Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ειδικό Δικαστήριο: «Την απαλλαγή Παπαγγελόπουλου και Τουλουπάκη από όλες τις κατηγορίες, πρότεινε η εισαγγελέας»

«Η Εισαγγελέας του Ειδικού Δικαστηρίου κυρία Ολγα Σμυρλή με την σημερινή, πλήρως απαλλακτική, εξαίρετη πρόταση της, άρτια νομικά και εμπεριστατωμένη ουσιαστικά, κονιορτιοποίησε την κατηγορία και επιβεβαίωσε τον κανόνα ότι οι Έλληνες Εισαγγελείς είναι ανεξάρτητοι...», δήλωσαν χαρακτηριστικά οι συνήγοροι υπεράσπισης.
 

Η εισαγγελέας του Ειδικού Δικαστηρίου Όλγα Σμυρλή κατέρριψε το κατηγορητήριο, για τα αδικήματα της κατάχρησης εξουσίας και της παράβασης καθήκοντος

Αναλυτικότερα, η Όλγα Σμυρλή πρότεινε την απαλλαγή του πρώην αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης κ. Παπαγγελόπουλου από την κατηγορία της παράβασης καθήκοντος και, σύμφωνα με την εισαγγελέα της έδρας, οι καταγγελίες κατά του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, από τρεις εισαγγελικούς λειτουργούς (Ελένη Ράικου, Παναγιώτη Αθανασίου και Γεωργία Τσατάνη) δεν επιβεβαιώθηκαν από άλλα στοιχεία, ενώ οι μαρτυρίες τους κατά την εισαγγελέα, υπήρξαν αναξιόπιστες, αντιφατικές και αναληθείς.

Την ίδια στιγμή, η κ. Σμυρλή, πρότεινε την απαλλαγή της πρώην εισαγγελέως Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη, η οποία δικάζεται για κατάχρηση εξουσίας σχετικά με την παράλειψη της να στείλει στη Βουλή αναφορές του ΚΙΝΑΛ για δύο πρώην υπουργούς Υγείας επί κυβερνήσεως του ΣΥΡΙΖΑ για θέματα τιμολόγησης φαρμάκων.

Συγκεκριμένα, σχετικά τη κατάθεση του πρώην εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος Παναγιώτη Αθανασίου και συγκεκριμένα τις καταγγελίες σε βάρος του κ. Παππαγγελόπουλου, η εισαγγελέας της έδρας έκανε λόγο για αναξιόπιστη μαρτυρία, καθώς υποστήριξε, ότι ο μάρτυρας έπεσε σε αντιφάσεις, ενώ απέδωσε σε αυτόν «εμπάθεια σε βάρος του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου» εξ αφορμής της μη ανανέωσης της θητείας του στην Οικονομική Εισαγγελία.

Ο κ. Αθανασίου έχει καταγγείλει τον κ. Παπαγγελόπουλο για παρεμβάσεις στο έργο του σε χειρισμούς υποθέσεων, όπως φορολογικούς ελέγχους του ιδιοκτήτη του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΙ, Γιάννη Αλαφούζο, την υπόθεση του αποβιώσαντος επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλου αλλά και του δημοσιογράφου της εφημερίδας «Τα Νέα» Γιώργου Παπαχρήστου για τον οποίο - κατά την κατηγορία - του ζήτησε (σ.σ.: ο κ. Παπαγγελόπουλος) να κατασκευάσει σε βάρος του στοιχεία.

Κατά την κ. Σμυρλή, το να κατασκευαστούν στοιχεία κατά του κ. Παπαχρήστου ήταν αδύνατον, γιατί για να γίνει κάτι τέτοιο, απαιτείται η συμμετοχή πολλών κρατικών υπηρεσιών και πολλών προσώπων.

«Ο κ. Αθανασίου - τόνισε η κ. Σμυρλή - επισκεπτόταν συχνά τον Παπαγγελόπουλο για θέματα που αφορούσαν την Οικονομική Εισαγγελία. Ο Αθανασίου είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον του για ανανέωση της θητείας του και το είχε εκφράσει στην τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου. Ωστόσο, δεν προχώρησε λόγω υπηρεσιακών προβλημάτων που ανέκυψαν στην πορεία». «Εκδηλώνει στοιχεία εμπάθειας κατά του Δημητρίου Παπαγγελόπουλου για τη μη ανανέωση της θητείας του», συμπέρανε η κ. Σμυρλή, η οποία, επικαλούμενη σειρά υπηρεσιακών ζητημάτων για τον εισαγγελέα κ. Αθανασίου, κατέληξε ότι «ελέγχεται η αξιοπιστία του μάρτυρα».

Η εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση της, χαρακτήρισε αναξιόπιστη και τη μαρτυρία της Ελένης Ράικου κατά του κ. Παπαγγελόπουλου. Η κ. Ράικου είχε διατελέσει επικεφαλής της εισαγγελίας Διαφθοράς και παραιτήθηκε από τη θέση της, καταγγέλλοντας πιέσεις από τον δικαζόμενο υπουργό για κατασκευή στοιχείων σε βάρος πολιτικών για την υπόθεση της Novartis.

«Η Ράϊκου - τόνισε η κ. Σμυρλή - δεν είχε αναφέρει τίποτα για όσα εκ των υστέρων κατήγγειλε, ότι δέχθηκε πιέσεις για την υπόθεση της Novartis από τον κ. Παππαγγελόπουλο, ούτε στην τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κυρία Ξένη Δημητρίου, ούτε στον επόπτη της αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Δημήτρη Παπαγεωργίου».

Η κ. Σμυρλή ανέφερε ακόμη, ότι «στη δήλωση παραίτησής της, δεν έκανε καμία αναφορά για τηλεφωνήματα Παπαγγελόπουλου και δεν κατονόμασε κανέναν ως υπαίτιο για την παραίτησή της, αλλά αναφέρθηκε σε μεγάλα συμφέροντα στο χώρο του φαρμάκου και σε διεφθαρμένους αξιωματούχους».

Σύμφωνα με την κ. Σμυρλή, οι καταγγελίες Ράϊκου για παρεμβάσεις του κ. Παπαγγελόπουλου στο έργο της στην έρευνα για τις παράνομες πρακτικές της Novartis, είναι αναξιόπιστες, μη αληθείς και αβάσιμες και προσέθεσε ότι στο Ειδικό Δικαστήριο, η εισαγγελέας Ελένη Ράϊκου ανασκεύασε τα όσα είχε καταγγείλει σε βάρος του κ. Παπαγγελόπουλου, μιλώντας για «εκτίμηση της», επιχειρώντας έτσι να πάρει πίσω τις αρχικές καταγγελίες.

Σχετικά με την κατηγορία για κατάχρηση εξουσίας που βαρύνει την Ελένη Τουλουπάκη αλλά και τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο ως ηθικό αυτουργό, η πρόταση της κυρίας Σμυρλή υπήρξε απαλλακτική.

Η κατηγορία αφορούσε την παράλειψη της τέως εισαγγελέως Διαφθοράς, Ελένης Τουλουπάκη, να στείλει στη Βουλή για τα περαιτέρω, αναφορές του ΚΙΝΑΛ κατά δύο πρώην υπουργών Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ (Παναγιώτη Κουρουμπλή και Ανδρέα Ξανθού) για θέματα που αφορούσαν την τιμολόγηση φαρμάκων.

Κατά την εισαγγελέα της έδρας, από την ακροαματική διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ της ενοχής της δικαζόμενης εισαγγελικής λειτουργού, αλλά ούτε για τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο.

Κατά την εισαγγελική πρόταση, η κ. Τουλουπάκη δεν διέπραξε το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας, γιατί ότι οι αναφορές ΚΙΝΑΛ κατά Παναγιώτη Κουρουμπλή και Ανδρέου Ξανθού, δεν είχαν αποτελέσει χωριστή δικογραφία και είχαν ενσωματωθεί ως έγγραφα στη μεγάλη δικογραφία για την υπόθεση της Novartis.

Όπως επεσήμανε η κ. Σμυρλή, δεν διαβιβάστηκαν στη Βουλή, ούτε όταν παρελήφθησαν από την προκάτοχο της Ελένης Ράικου, που είχε διατελέσει επικεφαλής στην εισαγγελία Διαφθοράς πριν από την Ελένη Τουλουπάκη.

Τέλος, κατά την κ. Σμυρλή, οι αναφορές του ΚΙΝΑΛ ήταν ασαφείς, χωρίς τεκμηρίωση και χωρίς στοιχείαα που να θεμελιώνουν τα καταγγελλόμενα, ότι δηλαδή δεν έγινε επί υπουργίας Παναγιώτη Κουρουμπλή τιμολόγηση των φαρμάκων.

Ακόμη, η εισαγγελέας της έδρας αντέκρουσε και την κατάθεση της εισαγγελέως Γεωργίας Τσατάνη και ειδικά ως προς τους χειρισμούς της στην υπόθεση του Ανδρέα Βγενόπουλου, αλλά και για επαφές που είχε με τον κ. Παπαγγελόπουλου (τηλεφωνικές και στο υπουργείο Δικαιοσύνης).

Οι Ιπποκράτης Μυλωνάς, Δημήτρης Παπαγγελόπουλος και Μάνος Ροδουσάκης, συνήγοροι υπεράσπισης του κ. Παπαγγελόπουλου δήλωσαν:

«Η Εισαγγελέας του Ειδικού Δικαστηρίου κυρία Ολγα Σμυρλή με την σημερινή, πλήρως απαλλακτική, εξαίρετη πρόταση της, άρτια νομικά και εμπεριστατωμένη ουσιαστικά, κονιορτιοποίησε την κατηγορία και επιβεβαίωσε τον κανόνα ότι οι Έλληνες Εισαγγελείς είναι ανεξάρτητοι , έντιμοι και θαρραλέοι. Η πρόταση της Εισαγγελέως κυρίας Σμυρλή, αποκάλυψε και εξέθεσε ψεύδη και ψευδομάρτυρες που εκκινούμενοι από ταπεινά κίνητρα επιχείρησαν να πλήξουν το πρόσωπο του εντολέα μας».

Εισαγγελέας Ειδικoύ Δικαστηρίου: «Kονιορτοποίηση του κατηγορητηρίου» - Δεν προέκυψε στοιχείο ενοχής Παππά


 Η εισαγγελέας επικαλούμενη όσα προέκυψαν στη διάρκεια της διαδικασίας επισήμανε ότι κατά την κρίση της ο Ν. Παππάς δεν ξεπέρασε κανένα όριο, ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες ήταν αδιάβλητος και δεν ξεπέρασε καμία κόκκινη γραμμή.

 Η εισαγγελέας της έδρας του Ειδικού Δικαστηρίου περί ευθύνης υπουργών Όλγα Σμυρλή πρότεινε την απαλλαγή του πρώην υπουργού Επικρατείας Νίκου Παππά και του επιχειρηματία Χρήστου Καλογρίτσα.

Ο Άρειος Πάγος τάχθηκε υπέρ των Funds: Απόφαση "καρμανιόλα" για 700.000 δανειολήπτες!


Το δικαστικό θρίλερ που αφορά πάνω από 700.000 δανειολήπτες που ζούσαν με την αγωνία ότι τα σπίτια τους μπορούν να βγουν σε πλειστηριασμό από τα Funds που αγόρασαν για ελάχιστα χρήματα την πρώτη κατοικία τους από τις Τράπεζες, τελείωσε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.


Υπέρ της δυνατότητας των εταιρειών διαχείρισης «κόκκινων» ενυπόθηκων δανείων Servicers να βγάζουν σε πλειστηριασμό σπίτια, που αποτελούν πρώτη κατοικία, και α προβαίνουν σε πράξεις εκτέλεσης ως δικαιούχοι διάδικοι για λογαριασμό των Funds, απεφάνθη η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η διάσκεψη της οποίας πραγματοποιήθηκε με αστραπιαίους ρυθμούς, σχεδόν δύο εβδομάδες μετά την εισαγγελική πρόταση.

Σύμφωνα με πληροφορίες του Documento οι Αρεοπαγίτες που τάχθηκαν κατά των Funds δεν ξεπερνούν τους 10 (συνολικά ψήφισαν 66 Ανώτατοι δικαστές), καθώς η συντριπτική πλειοψηφία τάχθηκε υπέρ.

Υπερ των Funds είχε ταχθεί και ο ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, στις 26 Ιανουαρίου, όπου και συζητήθηκε το θέμα στην Ολομέλεια.

Στο επίκεντρο της συνεδρίασης της 26ης Ιανουαρίου είχε βρεθεί η απόφαση 822/22, που εκδόθηκε από τμήμα του Άρειου Πάγου πριν τρεις μήνες, επικυρώνοντας ανάλογες αποφάσεις εφετείων, οι οποίες είχαν προηγηθεί και έκριναν ότι, οι Servicers που διαχειρίζονται κόκκινα ενυπόθηκα δάνεια τα οποία απέκτησαν ξένα Funds με βάση το νόμο του 2003, δεν έχουν το δικαίωμα βάσει του συγκεκριμένου νόμου να προχωρούν σε πλειστηριασμούς και άλλα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των δανειοληπτών.

Το πρόβλημα ανέκυψε επειδή Τράπεζες, Funds και Servicers επέλεγαν τον νόμο του 2003, καθώς δεν τους επέβαλε να υποβάλουν αιτιολογημένη πρόταση ρύθμισης στους δανειολήπτες όπως έκανε ο μεταγενέστερος νόμος του 2015 αλλά κι επειδή αυτός ο νόμος ορίζει ότι πως ό,τι βγάλουν από τη διαχείριση των κόκκινων δανείων (που αγοράζουν στο 8% της απαίτησης αλλά μέσω ενός πλειστηριασμού μπορεί να εισπράξουν έως και το 100% της απαίτησης) είναι καθαρό αφορολόγητο κέρδος.

Το δικαστικό θρίλερ που αφορά πάνω από 700.000 δανειολήπτες που ζούσαν με την αγωνία ότι τα σπίτια τους μπορούν να βγουν σε πλειστηριασμό από τα Funds που αγόρασαν για ελάχιστα χρήματα την πρώτη κατοικία τους από τις Τράπεζες, τελείωσε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.

Ξεκινά την Πέμπτη, 2 Φεβρουαρίου στο Ειρηνοδικείο Φλώρινας η δίκη για το «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα»

Δικαστικό Μέγαρο Φλώρινας

Η πρώην υπηρεσιακή πρωθυπουργός Βασιλική Θάνου, με άρθρο της, όπου σχολίασε ως «νομικά ορθή και εθνικά επιβεβλημένη την ασκηθείσα ανακοπή από την Εισαγγελέα Φλώρινας».


Την Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου θα ξεκινήσει, Ειρηνοδικείου Φλώριναςμετά από παρέμβαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου, στο Πρωτοδικείο Φλώρινας η δίκη, για την ανατροπή της δικαστικής απόφασης με την οποία επιχειρήθηκε να τεθούν οι βάσεις για να εδραιωθεί «μακεδονική γλώσσα στην Ελλάδα», μέσω της έγκρισης λειτουργίας του σωματείου με την επωνυμία «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα».

Ο Ισίδωρος Ντογιάκος, παρενέβη κατά της πρωτόδικης απόφασης, που ενέκρινε τη λειτουργία σωματείου για τη «διατήρηση και καλλιέργεια της μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα» και ζήτησε την άσκηση ανακοπής.

Συγκεκριμένα ο ανώτατος εισαγγελέας, με παρέμβασή του, ζήτησε από την εισαγγελέα Πρωτοδικών Φλώρινας Αναστασία Καλαϊτζή, να ασκήσει ανακοπή κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Φλώρινας, με την οποία αναγνωρίστηκε το σωματείο με την επωνυμία «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα», και το οποίο μεταξύ των σκοπών του θέτει και τη «διατήρηση και καλλιέργεια της μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα» και την «υποστήριξη της εισαγωγής της μακεδονικής γλώσσας ως προαιρετικού μαθήματος σε δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια στην Ελλάδα».

Η απόφαση του δικαστηρίου εκδόθηκε στις 27/7/2022 και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, που τοποθετήθηκαν αρνητικά, μεταξύ των οποίων και η πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου και πρώην υπηρεσιακή πρωθυπουργός Βασιλική Θάνου, με άρθρο της, όπου σχολίασε ως «νομικά ορθή και εθνικά επιβεβλημένη την ασκηθείσα ανακοπή από την Εισαγγελέα Φλώρινας».

Σύμφωνα με το σκεπτικό της Eισαγγελέως Πρωτοδικών Φλώρινας, το καταστατικό του σωματείου θεωρεί δεδομένη την αυθαίρετη θέση «ότι υφίσταται στα όρια της ελληνικής επικράτειας ως ομιλούμενη μια ξένη γλώσσα, η «μακεδονική», οποία «ομιλείται ιδίως στις Περιφέρειες της Δυτικής Μακεδονίας, της Κεντρικής Μακεδονίας και της Ανατολικής Μακεδονίας».

Όπως διευκρινίζει η Eισαγγελέας, ως «μακεδονική» αναγνωρίζεται η γλώσσα μόνο των πολιτών του κράτους της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. «Ο προσδιορισμός της γλώσσας “μακεδονική”, που αναφέρεται στη συμφωνία των Πρεσπών, μόνο περιγραφική ομοιότητα ενέχει με τη γεωγραφική περιφέρεια της Μακεδονίας, που αποτελεί ενιαίο και αναπόσπαστο τμήμα της Ελληνικής Δημοκρατίας και δεν συνδέεται με κανέναν τρόπο με αυτήν, ως σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο, κατά κάποιους, ομιλούνταν στα γεωγραφικά όρια της Μακεδονικής Περιφέρειας της Ελληνικής Δημοκρατίας… Αφού στην Ελλάδα δεν υπάρχουν “Μακεδόνες” πολίτες, που ομιλούν αυτή τη γλώσσα, αλλά Eλληνες πολίτες, που ομιλούν την ελληνική γλώσσα, είναι πρόδηλο ότι οι ως άνω σκοποί του αναγνωρισθέντος σωματείου δεν είναι διόλου σαφείς, καθώς το καταστατικό του είναι αντικειμενικά πρόσφορο να δημιουργήσει παραπλανητική εικόνα και την εντύπωση ότι το αναγνωρισθέν σωματείο ενδεχομένως να επιδιώκει την προώθηση άλλου γλωσσικού ιδιώματος υπό τον τίτλο μακεδονική γλώσσα, μη υπαρκτού στην Ελλάδα…».

Παράλληλα, η εισαγγελική λειτουργός συμπληρώνει ότι, «από τη σκοπούμενη συστηματική καλλιέργεια σε βάθος χρόνου στον πληθυσμό της Μακεδονίας και της Θράκης μιας άλλης, ξένης γλώσσας που αναγνωρίζεται από την ελληνική πολιτεία ως γλώσσα ενός ξένου κράτους που συνορεύει με την ελληνική επικράτεια, προκύπτει αντίθεση του σκοπού του σωματείου με την ελληνική τάξη και ασφάλεια».

Επιστημονική μελέτη- σχόλιο του Ευάγγελου Βενιζέλου στην 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου.


«Έχω την ελπίδα ότι ένας ευφυής, έμπειρος και εγκρατής νομικός με τη διαδρομή και την ικανότητα αντίστασης στις προσβολές της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης που διαθέτει ο σημερινός Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, θα βρει τη βούληση και το θάρρος να επανεξετάσει τη Γνωμοδότηση», με την προτροπή αυτή στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κλείνει την παρέμβασή του ο συνταγματολόγος Ευάγγελος Βενιζέλος.


Επιστημονική μελέτη- σχόλιο του Ευάγγελου Βενιζέλου(*) στην 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ψηφιακό νομικό περιοδικό Constitutionalism.gr


Η σχέση εισαγγελικών αρχών και ανεξάρτητων αρχών - Σεβασμός ή παραβίαση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου


Σχόλιο στην 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου


Τέσσερα βασικά ζητήματα θέτει η 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Πρώτον, το ζήτημα του σεβασμού των ορίων της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με κριτήριο τη σχετική νομοθετική ρύθμιση και τη σχετική πάγια πρακτική της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.

Δεύτερον, το ζήτημα της ερμηνείας του Συντάγματος με σεβασμό όχι μόνο προς τις επιστημονικές μεθόδους ερμηνείας αλλά και προς τους επιτακτικούς νομικούς κανόνες ερμηνείας που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα.

Τρίτον, το ζήτημα των σχέσεων δικαστικής εξουσίας και ανεξάρτητων αρχών.

Τέταρτον, το ζήτημα του εύρους της συνταγματικής και διεθνούς προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών με βάση τη σχετική νομολογία κυρίως του ΕΔΔΑ και την τοποθέτηση, στο πεδίο αυτό, του πρόσφατου νόμου 5002/2022 «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών» ( Α´ 228).


I. Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου

Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διατύπωσε την 1/2023 Γνωμοδότησή του επικαλούμενος για τη θεμελίωση της γνωμοδοτικής του αρμοδιότητας το άρθρο 29 παρ. 2 ν. 4938/2022 « Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών», όπου προβλέπεται ότι «Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί και σε νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος». Ομοίου περιεχομένου διάταξη περιείχε και ο προγενέστερος Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων ( άρθρο 25 παρ. 2 ν. 1756/1988 ).

Πάγια όμως θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά την άσκηση αυτής της γνωμοδοτικής του αρμοδιότητας, όπως ο εισαγγελικός θεσμός εκφράζεται διαχρονικά με την υπογραφή μακράς αλυσίδας Εισαγγελέων και Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, είναι ότι ο Εισαγγελέας δεν γνωμοδοτεί «επί υποθέσεων, επί των οποίων επιλήφθηκαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές ή επί θεμάτων που απασχόλησαν ή πρόκειται να απασχολήσουν τα δικαστήρια ή τα δικαστικά συμβούλια, προς αποφυγή επηρεασμού της κρίσης τους, ενόψει και των προβλεπομένων ενδίκων μέσων και βοηθημάτων». [ Ενδεικτικά βλ. Γνωμοδοτήσεις Εισαγγελέα ΑΠ 7/2022 (Αρ. Χριστόπουλος), 5/2022 (Αν . Δημητριάδου), 3/2022( Δ. Παπαγεωργίου), 22/2021( Αν. Δημητριάδου), 20/2021( Λ. Σοφουλάκης ), 15/2021 (Δ. Παπαγεωργίου ), 12/2020( Λ. Σοφουλάκης ), 10/2018 ( Δ. Παπαγεωργίου ), 4/2014( Χ. Βουρλιώτης ) ]

Πάγια επίσης θέση του Εισαγγελέα του ΑΠ ως θεσμού είναι ότι δεν γνωμοδοτεί επί ερωτημάτων που θέτουν ιδιώτες ( όπως ο ΟΤΕ - Όμιλος εταιρειών ) και μάλιστα διάδικοι ή εν δυνάμει διάδικοι ή με οποιονδήποτε τρόπο εμπλεκόμενοι σε συναφή δικαστική διαδικασία στο πεδίο όλων των δικαιοδοτικών κλάδων ( βλ. ενδεικτικά Γνωμοδότηση Εισαγγελέα ΑΠ 3/2022 (Δ. Παπαγεωργίου ) για εκκρεμή ποινική υπόθεση και 22/2021 (Αν . Δημητριάδου ) για υπόθεση δεκτική ακυρωτικού ελέγχου ενώπιον του ΣτΕ ). Ο Εισαγγελέας γνωμοδοτεί, όπως δείχνει η πάγια πρακτική, απαντώντας σε ερωτήματα κατώτερων εισαγγελέων, υπουργών, κρατικών αρχών και υπηρεσιών, της ΕΛΑΣ κ.ο.κ. Πάντως όχι εταιριών υπαγομένων στον έλεγχο Ανεξάρτητων Αρχών.

Στην προκειμένη περίπτωση η 1/2023 Γνωμοδότηση διατυπώνεται επί θέματος που συνιστά αντικείμενο εκκρεμών ποινικών προκαταρκτικών εξετάσεων και κυρίως εν δυνάμει αντικείμενο διοικητικής δίκης που ενδέχεται να ανοίξει εφόσον η ΑΔΑΕ έχει επιληφθεί του ελέγχου επί των παρόχων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μεταξύ των οποίων και ο αποδέκτης της γνωμοδότησης. Ένας ελεγχόμενος πάροχος όμως εφόσον προβάλλει νομικές αντιρρήσεις κατά της νομιμότητας των σχετικών (διοικητικών ως προς τη φύση τους) πράξεων της ΑΔΑΕ με τις οποίες παραγγέλλεται και διενεργείται έλεγχος σεβασμού του απορρήτου των επικοινωνιών, έχει τη δικονομική ευχέρεια να ασκήσει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας ενώπιον των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και εντέλει ενώπιον του ΣτΕ.

Άλλωστε ρητά προβλέπεται στο άρθρο 100 παρ. 1 περ. δ Συντ. ότι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο για την «άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή, τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων».

Ο Εισαγγελέας του ΑΠ δεν έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα επί θεμάτων που μπορούν να καταστούν αντικείμενο αυτής της δίκης ενώπιον του ΑΕΔ. Συνεπώς η 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του ΑΠ έχει χορηγηθεί καθ´υπέρβαση αρμοδιότητας και θέτει ουσιώδη ζητήματα σεβασμού της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρμοδιότητας των Ανεξάρτητων Αρχών, της κατανομής της δικαιοδοσίας μεταξύ των δικαιοδοτικών κλάδων και της εσωτερικής ανεξαρτησίας των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών που έχουν επιληφθεί ή θα επιληφθούν διοικητικών διαφορών ή ποινικών υποθέσεων σχετικών με την ιδιωτική εταιρεία που απευθύνθηκε στον Εισαγγελέα του ΑΠ και έτυχε της γνωμοδοτικής του προσοχής.


II. Η αντίληψη της 1/2023 Γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του ΑΠ για την ερμηνεία του Συντάγματος

Αν αγνοηθεί για τις ανάγκες της επιστημονικής συζήτησης το μείζον ζήτημα των ορίων της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας του Εισαγγελέα του ΑΠ και στρέψουμε την προσοχή μας στην ουσία της νομικής επιχειρηματολογίας της Γνωμοδότησης, η μήτρα του προβλήματος εντοπίζεται στην αντίληψη που απηχεί η Γνωμοδότηση ως προς τη θεσμική υπόσταση των προβλεπόμενων στο Σύνταγμα πέντε Ανεξάρτητων Αρχών και ιδίως της ΑΔΑΕ [ άρθρα 101 Α και 19 παρ. 2. Βλ. ενδεικτικά, Ευάγγελος Βενιζέλος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο. Το συνταγματικό φαινόμενο στον 21 ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, 2002, σελ 218 επ, με τις εκεί ειδικότερες αναφορές στις προπαρασκευαστικές εργασίες της Αναθεώρησης του 2001 και τις επισημάνσεις μου υπό την ιδιότητα του Γενικού Εισηγητή της πλειοψηφίας. Επίσης, αντί πολλών, Ευάγγελος Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Νέα έκδοση, 2021, σελ. 581 επ. και περαιτέρω βιβλιογραφικές ενδείξεις, σελ 590-591.]

Οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν εξαρτώνται από τις διακυμάνσεις και τις συγκυριακές επιλογές του κοινού νομοθέτη. Αυτό είναι το νόημα και η κανονιστική εισφορά της συνταγματικής κατοχύρωσής τους. Το ίδιο ισχύει και για τις προβλεπόμενες στο Δίκαιο της ΕΕ αρχές, συνήθως ρυθμιστικές όπως η ΕΕΤΤ και η ΡΑΕ , τις οποίες ο εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί να ευνουχίσει ή να απογυμνώσει από τις αρμοδιότητές τους. Κατά μείζονα λόγο, αρχές όπως η ΑΔΑΕ και η ΑΠΔΠΧ που είναι κατοχυρωμένες και κατά το Σύνταγμα και κατά το Δίκαιο της ΕΕ, έχουν την πολυεπίπεδη προστασία που τους προσφέρει το «επαυξημένο Σύνταγμα» ( βλ. Evangelos Venizelos, From the relativization of the Constitution to the “augmented Constitution”, ERPL/REDP, vol. 32, no 3, autumn/automne 2020, p. 973-1017 ).

Η Γνωμοδότηση σωστά θεωρεί ( σελ.10- 12) ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 19 Συντ. και η εκεί προβλεπόμενη Ανεξάρτητη Αρχή συνιστά θεσμική εγγύηση που περιβάλλει το απόρρητο των επικοινωνιών. Σφάλλει όμως όταν θεωρεί ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να αφαιρέσει ουσιώδεις ελεγκτικές αρμοδιότητες από την Ανεξάρτητη Αρχή ή πολύ περισσότερο να της απαγορεύσει και μάλιστα με απειλή ποινικών κυρώσεων να ασκεί τη συνταγματική αρμοδιότητά της περιβάλλοντας ως αποτελεσματική θεσμική εγγύηση το «απολύτως» απαραβίαστο δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β Συν.)

Η αντίληψη ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να διαπλάσει νομοθετικά μια αδύναμη και ατελέσφορη ΑΔΑΕ, εξαρτά την υπερέχουσα πρόβλεψη και ισχύ του Συντάγματος που ρυθμίζει με κανόνες αυξημένης τυπικής ισχύος τον μακρύ ιστορικό χρόνο και εγγυάται την αρχή του κράτους δικαίου, δηλαδή τη φιλελεύθερη όψη της δημοκρατίας, από την κυμαινόμενη βούληση του υποδεέστερης νομικής ισχύος κοινού νομοθέτη. Αυτό όμως είναι το ερμηνευτικό ατόπημα της «σύμφωνης με τον νόμο» ερμηνείας του Συντάγματος που αποπειράται να εξουδετερώσει το εθνικό τυπικό Σύνταγμα αλλά δεν μπορεί να εμφανιστεί ούτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ούτε πολύ περισσότερο ενώπιον του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ. Τα δύο ευρωπαϊκά δικαστήρια ελέγχουν με κανόνα αναφοράς το Δίκαιο της ΕΕ και την ΕΣΔΑ αντίστοιχα, το εθνικό Σύνταγμα ως πράξη που μπορεί να παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο ή την ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται και εφαρμόζεται εντέλει από τα εθνικά δικαστήρια.

Η Γνωμοδότηση θεωρεί ότι το άρθρο 19 Συντ. έχει το κανονιστικό περιεχόμενο που του δίνει ο πρόσφατος ν. 5002/2022, όπως περιοριστικά αποπειράται να τον ερμηνεύσει η ίδια. Ευτυχώς για το συνταγματικό κράτος δικαίου και την ευρωπαϊκή έννομη τάξη και την ΕΣΔΑ, το άρθρο 19 Συντ. έχει το μέγιστο δυνατό προστατευτικό περιεχόμενο που του προσδίδει η σύμφωνη με την ΕΣΔΑ και το Δίκαιο της ΕΕ ερμηνεία του και ο ν. 5002/2022 διασώζεται από πλευράς συνταγματικότητας μόνο ερμηνευόμενος σύμφωνα με το Σύνταγμα (πιο αναλυτικά, Ευάγγελος Βενιζέλος, Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων και ερμηνεία του Συντάγματος. Μαθήματα εμβάθυνσης στο Συνταγματικό Δίκαιο, 2022, ιδίως σελ. 39 επ. , 59 επ., 184 επ . και περαιτέρω βιβλιογραφική τεκμηρίωση σελ. 75 επ., 279 επ. ).


III. Οι σχέσεις εισαγγελικών αρχών και ανεξάρτητων αρχών

Από την εισαγωγή του θεσμού των Ανεξάρτητων Αρχών στο Σύνταγμα με την Αναθεώρηση του 2001 έως σήμερα οι εισαγγελικές αρχές τις αντιμετώπισαν με δυσπιστία ή και ανοικτή εχθρότητα. Αυτό εκδηλώθηκε ιδίως στο πεδίο του απορρήτου των επικοινωνιών και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Η εισαγγελική αντίληψη μπορεί να συνοψιστεί στη θέση ότι το απόρρητο των επικοινωνιών και η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν παρεμποδίζουν τις ανακριτικές πράξεις. Άρα οι δικονομικές ευχέρειες του εισαγγελέα και του τακτικού ανακριτή δεν μπορεί να εξαρτώνται από την άδεια της ΑΔΑΕ ή της ΑΠΔΠΧ γιατί η ανεξάρτητη δικαιοσύνη και οι ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί παρέχουν μείζονες εγγυήσεις και δεν υπάγονται στον έλεγχο των Ανεξάρτητων Αρχών. Η Γνωμοδότηση Εισαγγελέα ΑΠ 14/2007 (Γ. Σανιδάς) είχε προκαλέσει την παραίτηση του προέδρου και των μελών της ΑΠΔΠΧ και η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής συνήλθε στις 28.11.2007 σε ειδική συνεδρίαση στην οποία ανέπτυξα ως μέλος της Επιτροπής της θέση μου υπό τον τίτλο: «Ποιος μας φυλάει από τους φύλακες;». Περιλαμβάνεται στα πρακτικά της συνεδρίασης της Επιτροπής. [Βλ. επίσης ενδεικτικά τις Γνωμοδοτήσεις Εισαγγελέα του ΑΠ 8/ 2008 ( Κυρ. Καρούτσος), 9/2009 ( Γ. Σανιδάς ) , 12/2009 ( Αθ. Κατσιρώδης ), 12/2009( Ι. Τέντες )]

Το υποκείμενο επιχείρημα ήταν ο σεβασμός της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Όμως η αρχή της διάκρισης των εξουσιών λειτουργεί και αντίστροφα, όπως σημειώθηκε προηγουμένως σε σχέση με το άρθρο 100 παρ.1 περ. δ Συντ. Οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν περιορίζουν τις αρμοδιότητες της δικαιοσύνης, αλλά ενισχύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου ( άρθρο 25 παρ.1 Συντ.) .

Πρόσφατα μάλιστα το ΣτΕ ( Δ´ τμήμα ) με την 561/2022 απόφασή του έκρινε ότι η ΑΠΔΠΧ δεν δύναται να αρνηθεί να εξετάσει καταγγελία για παράνομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τον λόγο ότι έχει ασκηθεί παραλλήλως αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για τις ίδιες παραβάσεις. Επίσης η Ολομέλεια του ΣτΕ με την 1478/2022 απόφασή της ακύρωσε κοινή υπουργική απόφαση, κατά το μέρος που με αυτήν ρυθμίζεται η απαλλαγή των μαθητών/μαθητριών από το μάθημα των θρησκευτικών, διότι πριν από την έκδοσή της δεν τηρήθηκε, ως ουσιώδης τύπος, η παροχή γνώμης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

Το ΣτΕ δίνει το στίγμα του σεβασμού του θεσμικού ρόλου των Ανεξάρτητων Αρχών. Αυτό το στίγμα δίνει το προσεκτικό και όχι «απειλητικό» ύφος της Γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του ΑΠ 13/2021 ( Δ. Παπαγεωργίου ) που απευθύνεται στον Πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι επίτιμος Πρόεδρος του ΑΠ ( και όχι σε ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση υπαγόμενη στον έλεγχο του ΕΣΡ ). Γράφει χαρακτηριστικά η Γνωμοδότηση 13/2021, «Η προεκτεθείσα γνώμη μας (μετά παρρησίας εκφερομένη και προς επίτιμον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου απευθυνομένη) δεν απηχεί προσπάθεια να σας μεταπείσει …αλλά συνιστά απόπειρα ευσυνείδητης εκτέλεσης εισαγγελικού καθήκοντος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 25 παρ. 2 ΚΟΔΚΔΛ ( μη διαφεύγουσα, ενδεχομένως, τον κίνδυνο αστοχίας …)».

Στην προκειμένη όμως περίπτωση της Γνωμοδότησης 1/2023 το ζητούμενο δεν είναι να ασκηθεί ο έλεγχος επί της ΕΥΠ και των τηλεπικοινωνιακών παρόχων από την εισαγγελική αρχή στο πλαίσιο ποινικής προδικασίας που ως δικαστική αρμοδιότητα προτάσσεται αυτής της ΑΔΑΕ, αλλά να μη ασκηθεί κανένας απολύτως έλεγχος !


IV. Το εύρος της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών μετά τον πρόσφατο ν. 5002/2022

Ο πρόσφατος νόμος 5002/2022 εισήχθη στη Βουλή και ψηφίστηκε υπό το κλίμα της ύπαρξης και λειτουργίας στην ελληνική επικράτεια, αλλά υπό άγνωστο έλεγχο, κατασκοπευτικών λογισμικών και κυρίως της υπόθεσης των «επισυνδέσεων», δηλαδή άρσεων του απορρήτου από την ΕΥΠ για λόγους εθνικής ασφάλειας με διάταξη της τοποθετημένης εντός της ΕΥΠ εισαγγελικής λειτουργού.

Οι «επισυνδέσεις» αυτές χαρακτηρίστηκαν αρχικά τυπικά νόμιμες αλλά ουσιαστικά εσφαλμένες άρα παράνομες ως αναιτιολόγητες ή έστω εκδοθείσες καθ´υπέρβαση της αρχής της αναλογικότητας και των κριτηρίων που έχει διαμορφώσει η νομολογία του ΕΔΔΑ.

Στη συνέχεια επισήμως η κυβέρνηση δήλωσε ότι η ΕΥΠ έχει κινηθεί στα θέματα αυτά «εκτός πλαισίου» αλλά όχι εν γνώσει του Πρωθυπουργού.

Αιτιολογική βάση και πραγματολογικό πλαίσιο του νέου νόμου είναι, υποτίθεται, η ενίσχυση της διαφάνειας, η προσθήκη νέων εγγυήσεων, η εναρμόνιση με τη νομολογία του ΕΔΔΑ.

Ενώ στην αρχή υποστηρίχθηκε πολιτικά με πάθος η άποψη ότι τα πολιτικά πρόσωπα συμπεριλαμβανομένης της Προέδρου της Δημοκρατίας μπορεί και πρέπει να παρακολουθούνται ελεύθερα χωρίς ειδικές εγγυήσεις, τελικά ο νέος νόμος δέχθηκε τη θέση μου ότι πρέπει να υπάρχουν ειδικές εγγυήσεις και προέβλεψε τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου της Βουλής, διευρύνοντας μάλιστα την έννοια του πολιτικού προσώπου ώστε να περιλάβει και δημάρχους και περιφερειάρχες. Η εγγύηση που παρασχέθηκε μέσω του Προέδρου της Βουλής είναι υβριδική αλλά πάντως καλύτερη από την ωμή παραβίαση του Συντάγματος.

Ενώ στην αρχή υποστηρίχθηκε ότι οι λόγοι εθνικής ασφάλειας πρέπει να είναι ευρύτατοι και να καταστρατηγούν το άρθρο 19 παρ. 1 Συντ. εντέλει έγινε δεκτός νομοθετικός ορισμός της έννοιας της εθνικής ασφάλειας που με ικανοποίηση διαπιστώνω ότι εναρμονίζεται με τη θέση που υποστήριξα.

Ο νέος νόμος επανέφερε τη δυνατότητα ενημέρωσης του παρακολουθούμενου για λόγους εθνικής ασφάλειας που ο νομοθέτης είχε καταργήσει πριν λίγους μήνες, όμως έθεσε δυο σοβαρούς φραγμούς που είναι προβληματικοί από πλευράς αναλογικότητας και νομολογίας του ΕΔΔΑ. Ο πρώτος φραγμός είναι η πάροδος τριετίας, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα είναι δυσανάλογο και δεν δικαιολογείται. Ο δεύτερος φραγμός είναι η αφαίρεση της σχετικής αρμοδιότητας από την ΑΔΑΕ και η ανάθεσή της σε τριμελή επιτροπή με δυο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Ποια είναι η νομική φύση της επιτροπής αυτής; Ενώπιον ποίου δικαστηρίου προσβάλλονται οι πράξεις της; Προφανώς είναι διοικητική ως προς τη φύση της και υπάγεται εντέλει στο γενικό ακυρωτικό έλεγχο του ΣτΕ. Είναι όμως επιτροπή «δικαιοδοτικού χαρακτήρα» κατά το άρθρο 89 παρ. 2 Συντ. ώστε να επιτρέπεται η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών; Αν ναι, η κρίση περί άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας είναι και αυτή δικαιοδοτική, όπως υποστήριξα εξαρχής. [Βλ. αναλυτικά, Ευάγγελος Βενιζέλος, Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των πολιτών και των πολιτικών προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας- Η υπόθεση Ανδρουλάκη, Constitutionalism.gr, 4.9.2022 , Ευάγγελος Βενιζέλος, Η νομική φύση της εισαγγελικής διάταξης άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας - Η επίκληση απορρήτου ενώπιον εξεταστικής επιτροπής της Βουλής, 15. 9.2022,<https://www.evenizelos.gr/speeches/conferences-events/455-conferencespeech2022/6741-dsa-ev-venizelos-i-nomiki-fysi-tis-eisaggelikis-diataksis-arsis-tou-aporritou-ton-epikoinonion-gia-logous-ethnikis-asfaleias-i-epiklisi-aporritou-enopion-eksetastikis-epit>, Ευάγγελος Βενιζέλος, Ας εφαρμόσουμε το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ στην άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, Καθημερινή της Κυριακής 20.11.2022 ].

Τώρα η Γνωμοδότηση 1/2023 υιοθετεί το εξής επιχείρημα: εφόσον η ενημέρωση για τυχόν άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας μπορεί να γίνει εάν το ζητήσει ο θιγόμενος μόνον μετά την πάροδο τριετίας και εφόσον η σχετική αρμοδιότητα για την παροχή ενημέρωσης έχει πλέον ανατεθεί σε τριμελή επιτροπή συγκροτούμενη από δυο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ , η ΑΔΑΕ δεν έχει πλέον την αρμοδιότητα να ασκεί ελέγχους επί των τηλεπικοινωνιακών παρόχων για την παρακολούθηση τηλεφωνικών επικοινωνιών με νόμιμη «επισύνδεση».

Κατά τη λογική αυτή, οι πάροχοι μόνοι τους ή σε συνέργεια με στελέχη της ΕΥΠ μπορούν να παρανομούν και να προβαίνουν σε οποίες ενέργειες θέλουν ανεξέλεγκτα! Στη γνωμοδότηση δεν διατυπώνεται η θέση ότι η ΑΔΑΕ δεσμεύεται από το χρονικό όριο της τριετίας και την αρμοδιότητα της τριμελούς επιτροπής και συνεπώς δεν δικαιούται να ενημερώσει τον παρακολουθηθέντα για τυχόν ευρήματα, αλλά η θέση ότι η ΑΔΑΕ δεν μπορεί να ασκεί έλεγχο και να συγκεντρώνει στοιχεία όχι για να ενημερώσει τον παρακολουθούμενο, αλλά τη Βουλή δια της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και βεβαίως την εισαγγελική αρχή προβαίνοντας σε αναγγελία εγκλήματος που περιήλθε σε γνώση της.

Αυτή όμως η ερμηνεία του ν. 5002/2022 θα καθιστούσε τον νόμο αντίθετο προς το άρθρο 19 Συντ. και προς το άρθρο 8 ΕΣΔΑ. Συνεπώς δεν μπορεί να υποστηριχθεί.

Τίθεται επιπλέον το ερώτημα, οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές τι πλάτους και βάθους έλεγχο μπορούν να ασκήσουν επί της ΕΥΠ και των τηλεπικοινωνιακών παροχών αν κάποιος θεωρεί ότι παρακολουθείται παρανόμως και αντί να απευθυνθεί στην ΑΔΑΕ, απευθύνεται με έγκληση στον εισαγγελέα; Θα διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση και με ποιον πρακτικά τρόπο; Ο εισαγγελέας θα διενεργήσει έλεγχο στον πάροχο, θα ερευνήσει την τήρηση των προϋποθέσεων νόμιμης άρσης του απορρήτου, θα ελέγξει το ενδεχόμενο να έχουν τελεστεί ή να τελούνται όλα τα συναφή εγκλήματα που τυποποιεί ο ΠΚ και η ειδική νομοθεσία με τελευταίο το ν. 5002/2022; Ή μήπως ο εισαγγελέας θα θέσει σε οιονεί καθεστώς αναστολής τη δικογραφία λέγοντας ότι πρέπει να περιμένει τρία χρόνια χωρίς μάλιστα να γνωρίζει ποια είναι η αφετηρία της τριετίας;


V.  Και τώρα;

Το absurdum είναι προφανές. Δικονομικά γίνεται ακόμη πιο καφκικό, αν υποθέσουμε ότι η ΑΔΑΕ ασκεί την εκ του Συντάγματος αρμοδιότητάς της χωρίς προφανώς να ενημερώνει κανένα παρακολουθούμενο αλλά τη Βουλή και την εισαγγελική αρχή σε περίπτωση διαπίστωσης εγκλήματος. Στην περίπτωση αυτή η εμφατική υπόμνηση των εγκλημάτων που μπορεί να τελέσουν τα μέλη της ΑΔΑΕ με την οποία κορυφώνεται η γνωμοδότηση, τι θα απογίνει; Θα ασκηθούν διώξεις κατά του προέδρου και των μελών της ΑΔΑΕ;

Αυτή θα ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα διεθνώς ποινική προδικασία και δίκη στην οποία θα συμπυκνωθεί όλη η συζήτηση για το ευρωπαϊκό κράτος δικαίου και τη φιλελεύθερη δημοκρατία.

Στο μεταξύ οι πράξεις της ΑΔΑΕ τεκμαίρονται νόμιμες και εκτελούνται αυτογνωμόνως. Συμπεριλαμβανομένων των προστίμων και λοιπών κυρώσεων κατά των τηλεπικοινωνιακών παρόχων. Τις πράξεις αυτές δεν τις ελέγχει δικαστικά ο Εισαγγελέας του ΑΠ αλλά ο διοικητικός δικαστής.

Έχω την ελπίδα ότι ένας ευφυής, έμπειρος και εγκρατής νομικός με τη διαδρομή και την ικανότητα αντίστασης στις προσβολές της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης που διαθέτει ο σημερινός Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, θα βρει τη βούληση και το θάρρος να επανεξετάσει τη Γνωμοδότηση.

 Προσωπικά θα ήμουν πολύ ικανοποιημένος αν διάβαζα ή άκουγα επιχειρήματα που αποδεικνύουν ότι δεν κατανοήθηκε ορθά η γνωμοδότηση και ότι δεν υποστηρίζει θέσεις όπως αυτές που κατέστησαν αντικείμενο της επιστημονικής κριτικής και του νομικού σχολιασμού που προηγήθηκε. -
πηγή: evenizelos.gr
_____________________________________

* Ευάγγελος Βενιζέλος, Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Γενικός εισηγητής της Αναθεώρησης του Συντάγματος του 2001 - Πρώην εισηγητής της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ.

Οργή στον Πολιτικό και Νομικό κόσμο η "αντισυνταγματική" γνωμοδότηση Ντογιάκου περί αναρμοδιότητας της ΑΔΑΕ στις έρευνες των υποκλοπών!



Θύελλα αντιδράσεων έχει προκαλέσει το αντισυνταγματικό "μπλόκο" του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρου Ντογιάκου στην ΑΔΑΕ, καθώς με εισαγγελική γνωμάτευση ζητά να μην ελεγχθούν τα αιτήματα που έχουν καταθέσει πολίτες προκειμένου να ελεγχθεί εάν είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ...


Σε μια κρίσιμη στιγμή των ελέγχων της ΑΔΑΕ για τις υποκλοπές κι ενώ φαίνεται πως αυτοί απέδιδαν καρπούς επιβεβαιώνοντας τις παρακολουθήσεις και άλλων προσώπων από τις λίστες που δημοσίευσε το Documento, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έστειλε σήμερα στους παρόχους κινητής τηλεφωνίας γνωμάτευση με την οποία απειλεί με ποινικές κυρώσεις την ΑΔΑΕ - Ευθεία βολή κατά του Συντάγματος και της Δημοκρατίας.

Ο Ισίδωρος Ντογιάκος, με γνωμοδότησή του την οποία κοινοποίησε στην ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών) και στους παρόχους κινητής τηλεφωνίας, υποστηρίζει ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα από την ισχύουσα νομοθεσία να διαχειρίζεται αιτήματα πολιτών, οι οποίοι ζητούν να πληροφορηθούν εάν υπήρξε παρακολούθηση των τηλεφώνων τους για λόγους εθνικής ασφάλειας ούτε να απευθύνεται σε τηλεφωνικούς παρόχους.

Ισίδωρος Ντογιάκος: «...η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα για διαχείριση αιτημάτων σχετικά με παρακολουθήσεις πολιτών ούτε κι αν αυτές έγιναν στο παρελθόν...η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα για διαχείριση αιτημάτων σχετικά με παρακολουθήσεις πολιτών ούτε κι αν αυτές έγιναν στο παρελθόν...»

Ακολουθεί εισαγγελική γνωμοδότηση Ισίδωρου Ντογιάκου:
«Ολόκληρο το κείμενο των διατάξεων και των βουλευμάτων που επιβάλλουν την άρση του απορρήτου ή απορρίπτουν σχετικό αίτημα, παραδιδόταν αμελλητί στην ΑΔΑΕ και υπό το πρίσμα των διατάξεων του προϊσχύσαντος νόμου 2225 του 1994. Το κείμενο των εν λόγω διατάξεων και βουλευμάτων προβλέπεται και με τη θέση σε ισχύ του νόμου 5002 του 2022 να παραδίδεται και πάλι αμελλητί στην ΑΔΑΕ, σε μη επεξεργάσιμη μορφή με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα, το οποίο καλύπτει τις προϋποθέσεις ασφάλειας του απορρήτου του περιεχομένου του. Οι διατάξεις και τα βουλεύματα που αποστέλλονται στην ΑΔΑΕ αποθηκεύονται και τηρούνται σε ειδικά ηλεκτρονικά αρχεία που βρίσκονται σε σύστημα βάσης δεδομένων, όπως προβλέπει ο νόμος».

Παράλληλα, η εισαγγελική γνωμοδότηση ως προς τον θιγόμενο πολίτη αναφέρει ότι μπορεί να ζητήσει να ενημερωθεί εάν το τηλεφωνό του έχει παρακολουθηθεί και να ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία που προβλέπεται με σχετική απόφαση του τριμελούς οργάνου (δύο εισαγγελείς και ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ) μετά την παρέλευση τριετίας, αν η παρακολούθηση έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας και υπό την προϋπόθεση πως από την ενημέρωση δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίον έγινε.

Κατά αυτό το σκέλος της γνωμοδότησης δεν επιτρέπεται άλλοι πλην του θιγόμενου να ζητήσουν στοιχεία, όπως για παράδειγμα αρχηγός πολιτικού κόμματος ή άλλος πολιτικός παράγοντας. Ήδη εκκρεμεί αίτημα του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξη Τσίπρα, προς την ΑΔΑΕ για ενημέρωση.

Ακόμη, ο κ. Ντογιάκος τονίζει ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα για διαχείριση αιτημάτων σχετικά με παρακολουθήσεις πολιτών ούτε κι αν αυτές έγιναν στο παρελθόν, και πάντως πριν τον πρόσφατο νόμο της κυβέρνησης που ανέθεσε σε τριμελές όργανο την αρμοδιότητα της διαχείρισης των αιτημάτων των πολιτών, καθώς ο πρόσφατος νόμος έχει αναδρομική ισχύ.

Επίσης, η γνωμοδότηση αναφέρεται σε σειρά ποινικών διατάξεων ειδικών νόμων αλλά και του Ποινικού Κώδικα, που επισύρουν ποινές ακόμα και δέκα χρόνια κάθειρξη για όσους παραβιάζουν τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, μηδέ και της ΑΔΑΕ εξαιρουμένης. Ειδικότερα, ως προς τις ποινές, στη γνωμοδότηση επισημαίνεται: «Λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα του θέματος της άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών, οι προβλεπόμενες από το ήδη ισχύον νομοθετικό καθεστώς ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των σχετικών διατάξεων τόσο εκ μέρους κάποιου μέλους της ΑΔΑΕ όσο και εκ μέρους άλλων προσώπων, τα οποία αναφέρονται σαφώς στον νόμο, είναι ιδιαίτερα σοβαρές, με προβλεπόμενη ποινή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμα και πρόσκαιρης κάθειρξης».

Επιπλέον, στη γνωμοδότηση αναφέρονται οι αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ όπως προκύπτουν από τον νόμο του 2003 και τονίζεται ότι η Αρχή ιδρύθηκε με συνταγματική διάταξη αλλά το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει πως οι αρμοδιότητες και η λειτουργία της καθορίζονται όχι από τον ίδιο αλλά από κοινό νόμο.

Ειδικότερα, στην εισαγγελική γνωμοδότηση σημειώνεται: «Είναι πρόδηλο ότι ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει στην ΑΔΑΕ “λευκή επιταγή”, δεν απονέμεται απευθείας εκ του Συντάγματος στην ΑΔΑΕ η ελεγκτική της αρμοδιότητα. Το Σύνταγμα προβλέπει τον σκοπό και την αποστολή της που συνίσταται στη διασφάλιση του απόρρητου των επικοινωνιών. Ο τρόπος εκπλήρωσης και υλοποίησης της αποστολής της, όμως προβλέπονται από τον νόμο, όπως επίσης οι όροι και η διαδικασία άρσης του απορρήτου. Το Σύνταγμα αν και καθιδρύει τη συγκεκριμένη Αρχή (ΑΔΑΕ) καταλείπει στον κοινό νομοθέτη το εύρος και τον τρόπο της άσκησης των αρμοδιοτήτων της, μολονότι, δε, ανεξάρτητη δεν είναι κανονιστικά αυτόνομη, ούτε legibus solutus, αλλά ενεργεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους».


Απάντηση Χρήστου Ράμμου στη γνωμοδότηση Ντογιάκου: «Κανένα κρατικό όργανο δεν μπορεί να ασκήσει έλεγχο ή εποπτεία στην ΑΔΑΕ»

Την έντονη αντίδραση του προέδρου της ΑΔΑΕ, Χρήστου Ράμμου, προκάλεσε η γνωμοδότηση που εξέδωσε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος. Ο κ. Ράμμος επισημαίνει τα εξής:


«Σύμφωνα με το Ελληνικό Σύνταγμα, όπως αναθεωρήθηκε το 2001, αλλά σύμφωνα και με τα ισχύοντα ευρύτερα στα κράτη του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, στα οποία ανήκει η χώρα μας, ο θεσμός των ανεξαρτήτων αρχών προϋποθέτει την πραγματική και όχι απλώς στα χαρτιά ανεξαρτησία της λειτουργίας τους και δεν είναι συμβατός με την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών υπό κηδεμόνευση ή καθ’ υπαγόρευση.

Ειδικότερα, η ρητή, κατά το άρθρο 19, παρ. 2, του Συντάγματος, συνταγματική κατοχύρωση της ΑΔΑΕ ως ανεξάρτητης αρχής, διασφαλίζουσας μάλιστα το απολύτως απαραβίαστο δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών, έχει την έννοια ότι κανένα κρατικό όργανο δεν μπορεί να ασκήσει επί της εν λόγω Αρχής οιαδήποτε μορφή προληπτικού ελέγχου ή προληπτικής εποπτείας (εντολή, κατευθυντήρια ερμηνευτική οδηγία κ.λ.π.).

Συνεπώς, και με δεδομένο ότι το Σύνταγμα φωτίζει την ερμηνεία των νόμων και όχι το αντίστροφο, το άρθρο 29 παρ. 2 του Ν.4938/2022, ερμηνευόμενο σύμφωνα με το άρθρο 19, παρ. 2, του Συντάγματος, έχει την έννοια ότι ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου δεν δύναται, επικαλούμενος τη γενική αρμοδιότητά του να γνωμοδοτεί επί «νομικών ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος», να διατυπώνει γνώμη επί της ερμηνείας και εφαρμογής διατάξεων που αφορούν τις συνταγματικές αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ, απευθύνοντας σε αυτήν κατευθυντήριες οδηγίες και απειλώντας μάλιστα με πρωτοφανή τρόπο τα μέλη της με βαρύτατες ποινικές κυρώσεις, αν ασκήσουν τις αρμοδιότητες τους με τρόπο διαφορετικό από τον από αυτόν υιοθετούμενο. Η δε απαγόρευση έκδοσης τέτοιας αντισυνταγματικής γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ισχύει a fortiori, εάν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η ΑΔΑΕ έχει ήδη επιληφθεί αρμοδίως συναφών υποθέσεων και διενεργεί ήδη σχετικούς ελέγχους. Επομένως, η επίμαχη γνωμοδότηση του κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, πέρα από το γεγονός ότι νομικά δεν έχει παράγει καμία απολύτως δέσμευση (ως γνωστόν δέσμευση στην ελληνική έννομη τάξη παράγουν μόνο οι δικαιοδοτικές αποφάσεις των δικαστηρίων), παραβιάζει εξόφθαλμα την ευθέως εκ του Συντάγματος εκπορευόμενη ανεξαρτησία της ΑΔΑΕ, η οποία μέχρι σήμερα είχε πάντοτε γίνει σεβαστή.

Περαιτέρω, η -ούτως ή άλλως προβληματική ως προς τη συμβατότητά της με την ΕΣΔΑ και το εθνικό Σύνταγμα- ρύθμιση της παρ. 7 του άρθρου 4 του Ν. 5002/2022 σχετικά με το ειδικό ζήτημα της ενημέρωσης του παρακολουθούμενου για λόγους εθνικής ασφάλειας ουδόλως περιορίζει τις γενικές αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 §1 του ειδικότερου, εκτελεστικού του άρθρου 19 §2 του Συντάγματος, νόμου 3115/2003. Πρόκειται για δύο νόμους με μη διασταυρούμενα κανονιστικά πεδία. Εκτός, δε του γεγονότος ότι ουδόλως προκύπτει πως ο νομοθέτης θέλησε έναν τέτοιο περιορισμό, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι η αποτελεσματική άσκηση αυτών των γενικών αρμοδιοτήτων συνδέεται από την ημέρα που ιδρύθηκε η ΑΔΑΕ, κατά τρόπο άρρηκτο και πολυποίκιλο, με τον συστηματικό έλεγχο των παρόχων και όλων των δημοσίων φορέων, στον τομέα της διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών · έλεγχο, ο οποίος δεν έχει ως μόνο σκοπό την ενημέρωση που προβλέπεται στην παρ. 7 του άρθρου 4 του Ν. 5002/2022. Κάτι που επιμένει να παραγνωρίζει ο κ. Εισαγγελεύς στην γνωμοδότηση του.

Θα ακολουθήσει εντός των αμέσως προσεχών ημερών εκτενής ανακοίνωση της Ολομέλειας της ΑΔΑΕ επί των εν λόγω θεμάτων.

Χρήστος Ράμμος

Πρόεδρος της ΑΔΑΕ
Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ.».


Αλέξης Τσίπρας προς Ισίδωρο Ντογιάκο: Αν η αναζήτηση της αλήθειας είναι έγκλημα, ελάτε να με συλλάβετε

Hχηρό μήνυμα προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μετά την πρωτοφανή κίνησή του να μπλοκάρει τις έρευνες της ΑΑΔΕ για τις υποκλοπές, στέλνει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Τονίζει ότι η γνωμοδότηση Ντογιάκου είναι αντισυνταγματική, ότι ο εισαγγελέας «επιχειρεί να εκφοβίσει τους λειτουργούς της Ανεξάρτητης Αρχής», αλλά και όποιον άλλο αναζητά στοιχεία, άρα και τον ίδιο: «Αν αυτή η ενέργεια διώκεται ποινικά, του δηλώνω ότι παραιτούμαι της βουλευτικής μου ασυλίας. Κύριε Εισαγγελέα, Σας περιμένω να με συλλάβετε»

Ο Αλέξης Τσίπρας τονίζει συγκεκριμένα:

«Στις 5 Δεκέμβρη του 2022 επισκέφτηκα τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με αφορμή τα δημοσιεύματα για τη παρακολούθηση των Αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και σειράς πολιτικών προσώπων από την ΕΥΠ.

Του εξέθεσα τη βαθιά μου ανησυχία για την επιχειρούμενη δημοκρατική εκτροπή και του επισήμανα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία υπάρχουν στους παρόχους.

Του ζήτησα δε, να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί και να αναζητήσει την αλήθεια απευθυνόμενος ο ίδιος στους παρόχους, ώστε να μη μείνει καμία βαριά σκιά στη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος.

Έναν μήνα μετά, όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημά μου, αλλά με έκπληξη παρακολουθώ ότι σήμερα επιχειρεί με τρόπο πρωτόγνωρο να εμποδίσει την κατά το Σύνταγμα αρμόδια Ανεξάρτητη Αρχή να ασκήσει τα καθήκοντά της και να αναζητήσει την αλήθεια.

Η γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος.

Κανένας νόμος και καμία γνωμοδότηση δε μπορεί να ακυρώσει το Σύνταγμα και την εκεί οριζόμενη αποστολή της ΑΔΑΕ να ελέγχει και να διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών.

Το χειρότερο, όμως, όλων είναι ότι ο κ. Εισαγγελέας δε στέκεται μόνο στη γνωμοδότηση, αλλά επιχειρεί και να εκφοβίσει τους λειτουργούς της Ανεξάρτητης Αρχής, διατυπώνοντας απειλές περί κάθειρξης όσων τολμήσουν να πράξουν το καθήκον τους και αντισταθούν στην εκτροπή αναζητώντας την αλήθεια.

Οι απειλές αυτές είναι γνωστές και διατυπωμένες από τους ενόχους και όσους τρέμουν την αποκάλυψη των παρανομιών που διέπραξαν, εδώ και μήνες.

Ωστόσο μιας και τις επαναλαμβάνει ο κ. Εισαγγελέας, επισημαίνοντας μάλιστα ότι ουδείς άλλος πέραν του θιγόμενου έχει δικαίωμα να αναζητήσει στοιχεία, είναι προφανές ότι οι απειλές αυτές δεν αφορούν μόνο τα στελέχη της ΑΔΑΕ αλλά και εμένα προσωπικά. Αφού ως γνωστόν, έχω καταθέσει από τις 7 Δεκεμβρίου 2022, αίτημα ενώπιον της ΑΔΑΕ προκειμένου να αναζητηθούν στοιχεία σχετικά με την άρση του απορρήτου συγκεκριμένων προσώπων με κρίσιμο ρόλο στο δημόσιο βίο.

Αν αυτή η ενέργεια, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, διώκεται ποινικά, του δηλώνω ότι παραιτούμαι της βουλευτικής μου ασυλίας και τον καλώ να προβεί στα νόμιμα σε βάρος μου.

Κύριε Εισαγγελέα, Πλατεία Ελευθερίας 1, είναι το γραφείο μου.

Σας περιμένω να με συλλάβετε.

Ας γνωρίζετε, όμως, τόσο εσείς όσο και όσοι απεργάζονται αυτές τις πρωτοφανείς και κατάφωρα αντισυνταγματικές ενέργειες πως ό,τι και να κάνετε, δεν θα εμποδίσετε την αλήθεια να λάμψει, ούτε θα καταφέρετε να φιμώσετε τη δημοκρατία.

Έχει βαθιές ρίζες σε αυτόν τον τόπο.»

SG 

Βασιλική Θάνου: «Δικαιολογημένα οι δηλώσεις Ντογιάκου θεωρήθηκαν απειλή σε όσους του ασκούν κριτική» (ηχητικό)


Μιλώντας στον ρ/σ 105,5 "ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ" για τις αποκαλύψεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας με τις παρακολουθήσεις υπουργών και πολιτικών στελεχών, η κυρία Θάνου υπογράμμισε πως είναι αυτονόητο ότι «πρέπει να επεμβαίνουν αμέσως εισαγγελικές αρχές όταν έχουμε τέτοιες αποκαλύψεις»


Η πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου, εξέφρασε την νομική άποψη ότι «θα έπρεπε να έχουν ενοποιηθεί οι δικογραφίες σε έναν εισαγγελέα»

Σκληρή κριτική στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισιδώρου Ντογιάκο, τόσο για την διεκπεραίωση της έρευνας αναφορικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών, όσο όμως και για τις απειλές προς τα μέσα ενημέρωσης που του ασκούν κριτική, διατύπωσε μιλώντας στο Κόκκινο και στους Γιώργο Τραπεζιώτη και Γιώργο Μελιγγώνη η πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου.

Μιλώντας για τις αποκαλύψεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας με τις παρακολουθήσεις υπουργών και πολιτικών στελεχών, η κυρία Θάνου υπογράμμισε πως είναι αυτονόητο ότι «πρέπει να επεμβαίνουν αμέσως εισαγγελικές αρχές όταν έχουμε τέτοιες αποκαλύψεις». «Έχει εκτεθεί η Ελλάδα από τις υποκλοπές», επέμεινε η κυρία Θάνου, τονίζοντας ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, θα έπρεπε να δίνεται μία προτεραιότητα «γιατί η καθυστέρηση», όπως είπε, «ενέχει τον κίνδυνο απώλειας αποδεικτικών στοιχείων». «Η δικαιοσύνη θα έπρεπε να είχε κοιμηθεί με πολύ ταχύτερους ρυθμούς. Ακριβώς την επόμενη μέρα, η εισαγγελία πρέπει να συλλέγει τα στοιχεία», τόνισε η κυρία Θάνου για να προσθέσει ότι «την βασιμότητα των στοιχείων έχει υποχρέωση να ελέγξει ο δικαστικός λειτουργός και όχι ο δημοσιογράφος». Η πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου Εξέφρασε την νομική άποψη ότι «θα έπρεπε να έχουν ενοποιηθεί οι δικογραφίες σε έναν εισαγγελέα», ώστε, όπως είπε, να έχει την συνολική εικόνα της υπόθεσης και να αποκρουστεί ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων.

Σε σχέση με τις δηλώσεις του Ισίδωρου Ντογιάκου κατά των μέσων ενημέρωσης που του ασκούν κριτική και την προειδοποίηση του για φορολογικούς ελέγχους, η Βασιλική Θάνου υπογράμμισε απερίφραστα ότι «ήταν λάθος οι δηλώσεις Ντογιάκου» για να προσθέσει ότι δικαιούται μέν να απαντήσει στην κριτική, ωστόσο «η διατύπωση του δικαιολογημένα θεωρήθηκε απειλή για όσους του ασκούν κριτική». «Απορώ πως δεν αντέδρασε η ένωση δικαστών και εισαγγελέων, της οποίας το βήμα χρησιμοποίησε ο κύριος Ντογιάκος», τόνισε με νόημα η Βασιλική Θάνου.

Σε σχέση με την γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στην Cosmote σχετικά με την παροχή στοιχείων στην ΑΔΑΕ, η Βασιλική Θάνου υπογράμμισε πως όταν έχεις θέση εξουσίας, δε λες γνώμη σαν Ντογιάκος αλλά με βάση τις θέσεις που έχεις. Δεν υπάρχει άτυπη γνωμοδότηση, υπογράμμισε με έμφαση η πρώην υπηρεσιακή πρωθυπουργός.

Τέλος, ερωτηθείσα αν μπορεί να είναι ανέλεγκτη η εισαγγελέας της ΕΥΠ η Βασιλική Βλάχου, η Βασιλική Θάνου υπογράμμισε ότι ο εισαγγελέας αποσπάται στην ΕΥΠ για να ελέγχει την νομιμότητα, όχι για να προσυπογράφει. Θα έπρεπε να την είχε προβληματίσει πως γίνεται μέσα σε έναν χρόνο να χρειάζεται να παρακολουθούνται τόσες χιλιάδες, κατέληξε η Βασιλική Θάνου.

Γιάννης Μαντζουράνης: «Και μη χειρότερα, κύριε Ντογιάκο!» - Ανοικτή επιστολή



Η ανοικτή επιστολή του έγκριτου δικηγόρου Γιάννη Μαντζουράνη είναι μια απάντησή στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρο Ντογιάκο, για την κριτική και τις απειλές του στον τύπο κατά την ομιλία του στις 18/12/2023 στην Γενική Συνέλευση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος.


Ανοικτή Επιστολή του Γιάννη Μαντζουράνη* για την ομιλία του Ισίδωρου Ντογιάκου στην Γ.Σ. της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος.


«Διάβασα με κατάπληξη στα όρια της αγανάκτησης όσα εκστόμισε στη Γενική Συνέλευση της Ένωσης Εισαγγελέων ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ισίδωρος Ντογιάκος. Και θεωρώ υποχρέωσή μου, ως μαχόμενος δικηγόρος και ενεργός πολίτης, να σχολιάσω τα ακόλουθα:

Είπε: «Δεν είναι άξιοι κάποιοι να φέρουν τον κάποτε άκρως τιμητικό τίτλο και ιδιότητα του εκδότη εφημερίδων ή περιοδικών».

Ποιοι είναι οι κάποιοι, κύριε Ντογιάκο; Γιατί δεν τολμάτε να τους κατονομάσετε; Δεν αντιλαμβάνεστε ότι, εφόσον δεν τους κατονομάζετε, μετατρέπετε σε υπόπτους όλους τους εκδότες; Και εν πάση περιπτώσει, από που προκύπτει το δικαίωμά σας να κρίνετε ποιοι εκδότες και κατ’ επέκταση δημοσιογράφοι, είναι άξιοι και ποιοι όχι; Δεν καταλαβαίνετε πόσο ακραία υπέρβαση των αρμοδιοτήτων σας είναι αυτό;

Είπε: «Ένας εκτεταμένος φορολογικός έλεγχος σε αυτούς τους ολίγους θα αποκαλύψει πολλά και ενδιαφέροντα σχετικά με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες».

Εδώ, κύριε Ντογιάκο, εκτοξεύετε ευθεία απειλή και απροκάλυπτη συκοφαντία. Αφήνετε να αιωρείται, χωρίς στοιχεία και ονόματα, μια βαρύτατη κατηγορία για εκδότες και δημοσιογράφους. Παρεμβαίνετε έτσι σε μια λειτουργία της δημοκρατίας, τη συνταγματικά προστατευόμενη ελευθερία της ενημέρωσης των πολιτών, με τρόπο που αρμόζει σε λογοκριτή και όχι σε εισαγγελικό λειτουργό.
Είπε: «Δεν είναι δυνατόν να χλευάζουν και να απαξιώνουν δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς συγκρίνοντας αυτούς με δικαστές και εισαγγελείς χωρών του εξωτερικού με διαφορετικά δικονομικά συστήματα…».

Γιατί δεν είναι δυνατόν να συγκρίνουν, επικρίνουν ακόμα και να χλευάζουν οποιονδήποτε φορέα κρατικής εξουσίας κύριε Ντογιάκο; Μήπως λησμονείτε ότι δεν ασκείτε ανεξέλεγκτη εξουσία, αλλά με τους όρους και περιορισμούς από το Σύνταγμα και τους νόμους;

Μήπως διαφεύγει της προσοχής σας ότι οφείλετε να λειτουργείτε εντός των πλαισίων του ισχύοντος Συντάγματος; Μήπως δεν κατανοείτε ότι στα δημοκρατικά πολιτεύματα ουδείς φορέας εξουσίας είναι υπεράνω των νόμων, υπεράνω του δημόσιου ελέγχου και κυρίως υπεράνω υποψίας, όταν αυτή γεννιέται – κατά την πλέον επιεική έκφραση – από αμφιλεγόμενες πράξεις και παραλείψεις του και μια τουλάχιστον περίεργη στάση, που αποκαλύπτει συγκεκριμένη ιδεολογική αφετηρία, η οποία έχει καταδικαστεί πλειστάκις από τον ελληνικό λαό σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μετά τη μεταπολίτευση, ενώ ταυτόχρονα προδίδει απολύτως ασύμβατες με το δημοκρατικό φρόνημα πολιτικές απόψεις;

Γιατί ενοχλείστε και συμπεριφέρεστε ως θιγόμενος από συγκρίσεις με δικαστές και εισαγγελείς άλλων κρατών, όπως του Βελγίου πρόσφατα; Αισθάνεστε προσωπικά προσβεβλημένος από αυτή τη σύγκριση, η οποία αναφέρεται στον τρόπο, που αντιμετωπίζεται από τις ελληνικές εισαγγελικές αρχές το μείζον σκάνδαλο των υποκλοπών;

Από πού και ως πού αναγορεύεστε «αισυμνήτης και τιμητής» των εντύπων και ηλεκτρονικών ΜΜΕ; Σε ποιες διατάξεις νόμων και Συντάγματος βρίσκεται η νομιμοποιητική βάση της εξουσίας, που σφετερίζεστε για να καθορίζετε τι είναι επιτρεπτό και τι ανεπίτρεπτο στη δημοσιογραφική κριτική, ή ακόμη και πολεμική των ΜΜΕ έναντι των φορέων κάθε εξουσίας στην Ελληνική Δημοκρατία; Συμπεριλαμβανομένων βεβαίως και των φορέων της δικαστικής εξουσίας χωρίς απολύτως καμία εξαίρεση, δηλαδή και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μη εξαιρουμένου;

Είπε: «Χωρίς τις υποκλοπές δεν αντιμετωπίζεται το έγκλημα».
Αντιγράψατε έτσι, κύριε Ντογιάκο, μια δήλωση Βέλγου Εισαγγελέα με αφορμή την υπόθεση Καϊλή, για να συσκοτιστούν τα όσα συμβαίνουν στο ελληνικό σκάνδαλο των υποκλοπών. Και αυτό γιατί:

α) Αποκρύπτετε ότι στο Βέλγιο οι παρακολουθήσεις έγιναν με σεβασμό στη νομιμότητα και τηρήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες στο νόμο τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις,

β) Στην Ελλάδα σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν ελέγχεται για υποκλοπές, που έχουν σχέση με το έγκλημα, αλλά για υποκλοπές, που η ίδια διαπράττει και είναι βαρύτατο έγκλημα. Και αφού πρώτα απαξιώσατε και απειλήσατε ακριβώς όσους εκδότες και δημοσιογράφους ερευνούν τη δυσώδη υπόθεση των υποκλοπών και επικρίνουν τη στάση της εισαγγελικής αρχής, της οποίας προΐστασθε, εν τέλει προσπαθείτε να «ξεπλυθεί» και το ίδιο το έγκλημα των υποκλοπών.

Προφανώς ξεχνάτε ότι η σταθερή νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας μόνιμα επαναλαμβάνει ότι η ελευθερία του Τύπου είναι δημιουργικός και θεσμικός παράγοντας (konstitutiv) του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κι αυτό γιατί η πληροφόρηση και η γνώση αποτελούν την κύρια άμυνα του πολίτη κατά των αυθαιρεσιών των φορέων οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.

Εν τέλει ως απλός πολίτης έχετε δικαίωμα να λέτε ό,τι θέλετε και συνεπώς να κρίνεστε γι’ αυτά. Ωστόσο, ως Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεσμεύεστε από το Σύνταγμα που απαγορεύεται να υπερβαίνετε κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων σας και την εκφορά δημόσιου λόγου. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία σας για να κρίνετε και ενεργείτε στα πλαίσια του λειτουργήματός σας και των αυστηρά καθορισμένων αρμοδιοτήτων σας. Παρόλα αυτά, όμως, σε καμία περίπτωση, οι δικαστές και εισαγγελείς δεν δικαιούνται να καθορίζουν οι ίδιοι τις αρμοδιότητές τους, να αυτονομούνται και να αυτονομιμοποιούνται για παρεμβάσεις στην πολιτική διαμάχη.

Εν ολίγοις, για το πώς λειτουργεί το Κράτος, η Κυβέρνηση, η Βουλή, τα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ δεν πέφτει στους δικαστές και εισαγγελείς κανένας μα κανένας απολύτως λόγος, όσο φοράνε την τήβεννο. Αν θέλουν να μπουν στον πολιτικό αγώνα, είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους, πλην όμως χωρίς την τήβεννο του Δικαστή και Εισαγγελέα (βλ. Δημήτρη Τσάτσου: Η μεγάλη παρακμή, σελ. 145-146, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2006).»

Γιάννης Μαντζουράνης είναι δικηγόρος, μέλος της ΚΕ και Επικεφαλής του Τμήματος Δικαιοσύνης ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ..

Σκάνδαλο παρακολουθήσεων: Έφοδος εισαγγελικών αρχών σε έξι εταιρίες που εμπλέκονται με το λογισμικό Predator


Στο πλαίσιο της προκαταρκτικής έρευνας για τις παρακολουθήσεις, οι εισαγγελικές αρχές πραγματοποίησαν έφοδο σε τουλάχιστον έξι εταιρείες που σχετίζονται με το κακόβουλο λογισμικό Predator.

Earn $1000 / Month For More Information Click Here https://alisufian.gumroad.com/l/earn1000dollarMonth

 

Εκτεταμένη επιχείρηση με αιφνιδιαστικές εφόδους σε εταιρίες που εμπλέκονται στην υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, βρίσκεται σε εξέλιξη από τις εισαγγελικές αρχές. Τουλάχιστον έξι εταιρίες έχουν τεθεί στο στόχαστρο των Εισαγγελέων που διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, οι οποίοι οργάνωσαν μία εκτεταμένη επιχείρηση με αιφνιδιαστικές εφόδους στα γραφεία τους.

Στόχος των εφόδων είναι ο εντοπισμός στοιχείων που μπορούν να συμβάλλουν στην έρευνα για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις. Τα στοιχεία που συλλέγουν οι εισαγγελείς θα αξιολογηθούν, στη συνέχεια, προκειμένου να αποφασιστούν οι επόμενες κινήσεις στο πλαίσιο της έρευνας.

Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, οι εισαγγελικοί λειτουργοί που «τρέχουν» τη μεγάλη έρευνα για τις καταγγελίες περί της χρήσης του κακόβουλου λογισμικού Predator για παρακολουθήσεις επικοινωνιών συγκεκριμένων προσώπων, αξιοποίησαν στοιχεία που τους κοινοποιήθηκαν τις τελευταίες ημέρες, έγγραφα αλλά και μαρτυρικές καταθέσεις. Τα εν λόγω στοιχεία φαίνεται να οδηγούν στην εμπλοκή συγκεκριμένων προσώπων τα οποία με τη σειρά τους σχετίζονται με εταιρίες που έχουν εμπλοκή με το λογισμικό. Έτσι, οργάνωσαν την επιχείρηση εφόδων ώστε να κατασχέσουν στοιχεία που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο της μεγάλης έρευνας που διενεργούν.

Όλο το υλικό που θα προκύψει θα αξιολογηθεί ώστε μετά να κριθεί από τους Εισαγγελείς η επόμενη ή οι επόμενες ποινικές ενέργειες στις οποίες θα προβούν.

Earn $1000 / Month For More Information Click Here https://alisufian.gumroad.com/l/earn1000dollarMonth

Earn $1000 / Month For More Information Click Here https://alisufian.gumroad.com/l/earn1000dollarMonth

Προκόπης Παυλόπουλος: «Η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία στον "Κύκλο με την Κιμωλία" - Με αφορμή και το πολιτικό «άγος» των τηλεφωνικών υποκλοπών»*


«Η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία στον «Κύκλο με την Κιμωλία» Με αφορμή και το πολιτικό «άγος» των τηλεφωνικών υποκλοπών»


Την παρέμβαση της Δικαιοσύνης σχετικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών ζητά ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, χαρακτηρίζοντας την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών «πολιτικό άγος

Προκόπης Παυλόπουλος*

Πρόλογος

Στην «επικράτεια» της Δύσης, η οποία μέχρι πρότινος διέθετε την νομιμοποίηση και την αντίστοιχη «έξωθεν καλή μαρτυρία» ενός σχεδόν υποδειγματικού σεβασμού των δημοκρατικών θεσμών εν γένει, η Aντιπροσωπευτική Δημοκρατία έχει αρχίσει να παρακμάζει κάτω από το βάρος της θεσμικής και πολιτικής «οξείδωσης» των βασικών αντηρίδων της. «Οξείδωσης», η οποία δοκιμάζει επικίνδυνα τις αντοχές της κατά την υπεράσπιση της Ελευθερίας και των Δικαιωμάτων, που συνιστούν τις επιμέρους εκφάνσεις άσκησής της στην πράξη. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, το Κράτος αδυνατεί να εγγυηθεί επαρκώς τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, καθώς και το θεσμικό και πολιτικό status του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας. Ενώ η, θεμελιώδης για την εμπέδωση της εν γένει δημοκρατικής οργάνωσης των κρατικών και των κοινωνικών δομών, αρχή της Ισότητας «υποχωρεί ατάκτως» μπροστά στην «επέλαση» των κάθε είδους ανισοτήτων. Κάπως έτσι διαγράφεται, βεβαίως σε πολύ γενικές γραμμές, αυτή η παρακμιακή πορεία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, με «σημείο αιχμής» την προϊούσα αδυναμία της να λειτουργήσει, κατά τον προορισμό της, ως «ιδανική» διαδικασία εγγύησης της Ελευθερίας και των Δικαιωμάτων, μέσω των οποίων καθένας μπορεί να υπερασπισθεί την αξία του και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Ως προς τα «καθ’ ημάς», αυτό το συμπέρασμα επιβεβαιώνουν π.χ. τα, κατά γενική ομολογία, άκρως προβληματικά, ως «διαβρωτικά» για την Δημοκρατία, φαινόμενα των τηλεφωνικών υποκλοπών στο πεδίο της κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 του Συντάγματος ακώλυτης άσκησης του δικαιώματος που διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών. Πολλώ μάλλον όταν οι προσφάτως ψηφισθείσες νομοθετικές ρυθμίσεις όχι μόνο δεν επιφέρουν κάποιες ουσιαστικές βελτιώσεις στις ισχύουσες ατελέστατες διατάξεις, αλλ’ αφήνουν στο περιθώριο -ή και στο «σκοτάδι»– την κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 2 του Συντάγματος αρμόδια για την διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών ανεξάρτητη αρχή, ήτοι την ΑΔΑΕ, καθιστώντας έτσι δυσχερή ή και αδύνατη την άσκηση κρίσιμων, εν προκειμένω, αρμοδιοτήτων της.

Ι. Η αφετηρία του «μύθου»

Το μείζον ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν και πώς μπορεί η πορεία αυτή ν’ αναστραφεί. Κυρίως δε ποιος είναι σε θέση, με βάση και την ευθύνη που του αναλογεί, αντιστοίχως, ν’ αναλάβει το βάρος μιας τέτοιας αναστροφής. Ίσως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, στον «Κύκλο με την Κιμωλία» – στην αρχική του μορφή, η οποία ολοκληρώθηκε το 1945, μέσα στα ερείπια που άφησε πίσω του ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο τίτλος του έργου ήταν «Ο Καυκασιανός κύκλος με την Κιμωλία» – μας δείχνει, και σήμερα, τον δρόμο υπό όρους μιας κορυφαίας αλληγορίας. Αλληγορίας, η οποία μάλλον έχει πολύ παλιές ρίζες στην Βίβλο και σε κινεζικό θεατρικό μύθο:

Α. Σε μια περιοχή του Καυκάσου, χαρακτηρισμένη ως «Καταραμένη», που βιώνει περίοδο μεγάλων κοινωνικών αναταραχών, ο ηγεμόνας ανατρέπεται και εκτελείται από τους επαναστάτες. Η φαντασμένη και ιδιοτελής σύζυγός του Νατέλα έτρεξε να σωθεί, παίρνοντας μαζί της μόνο τα κοσμήματά της και ό,τι άλλο πολύτιμο είχε, αφήνοντας όμως στην τύχη του το μονάκριβο παιδί τους, τον πρίγκιπα Μιχέλ. Το παιδί αναλαμβάνει ν’ αναθρέψει και να μεγαλώσει μια υπηρέτρια στο παλάτι των Αμπασβίλι, η Γκρούσα, που φέρνει εις πέρας την αποστολή της με αυτοθυσία, αγνοώντας κάθε είδους τεχνητά διλήμματα και απειλές. Έτσι, το παιδί επιβιώνει μόνο χάρη στην, κυριολεκτικώς μητρική, αυταπάρνηση της Γκρούσας. Οι καιροί αλλάζουν, οι επαναστάτες χάνουν την τελική μάχη. Η Νατέλα γυρίζει πίσω, αναζητώντας το παιδί που είχε κάποτε εγκαταλείψει δίχως ίχνος μητρικής ευαισθησίας. Τότε τίθεται το ζήτημα: Τίνος είναι το παιδί που επιβίωσε μέσα από την λαίλαπα της συμφοράς; Της Γκρούσας που το ανέθρεψε και το μεγάλωσε, σε πείσμα των καιρών; Ή της μάνας που το γέννησε, αλλά το άφησε στους «πέντε ανέμους»;

Β. Ο Αζντάκ, ένας περιθωριακός που χρίσθηκε δικαστής επειδή κατά την επανάσταση έσωσε την ζωή του Μεγάλου Δούκα, κρύβοντάς τον στο σπίτι του, κλήθηκε να κρίνει. Και τότε διέταξε, υπό όρους μιας σχεδόν πρωτόγονης πλην όμως βαθιά ανθρώπινης Δικαιοσύνης, κάποιο περιστασιακό βοηθό του να χαράξει έναν κύκλο με κιμωλία και να βάλει το παιδί στο κέντρο του. Όποια από τις δύο «μανάδες» θα κατάφερνε να το τραβήξει προς το μέρος της, θα κέρδιζε την ιδιότυπη αυτή δίκη. Η πραγματική μάνα, η Νατέλα, το σέρνει άσπλαχνα και βίαια κοντά της. Η τραγική Γκρούσα, αμφιρρέποντας απεγνωσμένα, το αφήνει, για να μην το πληγώσει. Η «αποδεικτική διαδικασία» επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Στο τέλος ο Αζντάκ, αν και γνωρίζει, με «δικανική πεποίθηση», ποια είναι η βιολογική μάνα, δίνει το παιδί στην Γκρούσα, με το σκεπτικό ότι αυτή δεν θέλησε να το πληγώσει. Γιατί η γνήσια ευαισθησία της ανθρώπινης υπόστασης πρέπει οπωσδήποτε να υπερισχύσει έναντι οιουδήποτε συμφέροντος, το οποίο βαίνει πέραν του προορισμού και της αξίας του Ανθρώπου. Πρόκειται για μιαν έμμεση, και κάτω από συνθήκες «θεατρικής αδείας», επίκληση κανόνων φυσικού δικαίου, σε αντιπαραβολή προς το γνησίως θετικό δίκαιο.

ΙΙ. Μεταξύ Πολιτικής Κοινωνίας και Κοινωνίας των Πολιτών

Κάνοντας την αναγκαία αναγωγή από την αλληγορία του «Κύκλου με την Κιμωλία» στα δεδομένα της σύγχρονης «περιπέτειας» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ο υποθετικός δικαστής «Αζντάκ» έχει να επιλέξει, μπροστά στο δίλημμα του ποιος είναι εκείνος ο οποίος μπορεί να την υπερασπισθεί και να την επαναφέρει στην πρότερη κατάσταση, μεταξύ:

Α. Από την μια πλευρά της Πολιτικής Κοινωνίας –ήτοι του Κράτους- εφόσον βεβαίως οι πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες διαχειρίζονται κυρίως την Εκτελεστική Εξουσία, έχουν την δύναμη και είναι διατεθειμένες να ξαναδώσουν στην κρατική εξουσία τον ρόλο που της αναλογεί, ως προς την υπεράσπιση των φιλελεύθερων χαρακτηριστικών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και, από την άλλη πλευρά, της Κοινωνίας των Πολιτών, η οποία ούτως ή άλλως έχει κάθε λόγο και κάθε συμφέρον να υπερασπισθεί την θεσμική και πολιτική φυσιογνωμία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και τούτο διότι το κρίσιμο διακύβευμα στην σύγχρονη παρακμιακή πορεία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας είναι, αναμφιβόλως, η Ελευθερία. Άρα τα Δικαιώματα, μέσω των οποίων η Κοινωνία των Πολιτών διαφυλάσσει την υπόστασή της και την επιτέλεση της αποστολής της, υπό συνθήκες δημοκρατικής διακυβέρνησης.

Β. Θα ήταν πολύ δύσκολο για τον δίκαιο «Αζντάκ» ν’ αναθέσει την «επιμέλεια» της ανόρθωσης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αποκλειστικώς στο Κράτος μολονότι, κατά την αποστολή του, οφείλει να είναι ο «φυσικός» εγγυητής του φιλελεύθερου χαρακτήρα της, επομένως ο εγγυητής της Ελευθερίας και των Δικαιωμάτων. Πέραν του ότι μεγάλο μέρος της παρακμιακής πορείας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας οφείλεται στις αδυναμίες και την ολιγωρία του κρατικού μηχανισμού, η καταφανής έλλειψη ηγετικού κύρους των σύγχρονων πολιτικών ηγεσιών αναδεικνύει ότι δεν διαθέτουν τ’ απαιτούμενα εχέγγυα –θα έλεγε κανείς την απαιτούμενη πολιτική «γενναιότητα»- προκειμένου να επωμισθούν μια τόσο κρίσιμη αποστολή.

Επίλογος

Ο ακριβοδίκαιος «Αζντάκ», αποτιμώντας την ιστορία και την προοπτική της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας καθώς και την ανάγκη υπεράσπισης της Ελευθερίας, θα είχε κάθε λόγο ν’ αναθέσει -βεβαίως δίχως να υποτιμά την εν γένει αποστολή του δημοκρατικώς οργανωμένου Κράτους- την «επιμέλεια» της ανόρθωσής τους κατά μεγάλο μέρος σ’ εκείνους, οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να φέρουν εις πέρας μια τέτοια αποστολή. Σ’ εκείνους, μέσα από τους αγώνες των οποίων πριν από δύο και πλέον αιώνες γεννήθηκε η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, ως διαδικασία εγγύησης της Ελευθερίας. Σ’ εκείνους, για τους οποίους η προστασία της αξίας του Ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του είναι «βιωματική» κατάσταση, ακόμη και όταν –ιδίως σε περιόδους δημοκρατικής ομαλότητας και στοιχειώδους ευημερίας– η κατάσταση αυτή υποφώσκει στο υποσυνείδητό τους. Με άλλες λέξεις σ’ εκείνους, οι οποίοι συγκροτούν, διαχρονικώς, την Κοινωνία των Πολιτών. Αυτό δε το μήνυμα πρέπει να στείλει, με κάθε νόμιμο και δημοκρατικό μέσο, και η δική μας Κοινωνία των Πολιτών σε καθέναν ο οποίος ευθύνεται, κατά το Σύνταγμα, για τα «ρήγματα» που προκαλούνται εδώ και καιρό στην θωράκιση θεμελιωδών, συνταγματικώς κατοχυρωμένων, δικαιωμάτων. Όπως συμβαίνει, στην περίπτωση των τηλεφωνικών υποκλοπών, με το δικαίωμα που διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 του Συντάγματος. Με την πρόσθετη αλλά και αυτονόητη επισήμανση, ότι η προσχηματική επίκληση δήθεν «δημόσιου συμφέροντος», το οποίο μάλιστα «αυτοαναιρείται» κανονιστικώς εξαιτίας της εσκεμμένης «υπερχειλούς» νομικής αοριστίας του -π.χ. επίκληση της, ούτως ή άλλως αόριστης, νομικής έννοιας της εθνικής ασφάλειας μ’ ευρύτατο περιεχόμενο, ουσιαστικώς ανεπίδεκτο αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου- προκειμένου να δικαιολογηθούν κρατικές παρεμβάσεις που θίγουν τον ίδιο τον πυρήνα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, χειροτερεύει ακόμη περισσότερο την θέση των υπευθύνων για τέτοιες ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις. Διότι, επιπλέον, με τον τρόπο αυτό αλλοιώνουν, και μάλιστα ενσυνειδήτως, την ίδια την έννοια και την θεσμική λειτουργία του δημόσιου συμφέροντος κατά το Σύνταγμα. Άραγε η Δικαστική Εξουσία αξιοποιώντας, κατά τον προορισμό του, τον «θώρακα» της συνταγματικώς κατοχυρωμένης (άρθρο 87 του Συντάγματος) προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των λειτουργών της, θα βρει υπό τις συγκεκριμένες κρίσιμες περιστάσεις το θάρρος να υπερασπισθεί την «φυσική» αποστολή της αναδεικνυόμενη σε υπεύθυνο «θεματοφύλακα» του Κράτους Δικαίου, διατηρώντας έτσι «ζωντανή» και την ελπίδα ότι ο ζοφερός «επιμενίδειος ύπνος» της Πολιτικής Κοινωνίας δεν είναι «νομοτελειακός»;

Only 18 + Clickon this https://mineraltip.com/r5uszvp3e8?key=d940c9efe0e9fbdc5b7685fc084c6c66

* Αρχικώς, ορισμένες από τις θέσεις αυτές διατυπώθηκαν στην μελέτη μου «Το Μετέωρο Βήμα» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2021, σελ. 241 επ.

Δημοσιεύθηκε στον νομικό ιστότοπο constitutionalism.gr, την Κυριακή 11.12.2022.

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Τακτικό Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ       

Πρωτοδικείο Χαλκίδας: «Παράνομες οι κάμερες ασφαλείας στους χώρους εργασίας των εργαζομένων στις εγκαταστάσεις του Δήμου Χαλκιδέων»


Με απόφασή του, το Πρωτοδικείο Χαλκίδας απαγορεύει στον Δήμο Χαλκιδέων τη χρησιμοποίηση καμερών ασφαλείας, στο κτίριο της Διεύθυνσης Καθαριότητας, στο χώρο του εργοταξίου. Η απόφαση του δικαστηρίου ορίζει ότι οι κάμερες θα πρέπει να απομακρυνθούν άμεσα....


Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Π.Ο.Ε.-Ο.Τ.Α.) χαιρετίζει την Δικαστική Απόφαση που απαγορεύει στον Δήμο Χαλκιδέων να λαμβάνει λήψεις με κάμερες ασφαλείας στο κτίριο της Διεύθυνσης Καθαριότητας, στο χώρο του εργοταξίου, εκεί όπου συναθροίζονται οι εργαζόμενοι, κρίνοντας επί της ουσίας πώς πρόκειται για παράνομη πράξη.

Όπως τονίζει η ΠΟΕ-ΟΤΑ, “η απόφαση αυτή, του Πρωτοδικείου Χαλκίδας, αποτελεί δικαίωση για το Σωματείο Εργαζομένων που τάχθηκε από την πρώτη στιγμή κατά της χρήσης καμερών ασφαλείας στο συγκεκριμένο σημείο, καταγγέλλοντας παράνομες πράξεις και περίεργες μεθοδεύσεις με την ανοχή της Διοίκησης του Δήμου Χαλκιδέων σε βάρος των εργαζομένων.

Η προσφυγή στη Δικαιοσύνη από το Σωματείο Εργαζομένων του Δήμου Χαλκιδέων και η απόφαση που ελήφθη από το Δικαστήριο έως ότου συζητηθεί η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, στις 5 Απριλίου 2023, συνιστά επίσης «χαστούκι» στην Δημοτική Αρχή η οποία έχει στοχοποιήσει τους εργαζόμενους που αντιτίθενται στα σχέδια ιδιωτικοποίησης της αποκομιδής των απορριμμάτων με εξαιρετικά σημαντική οικονομική επιβάρυνση των δημοτών.


Με ανακοίνωση το Γραφείο Τύπου της Π.Ο.Ε. - Ο.Τ.Α. χαιρετίζει την δικαστική απόφαση που κρίνει παράνομες της κάμερες ασφαλείας στους χώρους εργασίας των εργαζομένων του Δήμου Χαλκίδας .

Από το γραφείο τύπου της Π.Ο.Ε. - Ο.Τ.Α. εκδόθηκε η παρακάτω ανακοίνωση:


«Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Π.Ο.Ε.-Ο.Τ.Α.) χαιρετίζει την Δικαστική Απόφαση που απαγορεύει στον Δήμο Χαλκιδέων να λαμβάνει λήψεις με κάμερες ασφαλείας στο κτίριο της Διεύθυνσης Καθαριότητας, στο χώρο του εργοταξίου, εκεί όπου συναθροίζονται οι εργαζόμενοι, κρίνοντας επί της ουσίας πώς πρόκειται για παράνομη πράξη.

Η απόφαση αυτή, του Πρωτοδικείου Χαλκίδας, αποτελεί δικαίωση για το Σωματείο Εργαζομένων που τάχθηκε από την πρώτη στιγμή κατά της χρήσης καμερών ασφαλείας στο συγκεκριμένο σημείο, καταγγέλλοντας παράνομες πράξεις και περίεργες μεθοδεύσεις με την ανοχή της Διοίκησης του Δήμου Χαλκιδέων σε βάρος των εργαζομένων.

Η προσφυγή στη Δικαιοσύνη από το Σωματείο Εργαζομένων του Δήμου Χαλκιδέων και η απόφαση που ελήφθη από το Δικαστήριο έως ότου συζητηθεί η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, στις 5 Απριλίου 2023, συνιστά επίσης «χαστούκι» στην Δημοτική Αρχή η οποία έχει στοχοποιήσει τους εργαζόμενους που αντιτίθενται στα σχέδια ιδιωτικοποίησης της αποκομιδής των απορριμμάτων με εξαιρετικά σημαντική οικονομική επιβάρυνση των δημοτών.

Η Π.Ο.Ε.-Ο.Τ.Α. εξ αρχής στήριξε τις αποφάσεις και τις ενέργειες του Σωματείου Εργαζομένων και θα συνεχίσει να το πράττει όταν θίγονται τα δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων και προσβάλλεται βάναυσα η τιμή και η αξιοπρέπεια τους. Ας αναλογιστούν τις ευθύνες τους Αιρετοί που καλλιεργούν κλίμα αυθαιρεσίας και τρομοκρατίας στους χώρους εργασίας και προβαίνουν σε κατάχρηση εξουσίας, όπως και παρατάξεις που σιγοντάρουν τέτοιες ενέργειες προσδοκώντας κομματικά ή προσωπικά οφέλη.

ΣτΕ: Επιστρέφουν οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί – Δικαιώθηκε η προσφυγή της ΠΟΕΔΗΝ


Με μία απόφαση σταθμό στα υγειονομικά "δρώμενα" στη χώρα, το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματική την παράταση μέχρι 31-12-2022 του υποχρεωτικού εμβολιασμού εργαζομένων σε δομές υγείας....


Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική την παράταση μέχρι 31-12-2022 του υποχρεωτικού εμβολιασμού εργαζομένων σε δομές υγείας, λόγω ελλείψεως επαναξιολογήσεως του μέτρου.

Ειδικότερα, η αυξημένη (επταμελής) σύνθεσης του Γ΄ Τμήματος του ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ. 2332/2022 απόφασή της (πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος Γιώργος Τσιμέκας και εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Βασίλης Ανδρουλάκης), έκρινε ότι η διάταξη του ν. 4917/2022, με την οποία παρατάθηκε η ισχύς της επαναξιολογήσεως της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού των εργαζομένων στις δομές υγείας μέχρι τις 31-12-2022, είναι αντίθετη προς την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.

Παράλληλα, το ΣτΕ ακύρωσε την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση που καθόριζε τη διαδικασίας πρόσληψης προσωπικού ορισμένου χρόνου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50 ν. 4825/2021.

Το Γ΄ Τμήμα του ΣτΕ αναφέρει ότι κατά τον χρόνο που δημοσιεύθηκε ο ν. 4917/2022 (31-3-2022) και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση (14-4-2022) είχε παρέλθει χρονικό διάστημα 8 και πλέον μηνών από τη λήψη του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού των εργαζομένων σε δομές υγείας, δηλαδή «διάστημα που λόγω της φύσεως του μέτρου και των συνεπειών του, υπερβαίνει προδήλως το εύλογο, χωρίς, ωστόσο, να έχει διενεργηθεί επαναξιολόγησή του, βάσει επίκαιρων, κατά τον χρόνο εκείνο, επιστημονικών και επιδημιολογικών στοιχείων, για την αξία, την αποτελεσματικότητα και τις συνέπειες των εμβολίων κατά του κορωνοϊού και την πορεία και την εξέλιξη της πανδημίας».


Το ΣΤΕ έδωσε επιτέλους τέλους λύση στο πρόβλημα των υγειονομικών που ήταν σε καθεστώς "αναστολής"

Στο ΣτΕ είχε προσφύγει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομείων -  ΠΟΕΔΗΝ . Πλέον ανοίγει ο δρόμος για την επιστροφή στους χώρους εργασίας ανεμβολίαστων υγειονομικών.

Ο υπουργός Υγείας επικαλείται την...προστασία της δημόσιας υγείας!

Θα ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα για να μην τεθεί σε κίνδυνο η δημόσια υγεία από την εφαρμογή της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, διαβεβαιώνει σε ανακοίνωσή του ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης σχολιάζοντας την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου για τους ανεμβολίαστους υγειονομικούς.

Ο υπουργός Υγείας διευκρινίζει ότι η απόφαση για να τεθούν σε αναστολή οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί έχει ως στόχο την προστασία της Υγείας των πολιτών και κρίθηκε αρχικά από την Ολομέλεια του ΣτΕ ως μέτρο συνταγματικό. Με την από 2332/22 νεότερη απόφαση του Γ’ τμήματος του ΣτΕ τίθενται θέματα συνταγματικότητας ως προς την παράταση του μέτρου.

Η πλήρης δήλωση Πλεύρη

«Η απόφαση για να τεθούν σε αναστολή οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί έχει ως στόχο την προστασία της Υγείας των πολιτών και κρίθηκε αρχικά από την Ολομέλεια του ΣτΕ ως μέτρο συνταγματικό. Με την από 2332/22 νεότερη απόφαση του Γ’ τμήματος του ΣτΕ τίθενται θέματα συνταγματικότητας ως προς την παράταση του μέτρου. Αναμένουμε τη δημοσίευση της απόφασης για να εκτιμηθεί στο σύνολο της. Διαβεβαιώνουμε τους πολίτες ότι θα ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα για να μην τεθεί σε κίνδυνο η δημόσια υγεία από την εφαρμογή της απόφασης.»

Έρευνα από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρο Ντογιάκο, για διαρροή στοιχείων των παρακολουθήσεων από την ΕΥΠ.

Αφορμή για την παρέμβαση αυτή του κ. Ντογιάκου είναι δημοσιεύματα του Τύπου, τα οποία αναφέρουν ότι στοιχεία από την παρακολούθηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ, Νίκου Ανδρουλάκη, καθώς και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη διέρρευσαν σε πρόσωπα εκτός της ΕΥΠ.

Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος θα διενεργήσει προσωπικά ποινική προκαταρκτική έρευνα, όχι για την ουσία των καταγγελιών για την παρακολούθηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη, αλλά για τη διαρροή των στοιχείων, που περιέχονται σε άκρως απόρρητα κρατικά έγγραφα που αφορούν, όπως επισημαίνεται από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, «τη διαδικασία άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών επί θεμάτων, που άπτονται της εθνικής ασφάλειας της χώρας».

Με άλλα λόγια η έρευνα θα διενεργηθεί από τον κ. Ντογιάκο για να αποκαλυφθεί πως διέρρευσε εκτός ΕΥΠ το υλικό των παρακολουθήσεων που φέρεται ότι έγιναν τόσο στον στο τηλέφδωνο του κ. Ανδρουλάκη, όσο και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη.

Αφορμή για την παρέμβαση αυτή του κ. Ντογιάκου είναι δημοσιεύματα του Τύπου, τα οποία αναφέρουν ότι στοιχεία από την παρακολούθηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ, Νίκου Ανδρουλάκη, καθώς και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη διέρρευσαν σε πρόσωπα εκτός της ΕΥΠ.


Η έρευνα θα διενεργηθεί από τον ίδιο τον Εισαγγελέα του ανωτάτου δικαστηρίου λόγω της σπουδαιότητας της υπόθεσης, που άπτεται, όπως διευκρίνιζαν ανώτατες εισαγγελικές πηγές, θεμάτων εθνικής ασφάλειας.

Εκτός, του Νίκου Ανδρουλάκη καταγγελίες για παρακολούθηση έχουν υποβληθεί και από τον δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη, οι οποίες επίσης θα ερευνηθούν για τη διαρροή των στοιχείων σχετικά με την συγκεκριμένη υπόθεση.

Τέλος, έρευνες για την ουσία των παρακολουθήσεων ήδη διενεργούνται από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών.