Ξεκινά την Πέμπτη, 2 Φεβρουαρίου στο Ειρηνοδικείο Φλώρινας η δίκη για το «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα»

«Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα», Ισίδωρος Ντογιάκος, Αναστασία Καλαϊτζή, Ειρηνοδικείο Φλώρινας,
Δικαστικό Μέγαρο Φλώρινας

Η πρώην υπηρεσιακή πρωθυπουργός Βασιλική Θάνου, με άρθρο της, όπου σχολίασε ως «νομικά ορθή και εθνικά επιβεβλημένη την ασκηθείσα ανακοπή από την Εισαγγελέα Φλώρινας».


Την Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου θα ξεκινήσει, Ειρηνοδικείου Φλώριναςμετά από παρέμβαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου, στο Πρωτοδικείο Φλώρινας η δίκη, για την ανατροπή της δικαστικής απόφασης με την οποία επιχειρήθηκε να τεθούν οι βάσεις για να εδραιωθεί «μακεδονική γλώσσα στην Ελλάδα», μέσω της έγκρισης λειτουργίας του σωματείου με την επωνυμία «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα».

Ο Ισίδωρος Ντογιάκος, παρενέβη κατά της πρωτόδικης απόφασης, που ενέκρινε τη λειτουργία σωματείου για τη «διατήρηση και καλλιέργεια της μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα» και ζήτησε την άσκηση ανακοπής.

Συγκεκριμένα ο ανώτατος εισαγγελέας, με παρέμβασή του, ζήτησε από την εισαγγελέα Πρωτοδικών Φλώρινας Αναστασία Καλαϊτζή, να ασκήσει ανακοπή κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Φλώρινας, με την οποία αναγνωρίστηκε το σωματείο με την επωνυμία «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα», και το οποίο μεταξύ των σκοπών του θέτει και τη «διατήρηση και καλλιέργεια της μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα» και την «υποστήριξη της εισαγωγής της μακεδονικής γλώσσας ως προαιρετικού μαθήματος σε δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια στην Ελλάδα».

Η απόφαση του δικαστηρίου εκδόθηκε στις 27/7/2022 και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, που τοποθετήθηκαν αρνητικά, μεταξύ των οποίων και η πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου και πρώην υπηρεσιακή πρωθυπουργός Βασιλική Θάνου, με άρθρο της, όπου σχολίασε ως «νομικά ορθή και εθνικά επιβεβλημένη την ασκηθείσα ανακοπή από την Εισαγγελέα Φλώρινας».

Σύμφωνα με το σκεπτικό της Eισαγγελέως Πρωτοδικών Φλώρινας, το καταστατικό του σωματείου θεωρεί δεδομένη την αυθαίρετη θέση «ότι υφίσταται στα όρια της ελληνικής επικράτειας ως ομιλούμενη μια ξένη γλώσσα, η «μακεδονική», οποία «ομιλείται ιδίως στις Περιφέρειες της Δυτικής Μακεδονίας, της Κεντρικής Μακεδονίας και της Ανατολικής Μακεδονίας».

Όπως διευκρινίζει η Eισαγγελέας, ως «μακεδονική» αναγνωρίζεται η γλώσσα μόνο των πολιτών του κράτους της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. «Ο προσδιορισμός της γλώσσας “μακεδονική”, που αναφέρεται στη συμφωνία των Πρεσπών, μόνο περιγραφική ομοιότητα ενέχει με τη γεωγραφική περιφέρεια της Μακεδονίας, που αποτελεί ενιαίο και αναπόσπαστο τμήμα της Ελληνικής Δημοκρατίας και δεν συνδέεται με κανέναν τρόπο με αυτήν, ως σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο, κατά κάποιους, ομιλούνταν στα γεωγραφικά όρια της Μακεδονικής Περιφέρειας της Ελληνικής Δημοκρατίας… Αφού στην Ελλάδα δεν υπάρχουν “Μακεδόνες” πολίτες, που ομιλούν αυτή τη γλώσσα, αλλά Eλληνες πολίτες, που ομιλούν την ελληνική γλώσσα, είναι πρόδηλο ότι οι ως άνω σκοποί του αναγνωρισθέντος σωματείου δεν είναι διόλου σαφείς, καθώς το καταστατικό του είναι αντικειμενικά πρόσφορο να δημιουργήσει παραπλανητική εικόνα και την εντύπωση ότι το αναγνωρισθέν σωματείο ενδεχομένως να επιδιώκει την προώθηση άλλου γλωσσικού ιδιώματος υπό τον τίτλο μακεδονική γλώσσα, μη υπαρκτού στην Ελλάδα…».

Παράλληλα, η εισαγγελική λειτουργός συμπληρώνει ότι, «από τη σκοπούμενη συστηματική καλλιέργεια σε βάθος χρόνου στον πληθυσμό της Μακεδονίας και της Θράκης μιας άλλης, ξένης γλώσσας που αναγνωρίζεται από την ελληνική πολιτεία ως γλώσσα ενός ξένου κράτους που συνορεύει με την ελληνική επικράτεια, προκύπτει αντίθεση του σκοπού του σωματείου με την ελληνική τάξη και ασφάλεια».

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου