Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Γιανναράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Γιανναράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Οι γόνιμες ανατροπές «γεννιώνται»…

Δεν μοιάζει καθόλου παράδοξο, που χαιρόμαστε οι Ελληνώνυμοι για την εκλογή του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των ΗΠΑ – η σύγκριση του ανθρωπολογικού τύπου και της συμπεριφορικής εικόνας τον καθιστούσε ασύγκριτα προτιμότερον από τον παρανοϊκά ασυμμάζευτο αντίπαλό του. Ασφαλώς και δεν ωφελεί η προκατάληψη... 


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Δεν μοιάζει καθόλου παράδοξο, που χαιρόμαστε οι Ελληνώνυμοι για την εκλογή του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των ΗΠΑ – η σύγκριση του ανθρωπολογικού τύπου και της συμπεριφορικής εικόνας τον καθιστούσε ασύγκριτα προτιμότερον από τον παρανοϊκά ασυμμάζευτο αντίπαλό του. Ασφαλώς και δεν ωφελεί η προκατάληψη. Αλλά ούτε παύει να είναι αναγκαία η ενεργός μνήμη. Για να σώζεται η ανθρωπιά του ανθρώπου, προαπαιτείται να μην ξεχνάμε τα ονόματα των αυτουργών της φρίκης του Νταχάου και του Αουσβιτς, όπως και της κόλασης των Γκουλάγκ και της Κολιμά. Για να σώζεται η ανθρωπιά του ανθρώπου, έχουμε χρέος να μην ξεχνάμε και ότι ο Τζο Μπάιντεν ήταν ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του αμερικανικού Κογκρέσου, ένας από τους πρωταίτιους και αυτουργούς της φρίκης των βομβαρδισμών της Σερβίας, το 1999.

Παραλληλίζουμε το Αουσβιτς και το Γκουλάγκ με τους βομβαρδισμούς της Σερβίας από το ΝΑΤΟ; Βέβαια, και χωρίς ενδοιασμό. Από τις 24 Μαρτίου του 1999 και για 78 μερόνυχτα, το ΝΑΤΟ, με 1.150 αεροσκάφη, πραγματοποίησε 2.250 επιδρομές στη Σερβία, σε 995 στόχους. Εκτοξεύτηκαν 420.000 βλήματα, 1.300 πύραυλοι, 37.000 βόμβες διασποράς, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και βλήματα με κεφαλή απεμπλουτισμένου ουρανίου, για να θερίζει, ακόμα σήμερα, τον σερβικό πληθυσμό ο καρκίνος.

Αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για τον αριθμό των νεκρών, υπολογίζεται ότι από τους βομβαρδισμούς σκοτώθηκαν περισσότεροι από 5.700 άμαχοι και 462 στρατιώτες. Καταστράφηκαν 25.000 κτίρια, αχρηστεύθηκαν 470 χιλιόμετρα αυτοκινητοδρόμων, 595 χιλιόμετρα σιδηροδρομικού δικτύου, 44 γέφυρες και το ένα τρίτο του δικτύου ηλεκτροδότησης. Καταστράφηκαν επίσης τα δύο μεγαλύτερα διυλιστήρια της χώρας και δεκάδες αποθήκες υγρών καυσίμων.

Ο στόχος επιτεύχθηκε: 240.000 Σέρβοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρογονική τους κοιτίδα, το Κόσοβο, μήτρα της σερβικής λαϊκής παράδοσης – το 2008 το Κόσοβο ανακήρυξε την «ανεξαρτησία» του, την καινούργια (νατοϊκή πια) ταυτότητά του («Κ», 24.3.2019). Στην προεκλογική του εκστρατεία, ως υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Τζο Μπάιντεν δήλωσε: «Η ανεξαρτησία του Κοσόβου είναι μη αναστρέψιμη διαδικασία» (Capital.gr, 19.10.2020).

Με αυτά τα ανατριχιαστικά δεδομένα, πώς συμβιβάζεται το ήρεμο χαμόγελο, το ζεστό βλέμμα, η ευγενική πραότητα στο πρόσωπο του καινούργιου πλανητάρχη; Ο αντίπαλός του, αυτό που ήταν, το έδειχνε – μάλλον χωρίς επίγνωση ή με παγερή αδιαφορία για την εκτίμηση των «νουν εχόντων», των νουνεχών.

Κάποτε στην ελλαδική δημώδη εκφραστική, η λέξη «το αμερικανάκι» προσδιόριζε τον εύπιστο άνθρωπο, τον απονήρευτο, τον αφελή. Ο ατσίδας Ελλαδίτης δεν πίστευε ποτέ τα όσα τον διαβεβαίωναν οι άνθρωποι της εξουσίας, ήταν (και μάλλον παραμένει) σίγουρος ότι ψεύδονται συστηματικά και αυτονόητα – είναι το επάγγελμα (διαχείριση της εξουσίας) που επιβάλλει σαν νομοτέλεια την ψευτιά. Αντίθετα, ο Ελληνοαμερικάνος αποκτά, εκεί που βρίσκεται, μιαν απεριόριστη εμπιστοσύνη στην αμεροληψία και ειλικρίνεια των θεσμών και των θεσμικών αξιωματούχων. «Το είπε ο πρόεδρος», «το είπε ο σερίφης», «το είπε ο δικαστής»: Είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι αποκλείεται να τον απατούν, αδύνατο να έστησαν παραμύθι για τη δολοφονία του Κένεντι ή για την καταστροφή των Δίδυμων Πύργων.

Στη φυσιογνωμική του έκφραση ο Μπάιντεν θυμίζει «αμερικανάκι», όπως ο Τραμπ, «σαΐνι του ΣΥΡΙΖΑ» αδίστακτο. Ούτε με το ένα μοντέλο ούτε με το άλλο μπορεί η Ελλάδα να πάψει να κινδυνεύει. Η ενδεχόμενη (αν και ίσως) αγαθή ευπιστία του Μπάιντεν, συν ο ρωμαιοκαθολικισμός του (αυγουστίνειος νομικισμός) μπορούν να δώσουν σαδισμό και φρίκη σε εκφάνσεις υπέρτερες της κόλασης στη Σερβία του 1999. Και η επιδεικτική βαρυμαγκιά του Τραμπ να εξασφαλίσει στον ευλαβέστατο ισλαμιστή τύραννο πάσης Μεσογείου και Μέσης Ανατολής την απόλυτη άφεση για αρπαγή εδαφών και θαλασσών, συντονισμένη με τις ορέξεις του. Ολα πιθανά.

Το μόνο απίθανο και αδύνατο είναι: να ανανήψει ποτέ το ελλαδικό κομματικό σύστημα, να μεταστραφούν τα μυαλά των επαγγελματιών της πολιτικής στην Ελλάδα. Ίσως να είμαστε η μόνη χώρα διεθνώς, όπου το μέγιστο κατόρθωμα δημοκρατίας θα ήταν η κατάλυση του σημερινού ψευδεπίγραφου πολιτεύματος, πλαστού και ανατριχιαστικά ανήθικου υποκατάστατου, που το βαφτίζουμε αδιάντροπα «δημοκρατία».

Είναι περισσότερο από φανερό ότι ο τρόπος της ανατροπής δεν μπορεί να προκαθοριστεί, κάθε γνωστή συνταγή είναι, εξ ορισμού πια, μια ξιπασμένη μικρόνοια, μια πατριωτική αφέλεια, ευφάνταστη ιδεοληψία. Οι γόνιμες ανατροπές πολιτευμάτων γεννιώνται, δεν υπαγορεύονται ούτε κηρύττονται. «Γεννιώνται», όταν κανείς δεν τις προβλέπει, από εκεί που κανείς δεν το περιμένει. Η «φύση» των ανατροπών που θα φρέναραν τον νομοτελειακό μαρασμό και τη φθίση, θα καθιστούσε πιθανότερο, ως πεδίο εκκόλαψης, την Παιδεία – από τα θεμέλια ξαναστήσιμο, επανασχεδιασμός και αναθεώρηση των στοχεύσεων σχολείου και πανεπιστημίου.

Δεύτερο πεδίο εκκόλαψης της ανατροπής, η Τοπική Αυτοδιοίκηση: επιστροφή της πολιτικής στην αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα. Τρίτο πεδίο: η τέλεια απεξάρτηση της Δικαιοσύνης και της Αμυνας από τη φυσιολογική εναλλαγή των κυβερνήσεων. Τέταρτο, ο θεσμικός έλεγχος, από μόνιμους, εκλεγμένους δημόσιους λειτουργούς, της κυβερνητικής διαχείρισης των οικονομικών. Πέμπτο πεδίο: ο εξ υπαρχής σχεδιασμός και λειτουργικός προγραμματισμός κάθε υπουργείου, κάθε δημόσιου οργανισμού. Και πάει λέγοντας.

Οι ενενήντα εννέα στους εκατό αναγνώστες αυτής της επιφυλλίδας θα οικτίρουν την αφέλεια των ουτοπικών της «προσδοκιών». Ακόμα λιγότεροι συνειδητοποιούν ότι στις επόμενες αμερικανικές εκλογές το εδαφικό μέγεθος της Ελλάδας δεν θα είναι το ίδιο. Νομοτελειακά.

_________________________________________________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

«Οι τρεις δυνάμεις του κακού»

Ο κορωνοϊός, απειλή εφιαλτική για την ανθρωπότητα σύμπασα, χωρίς εξαιρέσεις. Άγγιξε τον πλανητάρχη, καταπόνησε τον Βρετανό πρωθυπουργό, ταπείνωσε πολλές διεθνείς διασημότητες. Και θερίζει κάθε μέρα χιλιάδες ανθρώπινες, μοναδικές και ανεπανάληπτες υπάρξεις...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Ο κορωνοϊός, απειλή εφιαλτική για την ανθρωπότητα σύμπασα, χωρίς εξαιρέσεις. Άγγιξε τον πλανητάρχη, καταπόνησε τον Βρετανό πρωθυπουργό, ταπείνωσε πολλές διεθνείς διασημότητες. Και θερίζει κάθε μέρα χιλιάδες ανθρώπινες, μοναδικές και ανεπανάληπτες υπάρξεις. Ούτε ο πλούτος, ούτε η εξουσιαστική ισχύς, ούτε η φήμη και οι επιφανείς τίτλοι μπορούν να αναχαιτίσουν την άγρια επιβουλή. Εφιάλτης θανάτου βασανιστικού και προθανάτιας, ανελέητης μοναξιάς, της πιο απόλυτης. Ούτε βλέμμα ούτε νεύμα για να ακουμπήσει κάπου η (έτσι και αλλιώς ασυντρόφευτη) αγωνία του τέλους.

Η πανανθρώπινη εμπειρία του άγριου τρόμου της απειλής δικαιολογεί ως επιγέννημα (διαχρονικό και πανανθρώπινο) την πλασματική θρησκευτικότητα. Είναι αδήριτη αναγκαιότητα, ορμέμφυτη στη φύση του ανθρώπου, η θρησκεία: Να γαντζωθεί ο άνθρωπος σε μια υπερβατική ελπίδα ότι μπορεί και να νικηθεί η νομοτέλεια, να γίνει πιθανό το αδύνατο.

Ποια είναι τα όπλα της θρησκείας, πώς επιβάλλεται στον άνθρωπο; Οπλα της είναι «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος», βεβαιώνει ο Ντοστογιέφσκυ. Και τα τρία μαζί μπορούν να χαρίσουν στον άνθρωπο ελπίδα, πέρα από τη λογική και τις αισθητές βεβαιότητες. Γιατί όμως ο Χριστιανός Ντοστογιέφσκυ, καύχημα της Εκκλησίας, βεβαιώνει ταυτόχρονα ότι «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος» είναι «οι τρεις δυνάμεις του κακού» στον κόσμο και στην Ιστορία; Γιατί «δυνάμεις του κακού» τα όπλα της θρησκείας;

Επειδή, εξηγεί ο Ντοστογιέφσκυ, «μόλις ο άνθρωπος αρνηθεί το θαύμα, θα αρνηθεί παρευθύς και τον Θεό… Δεν ζητάει τόσο τον Θεό όσο τα θαύματα… δεν έχει τη δύναμη να μείνει δίχως θαύματα, δημιουργεί αμέσως για τον εαυτό του θαύματα τσαρλατάνων».

Και προχωράει την ανάλυσή του ο Ντοστογιέφσκυ: «Δεν κατέβηκε ο Χριστός από τον σταυρό όταν τον προκαλούσαν περιγελώντας τον και λοιδορώντας τον οι σταυρωτές του. Δεν κατέβηκε, επειδή δεν θέλησε να υποδουλώσει τον άνθρωπο με το θαύμα. Ήθελε την ελεύθερη πίστη – εμπιστοσύνη του ανθρώπου… Αξία έχει η ελευθερία της απόφασης: η αγάπη, όχι το μυστήριο ούτε το κύρος. Στο μυστήριο και στο κύρος υποτάσσεσαι τυφλά, υποχρεωτικά, ακόμα και ενάντια στη συνείδησή σου». («Αδελφοί Καραμάζοφ» 2, 5, V).

Αν ο Χριστός κατέβαινε από τον σταυρό, θα έπαυε να υπάρχει άνθρωπος, ύπαρξη ελεύθερη να πει «ναι» ή «όχι» στην Αιτιώδη Αρχή της, στον πλαστουργό της. Η ιλιγγιώδης μεγαλοσύνη του ανθρώπου είναι, ακριβώς, η υπαρκτική ελευθερία του, η αυτοπροαίρετη κατάφαση ή απόρριψη του τριαδικού πρωτοτύπου της ζωής – του Θεού που δεν «έχει» αγάπη, αλλά «είναι» αγάπη, υπάρχει όχι ως αιτιώδης αναγκαιότητα, αλλά ως ελευθερία προσώπου, «πατρική», «υική», «παρακλητική».

Ο Ντοστογιέφσκυ είναι ακατανόητος στη σημερινή ελλαδική κοινωνία, διότι η Εκκλησία έχει πάψει, πολλές δεκαετίες τώρα, να είναι τρόπος της ύπαρξης και θέλει να είναι μόνο μια διδαχή συμπεριφοράς. Υποκύπτοντας στον κυρίαρχο εκπροτεσταντισμό (στα πλαίσια του μικρονοϊκού, μιμητικού «εξευρωπαϊσμού» της ελλαδικής κοινωνίας) η ελλαδική Εκκλησία σαρκώνει έναν διδακτισμό και νομικισμό, που κραυγάζει τη μακάβρια αλλοτρίωσή της, την ολοκληρωτική θρησκειοποίησή της. Παντού κήρυγμα, κήρυγμα, ιδεολογικές ντιρεχτίβες και δεοντολογία συμπεριφοράς, πανομοιότυπα όπως στο ΚΚΕ. Μοιάζει να έχει ολότελα ξεχαστεί ότι η γνώση στην Εκκλησία κατορθώνεται με την εμπειρία μετοχής, «ανεπαισθήτως»: όπως η γνώση της μητρικής αγάπης, της πατρικής προστασίας, της συναρπαγής του έρωτα, όπως η εκ-στατική προφάνεια της Τέχνης. Στην Εκκλησία δεν έχει θέση η κατοχύρωση του εγώ με αρεταλογική ορθοπραξία, με βαθμολογούμενη – μετρητή πειθάρχηση σε νόμους και εντολές, η καμουφλαρισμένη έπαρση του τηρητή νομικών διατάξεων. Είναι «βασιλεία του Θεού» η Εκκλησία, όπου μας «προάγουν» (χειραγωγούν) οι τελώνες, οι πόρνες, οι ληστές, πρωτοπόροι της αυτοπαραίτησης, όχι προσκοπάκια της «καλής πράξης κάθε μέρα».

Ζούμε μια δραματική δοκιμασία σήμερα, στους ναούς της ελλαδικής επικράτειας, πληρώνουμε τίμημα ακριβό θρησκειοποίησης του εκκλησιαστικού γεγονότος:

Πολλοί, πάρα πολλοί από τους εκκλησιαζόμενους, έχουν αρράγιστη την (ψυχολογική) βεβαιότητα ότι ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας δεν είναι δυνατό να μεταδίδουν τον θανατηφόρο ιό COVID-19, τον «κορωνοϊό». Εχουν ακούσει αναρίθμητα κηρύγματα «χριστιανικής» συμπεριφοράς, αλλά μάλλον δεν άκουσαν ποτέ τίποτα για τον τρόπο ύπαρξης που συνιστά την Εκκλησία.

Δεν πληροφορήθηκαν ποτέ ότι ο «καθαγιασμός» του άρτου και του οίνου στην Ευχαριστία δεν μεταβάλλει την κτιστή φύση σε άκτιστη, αλλάζει τον τρόπο της ύπαρξης. Το υλικό σώμα (σάρκα και αίμα) του ιστορικού Ιησού δεν «μετουσιώθηκε» σε άκτιστο – τη θεωρία της «μετουσίωσης» (transubstantiatio) την εφεύρε η φιλοσοφικά υπανάπτυκτη, πρώιμη μεσαιωνική Δύση, που έκανε από τον άρτο «όστια». Η Εκκλησία πάντοτε μαρτυρεί και κηρύττει ότι το υλικό σώμα του Χριστού σάρκωσε τον τρόπο της υπαρκτικής ελευθερίας του Ακτίστου. Ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας δεν «μεταλλάσσονται» μαγικά σε άφθαρτη ύλη. Πραγματώνουν, ως φθαρτή ύλη, τον τρόπο (αγαπητική κένωση) της υπαρκτικής ελευθερίας.

Αυτά με τη γραφίδα ενός αναρμόδιου, χωρίς το παραμικρό κύρος, με το ρίσκο να αδικεί ή να ζημιώνει τα όσα τον υπερβαίνουν. Θα προσθέσω ωστόσο, μια έκκληση: Ας βρισκόταν ένας, έστω μοναδικός και ασυντρόφευτος επίσκοπος, όχι «παιδαγωγός», που να επαναφέρει τη λειτουργική πρακτική των πρώτων χριστιανικών αιώνων: Να κοινωνούν οι πιστοί με τεμάχιο εμβαπτισμένου στον οίνο άρτου, που ο λειτουργός θα αποθέτει με λαβίδα στην παλάμη τους.

(*) Χρήστος Γιανναράς
_______________________________________________________

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Η εκποίηση ως «παλιγγενεσία»

Μοιάζει πραγματικά απίστευτο, να έχουμε οι σημερινοί Ελληνόφωνοι συμφιλιωθεί με τη μειονεξία που μεθοδικά μας μεταγγίζει η δύο αιώνων εμπειρία ταπεινώσεων και εξευτελισμού μας από τις κοινωνίες που αφελέστατα θαυμάζουμε...


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε (το κράτος εντέλλεται) τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821: Τη λαϊκή εξέγερση που ελευθέρωσε από την τουρκική τυραννία ένα ελάχιστο κομμάτι ελληνικής γης και ένα επίσης ολίγιστο ποσοστό πληθυσμού. Τι άραγε θα γιορτάσουμε; Μια ιστορική επιτυχία ή ένα φιάσκο; Η εξέγερση ήταν (μάλλον καταγωγικά) παγιδευμένη σε σχιζοείδεια οπτικής και σκοπών: Η πλειονότητα των εξεγερμένων έβλεπε σαν στόχο «να ξαναπάρουμε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά» – να αποκατασταθεί, έστω εν σμικρώ, ο «τρόπος» της πολυεθνικής και πολυφυλετικής, ελληνικής (στη γλώσσα και στους θεσμούς) αυτοκρατορίας.

Μια μειονότητα των εξεγερμένων ήταν σαφώς επηρεασμένη ή και ενθουσιασμένη με τη νεογέννητη τότε στη Δύση ιδέα του «εθνικού κράτους»: Δεν είναι ο «πολιτισμός» (γλώσσα, παραδόσεις, Τέχνη, «νόημα» της ύπαρξης και του βίου) που γεννάει τη συνοχή της συνύπαρξης σε ενιαίο κράτος. Αλλά είναι η νομική σύμβαση (Σύνταγμα) που εξασφαλίζει, με χρηστική λογική, την οργανωμένη συμβίωση.

Εγινε σύντομα φανερό ότι οι αρχές και εξουσίες στην Ευρώπη απέρριπταν, με μαχητικό πείσμα, κάθε ενδεχόμενο να απελευθερωθεί έστω και μικρό τμήμα του ελληνικού χώρου. Οπως τίμια ομολογεί ο Γάλλος μεσαιωνολόγος Jacques Le Goff, ο μεγάλος και μισητός αντίπαλος της ευρωπαϊκής Δύσης δεν ήταν ποτέ οι Τούρκοι, ήταν οι Ελληνες, το «Βυζάντιο», η «Πόλη». Ανακουφίστηκαν, όταν «εάλω η Πόλις» και στα τετρακόσια χρόνια στυγνής δουλείας των Ελλήνων μπόρεσαν να σφετεριστούν και να μονοπωλήσουν την αρχαιοελληνική κληρονομιά, ονομάζοντας τον στρεβλωτικό σφετερισμό «Αναγέννηση».

Η εξέγερση του 1821 παγιδεύτηκε σε δυο διαφορετικές εκδοχές του στόχου της: Η πλειονότητα των εξεγερμένων θεωρούσε αυτονόητο ότι απελευθέρωση από τους Τούρκους σήμαινε «να πάρουμε την πόλη και την Αγια-Σοφιά» – να αποκατασταθεί, έστω «εν σμικρώ», ο τρόπος της πολυεθνικής και πολυφυλετικής, ελληνικής (στη γλώσσα και στους θεσμούς) αυτοκρατορίας.

Η μειονότητα των εξεγερμένων ήταν θαυμαστές της νεογέννητης τότε στη Δύση ιδέας του «εθνικού κράτους»: να κατοχυρώνεται σε χρηστική βάση η πολιτειακή συγκρότηση και η λειτουργική συνοχή της. Ετσι, η μαχητική άρνηση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στην απελευθέρωση του Ελληνισμού συμβιβάστηκε με την παραχώρηση τυπικής ανεξαρτησίας σε ένα συμβατικό κρατίδιο, που άφηνε έξω από τα σύνορα τα 4/5 των ελληνικών πληθυσμών. Το κρατίδιο ήταν συνεχώς εξαρτημένο οικονομικά από «δάνεια», που με βασανιστική γλισχρότητα του παρείχαν τα ισχυρότερα κράτη της Δύσης. Και εξαρτημένο απολύτως, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, από τις πρεσβείες των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών. (Εως σήμερα ακόμα, διακόσια χρόνια από την ίδρυση του ελλαδικού κράτους, οι υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί και υφυπουργοί Εξωτερικών, Εθνικής Οικονομίας, Παιδείας, ίσως και άλλοι, είναι πολύ δύσκολο να καμουφλάρουν την παρέμβαση ξένων πρεσβειών στην πολιτική τους καριέρα.)

Μοιάζει πραγματικά απίστευτο, να έχουμε οι σημερινοί Ελληνόφωνοι συμφιλιωθεί με τη μειονεξία που μεθοδικά μας μεταγγίζει η δύο αιώνων εμπειρία ταπεινώσεων και εξευτελισμού μας από τις κοινωνίες που αφελέστατα θαυμάζουμε. Οι εορτασμοί που ετοιμάζουμε προϋποθέτουν ότι, για τετρακόσια χρόνια, ο Ελληνισμός ήταν ιστορικά νεκρός: Δεν είχε γλώσσα, υψηλή ποίηση, εκπληκτική εκφραστική, δεν είχε Τέχνη, συναρπαστική σε κάλλος και σοφία αρχιτεκτονική, απίστευτης ευαισθησίας μουσική, θαυμαστή ζωγραφική, χορούς, φορεσιές, κοινωνικούς θεσμούς, αλλά και λόγια παράδοση, επιστημοσύνη σκόρπια, αγεωγράφητη.

Είναι πραγματικά εξωφρενικό, αν όχι «ύβρις», να διαγράφουμε ως ανύπαρκτη την οργανική συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού στους αιώνες της Τουρκοκρατίας, να θεωρούμε «παλιγγενεσία» (επαναγέννηση) τη μεθοδική και βίαιη, ολοκληρωτική και άκριτη υποταγή μας στον δάνειο τρόπο βίου, τάχα και πολιτισμό, της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Να πανηγυρίζουμε σαν έξοδο από την ιστορική ανυπαρξία τον εξευτελιστικό μιμητισμό, τον πιθηκισμό του εθνοκρατικού δυτικού μοντέλου.

Ξεχνάμε ότι η Επανάστασή μας του 1821 ξεκίνησε ταυτόχρονα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στην Πελοπόννησο – ο γεωγραφικός χώρος ήταν αυτονόητα ελληνικός, με κριτήριο όχι τον εθνοφυλετισμό της Δύσης, αλλά τον πολιτισμό, δηλαδή τον τρόπο των Ελλήνων. Θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει η εξέγερση στην Αίγυπτο, στη Μικρασία ή στον Πόντο – μας καλεί σήμερα το κωμικό μας κράτος να «γιορτάσουμε» την επέτειο της μεταμόρφωσης του Ελληνισμού από αυτοκρατορία και πολιτισμική «οικουμένη» σε θλιβερό απολειφάδι παρακμιακής επαρχιωτίλας: δήθεν κράτος που ζει μόνο με δανεικά έχοντας ενεχυριάσει ακόμα και τα αρχαιολογικά του θησαυρίσματα και τις έκπαγλες ακρογιαλιές του.

Είναι τουλάχιστον εξωφρενικό, αν όχι «ύβρις»: Μιαν επέτειο που ο εορτασμός της έχει νόημα μόνο σαν δήλωση, επίκαιρη, συλλογικής ταυτότητας και τεθειμένου στόχου (ποιοι είμαστε οι Ελληνες σήμερα και τι ξεχωριστό κομίζουμε στη διεθνή κοινότητα), αυτόν τον εορτασμό να τον παραδίδουμε, με ιλιγγιώδη επιπολαιότητα, σε μια κυρία αξιοθαύμαστη για τις ικανότητές της, αλλά μόνο στο πάλκο του εντυπωσιασμού και της ξιπασιάς. Αυτό μας ενδιαφέρει; Ποιους θα καλέσουμε και πώς θα ντυθούμε; Εκεί τελειώνει η μετοχή μας σήμερα στο ιστορικό γίγνεσθαι;

Ο πρωθυπουργός που εξήγγειλε τον εορτασμό και τη θλιβερή φιγούρα της συντονίστριας, συνειδητοποιεί τη λέξη «παλιγγενεσία»; Δηλαδή οι Κούρδοι, οι Αρμένιοι, οι Παλαιστίνιοι είναι πεθαμένοι λαοί, επειδή τα διεθνή συμφέροντα τους στερούν.

____________________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Δεν γράφει Ιστορία η δευτεράντζα

Ζούμε και πάλι («έτι και έτι») τον φόβο, την αγωνία, τον πνιγμό για επερχόμενο καινούργιο ακρωτηριασμό όσης επικράτειας απομένει, κουτσά-στραβά, ελληνόφωνη. Πριν ελάχιστες μέρες, υπουργός "Επικρατείας" στην κυβέρνηση αποφάνθηκε νηφαλιότατα ότι «τα εθνικά χωρικά μας ύδατα προσδιορίζονται στα έξι ναυτικά μίλια»

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Η πιστοποίηση ότι «ο Ελληνισμός έχει ιστορικά τελειώσει», εισπράττεται, κατά κανόνα, σαν υποκειμενική εκτίμηση – γνώμη – άποψη. Κυρίως σαν «σχήμα λόγου», ενδεικτικό απαισιόδοξης ιδιοσυγκρασίας ή σκόπιμης υπερβολής. Η ρεαλιστική εκδοχή της πιστοποίησης απαιτεί απροκατάληπτη οξύνοια, κριτική οξυδέρκεια, σοβαρή κατάρτιση.

Ποιος να εξασφαλίσει τέτοιες προϋποθέσεις στον σημερινό Ελληνα; Το απάνθρωπα χρηστικό, ωφελιμοθηρικό σχολείο; Η στεγανά επαγγελματική, βιοποριστική προτεραιότητα που επενδύεται στις πανεπιστημιακές και μεταπτυχιακές σπουδές; Μήπως τα ραδιοτηλεοπτικά θεάματα, που μεθοδικά εξηλιθιώνουν τις μάζες με την ιδεολογική μικρόνοια και τον αμοραλισμό που στανικά επιβάλλουν; Βιβλία δεν διαβάζουν πια οι Νεοέλληνες, πολιτική προστασίας της εκδοτικής ποιότητας και της σοβαρής βιβλιοκρισίας δεν υπάρχει, μια εκδοτική «επιτυχία» είναι συνάρτηση υποχρεωτικού συμβιβασμού με την ευτέλεια, τον εντυπωσιασμό, το καλοπληρωμένο εγκώμιο που έχει υποκαταστήσει την κριτική.

Η οδυνηρή πιστοποίηση ότι «ο Ελληνισμός έχει ιστορικά τελειώσει» συνάγεται, δεκαετίες τώρα, και από τον ακάθεκτα συνεχιζόμενο πολεοδομικό εκβαρβαρισμό της χώρας: Τη βάναυση, άνευ όρων υποταγή μας στους επαγγελματίες κερδοσκόπους της «μεσοτοιχίας», της «αντιπαροχής», της «μεταφοράς συντελεστή δόμησης», την ακολασία «νομιμοποίησης των αυθαιρέτων». Συνάγεται ο θρίαμβος του πρωτογονισμού και από τη βάναυση προτεραιότητα που έχει στον βίο τού σημερινού Ελληνώνυμου το Ι.Χ. του, η ειδωλοποίηση της «ρόδας»: Αυτή ιεραρχεί την επαγγελματική επιτυχία, την κοινωνική καταξίωση, τελικά τη «χαρά» της ζωής.

Και μόνο οι τίτλοι των συμπτωμάτων της παρακμής – ντροπής μας χρειάζονται τόμο πολυσέλιδο για την καταγραφή τους: Ποιο ποσοστό του πληθυσμού συνταξιοδοτείται, ισοβίως, για τα ελάχιστα χρόνια που βρέθηκε χαριστικά διορισμένο σε δημόσιο υπούργημα. Γιατί ατιμώρητο το έγκλημα και θεσμοποιημένη η ατιμωρησία των καταχρήσεων, της ιδιοποίησης και καταλήστευσης κοινωνικού χρήματος. Γιατί αμνηστευμένοι οι πολιτικοί που οδήγησαν σε νομοτελειακή χρεοκοπία την οικονομία της χώρας και σε εφιάλτη στέρησης και απελπισμού τον λαό. Γιατί οι κρατικοί μας θεσμοί αναστέλλουν τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, όταν πρόκειται για βαρύτατα κοινωνικά εγκλήματα πρωθυπουργών, υπουργών, κομματικών αξιωματούχων. Είπαμε: χρειάζονται πολυσέλιδοι τόμοι προκειμένου να καταγραφούν έστω και μόνο οι τίτλοι των συμπτωμάτων παρακμής.

Ζούμε και πάλι («έτι και έτι») τον φόβο, την αγωνία, τον πνιγμό για επερχόμενο καινούργιο ακρωτηριασμό όσης επικράτειας απομένει, κουτσά-στραβά, ελληνόφωνη. Πριν ελάχιστες μέρες, ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Καρπάθιος στην καταγωγή, υπουργός «Επικρατείας» στην κυβέρνηση, αποφάνθηκε νηφαλιότατα ότι «τα εθνικά χωρικά μας ύδατα προσδιορίζονται στα έξι ναυτικά μίλια». Η φράση σήμαινε, πολύ απλά, ότι η δυσφόρητα επίπονη και τεράστιου κόστους κινητοποίηση του αμυντικού μηχανισμού της χώρας, για έναν ολόκληρο μήνα (με αφορμή το προκλητικό σουλάτσο του «Ορούτς Ρέις» στις ελληνικές θάλασσες), ήταν παντομίμα ή πρόσχημα. Σήμαινε η φράση του υπουργού ότι, πραγματικά, το ελληνικό όνομα έχει πάψει να παραπέμπει σε κάποια συλλογική αξιοπρέπεια και η Ελλάδα, όποια κυβέρνηση κι αν την κυβερνάει, είναι φρόκαλο στα παιχνίδια των ισχυρών του πλανήτη.

Τη δήλωση του υπουργού ακολούθησε όργιο φημών και φαντασιώσεων: Για ριζικό κυβερνητικό ανασχηματισμό, εκβιαστική πειθάρχηση της κυβέρνησης στις ντιρεχτίβες του ΝΑΤΟ, συμβιβασμό με τον Ερντογάν, μοιρασιά του Αιγαίου. Φυσικά, ως γνήσιος ελλαδίτης πολιτευόμενος ο υπουργός «Επικρατείας» έσπευσε να «διευκρινίσει», πως όταν μιλούσε για έξι μίλια, προφανώς εννοούσε δώδεκα, αφού «η Ελλάδα δεν επιτρέπει ποτέ τη δημιουργία τετελεσμένων». Φυσικά, για πόλεμο λέξεων επρόκειτο, ποιος θα κερδίσει τις εντυπώσεις.

Ο κατεστημένος τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας του συλλογικού μας βίου συνεχίζεται ίδιος και απαράλλαχτος, όποιος κι αν κυβερνάει – σαν μαγαζί ή επιχείρηση με μισθωμένο προσωπικό επιβιώνουμε, όχι σαν λαός που γράφει Ιστορία. Για του λόγου το ασφαλές και μόνο, θα ενδιέφερε να εκμαιεύσει κανείς (και να μελετήσει) τις φιλοδοξίες των Ελλήνων σήμερα, των ανωνύμων του πλήθους και των «επωνύμων» της δημοσιότητας:

Ενας μεροκαματιάρης λ.χ. που παλεύει, από μέρα σε μέρα, για τη συντήρηση και τη χαρά της φαμίλιας του (μια χούφτα ανθρώπους που τους αγαπάει και τον αγαπούν), τι λογαριάζει πιο πολύτιμο: τη σχέση ή την ατομική άνεση, τους καλούς φίλους ή τους «συναγωνιστές» ομοϊδεάτες; Ενας έφηβος σήμερα, ποιο είδος «δόξας» εκτιμάει: τον στιγμιαίο, αλλά ισόβιο θρίαμβο της Βούλας Πατουλίδου («για την Ελλάδα ρε γαμώ το») ή τη χιλιοφθαρμένη κομματική αρχηγία και μακιγιαρισμένη ολιγότητα της Φώφης Γεννηματά. Ποιος, για τον έφηβο, πραγματικά «έγραψε Ιστορία» στις μέρες μας: ο Προκόπης Παυλόπουλος ή ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ποιος συγγραφέας είναι μέτρο ποιότητας στη λογοτεχνία μας: η Λένα Μαντά ή ο Χρήστος Βακαλόπουλος.

Σε τέτοιες συγκρίσεις και αντιδιαστολές ακονίζονται μαχαίρια ικανά να κόψουν «γόρδιους δεσμούς». Η Ιστορία δεν προχωράει με θορυβοποιούς φασουλήδες, εντυπωσιακά νταϊλίκια και δύσοσμες πια μεγαλοστομίες. Ούτε, φυσικά, με διδακτικούς νομικισμούς και ατομοκεντρικές θρησκοληψίες. Θέλει αρετή και τόλμη η ενεργός παραμονή στην πορεία της Ιστορίας. Την καλύτερη ανθρώπινη ποιότητα στο Παιδείας, Εξωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης.

(*) Χρήστος Γιανναράς
_________________________________________________________________

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Χρήστος Γιανναράς: «Πρώτος εχθρός η παρακμή»

Οι Τούρκοι ηδονίζονται να μας προκαλούν, για να απογυμνώνεται η παραλυτική ανημπόρια μας, η γύμνια από φίλους, συμ-μάχους. Το ερευνητικό σκάφος της Τουρκίας πλέει ανενόχλητο στις ελληνικές θάλασσες – εμείς «το παρακολουθούμε»!

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

«Το κράτος έχει συνέχεια». Η φράση ηχεί (και λειτουργεί) σαν πολιτική προστακτική. Αλλά με εκκρεμή την απάντηση στο ερώτημα: Συνέχεια του κράτους είναι η συνέχεια της εκφρασμένης βούλησης των πολιτών ή η συνέχιση ισχύος αποφάσεων του κοινοβουλίου υπερψηφισμένων με διαφορά ελάχιστων ψήφων;

Η λογική της εμμονής στη «συνέχεια» του κράτους είναι απολύτως και μόνο χρηστική. Ποιαν εγκυρότητα μπορεί να έχουν διεθνείς συμφωνίες, που υπογράφονται από μιαν οριακή πλειοψηφία κοινοβουλευτική, με πρόδηλο το ενδεχόμενο κάποια επόμενη κυβέρνηση, νόμιμα επίσης εκλεγμένη, να αρνηθεί τη συμφωνία και να την ακυρώσει; Βέβαια, οι έντιμες (όχι προσχηματικές) δημοκρατίες προσφεύγουν σε δημοψήφισμα, όταν πρόκειται για διεθνείς συμβάσεις που δεσμεύουν οριστικά το κράτος. Δυστυχώς, στην εποχή μονοκρατορίας του Ιστορικού Υλισμού (της ασυδοσίας του πλούτου ή των ορέξεων πλούτου) υποτάσσονται και τα δημοψηφίσματα στην απόλυτη προτεραιότητα των εντυπώσεων. Να ξεπουληθεί ένα κράτος στους δανειστές του με τη βεβαιότητα ότι «ευεργετήθηκε».

Το συμπιληματικό λ.χ. κρατίδιο των Σκοπίων συνειδητοποίησε ότι το ορέγονται οι ιέρακες του ΝΑΤΟ, με λογική στρατηγικού σχεδιασμού κυριολεκτικά μικρονοϊκή. Ενέδωσε εκθύμως, με όρους εκβιαστικούς: Ναι, θα γίνω γιουσουφάκι σας, αλλά το όνομά μου θα είναι «Ηλύσια Πεδία». Η εξωφρενική απαίτηση θεωρήθηκε, για τη νατοϊκή λογική, αζήμιος. Βεβαιώθηκε ότι στο τρέχον πολιτισμικό μας «παράδειγμα» δεν μπορεί κανένας να εμποδίσει κανέναν να οικειοποιηθεί την τιμή της αρχοντιάς κάποιου ονόματος. Η πολιτική, σε εθνικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο, συνιστά πια μόνο μια μασκαράτα, όπου κάθε συλλογικότητα δικαιούται να «είναι» ό,τι πρόλαβε να δηλώσει.

Θα ξαναθυμίσω, ότι για να γίνει η Γαλλία μέλος του ΝΑΤΟ, ο στρατηγός Ντε Γκωλ απαίτησε, να μετονομαστεί η «Μεγάλη Βρετανία» σε «Ηνωμένο Βασίλειο»! Και, φυσικά, το πέτυχε. Γιατί τότε η πολιτική είχε ακόμα ιερότητα και το ΝΑΤΟ ήταν μια συμμαχία υπεράσπισης της ανθρωπιάς των ανθρώπων.

Η περίπτωση του κράτους των Σκοπίων, που μετονομάστηκε «Βόρεια Μακεδονία», έχει πολύ συζητηθεί, ωσάν να υπήρχε ποτέ περίπτωση ο τάχα και πολιτισμός της καταναλωτικής απανθρωπίας να κατανοούσε την αίσθηση της χαμένης «πατρίδας». Ηταν μάλλον η προκλητικότερη γελοιοποίηση της Ιστορίας από τους επαγγελματίες της πολιτικής. Ολοι ήξεραν ότι η μετονομασία του κράτους των Σκοπίων ήταν μια καλοστημένη ψυχολογικά μωροφιλοδοξία, για αφελείς αναλφάβητους του αλβανοσλαβικού αχταρμά, του ακηδεμόνευτου μετά την κατάρρευση της μαρξιστικής φενάκης. Είναι πραγματικά απίστευτο (και δραματικά απειλητικό) ότι μετά από δύο εφιαλτικούς παγκόσμιους πολέμους μέσα σε έναν αιώνα, μετά την παταγώδη κατάρρευση του εφιάλτη της Σοβιετίας, μετά την ανάδυση της απροκάλυπτης φρίκης που ακκίζεται σαν «ελευθερία των αγορών», μετά τον πνιγμό της παιδείας και καλλιέργειας από τον ολοκληρωτισμό της χρηστικής «επιστήμης», τον μεταβολισμό της Τέχνης σε «ψυχαγωγία», του αθλητισμού σε εμπόρευμα, την ολοκληρωτική αλλοτρίωση της εκκλησίας σε θρησκεία, διδακτισμό και νομικισμό, ύστερα από όλα αυτά (και πάμπολλα ανάλογα) θεωρούμε ακόμα εφικτό να σταθούν δίπλα μας, απέναντι στον τουρκικό εφιάλτη, οι «προηγμένες» κοινωνίες της Ε.Ε., που τόσο θαυμάζουμε, ή οι «διανοούμενες» μειονότητες που τις φανταζόμαστε υπαρκτές στην αμερικανική κοινωνία.

Ισως να είναι καλύτερα που ζούμε ακόμα με το αφιόνι των ψευδαισθήσεων για την ευρωπαϊκή «καλλιέργεια» και τον αμερικανικό «πολιτικό πολιτισμό». Ολοφάνερα πια, δεν έχουμε το «τσαγανό» για να φυλάξουμε Θερμοπύλες. Επομένως, γαντζωμένοι στις αυταπάτες μας, θα βουλιάξουμε ηδονικά σε όποιο καινούργιο σχήμα ετοιμάσουν για μας οι άσπονδοι (στην κυριολεξία) εταίροι και ινδάλματά μας. Μη μας κακοφαίνεται, είναι περισσότερο από φανερό ότι δεν θέλουμε (ή δεν ξέρουμε) να συνεχίσουμε την ιστορική μας παρουσία.

Οι Τούρκοι ηδονίζονται να μας προκαλούν, για να απογυμνώνεται η παραλυτική ανημπόρια μας, η γύμνια από φίλους, συμ-μάχους. Το ερευνητικό σκάφος της Τουρκίας πλέει ανενόχλητο στις ελληνικές θάλασσες – εμείς «το παρακολουθούμε»! Σε κάθε πρόκληση τουρκική, η απάντηση είναι αοριστολογίες «φίλων» μας υπουργών της Ε.Ε. Ωσάν να μην έχουμε καταλάβει ότι χώρα της Ε.Ε. δεν θα έρθει ποτέ σε σύγκρουση με την Τουρκία για χάρη μας. Θα επιβιώσουμε μόνο αν αντισταθούμε μόνοι, αλλά αποφασισμένοι.

Μοιάζει να μη διανοείται κανείς ένοπλη άμυνα – δεν συζητάμε ούτε καν για μερική επιστράτευση, κορδακιζόμαστε σαν «ετοιμοπόλεμοι», επειδή παραγγέλνουμε σε «συμμάχους» μας πλοία, αεροπλάνα ή πυραύλους που θα μας παραδοθούν ύστερα από χρόνια – όταν πια το Αιγαίο θα είναι λίμνη τουρκική. Είναι ολοφάνερο: δεν μας λείπει ο εξοπλισμός ή το χρήμα για τον εξοπλισμό, μας λείπει η σοβαρότητα. Δεν έχουμε τι να υπερασπίσουμε, γι’ αυτό και παραδίδουμε το υπουργείο Παιδείας από τον κ. Γαβρόγλου στην κυρία Κεραμέως – από έναν συνεπή μηδενιστή σε μια κατεξοχήν ανυποψίαστη για την «ελληνική διαφορά», τον ελληνικό «τρόπο» ή πολιτισμό.

Θανατερός εχθρός και επίβουλος, πριν και από τους Τούρκους, είναι η πολιτική μας παρακμή.

_________________________________________________________________

(*) Χρήστος Γιανναράς

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Δεν είναι, ετοιμάζονται να γίνουν πολίτες

....διότι ο μαθητής του σχολείου δεν είναι ακόμα πολίτης, στο σχολειό ετοιμάζεται γι’ αυτή την τιμή και την ευθύνη. Πολίτης ψηφοφόρος να γίνει, υπεύθυνος για τις επιλογές του, με κριτική σκέψη και αρχές δημοκρατίας, όχι θύμα εντυπωσιασμού της αγοράς....


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Εύγλωττη φωτογραφία: Καμιά τριανταριά εφηβάκια, μαθητές και μαθήτριες Γυμνασίου, κάθονται αποκαμωμένα στα σκαλοπάτια, μπροστά από την κλειδωμένη, με αλυσίδα και λουκέτο, εξώθυρα του σχολειού τους. Δίπλα σε κάθε απαυδησμένο παιδί, ακουμπισμένη μια μικρή, με ξύλινη λαβή, κόκκινη σημαία. Όχι χειροποίητη. Σαφέστατα και αυτονόητα, τις ομοιόμορφες κόκκινες σημαίες τις έχει μοιράσει στα παιδιά «το κόμμα».

Σε μια πολιτεία, που ο μέσος όρος της κατά κεφαλήν καλλιέργειας θα ξεπερνούσε ευδιάκριτα τον κρετινισμό, το ίδιο βράδυ η αστυνομία θα είχε εντοπίσει, με βεβαιότητα, ποιο κόμμα ή ποιο γκρουπούσκουλο είχε μοιράσει τις σημαίες στα εφηβάκια. Το ίδιο βράδυ, ο αρμόδιος εισαγγελέας θα είχε απαγορεύσει τη λειτουργία του συγκεκριμένου κόμματος και θα είχε μηνύσει τους αυτουργούς της διανομής.

Μια κοινωνία που μάχεται τον κρετινισμό τόσο όσο και τη διαφθορά, απαγορεύει σε κάθε επαγγελματία πολιτικάντη, όπως και στον οποιοδήποτε πρεζάκια ή προαγωγό, να κάνει καριέρα (ή να βγάζει λεφτά) ασελγώντας στις ψυχές εφήβων. Γιατί είναι ασέλγεια η πολιτική; Διότι ο μαθητής του σχολείου δεν είναι ακόμα πολίτης, στο σχολειό ετοιμάζεται γι’ αυτή την τιμή και την ευθύνη. Πολίτης ψηφοφόρος να γίνει, υπεύθυνος για τις επιλογές του, με κριτική σκέψη και αρχές δημοκρατίας, όχι θύμα εντυπωσιασμού της αγοράς. Οποιο κόμμα (ή απόπειρα κόμματος) υπονομεύει αυτή την προϋπόθεση της δημοκρατίας, παραπέμπεται στον εισαγγελέα ως απατεώνας.

Δεν είναι μάταιο ούτε παράλογο ούτε αυταρχικό να απαιτούμε να προστατεύεται από τον εισαγγελέα και την αστυνομία η λειτουργία της δημοκρατίας. Αν πιστεύουμε ότι η δημοκρατία είναι κατόρθωμα, όχι πεδίο ανεξέλεγκτης και ατιμώρητης αυθαιρεσίας, τότε το μη κατόρθωμα (η πλαστογράφηση του πολιτεύματος, η καπηλεία του) είναι κοινωνικό έγκλημα. Αυτή η στοιχειώδης λογική παραβιάζεται βάναυσα στη χώρα μας, καθημερινά, πολλές δεκαετίες τώρα, χωρίς την παραμικρή κοινωνική αντίδραση, διαμαρτυρία, ποινική συνέπεια.

Η επίσημα κατεστημένη ολοκληρωτική κυριαρχία των «κομματικών νεολαιών» στα πανεπιστήμια, είναι παγιωμένο πια στίγμα ντροπής, που όσο γίνεται ανεκτό, κάθε άλλος εκπαιδευτικός πρωτογονισμός μοιάζει ασήμαντη λεπτομέρεια. Ποιος να παλέψει για αξιοκρατία, για «ελευθερία διακίνησης ιδεών», για επιστημονική αμεροληψία, για εκλογική εντιμότητα στη στελέχωση των ανώτατων παιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων, για στοιχειώδη σοβαρότητα κρατικών βραβείων και διακρίσεων, όταν ο κομματικός κρετινισμός είναι επισήμως ανεκτός να διαφεντεύει τα πανεπιστήμια και τα σχολειά;

Η εύγλωττη φωτογραφία, με την οποία ξεκινήσαμε (τα άγουρα παιδιά, με τις ίδιες όλα κομματικές σημαιούλες, να βεβαιώνουν τον ευνουχισμό σκέψης, κρίσης, φαντασίας τους στην πρώιμη κιόλας εφηβεία) είναι εικόνα ιστορικού τέλους μιας κοινωνίας που έχει παθητικά αυτεγκαταλειφθεί στην παρακμή της. Τα παιδιά με τις σημαιούλες αναμηρυκάζουν υπαγορευμένες αφελέστατες κοινοτοπίες σαν δήθεν αιτήματα, που αν δεν ικανοποιηθούν, δεν θα ξαναμπούν στις τάξεις. Η θλίψη δεν είναι για τα αιτήματα, είναι για τη μικρόνοια να προβάλλουν την αφελή κοινοτοπία σαν «δικαίωμα» τα παιδιά του σχολείου.

Κάθε «δικαίωμα» πηγάζει από κάποιο Δίκαιο, κάθε Δίκαιο από κάποιο όραμα – στόχο κοινωνικής λειτουργικότητας. Σε ποια κοινωνική λειτουργικότητα προσβλέπουν τα παιδιά με τις κόκκινες σημαιούλες; Αποκλειστικά και μόνο στους παραλογισμούς Δικαίου, του «Δικαίου» εμπορευσιμότητας που υπαγορεύει την κομματική συνθηματολογία για να σαγηνεύσει τα παιδιά: Να έχουν τα σχολεία διπλάσιους δασκάλους, οι δάσκαλοι να μη βαθμολογούν, επομένως να καταργηθούν οι εξετάσεις και κάθε αξιολόγηση, η επάρατη αριστεία, οι βραβεύσεις.

Αυτά όλα τα αιτήματα, για να μην πολυλογούμε και μπερδευόμαστε, τα συνοψίζει σιωπηρά η κόκκινη σημαιούλα. Που για να μην τη λέμε «κομμουνισμό» –η λέξη μυρίζει αίμα αδελφοκτονίας και κόλαση Γκουλάγκ– τη σημαία τη λέμε «δικαίωμα». Η λέξη κολακεύει και παραμυθιάζει την εφηβεία, συνταιριάζει απόλυτα με τη γοητεία που ασκούν μπαλόνια και σημαιάκια «της Αριστεράς και της Προόδου». Σαγήνεψε η λέξη «δικαίωμα» όλους, μα όλους τους υπουργούς μας Παιδείας, οποιασδήποτε κοπής και ραφής. Και όσο μεγαλύτερη η αγραμματοσύνη τους ή και η μικρόνοια, τόσο πιο άνετη (δηλαδή αδιάντροπη) η παπαγαλία της «αριστερής» προοδευτικής αρλούμπας.

Δεν ξέρω αν υπάρχει στον πλανήτη άλλος λαός, που να έχει τόσο υποτιμήσει την κριτική του σκέψη και την ιστορική του μνήμη: Εβδομήντα χρόνια μετά από ένα οργανωμένο έγκλημα ένοπλης ανταρσίας, κόμματος ιδεολογικά ξενόφερτου, έξωθεν χρηματοδοτούμενου και εξοπλιζόμενου, με οργανωμένο στρατό, συγκροτημένο, σε ποσοστό 90%, από βιαίως στρατολογημένους, αυτό το κόμμα, με τη λεοντή κοινοβουλευτικής ψιμυθίωσης, επιβάλλει τις συμβολικές του σημαιούλες στα σχολειά, προετοιμάζει, από την ντοπαρισμένη πιτσιρικαρία, τους αυριανούς αιθεροβάμονες νοσταλγούς του «παραδείσιου» ολοκληρωτισμού.

Μια οργανωμένη συλλογικότητα σώζει την αξιοπρέπεια, σοβαρότητα και εντιμότητά της, όταν οι λειτουργικοί της θεσμοί αποκλείουν καταγωγικά κάθε αμνήστευση της κακοπιστίας, της αρπακτικής ιδιοτέλειας, των σκοπιμοτήτων ιδεολογικής μωρολογίας. Κάθε συλλογικότητα δεν κατορθώνει οπωσδήποτε να συγκροτήσει κοινωνία. Γι’ αυτό και είναι άθλημα ασταμάτητο η πολιτική, στίβος του αθλήματος αριστείας και πληρότητας.

  _________________________________________________________________

(*) Χρήστος Γιανναράς

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Γιατί αποφεύγουμε την Ιστορία

Οι Ελληνες ήταν υπόδουλοι στους Οθωμανούς Τούρκους για τετρακόσια χρόνια. Αυτή την υποδούλωση είναι λάθος να την κατανοούμε με σημερινές προσλαμβάνουσες: ότι το έθνος-κράτος των Ελλήνων κατακτήθηκε από το έθνος-κράτος των Τούρκων. Τότε δεν υπήρχαν έθνη-κράτη, υπήρχε ο «μέγας κόσμος» της Ελληνορωμαϊκής «Οικουμένης» και σκόρπια τα βασίλεια των «βαρβάρων» –βάρβαροι τότε λογαριάζονταν οι λαοί που δεν είχαν «βίον πολιτικόν», οργάνωση «πόλεως», δεν γνώριζαν ως πρώτιστο στόχο την κοινωνία κοινών αναγκών...

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*) 
 
Στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι μάλλον φανερό ότι η ελληνική πλευρά αποφεύγει να μιλήσει για το παρελθόν, αποφεύγει τη γλώσσα της Ιστορίας. Ο,τι συζητείται, είναι πρόβλημα τωρινό, επικαιρικό, άσχετο με καταβολές στο παρελθόν των δύο λαών.

Ανάλογη παράκαμψη της Ιστορίας διαφαίνεται και στις ισραηλινο-γερμανικές σχέσεις. Εκεί όμως η λογική της αποσιώπησης του παρελθόντος μοιάζει να προκύπτει αυτονόητα, περίπου, σαν σύνδρομο κορεσμού. Το σύγχρονο γερμανικό κράτος έχει επίσημα και έμπρακτα παραδεχθεί την ενοχή του ναζιστικού καθεστώτος, 1933-1945, για το εφιαλτικό «ολοκαύτωμα»: τη μεθοδική εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης. Και η παραδοχή δεν είναι τυπική, συμβατική μεταμέλεια, συνιστά μια συνεχή, ποικιλότροπα εκφρασμένη, μέχρις υπερβολής, αυτομεμψία.

Οι Ελληνες ήταν υπόδουλοι στους Οθωμανούς Τούρκους για τετρακόσια χρόνια. Αυτή την υποδούλωση είναι λάθος να την κατανοούμε με σημερινές προσλαμβάνουσες: ότι το έθνος-κράτος των Ελλήνων κατακτήθηκε από το έθνος-κράτος των Τούρκων. Τότε δεν υπήρχαν έθνη-κράτη, υπήρχε ο «μέγας κόσμος» της Ελληνορωμαϊκής «Οικουμένης» και σκόρπια τα βασίλεια των «βαρβάρων» –βάρβαροι τότε λογαριάζονταν οι λαοί που δεν είχαν «βίον πολιτικόν», οργάνωση «πόλεως», δεν γνώριζαν ως πρώτιστο στόχο την κοινωνία κοινών αναγκών.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να κατανοήσουμε σήμερα την τότε, πριν από το έθνος-κράτος, ιστορική πραγματικότητα. Πρωτογενώς στην ανθρώπινη Ιστορία τη συνύπαρξη την καθόριζαν φυσικές αναγκαιότητες: η κοινή φυλετική (εθνική) καταγωγή, η συνακόλουθη κοινή γλώσσα, κοινά ήθη-έθιμα, κοινή θρησκεία. Μόνοι οι Ελληνες πέτυχαν να προσδιορίζονται από τον «πολιτισμό» τους: τον τρόπο της συλλογικής συνύπαρξης, την «πόλιν», την «πολιτικήν τέχνην και επιστήμην».

Ως οργανωμένη «πολιτική» πραγματικότητα, τους Ελληνες τους κυριάρχησαν οι Λατίνοι Ρωμαίοι. Αλλά δεν τους εξουσίασαν υπεροχικά, προσέλαβαν τον ελληνικό τρόπο (Γλώσσα, Θεσμούς, Τέχνη) – η Ρωμαϊκή Τάξη Πραγμάτων (ordo rerum) παρήγαγε το καινούργιο διεθνικό πολιτικό μόρφωμα της Αυτοκρατορίας Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως. Εζησε χίλια χρόνια.

Πολυεθνικό, πολυφυλετικό, αλλά ομόγλωσσο και ομόπιστο (κοινού τρόπου και πολιτισμού, εκκλησιαστικά κοινωνούμενου, όχι ατομοκεντρικά θρησκευόμενου), το Imperium «της Πόλης και της Αγια-Σοφιάς» υποτάχθηκε, για τέσσερις αιώνες, στους Οθωμανούς Τούρκους – σε μια θρησκεία φυλετική, χωρίς μεταφυσική. Οι βυθισμένοι σε μαρτυρική δουλεία πληθυσμοί της αυτοκρατορίας εξεγέρθηκαν επανειλημμένα ενάντια στους βάναυσους δυνάστες τους, χωρίς αποτέλεσμα. Αποτέλεσμα διαφάνηκε μόνο όταν η μετα-ρωμαϊκή Δύση κατόρθωσε να σφετεριστεί ολοκληρωτικά την αρχαία ελληνική κληρονομιά και υπολόγισε ότι ένα δυτικο-ευρωπαϊκό προτεκτοράτο στα περιώνυμα εδάφη της κλασικής Ελλάδας οριστικοποιούσε και βεβαίωνε την εξαφάνιση του μισητού στη Δύση «Βυζαντίου».

Στην Ελλάδα, στα λίγα χρόνια ώς τον Οθωνα, και στην Τουρκία ώς τον Κεμάλ Ατατούρκ, η αντιπαλότητα και οι διενέξεις Ελλήνων και Τούρκων δεν είχαν «εθνικό» (κρατικής αντιμαχίας) χαρακτήρα. Ηταν διεκδίκηση (συνειδητή ή λανθάνουσα), ποιος θα διαχειριστεί την «τάξη» της αυτοκρατορίας – ποιος θα έχει «την Πόλη και την Αγια-Σοφιά». Με τους εξευρωπαϊσμένους εκσυγχρονιστές, Κεμάλ και Βενιζέλο, οι αντιπαλότητες προσαρμόστηκαν στις τυπικά νεωτερικές εθνικές αντιμαχίες, με αρκετή δόση ατομοκεντρικής πολιτικάντικης αρχομανίας. Ο Κεμαλισμός μεταμόρφωσε την Τουρκία σε ένα μιμητικά εκσυγχρονισμένο, ευρωπαϊκού τύπου άθρησκο (laique) κράτος, περιφερειακή υπερδύναμη, με αποφασιστικό ρόλο για το εξουσιαστικό παιχνίδι των «υπερδυνάμεων» στον πλανήτη.

Αλλά κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει (επομένως και να ελέγξει) την αγυρτεία Ερντογάν. Από το 2003, που πρωτοέγινε πρωθυπουργός, ο άνθρωπος αυτός άλλαξε την όψη, τον ρόλο, τους στόχους της χώρας του. Με ταχύτητα εκπληκτική, σε ελάχιστο χρόνο, η Τουρκία μετασχηματίστηκε σε κράτος ισλαμικό, υπερμοντέρνο, «δυτικού» τύπου, χωρίς να αρνηθεί, ούτε στο ελάχιστο, την απόλυτη προτεραιότητα της αφελέστατης μουσουλμανικής θρησκοληψίας.

Η απόλυτη κατάφαση του εκσυγχρονισμού, με παράλληλη, πεισματική εμμονή σε μια ψυχολογικών προτεραιοτήτων θρησκευτικότητα, εξασφαλίζουν ακαταμάχητο αντίβαρο στον μηδενισμό του Διαφωτισμού και της «προόδου». Ο Ερντογάν σαφώς το έχει αντιληφθεί, γι’ αυτό και επιβάλλεται με τόση άνεση στους ασπόνδυλους κοσμοκράτορες της εποχής μας: ΗΠΑ, Ε.Ε., Ρωσία, Κίνα.

Οταν εμείς, οι Ελλαδικοί, μιλάμε στον Ερντογάν για Διεθνές Δίκαιο, «Δικαστήριο της Χάγης», ενδεχόμενη προσφυγή μας στο «Συμβούλιο Ασφαλείας» του ΟΗΕ, ασφαλώς θα χαμογελάει ειρωνικά. Ο Ερντογάν θα ανησυχήσει και θα μας υπολογίσει, μόνο αν μάθει ότι αρχίζουμε να διδάσκουμε από το Δημοτικό Σχολείο αρχαία ελληνικά, απομακρύνουμε από το υπουργείο Εξωτερικών τους ευνοούμενους ξένων πρεσβειών κομματανθρώπους, μεταφέρουμε εξουσία σε αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες.

Οσο η έγνοια μας είναι να πιθηκίζουμε χάσκοντες τον μηδενισμό και αμοραλισμό του «εκσυγχρονισμού», δεν έχει τίποτα να φοβηθεί ο Ερντογάν. Το Αιγαίο θα γίνεται, «ανεπαισθήτως» και χωρίς συρράξεις, δικό του. 
 
Christos Yiannaras
 ___________________________________________________________________
 

Πού πατάμε και πού πηγαίνουμε

 Σε αυτή τη σαδιστικά και διαστροφικά ατιμασμένη χώρα, τη λεηλατημένη από κάθε αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό, να σε έχουν διορίσει Πρόεδρο Δημοκρατίας ή της Βουλής ή του ΣτΕ ή των ανώτατων δικαστηρίων, τι μπορεί να σημαίνει, με ποιο μέτρο να αξιολογηθεί ως προνόμιο ή καταδίκη;;;


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Τόσο οι φίλοι της χώρας μας (αν πραγματικά υπάρχουν) όσο και οι επίβουλοι, γνωρίζουν εμπεριστατωμένα την παρακμή μας – την αποδιοργάνωση και κωμική αναποτελεσματικότητα θεσμών και δομών της κρατικής μας συλλογικότητας. Κατά την ιστορική νομοτέλεια, «δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται» – όταν ξεριζωθεί και καταπέσει η περήφανη δρυς, καθένας, πέρα από αισθήματα και πειθαρχώντας στην ανάγκη, προσπαθεί να προσεταιριστεί, για δική του ωφέλεια, τα προϊόντα αποσύνθεσης του ατυχούς ή αδύναμου «φίλου» – συμμάχου του.

Χαρακτηριστική η πολιτική της κυρίας Μέρκελ μπροστά στο ενδεχόμενο πολεμικής σύρραξης Ελλάδας – Τουρκίας: Για λόγους που θα άξιζαν εμπεριστατωμένη ανάλυση, η ιστορική εμπειρία βεβαιώνει καταγωγικές (φυλετικού χαρακτήρα) τις ομοιότητες Τούρκων και Γερμανών – γι’ αυτό και αυτονόητη η συμμαχία τους σε πολέμους ή σε ειρήνη. Αντανακλάται στις συμπεριφορές και στη νοο-τροπία των δύο λαών κάτι από τα ορμέμφυτα της ορδής – όχι από το άθλημα των σχέσεων, όχι η αυτονόητη προτεραιότητα του συμφέροντος ή η χαρά της κοινωνίας. Είναι τεκμηριωμένα δεδομένο ότι οι γενοκτονίες Ελλήνων και Αρμενίων είχαν εκτελεστές τους Τούρκους, αλλά οργανωτές Γερμανούς επιτελικούς. Μιλάμε για απηχήσεις συλλογικών εθισμών (ή χαρακτήρων), όχι για τελεσίδικες αξιολογήσεις μεμονωμένων συμπεριφορών.

Σίγουρα υπάρχουν και σήμερα Γερμανοί που εκτιμούν τους σημερινούς Ελληνες με κριτήρια της φολκλορικής αποκλειστικά ελληνικότητας, εξυπηρετικής του εμπορικού τουρισμού. Ισως να ξαφνιάζει τους Γερμανούς και όση ελληνική ιδιαιτερότητα επιβιώνει στη χαρά της φαμίλιας, όταν συνάζεται σε «γιορτή». Πάντως, σίγουρα, αυθεντική «ελληνικότητα» λογαριάζουν οι Γερμανοί μόνο τη δική τους κατανόηση της Αρχαίας Ελλάδας – οι σύγχρονοι Ελληνες χρειάζονται στην Ε.Ε., γιατί πάντοτε η Ευρώπη θα έχει ανάγκη και από ταβερνιάρηδες, γκαρσόνια, χειρώνακτες, μαζί με τη φιοριτούρα ελάχιστων πανεπιστημιακών, για βιτρίνα.

Το τι ζητάει η Γερμανία από τη σημερινή Ελλάδα το κάνει πράξη πολιτική η κυρία Κεραμέως: Αγραμματοσύνη εφιαλτική των αποφοίτων Δημοτικού – Γυμνασίου και στη συνέχεια το «φροντιστήριο» να εμπεδώνει χρυσοπληρωμένη τη γνώση σαν χρηστικό εμπόρευμα. Από κοντά και η υπουργός Πολιτισμού κυρία Μενδώνη παλεύει να καταδείξει ότι πολιτισμός είναι η εμπορία των εντυπώσεων από το παρελθόν, η αφέλεια να κηρύττεις ότι το άγαλμα και ο ναός και η τραγωδία ήταν τα ευρήματα για να ψυχαγωγείται (να «χαλαρώνει») ο αρχαίος Ελληνας!

Οταν η φωτιά κατάπινε τη Notre Dame στο Παρίσι, τον Απρίλη του 2019, στο διάγγελμά του ο πρόεδρος Μακρόν είπε τη φράση: «Για μας τους Γάλλους η Παναγία του Παρισιού είναι η ψυχή μας»! Δεν είπε: «για τους θρησκευόμενους Γάλλους» ή «τους φιλότεχνους Γάλλους» ή «τους φιλίστορες Γάλλους» – είπε «για εμάς όλους τους Γάλλους». Ομως, όταν ο Ερντογάν βεβήλωσε χυδαία και με αδιάντροπο πρωτογονισμό την Αγια-Σοφιά και τη Μονή της Χώρας μεταλλάζοντας το (αρχιτεκτονικό και ζωγραφικό) ελληνικό στους αιώνες ποίημα σε τέμενος θρησκευτικής παιδαριωδίας, Κεραμέως και Μενδώνη επικαλούντο το «κύρος» της UNESCO για να αναχαιτίσουν την ασέλγεια!!

Δεν μοιάζει να υπήρξε ελλαδίτης πολιτικός, μετά τη μεταπολίτευση, που θα μπορούσε να πει τη φράση: «η Αγια-Σοφιά είναι η ψυχή μας των Ελλήνων» – και η φράση να σημαίνει κάτι διαφορετικό από έναν ψυχολογικό ρομαντισμό, μια γλυκερή πατριωτική αοριστολογία. Αρκεσαν σαράντα μόλις χρόνια, μετά τη δικτατορία 1967-1974, για να χάσουμε οι τώρα πια στοιχειωδώς ελληνόφωνοι τη συνείδηση της γλωσσικής μας συνέχειας, να παγιδευτούμε στη συγκεχυμένη άγνοια της ιστορικής μας αυτοσυνειδησίας, να ταυτίσουμε την ιστορική μας επιβίωση με μόνη την παραμονή μας στην Ε.Ε., έστω διαπομπευόμενοι συνεχώς και λαφυραγωγούμενοι από τους εταίρους μας.

Ποιος να τολμήσει να απαριθμήσει τις ανεπανόρθωτες καταστροφές που συνεπέφερε η υστερική μονομανία του «εξευρωπαϊσμού» μας, άτυπου αρχικά και θεσμοποιημένου μετά το 1981; Ολική και ανεπανόρθωτη πολεοδομική καταστροφή – δεν καταλαβαίνεις πια αν βρίσκεσαι στο Ρέθυμνο ή στην Καβάλα, στο Αγρίνιο ή στον Βόλο, Αττική πια δεν υπάρχει: το πιο ζηλευτό, έκπαγλο κομμάτι γης στη Μεσόγειο, έγινε σωστή κόλαση τριτοκοσμικής ακαλαισθησίας και αυθαιρεσίας του «ματσωμένου» πρωτογονισμού. Ολική γλωσσική καταστροφή με την εισαγωγή του μονοτονικού, απόσπαση του Ελληνισμού από τη γλωσσική του συνέχεια και ταυτότητα. Ολική κοινωνική αλλοτρίωση με την κατάλυση της αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας, της μονοεδρικής περιφέρειας.

Ολοκληρωτική αποβιομηχάνιση της χώρας, μεθοδική καταστροφή της εργοστασιακής παραγωγής σε Μαγνησία, Αργολίδα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο, Καλαμάτα, Αχαΐα, Κιλκίς, Ιωάννινα. Ολική καταστροφή της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας και της αξιολογικής αποτίμησης, χαριστικές συνταξιοδοτήσεις σε εξωφρενικά ποσοστά, ξεπούλημα κάθε κοινωνικής περιουσίας (αεροδρομίων, λιμανιών, οδικού δικτύου, ηλεκτροπαραγωγής). Το ελληνικό ελαιόλαδο, το ελληνικό βαμπάκι, η σταφίδα, τα αναρίθμητα ψαροκάικα που «κόπηκαν» σε καυσόξυλα γιατί το απαιτούσαν οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών. Και τελικά ο προγραμματικός υπερδανεισμός, η χρεοκοπία, είκοσι χρόνια φρίκης, στέρησης και διεθνούς χλευασμού, με υποθηκευμένα τα «χρυσαφικά» της πατρίδας – από τις αρχαιότητες ώς το απαρόμοιαστο κάλλος του ελληνικού τοπίου.

Σε αυτή τη σαδιστικά και διαστροφικά ατιμασμένη χώρα, τη λεηλατημένη από κάθε αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό, να σε έχουν διορίσει Πρόεδρο Δημοκρατίας ή της Βουλής ή του ΣτΕ ή των ανώτατων δικαστηρίων, τι μπορεί να σημαίνει, με ποιο μέτρο να αξιολογηθεί ως προνόμιο ή καταδίκη;

(*) Χρήστος Γιανναράς 

 ___________________________________________________________________

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Χρήστος Γιανναράς: «Πνιγμός η αναξιοκρατία»

Το γνώρισμα κοινωνιών, που τις αναγνωρίζουμε «προηγμένες», είναι συνήθως η έκδηλη ευθυκρισία του πληθυσμού – δείγμα όχι μόνο του επιπέδου καλλιέργειας, αλλά και του συλλογικού ήθους. Στο ελλαδικό κράτος, διακόσια χρόνια τώρα, η αξιοκρατία είναι ανέφικτο όραμα, σπανίως και αίτημα. Φταίει ο μεσογειακός μας χαρακτήρας; 

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

 Ακόμα και την εμπλοκή σε πόλεμο (τη θυσία της ζωής άγνωστου αριθμού πολιτών και την καταστροφή μικρού ή μεγάλου μέρους της κοινωνικής περιουσίας) την αποφασίζουν οι επαγγελματίες της εξουσίας, όχι η κοινωνία των πολιτών. Αποκλείεται θεσμικά να είναι η δημοκρατία αυτοδιαχειριζόμενη συλλογικότητα. Συνεχίζουμε να αποκαλούμε «δημοκρατία» την πρωθυπουργική θεσμική απολυταρχία (συνεχίζουμε το ξίδι να το λέμε γλυκάδι): λογαριάζουμε σαν «πρόοδο» και «εκσυγχρονισμό» την υποταγή της πολιτικής στη λογική (νόμους – αναγκαιότητες) των Αγορών.

Με αυτά τα δεδομένα δεν θα συνιστούσε υπερβολή η επίμονη, συνεχής υπενθύμιση: Ναι, στην Ελλάδα, το πολίτευμα είναι η πρωθυπουργική θεσμική απολυταρχία: Ο πρωθυπουργός επιλέγει και επιβάλλει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής, τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και της Αστυνομίας, τους επικεφαλής όσων οργανισμών κοινής ωφέλειας δεν έχουν ακόμα πουληθεί σε ιδιώτες. Το κράτος στην Ελλάδα, όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται, είναι ιδιοκτησία – φέουδο του εκάστοτε πρωθυπουργού. Και πρωθυπουργός μπορεί να εκλεγεί ο πιο επιπόλαιος και αδαής κνίτης ή ονεδίτης ή ο αποδεδειγμένα πιο πειθαρχημένος στις «υποδείξεις» κάποιων ξένων πρεσβειών – μπορεί να εξαγγείλει, μέσα από μια βάρκα στο Καστελλόριζο, τη χρεωκοπία του κράτους ή την κήρυξη πολέμου.

Φυσικά και αποκλείεται να υπάρξουν στη σημερινή Ελλάδα κυρώσεις για οποιαδήποτε, έστω και την πιο ζημιογόνο, απόφαση πρωθυπουργού. Να θυμηθούμε, πώς αμνηστεύτηκε αυτονόητα η «νύχτα των Υμίων». Με ποια γλοιώδη «υπεραναπλήρωση» μειονεξίας χαρίστηκε το όνομα «Μακεδονία» στους Σκοπιανούς. Πόσο επιδεικτικά ατιμώρητο (από τον λαό) έμεινε το έγκλημα επιβολής του μονοτονικού. Για έναν ολιγοήμερο πόλεμο και την απώλεια κάποιων ακόμα νησιών στο Αιγαίο, ποιος θα ζητήσει ευθύνες από ποιον; Ποιος να ζητήσει ευθύνες για τον δραματικό εξευτελισμό του κράτους στη Μόρια της Λέσβου – ποιος να τολμήσει το ερώτημα: είμαστε κράτος-μέλος της Ε.Ε. ή μια υπηρεσία διευθέτησης των απορριμμάτων της; Ζητούμενο είναι, και ήταν πάντοτε, ένας θεσμός που θα μπορούσε να ελέγχει ρεαλιστικά τη διολίσθηση του κοινωνικού λειτουργήματος στην ταύτιση με το ιδιοτελές επάγγελμα. Ενας θεσμός να βρεθεί, που χωρίς να ασκεί εξουσία (και χωρίς να μετέχει σε διαδικασίες διεκδίκησης της εξουσίας) να κρίνει, να αξιολογεί και να ελέγχει τις κρίσιμες για την κοινωνία αποφάσεις της εξουσίας.

Μάλλον μια τέτοια ανάγκη γέννησε κάποτε σε αρκετές κοινωνίες τον θεσμό της Γερουσίας. Ποιον πολιτικό ρόλο (ευθύνες και αρμοδιότητες) έχει η Γερουσία στη λογική της δημοκρατίας; Είναι σώμα γνωμοδοτικό, αλλά οι γνωμοδοτήσεις του έχουν ισχύ υπέρτερη των κυβερνητικών αποφάσεων. Επομένως και τα κριτήρια επιλογής των γερουσιαστών πρέπει να είναι σαφώς και για όλους υπέρτερα της «λαϊκής εντολής» που διαχειρίζονται οι βουλευτές.

Τον βουλευτή τον επιλέγουν οι πολίτες με την προσδοκία να κάνει πράξη το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος στο οποίο ο υποψήφιος ανήκει. Του δίνουν την ψήφο τους και σε συνάρτηση με την προσωπική του κατάρτιση, την ευφυΐα, το ήθος του, τη δημιουργικότητά του. Τα κριτήρια είναι άμεσα, ρεαλιστικά, υποκείμενα σε εμπειρική επαλήθευση ή διάψευση. Τι περισσότερο πρέπει (και μπορεί) να διαθέτει ο γερουσιαστής;

Η λογική του θεσμού της «Γερουσίας» διαφαίνεται στην «ακουστική εικόνα» που κομίζει η λέξη: Κάθε κοινωνία έχει ανάγκη από ηγέτες ευφυείς, επινοητικούς, συνετούς, οξυδερκείς, αλλά έχει ανάγκη και από τη διορατικότητα που γεννάει η πείρα, την ανθρωπογνωσία που οικοδομείται με την αύξηση της ηλικίας, την αρετή της διορατικότητας που προκύπτει ανεπαισθήτως από τη μακρά εμπειρία. Είναι κατάκτηση ελευθερίας ενός λαού να επενδύει την εμπιστοσύνη του σε ανθρώπους με νεανικό δυναμισμό, ενθουσιώδεις φιλοδοξίες, τολμηρά οράματα. Αλλά και κατάκτηση ωριμότητας η αξιοποίηση της σοφίας των έμπειρων, της αρετής των διακεκριμένων, της νηφαλιότητας των αυτοκυριαρχημένων συνετών.

Το γνώρισμα κοινωνιών, που τις αναγνωρίζουμε «προηγμένες», είναι συνήθως η έκδηλη ευθυκρισία του πληθυσμού – δείγμα όχι μόνο του επιπέδου καλλιέργειας, αλλά και του συλλογικού ήθους. Στο ελλαδικό κράτος, διακόσια χρόνια τώρα, η αξιοκρατία είναι μόνο ανέφικτο όραμα, σπανίως και αίτημα. Φταίει ο μεσογειακός μας χαρακτήρας; Είναι κατάλοιπο συλλογικής ανασφάλειας ύστερα από τετρακόσια χρόνια τουρκοκρατίας; Επιβιώνει στους αιώνες το σύνδρομο της ενόχλησης για την κοινή αναγνώριση του ζώντος τότε «δίκαιου Αριστείδη»;

Πάντως, θεσμός Γερουσίας είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να υπάρξει, σε μια κοινωνία, όπου τα κριτήρια «αριστείας» είναι αυτονοήτως και αδιαμαρτυρήτως καταργημένα. Αυτή η διαπίστωση χρειάζεται τεκμηρίωση. Να γνωρίζει ο πολίτης ποιοι βραβεύονται από το ελλαδικό κράτος, ποιοι παρασημοφορούνται, ποιοι και πώς αποκλείονται. Πώς λειτουργεί η αξιολόγηση ως παρωδία σε πάμπολλες επιλογές πανεπιστημιακών καθηγητών, κοσμητόρων, πρυτάνεων, μελών της Ακαδημίας Αθηνών, επιτελικών θέσεων σε υπουργεία, στην εξωφρενικά χρυσαμειβόμενη Δικαιοσύνη και στα πλουτοφόρα «πόστα» πολιτισμού. Μοιάζει παλαβό να εξηγούμε τα πλεονεκτήματα της Γερουσίας με άθικτη την αναξιοκρατία.

  ___________________________________________________________________

(*) Χρήστος Γιανναράς

Χρήστος Γιανναράς: Ο ρεαλισμός της σποράς

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι μάλλον ο μοναδικός ηγέτης σύγχρονου κράτους που αρνείται το δόγμα «η οικονομία κινεί την Ιστορία». Αρνείται σαν μοναδικό κίνητρο προόδου των ανθρώπων το οικονομικό όφελος, το κέρδος. Ταυτόχρονα όμως καταφάσκει έμπρακτα τον πλανητικά κυρίαρχο σήμερα Ιστορικό Υλισμό, την κατ’ ευφημισμόν «ελευθερία των αγορών»...

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Εναν απειλητικό, αδίστακτο αντίπαλο δεν τον υποτιμάς. Τον σπουδάζεις και τον αξιολογείς νηφάλια.

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι μάλλον ο μοναδικός ηγέτης σύγχρονου κράτους που αρνείται το δόγμα «η οικονομία κινεί την Ιστορία». Αρνείται σαν μοναδικό κίνητρο προόδου των ανθρώπων το οικονομικό όφελος, το κέρδος. Ταυτόχρονα όμως καταφάσκει έμπρακτα τον πλανητικά κυρίαρχο σήμερα Ιστορικό Υλισμό, την κατ’ ευφημισμόν «ελευθερία των αγορών». Είναι το επίκαιρο όπλο, όχι ο στόχος του.

Ανύψωσε εντυπωσιακά το βιοτικό επίπεδο του λαού του, εκσυγχρόνισε την τεχνική υποδομή της χώρας του, γέμισε την Τουρκία πανεπιστήμια, την εξοικείωσε με την υψηλή τεχνολογία. Ομως, την ίδια ώρα, επιδείχνει με έμφαση και καμάρι, την πίστη και αφοσίωσή του στην πατρογονική του θρησκεία. Αδιαφορεί παγερά για τη ραγδαία «πτώση» αξίας της τουρκικής λίρας στις διεθνείς αγορές. Θέλει να δείχνει ότι πιστεύει (δηλαδή εμπιστεύεται) κάτι διαφορετικό από τη διεθνώς κυρίαρχη ταύτιση της ευτυχίας με την ευπορία, την καταναλωτική ευχέρεια.

Στη διάρκεια μιας γενιάς, άλλαξε ριζικά την όψη της τουρκικής κοινωνίας: Αντιπάλεψε, με απίστευτο σθένος, τον άλλοτε παντοδύναμο στη χώρα του κεμαλισμό – τη μίμηση του νεωτερικού στη Δύση μηδενισμού. Το αντίστοιχο στην Ελλάδα θα ήταν, ένας περιθωριακός, μοναχικός πολιτευόμενος να νικούσε κατά κράτος, μέσα σε μια γενιά, τον κοραϊσμό (ιδεολογικό, γλωσσικό, πολιτικό).

Το κρίσιμο δεδομένο είναι ότι, η ανατρεπτική επιλογή του Ερντογάν, ο μουσουλμανισμός, συνιστά μια θρησκεία χωρίς μεταφυσική. Δεν ενδιαφέρεται να φωτίσει «νόημα» της ύπαρξης, αιτία και σκοπό του κόσμου και της Ιστορίας. Ενδιαφέρεται μόνο για το επίπεδο της συμπεριφοράς, για την ωφελιμότητα του «καλού», με κάποιες παιδαριώδεις επαγγελίες αμοιβών «μετά θάνατον», χωρίς καμία υπαρκτική διαύγαση του αινίγματος.

Θα τολμούσε κανείς τον παραλληλισμό (ενδεικτικά, όχι με αξιώσεις ιστορικής πιστοποίησης) ότι ο μουσουλμανισμός έπαιξε στην Ανατολή τον ρόλο που ανέλαβε αργότερα στη Δύση ο προτεσταντισμός: Και στις δυο περιπτώσεις οι ελληνικής παιδείας πληθυσμοί, σε Ανατολή και Δύση, είχαν εκχριστιανιστεί ζητώντας στον «τρόπο» (γεγονός) της Εκκλησίας να γνωρίσουν και οικειωθούν την υπαρκτική ελευθερία από κάθε προκαθορισμό και αναγκαιότητα. Να ψηλαφήσουν τον ορισμό «ο Θεός αγάπη εστί» (όχι: ο Θεός έχει αγάπη). Τους Χριστιανούς ενδιαφέρει η ελευθερία της ακατάλυτης ύπαρξης, όχι η «πρέπουσα» συμπεριφορά μέσα στα όρια της θνητότητας.

Αλλά σε κάθε κοινωνία υπάρχουν οπωσδήποτε και οι πουριτανοί. Ενδιαφέρονται να δικαιωθούν με μετρητή αμοιβή – να ανταμειφθεί, εδώ και τώρα, το εγώ τους. Γι’ αυτό και έχουν ανάγκη από Νόμους, εντολές, κανονιστικές διατάξεις, για να τις τηρούν με συνέπεια και να κερδίζουν πόντους, μεταθανάτιας αμοιβής. Τηρουμένων λοιπόν των αναλογιών, ο Ερντογάν σήμερα φιλοδοξεί να παίξει από την Ανατολή τον ρόλο που έπαιξαν ο Λούθηρος και ο Καλβίνος κάποτε στη Δύση. Και στις δυο περιπτώσεις ενδιαφέρει όχι το «νόημα» της ύπαρξης, η ψηλάφηση απάντησης στο αίνιγμα του θανάτου, αλλά οι ατομικές πεποιθήσεις, που θωρακίζουν με βεβαιότητες το εγώ και επιβάλλονται χάρη στην εξουσία.

Αν σήμερα στον πλανήτη κυριαρχεί, κατά προτεραιότητα, το Κοράνι σαν συντρόφι του προτεσταντικού πουριτανισμού και του ειδωλοποιημένου ρωμαιοκαθολικού νομικισμού, τότε, σίγουρα, ο Ερντογάν έχει οπωσδήποτε στο δικό του στρατόπεδο τον ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ, τα διεθνή δικαστήρια, τον γερμανικό Εθνικισμό της Deutsche Bank. Για έναν και μόνο λόγο: Δεν υπάρχει πια κοινή εμπειρία του πεδίου των σχέσεων, ασφυκτικά κυρίαρχες είναι η λογική της συναλλαγής και η αντιμαχία των εντυπώσεων – ποιος θα κερδίσει, σε κάθε πεδίο, τη μάχη της εφήμερης υποβολής.

Να εικονογραφήσω το εξ αντιθέτου: Αν υπήρχαν στο πηδάλιο της Ε.Ε. άνθρωποι ικανοί να ξεχωρίσουν και αξιολογήσουν ποιότητες (όπως οι πρώτοι οραματιστές της ευρωπαϊκής συνεργασίας), όχι τηλεκινούμενα πιόνια του αγοραίου «ευρωπολτού», τότε η «ενωμένη Ευρώπη» θα επέστρεφε αυτονόητα στο πεδίο των σχέσεων τολμώντας ρήξη με τη λογική της συναλλαγής και τις αντιμαχίες των εντυπώσεων.

Κοντολογίς, δεν χρειαζόμαστε ευχολόγιο ούτε ανεδαφικές ντιρεχτίβες. Κάθε ρεαλιστής φιλευρωπαίος ξέρει ότι υπάρχει δίλημμα, όχι ψευδοπόλωση: Διαλέγουμε βιτρίνα ατομοκεντρισμού «δικαιωμάτων», μαζί με την απολυταρχία των Αγορών. Ψευδαισθήσεις λαϊκής ετυμηγορίας και σύμφυτη (δεν χωρίζεται) μεθοδική εξηλιθίωση των μαζών από τον φορμαλισμό των «εντυπώσεων». Πουριτανισμό ηδονικής εγωλαγνείας ανυποψίαστον για τη δυνατότητα κοινωνούμενης ελευθερίας – «πόλεως», «κοινότητας», «εκκλησίας».

Κίνημα απελευθέρωσης από τις ψευδοπολώσεις, αν ποτέ εμφανιστεί, δεν θα έχει το παραμικρό κοινό γνώρισμα με τις εικόνες – παραστάσεις του 20ού αιώνα. Ούτε συλλόγους με γραφεία και σφραγίδες ούτε ντουντούκες και αναμηρυκασμό κραυγών. Κινήματα πραγματικής αλλαγής, αν εμφανιστούν, θα απαιτούν το ριζικά καινούργιο στην εκπαίδευση (νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο), το ριζικά καινούργιο στην πολιτική (μικρές, αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες), το πέρασμα από τα θρησκευτικά, ωφελιμιστικά ιδεολογήματα στην απόλυτη προτεραιότητα της χαράς του κοινωνείν.

Μεγαλόστομες ουτοπίες; Οχι, μόνο απλή μετάβαση από την ουτοπία των απεριόριστων δυνατοτήτων της κατασκευής, στον ρεαλισμό της σποράς.

  ___________________________________________________________________

(*) Χρήστος Γιανναράς

Η ατολμία ως αυτοκαταδίκη

Ο μέγιστος θρίαμβος της κομματοκρατίας (κομματικής απολυταρχίας) είναι ότι: λέξεις, όπως «τύραννοι» ή «αγοραπωλητές της εξουσίας», γράφονται, δημοσιεύονται, ξαναγράφονται, ξαναδημοσιεύονται, χωρίς κανένας να προσβάλλεται, να θεωρεί ότι αδικείται ή υβρίζεται, κανένας δεν ζητάει την παρέμβαση του εισαγγελέα. Η νέκρωση της κοινωνικής ευαισθησίας καταδείχνει το μέγεθος της συντελεσμένης αποσύνθεσης.


επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Αν σκεπτόμαστε συνετά και ρεαλιστικά, ξέρουμε ότι η αξιοκρατία μόνο στόχος μιας κοινωνίας μπορεί να είναι, όχι ηθική προστακτική. Οι ηθικές προστακτικές, τα αναρίθμητα «πρέπει» που αραδιάζουμε για να ξορκίσουμε λάθη ή την ασφυκτική παρακμή μας, είναι η πιο α-νόητη, σίγουρα περιττή λεκτική εκτόνωση απερισκεψίας και προχειρότητας. Ποιος, με ποιες πρακτικές πειθούς θα επιβάλει τα «πρέπει» και τις προστακτικές μας;

(Γι’ αυτό και όταν ακούμε πρωθυπουργό ή αρχιεπίσκοπο ή δήμαρχο ή πρύτανη να εκστομίζουν κάποιο «πρέπει», ξέρουμε ότι είναι ή παραλυτικά άτολμος ή απλώς ολιγόνους.)

Η λέξη «αξιοκρατία», σε μια οργανωμένη κοινωνία, σημαίνει: Μοναδικό κριτήριο για την ανάθεση ευθυνών δημόσιου λειτουργού είναι οι πιστοποιημένες ικανότητές του. Από τον κλητήρα ώς τον Γενικό Διευθυντή, από την καθαρίστρια ώς τον επιτελικό σχεδιαστή πολιτικής, το προαπαιτούμενο και συνεχώς επανελεγχόμενο είναι η ευφυΐα, η δημιουργικότητα, η ευπρέπεια. «Προσόντα» που δεν προκύπτουν από ποσοτική κρίση - αξιολόγηση (όπως, λ.χ., οι «πολυετίες», το «λευκό ποινικό μητρώο», το πλήθος των «τυπικών προσόντων - τίτλων») δεν βαρύνουν στην εκτίμηση της αξιοσύνης ενός δημόσιου λειτουργού.

Ουτοπία όλα αυτά; Σκέτος ρομαντισμός; Οχι όταν ένας λαός θέλει να συνεχίσει να υπάρχει ιστορικά. Οταν θέλει να τελειώνει με τη δουλική υποταγή σε συμφεροντολόγους εγωπαθείς ή σε αδίστακτους διεθνείς εξουσιολάγνους. Οταν θέλει να γλιτώσουν τα παιδιά του από τη σκλαβιά στο «ντελίβερι», στη λάντζα ή στον υπνοβατισμό του σερβιτόρου.

Η «αξιοκρατία» σημαίνει: ύστερα από διακόσια χρόνια ατιμωτικού διασυρμού της έννοιας «δημόσιος υπάλληλος», η λέξη να ταυτίζεται με τον αδέκαστο, τον ταλαντούχο, τον ακούραστα δημιουργικό, τον «μπροστάρη» της κοινωνίας – όχι με το παράσιτο που μόνο εισπράττει. Ξέρουμε όλοι ότι μια τέτοια κοσμογονία θα προκύψει νομοτελειακά, όταν εξαλειφθεί το «ρουσφέτι», δηλαδή ο «σταυρός προτίμησης», επομένως μόλις γίνει νόμος εκλογικός η «μονοεδρική περιφέρεια». Το ξέρουμε όλοι. Δεν το θέλουν οι τύραννοί μας, επαγγελματίες αγοραπωλητές της εξουσίας.

Ο μέγιστος θρίαμβος της κομματοκρατίας (κομματικής απολυταρχίας) είναι ότι: λέξεις, όπως «τύραννοι» ή «αγοραπωλητές της εξουσίας», γράφονται, δημοσιεύονται, ξαναγράφονται, ξαναδημοσιεύονται, χωρίς κανένας να προσβάλλεται, να θεωρεί ότι αδικείται ή υβρίζεται, κανένας δεν ζητάει την παρέμβαση του εισαγγελέα. Η νέκρωση της κοινωνικής ευαισθησίας καταδείχνει το μέγεθος της συντελεσμένης αποσύνθεσης.

Στη διάρκεια του προσωπικού μας βίου απασχοληθήκαμε όλοι με «δημόσια», όπως τα λέμε, πρόσωπα, κυρίως με τους επαγγελματίες της πολιτικής. Γνωρίσαμε, έστω από την εγγύτητα της τηλεοπτικής οθόνης, την εκφραστική τους ικανότητα, την όποια (συνηθισμένη, ανεπαρκή ή χαρισματική) ευφυΐα τους, την ευθύτητα ή την κρυψίνοια, την ηθική τους ευαισθησία (αν τους ενοχλεί το ψέμα, η δολιότητα, ο ναρκισσισμός), αν η γλώσσα τους προδίδει ειλικρίνεια ή καλοσερβιρισμένη απάτη.

Στο σχολείο, πάντως, δεν ασκήθηκαν οι μαθητές, της μεταπολίτευσης, μάλλον ποτέ (προγραμματικά) στην εκτίμηση ποιοτήτων. Στο ελλαδικό σχολείο, από τα νήπια ώς και το διδακτορικό, ο χαρακτήρας της γνώσης - μάθησης είναι στυγνά και απόλυτα χρηστικός. Ενδιαφέρει τυφλά και μόνο η ωφελιμότητα, γι’ αυτό και το φροντιστήριο όχι απλώς αχρηστεύει το σχολείο, το γελοιοποιεί.

Η κυρία Νίκη Κεραμέως, π.χ., ή οποιοσδήποτε άλλος υπουργός Παιδείας της Ν.Δ., είναι ίσως επιδέξια να λογαριάζει πόσα παιδιά και με ποια διάταξη πρέπει να συγκροτούν σχολική τάξη τώρα με τον κορωνοϊό. Αλλά απέδειξε ότι είναι ανύπαρκτη η γνώση και η εμπειρία της για τα κυρίως προβλήματα της παιδείας: Πώς συνδέεται η γλώσσα, γραμματική και συντακτικό, με τη λογική των μαθηματικών, η σπουδή της Ιστορίας με την ανάπτυξη της Τέχνης. Ισως «καταλαβαίνει» ότι είναι αναπηρία για την ελληνική κοινωνία, το σχολείο να είναι πάρεργο και το φροντιστήριο κυρίως έργο, αλλά οι προτεραιότητές της είναι άλλες. «Καταλαβαίνει» το ρεζιλίκι των «κομματικών νεολαιών» στα πανεπιστήμια, όμως δεν τολμάει τη ρήξη.

Το πιο δραματικό σύμπτωμα της ανήκεστης παρακμής μας: Γνωρίσαμε στο πεδίο της πολιτικής, τις τελευταίες δεκαετίες, ανθρώπους έκτακτης οξύνοιας, σοβαρής κατάρτισης, ηγετικών χαρισμάτων. Εγιναν αρχηγοί κομμάτων, πρωθυπουργοί, πρωτοκλασάτοι υπουργοί, ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι. Μπορούσαν να «γράψουν Ιστορία» – δεν το αποπειράθηκαν. Για να «γράψεις Ιστορία», πρέπει να «σπάσεις αυγά» – δεν το διανοήθηκαν. Απέρχονταν ή απήλθαν αφήνοντας αμετάβλητο το τέλμα ντροπής που παρέλαβαν.

Θυμηθείτε ονόματα, τις προσδοκίες που γέννησαν, την απογοήτευση να εγκλωβιστούν σε ρόλους κομπάρσου. Ευάγγελος Βενιζέλος, Θεόδωρος Πάγκαλος, Αντώνης Τρίτσης, Χρύσανθος Λαζαρίδης,-Σάββας Καλεντερίδης, Προκόπης Παυλόπουλος – ελάχιστες ενδείξεις μιας ανθρωποβόρας παρακμής, που εξουδετερώνει την ποιότητα καθιστώντας τον συμβιβασμό αυτονόητον και αναπότρεπτη την αυτοεξόντωση. Μνημονεύω παραδειγματικά όσους το δικό μου δασκαλικό ένστικτο ξεχώρισε ως χαρισματικούς – ασφαλώς άλλοι θα κρίνουν ορθότερα.

Τι θα μπορούσαν να κάνουν; Μα η ζωή και η δυναμική της αλλαγής δεν προκύπτει από συνταγές και υποδείξεις – ένας σπόρος σιναπιού μπορεί να τινάξει βράχο, λέει το Ευαγγέλιο. Προσδοκίες για τη βλαστική δύναμη του σπόρου δεν γεννάει η συμπαθής Κυρία Κεραμέως, ούτε ο θλιβερός κ. Μιλ. Βαρβιτσιώτης – και ακολουθεί χείμαρρος επιφανών της επικαιρότητας. Επαναλαμβάνω: υποκειμενική η κατάθεση.

___________________________________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

«Δύση-Τουρκία-συμμαχία»: Γιατί;

Έχετε ακούσει ποτέ ελλαδίτη πολιτευόμενο (πολιτικοί πια δεν υπάρχουν) να μιλάει για «οθωμανικό ιμπεριαλισμό»; Εχετε αντιληφθεί να υπήρξε ή να υπάρχει αγγλόγλωσση ελληνική γραφίδα στις ΗΠΑ ή γερμανόγλωσση στη Γερμανία, που να καταγγέλλει εμπεριστατωμένα το ασύμπτωτο και ασύμβατο των «πολιτισμών» Ισλάμ και Δύσης;

 

επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά (*)

Ακόμα και στον επιπόλαιο πόλεμο του 1897, ήταν προφανές και βεβαιωμένο ότι οι Ελληνες ήξεραν τι πολεμάνε ή γιατί πολεμάνε. Το ίδιο, φυσικά, και στους μεγάλης τόλμης και ανδρείας πολέμους του 1912-13. Αλλά και στη μεγαλεπίβολη απερισκεψία της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Και στο απίστευτο κατόρθωμα να συντριβούν οι Ιταλοί στα βουνά της Βόρειας Ηπείρου, το 1940. Το ίδιο βεβαιωμένοι και όταν, με αίμα πολύ, απέτρεπαν τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό, το 1946-1949.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι Ελληνες ήταν αποφασισμένοι να θυσιαστούν (και θυσιάστηκαν πάμπολλοι, δυσφόρητα πολλοί) για «κάτι», που χωρίς αυτό η ζωή δεν έχει νόημα. Ποιο ήταν αυτό το «κάτι»; Αυτονόητα, η αίσθηση πατρίδας. Οχι η έννοια ούτε το συναίσθημα: η αίσθηση. Σήμερα, και μόνο με το άκουσμα της λέξης «πατρίδα» όλοι κουμπωνόμαστε. Κομίζει αποφορά καρκινωμάτων καπηλείας και ιδεολογικών εθνικισμών στη Νεωτερικότητα, εκμετάλλευση του συναισθηματισμού των πολλών που θωρακίζει τα συμφέροντα των λίγων.

Το υπόδειγμα των αντανακλαστικών μας, σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου σήμερα, το προτύπωσαν υποδειγματικά οι αδελφοί μας Ελληνοκύπριοι (συγκληρονόμοι κλέους τρεισήμισι χιλιάδων χρόνων): Οταν πλησίαζαν στα χωριά και στις πόλεις τους οι Τούρκοι εισβολείς, μπήκαν στα Ι.Χ. τους και έφυγαν. Ετσι, το άλλοτε 18% των κατοίκων του νησιού (βιαίως εξισλαμισμένοι, επομένως συμπτωματικά τουρκόφωνοι Ρωμιοί), αποτελούν σήμερα κράτος τουρκικό «ανεξάρτητο», εφαλτήριο ή αμπάριζα για να διεκδικεί ο οθωμανικός ιμπεριαλισμός τη μισή Μεσόγειο ως υφαλοκρηπίδα.

Έχετε ακούσει ποτέ ελλαδίτη πολιτευόμενο (πολιτικοί πια δεν υπάρχουν) να μιλάει για «οθωμανικό ιμπεριαλισμό»; Εχετε αντιληφθεί να υπήρξε ή να υπάρχει αγγλόγλωσση ελληνική γραφίδα στις ΗΠΑ ή γερμανόγλωσση στη Γερμανία, που να καταγγέλλει εμπεριστατωμένα το ασύμπτωτο και ασύμβατο των «πολιτισμών» Ισλάμ και Δύσης; Βέβαια, έχουν και τα δύο «παραδείγματα» τον ίδιο ατομοκεντρικό χαρακτήρα: Καταλαβαίνουν τη «σωτηρία» σαν ατομική «αιώνια» εξασφάλιση (με γραμμική, ατελεύτητη διαιώνιση της ροής των στιγμών). Η σωτηρία εξασφαλίζεται με ατομικά επιτεύγματα «αρετών», αρετή είναι η ατομική πειθάρχηση σε Νόμο με αλάθητες υπαγορεύσεις και απαγορεύσεις. Για το Ισλάμ και για τη Δύση αλήθεια είναι η ορθότητα, την ορθότητα εγγυάται μια αυθεντία ή μια σύμβαση. Δύση και Ισλάμ συγγενεύουν συναρπαστικά, με ομοιότροπη την υποταγή τους στην αυθεντία του Πάπα ή των «Γραφών» ή του «κοινωνικού συμβολαίου» ή κάποιου Αγιατολάχ.

Υπάρχουν πια στις μέρες μας πλήθος τεκμηρίων της αυτονόητης, οργανικής «συνάντησης» Δύσης και Ισλάμ, στο πεδίο, όχι θεωρητικών «πεποιθήσεων», αλλά στον έμπρακτο στίβο της πολιτικής. Η «συνάντηση» μπορεί να είναι σύγκρουση και αντιμαχία, αλλά πάντοτε στο κοινό, οικείο γήπεδο του σωτηριολογικού ή εγκοσμιοκεντρικού ατομικισμού, του νομικισμού - ηθικισμού, της αποτελεσματικότητας ως αυταξίας. Καθόλου τυχαία ο ακραία πουριτανός ισλαμιστής Ερντογάν έχει την ανετότερη οικειότητα με τον ακραίο πουριτανό του αμοραλισμού Τραμπ και τη «θεούσα» πουριτανή του προτεσταντισμού Μέρκελ.

Ο μόνος πραγματικός αντίπαλος του Ισλάμ και της Δύσης είναι η Εκκλησία. Ας μην τη λέμε «ορθόδοξη», γιατί είναι σαν να επιμένουμε να λέμε «έρωτα» την επαγγελματική εμπορία της ηδονής. Η Εκκλησία είναι τόσο δυσδιάκριτη όσο και ο αληθινός (μη εμπορεύσιμος) έρωτας ή ο σπόρος ο χαμένος μέσα στη γη που βλασταίνει δέντρο. Σώζει η Εκκλησία το ελληνικό νόημα της λέξης αλήθεια: είναι η γνώση που μετέχεται εμπειρικά, είναι κοινωνούμενη βεβαιότητα, όχι χρηστικά συμφωνημένη ορθότητα κατανόησης. Σώζει και το νόημα της λέξης πολιτική: είναι το κοινό άθλημα υπέρβασης των εγωτικών ενορμήσεων, για τη χαρά της συνύπαρξης και κοινής δημιουργίας.

Ιστορική σάρκα της Εκκλησίας είναι η ελληνική γλώσσα. Οχι μια γραμματική, συντακτικό και λεξιλόγιο, γλώσσα είναι πάντα ο λαός που τη μιλάει. Εχοντας βάναυσα καταστρέψει τη γλώσσα μας, οι σημερινοί Ελληνώνυμοι νομίζουμε ότι αντίπαλός μας επίβουλος είναι οι Τούρκοι, το Ισλάμ. Αλλά οι Τούρκοι δεν έθιξαν ποτέ τη γλώσσα μας, τη γλώσσα την άλωσε η Δύση αφανίζοντας ιστορικά τον Ελληνισμό: Λέμε οι σημερινοί Ελληνώνυμοι «εκκλησία» και εννοούμε «επικρατούσα θρησκεία». Λέμε «δημοκρατία» και εννοούμε «αντιπροσωπευτικό σύστημα». Λέμε «πίστη» και εννοούμε ατομικές πεποιθήσεις, ιδεολογικές βεβαιότητες, όχι άθλημα εμπιστοσύνης. Και άλλα αναρίθμητα ανάλογα.

Σιωπηλά και αθόρυβα, ένας αρχιεπίσκοπος θα μπορούσε να αλλάξει την ιστορική πορεία των Ελλήνων. Αν άρχιζε να διδάσκει στους νάρθηκες γλώσσα, την ελληνική γλώσσα, στην ιστορική της ενοείδεια, σαρκωμένη στην ποίηση της λατρείας. Να καταργήσει το κήρυγμα, που επιβάλλει τη γνώση ως κατανόηση (cogito) αποκλείοντας τη γνώση ως κοινωνούμενη μετοχή. Να διαστείλει την «πατρότητα» από την «παιδαγωγία», την επισκοπική «σύνοδο» από το «επιτελείο στελεχών».

Η βεβήλωση της Αγια-Σοφιάς από τον Ερντογάν είναι πταίσμα σε σύγκριση με την εγκληματική άγνοια των επισκοπικών ευθυνών.
______________________

(*) Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr

Ευρωσκεπτικισμού σπίλωση: Γιατί;

Το ερώτημα είναι πιεστικό, απαιτεί απάντηση: Γιατί η φερόμενη ως Αριστερά εκχωρεί τον «Ευρωσκεπτικισμό» στην Ακρα Δεξιά με τόση ζηλωτική μεγαθυμία, γιατί της τον χαρίζει;;;


  επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά *

Το ερώτημα είναι πιεστικό, απαιτεί απάντηση: Γιατί η φερόμενη ως Αριστερά εκχωρεί τον «Ευρωσκεπτικισμό» στην Ακρα Δεξιά με τόση ζηλωτική μεγαθυμία, γιατί της τον χαρίζει; Γιατί επιμένει η Αριστερά να ταυτίζει στανικά τους ευρωσκεπτικιστές με τους ακραίους εθνικιστές, με τους φασίστες, τους νεοναζί, το κοινωνικό περιθώριο;

Σε κατηγόριες και αναθέματα υπερβάλλουμε, συνήθως, όταν κάποιος ή κάτι πολύ μας φοβίζει. Και ο Ευρωσκεπτικισμός μοιάζει να είναι σήμερα το ιστορικό δεδομένο που τρομοκρατεί την Αριστερά, την πανικοβάλλει. Γιατί;

Ας προσθέσουμε στις απορίες και μια νοηματική (κραυγαλέα) αντίφαση: Η λέξη «σκεπτικισμός» σημαίνει επιφύλαξη – όχι άρνηση, όχι απόρριψη, όχι αντίθεση. Αποδέχομαι κατά βάσιν κάποιον ή κάτι, αλλά όχι άνευ όρων: σκέπτομαι αυτό που αποδέχομαι, το κρίνω, το «βασανίζω», μελετώ συνέπειες και, ενδεχομένως, ασκώ κριτικό έλεγχο. Εχει την παραμικρή σχέση αυτή η στάση με τις οριστικές, άκαμπτες, φανατισμένες «πεποιθήσεις» ενός φασίστα, ενός νεοναζιστή; Γιατί λοιπόν η μαχητική απόρριψη του Ευρωσκεπτικισμού από την Αριστερά; Γιατί η κατασυκοφάντησή του;

Σίγουρα, δεν έχουν όλοι οι Αριστεροί μελετημένες, δουλεμένες, συνειδητοποιημένες αριστερές απόψεις. Η συντριπτική τους πλειονότητα (και των επιφανών) έχει κολλήσει στα δόγματα που τους ενστάλαξε, όταν ακόμα ήταν παιδιά, ο «καθοδηγητής» τους στο κόμμα. Δεν μοιάζει να προβληματίστηκε ποτέ ο στρατευμένος Αριστερός, δεν αμφισβήτησε το μαρξιστικό αλάθητο. Μπορεί να σπούδασε, να έγινε και καθηγητής πανεπιστημίου (ίσως και συνταγματολόγος) – οι ιδεολογικές του «πεποιθήσεις» αναπαράγουν τα δόγματα που έμαθε παιδί από τον «καθοδηγητή» του. Αριστεροί και Παλαιοημερολογίτες ανήκουν στην ίδια ανθρωπολογική συνομοταξία.

Ο Τσίπρας είπε κάποτε: «Ο διεθνισμός είναι ο ουμανισμός μας»! Αυτό το σλόγκαν έχει περάσει στον ψυχισμό του (όχι μόνο στο μυαλό του) – όπως έχει περάσει αυτονόητη και η βεβαιότητα ότι ο Κουφοντίνας είναι «επαναστάτης», όχι κατά συρροήν δολοφόνος. Για τον μαρξιστικό λοιπόν «ουμανισμό» άνθρωπος σημαίνει προλετάριος, ο ακτήμονας, όποιος έχει μόνο τα δυο του χέρια, που τα νοικιάζει στον κάθε εργοδότη. Δεν τον ενδιαφέρει να υπερασπίσει «πατρίδα», να κατασφαλίσει ελευθερία σχέσεων κοινωνίας της ζωής – δεν έχουν οι προλετάριοι γη να την ποτίσουν με τον ιδρώτα τους, να δεθεί μαζί της η ύπαρξή τους, να τους δώσει τροφή, να αγκαλιάσει τάφους προγόνων.

Αλλά να που τα πράγματα αλλάζουν: Οι προλετάριοι πήραν κάποτε την εξουσία, κατάργησαν τις πατρίδες, τα «ιερά», στήσανε κράτη μονοκομματικά, απάτριδα, αποϊερωμένα, με στόχο αποκλειστικό την επιβίωση της μάζας, ούτε καν την ηδονή. Το αποτέλεσμα ήταν η τυραννία των πολίτ-μπιρό, η φρίκη των γκουλάγκ, ο εξανδραποδισμός εκατομμυρίων ανθρώπων – ένας εφιάλτης. Ο εφιάλτης επώασε πρωτόγνωρη, άοπλη ανατροπή της απανθρωπίας: η δίψα για κατανάλωση οδήγησε σε αλυσιδωτές εκρήξεις της καταναλωτικής βουλιμίας των μαζών, τα προλεταριακά καθεστώτα θρυμματίστηκαν εξευτελισμένα.

Ο μαρξισμός αποδείχθηκε, ολοφάνερα, η μία όψη του αμφιπρόσωπου Ιανού: του Ιστορικού Υλισμού. Οι ριζοσπάστες μαρξιστές πέρασαν, σε μια νύχτα, στην άλλη εκδοχή, πρόδωσαν δημοψήφισμα, όρκους, ρητορικές, ο Τσίπρας άρχισε να κηρύττει έμπρακτα ότι συμφερότερος ουμανισμός είναι ο διεθνισμός των «Αγορών». Οι κρατικές οικονομίες να ελέγχονται από την ιλιγγιώδη κερδοσκοπία των υπερδανεισμών, όπως τον σχεδιάζουν ιδιωτικά κεντρικά επιτελεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Καμουφλαρισμένη η απάτη στην εντέλεια: οι κάτοικοι του πλανήτη συνεννοούμαστε ακόμα με γλωσσικές αντίκες: Μιλάμε για «Αριστερά» και «προοδευτικές δυνάμεις», για δήθεν «ασφάλιση» και δήθεν «συντάξεις», σώζουμε την παντομίμα εκλογών και τη φενάκη «ελευθερίας του λόγου». Βρίσκουμε φυσιολογικό ο θιασώτης του προλεταριακού διεθνισμού να ξεκουράζεται από τον μόχθο των αγώνων του σε κότερο κροίσων.

Μέσα σε αυτή την παραμορφωτική των πάντων παρακμή, η μόνη κοινωνική δυναμική που μοιάζει να κυοφορείται είναι ο Ευρωσκεπτικισμός. Δεν αρνείται την Ευρωπαϊκή Ενωση, τη σύμπνοια, τη συνεργασία, τον συντονισμό των ευρωπαϊκών οικονομιών απέναντι στην κινέζικη μυρμηγκιά και στην αμερικάνικη υπεροψία. Αλλά χωρίς να ξεπουληθεί ή στραγγαλιστεί η συναρπαστική ιδιαιτερότητα κάθε ευρωπαϊκής κοινωνίας: γλώσσα, ιστορία, Τέχνη, νοο-τροπία, ποικιλότητα χαρακτήρων, πανεπιστημιακή παράδοση, εθνική λογοτεχνία.

Οι αηδιαστικά εξαγορασμένοι από τον διεθνοποιημένο ιστορικο-υλιστικό μηδενισμό κεκράχτες της ευρωπαϊκής πολτοποίησης και ομοιομορφοποίησης λυσσάνε, κυριολεκτικά, για να κατασυκοφαντήσουν, σπιλώσουν, δυσφημίσουν τις αντιστάσεις υπεράσπισης του πλούτου της ευρωπαϊκής ποικιλότητας. Σίγουρα υπάρχουν και στοιχεία ακραίων εθνικιστών, χυδαίων ρατσιστών, πατριδοκάπηλου φασισταριού που θέλουν να εμφανίζονται με τη λεοντή του «ευρωσκεπτικιστή» – σε ποια παράταξη δεν υπάρχουν κάπηλοι; Αλλά είναι έγκλημα κατά του πολιτισμού να ταυτίζεται ο ευρωσκεπτικισμός με τους εξτρεμιστές.

Η μαρξιστική Αριστερά απέδειξε, παντού όπου επικράτησε, ότι έχει ολοκληρωτικό χαρακτήρα – είναι μία τυπική περίπτωση θρησκοληψίας. Γι’ αυτό και τρομάζει απέναντι στην ελευθερία σκέψης, κρίσης, έκφρασης. Δικός της «ουμανισμός» είναι να μην απογαλακτιστεί ποτέ ο άνθρωπος, να κατασφαλίζεται πάντοτε με την πειθάρχηση στην κομματική ντιρεχτίβα, την παραμονή στο κομματικό μαντρί. Για τον κ. Τσίπρα ο Κουφοντίνας θα είναι πάντα «επαναστάτης» και ο Ευρωσκεπτικισμός Ακρα Δεξιά, εθνικιστική.
______________________________

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
πηγή: yannaras.gr