Σήμερα στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα, έχουμε να κάνουμε όχι με τη σταθερότητα που μας λέει ο πρωθυπουργός, υπονοώντας μια καλή ισορροπία, αλλά με μια στασιμότητα στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, ένα μπλοκάρισμα θα έλεγα. Και χωρίς, για να πάρω μόνο ένα παράδειγμα, μια αλλαγή στο οικονομικό/παραγωγικό μοντέλο, οι χαμηλοί μισθοί, η υποαπασχόληση και οι δουλειές χωρίς προοπτική, οι ανισότητες, η απαξίωση του ΕΣΥ θα έχουν έρθει για να μείνουν.
Τη δεκαετία του ’30 ο Κέινς, στην αντιπαράθεσή του με την τότε οικονομική ορθοδοξία, περιέγραψε την κατάσταση στην οικονομία ως μια πολύ κακή ισορροπία. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι η ισορροπία, μια κατάσταση, δηλαδή, που δεν μπορεί να αλλάξει ενδογενώς μόνο με την ευελιξία των τιμών (άποψη της τότε ορθοδοξίας), αλλά μόνο με μια δραστική αντιμετώπιση. Σήμερα στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα, έχουμε να κάνουμε όχι με τη σταθερότητα που μας λέει ο πρωθυπουργός, υπονοώντας μια καλή ισορροπία, αλλά με μια στασιμότητα στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, ένα μπλοκάρισμα θα έλεγα. Και χωρίς, για να πάρω μόνο ένα παράδειγμα, μια αλλαγή στο οικονομικό/παραγωγικό μοντέλο, οι χαμηλοί μισθοί, η υποαπασχόληση και οι δουλειές χωρίς προοπτική, οι ανισότητες, η απαξίωση του ΕΣΥ θα έχουν έρθει για να μείνουν.
Στις ευρωεκλογές, η αποτυχία των μεγάλων κομμάτων, η αποχή, αλλά και η επιτυχία των κομμάτων στα δεξιά της Ν.Δ. είναι μέρος αυτού του μπλοκαρίσματος. Το ίδιο ισχύει για τη μεγάλη ήττα της Νέας Αριστεράς, όπου είναι προφανές ότι οι ψηφοφόροι απλώς δεν πίστεψαν ότι μπορεί να αποτελέσει ένα μικρό αλλά σημαντικό στοιχείο μιας προσπάθειας ξεμπλοκαρίσματος. Αν μέναμε, όπως στα καλά έργα του Χόλιγουντ, βαθιά στην επιφάνεια των πραγμάτων, θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε το γεγονός ότι ήμασταν ένα νέο κόμμα με προβλήματα ορατότητας, ότι ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστεί το πανευρωπαϊκό ρεύμα προς την Ακροδεξιά, ότι η επικράτηση του λάιφσταϊλ και του απολιτίκ δεν άφηνε πολύ χώρο για συζήτηση για τα μεγάλα επίδικα της εποχής. Μέρος του μπλοκαρίσματος είναι ότι πια δεν υπάρχει ο δημόσιος χώρος για τέτοια συζήτηση. Οχι τυχαία βέβαια.
Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι το πρόβλημα είναι πολύ πιο σύνθετο, πολύ πιο δομικό. Η Αριστερά, και δεν εξαιρώ τη δική μας Αριστερά, έχει την τάση να θεωρεί ότι η Δεξιά πάντα παραμένει η ίδια, στηρίζοντας τα ίδια συμφέροντα με τα ίδια εργαλεία. Αυτό απλώς δεν ισχύει. Η Δεξιά της Θάτσερ τη δεκαετία του ’80 τάραξε τα νερά κάνοντας πόλεμο στα συνδικάτα, ιδιωτικοποίησε τις δημόσιες επιχειρήσεις, ξεπούλησε τις δημόσιες κοινωνικές κατοικίες, αποσυντόνισε το σοσιαλδημοκρατικό κράτος στον πυρήνα του, αναβάθμισε παραδοσιακές αξίες της Δεξιάς. Το ίδιο επιχειρεί ο κ. Μητσοτάκης. Και στις δύο περιπτώσεις δεν είχαμε τα υποσχόμενα αποτελέσματα: ούτε μεγαλύτερη ανάπτυξη και παραγωγικότητα, ούτε περισσότερες επενδύσεις και, βέβαια, ούτε βελτίωση της κατάστασης της πλειοψηφίας των πολιτών. Αντιθέτως, αυτές οι πολιτικές έχουν οδηγήσει στο μπλοκάρισμα που περιέγραψα παραπάνω. Αλλά άλλο αυτό και άλλο να υποτιμάς το πρότζεκτ της Δεξιάς.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Αριστερά δεν μπορεί να θεωρήσει ότι το αντίπαλο δέος θα συγκροτηθεί με λίγο περισσότερο κοινωνικό κράτος εδώ, με λίγο παραπάνω αναπτυξιακό κράτος εκεί και ίσως, επιπλέον, με κάποιες μεταρρυθμίσεις στο κράτος. Ολα αυτά είναι μέρος της λύσης, αλλά δεν συγκροτούν ένα πειστικό αφήγημα – από πού ερχόμαστε, πού βρισκόμαστε, πού θέλουμε να πάμε. Και πειστικό αφήγημα η Νέα Αριστερά δεν είχε στις εκλογές. Κανένας από εμάς που τη συγκροτήσαμε. Αυτό νομίζω ήταν που πληρώσαμε.
Αρα λέω στους ανθρώπους της Νέας Αριστεράς, που έδωσαν έναν συγκινητικό αγώνα στις εκλογές, ότι πρέπει να ανασυγκροτηθούμε, να μιλήσουμε, αλλά χωρίς ταμπού. Προφανώς δεν αρχίζουμε από το μηδέν. Θα ξαναμιλήσουμε για τις θέσεις μας για τη στεγαστική κρίση, αλλά συγχρόνως για τον τρόπο με τον οποίο βοηθάμε να δημιουργηθούν επιτροπές κατοίκων, για τον τρόπο με τον οποίο συνεισφέρουμε στη δημιουργία ενός κοινωνικού μπλοκ. Θα μιλήσουμε για τον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, αλλά και για άλλες μεταρρυθμίσεις για το κράτος. Γιατί πιστεύω ότι είναι αδιανόητο να πιστεύουμε ότι ένα αναπτυξιακό κράτος μπορεί να αντιμετωπίσει το παραγωγικό μοντέλο, την ερήμωση της χώρας και την κλιματική κρίση χωρίς την ισχυροποίηση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αλλά και για πιο δύσκολα πράγματα, όπως η φορολογία, όπου η στάση όλης της Αριστεράς είναι εντελώς φοβική, αφήνοντας στον αέρα ποιοι θα πληρώσουν για την πράσινη μετάβαση ή την ανασυγκρότηση του ΕΣΥ.
Υπάρχει και το θέμα της αντιπροσώπευσης που αποτελεί κορυφαίο ζήτημα για την Αριστερά. Αν δεν ξαναδούμε αυτό το θέμα με σοβαρό τρόπο, δεν θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της αποχής, της αποξένωσης των πολιτών από το πολιτικό σύστημα. Θέμα που αφορά το κράτος αλλά και τους κομματικούς σχηματισμούς. Και μέχρι στιγμής, εμείς της Νέας Αριστεράς δεν έχουμε σοβαρές απαντήσεις για τον τρόπο με τον οποίο ένα κόμμα, ένας οργανισμός, είναι πραγματικά συμμετοχικό, πραγματικά δημοκρατικό αλλά και αποτελεσματικό. Ξέρουμε τι δεν αποτελεί λύση: το λάιφσταϊλ, ο αδιαμεσολάβητος αρχηγός και άλλα φαιδρά φαινόμενα της εποχής μας. Αλλά αυτό από μόνο του δεν φτάνει. Δεν φτάνει αν θες πραγματικά να αντιπροσωπεύεις τα λαϊκά στρώματα, απαντώντας στα προβλήματά του, και με αυτό τον τρόπο αφαιρώντας τα καύσιμα της Ακροδεξιάς.
Τέλος, θα μιλήσουμε για τις συμμαχίες, για το πώς να συνεισφέρουμε σε ένα αντιπαραθετικό κοινωνικό και πολιτικό μπλοκ εξουσίας. Δύσκολη κουβέντα, που ιδιαίτερα αν γίνει βιαστικά ως γρήγορη λύση, ιδιαίτερα αν γίνει σε επίπεδο κορυφής, δεν θα δώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το λαϊκό αίτημα για αναδιάρθρωση του αριστερού και προοδευτικού μπλοκ αποτελεί ένα γνήσιο φαινόμενο. Αλλά χωρίς να κατανοήσουμε τη στασιμότητα, το μπλοκάρισμα που αντιμετωπίζει όλος ο χώρος, χωρίς να συζητήσουμε σε βάθος το εναλλακτικό πρότζεκτ ξεμπλοκαρίσματος, απλώς θα απογοητεύσουμε τον κόσμο για άλλη μια φορά και δεν θα ανατρέψουμε την άνοδο της Ακροδεξιάς.