Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΜΑΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΜΑΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς απορρίπτει πολεμικές επανορθώσεις στην Πολωνία - Τις εξελίξεις παρακολουθεί και η Ελλάδα

Όλαφ Σολτς και Ματέους Μοραβιέτσκι: Διαχρονικό αίτημα της Βαρσοβίας για καταβολή επανορθώσεων
Τις εξελίξεις σε αυτό το κεφάλαιο ιστορίας των πολεμικών επαναορθώσεων ανάμεσα στη Γερμανία και την Πολωνία παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η ελληνική πλευρά. Πάγιο αίτημα της κάθε κυβέρνησης είναι η ικανοποίηση των ελληνικών διεκδικήσεων...

Ήταν μια δύσκολη επίσκεψη του νέου Γερμανού καγκελαρίου Όλαφ Σολτς στη Βαρσοβία. Το θέμα έχει κλείσει για το Βερολίνο με επιχείρημα και τις γερμανικές εισφορές στον προϋπολογισμό της ΕΕ.

Η επίσκεψη ενός νέου καγκελαρίου στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του αποτελεί από καιρό θεσμό στη γερμανική εξωτερική πολιτική. Ο καγκελάριος Σολτς επέλεξε ως τρίτο βήμα στον προγραμματισμό των πρώτων επισκέψεών του στο εξωτερικό τη Βαρσοβία και ο λόγος είναι προφανής. Η Πολωνία δεν είναι μόνο η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα στα ανατολικά σύνορα της Γερμανίας, αλλά πολύ περισσότερο η χώρα που μέτρησε εκατομμύρια νεκρούς, τραυματίες και εκτοπισμένους από τη ναζιστική εισβολή και κατοχή. Η σημασία που προσδίδει η νέα κυβέρνηση τρικομματικού συνασπισμού υπό τον Όλαφ Σολτς στη χώρα καταδεικνύεται και στην κυβερνητική συμφωνία, όπου στη σελίδα 136 αναφέρεται ότι "Γερμανία και Πολωνία συνδέονται με βαθιά φιλία. Θα ενισχύσουμε την εργασία των φορέων της κοινωνίας των πολιτών, όπως για παράδειγμα το Γερμανο-Πολωνικό Ίδρυμα Νεολαίας".

Η επίσκεψη Σολτς, όπως και δύο ημέρες πριν της νέας υπουργού Εξωτερικών Ανναλένας Μπέρμποκ, σκιάστηκε από κολλημένα πλακάτ στους κεντρικούς δρόμους της Βαρσοβίας, φιλοτεχνημένα από τον καλλιτέχνη Βόιτσεκ Κούκουτς, και τα οποία έδειχναν την Άγκελα Μέρκελ και τον Γερμανό Πρόεδρο της Δημοκρατίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ σε συνδυασμό με τον Χίτλερ και τον Γκέμπελς. Χθες προστέθηκε και ένα ακόμη, αυτό του Όλαφ Σολτς, με την επιγραφή "Καγκελάριος της Γερμανίας. Επανορθώσεις για την Πολωνία". Τα πλακάτ πληρώθηκαν από το πολωνικό υπουργείο Πολιτισμού. Το θέμα της καταβολής επανορθώσεων τέθηκε έμμεσα στη κοινή συνέντευξη τύπου. Ο Πολωνός πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι δεν θέλησε να σχολιάσει τις αφισοκολλήσεις, είπε ότι το θέμα των επανορθώσεων εθίγη στις κατ' ιδίαν συνομιλίες και έκανε λόγο για "θάλασσα δακρύων των μητέρων μας", "θάλασσα αίματος των πατέρων μας" και "τις χαμένες ευκαιρίες ανάπτυξης της χώρας". Εκφράσεις που μαρτυρούν έντονη συναισθηματική φόρτιση.

Οι γερμανικές εισφορές στον κοινοτικό προϋπολογισμό

Ο καγκελάριος Σολτς υπενθύμισε τη στάση των προηγούμενων κυβερνήσεων, ότι δηλαδή το θέμα καταβολής αποζημιώσεων για τις ζημίες που προκάλεσε η ναζιστική Γερμανία κατά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει κλείσει από νομική πλευρά.
.

"Έχουμε κάνει συμφωνίες που ισχύουν και ρυθμίζουν θέματα από το παρελθόν και καταβολές αποζημιώσεων. Παρόλα αυτά η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συναισθάνεται τις δεσμεύσεις της και σε σχέση με τις ηθικές συνέπειες από τις καταστροφές που προκάλεσαν οι Γερμανοί στην Πολωνία και σε άλλες περιοχές της γης. Γι αυτό είμαι χαρούμενος που στο Βερολίνο θα χτιστεί μνημείο για τα θύματα της Πολωνίας κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο". Σημειωτέον, ότι η συμφωνία, την οποία ο Όλαφ Σολτς επικαλείται είναι η Συνθήκη 2 συν 4 του 1990 που υπεγράφη ανάμεσα στις δύο Γερμανίες και τις πρώην νικήτριες δυνάμεις, στην οποία δεν γίνεται αναφορά στο ζήτημα των επανορθώσεων.

Το νέο στοιχείο στην απάντηση Σολτς, όπως τουλάχιστον επισημαίνει το Spiegel αλλά και ειδησεογραφικά πρακτορεία, είναι ότι για πρώτη ίσως φορά γίνεται σύνδεση του αιτήματος για καταβολή επανορθώσεων με τις εισφορές της Γερμανίας στον κοινοτικό προϋπολογισμό, από τις οποίες επωφελείται και η Πολωνία. "Μόνο η ανάπτυξη ισοδύναμων συνθηκών ζωής στην Ευρώπη εγγυάται ένα ευτυχισμένο μέλλον. Είναι κι αυτός ένας ακόμη λόγος, που η Γερμανία είναι πρόθυμη και θέλει να συνεχίσει και στο μέλλον να συμβάλλει με πολύ, πολύ υψηλές εισφορές στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της ΕΕ, που μεγάλο τμήμα τους πηγαίνει σε νότιες και ανατολικές χώρες της ΕΕ, κάτι που είναι καλό" τόνισε. Ο Σολτς θα πρέπει να είναι ο πρώτος πολιτικός, που χρησιμοποιεί τον κοινοτικό προϋπολογισμό ως επιχείρημα κατά της καταβολής επανορθώσεων, σχολιάζει ο ανταποκριτής του Spiegel στη Βαρσοβία. Στην κυβερνητική συμφωνία του τρικομματικού συνασπισμού, στο κεφάλαιο με τον τίτλο "Κουλτούρα Μνήμης" (σελ. 125,126) αναφέρεται ότι "κατ' εξοχήν απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους μας αισθανόμαστε ιδιαίτερη υποχρέωση. Άλλα και οι επίκαιρες συζητήσεις, όπως στην Ελλάδα ή την Ουκρανία, δείχνουν ότι η κοινή επεξεργασία του παρελθόντος δεν έχει ολοκληρωθεί. Υποστηρίζουμε τις αποφάσεις της Βουλής για ένα Κέντρο Τεκμηρίωσης ´Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και Γερμανική Κατοχή στην Ευρώπη´ και (τη δημιουργία) τόπου ανάμνησης και συνάντησης στη μνήμη των θυμάτων της πολωνικής κατοχής και της πολυκύμαντης γερμανοπολωνικής ιστορίας".

Πάγιο ελληνικό αίτημα οι πολεμικές επανορθώσεις


Τις εξελίξεις σε αυτό το κεφάλαιο ιστορίας ανάμεσα στη Γερμανία και την Πολωνία παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η ελληνική πλευρά. Πάγιο αίτημα της κάθε κυβέρνησης είναι η ικανοποίηση των ελληνικών διεκδικήσεων, που στηρίχθηκαν διαχρονικά από το γερμανικό κόμμα "Η Αριστερά" με δηλώσεις και εκδηλώσεις.

Η επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα μέσα Μαρτίου του 2015 στο Βερολίνο, συνέπεσε με την αναζωπύρωση, ίσως και την πυροδότηση του δημόσιου διαλόγου στη Γερμανία για τις ελληνικές επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο. Η πολιτική επιστήμων Γκεζίνε Σβαν, πρόεδρος της Επιτροπής Θεμελιωδών Αξιών του SPD, είχε υποστηρίξει τότε στο Spiegel ότι "πολιτικά η υπόθεση είναι σαφής, θα πρέπει να προσεγγίσουμε οικονομικά τα θύματα και τους συγγενείς τους … πρόκειται για την αναγνώριση ότι στην Ελλάδα έχουμε διαπράξει μια τρομερή αδικία". Αλλά και ο εκ των τότε αντιπροέδρων του SPD Ραλφ Στέγκνερ υποστήριξε ότι η συζήτηση για αποζημιώσεις πρέπει να γίνει, αλλά δεν θα πρέπει να συνδεθεί με τη συζήτηση για την ευρωκρίση. Ο βουλευτής των Πρασίνων, Άντον Χοφράιτερ, που μετά τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου ακούστηκε για το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, είχε τότε υποστηρίξει ότι οι ελληνικές αξιώσεις δεν μπορούν να αγνοηθούν, το κεφάλαιο αυτό δεν έχει κλείσει οριστικα, ούτε πολιτικά ούτε ηθικά."Καλό θα ήταν η γερμανική κυβέρνηση να αναζητήσει το διάλογο με την ελληνική για την επεξεργασία των γερμανικών εγκλημάτων, για μια πολιτική λύση".

Το θέμα δεν σταμάτησε ποτέ να απασχολεί τη Γερμανία, την επιστημονική υπηρεσία της γερμανικής Βουλής, (η θέση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι βάσιμη από την άποψη του Διεθνούς Δικαίου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι δεσμευτική), αλλά και το ίδιο το νομοθετικό σώμα. Ενδεικτικό το τελευταίο ψήφισμα της προηγούμενης κυβέρνησης, ανήμερα της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, που απέρριψε με τις ψήφους του μεγάλου συνασπισμού, στους οποίους ανήκαν και οι Σοσιαλδημοκράτες, ψήφισμα των Πρασίνων, στο οποίο ζητούσαν από τη Βουλή μεταξύ άλλων να αναγνωρίσει ότι το θέμα των επανορθώσεων και αποζημιώσεων παραμένει ανοιχτό και ότι η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε από σχετικές αξιώσεις. Σκοπός της πρωτοβουλίας τους ήταν να ξεκινήσει ένας διάλογος ανάμεσα στις δύο χώρες.
Ειρήνη Αναστασοπούλου / DW

DW: Τα δύο πρώτα κρούσματα «Όμικρον» στη Γερμανία

 photo Deutsche Welle








Επιβεβαιώθηκαν στο Μόναχο τα δύο πρώτα κρούσματα της μετάλλαξης "Όμικρον". Φόβοι για διπλασιασμό του δείκτη θετικότητας. Διαφωνίες για τα περιοριστικά μέτρα.

Στο Μόναχο τελικά επιβεβαιώθηκαν τα δύο πρώτα κρούσματα "Όμικρον" στη Γερμανία και μάλιστα σε επιβάτες που είχαν φθάσει στις 24 του μηνός από τη Νότια Αφρική. Στη Φρανκφούρτη εξάλλου εντοπίστηκε πιθανώς άλλο ένα κρούσμα. Πρόκειται επίσης για επιβάτη πτήσης από τη Νότια Αφρική, στον οποίο διαπιστώθηκαν μετά από εξέταση χαρακτηριστικά συμπτώματα της μετάλλαξης. Στο μεταξύ το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών επέβαλε λόγω της μετάλλαξης «Όμικρον» περιορισμούς στα εναέρια δρομολόγια με οκτώ χώρες τις νοτίου Αφρικής (Νότια Αφρική, Ναμίμπια, Ζιμπάμπουε, Μποτσουάνα, Μοζαμβίκη, Εσουατίνι, Μαλάουι και Λεσότο).

Από την Κυριακή θα επιτρέπεται στις αεροπορικές εταιρείες να μεταφέρουν στη Γερμανία μόνο γερμανούς πολίτες ή αλλοδαπούς που ζουν στη Γερμανία. Όλοι οι εισερχόμενοι ανεξαιρέτως, ακόμη και η εμβολιασμένοι και αναρρώσαντες, θα πρέπει να μπαίνουν για 14 ημέρες σε καραντίνα.

Συζήτηση για τα μέτρα

Κατά την εκτίμησή του αναμένεται να διπλασιαστεί ο δείκτης θετικότητας το επόμενο δεκαήμερο. Τα κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους εντός μιας εβδομάδας θα φτάσουν από 444,3 σήμερα ως και τα 800, επισημαίνει σε συνέντευξη με τις εφημερίδες του ομίλου Funke. Αυτή η εξέλιξη θα προκύψει, ανεξάρτητα από τα όποια περιοριστικά μέτρα ληφθούν άμεσα. Ακόμη και η επιβολή ενός lockdown θα αρχίσει να δείχνει αποτελέσματα με καθυστέρηση δύο εβδομάδων. Ο κ. Μοντγκόμερι ζητά δραστικό περιορισμό των επαφών και απαγόρευση των δημοφιλών χριστουγεννιάτικών αγορών σε ολόκληρη τη Γερμανία.

Ο κίνδυνος να εξαπλωθεί η μετάλλαξη «Όμικρον» με τους ίδιους ρυθμούς, όπως και η «Δέλτα», αλλά και η ραγδαία αύξηση του αριθμού κρουσμάτων προκαλούν στη Γερμανία φόβους και ανησυχίες για την πορεία της πανδημίας.Ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Ένωσης Ιατρών (WMA), Φρανκ Ούλριχ Μοντγκόμερι, προειδοποιεί ότι η μετάλλαξη «Όμικρον» ενδεχομένως να είναι πολύ πιο μεταδοτική από τη «Δέλτα» και πιο επικίνδυνη από τον ιό Έμπολα.

Οι προσπάθειες, πάντως, της καγκελαρίου, Άγκελα Μέρκελ, για επιβολή lockdown δύο εβδομάδων σε εθνικό επίπεδο απέτυχαν.Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι, τα κόμματα που θα σχηματίσουν σε λίγες εβδομάδες τη νέα κυβέρνηση, απέρριψαν ο αίτημά της. 

Ηγετικά τους στελέχη τονίζουν σε δημόσιες παρεμβάσεις τους ότι τα ομόσπονδα κρατίδια διαθέτουν το αναγκαίο οπλοστάσιο, ακόμη και για την επιβολή πολύ αυστηρών μέτρων σε περιοχές τους με πολύ υψηλό αριθμό κρουσμάτων. Μπορούν για παράδειγμα να κλείσουν μπαρ και ντισκοτέκ, να περιορίσουν της ώρες λειτουργίας στην εστίαση και να επιβάλουν lockdown για ανεμβολίαστους.
Παναγιώτης Κουπαράνης / DW

Γερμανία: Οι αντιδράσεις για το οικονομικό πρόγραμμα Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων

 

Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι δέχονται επαίνους, αλλά και κριτική για το οικονομικό σκέλος της συμφωνίας από συνδέσμους και οικονομικά ινστιτούτα.

Κυρίως θετικές είναι οι αντιδράσεις του οικονομικού κόσμου της Γερμανίας για τα το οικονομικό σκέλος της συμφωνίας που παρουσίασαν χθες Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι, τα τρία κόμματα που θα σχηματίσουν σε τρεις περίπου εβδομάδες τη νέα κυβέρνηση. 

Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Ένωση Γερμανικών Εργοδοτικών Συνδέσμων (BDA), σε πολλά ζητήματα η συμφωνία κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Ενδεικτικά αναφέρονται η μη αύξηση των φόρων ή και η δέσμευση ότι η Γερμανία θα επιστρέψει ξανά στη δημοσιονομική πειθαρχία. 

Παράλληλα όμως οι γερμανοί εργοδότες καταλογίζουν στα τρία κόμματα, ότι δεν κατάφεραν να παρουσιάσουν ένα φιλόδοξο σχέδιο για τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό της χώρας, τη μετάβαση στην ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και τη δημογραφική αλλαγή.

Για πολλές «ασαφείς διακηρύξεις προθέσεων» κάνει λόγο ο Σύνδεσμος Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI). Ενώ αξιολογεί θετικά το στόχο για τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους, επισημαίνει, ότι η αναγγελία από τα τρία κόμματα μιας «δεκαετίας των επενδύσεων στο μέλλον θα πρέπει να γίνει πραγματικότητα.» 

Αν και επικροτεί το «εποικοδομητικό πνεύμα» των αποφάσεων η δε Ένωση Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Γερμανίας (DIHK), διακρίνει μια ασάφεια, σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση «πολλών σχεδίων». Αντιθέτως, τα σχέδια μπορούν να χρηματοδοτηθούν, εκτιμά ο Κλέμενς Φουστ, πρόεδρος του ινστιτούτου οικονομικών ερευνών IFO στο Μόναχο. 

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Μαρσέλ Φράτσερ, προέδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας (DIW) στο Βερολίνο. Όπως εκτιμά, τα οικονομικά σχέδια που κατέθεσαν τα τρία κόμματα είναι «ισορροπημένα και φιλόδοξα»

Η συμφωνία «τονώνει μια οικονομική αισιοδοξία τηρουμένης της δημοσιονομικής αξιοπιστίας», δηλώνει ο γνωστός γερμανός οικονομολόγος, Λαρς Φέντερ, ο οποίος πρόσκειται στους Χριστιανοδημοκράτες.

DW

COVID-19 / ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Περιορισμοί για τους ανεμβολίαστους - ΑΥΣΤΡΙΑ: Μέτρα lockdown για τους ανεμβολίαστους

Ο δείκτης θετικότητας της Γερμανία αυξήθηκε και άλλο. Ο αριθμός κρουσμάτων ανά 100.000 κατοίκους εντός επτά ημερών κυμαίνεται στο 263,7. Μια εβδομάδα πριν ήταν στο 169,9. Οι υγειονομικές υπηρεσίες κατέγραψαν 48.640 νέα κρούσματα μέσα σε μια ημέρα.

Η Γερμανία κατέγραψε το προηγούμενο 24ωρο αριθμό ρεκόρ κρουσμάτων Covid-19 με 50.196 κρούσματα, ένδειξη της σφοδρότητας του νέου κύματος της επιδημίας που πλήττει τη χώρα, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ (RKI).

Είναι η πρώτη φορά που η χώρα ξεπέρασε το ορόσημο των 50.000 κρουσμάτων σε μία ημέρα από την αρχή της πανδημίας, με τη Γερμανία να καταγράφει απανωτά αρνητικά ρεκόρ.

Τις προηγούμενες 24 ώρες 235 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από επιπλοκές της νόσου.

Η Γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ χαρακτήρισε την Τετάρτη, «δραματική» την άνοδο των κρουσμάτων της Covid-19, μια τάση που διαφαίνεται από τον Οκτώβριο.

«Η πανδημία εξαπλώνεται ξανά με εντυπωσιακό τρόπο», σχολίασε ο εκπρόσωπός της καλώντας τις αρχές των κρατιδίων, που είναι αρμόδιες για να διαχειρίζονται τα ζητήματα υγείας, να λάβουν νέα μέτρα για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.

Η πίεση αυξάνεται και στα νοσοκομεία.

Η έξαρση της επιδημίας αποδίδεται στο σχετικά χαμηλό ποσοστό εμβολιασμού μεταξύ των Γερμανών, το οποίο ανέρχεται σε λίγο περισσότερο από 67%.

Πολλά κρατίδια, που έχουν πληγεί ιδιαίτερα, όπως η Σαξονία, η Βαυαρία και το Βερολίνο, υιοθέτησαν νέους περιορισμούς για τους ανεμβολίαστους.

Πρόσβαση μόνο για εμβολιασμένους

Από τη Δευτέρα στο Βερολίνο δεν θα επιτρέπεται σε όσους δεν έχουν εμβολιαστεί να εισέρχονται σε εστιατόρια που δεν διαθέτουν εξωτερικό χώρο, στα μπαρ, στα γυμναστήρια και τα κομμωτήρια, ανακοίνωσε χθες, Τετάρτη, η κυβέρνηση του κρατιδίου.

Βάσει των νέων κανόνων, μόνο όσοι έχουν εμβολιαστεί πλήρως κατά της covid-19 και όσοι μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν αναρρώσει μπορούν να εισέρχονται σε αυτούς τους χώρους. Το ίδιο θα ισχύει για τα μουσεία και τις εκδηλώσεις σε ανοικτό χώρο όπου συγκεντρώνονται περισσότεροι από 2.000 άνθρωποι, όπως οι αγώνες ποδοσφαίρου.

Τα μέτρα αυτά δεν αφορούν τους ανήλικους και τους ενήλικες που δεν έχουν εμβολιαστεί κατά της Covid-19 για ιατρικούς λόγους. Ωστόσο για αυτούς θα απαιτείται αρνητικό τεστ κορονοϊού.

Παράλληλα οι επιχειρήσεις ενθαρρύνονται να ζητήσουν από τους υπαλλήλους τους να εργάζονται περισσότερο από το σπίτι και να περιορίσουν την παρουσία στα γραφεία στο 50% του προσωπικού.

Οι αποφάσεις αυτές ελήφθησαν λόγω «της αύξησης του αριθμού των κρουσμάτων του κορονοϊού» και «της αυξανόμενης πίεσης στις μονάδες εντατικής θεραπείας», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η Γερουσία του Βερολίνου.

Τα μέτρα αυτά είναι από τα πιο αυστηρά που ισχύουν στη Γερμανία.

Συνολικά στη χώρα σχεδόν 4,9 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν μολυνθεί από covid-19 από την αρχή της πανδημίας.

Αυστρία: Μέτρα lockdown για τους ανεμβολίαστους


«Ο στόχος είναι ξεκάθαρος: θέλουμε να δώσουμε την Κυριακή το πράσινο φως για ένα εθνικό lockdown για τους ανεμβολίαστους», δήλωσε ο καγκελάριος Σάλενμπεργκ κατά την διάρκεια συνέντευξης Τύπου

Ο καγκελάριος της Αυστρίας Αλεξάντερ Σάλενμπεργκ ανακοίνωσε σήμερα ότι περιμένει το πράσινο φως του κοινοβουλίου την Κυριακή για την επιβολή lockdown για τα άτομα που δεν είναι εμβολιασμένα ή δεν έχουν νοσήσει με Covid-19 και δεν έχουν εμβολιαστεί επίσης, καθώς η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με ταχεία αύξηση των κρουσμάτων της επιδημίας.

«Ο στόχος είναι ξεκάθαρος: θέλουμε να δώσουμε την Κυριακή το πράσινο φως για ένα εθνικό lockdown για τους ανεμβολίαστους», δήλωσε ο καγκελάριος Σάλενμπεργκ κατά την διάρκεια συνέντευξης Τύπου, χωρίς να διευκρινίσει την ημερομηνία έναρξης ισχύος των μέτρων.

Το κρατίδιο της  Άνω Αυστρίας και η πόλη-κράτος του Σάλτσμπουργκ έχουν ήδη επιβάλει από την Δευτέρα περιοριστικά μέτρα για τους ανεβολίαστους.

Για να εφαρμοσθεί το μέτρο σε εθνικό επίπεδο, θα πρέπει να λάβει την έγκριση του κοινοβουλίου και της συνέλευσης των επικεφαλής των τοπικών κυβερνήσεων κατά την διάρκεια του σαββατοκύριακου.

Ο υπουργός Υγείας Βόλφγκανγκ Μυκστάιν ανακοίνωσε επιπλέον σήμερα ότι έδωσε εντολή για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό του υγειονομικού προσωπικού.

Σχεδόν το 64% του αυστριακού πληθυσμού έχει λάβει δύο δόσεις εμβολίου, ποσοστό μικρότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που βρίσκεται στο 67%.

Ο καγκελάριος Σάλενμπεργκ χαρακτήρισε το επίπεδο του εμβολιασμού στην χώρα του «επονείδιστα χαμηλό».

Μέχρι σήμερα, περισσότερα από 11.640 άτομα που έχουν προσβληθεί από τον ιό έχουν καταλήξει στην χώρα των 9,8 εκατομμυρίων κατοίκων.

Στην Αθήνα η Μέρκελ, θα συναντηθεί με την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία - Ελληνοτουρκικά, Κλίμα, Υγεία και Μετανάστευση στην ατζέντα της (video)

Στην Αθήνα καταφθάνει το απόγευμα της 28ης Οκτωβρίου η απερχόμενη καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ συνεχίζοντας τις «αποχαιρετιστήριες» επισκέψεις της σε ξένες πρωτεύουσες.

Την Αθήνα θα επισκεφθεί την Πέμπτη και Παρασκευή, 28 και 29 Οκτωβρίου, η απερχόμενη γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, μετά και από την πρόσκληση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ανακοίνωσε την Παρασκευή η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος, Ουλρίκε Ντέμερ.

Οπως είπε η ίδια, είναι «σημαντικό δείγμα της στενής -και σε πνεύμα εμπιστοσύνης- συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο» η επίσκεψη της Καγκελαρίου, τονίζοντας ότι υπάρχουν πολλά θέματα κοινών συμφερόντων, όπως η αντιμετώπιση των προκλήσεων σχετικά με το Κλίμα, η Υγεία και η Μετανάστευση, στα οποία η Γερμανία και η Ελλάδα συνεργάζονται στενά.

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το εάν το μεταναστευτικό θα περιλαμβάνεται στην ατζέντα των συναντήσεων, η κ. Ντέμερ αναφέρθηκε στις προχθεσινές δηλώσεις του υπουργού Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ σχετικά με την δευτερογενή μετανάστευση, τόνισε ωστόσο ότι δεν επιθυμεί να προκαταλάβει το περιεχόμενο των συνομιλιών.

Το πρόγραμμα της Μέρκελ σύμφωνα με την Ουλρίκε Ντέμλερ

Η Άνγκελα Μέρκελ θα έχει την Πέμπτη (28/10) το βράδυ δείπνο με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, με τον οποίο θα συναντηθεί και την Παρασκευή (29/10) στο Μέγαρο Μαξίμου. Η κοινή συνέντευξη Τύπου έχει προγραμματιστεί για τις 12:30.

Κατά τη συνάντηση με τον Πρωθυπουργό, θα συζητηθούν οι διμερείς σχέσεις, θέματα ευρωπαϊκής και διεθνούς πολιτικής και η οικονομική συνεργασία, πρόσθεσε η κυρία Ντέμερ.

Την Παρασκευή, θα γίνει δεκτή από την πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ενώ θα συναντήσει και νέους εκπροσώπους της Κοινωνίας των Πολιτών.

Δεν έχει ανακοινωθεί αν η Μέρκελ θα έχει συνάντηση με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα η άλλους πολιτικούς.

H εποχή Μέρκελ και η Ελλάδα. Η Γερμανίδα Καγκελάριος αποχωρεί, ποιο το αποτύπωμα στην Ελλάδα; Τι λένε οι Έλληνες για την Μέρκελ;


Η αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ είναι μια ευκαιρία να διορθωθεί η ΕΕ

Καθώς η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ των τεσσάρων θητειών αποχωρεί από την ευρωπαϊκή σκηνή, οι αυστηροί δημοσιονομικοί κανόνες μπορούν τελικά να εγκαταλειφθούν υπέρ των δημόσιων επενδύσεων;

Πιθανότατα θα χρειαστεί λίγος χρόνος να κατανοηθεί το γεγονός ότι η Άνγκελα Μέρκελ δεν είναι πλέον καγκελάριος της Γερμανίας. Όταν ήρθε στην εξουσία το 2005, κανείς δεν είχε ακούσει για το YouTube, iPhone που δεν υπήρχαν. Το παγκόσμιο κραχ του 2008 δεν ήταν στο ραντάρ κανενός.

Η Άνγκελα Μέρκελ υπήρξε ο φάρος της συνέπειας σε έναν κόσμο που έπεσε άγρια ​​από τη μια κρίση στην άλλη για πάνω από μια δεκαετία και έχει γίνει σύμβολο της κεντρώας σταθερότητας σε μια εποχή ακραίων.

Όμως, ενώ είναι αλήθεια ότι η Γερμανία της Μέρκελ ήταν σχετικά σταθερή σε όλο το χάος στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια πολιτική τα τελευταία 15 χρόνια, η αστάθεια της Ευρώπης εν μέρει τροφοδοτήθηκε από την αυστηρή επιμονή της Μέρκελ να τηρεί τους δημοσιονομικούς κανόνες που υπαγόρευσαν τις πολιτικές της Ευρωζώνης από την ίδρυσή της.

Οι τρέχοντες δημοσιονομικοί κανόνες περιορίζουν το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ και τα ετήσια δημοσιονομικά ελλείμματα στο 3% του ΑΕΠ. Αυτές ήταν οι κατευθυντήριες αρχές για τη Γερμανία κατά τη διάρκεια της θητείας της Μέρκελ – παρόλο που ο προκάτοχός της Γκέρχαρντ Σρέντερ τις παραμέλησε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν η γερμανική οικονομία απαιτούσε κίνητρα μια δεκαετία μετά την επανένωση.

Αυτή η εμμονή στην επιβολή των δημοσιονομικών κανόνων άφησε τις χώρες «PIIGS» (Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία) σε δεινή θέση το 2008, οδηγώντας σε πολιτικές αναταραχές που ζούμε ακόμα και σήμερα.

Η «Σταθερότητα» είναι επίσης συντομογραφία για την αργή ανάπτυξη και το εμπορικό πλεόνασμα που έχει επικριθεί από όλους, από τον Ντόναλντ Τραμπ μέχρι το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Ifo , ένα από τα πιο σεβαστά think tank της Γερμανίας.

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, οι κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη έριξαν το βιβλίο κανόνων από το παράθυρο με την εισαγωγή των πακέτων ΕΕ Επόμενης Γενιάς. Τώρα, τίθεται ένα νέο ερώτημα για τη Γερμανία και την υπόλοιπη Ευρώπη: είναι εφικτή η «επιστροφή στην κανονικότητα» – ή ακόμη και επιθυμητή;

Η προσωπικότητα και η συνέπεια της Άνγκελα Μέρκελ συνέβαλαν στη διατήρηση της επιβίωσης της ΕΕ

Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και πιθανός μελλοντικός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), ήταν απρόθυμος να εγκαταλείψει τη δημοσιονομική «συνετή» πολιτική του Μεγάλου Συνασπισμού (η συμμαχία του SPD και της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης της Μέρκελ). Αλλά έχει επισημάνει την προτίμηση για συνασπισμό με το Κόμμα των Πρασίνων, το οποίο υποστηρίζει μεγάλες δημόσιες δαπάνες και δανεισμό.

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που τέθηκαν μετά τις εκλογές θα έχουν τεράστιες επιπτώσεις για το μέλλον της Ευρώπης – όχι μόνο ως οικονομικής οντότητας αλλά και ως πολιτικής.

Η προσωπικότητα και η συνέπεια της Μέρκελ συνέβαλαν στη διατήρηση της επιβίωσης της ΕΕ. Αλλά καθώς αποχωρεί, η Γερμανία και η ΕΕ σύντομα θα αναγκαστούν να αντιμετωπίσουν τα πολιτικά ζητήματα που απέφευγαν κατά τη διάρκεια της θητείας της. Η Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν έχει γίνει φάρος του δεξιού λαϊκισμού στην ήπειρο και διεθνώς, και η χώρα είναι όλο και πιο σίγουρη ότι παραβιάζει τους κανόνες της ΕΕ. Το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη της Πολωνίας (PIS) κοιτάζει με θαυμασμό, όπως και τα κόμματα σε όλη την ήπειρο.

Η αντιμετώπιση αυτών των πολιτικών ζητημάτων θα είναι εξαιρετικά δύσκολη εάν η ΕΕ και η Γερμανία επιβάλουν αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες στην υπόλοιπη ήπειρο. Το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες θα γνωρίζουν καλά ότι η αντίληψη των αθέμιτων οικονομικών επιβολών ήταν ένας ισχυρός μοχλός για τους υποστηρικτές του Brexit.

Το ταμείο Next Generation της ΕΕ θα απελευθερώσει ιστορικές επενδύσεις που στοχεύουν στην εκκίνηση των οικονομιών μετά την πανδημία. Αλλά αυτή η ευκαιρία θα χαθεί εάν αντιμετωπιστεί ως εφάπαξ πληρωμή, ιδιαίτερα εάν οι κυβερνήσεις υποχρεωθούν στη συνέχεια από τους δημοσιονομικούς κανόνες να αρχίσουν να αποπληρώνουν χρέη και να σταματήσουν τον δανεισμό. Για παράδειγμα, εάν η κυβέρνηση της Ιταλίας αναγκαστεί να μειώσει το εθνικό της χρέος στο 60% του ΑΕΠ από το σημερινό 160%, αυτό θα πυροδοτούσε καταστροφική λιτότητα που θα αναιρούσε γρήγορα κάθε καλό –και κάθε καλή θέληση– που θα είχε η ένεση της επόμενης γενιάς.

Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο opendemocracy.net

Γερμανία: Ξεκινούν οι επίσημες διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης συνασπισμού "Φωτεινού Σηματοδότη"

Το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD), οι Πράσινοι (GREENS) και οι Φιλελεύθεροι (FDP) ξεκινούν σήμερα τις επίσημες διαπραγματεύσεις τους για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης συνασπισμού "φωτεινού σηματοδότη"...

Οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), οι Πράσινοι (GREENS) και το φίλα προσκείμενο στις επιχειρήσεις κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) ξεκινούν σήμερα τις επίσημες διαπραγματεύσεις τους για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης συνασπισμού, αφού όπως αναμενόταν στις εκλογές του περασμένου μήνα κανένα κόμμα δεν εξασφάλισε απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στην Μπούντεσταγκ ώστε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Έξι αντιπρόσωποι από κάθε κόμμα θα συναντηθούν με τους επικεφαλής των ομάδων εργασίας στο Βερολίνο. Συνολικά υπάρχουν 22 ομάδες εργασίας που θα διαπραγματευθούν τις προσεχείς εβδομάδες τις λεπτομέρειες της προγραμματικής συμφωνίας του συνασπισμού, που αποκαλείται «φωτεινός σηματοδότης» από τα χρώματα των τριών παρατάξεων (κόκκινο, κίτρινο, πράσινο).

Η οριστική συμφωνία για το κυβερνητικό σχήμα απέχει αρκετά, καθώς υπάρχουν αρκετές διαφορές σε ζητήματα πολιτικής και στις επιλογές των προσώπων που θα στελεχώσουν τη νέα κυβέρνηση που θα χρειαστεί να επιλυθούν, μολονότι έχουν ήδη γίνει προκαταρκτικές, ανεπίσημες συνομιλίες των τριών κομμάτων.

Τα ελληνοτουρκικά στη αποχαιρετιστήρια συνάντηση Μέρκελ-Ερντογάν - Αιχμές Ερντογάν για Ελλάδα και ΕΕ


Η Άγκελα Μέρκελ επισκέφθηκε την Τουρκία για τελευταία φορά ως καγκελάριος. Πριν από την συναντηση, από την βεράντα του θερέτρου Ούμπερ, Ερντογάν και Μέρκελ είδαν την θέα του Βοσπόρου και χαιρέτησαν τον κόσμο.


Αποχαιρετιστήρια επίσκεψη στην Τουρκία για την Η Άγκελα Μέρκελ επισκέφθηκε την Τουρκία για τελευταία φορά ως καγκελάριος. Πριν από την συναντηση, από την βεράντα του θερέτρου Ούμπερ, Ερντογάν και Μέρκελ είδαν την θέα του Βοσπόρου και χαιρέτησαν τον κόσμο. . Δεν έλειψαν και οι αναφορές στα ελληνοτουρκικά μετά τη συνάντησή της με τον Ερντογάν.

Το προσφυγικό και οι σχέσεις Τουρκίας – ΕΕ, αλλά και τα ελληνοτουρκικά ήταν στο επίκεντρο της συνάντησης της Άνγκελα Μέρκελ με τον Ταγίπ Ερντογάν, που πραγματοποιήθηκε το μεσημέρι του Σαββάτου στο προεδρικό θέρετρο στα Θεραπειά της Κωνσταντινούπολης. Μάλιστα η απερχόμενη καγκελάριος έκανε παρέμβαση για τα ελληνοτουρκικά κατά την συνέντευξη τύπου που ακολούθησε τη συνάντηση, τονίζοντας πως πρέπει να συνεχιστεί ο διάλογος και οι διερευνητικές για την επίλυση των θεμάτων μεταξύ των δυο χωρών. Κάποια θέματα είναι δύσκολα και χρειάζονται χρόνο, πρόσθεσε, κάνοντας αναφορά και στο Κυπριακό.

Η Άγκελα Μέρκελ επισκέφθηκε την Τουρκία για τελευταία φορά ως καγκελάριος. Πριν από την συναντηση, από την βεράντα του θερέτρου Ούμπερ, Ερντογάν και Μέρκελ είδαν την θέα του Βοσπόρου και χαιρέτησαν τον κόσμο. Η Μέρκελ στα 16 χρόνια της καγκελαρίας της είχε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τον Ταγίπ Ερντογάν. Πρόσφατα εξήρε άλλωστε τον ρόλο της Τουρκίας στο προσφυγικό. Κατά την επίσκεψή της στην Ιερουσαλήμ την περασμένη εβδομάδα ανέφερε πως διαδραματίζει κεντρικό ρόλο για την ΕΕ.

Αιχμές Ερντογάν για την Ελλάδα

Στην συνάντηση, εκτός από τις διμερείς σχέσεις Άγκυρας-Βερολίνου, συζητήθηκαν μεταξύ άλλων και η κατάσταση στην Συρία, αλλά και το θέμα της Λιβύης. Το Αφγανιστάν, ιδιαίτερα σε συναρτηση με το προσφυγικό, ήταν επίσης ένα απο τα πιο σημαντικά θέματα. Η Μέρκελ, αφού τόνισε ότι έχουν δοθεί στην Τουρκία 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ ως βόηθεια από την ΕΕ, επανέλαβε πως είναι απαραίτητη η συνεργασία και η στήριξη της Τουρκίας στο θέμα αυτό.

Ο Ταγίπ Ερντογάν δεν παρέλειψε να αφήσει κάποιες «σπόντες» κατά της Ελλάδας και της ΕΕ. Απαντώντας σε ερώτηση για το προσφυγικό, ανέφερε ότι, σε αντίθεση με την Ελλάδα που κρατάει τα σύνορά της κλειστά, η Τουρκία δεν δύναται να σπρώχνει εκτός συνόρων τους μετανάστες, αλλά προσπαθεί να τους παράσχει μία ικανοποιητική φιλοξενία.
Ανδρέας Ρομπόπουλος/DW

Γερμανία: «Κυβέρνηση των μεταρρυθμίσεων και της προόδου» - Έναρξη διερευνητικών για σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού

The party leaders SPD. Greens and FDP 

 

SPD, Greens και FDP θέλουν μετά το πέρας των διερευνητικών να σχηματίσουν κυβερνητικό συνασπισμό ως τα Χριστούγεννα. «Κυβέρνηση των μεταρρυθμίσεων και της προόδου».


Σοσιαληδημοκράτες (SPD), Πράσινοι (Die Grünen) και Φιλελεύθεροι (FDP) ολοκλήρωσαν τις διερευνητικές συνομιλίες και συμφώνησαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού. Σε συνέντευξη τύπου το μεσημέρι της Παρασκευής στο Βερολίνο οι επικεφαλής των τριών κομμάτων εξέφρασαν την πεποίθηση ότι ο μελλοντικός συνασπισμός θα είναι μια «κυβέρνηση των μεταρρυθμίσεων και της προόδου» και ότι αυτή η δεκαετία θα είναι μια «δεκαετία της καινοτομίας» στη Γερμανία.

Σύμφωνα με τον υποψήφιο καγκελάριο των Σοσιαλδημοκρατών Όλαφ Σολτς, τα τρία κόμματα σκοπεύουν να υλοποιήσουν το «μεγαλύτερο βιομηχανικό εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα, που εφαρμόστηκε στη Γερμανία την τελευταία εκατονταετία.» Ο δε πρόεδρος των Φιλελευθέρων, Κρίστιαν Λίντνερ, έκανε λόγο για μια «μεγάλη ευκαιρία» που δίνεται για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας, της οικονομίας και κράτους. Ενώ ο συμπρόεδρος των Πρασίνων Ρόμπερτ Χάμπεκ τόνισε ότι το αποτέλεσμα των συμβιβασμών που έχουν κάνει τα κόμματα δεν συνιστά τον «ελάχιστό κοινό παρονομαστή».

Βασικά σημεία της συμφωνίας

Το δωδεκασέλιδο κείμενο, στο οποίο συμφώνησαν Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι, αναφέρονται ως στόχοι μεταξύ άλλων:
  1. -Εντατική προώθηση της ψηφιοποίησης
  2. -Επίσπευση της απαλλαγής της Γερμανίας από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Για παράδειγμα – το 2030 και όχι το 2038 θα σταματήσει να αξιοποιείται το κάρβουνο για την παραγωγή ενέργειας
  3. -Αύξηση του κατώτερου ωρομισθίου από 9,60 ευρώ στα 12 ευρώ (αίτημα SPD, Πρασίνων)
  4. -Δεν μειώνονται οι συντάξεις (αίτημα SPD, Πρασίνων)
  5. -Δεν αυξάνονται οι φόροι (αίτημα Φιλελευθέρων)\
  6. -Δεν επιβάλλεται όριο ταχύτητας 130 χμ/ώ (αίτημα Φιλελευθέρων)
  7. -Δεν χαλαρώνει το φρένο χρέους (αίτημα Φιλελευθέρων)
  8. -Τα δικαιώματα του παιδιού κατοχυρώνονται συνταγματικά
  9. -Κατάργηση της επιβάρυνσης που προβλέπει ο νόμος περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (EEG)
  10. -Διάθεση του 2% του εδάφους της χώρας στη στεριά και πολύ μεγαλύτερης έκτασης στη γερμανική ΑΟΖ για αιολικά πάρκα.
  11. - Νέα νομοθεσία για τη μετανάστευση – προσέλκυση καταρτισμένου προσωπικού από το εξωτερικό, επίσπευση διαδικασιών παροχής ασύλου και επανένωσης οικογενειών
  12. -Δημιουργία 400.000 νέων διαμερισμάτων ετησίως, από αυτά τα 100.000 με δημόσιες δαπάνες
  13. -Ααύξηση των δημόσιων επενδύσεων στον τομέα της έρευνας στο 3,5% του ΑΕΠ
  14. -Δικαίωμα ψήφου στα 16 για τις εθνικές και τις ευρωεκλογές.

Συνεδριάζουν τα κομματικά όργανα

Τα αποτελέσματα των διερευνητικών συνομιλιών θα συζητηθούν τώρα στα αρμόδια όργανα των τριών κομμάτων. Ήδη το απόγευμα της Παρασκευής συνήλθε το προεδρείο των Σοσιαλδημοκρατών και έδωσε ομόφωνα πράσινο φως για την έναρξη διαπραγματεύσεων για το σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού. Ανάλογες αποφάσεις αναμένονται την Κυριακή από το «Μικρό Συνέδριο» των Πρασίνων και τη Δευτέρα από το προεδρείο των Φιλελευθέρων. Πιθανολογείται ότι οι διαπραγματεύσεις θα ξεκινήσουν την ερχόμενη εβδομάδα. Σύμφωνα με τον Όλαφ Σολτς, στόχος των τριών κομμάτων είναι να σχηματίσουν κυβέρνηση πριν από τα Χριστούγεννα.

Σε δημοσκόπηση μάλιστα για λογαριασμό του Δεύτερου Γερμανικού Προγράμματος (ZDF) το 62% των ερωτηθέντων επικροτεί την πρόθεση σχηματισμού κυβερνητικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων

Την ίδια στιγμή η μεγάλη πλειοψηφία απορρίπτει είτε μια κυβέρνηση των χριστιανικών κομμάτων CDU/CSU με Πράσινους και Φιλελεύθερους, είτε μια κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών και χριστιανικών κομμάτων. 

Το 75% των ερωτηθέντων θέλει τον Όλαφ Σολτς, ο οποίος παραμένει μετά την Άνγκελα Μέρκελ ο πιο δημοφιλής πολιτικός της Γερμανίας, στο αξίωμα του καγκελαρίου.
Παναγιώτης Κουπαράνης / DW

ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Διερευνητικές συνομιλίες Πρασίνων (DIE GRÜNEN), Φιλελεύθερων (FDP) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) για σχηματισμό κυβέρνησης


Σε ξεχωριστές κομματικές συνεδριάσεις Πράσινοι (DIE GRÜNEN) και Φιλελεύθεροι (FDP) αποφάσισαν σήμερα να ξεκινήσουν με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) διερευνητικές συνομιλίες που θα έχουν ως στόχο την έναρξη διαπραγματεύσεων για το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού των τριών κομμάτων....

Πράσινοι και Φιλελεύθεροι αποφάσισαν τελικά να ξεκινήσουν την Πέμπτη τριμερείς συνομιλίες με τους Σοσιαλδημοκράτες με απώτερο στόχο μια κυβερνητική συνεργασία.

Σε ξεχωριστές κομματικές συνεδριάσεις Πράσινοι (Die Grunen) και Φιλελεύθεροι (FDP) αποφάσισαν σήμερα να ξεκινήσουν με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) διερευνητικές συνομιλίες που θα έχουν ως στόχο την έναρξη διαπραγματεύσεων για το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού των τριών κομμάτων. Σε δηλώσεις τους στον τύπο το πρωί οι συμπρόεδροι των Πρασίνων, Ρόμπερτ Χάμπεκ και Ανναλένα Μπέρμποκ, τόνισαν πως στις προκαταρκτικές επαφές διαπίστωσαν ότι στα περισσότερα θέματα ουσίας συμφωνούν σε μεγαλύτερο βαθμό με τους Σοσιαλδημοκράτες. Σύμφωνα με τον κ. Χάμπεκ, τα χριστιανικά κόμματα CDU/CSU τήρησαν μεν στις συνομιλίες διαλλακτική στάση, ειδικά σε ό,τι αφορά την προστασία του κλίματος, αλλά οι διαφορές ήταν μεγάλες σε θέματα που σχετίζονται με την κοινωνική πολιτική και την ΕΕ. Από διαρροές στον τύπο έγινε γνωστό ότι στη συνάντηση με τα χριστιανικά κόμματα, χθες, οι Πράσινοι είχαν θέσει θέμα «χαλάρωσης» του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ.

Σε σύντομη συνέντευξη τύπου το μεσημέρι ο πρόεδρος των Φιλελευθέρων, Κρίστιαν Λίντνερ, ανακοίνωσε ότι και το κόμμα του συμφωνεί με την έναρξη διερευνητικών διαπραγματεύσεων με Πράσινους και Σοσιαλδημοκράτες. Αιτιολογώντας την απόφαση ο κ. Λίντνερ επεσήμανε, πως οι προγραμματικές θέσεις των Φιλελευθέρων ταυτίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό με αυτές των CDU/CSU απ΄ ότι με αυτές των άλλων κομμάτων. Ωστόσο δεν μπορεί να παραβλέψει ότι στην κοινή γνώμη της Γερμανίας επικρατούν αμφιβολίες για το κατά πόσο επικρατεί ενότητα στα χριστιανικά κόμματα και κατά πόσον αυτά έχουν τη θέληση να κυβερνήσουν. Ήδη την Πέμπτη θα διεξαχθούν οι πρώτες διερευνητικές συνομιλίες Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων.
DW

Πράσινοι: Διεργασίες για συμμετοχή στην επόμενη κυβέρνηση Γερμανίας - Αισιοδοξία στο SPD – πόλεμος στο CDU

από το σημερινό Συνέδριο των Πρασίνων στο Βερολίνο

Στο «Μικρό Κομματικό Συνέδριο» των Πρασίνων δρομολογούνται διαδικασίετο για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης συνασπισμού. Το SPD πιέζει για διαπραγματεύσεις, ενώ το CDU ασχολείται με τον εαυτό του.

Στο Βερολίνο πραγματοποιείται σήμερα το «Μικρό Κομματικό Συνέδριο» των Πρασίνων. Βασικά θέματα είναι ο απολογισμός των εκλογών και η δρομολόγηση των επόμενων βημάτων για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού. Το σενάριο των Πρασίνων προβλέπει ότι σήμερα το συνέδριο αποφασίζει για τη σύνθεση της δεκαμελούς ομάδας, η οποία θα διεξάγει τις διερευνητικές συνομιλίες με τα άλλα κόμματα. Από τη στιγμή που ολοκληρωθεί ο γύρος των διερευνητικών, θα συνέλθει κανονικό κομματικό συνέδριο, για να δώσει πράσινο φως σε διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Το αποτέλεσμα αυτών των διαπραγματεύσεων αλλά και η λίστα των στελεχών των Πρασίνων που θα αναλάβουν κυβερνητικά αξιώματα, θα πρέπει να εγκριθούν με εσωκομματικό δημοψήφισμα. Στο πλαίσιο των πρώτων επαφών μεταξύ κομμάτων που διεξάγονται αυτό το διάστημα - την Κυριακή οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) θα συναντηθούν διαδοχικά με τους Πράσινους και με τους Φιλελεύθερους. Επίσης την Κυριακή, τα χριστιανικά κόμματα CDU/ CSU θα συνομιλήσουν με τους Φιλελευθέρους, ενώ την Τρίτη θα συναντηθούν με τους Πράσινους.

Αισιοδοξία στο SPD – πόλεμος στο CDU

Παρ' ότι δεν έχουν καν ξεκινήσει κανονικά διερευνητικές συνομιλίες ο συμπρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών, Νόρμπερτ Βάλτερ-Μπόργιανς εκφράζει την πεποίθηση ότι εντός του Οκτωβρίου θα μπορούσαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού των Σοσιαλδημοκρατών με τους Πράσινους και τους Φιλελευθέρους. Σε συνέντευξη με την κυριακάτική Welt το θεωρεί εφικτό να σχηματιστεί κυβέρνηση ως το τέλος του χρόνου.

Στα δε χριστιανικά κόμματα συνεχίζεται η δημόσια αμφισβήτηση του προέδρου των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και υποψήφιου καγκελάριου, Άρμιν Λάσετ. Σχεδόν απροκάλυπτα ηγετικά στελέχη όπως ο υπουργός Υγείας, Γενς Σπαν ή το μέλος του προεδρείου του κόμματος, Νόρμπερτ Ρέτγκεν, ζητούν την παραίτησηή του. Εκκλήσεις άλλων επιφανών στελεχών για συσπείρωση προκειμένου να διατηρηθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης με Πράσινους και Φιλελευθέρους μένουν χωρίς ανταπόκριση.
Παναγιώτης Κουπαράνης / DW

DW: Γρίφος η ευρωπαϊκή πολιτική της νέας γερμανικής κυβέρνησης - Νέα δεδομένα σηματοδοτεί η συμμετοχή των Πρασίνων

Κλιματική αλλαγή, οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία, μεταναστευτικό, διεύρυνση, κοινή εξωτερική πολιτική - είναι μακρύς ο κατάλογος με τα μεγάλα θέματα της ευρωπαϊκής πολιτικής που αναζητούν λύσεις, και περιμένουν τον επόμενο καγκελάριο μετά τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου.

Νέα δεδομένα για την ευρωπαϊκή πολιτική της χώρας μπορεί να σηματοδοτήσει η συμμετοχή των Πρασίνων στη γερμανική κυβέρνηση και ιδιαίτερα στο υπουργείο Εξωτερικών.

Κλιματική αλλαγή, οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία, μεταναστευτικό, διεύρυνση, κοινή εξωτερική πολιτική - είναι μακρύς ο κατάλογος με τα μεγάλα θέματα της ευρωπαϊκής πολιτικής που αναζητούν λύσεις, με τις εκκρεμότητες που θα περιμένουν τον επόμενο καγκελάριο μετά τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου. Θα δούμε νέες προτεραιότητες στη γερμανική εξωτερική πολιτική; Ο Γιάννης Εμμανουηλίδης, επικεφαλής του Ινστιτούτου European Policy Center στις Βρυξέλλες, εκτιμά ότι δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο. «Η προσδοκία είναι ότι θα δούμε μάλλον συνέχεια και όχι αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής», λέει ο ίδιος στην Deutsche Welle. «Οι κύριες προτεραιότητες της ευρωπαϊκής πολιτικής μάλλον δεν πρόκειται να αλλάξουν».

Ελάχιστα συζητήθηκαν τα μεγάλα ζητήματα της ευρωπαϊκής και διεθνούς πολιτικής στην προεκλογική περίοδο. Οι όποιες εξαγγελίες ήταν μάλλον γενικόλογες. Με εξαίρεση το εθνολαϊκιστικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD),όλα τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν ούτε να φανταστούν τη Γερμανία εκτός Ευρώπης. Όμως η ρητορική των Πρασίνων δίνει ένα διαφορετικό στίγμα. Χαρακτηριστική η δήλωση της Αναλένα Μπέρμποκ σε μία συζήτηση για ευρωπαϊκά θέματα στην Ομοσπονδιακή Βουλή τέλη Ιουνίου. Η υποψήφια των Πρασίνων για την καγκελαρία είχε επισημάνει ότι ακόμη και τους κλιματικούς στόχους «θα τους επιτύχουμε μόνο αν ανανεώσουμε την πίστη μας στις ευρωπαϊκές αξίες. Και αυτό σημαίνει ότι μέσα στην Ευρώπη θα μιλάμε ξεκάθαρα, όταν καταπατώνται τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ουγγαρία, για παράδειγμα».

«Αγκάθια» οι σχέσεις με Πολωνία και Ουγγαρία

Ο σεβασμός στο κράτος δικαίου και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης δεν είναι αυτονόητος στην Πολωνία και την Ουγγαρία, όπου δικαστές απειλούνται, μειονότητες διώκονται με βάση τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης φιμώνονται. Ο Γιάννης Εμμανουηλίδης εκτιμά ότι η αντιπαράθεση με τις κυβερνήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας μπορεί να κλιμακωθεί στα επόμενα χρόνια. «Η έλλειψη συνεργασίας εντός της ΕΕ μπορεί να εξελιχθεί σε σοβαρό κίνδυνο στο μέλλον», λέει ο ίδιος. «Υπάρχουν έντονες αντιπαραθέσεις με συγκεκριμένα κράτη-μέλη, με συγκεκριμένες εθνικές κυβερνήσεις και αυτές θα συνεχιστούν». Τι θα κάνει άραγε η νέα γερμανική κυβέρνηση; Θα εντείνει την πίεση απέναντι στις δύο χώρες;

Για τον Πολωνό Τόμας Κράβτσικ, πρώην σύμβουλο του πρωθυπουργού Ματέους Μοραβιέτσκι, η απάντηση είναι σαφής: «Η νέα κυβέρνηση δεν θα επιδιώξει ρόλο διαμεσολαβητή. Θεωρώ ότι θα σταθεί πιο ενεργά στο πλευρό της Κομισιόν και του Ευρωκοινοβουλίου και αυτό θα προκαλέσει προβλήματα στην Πολωνία». Σημειωτέον ότι ο Κράβτσικ αποχώρησε με δική του πρωτοβουλία από το περιβάλλον του πρωθυπουργού Μοραβιέτσκι γιατί, όπως λέει, δεν ήθελε να προσφέρει «φιλελεύθερο άλλοθι» σε μία κυβέρνηση που υπονομεύει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Ο ίδιος πάντως εκτιμά ότι η συμμετοχή των Πρασίνων στο νέο κυβερνητικό σχήμα και μάλιστα στο υπουργείο Εξωτερικών μπορεί να προσφέρει ευκαιρίες για προσέγγιση με τη Βαρσοβία σε άλλα ζητήματα: «Πάντοτε έλεγα στο συντηρητικό στρατόπεδο ότι θα πρέπει να προσεγγίσει τον χώρο των Πρασίνων. Υπάρχουν θέματα, για παράδειγμα ο αγωγός Nord Stream και η πολιτική απέναντι στη Ρωσία, στα οποία οι Πράσινοι είναι πιο κοντά στο κυβερνών κόμμα της Πολωνίας απ΄ό,τι οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες».

«Χρειαζόμαστε μία κατεύθυνση»

Κλιματική αλλαγή, μεταναστευτικό, ψηφιοποίηση της οικονομίας, περιφερειακή συνοχή είναι μερικές ακόμη από τις προκλήσεις των καιρών για τη νέα γερμανική κυβέρνηση. Στην καλύτερη περίπτωση καλείται όχι απλώς να διαχειριστεί τα θέματα αυτά, αλλά να δώσει και μία νέα κατεύθυνση προς όφελος των «27». Αυτό επισημαίνει και ο διευθυντής του European Policy Center Γιάννης Εμμανουηλίδης: «Θα ήταν καλό να υπάρχει μια ιδέα για τη μελλοντική κατεύθυνση της Ευρώπης. Κάποιος πρέπει να δώσει μία κατεύθυνση. Αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι μπορεί να το κάνει αυτό η νέα κυβέρνηση του Βερολίνου».
Μπερντ Ρίγκερτ/DW

Γερμανικές εκλογές: Επικράτησαν οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) με 25,7%, ακολουθούν CDU/CSU με 24,1% και οι Πράσινοι με 14,8%

Όλαφ Σολτς
Το καλύτερο ποσοστό που έχουν καταγράψει εδώ και πολλά χρόνια πήραν Σοσιαλδημοκράτες - Η Χριστιανική Ένωση CDU/CSU (Union) στο 24,1%, καταγράφοντας μεγάλες απώλειες 8,9% σε σχέση με τις εκλογές του 2017 - Τρίτη δύναμη στη Γερμανία οι Πράσινοι με 14,8%.

Με όλες τις ψήφους να έχουν καταμετρηθεί από τις εφορευτικές επιτροπές, οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) αναδεικνύονται νικητές των βουλευτικών εκλογών που διεξήχθησαν χθες Κυριακή στη Γερμανία, μπροστά από τη συντηρητική παράταξη της απερχόμενης καγκελαρίου Άγγελας Μέρκελ, τη Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU), σύμφωνα με τον ιστότοπο της εθνικής εκλογικής επιτροπής.

Το SPD συγκεντρώνει το 25,7% των ψήφων, το καλύτερο αποτέλεσμα που έχει καταγράψει εδώ και πολλά χρόνια, ενώ τα CDU/CSU έλαβαν 24,1% (-8,9% σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές), σημείωσαν με άλλα λόγια τη χειρότερη επίδοση στην ιστορία τους, έπειτα από 16 χρόνια στην κυβέρνηση.

Οι Πράσινοι καταγράφουν το υψηλότερο ποσοστό από ιδρύσεως του κόμματος, εξασφαλίζουν το 14,8% των ψήφων και αναδεικνύονται σε τρίτη δύναμη της Μπούντεσταγκ, της ομοσπονδιακής κάτω Βουλής.

Το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) βελτιώνει τη θέση του, συγκεντρώνοντας το 11,5% των ψήφων. Το ξενοφοβικό, ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) πέφτει από την τρίτη στην πέμπτη θέση, με το 10,3% των ψήφων. Το κόμμα Η Αριστερά (DIE LiNKE) πέφτει στο 4,9%.
.

Πόλος σταθερότητας στην εποχή της κυρίας Μέρκελ, η Γερμανία εισέρχεται σε πολύ πιο απρόβλεπτη φάση, ενόψει των δύσκολων διαπραγματεύσεων ενόψει για να σχηματιστεί η επόμενη κυβέρνηση είτε υπό τους Σοσιαλδημοκράτες, που κέρδισαν αλλά με μικρή διαφορά, είτε υπό τους συντηρητικούς.

Σε περίοδο αβεβαιότητας εισέρχεται η Γερμανία

Η Γερμανία, πόλος σταθερότητας στην εποχή της Μέρκελ, εισέρχεται σε μια πολύ πιο απρόβλεπτη φάση με δύσκολες διαβουλεύσεις ενόψει για να σχηματισθεί η επόμενη κυβέρνηση μετά τις βουλευτικές εκλογές: τόσο οι σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι είναι οι νικητές με βραχεία κεφαλή, όσο και οι συντηρητικοί διεκδικούν την ηγεσία της.

Ήδη από σήμερα το πρωί, οι ηγεσίες των διαφόρων κομμάτων που είναι πιθανό να συμμετάσχουν σ' ένα μελλοντικό συνασπισμό συνεδριάζουν στο Βερολίνο και αναμένεται να δώσουν ενδείξεις για τις συμμαχίες που εξετάζουν.

Σύμφωνα με τα επίσημα προσωρινά αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν από την εκλογική επιτροπή, το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) και ο επικεφαλής του Όλαφ Σολτς συγκέντρωσαν 25,7% των ψήφων, ξεπερνώντας με μικρή διαφορά τη συντηρητική ένωση Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών (CDU-CSU) του Άρμιν Λάσετ, που συγκέντρωσε το ιστορικά χαμηλο ποσοστό του 24,1%.

Ποτέ οι συντηρητικοί δεν είχαν πέσει κάτω από το όριο του 30%. Πρόκειται για ηχηρή ήττα για το στρατόπεδο της καγκελαρίου Άγγελα Μέρκελ τη στιγμή που εκείνη συνταξιοδοτείται πολιτικά.

Πέρα απ' αυτό, τίποτε δεν θεωρείται ακόμη πως έχει κριθεί στη χώρα. Διότι στη Γερμανία δεν είναι οι ψηφοφόροι που εκλέγουν απ' ευθείας τον επικεφαλής της κυβέρνησης, αλλά οι βουλευτές, μόλις σχηματίσουν μια πλειοψηφία.

Η πλειοψηφία αυτή είναι τούτη τη φορά ιδιαίτερα περίπλοκο να σχηματισθεί διότι θα πρέπει να συμμετάσχουν τρία κόμματα -κάτι που έχει να γίνει από τα χρόνια του 1950- λόγω του κατακερματισμού των ψήφων.

«Η παρτίδα πόκερ αρχίζει», διαπιστώνει το περιοδικό Der Spiegel. Διότι «μετά την ψηφοφορία, τα ουσιαστικά ερωτήματα παραμένουν ανοικτά: ποιός θα είναι καγκελάριος; Ποιος συνασπισμος θα κυβερνήσει τη χώρα στο μέλλον;», σημειώνει.

Για τους σοσιαλδημοκράτες, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: «Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι πολλοί πολίτες» ψήφισαν το SPD διότι «θέλουν μια αλλαγή κυβέρνησης και επίσης επειδή θέλουν ο επόμενος καγκελάριος να ονομάζεται Όλαφ Σολτς», δήλωσε ο 63χρονος πολιτικός.

Το ζήτημα είναι πως ο κεντροδεξιός αντίπαλός του, παρά το «απογοητευτικό» αποτέλεσμα, δεν είναι διατεθειμένος να καθήσει στα έδρανα της αντιπολίτευσης: «θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να οικοδομήσουμε μια κυβέρνηση με επικεφαλής της Ένωση» CDU-CSU, διαβεβαίωσε ο χριστιανοδημοκράτης υποψήφιος.

«Πριν από τα Χριστούγεννα»

Στη Γερμανία, οι συνομιλίες για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης εξαρτώνται μόνο από τα πολιτικά κόμματα.

Στο τέλος των προηγούμενων εκλογών το 2017, ο σημερινός μεγάλος συνασπισμός δεν είχε καταστεί δυνατό να σχηματισθεί παρά μόνο έξι μήνες αργότερα, γεγονός που προκάλεσε πολιτική παράλυση στη Γερμανία, ιδιαίτερα όσον αφορά τα ευρωπαϊκά ζητήματα.

Εντούτοις τόσο το SPD όσο και η κεντροδεξιά είπαν ότι έχουν στόχο να υπάρξει μια κατάληξη πριν από τα Χριστούγεννα. Θα τα καταφέρουν;

«Η Γερμανία θα πάρει την προεδρία της G7 το 2022», υπενθύμισε ο Λάσετ, και γι' αυτό μια νέα κυβέρνηση πρέπει «να έρθει πολύ γρήγορα».

Με τα σημερινά δεδομένα, λύσεις είναι δυνατές για μια πλειοψηφία στην Μπούντεσταγκ, η οποία θα έχει αριθμό ρεκόρ 735 βουλευτών, δηλαδή 137 περισσότερους απ' ό,τι πριν από τέσσερα χρόνια, σύμφωνα με την εκλογική επιτροπή.

Το SPD, με 206 βουλευτές, θα μπορούσε έτσι να συμμαχήσει με τους Πράσινους, που ήρθαν τρίτοι στην ψηφοφορία με 14,8% (118 βουλευτές) και τους φιλελεύθερους του FDP, ένα κόμμα της δεξιάς το οποίο συγκέντρωσε 11,5% (92 βουλευτές). Εναλλακτικά, οι συντηρητικοί (196 έδρες) θα μπορούσαν να κυβερνήσουν με τους Πράσινους και το FDP.

Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση της Yougov που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη νύκτα, μια πλειονότητα των ψηφοφόρων ευνοεί την πρώτη επιλογή. Και 43% εξ αυτών εκτιμούν ότι ο Όλαφ Σολτς πρέπει να γίνει ο επόμενος καγκελάριος της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας.

Οι.... «Ρυθμιστές» 

Όλα θα εξαρτηθούν συνεπώς από την καλή βούληση δύο μικρών κομμάτων, που χαρακτηρίζονται σήμερα από την Bild «ρυθμιστές».

Ο επικεφαλής του FDP Κρίστιαν Λίντνερ δήλωσε εξάλλου χθες, Κυριακή, πως θα ήταν «επιθυμητό» για το κόμμα του και τους οικολόγους «να συζητήσουν κατ' αρχάς μεταξύ τους» πριν αποφασίσουν αν θα συμμαχήσουν με τους συντηρητικούς ή με τους σοσιαλδημοκράτες.

Για το παλαιότερο κόμμα της Γερμανίας, οι ερχόμενες εβδομάδες θα είναι μια δοκιμή. Στη διάρκεια όλης της προεκλογικής εκστρατείας, οι σοσιαλδημοκράτες έβαλαν τέλος στους θρυλικούς καβγάδες τους ανάμεσα στην αριστερή και την κεντρώα πτέρυγα για να υποστηρίξουν άπαντες τον επικεφαλής τους, νυν υπουργό Οικονομικών της Άγγελα Μερκελ.

Όμως πώς θα αντιδράσει το κόμμα αν ο νέος του «ήρωας Όλαφ» υποχρεωθεί να θάψει το μισό πρόγραμμά του για να καλοπιάσει τη φιλελεύθερη δεξιά;, αναρωτιέται η εφημερίδα Sueddeutsche Zeitung. Διότι το FDP δεν θα δεχθεί ποτέ μια αύξηση των φόρων για τους πλουσιότερους, όπως επιθυμούν το SPD και οι Πράσινοι.

Και σε τελική ανάλυση, υπογραμμίζει η εφημερίδα, ο σχηματισμός ενός συνασπισμού θα τεθεί σε ψηφοφορία μεταξύ των μελών του SPD. Το 2018 είχαν προτιμήσει να διορίσουν ένα ντουέτο αγνώστων της αριστερής πτέρυγας του κόμματος.
πηγή: amna.gr

Γερμανικες Εκλογές: Το SPD σημειώνει ισχυρά κέρδη καθώς το CDU το χειρότερο μεταπολεμικό εκλογικό αποτέλεσμα


Ισοψηφία Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών στα πρώτα exit polls. Τρίτοι οι Πράσινοι, κρίσιμη μάχη ανάμεσα σε AfD και Φιλελεύθερους.

Τα exit poll που δημοσιεύτηκαν αμέσως μετά το κλείσιμο των 60.000 εκλογικών κέντρων στις 19.00 ελληνική ώρα επιβεβαιώνουν τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων εβδομάδων. Σύμφωνα με αυτά τα exit poll οι Σοσιαλδημοκράτες και τα Χριστιανικά Κόμματα συγκεντρώνουν 25% των ψήφων. Αυτό σημαίνει ότι τα χριστιανικά κόμματα καταγράφουν το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα στην ιστορία τους.

Την τρίτη θέση φαίνεται να κατακτούν οι Πράσινοι με 15%. Ακολουθεί νέα ισοψηφία ανάμεσα στους Φιλελεύθερους (FDP) και το εθνολαϊκιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), που συγκεντρώνουν από 11% των ψήφων. Το Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) καταγράφει απώλειες και, σύμφωνα πάντα με τα πρώτα exit poll, περιορίζεται στο 5%, δηλαδή ακριβώς στο όριο που προβλέπει ο εκλογικός νόμος για την είσοδο στη Βουλή.

Οι ειδικοί προβλέπουν μία μακρά εκλογική βραδιά. Τα αποτελέσματα των exit poll βασίζονται στη δημοσκόπηση που διεξάγουν τα ινστιτούτα δημοσκοπήσεων έξω από επιλεγμένα εκλογικά κέντρα, μετά την έξοδο των ψηφοφόρων. Η διαφορά με τις δημοσκοπήσεις πριν από τις εκλογές είναι ότι ο ψηφοφόρος δεν απαντά για τις προθέσεις του, αλλά για τοποιο κόμμα πραγματικά έχει ψηφίσει. Σε λίγη ώρα θα δημοσιευτούν τα πρώτα προγνωστικά. Σε αυτά θα συμπεριλαμβάνεται και η επιστολική ψήφος. Το ποσοστό της επιστολικής ψήφους υπολογίζεται σε τουλάχιστον 40%.

Στις κάλπες σήμερα 60,4 εκ. ψηφοφόρων στη Γερμανία - Αναποφάσιστο το 40% των ψηφοφόρων!


Οι Γερμανοί προσέρχονται σήμερα στις κάλπες για να επιλέξουν τον διάδοχο της Ανγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία ● Είτε αυτός είναι ο Ολαφ Σολτς είτε ο Αρμιν Λάσετ -οι πιθανότητες είναι μοιρασμένες μεταξύ τους- δεν υπάρχει περίπτωση αυτοδυναμίας και θα χρειαστούν πολλά μετεκλογικά παζάρια για σχηματισμό κυβερνιτικού συνασπισμού....

Άνοιξαν οι κάλπες για τις ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία που θα γυρίσουν τη σελίδα στην μετά-Μέρκελ εποχή και θα καθορίσουν την πολιτική κατεύθυνση της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης έπειτα από σχεδόν 16 χρόνια διακυβέρνησης από την καγκελάριο.

Το αποτέλεσμα των εκλογών μοιάζει αβέβαιο, καθώς περίπου το 40% των 60,4 εκατομμυρίων ψηφοφόρων στη Γερμανία παραμένει αναποφάσιστο.

Οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του νυν υπουργού Οικονομικών Όλαφ Σολτς φέρονται να έχουν μικρό προβάδισμα, με τις δημοσκοπήσεις να τους δίνουν το 25% των προθέσεων ψήφου. Οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) του Άρμιν Λάσετ συγκεντρώνουν το 22% με 23%, ιστορικό χαμηλό, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις.

Όμως η διαφορά ίναι πολύ μικρή για να μπορεί κανείς να προβλέψει με βεβαιότητα το αποτέλεσμα.

Για πρώτη φορά στην ιστορία τους, οι Πράσινοι έχουν υποψήφιο για την καγκελαρία στις φετινές εκλογές, όμως η Αναλένα Μπέρμποκ είδε τη δημοτικότητά της να μειώνεται και το κόμμα αναμένεται να βρεθεί στην τρίτη θέση, με ποσοστό περίπου 17%.

Πρόκειται για ιστορικό ποσοστό για τους Πράσινους, οι οποίοι μέχρι τώρα δεν είχαν ξεπεράσει το όριο του 10% παρά μόνο το 2009. Όμως ενδέχεται να υπάρξει απογοήτευση στο κόμμα, καθώς τον Απρίλιο εμφανιζόταν πρώτο στις προθέσεις ψήφου.

Η Μέρκελ -επικεφαλής της συντηρητικής παράταξης που αποτελείται από τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) και το αδελφό του κόμμα στη Βαυαρία, τους Χριστιανοκοινωνιστές (CSU)- κατάφερε να κερδίσει τις τέσσερις προηγούμενες ομοσπονδιακές εκλογές, καθορίζοντας την πολιτική της Γερμανίας.

Είναι η δεύτερη μακροβιότερη καγκελάριος της χώρας μετά τον Χέλμουτ Κολ.


Διαβουλεύσεις

Η ανακοίνωση των πρώτων exit poll στις 19:00 (ώρα Ελλάδας) δεν αναμένεται να ξεκαθαρίσει το τοπίο, καθώς πολλοί ψηφοφόροι, ανάμεσά τους η ίδια η Μέρκελ, επέλεξαν φέτος την επιστολική ψήφο. Αυτές οι ψήφοι δεν θα υπολογιστούν στην αρχική εκτίμηση.

Κατά συνέπεια, το όνομα του νέου καγκελαρίου πιθανόν να μην γίνει γνωστό το βράδυ.

Εξάλλου θα χρειαστούν μακρές διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό του επόμενου κυβερνητικού συνασπισμού, ο οποίος σύμφωνα με αναλυτές μάλλον θα χρειάζεται να περιλαμβάνει τρία κόμματα, κάτι που δεν έχει συμβεί στη Γερμανία από τη δεκαετία του 1950.

Η 67χρονη Μέρκελ ίσως χρειαστεί να παραμείνει επικεφαλής της Γερμανίας ως το τέλος του έτους.

Τα πιο πιθανά σενάρια για τον σχηματισμό του νέου κυβερνητικού συνασπισμού θέλουν όποιο κερδίσει την πρώτη θέση μεταξύ του SPD και του CDU να σχηματίζει κυβέρνηση με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες (FDP).

Οι Πράσινοι επιθυμούν να συμμετάσχουν στον μελλοντικό κυβερνητικό συνασπισμό, κατά προτίμηση με το SPD.

Η Αριστερά (Die Linke) φαίνεται επίσης έτοιμη να συμμετάσχει στην κυβέρνηση, αλλά μάλλον πρέπει πρώτα να αλλάξει θέση όσον αφορά το ΝΑΤΟ.

Το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), που εισήλθε για πρώτη φορά στη Μπούντεσταγκ πριν τέσσερα χρόνια, αναμένεται να εδραιωθεί στο πολιτικό τοπίο, συγκεντρώνοντας περίπου το 10%, πάντως κανένα κόμμα δεν προτίθεται να το συμπεριλάβει στον κυβερνητικό συνασπισμό.

Άνοιξαν οι κάλπες για τις ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία που θα γυρίσουν τη σελίδα της εποχής της Άγγελα Μέρκελ και θα καθορίσουν την πολιτική κατεύθυνση της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης έπειτα από σχεδόν 16 χρόνια διακυβέρνησης από την καγκελάριο.

Το αποτέλεσμα των εκλογών μοιάζει αβέβαιο, καθώς περίπου το 40% των 60,4 εκατομμυρίων ψηφοφόρων στη Γερμανία παραμένει αναποφάσιστο.









Να ψηφίσουν Άρμιν Λάσετ (CDU) καλεί τους Γερμανούς η Μέρκελ.



Στην τελευταία προεκλογική συγκέντρωση πριν την μεγάλη η μέρα η Άνγκελα Μέρκελ ζήτησε από τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν για το μέλλον τη Γερμανίας και να στηρίξουν τον υποψήφιο του Χριστινοδημοκρατικού Κόμματοςn(CDU) Άρμιν Λάσετ σε μια από τις πλέον αμφίρροπες εκλογικές αναμετρήσεις.

«Είναι για το μέλλον σας. Για το μέλλον των παιδιών σας. Για το μέλλον των γονιών σας. Και μόνο κάθε 4 χρόνια έχετε την ευκαιρία να αποφασίζετε σε ομοσπονδιακό επίπεδο ποιος θα δημιουργήσει αυτό το μέλλον για εσάς στο Βερολίνο. Για αυτό λέω τόσο στους ψηφοφόρους του CDU όσο και για τη δεύτερη ψήφο στον Άρμιν Λάσετ, ώστε ο Άρμιν Λάσετ να γίνει ο καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Σας ευχαριστώ πολύ και σας εύχομαι το καλύτερο».

Οι αυριανές εκλογές για το γερμανικό Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο (Bundestag)



Μετά από 16 χρόνια ως καγκελάριος της Γερμανίας, η Άνγκελα Μέρκελ αφήνει πίσω της μια αμφιλεγόμενη κληρονομιά όσον αφορά την κοινωνική πολιτική. Από την μια πλευρά, διοικεί έναν σε μεγάλο βαθμό ευκατάστατο πληθυσμό. Όμως, μια μεγάλη πλειοψηφία του έχει μικρότερη επιρροή από ό,τι στο παρελθόν και έχει αναπτύξει μια αίσθηση εξάρτησης από τις δημόσιες υπηρεσίες και τους μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας που τον έχει διαμορφώσει ιδεολογικά και πολιτικά...

Εν μέσω της ύφεσης στον στον μεταποιητικό κλάδο της Γερμανίας και του γεγονότος ότι η Άνγκελα Μέρκελ δεν θα είναι εκ νέου υποψήφια, τα κόμματα των τριών υποψήφιων καγκελαρίων βρίσκονται πιο κοντά το ένα στο άλλο στις δημοσκοπήσεις περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά. Υπάρχει μια πιθανότητα για τη συμμετοχή και της Αριστεράς στην εξουσία: σε ένα συνασπισμό με τους σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους.

Αυτές οι κοινοβουλευτικές εκλογές μάλλον θα είναι μια συναρπαστική αναμέτρηση, με το εκλογικό σώμα να έχει τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ 47 κομμάτων. Κάποια μικρότερα κόμματα που έχουν να ανταγωνιστούν τα επτά που εκπροσωπούνται σήμερα στην Μπούντεσταγκ–τα συντηρητικά κόμματα Χριστιανοδημοκρατική Ένωση-CDU, την Χριστιανοκοινωνική Ένωση-CSU, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα- SPD, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία-AfD, το φιλελεύθερο Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα-FDP, η Αριστερά-Die LINKE και οι Πράσινοι - Greens- είναι απίθανο να ξεπεράσουν το εκλογικό κατώφλι του 5% που απαιτείται για την είσοδο στο γερμανικό κοινοβούλιο. Ένα κόμμα που μπορεί να κάνει την έκπληξη είναι οι Ελεύθεροι Ψηφοφόροι- Freie Wähler (Free Voters), που εκπροσωπούνται ήδη σε ορισμένα περιφερειακά κοινοβούλια καθώς και στο Ευρωκοινοβούλιο (στο οποίο ανήκει στη φιλελεύθερη ομάδα Renew Europe).


Το εκλογικό σώμα

Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές για την Μπούντεσταγκ έχουν 60,4 εκατομμύρια γερμανοί πολίτες άνω των 18 ετών. Λόγω των δημογραφικών στοιχείων της χώρας οι παλιότερες γενιές έχουν μεγαλύτερη επιρροή στα εκλογικά αποτελέσματα. Αυτή ενισχύεται από την τάση των νεότερων ψηφοφόρων να απέχουν από την κάλπη.


Οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις, αλλαγές στις εκλογικές προτιμήσεις
Ο μεταποιητικός κλάδος της Γερμανίας βρίσκεται σήμερα σε ύφεση. Αυτό δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της πανδημίας του COVID-19 και της επακόλουθης διαταραχής που προκλήθηκε στο παγκόσμιο εμπόριο καθώς και στις διακοπές στις αλυσίδες παραγωγής. Η γερμανική βιομηχανία αντιμετωπίζει μια μακροχρόνια διαρθρωτική κρίση. Οι προβλέψεις για την οικονομική μεγέθυνση έχουν προσαρμοστεί προς τα κάτω στο επίπεδο του 2–3%. Η νέα γερμανική κυβέρνηση θα επιφοριστεί με το καθήκον της αναδιάρθρωσης της βιομηχανίας της χώρας στο φόντο μιας ριζικά μεταβαλλόμενης παγκόσμιας οικονομίας και του οικολογικού μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Μετά από 16 χρόνια ως καγκελάριος της Γερμανίας, η Άνγκελα Μέρκελ αφήνει πίσω της μια αμφιλεγόμενη κληρονομιά όσον αφορά την κοινωνική πολιτική. Από την μια πλευρά, διοικεί έναν σε μεγάλο βαθμό ευκατάστατο πληθυσμό. Όμως, μια μεγάλη πλειοψηφία του έχει μικρότερη επιρροή από ό,τι στο παρελθόν και έχει αναπτύξει μια αίσθηση εξάρτησης από τις δημόσιες υπηρεσίες και τους μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας που τον έχει διαμορφώσει ιδεολογικά και πολιτικά. Οι κοινωνικές αναταράξεις, η κλιματική κρίση, μια αποτυχημένη στρατηγική πρόληψης των καταστροφών, τα σχολεία με τα μεγάλα προβλήματα, και οι καταπονημένες διοικητικές και υγειονομικές υπηρεσίες αντιμετωπίζονται ως απειλές για μια φαινομενικά ασφαλή ευημερία, απειλές για τις οποίες ευθύνονται οι «πολιτικοί» και «τα κόμματα». Η σημερινή κατάσταση στο Αφγανιστάν θέτει το πρόσθετο θέμα εξωτερικής πολιτικής του σχετικά με την ικανότητα των υποψηφίων στη διαχείριση κρίσεων. Από την άλλη πλευρά, η κοινωνία αντιμετωπίζει μια πολιτισμική υπερένταση. Εμφανίστηκαν εχθρικά αντίπαλα στρατόπεδα σε διάφορα θέματα, από τα εμβόλια, τον COVID-19 και την επιστήμη μέχρι τις ψευδείς ειδήσεις (fake news), τη μετανάστευση, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Στη δημόσια σκηνή εμφανίστηκαν νέες μορφές εξτρεμισμού.


Ποιο είναι το νέο αυτή τη φορά;

Δύο πράγματα θα είναι διαφορετικά στις βουλευτικές εκλογές αυτού του χρόνου. Πρώτον, η απερχόμενη Άνγκελα Μέρκελ δεν θα είναι εκ νέου υποψήφια. Κανείς δεν είναι σε θέσση να ασχοληθεί κριτικά μαζί της, αλλά όλοι θα συγκριθούν με αυτήν. Και η καγκελάριος Μέρκελ είναι αυτή την στιγμή εξαιρετικά δημοφιλής. Ως ο απερχόμενος αντικαγκελάριος, ο υποψήφιος του SPD Όλαφ Σολτς παρουσιάζει τον εαυτό του ως τον «προφανή» συνεχιστή της προηγούμενης κατάστασης. portrays himself almost as the 'obvious' continuity candidate. Κάνοντάς το αυτό, ελπίζει να πάρει πίσω τους «μερκελιστές σοσιαλδημοκράτες», δηλαδή εκείνους από τους συνήθεις ψηφοφόρους του SPD που φήφισαν την CDU λόγω της Μέρκελ.

Η Αναλένα Μπέρμποκ (Πράσινοι) και ο Άρμιν Λασετ (CDU) δεν τα έχουν πάει καλά. Το αποτέλεσμα είναι πολύ σοβαρό αν λάβει κανείς υπόψη ότι στους εξαιρετικά περίπλοκους καιρούς και σε στιγμές που απαιτείται μεγαλύτερη καθοδήγηση και ηγετική ικανότητα, η προσωπικότητα εκείνων που θα έχουν τη βασική ευθύνη της διακυβέρνησης είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα.

Δεύτερον, αυτές οι εκλογές έχουν προσθέσει ένα νέο επίπεδο πολυπλοκότητας. Στις δημοσκοπήσεις τα ποσοστά των κομμάτων των τριών υποψήφιων καγκελαρίων είναι πιο κοντά από ποτέ το ένα στο άλλο. Παραμένει ασαφές ποιο από τα κόμματα το CDU, το SPD ή οι Πράσινοι, θα υπερισχύσει στις εκλογές. Είναι επίσης ασαφές ποια από τις πολλές συμμαχικές επιλογές θα αποφασιστεί. Με εξαίρεση το AfD, όλα τα καθιερωμένα κόμματα είναι υποψήφια για έναν κυβερνητικό συνασπισμό. Αυτό σημαίνει, κατ' αρχάς, ότι οι ψηφοφόροι δεν γνωρίζουν ποιος θα είναι τελικά ο ηγέτης της χώρας. Σημαίνει επίσης ότι, μετά την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας, οι υποσχέσεις των εκλογικών προγραμμάτων και οι δηλώσεις των υποψηφίων κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου θα παίξουν τελικά δευτερεύοντα ρόλο στις διερευνητικές συζητήσεις για τη δημιουργία κάποιου κυβερνητικού συνασπισμού.

Η εμπειρία της χώρας από την πολιτική που έχουν ασκήσει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι κυβερνήσεις των κρατιδίων στις οποίες κατά περίπτωση συμμετέχουν διάφορα από τα υποψήφια κόμματα, και είχαν στόχο την αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, έχει μια πρόσθετη συμβολή στη δυσαρέσκεια με ένα κομματικό σύστημα στο οποίο τα κόμματα πασχίζουν να αναδείξουν τις μεταξύ τους διαφορές.

Έχει ξεκινήσει μια μάχη για τον τρόπο έκφρασης του πολιτικού μομέντουμ. Το «νέο» είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται πολύ στην εκστρατεία του CDU/CSU, το «τώρα» εμφανίζεται στις αφίσες του DIE LINKE, τα προβλήματά μας «ποτέ» δεν ήταν τόσο μεγάλα υποστηρίζει το FDP, ενώ οι Πράσινοι είναι «έτοιμοι». Είτε υπάρχει μια σταθερή έκκληση για αλλαγή είτε η πεποίθηση ότι η αλλαγή έχει συμβεί και τώρα ήρθε η ώρα της άμεσης δράσης.

Αποτελέσματα των εκλογών για την Μπούντεσταγκ του 2017
CDU/CSU: Χριστιανοδημοκρατική Ένωση/Χριστιανοκοινωνική Ένωση, SPD: Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας, LINKE: Η Αριστερά, FDP: Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα, AfD: Εναλλακτική για τη Γερμανία


    Τα βασικά θέματα και οι θέσεις των κομμάτων

    Δομική οικονομική αλλαγή, οικολογικός μετασχηματισμός και εκσυγχρονισμός του κράτους πρόνοιας: αυτές είναι οι τρεις βασικές πολιτικές προκλήσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκριθούν τα κόμματα που συμμετέχουν στις εκλογές-και πρέπει να το κάνουν σε ασυνήθιστους καιρούς που χαρακτηρίζονται από αστάθεια και κρίση.

    Ποια είναι τα βασικά θέματα που υπάρχουν στα εκλογικά προγράμματα των κομμάτων [1];

    Τo CDU και το CSU θεωρού ότι είναι τα μόνο λαϊκά κόμματα που έχουν απομείνει. Το πρόγραμμά τους στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην πλατφόρμα που είχε στις εκλογές του 2017. Το σύνθημά τους για τη Γερμανία και για την πολιτική της ΕΕ είναι «σταθερότητα».

    Μετά από σημαντικές κυβερνητικές παρεμβάσεις σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές προσπαθούν να επαναφέρουν το κράτος σε ένα ανεκτό επίπεδο.

    Εστιάζουν την προσοχή τους εστιάζεται στο ζήτημα της τεχνολογίας και των υποδομών. Στο πρόγραμμα γίνεται έκκληση για μιας μεγάλης κλίμακας προώθηση της καινοτομίας. Αυτό θα συνδυαστεί με μείωση της γραφειοκρατίας. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τα θέματα νόμου και τάξης βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα. Τα ζητήματα που αφορούν το κράτος πρόνοιας είναι ζωτικής σημασίας.

    Οι ενεργητικές ευρωπαϊκές και παγκόσμιες πολιτικές έχουν ιδιαίτερη θέση στο πρόγραμμα των CDU/CSU, όπως και η μεγαλύτερη ολοκλήρωση της ΕΕ και η επιθυμία αυτή να παίζε έναν καθοριστικό ρόλο στη διεθνή σκηνή. Το κλίμα και το περιβάλλον είναι χαμηλά στην ατζέντα τους.

    Για άλλη μια φορά, το SPD τονίζει την ανάγκη για επενδύσεις στο κράτος πρόνοιας: παροχή δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης, βελτιωμένη κοινωνική προστασία για τους άνεργους, συντάξεις και βασικό επίδομα παιδιού. Το SPD παρουσιάζεται ως το κόμμα των εργαζομένων, απαιτώντας «καλές και ασφαλείς θέσεις εργασίας».
    Ο όρος που χρησιμοποεί το SPD διατυπώνοντας το αίτημά του για μεγαλύτερη ισότητα σε θέματα όπως το εισόδημα και ο πλούτος, η προστασία των μειονοτήτων, το φύλο, η κατανομή των οικονομικών βαρών της που προκαλεί η κλιματική αλλαγή, είναι «σεβασμός». Η βιωσιμότητα είναι ένα άλλο βασικο θέμα του εκλογικού του προγράμματος.
    Σε γενικές γραμμές, το SPD θέτει τη ρύθμιση της αγοράς και τις επενδύσεις στο κράτος πρόνοιας στην κορυφή της ατζέντας του. Η συμπερίληψη θεμάτων όπως η ισότητα και ο σεβασμός καθιστούν αυτό το πρόγραμμα πιο αριστερό σε σύγκριση με εκείνο που είχε στις εκλογές του 2017.

    Στο δικό του προεκλογικό πρόγραμμα, το AfD εστιάζει σε μεγάλο βαθμό στις αυστηρές συντηρητικές, «παραδοσιακές αξίες», ιδιαίτερα στην «οικογένεια». Όσον αφορά την απορρύθμιση, το κόμμα υποστηρίζει μια ακόμη πιο υπερ-ελεύθερη αγορά και από το FDP. Η αντι-ΕΕ πολιτική είναι επίσης ένα καθοριστικό στοιχείο της ατζέντας του. Με το σύνθημα «Πρώτα η Γερμανία» προωθεί τον εθνικισμό και τον πατριωτισμό. Το AfD απορρίπτει την παραβίαση των πολιτικών δικαιωμάτων από τα μέτρα που επιβάλλονται για τον έλεγχο της πανδημίας. Οι «πολιτικές ελευθερίες» αποτελούν την αιχή του δόρατος του αγώνα του εναντίον, μεταξύ άλλων, των κρατικών ΜΜΕ «που αντιμετωπίζουν του πολίτες ως νήπια», της πολιτικής ορθότητας κ.λπ. Πρόκειαι, αναμφίβολα, για ένα δεξιό πρόγραμμα.

    Το FDP εμφανίζεται ως ένα προοδευτικό φιλελεύθερο κόμμα που επικεντρώνει την προσοχή του στις ίσες ευκαιρίες, τις πολιτικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ενδυνάμωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Κατά τα άλλα, το κόμμα πιστεύει ακράδαντα στην ελεύθερη αγορά, την απορρύθμιση και την απελευθέρωση της οικονομίας της αγοράς από τη γραφειοκρατία και τις κυβερνητικές ρυθμίσεις.
    Η ψηφιοποίηση είναι ένα μείζον θέμα. Το κόμμα δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για την προώθηση της τεχνολογικής εξέλιξης και επιμένει ότι πρέπει να επεκταθούν οι υποδομές που σχετίζονται με αυτήν. Σε αντίθεση με προηγούμενα εκλογικά του προγράμματα, αυτή τη φορά το φιλελεύθερο αυτό κόμμα κάνει έκκληση και για επενδύσεις στο κράτος πρόνοιας.

    Οι Πράσινοι διατηρούν την γνωστή προσέγγισή τους στα προγραμματικά θέματα η οποία που βασίζεται στις αξίες τους. Η προτεραιότητά τους είναι η ισότητα και η δικαιοσύνη, που συνδέονται με το κλίμα και τη βιωσιμότητα.
    Το πρόγραμμά τους κλίνει επίσης σαφώς υπέρ «της προτεραιότητας του κράτους». Περισσότερη κυβέρνηση, υπό την έννοια της επέκτασης του κράτους πρόνοιας, σημαίνει να δοθεί βάρος στην ενίσχυση των δημόσιων υπηρεσιών, με έμφαση στη δημιουργία ενός μεγαλύτερου δημόσιο τομέα υγείας. Πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη ρύθμιση στην αγορά εργασίας, και να βελτιωθεί η ποιότητα της εκπαίδευσης. Όμως, για τους Πράσινους ένα μεγαλύτερο κράτος σημαίνει επίσης την ενίσχυση κάποιων θεσμών, όπως η αστυνομία και ο στρατός, καθώς και αυστηρότερες ρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι πλούσιοι ιδιώτες και οι εταιρείες πρέπει να πληρώνουν περισσότερους φόρους∙ συζητείται επίσης η επιβολή ενός φόρου περιουσίας. Προβλέπονται μεγαλύτερες κρατικές επενδύσεις σε «πράσινες» τεχνολογίες και στην έρευνα, καθώς και κοινωνικά μέτρα για την ανακούφιση των επιπτώσεων που θα έχουν οι αλλαγές. Η Γερμανία πρέπει να έχει μια ενεργητική μεταναστευτική πολιτική, καθώς και μια πιο ενεργητική εξωτερική πολιτική στα ζητήματα που αφορούν την προστασία του κλίματοςκαι τα ανθρώπινα δικαιώματα.

    Παραδοσιακά, το DIE LINKE εστιάζει την προσοχή του στο ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, δηλαδή της κοινωνικής αναδιανομής σε όλους τους τομείς της κοινωνίας, και σε μια ειρηνική εξωτερική πολιτική.

    Το πολιτικό εργαλείο που έχει επιλέξει είναι η αναδιανομή: αυτή περιλαμβάνει μια διαφορετική πρωτογενή κατανομή (υψηλότεροι μισθοί, εξάλειψη του τομέα των χαμηλών μισθών), μεταφορά εισοδημάτων (υψηλότερες συντάξεις, συνταξιοδότηση το αργότερο στα 65 έτη, αύξηση των χαμηλών συντάξεων) και κοινωνικές εγγυήσεις έναντι διαφόρων κινδύνων.

    Πρέπει να διευρυνθεί το κράτος πρόνοιας και να βελτιωθούν οι δημόσιες υπηρεσίες (στους τομείς της διαβίωσης, της φροντίδας και της υγείας, της εκπαίδευσης και των τοπικών δημόσιων συγκοινωνιών). Όλες αυτές οι δαπάνες θα χρηματοδοτηθούν μέσω μιας φορολογικής πολιτικής που θα μετατοπίζει το βάρος από εκείνους που έχουν χαμηλά και μεσαία εισοδήματα σε εκείνους που έχουν υψηλά εισοδήματα ή σημαντικό πλούτο.

    Ένα άλλο βασικό ζήτημα είναι η «δίκαιη μετάβαση» σε σχέση με το κλίμα και το περιβάλλον. Και εδώ το κλειδί είναι η κοινωνική αναδιανομή.

    Το πρόγραμμα του DIE LINKE προβάλλει ως βασική αξία την αλληλεγγύη, υποστηρίζοντας μια ριζοσπαστική, προοδευτική, ελευθεριακή πολιτική κατά των διακρίσεων και του ρατσισμού και μια πολιτική για το άσυλο και τους πρόσφυγες στην οποία αντανακλάται αυτή η αξία.

    Το DIE LINKE πρέπει να είναι πάλι στην Μπούντεσταγκ μετά από αυτές τις εκλογές. Σ' αυτήν την περίπτωση ένας μόνο δρόμος υπάρχει για τη συμμετοχή του στην εξουσία: ένας συνασπισμός με το SPD και τους Πράσινους. Κανένα από τα τρία κόμματα δεν είναι υπέρ μιας τέτοιας εταιρικής σχέσης, αλλά και κανένα δεν την αποκλείει. Η εκπροσώπηση στο γερμανικό κοινοβούλιο είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη του κόμματος. Η πολιτική του ατζέντα έχει διαμορφωθεί εδώ και μια δεκαετία, και έκτοτε υπάρχει εισροή νέων μελών που αποτελούν πλέον το 50% της βάσης του κόμματος.Το DIE LINKE είναι πράγματι ένα κόμμα του μέλλοντος.

Υποσημείωση
Αυτό βασίζεται στην ανάλυση του Berlin Social Science Center (WZB):

Γερμανικές εκλογές: Η επαγγελία της αδύναμης αλλαγής

O δημοσιογράφος Νίκος Χειλάς γράφει στο ΕΝΑ για τα διακυβεύματα των γερμανικών ομοσπονδιακών εκλογών, για τα μετεκλογικά σενάρια, τις πιθανότητες σχηματισμού προοδευτικού κυβερνητικού συνασπισμού, καθώς και για τους συσχετισμούς θα διαμορφωθούν για την Ευρώπη μετά την κάλπη, που θα σημάνει τη μετά-Μέρκελ εποχή →

«Όλοι μιλάνε για τον καιρό, εμείς όχι!» Με αυτή τη φράση, πλασαρισμένη σε ένα πλακάτ κάτω από τις προτομές των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, διακήρυττε το 1968 ο Γερμανικός Σοσιαλιστικός Σύνδεσμος SDS, που είχε αποκλειστεί από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα λόγω αριστερισμού, ότι η ώρα ενδείκνυται όχι για φλυαρίες περί ανέμων και υδάτων, αλλά για επαναστατική δράση –ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ, την Χούντα στην Ελλάδα, την εκμετάλλευση του Τρίτου Κόσμου από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

53 χρόνια αργότερα είναι οι Αριστεροί στη Γερμανία που φλυαρούν ακατάσχετα για τα καιρικά φαινόμενα. Η όλο και ταχύτερα συντελούμενη καταστροφή της φύσης τους έχει κάνει πιο οικολόγους και από τους Πράσινους.

Όμως ποιος τους ακούει. Ενόψει των βουλευτικών εκλογών της προσεχούς Κυριακής, η προσοχή του πολύ κόσμου στρέφεται κυρίως προς τρία άλλα κόμματα: το SPD (Σοσιαλδημοκράτες), την «Ένωση» του CDU και CSU (Χριστιανοδημοκράτες) και τους Πράσινους. Ακόμη και οι Φιλελεύθεροι (FDP) και η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) βρίσκουν πολύ μεγαλύτερη απήχηση από τη Linke (Αριστερά) που με το 6% των ψήφων που παίρνει στις δημοσκοπήσεις βρίσκεται μόλις λίγο πιο πάνω από το απαραίτητο για την είσοδο στη Βουλή όριο του 5%.



Οι εμπρηστές ως πυροσβέστες

Ανάποδος κόσμος: Τη στιγμή που το σύμπαν καίγεται, η πυρόσβεση ανατίθεται είτε στους εμπρηστές, όπως οι Χριστιανοδημοκράτες είτε σε άτολμους πυροσβέστες, όπως οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι.

Η κρίση είναι ολόπλευρη και ξεπερνά κάθε άλλη μεταπολεμικά. Κι αυτό έχει αρνητικό ψυχολογικό αντίκτυπο. Mε τον Covid-19 –παρά τον εμβολιασμό της πλειοψηφίας του πληθυσμού– να συνεχίζει να θερίζει, οι αντοχές μειώνονται. Το ίδιο και με το κλίμα στην εντατική, τα δάση στην πυρά, τις πόλεις στις πλημμύρες, την οικονομία κρατημένη όρθια μόνο χάρη στα δεκανίκια του κράτους και τη γερμανική, όπως και την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική στα συντρίμμια ύστερα από το φιάσκο στο Αφγανιστάν και την «προδοσία» των Γάλλων από τους Αμερικανούς και Βρετανούς στο θέμα του εξοπλισμού της Αυστραλίας. Σε αυτά προστίθενται τα συσσωρευμένα προβλήματα δεκαετιών, δομικά και μη, όπως:

  • - Οι «τρύπες», ή μάλλον οι «κρατήρες» στις δημόσιες υποδομές. Οι περισσότερες Autobahnen, τα σχολικά κτίρια, τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, κλπ., χρήζουν πλήρους ανακαίνισης. Το κόστος της, σύμφωνα με μια πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη στο Βερολίνο («After Merkel», βλ. Economist, 21.09.2021) υπολογίζεται σε πολλές εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να γίνουν μια σειρά μεταρρυθμίσεις για τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και τη δραστική μείωση των (εν πολλοίς άχρηστων και επιβλαβών) υποδομών. Τίποτα από αυτά δεν έχει δρομολογηθεί.

  • - Το «χάλι» της αυτοκινητοβιομηχανίας, της κυριότερης βιομηχανία της χώρας. Ο κλάδος στενάζει ακόμα από το τεράστιο σκάνδαλο του λανθασμένου λογισμικού που κατέβαζε δραστικά τις τιμές των εκπεμπόμενων δηλητηριωδών ρύπων και εξαπατούσε έτσι τους πελάτες και τις Αρχές. Επιπλέον, οι πολυεθνικές, όπως η VW, η BMW και η Mercedes, έχουν χάσει το τρένο του εκσυγχρονισμού: Όλα δείχνουν ότι θα παραδώσουν στους πελάτες μόνο ένα κλάσμα από τα 14 εκατομμύρια ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα, που έχουν προγραμματίσει να παράγουν μέχρι το 2030.

  • - Η προϊούσα γήρανση του πληθυσμού, που μεταξύ άλλων, απειλεί με κατάρρευση τα ασφαλιστικά ταμεία. Εις μάτην προειδοποιούν οι ειδικοί, ότι η Γερμανία πρέπει να ανοίξει τις πύλες της στους ξένους. Η ξενοφοβική πολιτική της τελευταίας εξαετίας αποδεικνύεται αυτοκτονική και για την ίδια τη χώρα.

Ριζοσπαστισμός στα αζήτητα

Επόμενο έτσι να τίθεται αντικειμενικά θέμα ριζικής αλλαγής, ιδίως τώρα που με την αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ από την καγκελαρία, δίνεται μοναδική ευκαιρία γι’ αυτό. «Οι τελευταίοι μήνες της θητείας της χαρακτηρίζονταν από απραξία και στασιμότητα» λέει παρατηρητής. Αν αυτό συνεχιζόταν, προσθέτει, θα φτάναμε σε ένα είδος «νεκροκαπιταλισμού» σε αναλογία με τον «νεκροσιαλισμό» στην ύστερη περίοδο της διακυβέρνησης του Λέονιντ Μπρέζνεβ.

Μόνο που ο υποκειμενικός παράγοντας δεν συμβαδίζει με τον αντικειμενικό. Ο αέρας της αλλαγής πνέει αδύναμα. Και οι τρεις δυνητικοί διάδοχοι της Μέρκελ: ο χριστιανοδημοκράτης Άρμιν Λάσετ, ο σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς και η πράσινη Αναλένα Μπέρμποκ, κάνουν λίγα για να τον δυναμώσουν. Ο Λάσετ θέλει, όπως λέει, να «δώσει φτερά» στην οικονομία, εφαρμόζοντας ένα τεχνολογικά μετεξελιγμένο νεοφιλελευθερισμό· ο Σολτς ακολουθεί μια «μετριοπαθή» γραμμή, που συνδυάζει οικολογικά μέτρα, όπως τη μείωση των ατμοσφαιρικών ρύπων, με δημοφιλή οικονομικά, όπως υψηλότερους φόρους για τους πλούσιους και αύξηση του κατώτερου μισθού στα 12 ευρώ· και η Μπέρμποκ υπεραμύνεται ενός «πράσινου καπιταλισμού», των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας και της Κίνας και της συγκρότησης ενός ευρωπαϊκού στρατεύματος. Πολιτικές δηλαδή, που αφήνουν ασυγκίνητη την πλειοψηφία των ψηφοφόρων, που διψά για ριζοσπαστικές λύσεις.

Το τι σημαίνει εδώ «ριζοσπαστισμός» εξήγησε τις προάλλες ο συμπρόεδρος των Πράσινων Ρόμπερτ Χάμπεκ. Ο στόχος του περιορισμού της αύξησης της θερμοκρασίας στο 1,5° έως το 2030 σε πλανητικό επίπεδο, είπε, μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν η υλοποίησή του είναι «εμπροσθοβαρής», όχι γραμμική, όταν δηλαδή τα περισσότερα από τα προβλεπόμενα μέτρα γι’ αυτό εφαρμοσθούν τα επόμενα 2-3 χρόνια. Προς το σκοπό αυτό πρότεινε για την Γερμανία, πρώτον, να κλείσουν με συνοπτικές διαδικασίες όλα τα ανθρακωρυχεία, και δεύτερον να περιοριστεί στο έπακρο η κυκλοφορία των Ι.Χ. με κινητήρες εσωτερικής καύσης. Αυτό θα επέφερε ανατροπή στον ενεργειακό τομέα και θα κόστιζε τη θέση εργασίας σε δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους, στους οποίους, σε αντιστάθμισμα, θα έπρεπε στη συνέχεια να προσφερθεί μια άλλη ισοδύναμη απασχόληση. Μόνο που και αυτή η όντως ριζοσπαστική πρόταση παραμένει μετέωρη, επειδή αποτελεί προσωπική του άποψη και όχι μέρος του επιχειρησιακού προγράμματος του κόμματος του. Οι άλλοι υποψήφιοι καγκελάριοι την απορρίπτουν έτσι κι αλλιώς για δικούς τους λόγους. Ο μεν Λάσετ επειδή νομίζει ότι το πρόβλημα θα λυθεί σε χρόνο ρεκόρ «από τους θαυμάσιους Γερμανούς ερευνητές και μηχανικούς» στον ιδιωτικό τομέα, ο δε Σολτς επειδή φοβάται, ότι έτσι θα χάσει τις ψήφους των ανθρακωρύχων και εκείνων των αυτοκινητιστών, που δυσκολεύονται οικονομικά να αγοράσουν ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα.


Τέλος της πολιτικής σταθερότητας

Αυτό το χάσμα μεταξύ παροξυμμένων προβλημάτων και ανεπαρκών έως επιβλαβών λύσεων έχει βαρύνουσες πολιτικές συνέπειες. Με πρώτη και κύρια την κρίση του κομματικού συστήματος: Η πάλαι ποτέ πολιτική σταθερότητα της Γερμανίας, που ήταν μεταπολεμικά υποδειγματική στην Ευρώπη, έχει εξανεμισθεί, οι ψηφοφόροι ζουν σε συνεχή παραζάλη, η ισχύς των κομμάτων μεταβάλλεται δραματικά από εβδομάδα σε εβδομάδα, ενίοτε και από μέρα σε μέρα. Έτσι ενώ οι Χριστιανοδημοκράτες έπιαναν πριν ένα χρόνο «ταβάνι» στις δημοσκοπήσεις προσεγγίζοντας το 40%, σήμερα κινούνται ανάμεσα στο 21% και το 22%. Σκωτσέζικο ντους υφίστανται και οι Πράσινοι, που τον περασμένο Απρίλιο, αμέσως μετά την εκλογή της Μπέρμποκ σε υποψήφια καγκελάριο, ξεπερνούσαν το 30%, ενώ σήμερα πέφτουν στο 15% έως 16%. Αντίστροφη είναι η εξέλιξη στους Σοσιαλδημοκράτες που τους τελευταίους μήνες ανέβασαν το ποσοστό τους από 15%, στο οποίο ήταν κολλημένοι για χρόνια, στο 25%-26%. «Θηριώδη» είναι κατ΄επέκταση και τα «σκαμπανεβάσματα» στη δημοφιλία των υποψήφιων καγκελάριων με τον Σολτς να κυριαρχεί τελευταία με ποσοστό άνω του 40% και με την Μπέρμποκ και τον Λάσετ να ακολουθούν λαχανιασμένοι και σε μεγάλη απόσταση πίσω του (24% και 26% αντίστοιχα).

Οι ανατροπές αυτές έχουν βέβαια και προσωπική διάσταση: Χωρίς τον Άρμιν Λάσετ, έναν πολιτικό χωρίς «χάρισμα και χάρη», οι Χριστιανοδημοκράτες δεν θα είχαν πιθανότατα υποστεί τόσο απίστευτη φθορά. Αν στη θέση του ως υποψήφιος καγκελάριος είχε πάρει ο εσωκομματικός του ανταγωνιστής Μάρκους Ζέντερ μπορεί μάλιστα να είχαν διατηρήσει την πρωτιά στις δημοσκοπήσεις. Το παράδοξο είναι μόνο ότι και ο Σολτς δεν είναι το υπόδειγμα ελκυστικού πολιτικού. Όχι μόνο λόγω του παρελθόντος του, (καταρχάς ως σκληρού «σερίφη» στο υπουργείο εσωτερικών του κρατιδίου του Αμβούργου και λίγο αργότερα ως «πρωτοπαλίκαρου» του Γκέρχαρτ Σρέντερ κατά την επιβολή της διαβόητης «Agenda 2010», που οδήγησε στην συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους), αλλά και λόγω του ανιαρού, εκνευριστικού σχεδόν, τρόπου ομιλίας του.


Το προβάδισμά του εξηγείται λοιπόν περισσότερο με την γενικότερη πολιτική του κόμματός του, παρά με την ιδιομορφία της προσωπικότητάς του. Παράδειγμα, η πρόσφατη αποκήρυξη της Agenda 2010 από το SPD και η προβολή του φιλολαϊκού προφίλ του· ή, η αδιάλειπτη συμμετοχή του στην κοινωνία των πολιτών (συνδικάτα, δήμοι, σύλλογοι, εκκλησία, κλπ.), που του επιτρέπει να κινητοποιεί στις πλέον κρίσιμες στιγμές μεγάλες εφεδρείες ψηφοφόρων, και πάει λέγοντας.

Το ίδιο βασικά ισχύει και για την πτώση της δημοτικότητας των δυο ανταγωνιστών του. Ο Λάσετ πληρώνει την αδυναμία του κόμματός του να καταλάβει τα σημεία των καιρών, ήτοι την αλλαγή της ψυχοσύνθεσης του πληθυσμού που ύστερα από το σοκ της πανδημίας και των συναφών με αυτήν κρίσεων δεν θέλει να επανέλθει στην παλιά χριστιανοδημοκρατική «κανονικότητα». Και η Μπέρμποκ πέφτει προφανώς θύμα της μεταμόρφωσης των Πράσινων από φορέα των πιο ριζοσπαστικών κινημάτων σε άνευρο κόμμα της πεφωτισμένης μεσαίας τάξης.


Η αλλαγή τραβά την ανηφόρα

Λίγες μέρες πάντως πριν από την προσέλευση στις κάλπες τα υπεράνω αναφερθέντα εκλογικά ποσοστά φαίνονταν παγιωμένα. Η επιστράτευση, κυριολεκτικά στο «παρά ένα», της Μέρκελ (που μέχρι τότε υποδυόταν περίπου την Σφίγγα) στο πλευρό του Λάσετ, δεν πρόκειται μάλλον να αλλάξει πολλά. Εκτός απροόπτου λοιπόν οι νικητές των εκλογών θα είναι οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι, που κατά πάσα επίσης πιθανότητα θα σχηματίσουν κυβέρνηση με τον Σολτς ως καγκελάριο. Η αλλαγή λοιπόν, έστω και ξεψυχισμένη, τραβάει την ανηφόρα.

Ανοικτό παραμένει μόνο το ερώτημα, για το ποιος θα είναι ο τρίτος κυβερνητικός εταίρος, δεδομένου ότι τα δυο κόμματα δεν επιτυγχάνουν με τα μέχρι τώρα δημοσκοπικά ποσοστά τους αυτοδυναμία στις έδρες. Οι Χριστιανοδημοκράτες αποκλείονται εξ αντικειμένου, δεδομένου ότι δεν δέχονται να παίζουν το δεύτερο βιολί στην κυβέρνηση, το ίδιο και η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία, η οποία αντιμετωπίζεται ως Παρίας από όλα τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου».

Απομένουν λοιπόν δυο δυνητικοί εταίροι. Ο πρώτος είναι οι Ελεύθεροι Δημοκράτες, που σύμφωνα με τα προγνωστικά φτάνουν το 10%-11%. Ο διακηρυγμένος στόχος του προέδρου τους Κρίστιαν Λίντνερ είναι, αφενός, ο αποκλεισμός της συμμετοχής της Linke στην κυβέρνηση αφετέρου, να γίνει ο ίδιος υπουργός οικονομικών. Η υλοποίηση του στόχου είναι βέβαια αμφίβολη: Ο Λίντνερ είναι υπέρ της επιστροφής στον πούρο νεοφιλελευθερισμό και της μείωσης των φόρων για τους πλούσιους, οι Σολτς και Μπέρμποκ υπέρ μιας «λελογισμένης» κεϋνσιανής πολιτικής με περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη. Αν παρ΄ ελπίδα υπάρξει συμφωνία των τριών κομμάτων, η «αλλαγή» θα περιοριστεί μάλλον στην εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, οι εκκρεμούσες μεγάλες μεταρρυθμίσεις θα παραμείνουν στο ράφι.

Ο δεύτερος δυνητικός εταίρος είναι η Linke, το μόνο κόμμα που επιτίθεται ανοικτά στα μεγάλα συμφέροντα. Στο πρόγραμμα της αναφέρεται: «100 διεθνείς όμιλοι προξενούν τα δυο τρίτα της πλανητικής επιβάρυνσης με μονοξείδιο του άνθρακα […] Τα βάζουμε με τους ομίλους και προωθούμε μια σε όλους συμφέρουσα μετάβαση προς ένα κλιματικά εξασφαλισμένο μέλλον. Δημιουργούμε μια ομπρέλα σωτηρίας για τους απασχολούμενους: Με εγγυήσεις για θέσεις εργασίας και εισόδημα. Για μια εβδομάδα των τεσσάρων ημερών, αντισταθμιστική αμοιβή και εγγύηση για μετεκπαίδευση». Άλλα σημαντικά αιτήματά της, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού (για τη Linke: 13 ευρώ) ή η αύξηση της φορολογίας για τους πλούσιους, συμπίπτουν με εκείνα των Σοσιαλδημοκρατών και των Πράσινων –κάτι που θα διευκόλυνε την κυβερνητική σύμπραξη. Αυτή «σκοντάφτει» όμως σε θέματα ευρωπαϊκής και κυρίως αμυντικής πολιτικής: Η Linke, σε αντίθεση προς τα δυο άλλα κόμματα, ζητά την κατάργηση του ΝΑΤΟ (και την αντικατάστασή του από ένα «σύστημα συλλογικής ασφάλειας με συμμετοχή και της Ρωσίας»). Πολλά δείχνουν ωστόσο ότι είναι διατεθειμένη να βάλει νερό στο κρασί της και να δηλώσει, έστω και «παθητικά», πίστη στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.


Οι Χριστιανοδημοκράτες ενώπιον του εμφύλιου σπαραγμού

Ανεξάρτητα από τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης όμως, σίγουρο είναι, ότι η απομάκρυνση του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος από την εξουσία θα προκαλέσει «δέος και δάκρυα» στη Γερμανία –με πρώτους «παθόντες» τους ίδιους τους Χριστιανοδημοκράτες. Οι καυγάδες που θα ξεσπάσουν στο εσωτερικό του κόμματος, αφενός θα το εξασθενίσουν σοβαρά αφετέρου θα το στρέψουν προς τα δεξιά υπό την ηγεσία ενός εκ των πρώτων εσωκομματικών θυμάτων της Μέρκελ, του πρώην προέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας Φρίντριχ Μερτς, που θα συνοδεύεται από ένα «ξήλωμα» της πολιτικά φιλελεύθερης κληρονομιάς της πλέον πρώην καγκελάριου. Το επόμενο βήμα θα ήταν η προσέγγιση με την Εναλλακτική για τη Γερμανία, καταρχάς σε κρατιδιακό και ύστερα σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Το αποτέλεσμα θα ήταν ή αναγνώριση της Ακροδεξιάς ως θεμιτή πολιτική δύναμη –κάτι που ήταν μεταπολεμικά αδιανόητο στη χώρα. Αυτό θα είχε και γενικότερες επιπτώσεις: Η Γερμανία είναι, μαζί με τη Γαλλία, μια από εκείνες τις χώρες στην Ευρώπη που παραμένουν πιστές στην μεταπολεμική άτυπη συμφωνία κατά του φασισμού, που απαγόρευε στα κόμματα του δημοκρατικού τόξου να συνεργαστούν με ακροδεξιές οργανώσεις.



Η απαγόρευση είχε τον χαρακτήρα ταμπού, κάθε παραβίασή του επέφερε σοβαρές κυρώσεις, όπως για παράδειγμα το 2000, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση έβαλε στην καραντίνα ένα μέλος της, την Αυστρία, λόγω της συγκρότησης κυβέρνησης συνασπισμού της Δεξιάς με την Ακροδεξιά. Αυτό άρχιζε να αλλάζει την τελευταία δεκαετία, όταν σε μια σειρά χώρες η Ακροδεξιά έβαλε πόδι στην κυβέρνηση είτε μερικά (π.χ., Ιταλία), είτε ολικά (π.χ. Ουγγαρία και Πολωνία) χωρίς να υπάρξουν κυρώσεις, ή τουλάχιστον αξιόλογες πολιτικές αντιδράσεις από τις Βρυξέλλες. Όσο όμως διατηρούνταν απόρθητα το οχυρά της Γαλλίας και της Γερμανίας, η εξέλιξη αυτή θεωρούταν αναστρέψιμη. Με την πτώση του γερμανικού οχυρού αυτό θα πάψει να ισχύει. Η ενσωμάτωση της Ακροδεξιάς στο πολιτικό σύστημα θα μπει στην ημερήσια διάταξη όλης της Ευρώπης.


Η Ευρωπαϊκή Ένωση – μια κινούμενη άμμος

Προς το παρόν βέβαια είναι άλλα τα σενάρια για την Ευρωπαϊκή Ένωση που προκαλούν προσοχή. Ο κοινός παρανομαστής τους είναι ότι η Γερμανία, ως ο ισχυρότερος οικονομικός παίκτης της Ένωσης, θα συνεχίσει να παίζει αποφασιστικό ρόλο και στο πολιτικό παιχνίδι της. Κι αυτό παρά την απώλεια κύρους που έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια λόγω της εμφάνισης ανταγωνιστικών προς τον γαλλογερμανικό άξονα συμμαχιών και μεμονωμένων κρατών: Παράδειγμα, οι frugal four (οι τέσσερις «τσιγκούνηδες»: Ολλανδία, Δανία, Σουηδία, Αυστρία), που πίεσαν επιτυχώς να περικοπούν σημαντικά τα μη επιστρεπτέα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης για την αντιμετώπιση της πανδημίας, ή οι χώρες-«αντάρτες», όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, οι οποίες «σνομπάρουν» με σχεδόν αποσχιστικό τρόπο τις αποφάσεις των Βρυξελλών.

Ο τρόπος που θα κινηθεί όμως η Γερμανία στην Ευρώπη θα εξαρτηθεί από την σύνθεση της νέας κυβέρνησής της στο Βερολίνο.

Μια κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών-Πράσινων-Ελεύθερων Δημοκρατών δεν πρόκειται μάλλον να αλλάξει πολλά στη γραμμή της Μέρκελ, που κατά την περίοδο της πανδημίας δεν εξέπεμπε -όπως και στην εσωτερική πολιτική- ιδιαίτερη λάμψη. Η ίδρυση του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελεί μια από τις λίγες αναλαμπές, αλλά και αυτή οφειλόταν σε γαλλική πρωτοβουλία. Ο νέος «μερκελισμός» έχει όνομα: Κρίστιαν Λίντνερ. Ο πρόεδρος των Ελεύθερων Δημοκρατών διαμηνύει ξεκάθαρα τη θέλησή του για επιστροφή στα μηδενικά ελλείμματα και για τερματισμό της αμοιβαιοποίησης των χρεών. «Το Ταμείο Ανάκαμψης πρέπει να μείνει μοναδική εξαίρεση» τονίζει. Ο λόγος του δεν είναι βέβαια νόμος. Αλλά και μόνο η παρουσία του στην κυβέρνηση θα λειτουργούσε σαν τροχοπέδη στην ευρωπαϊκή πολιτική, που οραματίζεται ο Σολτς. Όραμα που περιλαμβάνει τόσο την αναθεώρηση των κριτηρίων του Μάαστριχτ προς το ελαστικότερο όσο και την γενίκευση της αμοιβαιοποίησης των χρεών. Ο ίδιος, σε μια από τις πιο καλές στιγμές του, συνέκρινε μάλιστα την ίδρυση του Ταμείου με «τη στιγμή του Χάμιλτον», ήτοι την απόφαση του πρώτου υπουργού οικονομικών των ΗΠΑ να βάλει σε κοινό «κορβανά» τα χρέη των ξεχωριστών Πολιτειών, που αποτέλεσε τη βάση της οικονομικής ενοποίησης της χώρας. Με τον Λίντνερ όμως δίπλα του να παίζει τον αντι-Χάμιλτον, δεν θα μπορέσει ποτέ να κάνει το όραμά του πραγματικότητα.

Με τη Linke στην κυβέρνηση τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Η Αριστερά δίνει πλήρη στήριξη σε αυτούς τους στόχους. Αυτό δεν σημαίνει ότι η υλοποίησή τους θα ήταν περίπατος. Οι «frugal four» και οι ανατολικοευρωπαίοι «αντάρτες» καραδοκούν και δεν θα διστάσουν να προβάλουν βέτο στα σχέδια του Σολτς.

Ανεξάρτητα ωστόσο από όλα αυτά, ο Σολτς θα έχει να αντιμετωπίσει μεγάλες, αν όχι ανυπέρβλητες δυσκολίες στις Βρυξέλλες. Η Ε.Ε. μοιάζει με κινούμενη άμμο, η αστάθειά της είναι τουλάχιστον τόσο μεγάλη όσο και στη Γερμανία, ο Covid-19 επενεργεί εξ ίσου διαλυτικά σ΄ αυτήν, όπως και στην υγεία: Η Πολωνία, για παράδειγμα, ακολουθώντας το βρετανικό πρότυπο, σχεδιάζει το Polexit. Οι νεοφιλελεύθεροι όλων των κρατών-μελών με την σειρά τους προετοιμάζουν την ρεβάνς για τον αυτοεξευτελισμό που υπέστησαν λόγω της πανδημίας, όταν, για λόγους αυτοσυντήρησης, αποφάσισαν να εφαρμόσουν το πιο απεχθές σε αυτούς οικονομικό δόγμα: τον κεϋνσιανισμό. Το σύνθημά τους λέγεται τώρα: «Νεοφιλελευθερισμός 2.0» Παράλληλα, η πανωλεθρία στο Αφγανιστάν και το σύμφωνο ΗΠΑ-Μεγάλης Βρετανίας-Αυστραλίας ανατρέπουν όλες τις παλιές βεβαιότητες περί ευρωπαϊκής ασφάλειας και συμμαχικής πίστης, ενώ το προσφυγικό παροξύνει τις εσωτερικές έριδες. Το κοινό ευρωπαϊκό σπίτι βάζει από παντού, η ατμόσφαιρα δεν ήταν ποτέ τόσο δηλητηριασμένη. Ένα αντίδοτο σε αυτό θα ήταν σίγουρα ένας βαθύς κοινωνικός μετασχηματισμός. Όμως ο Σολτς και οι κυβερνητικοί του σύμμαχοι προσφέρουν στην καλύτερη περίπτωση μια «αλλαγή», και δη αδύναμη. Κάτι περισσότερο είναι ενάντια στη θέληση και πάνω από τις δυνάμεις τους. Κι αυτό προδικάζει διαιώνιση της κρίσης.

* Το άρθρο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών -ΕΝΑ