται στο έπακρο η ανασφάλεια από την οικονομική χρεοκοπία, τον εφιάλτη της ανεργίας, τον έσχατο εξευτελισμό των αμοιβών της εργασίας, την ατίμωση των συντάξεων. Ολοκληρωτική η απουσία προοπτικών για τα παιδιά μας, για τα εγγόνια μας. Καταδίκη ο υποχρεωτικός ξενιτεμός.

Συντηρούμαστε σαν συλλογικότητα με παραισθησιογόνες εντυπώσεις, ψευδαισθήσεις: Δήθεν ότι έχουμε «Βουλή», κυβέρνηση, «αντιπολίτευση», τάχα και «πληροφόρηση». Μας προσφέρονται είκοσι οχτώ (28) –περίπου– τηλεοπτικά κανάλια και αναρίθμητοι ραδιοφωνικοί σταθμοί. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, κανάλια και ραδιόφωνα λειτουργούν σαν συνοικιακά, τριτοκοσμικά ψιλικατζίδικα: πουλάνε παντούφλες, εσώρουχα, «θαυματουργά» μαντζούνια, μαξιλάρια και πατατοκόφτες – ό,τι φανταστεί ο νους μας των αποβλακωμένων από την απαιδευσία και τη στέρηση.

Υπάρχουν τα τρία κανάλια της κρατικής τηλεόρασης και τρία ακόμα ή τέσσερα διαπλεκόμενων με την πολιτική μεγαλο-επιχειρηματιών, που διασώζουν μια προσχηματική ευπρέπεια, εξαιρώντας βέβαια την κυρίως πληροφόρηση: ειδήσεις - σχολιασμούς - συζητήσεις. Εκεί, στις ειδήσεις και στις «συζητήσεις», το επίπεδο κρατικών και ιδιωτικών καναλιών εξομοιώνεται απολύτως – απευθύνονται και τα μεν και τα δε στο ίδιο κοινό που συντηρεί στις οθόνες τις παντούφλες και τα θαυματουργά μαντζούνια.

Μοιάζει σχήμα λόγου, αλλά είναι πραγματική τραγωδία οδύνης και απελπισμού, για κάποιον αριθμό (απροσδιόριστο) χιλιάδων ανθρώπων, η κάθε μέρα που ξημερώνει στην Ελλάδα. Τόσο η κυβερνητική όσο και η αντιπολιτευτική ρητορική πληγώνει (ή το αναιδέστερο) παρακάμπτει την ανθρωπιά μας, τη νοημοσύνη και τον αυτοσεβασμό μας. Οι εκάστοτε «κυβερνητικοί εκπρόσωποι», τα τελευταία τριάντα χρόνια, αναπαράγουν, σαν δήθεν φυσιολογικό, έναν καινούργιο ανθρωπολογικό τύπο, κακέκτυπο του Γκαίμπελς και του Μπέρια.

Η πολιτική, στη σημερινή ελλαδική μας πραγματικότητα, είναι ένα απάνθρωπο παιχνίδι ακραίου αμοραλισμού, με τους παίκτες φιγούρες γυμνωμένες από ανθρώπινη ευαισθησία, καλλιέργεια, αυτοσεβασμό – αυτή είναι η εικόνα τους. Κυβερνάει τη χώρα ένα κόμμα «ριζοσπαστικής Αριστεράς», που εξελέγη για να «σκίσει τα μνημόνια» (τις γραπτές συναινέσεις στην εθνική υποτέλεια, την εξευτελιστική επιτρόπευση από τη διεθνή τοκογλυφία, τα σαδιστικά χαράτσια, το ξεπούλημα της κοινωνικής περιουσίας). Και σε μια νύχτα μέσα, οι «αγωνιστές της αδιάλλακτης Αριστεράς» μεταμορφώθηκαν στους πιο χαμερπείς λακέδες των «Αγορών» – χωρίς κάποιος τους, έστω ένας, «να πεθάνει από αηδία», όπως ζητούσε από τους Πρεβεζάνους ο Καρυωτάκης.

Κάποιος τους, ο Βαρουφάκης, κατάγγειλε (σε βιβλίο που έσπασε ταμεία) συγκεκριμένα εγκλήματα, επώνυμων αυτουργών, ωμής προδοσίας του εθνικού συμφέροντος. Στις καταγγελίες, με ακριβή εντοπισμό χώρου, χρόνου, αυτοπτών μαρτύρων, αντιτάχθηκε ότι «ο Βαρουφάκης είναι ένας αναξιόπιστος νάρκισσος». Και είναι νάρκισσος. Αλλά την αναξιοπιστία του κατήγορου είναι εξίσου αναξιόπιστο να την αποφασίζουν οι καταγγελλόμενοι. Οι «φυσικοί δικαστές», της θεσμικής Δικαιοσύνης, σιωπούν σκανδαλωδέστατα, προκλητικά.

Παρ’ όλο που έχει οδηγήσει τη χώρα σε εξαθλιωτική διάλυση και ανυπόφορη ατίμωση, το πρόβλημά μας δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι η απουσία πολιτικής αντιπρότασης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει να αντιτάξει τίποτε συγκεκριμένο – σημάδι ότι δεν αντιλαμβάνεται ούτε τη διάλυση ούτε την ατίμωση. Η λογική του είναι αποκλειστικά διαχειριστική, δεν καταλαβαίνει τι θα πει «μεταρρυθμίσεις». Παπαγαλίζει μόνο γενικότητες, αοριστίες, αφορισμούς. Δεν υποψιάζεται ότι στην πολιτική οι λύσεις «γεννιώνται», δεν προκύπτουν από μοδιστρική. Οτι εξαλείφοντας την ντροπή των Εξαρχείων, ίσως νεκρανασταίνει την επιχειρηματική πρωτοβουλία, απολακτίζοντας τις κομματικές νεολαίες από τα πανεπιστήμια, ίσως ανανεώνει ριζικά την ανθρώπινη ποιότητα στο κοινοβούλιο, επιβάλλοντας άτεγκτη αξιοκρατία στη δημοσιοϋπαλληλία, ίσως ανατρέπει τους όρους λειτουργίας της αγοράς.

Τις προάλλες, ανώτατο στέλεχος του Λιμενικού Σώματος (με πλάκα τα γαλόνια) ανακοίνωνε από τη μικρή οθόνη: «Αποψε θα φτάσουμε τους εικοσιοχτώ απόπλους»!!! Ο Τσίπρας δεν τον αποστράτευσε αυθημερόν. Ο Μητσοτάκης καταλαβαίνει ότι θα κυβερνήσει, μόνο αν ξηλώνει πέντε αγράμματους κάθε μέρα από τον κρατικό μηχανισμό;
______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 – Άξονες Εθνικής Αυτοσυνειδησίας 200 χρόνια μετά

 

Μετά την επανάσταση, γίναμε τελικά ένα ανεκτό κατ όνομα Ελληνικό κρατίδιο, τυπικά ανεξάρτητο, στην πραγματικότητα υποτελές (οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά) προτεκτοράτο της Δύσης;


Στις ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ του ΚΡΗΤΗ TV και τον Γιιώργο Σαχί́νη παραθέτουν την οπτική τους και συνομιλούν οι:

- Ο κ. Χρήστος Γιανναράς, Ομότιμος Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Συγγραφέας 

- Η κ. Μαρία Ευθυμίου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών 

- O κ. Γιώργος Μαργαρίτης, Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 

- H κ. Κωνσταντίνα Μπότσιου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας και Διεθνούς Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου 

- O κ. Δημήτρης Σταθακόπουλος, Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου για τις ιστορικές και κοινωνικές δομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 

Και ο κ. Θεόδωρος Παναγόπουλος, πρώην Εφέτης – Ιστορικός Ερευνητής , Συγγραφέας του δίτομου έργου ιστορικής έρευνας , « Τα ψιλά γράμματα της Ιστορίας- Όλα στο Φως» 

- Οι επαναστάτες του 1821 ήξεραν πολύ καλά ποιοι είναι και τι θέλουν; - Πώς θα προσεγγίσουμε τα 200 χρόνια; Πώς θα ιστορήσουμε το νεότερο ελληνισμό. Με τα πεπραγμένα του κράτους ή με τα πεπραγμένα του έθνους; 

- Ο Ελληνισμός για τους τότε Έλληνες, ήταν «εθνικότητα», ήταν ανυπότακτο στρώμα της Οθωμανικής Κοινωνίας, ήταν άλλος πολιτισμός, ριζικά άσχετος με τον νομικισμό του θρησκειοποιημένου Χριστιανισμού της Δύσης ή επηρεασμένος από αυτόν και σε ποια σχέση με την μεταφυσική του Ισλάμ; 

- Η αρχική, οργισμένη αντίδραση της ευρωπαϊκής «Ιερής Συμμαχίας» σε μια ακόμα εξέγερση των Ελλήνων πραγματική , προσχηματική ή φόβος για την δημιουργία έθνους κράτους ; 

- Ποιος ο χαρακτήρας της επανάστασης; τι ήταν, τι επεδίωκε; πώς κατέληξε; πέτυχε τους στόχους της; 

- Ο ρόλος της «Φιλικής Εταιρείας» «Φιλελληνισμός» και «Προστάτες» των Ελλήνων ένα μεγάλο διαχρονικό ζήτημα και στα 200 χρόνια του νέου ελληνικού κράτους 

- Οι πρώτες νίκες των εξεγερμένων και η αντίδραση των Οθωμανών ; 

- Πως περιγράφει η πλευρά των Οθωμανών και των σύγχρονων επιγόνων τους στη Τουρκία την Ελληνική Επανάσταση του 1821 αλλά και την πορεία του Ελληνικού κράτους 200 χρόνια 

- Η δημιουργία του νέου Κράτους, από τον Καποδίστρια στην Μοναρχία υπό «Προστασία», τον Κοινοβουλευτισμό και τα Συντάγματα έως το σήμερα 

- Μετά την επανάσταση, γίναμε τελικά ένα ανεκτό κατ όνομα Ελληνικό κρατίδιο, τυπικά ανεξάρτητο, στην πραγματικότητα υποτελές (οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά) προτεκτοράτο της Δύσης; 

- Είμαστε καταγωγικά , κράτος εξαρτημένο από ευρωπαϊκά και άλλα δάνεια ; Πως, πότε και μέχρι ποιο βαθμό έχουμε χειραφέτηση ως κράτος; 

- Το ζήτημα της συνέχειας, της δημοκρατίας, της σχέσης ελληνισμού με το παρελθόν του, με τη Δύση/Ευρώπη, η διχαστική πραγματικότητα του ελληνισμού και το ζήτημα της ελληνικής «κακοδαιμονίας» έως σήμερα. Πού πάμε;

Και κρεματόριο η κομματοκρατία

Δεν είμαστε πια μια ζωντανή κοινωνία, μια παρωδία κράτους είμαστε, μια παντομίμα, ένα «δήθεν» – δεν καταφέρνουμε ούτε καν τη στοιχειώδη κοινωνία αναγκών... 


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Α​​πό τις δεκάδες τα καρβουνιασμένα κορμιά του φρικωδέστερου, του πιο εφιαλτικού θανάτου, κάποια βρέθηκαν αγκαλιασμένα. Στο Μάτι της Αττικής, στις 23 Ιουλίου του 2018. Οταν η κόλαση σε αγγίζει κατάσαρκα, δεν σου μένει άμυνα καμιά, μόνο ένα σφιχταγκάλιασμα. Είναι ο άρρητος αντίλογος στην αλογία του άδικου, μαρτυρικού θανάτου. Πότε και πώς γίνεται «κραταιά ως θάνατος η αγάπη», θα μένει πάντοτε αίνιγμα – «άδηλον παντί, πλην ή τω θεώ».

Εμείς «οι ζώντες, οι περιλειπόμενοι», θα επιβιώσουμε, όσο είναι γραφτό για τον καθένα μας, με ανεξίτηλη στις ψυχές μας την εικόνα του καρβουνιασμένου σφιχταγκαλιάσματος. Δηλαδή, με την ανίατη οργή και τον τρόμο, για τη μοίρα που μας έλαχε, να ζούμε, όχι σε κοινωνία ανθρώπων, αλλά σε αγέλη θηριωδίας και ασυνειδησίας.

Είναι περίτρομος ο βίος, όταν ζεις σε ένα δήθεν «κράτος», όπου όλες οι προϋποθέσεις και των εφιαλτικότερων απειλών παραμένουν άμεσες πιθανότητες, ενώ οι φυσικοί αυτουργοί της εκάστοτε κόλασης επιζούν ατιμώρητοι και ηγεμονεύοντες.

Ο καθένας μας (με εξαίρεση τους δοσίλογους συμπαίκτες των φυσικών αυτουργών) μπορεί να λογαριάσει τα μεγέθη πολιτικής διαφθοράς, κομματικού παρακράτους, ασύδοτης ψηφοθηρίας, που κραυγάζουν πίσω από τον εφιαλτικό θάνατο των συνανθρώπων μας στο Μάτι: Πόσοι υπάλληλοι της πολεοδομίας, επί πόσα χρόνια, χρηματίζονταν χυδαία και ατιμώρητα, για να συντελεστεί το οικιστικό εκεί αλαλούμ, πόσοι βουλευτές κάλυψαν εγκληματικές αυθαιρεσίες, πόσοι υπουργοί προστάτευσαν φονιάδες εργολάβους, πόσοι «λαδωμένοι» επιθεωρητές-ελεγκτές των εγκληματιών-υπαλλήλων κουκούλωσαν τη φρενίτιδα της παρανομίας.

Το Μάτι ήταν κατά 80% δασική περιοχή, προστατευόμενη, ο γενικός πολεοδομικός σχεδιασμός απέκλειε την οικοδόμησή του. Οικοδομήθηκε αυθαίρετα, ο χρηματισμός των πολιτικά υπεύθυνων ακύρωνε νόμους και διατάγματα. Αντί για δρόμους, οι εργολάβοι αυτοσχεδίαζαν στενάδια που οδηγούσαν κυριολεκτικά στον γκρεμό. Η χρηματολαγνεία των «δημόσιων λειτουργών» και η ψηφοθηρία των πολιτευόμενων μετέτρεψαν τελικά τον παραθαλάσσιο πευκώνα σε κλίβανο απανθράκωσης πανικόβλητων ανθρώπων.

Μια τέτοιου μεγέθους και τέτοιας φρίκης συμφορά, που προκύπτει από κακουργίες αδίστακτων παλιανθρώπων της πολιτικής και κρατικής εξουσίας, δεν ξορκίζεται με τριήμερο εθνικό πένθος, μεγαλόστομες πομφόλυγες και πολυδιαφημιζόμενα «μέτρα ανακούφισης των πληγέντων» – είναι εμπαιγμός. Σε μια ζωντανή κοινωνία μια τέτοια συμφορά, με τέτοια αίτια, γεννάει επανάσταση: Πεντακόσιες χιλιάδες Ελληνες, καρφωμένους στην πλατεία Συντάγματος, να απαιτούν υπηρεσιακή κυβέρνηση για αλλαγές καίριες στο πολίτευμα.

Δεν είμαστε πια μια ζωντανή κοινωνία, μια παρωδία κράτους είμαστε, μια παντομίμα, ένα «δήθεν» – δεν καταφέρνουμε ούτε καν τη στοιχειώδη κοινωνία αναγκών. Το «κράτος» λειτουργεί με τη λογική ποδοσφαιρικής ομάδας: Πλουτίζουν ακόρεστα και αδιάντροπα οι «παίκτες» και οι «παράγοντες» – ο λαός παθιάζεται και αφιονίζεται με το θέαμα.

Είναι εξωφρενικά παράλογο, ίλιγγος του απίστευτου, του τερατώδους: Να απειλείται ολόκληρος οικισμός από ανεξέλεγκτη πύρινη κόλαση και να μην υπάρχει ίχνος αστυνομικής παρουσίας – ένα περιπολικό, ένας ένστολος που να συντονίσει στοιχειωδώς την απομάκρυνση των κατοίκων, ένα στέλεχος της τοπικής αυτοδιοίκησης να δείξει ποιος δρόμος πάει στη θάλασσα και ποιος στον γκρεμό, ένας παπάς να σημάνει με την καμπάνα τον κίνδυνο.

Γεννάει μόνιμο και ανίατο τρόμο στον πολίτη, όχι το ενδεχόμενο μιας ακόμα, ενδεχόμενης θεομηνίας, ανεξέλεγκτης. Τρόμο τού γεννάει ο ανίατος, πανταχού παρών πρωτογονισμός, σε κάθε πτυχή της συλλογικής μας συνύπαρξης. Πριν από όλα, η φρίκη που μετασκευάζεται σε κερδοσκοπική ειδησεολαγνεία – κραυγαλέος και αδιάντροπος στόχος των «καναλιών», όχι η πληροφόρηση του πολίτη, αλλά η εμπορία των εντυπώσεων, να κερδίσουν ποσοστά τηλεθέασης, δηλαδή διαφημιστικό χρήμα, πουλώντας φρίκη και αποτροπιασμό. Αν γινόταν να αποτελέσει, έστω παρενθετική εξαίρεση η διοίκηση της ΕΣΗΕΑ: να βγει να καταγγείλει τον κατεξευτελισμό του δημοσιογραφικού υπουργήματος από τα εμπορικά κανάλια και την αηδιαστική χαμέρπεια των κυβερνητικών δημοσιογράφων.

Γεννάει ναυτία και σιχαμάρα η πληθωρική έκρηξη ενδιαφέροντος της κυβέρνησης για τα θύματα της κρατικής ανυπαρξίας και διαφθοράς στο Μάτι. Πώς βρέθηκαν αμέσως τόσοι πακτωλοί εκατομμυρίων, για να μπουκωθεί με ξιπασιές η λαϊκή οργή, μαζί με πλημμυρίδα από ρουσφέτια: διορισμούς, απαλλαγές, χαριστικές διατάξεις. Θα μείνει στην Ιστορία μνημείο ανθρώπινου ξεπεσμού και ευτέλειας, η εικόνα του ανεκδιήγητου Τζανακόπουλου, τη δεύτερη κιόλας μέρα του εφιάλτη: Να εξαγγέλλει φτηνιάρικους μπουναμάδες για όσους είδαν κατάματα τον χάρο στο Μάτι, μόνο επειδή τους έλαχε να ζουν στο Ελλαδιστάν.

Στις εκλογές, όποτε γίνουν, είναι οφειλή στην ανθρωπιά και αξιοπρέπειά μας, να μαυρίσουμε οι πολίτες με αποτροπιασμό τους χθεσινούς και σημερινούς υπαίτιους της φρίκης του θανάτου στο Μάτι.
______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
(πηγή: yannaras.gr)

Η ιστορική μας αυτεξαφάνιση


Αναξιοπρεπές επάγγελμα η πολιτική, πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι διατεθειμένοι να το αναλάβουν. Δεν χρειάζεται κανένα τυπικό προσόν, πτυχίο ή εξειδίκευση, ούτε και προϋπηρεσία ευδόκιμη – τίποτα...

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά*

Αναξιοπρεπές επάγγελμα η πολιτική, πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι διατεθειμένοι να το αναλάβουν. Δεν χρειάζεται κανένα τυπικό προσόν, πτυχίο ή εξειδίκευση, ούτε και προϋπηρεσία ευδόκιμη – τίποτα. Ακόμα και με χαμηλότατο δείκτη ευφυΐας, με ανικανότητα έκφρασης και κωμική άγνοια της μητρικής του γλώσσας, μπορεί ένα κομματικό στέλεχος να υπουργήσει τα καίρια του συλλογικού βίου. Είναι για την κοινωνία μας αυτονόητο.

Τους αποδεχόμαστε σαν ικανούς να διαχειριστούν οποιαδήποτε αρμοδιότητα. Γι’ αυτό και μεταπηδούν από υπουργείο σε υπουργείο, σαν σοφοί παντογνώστες, «αντιστάσεως μη ούσης». Από την άκρα επιστημονική πολυπλοκότητα της σύγχρονης πολεμικής τεχνολογίας και στρατηγικής μεταφέρονται, ως αυτονοήτως ειδήμονες, στον σχεδιασμό της βιομηχανικής ανάπτυξης, στη διαχείριση των παραγωγικών λειτουργιών και των απαιτήσεων της αγοράς. Από τα ερμητικώς εξειδικευμένα προβλήματα της εκπαίδευσης «μεταφυτεύονται» (χωρίς την παραμικρή προετοιμασία ή προειδοποίηση) στα λαβυρινθώδη προβλήματα λειτουργίας της Δικαιοσύνης και του σωφρονιστικού συστήματος.

Γνωστή η αιτιολογία που προβάλλεται – αυτός, λένε, ήταν πάντοτε ο ρόλος των πολιτικών, η πολιτική είναι ταλέντο ηγετικό, όχι επιστήμη. Να ξέρεις να λειτουργείς «επιτελικά» σε οποιονδήποτε τομέα: να ιεραρχείς προτεραιότητες, να συντονίζεις ευθύνες, να αναθέτεις αρμοδιότητες. Κυρίως, να εξασφαλίζεις τον κοινωνικό χαρακτήρα κάθε κρατικής λειτουργίας. Είναι άλλης τάξεως από την επιστημονική εξειδίκευση η λογική της πολιτικής. Δύσκολο να αναλυθεί σε μια επιφυλλίδα το πραγματικό αντίκρισμα τέτοιων επιχειρημάτων σήμερα. Εξ άλλου, γνωρίζουμε, λίγο-πολύ, όλοι, σε τι δαπανάται κατά κανόνα το πολιτικό «ταλέντο ηγεσίας» στις μέρες μας. Πρώτιστο (ίσως και μοναδικό) έργο κάθε υπουργού είναι να εξισορροπεί με συμβιβασμούς τα άνομα ιδιωτικά συμφέροντα που λυμαίνονται το πεδίο αρμοδιοτήτων του υπουργείου του. Να εξασφαλίζει, ταυτόχρονα, και κάποια οικονομικά ωφελήματα για το κόμμα. Να ικανοποιεί πελατειακά αιτήματα της εκλογικής του περιφέρειας. Να τρέχει συνεχώς σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, για να διατηρεί το status του «πρωτοκλασάτου» στο κόμμα. Κι αν απομείνει χρόνος και κουράγιο, να επιδείξει και κάποιες εντυπωσιακές «μεταρρυθμίσεις» ξέροντας ότι ο διάδοχός του υπουργός ασφαλώς θα τις καταργήσει.

Την περασμένη Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου του 2021, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Κ» άρθρο του επίτιμου προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας Σωτήριου Ρίζου, με τίτλο: «Το κράτος και το δάσος». Το άρθρο επισημαίνει (ορθότερα: καταγγέλλει) τους αυτουργούς ενός πελώριου και φρικιαστικού κοινωνικού εγκλήματος, που έχει ήδη εξασφαλίσει την ατιμωρησία. Αντιγράφω:

«Στις 23 Ιουλίου 2021, ο πρώτος τίτλος στην ιστοσελίδα Dasarxeio.gr ήταν ο εξής: “Ανοίγει η πλατφόρμα για τις δηλώσεις αυθαιρέτων εντός δασών”. Ακολουθούσε το κείμενο μιας αποφάσεως του υπουργείου Περιβάλλοντος, που εξειδικεύει το πλαίσιο υποβολής των αιτήσεων νομιμοποίησης αυθαιρέτων εντός δασών. Έχει (ήδη) δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μία ημέρα πριν. Στηρίζεται στον νόμο 4685/1920 (ΦΕΚ Α΄ 92/7.5.2020). Η ειρωνεία της τύχης (;) ήταν ότι: ΜΕΤΑ ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ, περίπου, αρχίζουν οι μεγάλες πυρκαγιές στη χώρα μας. Συνολική απώλεια: 1.275.660 στρέμματα. Στην Αττική: 186.290 στρέμματα»!!

Ο επίτιμος πρόεδρος του ΣτΕ διερωτάται: «Η εξέλιξη αυτή ήταν αναπάντεχη;». Και απαντάει: «Με βάση τα νομοθετικά δεδομένα και σε συνδυασμό με τον διατιθέμενο διοικητικό μηχανισμό», η φρικτή καταστροφή ήταν νομοτελειακά σίγουρη, απολύτως προβλέψιμη. Απρόβλεπτο μόνο το «πότε» και το μέγεθος της καταστροφής.

Η φράση του Χαρίλαου Τρικούπη «η Ελλάς θέλει να ζήσει (ή: προώρισθαι να ζήσει) και θα ζήσει» λειτουργεί σαν ηδονικό υπνωτικό 125 χρόνια τώρα. Έχουμε πιστέψει (συνειδητά ή υποσυνείδητα) ότι είμαστε «εκλεκτός», «περιούσιος» λαός, «προορισμένος» να ζήσει απεριόριστα. Θα είχε ίσως κάποιον ρεαλισμό αυτή η ελπίδα, αν τουλάχιστον εμψύχωνε μια προσπάθεια να σώσουμε τη γλώσσα και τους θεσμούς που σάρκωσαν την ελληνική ιδιαιτερότητα. Με πλοηγό της Παιδείας των Ελληνωνύμων την πολιτισμικά αφασική κυρία Κεραμέως ή τον αφελή του μαρξιστικού παλαιοημερολογιτισμού κύριο Φίλη, ο Ελληνισμός συνιστά ντροπή και ο διεθνισμός την εκούσια ιστορική μας αυτεξαφάνιση.
_______________________________________________

Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Λέξεων δεινή καπηλεία

Η ελληνική κοινωνία, σε επιθανάτια αφασία, δεν αντιδρά. «Δεν κουνιέται φύλλο»...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Πρόκειται για μικρόνοια; Για κωμική απαιδευσία; Για αμειβόμενη στράτευση στην εξυπηρέτηση συμφερόντων;

Πάντως κάποιοι, όχι λίγοι, επιμένουν να συγχέουν τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό. Καμώνονται ότι ξέρουν τη διαφορά και σέβονται τον πατριωτισμό. Αλλά ο «σεβασμός» τους είναι μόνο στα λόγια, προσχηματικός. Στην πράξη, σπιλώνουν κάθε έκφανση πατριωτισμού σαν εθνικισμό. Σωρεύουν συνώνυμα επιτείνοντας την εσκεμμένη σύγχυση: Σωβινισμός, Ακροδεξιά, Νεοναζισμός, λαϊκισμός – έτσι τους βολεύει να κατανοείται ο πατριωτισμός.

Παθιασμένοι αντίπαλοι του «εθνικισμού», επομένως φανατισμένοι υπερασπιστές του «διεθνισμού» - «εθνομηδενισμού», εμφανίζονται οι οπαδοί και των δύο όψεων του αμφιπρόσωπου Ιστορικού Υλισμού: τόσο των «Αγορών» (του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Συστήματος) όσο και οι «κολλημένοι» νοσταλγοί της Σοβιετίας.

Φανατικότεροι, και στις δύο παρατάξεις (όπως πάντοτε στην Ιστορία) είναι οι αλλαξόπιστοι, οι εξωμότες: οι «αριστεροί» (και μάλιστα της «ριζοσπαστικής» Αριστεράς) που ξεπουλήθηκαν στις «Αγορές» με φτηνιάρικα ανταλλάγματα. Ή και οι κάποτε «δεξιοί» που έκαναν καριέρα με το «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» και σήμερα προβάρουν τη λεοντή του «εκσυγχρονισμού» και της «προόδου».

«Ποιοι αντιδρούν στη Συνθήκη των Πρεσπών;» ρώτησε ο πρόεδρος της Γαλλίας Μακρόν τον Αλέξη Τσίπρα, τις προάλλες, στην Κύπρο. «Κάποιοι ελάχιστοι ακροδεξιοί-λαϊκιστές», ήταν η απάντηση. «Και πόσοι κατέβηκαν στο συλλαλητήριο;». «Κάπου εβδομήντα χιλιάδες»! Ετσι γράφουν την ιστορία οι αδίστακτοι.

Δεν θέλει να αντιληφθεί η ιστορικο-υλιστική θρησκοληψία ότι ο πατριωτισμός δεν έχει να κάνει με «πεποιθήσεις», δεν είναι επιλογή. Είναι καταστάλαγμα εμπειρίας, βιωματικός πλούτος – γεννιέται στην ψυχή του ανθρώπου ο πατριωτισμός. Σε αγεφύρωτη αντίθεση ο «διεθνισμός» είναι σκόπιμη επιλογή: ταξινομούνται οι άνθρωποι σε εισοδηματικές «τάξεις», διαβαθμίζεται η καταναλωτική τους ευχέρεια, λογαριάζονται σαν αδιαφοροποίητες μονάδες απρόσωπης ομοείδειας.

Γεννιέται ο πατριωτισμός από τη ζωτική σχέση του ανθρώπου με τη γη του, τη γλώσσα του, τη σαρκωμένη (στη γη και στη γλώσσα) ιστορία του. Είναι συνάρτηση ο πατριωτισμός της «καλλιέργειας» του ανθρώπου, συνισταμένη του πολιτισμού του. Γι’ αυτό και τρέφεται ο πατριωτισμός όχι από (εθνικιστικά) ιδεολογήματα, αλλά από την ένσαρκη Τέχνη: το τραγούδι, τη ζωγραφιά, την αρχιτεκτονική – απηχεί η Τέχνη αισθητά την «ταυτότητα» της πατρίδας.

Λοιπόν, αυτόν τον πατριωτισμό οι «πολιτικοί της κωλοτούμπας» (διεθνής πια ο όρος) τον χαρίζουν σε αυτούς που τον καπηλεύονται εγκληματικά: στους «εθνικιστές». Ο εθνικισμός είναι, ιστορικά, ο «ενδιάμεσος κρίκος» στην εξέλιξη από την αγέλη ώς τον διεθνοποιημένο σήμερα πρωτογονισμό – ενδιάμεσος. Στη θωράκιση της εγωκεντρικής κατασφάλισης αποβλέπει, αλλά όχι με άξονα την «ταξική» χρησιμοθηρία, ούτε την πολτώδη «διεθνική». Ο εθνικισμός θωρακίζει το εγώ με ιδεολογήματα «φυλετικής ανωτερότητας», «καθαρόαιμης ομοείδειας», «βιολογικής αρτιμέλειας».

Είναι απίστευτο, σε ποια ανθρώπινη έκπτωση διολισθαίνει η αριστερόσχημη αλλαξοπιστία, για να προπαγανδίσει τον μηδενιστικό αμοραλισμό που τη συντηρεί στην εξουσία. Κόπτεται ο θλιβερός «κυβερνητικός εκπρόσωπος», κορυφαίος του ανθρώπινου αυτεξευτελισμού, να πείσει (ποιον;) ότι στην πατριωτική λαοθάλασσα των συλλαλητηρίων για το «μακεδονικό» σαρκωνόταν «το τέρας του εθνικισμού», «το τέρας της Δεξιάς»! Κι από κοντά, θλιβερά στρατευμένοι στην υπεράσπιση της κυβερνητικής αισχύνης αρθρογράφοι να «καταγγέλλουν» τον «εθνικολαϊκισμό» («έξαλλο εθνικισμό») των «μακεδονομάχων» πολιτών, που «αρχές της δεκαετίας του 1990... έτρεχαν αλαφιασμένοι στις πλατείες» – τότε που «όλα τα πολιτικά κόμματα υποτάσσονταν στις επιθυμίες των αδιάλλακτων ή των τυχοδιωκτών»!

«Εξέστη φρενών» η «προοδευτική» συνηγορία του μηδενιστικού αμοραλισμού.

Η εξαφάνιση λαών από τον στίβο της Ιστορίας έχει πάντα προοίμιο τη σύγχυση-αχρήστευση της γλώσσας τους: «Προοδευτικός» σήμαινε πάντοτε στα ελληνικά τον «πρωτοπόρο», τον ρηξικέλευθο τολμητία, που άνοιγε δρόμο εκεί που οι άλλοι έβλεπαν αδιέξοδο, άνοιγε τη θέα σε καινούργιους ορίζοντες. Προοδευτικός ήταν ο υπέρμαχος της αλλαγής, της ανακαίνισης, της αναζήτησης, ο εραστής του καινούργιου, όχι επειδή ο νεωτερισμός είναι αυταξία αλλά όταν το εν χρήσει αποδείχνεται ατελέσφορο ή ανεπαρκές.

Σήμερα, στην Ελλάδα που ψυχορραγεί, ποιος λογαριάζεται «προοδευτικός» και ποιοι μονοπωλούν ετσιθελικά την «πρόοδο», ποιοι φιγουράρουν σαν «προοδευτικές δυνάμεις» της κοινωνίας;

Πρώτη και καλύτερη η σταλινική «ορθοδοξία» του Περισσού, οι νοσταλγοί της εφιαλτικότερης φρικωδίας εξουσιαστικού ολοκληρωτισμού που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία. Από κοντά, το συνονθύλευμα από τις σέκτες που γεννοβόλησε ο μαρξισμός, όλα τα παλαιοημερολογίτικα γκρουπούσκουλα του ιστορικο-υλιστικού φανατισμού, ακόμα και τα λήμματα εξωμοσίας που μας κυβερνάνε σήμερα. Η «επιστήμη» της συκοφαντίας-παραπλάνησης και διαστροφής, κατ’ ευφημισμόν «προπαγάνδα», έχει καθολικά επιβάλει ως αυτονόητη την πεποίθηση ότι μόνο ο μηδενισμός και ο αμοραλισμός είναι «προοδευτική» επιλογή, ο πατριωτισμός συνώνυμος του αναχρονισμού και σκοταδισμού. Γι’ αυτό και μόνο περιθωριακά μικροκόμματα «της πλάκας» αυτοαποκαλούνται «πατριωτικά».

Η ελληνική κοινωνία, σε επιθανάτια αφασία, δεν αντιδρά. «Δεν κουνιέται φύλλο».
 _______________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
(πηγή: yannaras.gr)