Ομιλία του Κυρ. Μητσοτάκη στη Βουλή, στην επετειακή συνεδρίαση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας (vid)

     Παρεμβαίνοντας στην ειδική συνεδρίαση στην Ολομέλεια ο Κυριάκος Μητσοτάκης έστειλε μηνύματα πως πολλαπλές κατευθύνσεις, σημειώνοντας πως το 2027, «όταν θα ξανασυναντηθούμε στις κάλπες», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, η Ελλάδα θα είναι πολύ καλύτερη από σήμερα, χαρακτηρίζοντας ως μονόδρομο, η χώρα να τεθεί σε τροχιά ισχυρής ανάπτυξης και θέτοντας ως νούμερο ένα στόχο τη σύγκλιση με τις πιο αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης.


«Υποδεχόμαστε, τον μισό αιώνα της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας οπλισμένοι με περισσότερη αυτογνωσία και με περισσότερη αυτοπεποίθηση, ζυγίζοντας τις παλιές μας αδυναμίες προκειμένου να μεταφραστούν σε νέες δυνάμεις και κρατώντας πρώτα και πάνω απ' όλα στέρεους τους δεσμούς μας με την κοινωνία», τόνισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην ομιλία στη Βουλή στην επετειακή συνεδρίαση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.

«Σε έναν κόσμο μεγάλης αβεβαιότητας αντιτάσσουμε τη σιγουριά. Παρακολουθούμε όλες αυτές τις διαρκείς μεταβολές, αυξάνουμε τις ταχύτητες στο έργο μας. Η εποχή που έρχεται θα είναι δύσκολη, είναι μια πρόκληση για όλους μας. Και θα έλεγα ότι, καθώς πληρώσαμε πολύ ακριβά και σε αυτή την αίθουσα την αχρείαστη συχνά πόλωση, έχουμε χρέος να αποδείξουμε όλοι μας ότι ναι, είμαστε αντίπαλοι, αλλά δεν είμαστε εχθροί. Και καθώς η δημαγωγία αναδείχθηκε σε διαχρονικό εχθρό της δημοκρατίας, οφείλουμε να κάνουμε τη δημοκρατία μας πιο ανθεκτική, οπλίζοντάς την πρώτα και πάνω απ' όλα με ρεαλισμό, σε μια πολιτική ζωή που προφανώς θα έχει αντιθέσεις, όμως ας αρχίσει επιτέλους να διεκδικεί και περισσότερες συνθέσεις» πρόσθεσε ο πρωθυπουργός.

Επισήμανε ότι η ημέρα δεν είναι απλά μία συγκυρία μνήμης και τιμής, είναι κυρίως μια ευκαιρία αναστοχασμού για όσα πετύχαμε χθες, γι' αυτά που θέλουμε σήμερα, αλλά και γι' αυτά τα οποία μένουν να γίνουν αύριο.


Η ομιλία του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη στη Βουλή 

«Δημοκρατία, κ. Πρόεδρε, είναι η απόλυτη ελευθερία της έκφρασης εντός του Κοινοβουλίου, έστω κι όταν αυτά τα οποία ακούγονται και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται δυστυχώς δεν συνάδουν με το κλίμα της ημέρας.

Κύριε Πρόεδρε, αγαπητοί συνάδελφοι, αυτή την ημέρα γιορτής των 50 χρόνων από την επιστροφή της Δημοκρατίας στη γη που τη γέννησε, θέλησα να βρεθώ στο Κοινοβούλιο, στον χώρο που η δικτατορία βεβήλωσε και αιχμαλώτισε για επτά χρόνια, για να αποτελεί σήμερα σύμβολο της πιο μακράς δημοκρατικής περιόδου στη σύγχρονη ιστορία μας, δηλώνοντας με την δράση του ότι το πολίτευμά μας είναι πιο ισχυρό από ποτέ.

Είμαι εδώ, επίσης, γιατί τα γενέθλια της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας δεν είναι απλά μία συγκυρία μνήμης και τιμής, είναι κυρίως μια ευκαιρία αναστοχασμού για όσα πετύχαμε χθες, γι’ αυτά που θέλουμε σήμερα, αλλά και γι’ αυτά τα οποία μένουν να γίνουν αύριο.

Με τη Μεταπολίτευση να αναδεικνύεται σε έναν κομβικό σταθμό, ο οποίος σφράγισε την πορεία του τόπου, επηρεάζοντας όλες τις επόμενες γενιές.

Ο ιστορικός χρόνος είναι πυκνός. Δεν αλλάζει ωστόσο το γεγονός ότι πριν από μισό αιώνα τίποτα από όσα σήμερα θεωρούμε δεδομένα δεν υπήρχε στη ζωή μας.

Η Ελλάδα ολόκληρη ασφυκτιούσε κάτω από τη μπότα της Χούντας, με χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους σε φυλακές και σε εξορίες, χωρίς ελευθερία, χωρίς εκλογές, χωρίς ατομικά δικαιώματα, με καθηλωμένη την οικονομία της και στο περιθώριο της διεθνούς σκηνής.

Αυτή η εικόνα αποτυπώνει και την καθοριστική σημασία αυτών των πέντε δεκαετιών και μαζί τον ρόλο όλων των πρωτοπόρων που αντιστάθηκαν στους συνταγματάρχες. Την ανθεκτικότητα ενός λαού ο οποίος κράτησε ζωντανή την πίστη του στα δημοκρατικά ιδανικά.

Κυρίως, όμως, την τόλμη αλλά και τη σοφία όλων όσοι υλοποίησαν τη δύσκολη αυτή μετάβαση στην ομαλότητα και στον κοινοβουλευτισμό, με κορυφαίο, βέβαια, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον ηγέτη που ανέλαβε τη βαριά ευθύνη να ανατάξει τη χώρα αλλά και να διαχειριστεί την τραγωδία της Κύπρου.

Εκεί όπου βρέθηκα τη «μαύρη» επέτειο της τουρκικής εισβολής, για να επαναλάβω ότι ο Ελληνισμός σύσσωμος αντιστέκεται και διεκδικεί. Αλλά και για να συλλογιστώ πόσο κακό προκάλεσε στη Μεγαλόνησο εκείνο το καθεστώς.

Με γνώση και ωριμότητα το 1974 ο Καραμανλής θεράπευσε τις πληγές που είχαν αφήσει ανοιχτές οι επίορκοι αξιωματικοί. Σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας χωρίς να αφήσει τις όποιες ιδεολογικές παρωπίδες να τον βγάλουν από τον στόχο του, να ακυρώσει, δηλαδή, παλιές δομές, να εξυγιάνει τη δημόσια διοίκηση, να νομιμοποιήσει όλα τα πολιτικά κόμματα, ανάμεσά τους και το Κομμουνιστικό Κόμμα, και να ανοίξει έτσι τον δρόμο προς τη Δημοκρατία.

Και με μοναδική οξυδέρκεια ίδρυσε λίγο μετά τη Νέα Δημοκρατία. Συσπειρώνοντας, όπως και ο ίδιος τόνιζε, εμπειρίες αλλά και νέες, προοδευτικές αλλά και ριζοσπαστικές, πολιτικές δυνάμεις. Για να οργανώσει αργότερα τις πρώτες, μετά από πολλά χρόνια, ελεύθερες εκλογές, σε μια κάλπη όπου η μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνίδων και των Ελλήνων στήριξαν εμφατικά το φιλόδοξο όραμά του.

Αυτός ήταν ο πρόλογος ενός σχεδίου με τέσσερις πυλώνες: την πολιτική σταθερότητα, την εθνική ενότητα, την οικονομική ανάπτυξη και φυσικά τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Αρχές που συνόδευσαν την πατρίδα μας και μετά την επίσημη καθιέρωση της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και το Σύνταγμα του 1975, το μακροβιότερο ως τώρα, αφού η ισχύς του ξεπερνάει ήδη εκείνο του 1864.

Ένα εξαιρετικά καινοτόμο κείμενο το οποίο πλέον όλοι δέχονται ότι υπήρξε ένα φωτεινό μονοπάτι, όχι μόνο για την εδραίωση του πολιτεύματος και για την οριστική απαλλαγή από τη βασιλεία, αλλά και για την εμβάθυνσή του στα πρότυπα της Ευρώπης, με διατάξεις οι οποίες ήταν πολύ προχωρημένες για την εποχή τους, έδιναν μεγάλο βάρος στα ανθρώπινα δικαιώματα, με ρυθμίσεις άλλες, πρωτοπόρες, όπως τα ζητήματα της προστασίας του περιβάλλοντος.

Καθόλου τυχαία, λοιπόν, τα γενέθλια της Δημοκρατίας συμβαδίζουν και με τα γενέθλια της Νέας Δημοκρατίας, γιατί οι ίδιες αξίες διατρέχουν και τη δική μας ιδρυτική διακήρυξη. Με την πυξίδα της παράταξης να δείχνει πάντα προς μία κατεύθυνση, μόνο μπροστά, ώστε, όπως σημειώνει η διακήρυξή μας, το κόμμα «να υπηρετεί τα συμφέροντα του έθνους πέρα και πάνω από τις παραπλανητικές ετικέτες της δεξιάς, του κέντρου ή της αριστεράς».

Αυτή τη θεμελιακή εντολή ακολουθούμε εδώ και πέντε δεκαετίες, βαδίζοντας δίπλα-δίπλα με την Ελλάδα, σε μία πορεία κοινή, κορυφαία στιγμή της οποίας ήταν η ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια, πάλι με πρωταγωνιστή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Επιλογή που, θυμάστε, αμφισβητήθηκε τότε έντονα, και μέσα σε αυτή την αίθουσα. Μέσα στον χρόνο, όμως, πέτυχε τελικά να συντρίψει σχεδόν κάθε αμφισβήτησή της, να μεταπείσει πολλούς -όχι όλους αλλά πολλούς- αντιπάλους της και να αποτελεί στην κυριολεξία σήμερα ένα σημαντικό εθνικό κεκτημένο.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στη διάρκεια αυτού του μισού αιώνα άλλαξαν πολλά στη χώρα μας, με συμβολή πολλών πολιτικών δυνάμεων. Ο κοινοβουλευτισμός εδραιώθηκε, η σημαντικότερη κατάκτηση της Δημοκρατίας, διαφορετικά κόμματα να μπορούν να εναλλάσσονται ειρηνικά στην εξουσία, πιστά στη λαϊκή εντολή.

Ο πατριωτισμός πιστεύω ότι, παρά τις όποιες ακραίες φωνές μπορεί να ακούγονται ακόμα σε αυτή την αίθουσα, επανήλθε στις γνήσιες διαστάσεις του, μετά την άγρια κακοποίησή του από τη χούντα. Και οι πολίτες εγκατέλειψαν πολλές -όχι όλες αλλά πολλές- από τις δοξασίες που άλλοτε τους χώριζαν.

Παράλληλα, η οικονομία αναπτύχθηκε. Με τη συνδρομή της Ευρώπης, κρίσιμες υποδομές κατασκευάστηκαν σε όλη την επικράτεια. Η τοπική αυτοδιοίκηση ρίζωσε. Εκσυγχρονίστηκε το οικογενειακό δίκαιο. Κατακτήσαμε τη δημοτική γλώσσα, τις αδιάβλητες πανελλαδικές εξετάσεις, το αξιοκρατικό ΑΣΕΠ. Μπήκαμε στην ΟΝΕ και στη συνέχεια στο ευρώ, ενώ από κοινού πολιτικές δυνάμεις πέτυχαν ιστορικές νίκες, όπως η ένταξη της Κύπρου στην Ευρώπη.

Η χώρα, τέλος, ξανασυναντήθηκε με τον πολιτισμό της και την άνθιση της δεκαετίας του 1960, που τολμώ να πω ότι μολύνθηκε από την κακογουστιά της 21ης Απριλίου. Σε μια πολύπλευρη έκρηξη, από τη μουσική, το θέατρο, το σινεμά, μέχρι το βιβλίο, την εικαστική δημιουργία, αλλά και δίπλα σε ένα ευρύτερο κύμα ανάτασης με τη νέα γενιά σε πρώτο ρόλο.

Με λίγα λόγια, αναμφισβήτητα η Ελλάδα προχώρησε, όχι όμως, κ. Πρόεδρε -και θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς σε αυτή την αίθουσα-, όσο έπρεπε και όσο θα μπορούσε, καθώς χάθηκαν και μεγάλες ευκαιρίες. Σπαταλήθηκαν συχνά στην κατανάλωση κοινοτικοί πόροι οι οποίοι προορίζονταν για παραγωγικές επενδύσεις, που θα βελτίωναν, αν είχαν αξιοποιηθεί σωστά, περισσότερο το παραγωγικό μοντέλο της χώρας.

Αναγκαίες αλλαγές συχνά έμειναν μισές, ιδίως στους τομείς της υγείας, της παιδείας, της τεχνολογίας. Ένα κράτος το οποίο συχνά συμβιβάστηκε με τις αγκυλώσεις του. Και, δυστυχώς, με κυβερνήσεις που συχνά, ναι, δείλιασαν μπροστά στο πολιτικό κόστος. Μια σύγκριση με κράτη τα οποία εντάχθηκαν στην Ευρώπη μετά από εμάς αρκεί για να διαπιστωθούν τα παραπάνω.

Θέλω να διαβάσω, κ. Πρόεδρε, γιατί νομίζω ότι αξίζει τον κόπο, το οπισθόφυλλο από ένα βιβλίο το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγο και ο συγγραφέας του κάνει την εξής πολύ ενδιαφέρουσα σύγκριση.

Γράφει: «Το 1974, τρεις οικογένειες με εισόδημα ίσο με τον εθνικό μέσο όρο των χωρών τους -μία στην Αθήνα, η δεύτερη στο Δουβλίνο, η τρίτη στη Λισαβόνα- απέκτησαν από ένα παιδί. Τα τρία παιδιά μεγάλωσαν, σπούδασαν, μπήκαν στην αγορά και έκαναν τις δικές τους οικογένειες. Σήμερα είναι μεσήλικες και καλά στην υγεία τους, ζουν πάντα στις πόλεις όπου γεννήθηκαν, με εισόδημα το οποίο συμπορεύεται με τον εθνικό μέσο όρο των χωρών τους, ώστε και οι τρεις απολαμβάνουν σήμερα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από εκείνο των γονιών τους. Όμως, τα μεταξύ τους επίπεδα διαφέρουν σημαντικά». Προσέξτε: «Ο Ιρλανδός ζει 3, 4 φορές καλύτερα από τους γονείς του το ’74. Ο Πορτογάλος ζει 2, 3 φορές καλύτερα από τους δικούς του γονείς. Το βιοτικό επίπεδο του Έλληνα, όμως, είναι μόλις 1, 2 φορές υψηλότερο από εκείνο των γονιών του πριν από μισό αιώνα».

Καταθέτω αυτό το κείμενο -δεν αμφισβητούνται αυτά τα οικονομικά στοιχεία- γιατί κινδυνεύουμε μερικές φορές, μέσα στην αυτοαναφορικότητα και στην ικανοποίηση, η οποία προφανώς μας διακατέχει αυτή την ημέρα, για τη μεγάλη επιτυχία της θεσμοθέτησης της πιο στέρεας Δημοκρατίας στην ιστορία μας, να ξεχάσουμε αυτές τις μεγάλες οικονομικές χαμένες ευκαιρίες.

Και γι’ αυτό ακριβώς, καθώς συμπληρώσαμε 50 χρόνια Δημοκρατίας, ο στόχος μας δεν μπορεί να είναι άλλος από τη γρήγορη σύγκλιση με τις πιο προηγμένες χώρες της Ένωσης στους μισθούς αλλά και στους θεσμούς, στην πιο αποτελεσματική κρατική λειτουργία, στην πιο παραγωγική οικονομία, στις θεσμικές αλλαγές, αλλά, ναι, και στις ατομικές συμπεριφορές.

Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια μάχη τολμηρών μεταρρυθμίσεων, που ήδη δίνει η Ελλάδα, προκειμένου να απαλλαγεί από τα φρένα τα οποία την κράτησαν πίσω εδώ και δεκαετίες: από τη φοροδιαφυγή και τις πολεοδομικές αυθαιρεσίες, μέχρι τη βία στα γήπεδα και τις γειτονιές, από τα υποστελεχωμένα νοσοκομεία και τα πολλά εκπαιδευτικά κενά, μέχρι τις τεράστιες καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης.

Μιλώ για προβλήματα τα οποία προφανώς και δεν ξεπερνιούνται με μία απόφαση ή με έναν νόμο. Που απαιτούν χρόνο, καθώς η λύση τους συχνά υπερβαίνει και τους εκλογικούς κύκλους. Απαιτούν, όμως, και επιμονή, αφού γύρω τους ρίζωσαν συμφέροντα που έμαθαν να διαβιούν μέσα στην παραλυσία που συχνά προκαλούν.

Οι εκσυγχρονιστικές τομές, βλέπετε, πάντα ξεβολεύουν μερικούς. Όμως στο τέλος ευνοούν τους πολλούς. Πολύ περισσότερο, όταν τα τελευταία 15 χρόνια ο τόπος απέδειξε ότι έχει πράγματι αστείρευτες δυνάμεις. Αν και υπέμεινε μια πρωτοφανή οικονομική κατάρρευση, κατόρθωσε πια να βρίσκεται σε δυναμική ανάπτυξη. Μείωσε την ανεργία, στήριξε τα εισοδήματα, ενώ, στο μεταξύ, κατάφερε και ξεπέρασε διαδοχικά εμπόδια, από την πανδημία, το μεταναστευτικό, τις εθνικές προκλήσεις, μέχρι την ενεργειακή κρίση και πρωτοφανείς φυσικές καταστροφές.

Είναι μία ξεχωριστή εμπειρία στο μεταπολιτευτικό τόξο, το οποίο όμως τέμνει καταλυτικά το στίγμα της χρεοκοπίας. Ουσιαστικά τα 50 χρόνια χωρίζονται σε 40 συν 10. Ένα συλλογικό σοκ, το οποίο πήρε τις πιο δραματικές του διαστάσεις το καλοκαίρι του 2015, όταν η πατρίδα κινδύνευσε να τεθεί εκτός Ευρώπης, όμηρος τότε ολέθριων κυβερνητικών χειρισμών, και με συνέπειες που έκαναν ακόμα πιο δύσκολη την εθνική ανάταξη.

Από την άποψη αυτή, στις μέρες μας φαίνεται να ενώνεται ξανά το νήμα των κεντρικών εθνικών στόχων. Γιατί η χούντα μπορεί να διέκοψε βίαια την απόπειρα της μεταπολεμικής Ελλάδος να ανορθωθεί και να υπερβεί τελικά τον εμφύλιο, ενώ τα μνημόνια βύθισαν την πατρίδα σε έναν καινούριο λαβύρινθο οπισθοχώρησης.

Τώρα, συνεπώς, και οι δύο αυτές επιδιώξεις συμπίπτουν σε ένα ζητούμενο: το ζητούμενο της γρήγορης ευρωπαϊκής σύγκλισης.

Συμπερασματικά, λοιπόν, θα έλεγα ότι αυτή η περίοδος των τελευταίων 50 ετών, ήταν, ναι, περίοδος των ιστορικών τομών, αλλά ήταν και περίοδος των χαμένων ευκαιριών.

Η εποχή που φτάνει τώρα πρέπει να είναι η εποχή των διδαγμάτων αλλά και των τολμηρών αλμάτων, με όσα γνωρίσαμε στην περιπέτεια του περιθωρίου και του λαϊκισμού να γίνονται θετικά εφόδια στην πορεία της χώρας προς το 2030.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτήν ακριβώς την προοπτική διεκδικούμε σήμερα, αντλώντας συμπεράσματα από το χθες.

Γιατί όπως η αδύναμη βαλκανική χώρα του 1974 σταδιακά μεταμορφώθηκε σε μία ισχυρή ευρωπαϊκή Δημοκρατία, έτσι και η Ελλάδα της καθήλωσης και του διχασμού πέτυχε να ανορθώσει την οικονομία της και να ενώσει περισσότερο την κοινωνία.

Και όπως το 2023, όταν έγιναν οι τελευταίες εθνικές εκλογές, η χώρα ήταν καλύτερη από το 2019, έτσι και το 2027, όταν θα ξανασυναντηθούμε στις κάλπες, θα είναι πολύ καλύτερη από σήμερα.

Σε αυτήν την τελευταία φάση, μάλιστα, σημειώθηκαν κατακτήσεις καθόλου εύκολες και καθόλου αυτονόητες. Δεν είναι εξάλλου απλό μία χώρα καθημαγμένη από τεράστια βάρη να μπορεί να απαλλάσσεται από 50 φόρους και ταυτόχρονα να αυξάνει το ΑΕΠ της με ρυθμό υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ούτε ένας τόπος ο οποίος ήταν πολιορκημένος από μετανάστες, που διέσχιζαν αφύλακτα σύνορα, να είναι σήμερα πιο ασφαλής και να μπορεί να εξοπλίζεται με υπερσύγχρονα όπλα.

Απλή δεν ήταν, επίσης, ούτε η αναγέννηση των επενδύσεων, ούτε οι 400.000 θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν, ούτε η μείωση της ανεργίας από το 18% στο 10%, ούτε η αύξηση των συντάξεων και των μισθών στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα.

Όλα αυτά συνοδεύουν τον επίλογο μισού αιώνα, προβάλλοντας μπροστά μας, όπως είπα, παλιές εκκρεμότητες δίπλα σε νέα αιτήματα. Την ανάγκη ενός ισχυρού Εθνικού Συστήματος Υγείας, το οποίο ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Αυτή η ανάγκη να συναντά τώρα την πολιτική προστασία, την οποία ζητάει η κλιματική κρίση. Ή η διαχρονική μάστιγα της αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής να διασταυρώνεται τώρα με την ανάγκη να αντιμετωπίσουμε την ακρίβεια και να στηρίξουμε τα ελληνικά νοικοκυριά. Αλλά, ταυτόχρονα, να αναπροσανατολίσουμε και το κράτος και να το κάνουμε πιο αποτελεσματικό.

Με άλλα λόγια ένα πολύπλοκο παρόν μας καλεί, ταυτόχρονα, να κλείσουμε λογαριασμούς με το παρελθόν, αλλά να αντιμετωπίσουμε και τις μεγάλες προκλήσεις του μέλλοντος. Να επιτύχουμε, επιτέλους, τη γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης, να μειώσουμε τις κοινωνικές ανισότητες, με νομιμότητα παντού, στα γήπεδα, στις παραλίες, στα σχολεία, στις συνοικίες, με αναβαθμισμένα νοσοκομεία, με δωρεάν προληπτικές εξετάσεις για όλους.

Σε ένα μέτωπο διπλό, που από τη μία πλευρά θα στηρίζει τα νοικοκυριά με έκτακτες πρωτοβουλίες, όπως αυτές που ανακοινώσαμε πριν από λίγες μέρες για την ενέργεια, κυρίως όμως με σταθερές αυξήσεις που θα ισχύουν μόνιμα. Και από την άλλη θα διαμορφώνει τη σύγχρονη παιδεία του 21ου αιώνα, με ψηφιακά σχολεία, με δεκάδες χιλιάδες διορισμούς μόνιμων εκπαιδευτικών, αλλά και τη νέα Ελλάδα, με δεκάδες μεγάλα έργα τα οποία ανακουφίζουν την καθημερινότητα του πολίτη.

Δεν θα κρύψω τις παγίδες και τις αστοχίες που κρύβει αυτό το εγχείρημα. Αποτελεί, ωστόσο, μονόδρομο. Μονόδρομο ώστε η χώρα να τεθεί, επιτέλους, σε μια τροχιά ισχυρής διατηρήσιμης ανάπτυξης.

Κάτι που θεωρώ ότι συνειδητοποιούν, αθόρυβα και πολλές φορές σιωπηλά αλλά σταθερά, μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Διαπιστώνοντας, σήμερα, ότι πολλά από τα δόγματα της μεταπολίτευσης δεν ήταν παρά σκιάχτρα. Σκιάχτρα τα οποία τελικά υψώνονταν εναντίον της προόδου.

Έτσι ερμηνεύω και την πιο ευρεία αποδοχή απόψεων που παλιά ήταν ταμπού, όπως η λειτουργία των μη κρατικών πανεπιστημίων, η συνεργασία μεταξύ Δημοσίου και ιδιωτικών φορέων, η κοινή παραδοχή ότι η ασφάλεια είναι προϋπόθεση ελευθερίας και ευημερίας, η αποστροφή στο ψέμα και η συμφωνία πλέον σε λύσεις, πρακτικές λύσεις, αποτελεσματικές λύσεις, πέρα από ξεπερασμένα θεωρητικά σύνορα. Με τον διαχωρισμό μεταξύ των πολιτών να δύει μαζί με τον παλαιοκομματισμό.

Πρόκειται για πρόοδο η οποία διατρέχει τόσο τους θεσμούς όσο και τη στάση των ψηφοφόρων. Θυμίζω ότι στο εξής τα προγράμματα των κομμάτων επιβάλλεται να κοστολογούνται από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, ώστε να απαλλαγούμε, επιτέλους, στις επόμενες εθνικές εκλογές από την ανέξοδη πλειοδοσία. Ενώ όλο και περισσότερο η κοινή γνώμη αφήνει πίσω ιδεολογήματα, αναζητώντας, πρώτα και πάνω απ’ όλα, χειροπιαστά αποτελέσματα.

Το ίδιο μήνυμα θα έλεγα ότι διατρέχουν και εκπέμπουν και αλλαγές οι οποίες επηρεάζουν τελικά και τις ίδιες τις συμπεριφορές των συμπολιτών μας. Η οικολογική ευαισθησία, που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τη νέα γενιά, η πρόοδος του εθελοντισμού και της αλληλεγγύης, αλλά και η αυξανόμενη συμμετοχή, της τόσο κακοποιημένης αυτής έννοιας της ατομικής ευθύνης, στις δημόσιες δράσεις, κάτι το οποίο το βλέπουμε να εκδηλώνεται ήδη, κυρίως με πρωτοβουλίες της Πολιτικής Προστασίας.

Τα παραπάνω θεωρώ ότι συνιστούν, κ. Πρόεδρε, δείγματα ωριμότητας που μας δίνουν πρόσθετη αισιοδοξία για το αύριο. Αποδεικνύοντας πως οι Ελληνίδες και οι Έλληνες νιώθουν πως έχει έρθει πια ο καιρός της αναμέτρησης με όσα υπονόμευαν επί δεκαετίες την πορεία μας. Κερδίζοντας τον χρόνο ο οποίος δεν αξιοποιήθηκε και μειώνοντας γρήγορα την απόσταση που δυστυχώς ακόμα μας χωρίζει από την ευρωπαϊκή καθημερινότητα.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σε αυτό το σταυροδρόμι των 50 ετών, το ισοζύγιο κατακτήσεων και αδυναμιών που μεσολάβησε πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να είναι δίκαιο. Γιατί οι τελευταίες ασφαλώς δεν λείπουν. Είτε αυτές αφορούν τις δυσκολίες της συγκυρίας, όπως την υπαρκτή ακρίβεια, είτε συνδέονται με χρόνιες καθυστερήσεις του κράτους.

Όμως, όσο αυτοκριτικοί και αν θέλουμε να είμαστε, θα ήταν λάθος στη σημερινή ημέρα οι επιμέρους σκιές να κρύψουν τη συνολική εικόνα μιας συγκεκριμένης εθνικής διαδρομής.

Γιατί είναι αλήθεια πως η Ελλάδα του 2024 δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα του 1974. Είναι μία σύγχρονη Δημοκρατία, με τα σύνορά της προστατευμένα, την εθνική της άμυνα θωρακισμένη, τη διπλωματία της πλαισιωμένη από ισχυρές συμμαχίες, την οικονομία της πιο στιβαρή, στην πρώτη γραμμή, και ναι, και με την κοινωνία της, παρά τους διαχωρισμούς, πιο ενωμένη από ό,τι ήταν στο παρελθόν.

Παράλληλα, το πολίτευμά μας βάθυνε και αυτό, στρέφοντας το ενδιαφέρον του πρωτίστως στην προστασία των πιο ευάλωτων.

Για σκεφτείτε, πολίτες με αναπηρία, συμπολίτες μας με αναπηρία δεν είναι πια αόρατοι για την πολιτεία, όπως ήταν για πολλές δεκαετίες. Ομάδες που ζούσαν στο περιθώριο έχουν σήμερα πια όλα τα δικαιώματα που τους παρέχει ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός.

Και δεν είναι τυχαίο ότι στην τελευταία έκθεση του κράτους δικαίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δημοσιεύεται σήμερα, ανήμερα 50 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αυτή η έκθεση κατατάσσει την Ελλάδα στις 9 χώρες, μεταξύ των 27, με τις λιγότερες συστάσεις. Και αυτό σε πείσμα όσων διαλαλούν ότι είμαστε τάχα μία «αυταρχική» Δημοκρατία.

Στο μεταξύ, κ. Πρόεδρε, πρέπει να αναγνωρίσουμε και την πρόοδο που έχουμε πετύχει στην ίδια την κοινοβουλευτική διαδικασία. Σε αυτή την αίθουσα συχνά μπορούμε και πρέπει να διαφωνούμε και μάλιστα έντονα. Όμως, η Βουλή λειτουργεί και λειτουργεί πολύ καλά επί πέντε δεκαετίες. Ενίσχυσε το νομοθετικό της έργο με πολλές πρόσθετες επιτροπές. Ανάμεσα σε πολλές άλλες μεταρρυθμίσεις, ενέκρινε, επιτέλους, και την επιστολική ψήφο, δείγμα ότι και το Κοινοβούλιό μας ακολουθεί πράγματι τα μηνύματα των καιρών.

Δύο ακόμα παρατηρήσεις, κ. Πρόεδρε, για τη δράση του Σώματος όλο αυτό το διάστημα. Πρώτον έδειξε ότι ξέρει και μπορεί να περιφρουρεί τις διαδικασίες του, αποβάλλοντας εκείνους που το προσβάλλουν με αντιδημοκρατικές επιθέσεις. Και δεύτερον, ναι, το Κοινοβούλιο ανοίχτηκε στους πολίτες, όχι μόνο με κινήσεις ενημέρωσης, αλλά δίνοντας και έμπρακτα το «παρών» σε κάθε δύσκολη στιγμή που βίωσε η ελληνική κοινωνία.

Απόσταγμα, ωστόσο, κάθε θετικής εμπειρίας δεν μπορεί να είναι μόνο η καταγραφή της, όσο η αναμέτρηση με το μέγεθος το οποίο θα μπορούσε να έχει. Κάτι που οδηγεί και πάλι στα σημερινά μεγάλα στοιχήματα του πολιτικού συστήματος.

Να κινηθούμε, δηλαδή, ταχύτερα και να συναντηθούμε, όπου αυτό είναι εφικτό, σε συναινέσεις, αλλά κυρίως σε ρεαλιστικές θέσεις, μακριά από διαιρέσεις που χτίζονται συνήθως πάνω σε ψεύτικες υποσχέσεις.

Ενώ, από την άλλη, να στραφούμε με πραγματισμό και με ευθύνη απέναντι στις αναγκαίες τομές που χρειάζεται η χώρα την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, με στόχο τα διδάγματα του χθες να γίνουν ισχυρά προτάγματα του σήμερα.

Τιμώντας έμπρακτα με αυτόν τον τρόπο τον μισό αιώνα Μεταπολίτευσης και μετατρέποντας τα μεγάλα άλματα του παρελθόντος στα επόμενα άλματα του μέλλοντος. Σε αυτή την κατεύθυνση η κυβέρνηση ήδη προωθεί μια σειρά από αλλαγές που βελτιώνουν την καθημερινότητα του πολίτη.

Αλλά θα ήθελα να κλείσω επισημαίνοντας ότι η σημερινή μέρα σίγουρα είναι μία μέρα που δεν ενδείκνυται για άγονες αντιπαραθέσεις και για κομματικούς διαξιφισμούς. Αυτό, ωστόσο, δεν με εμποδίζει να απευθυνθώ για ακόμα μία φορά ειλικρινά στις πτέρυγες της αντιπολίτευσης, ζητώντας πάντα σαφείς και θετικές προτάσεις, στο πλαίσιο μιας κουλτούρας ουσιαστικού, προωθητικού διαλόγου.

Τα μεγάλα προβλήματα τόσο πιο εύκολα αντιμετωπίζονται όσο πιο μεγάλο είναι και το μέτωπο το οποίο ορθώνεται απέναντί τους. Η Μεταπολίτευση, άλλωστε, μπορεί να μοιάζει με μία περίοδο σχετικά μικρή σε εμάς και τα παιδιά μας, σε σχέση με τον ιστορικό χρόνο, όμως, παράλληλα, δεν παύει να αποτελεί το εν τέταρτον ολόκληρης της ως τώρα ζωής του ελεύθερου ελληνικού κράτους.

Και υπό αυτό το πρίσμα τα 50 χρόνια της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας αποκτούν άλλη διάσταση. Συγκροτούν αναμφίβολα ένα σχετικά αυτοτελές ιστορικό κεφάλαιο στη διαδρομή του τόπου, έχοντας εγείρει όμως στη διάρκειά τους μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα, με πρώτο τον εκσυγχρονισμό. Ερωτήματα τα οποία μένουν ανοιχτά, ως προκλήσεις για το μέλλον.

Η Μεταπολίτευση έτσι καθίσταται το τέλος και η αρχή. Μια αρχή που γεννά καθορισμένα καθήκοντα για όλες τις πολιτικές δυνάμεις, με πυξίδες τον ρεαλισμό και το αποτέλεσμα.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όπως είπα και εισαγωγικά, δεν είναι τυχαίο ότι τα γενέθλια της Δημοκρατίας συμπίπτουν με αυτά της παράταξής μας. Όπως συμπίπτουν τελικά και οι μεγάλες εθνικές επιλογές με τις διαχρονικές θέσεις του κόμματός μας: την ευρωπαϊκή προοπτική, την ανοιχτή οικονομία, το κοινωνικό κράτος, τη λαϊκή ενότητα, πάνω από όλα την ανεξάρτητη και ισχυρή πατρίδα.

Και στον ίδιο δρόμο του υπεύθυνου πατριωτισμού βαδίζουμε και στις μέρες μας. Σε μια μεγάλη προσπάθεια τα 50 χρόνια από την επιστροφή της Δημοκρατίας να γίνουν αφετηρία και για μια καλύτερη δημόσια ζωή αλλά και για μια καλύτερη Ελλάδα.

Γι’ αυτό και θεωρώ τη σημερινή επέτειο συλλογικό ξεκίνημα για τη συνολική αναβάθμιση της λειτουργίας και του πολιτικού μας συστήματος.

Από την πλευρά της, η Νέα Δημοκρατία μπορεί να γίνεται σε λίγο 50 ετών, τη διαπερνά ωστόσο η ίδια εκείνη ορμή της εκκίνησης του 1974, που στο πέρασμα του χρόνου ενώθηκε με τον εφηβικό ριζοσπαστισμό και αργότερα με την ενήλικη ωριμότητα, για να μετουσιωθεί τελικά σε μια πολιτική διαρκούς εξέλιξης, που ενσωματώνει προωθητικά την παράδοση, όπως ακριβώς θα το ήθελε και ο ιδρυτής μας.

Σε ένα κόμμα δυναμικό, το οποίο θέλει να καινοτομεί, χωρίς πάντως να χάνει την ταυτότητά του, να διευρύνεται, χωρίς να εγκαταλείπει τις αρχές του, κρατώντας τις ρίζες του δυνατές ώστε να μπορεί να απλώνεται και πέρα από τη σκιά του.

Γι’ αυτό και αποτελεί πλέον ένα μεγάλο κοινωνικό ρεύμα όπου συναντώνται πολίτες από διαφορετικές αφετηρίες, με τον ίδιο σκοπό όμως πάντα: ένα κράτος σύγχρονο και δημοκρατικό, παραγωγικό και δίκαιο.

Υποδεχόμαστε, λοιπόν, τον μισό αιώνα της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας οπλισμένοι με περισσότερη αυτογνωσία και με περισσότερη αυτοπεποίθηση, ζυγίζοντας τις παλιές μας αδυναμίες προκειμένου να μεταφραστούν σε νέες δυνάμεις και κρατώντας πρώτα και πάνω απ’ όλα στέρεους τους δεσμούς μας με την κοινωνία.

Σε έναν κόσμο μεγάλης αβεβαιότητας αντιτάσσουμε τη σιγουριά. Παρακολουθούμε όλες αυτές τις διαρκείς μεταβολές, αυξάνουμε τις ταχύτητες στο έργο μας. Η εποχή που έρχεται θα είναι δύσκολη, είναι μια πρόκληση για όλους μας.

Και θα έλεγα ότι, καθώς πληρώσαμε πολύ ακριβά και σε αυτή την αίθουσα την αχρείαστη συχνά πόλωση, έχουμε χρέος να αποδείξουμε όλοι μας ότι ναι, είμαστε αντίπαλοι, αλλά δεν είμαστε εχθροί.

Και καθώς η δημαγωγία αναδείχθηκε σε διαχρονικό εχθρό της δημοκρατίας, οφείλουμε να κάνουμε τη Δημοκρατία μας πιο ανθεκτική, οπλίζοντάς την πρώτα και πάνω απ΄ όλα με ρεαλισμό, σε μια πολιτική ζωή που προφανώς θα έχει αντιθέσεις, όμως ας αρχίσει επιτέλους να διεκδικεί και περισσότερες συνθέσεις.

Θα ορίσουμε έτσι τις συντεταγμένες της πορείας μας για τα επόμενα 50 χρόνια, με την ίδια τόλμη που έδειξαν και οι πρωτεργάτες της μεγάλης αλλαγής του 1974. Με το όραμά τους ολοζώντανο στον πυρήνα των πολιτικών μας, τη σκέψη τους να πυροδοτεί τη δράση μας και τις πράξεις τους να μας καλούν να γίνουμε όχι απλά θεματοφύλακες ενός ιστορικού παρελθόντος, αλλά και διαμορφωτές ενός σπουδαίου μέλλοντος.

Χρόνια πολλά στη Δημοκρατία μας.»

ΜέΡΑ25: «Να αντιταχθούμε στην ολιγαρχία που καταβρόχθισε τις κατακτήσεις μας»

     Η μεταπολίτευση ήρθε με τίμημα το δράμα και την προδοσία της Κύπρου και τις ζωές εκείνων που αντιστάθηκαν στη χούντα. Αυτό που κατάφερε στις πρώτες δεκαετίες δεν ήταν λίγο. Εγκαθίδρυσε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία που δεν ήταν «αναιμική», δημιούργησε έναν νέο δημόσιο χώρο, κατοχύρωσε πρωτοφανή στοιχεία οικονομικής δημοκρατίας, γέννησε νέα πολιτιστικά ρεύματα, τροφοδότησε ιδέες και δράσεις. 


Σε κοινή τους δήλωση για τα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, οι συντονιστές της Κεντρικής Επιτροπής του ΜέΡΑ25, Ηρώ Διώτη και Νίκος Θεοχαράκης, αναφέρουν:


«Η μεταπολίτευση ήρθε με τίμημα το δράμα και την προδοσία της Κύπρου και τις ζωές εκείνων που αντιστάθηκαν στη χούντα. Αυτό που κατάφερε στις πρώτες δεκαετίες δεν ήταν λίγο. Εγκαθίδρυσε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία που δεν ήταν «αναιμική», δημιούργησε έναν νέο δημόσιο χώρο, κατοχύρωσε πρωτοφανή στοιχεία οικονομικής δημοκρατίας, γέννησε νέα πολιτιστικά ρεύματα, τροφοδότησε ιδέες και δράσεις. Απήλλαξε τον τόπο από την κατάρα της εθνικοφροσύνης, του αντικομουνισμού και του φόβου του χωροφύλακα. Αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση, εκσυγχρόνισε το οικογενειακό δίκαιο, δημιούργησε τα θεμέλια ενός κοινωνικού κράτους στην παιδεία, στην υγεία και στις συντάξεις και θεσμοθέτησε ένα προοδευτικό πλαίσιο στις εργασιακές σχέσεις.

Για τον λόγο αυτό πολεμήθηκε ανηλεώς από ένα σύστημα ισχύος, πολιτικής και οικονομικής, το οποίο δεν έπαψε επί χρόνια να κηρύσσει το τέλος της.

Οι κατακτήσεις αυτές δεν κράτησαν για πολύ. Η επόμενη φάση οδήγησε στη διαφθορά, το πελατειακό κράτος και την επικράτηση οικονομικών πολιτικών που οδήγησαν σε μια οικονομία και κοινωνία που γιγαντώθηκε πάνω σε πήλινα πόδια. Η στρεβλή αυτή ανάπτυξη σε όλα τα επίπεδα – και παρά τους αγώνες του λαού μας – οδήγησε στην Ελλάδα των μνημονίων που πλήρωσε την ένταξή της σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που γινόταν ολοένα πιο αντιδραστική και νεοφιλελεύθερη.

Από τα μνημόνια και μετά – και παρά τις Αλκυονίδες μέρες του 2015 που έδειχναν ότι μπορούσαμε και αλλιώς – η Ελλάδα έπαψε να είναι δημοκρατία. Η οικονομική, κοινωνική και εξωτερική της πολιτική πλέον υπαγορεύεται από τους δανειστές και το ΝΑΤΟ, οι εργασιακές σχέσεις έχουν ρυθμιστεί προς όφελος του κεφαλαίου, ο δημόσιος και ιδιωτικός πλούτος έχει πέσει στα χέρια των λίγων (ντόπιων και ξένων), τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατώνται σε ένα όργιο καταστολής και αυθαιρεσίας, το σύνταγμα κατακουρελιάζεται, το κοινωνικό κράτος αποδομείται, το εργατικό δυναμικό μεταναστεύει, η ακρίβεια κάνει τον βίο αβίωτο, η στέγαση είναι χτικιό, και τα δρεπανηφόρα άρματα του νεοφιλελευθερισμού και της διαφθοράς θερίζουν τις προϋποθέσεις για μια αξιοπρεπή ζωή για τους πολλούς.

Τελικά η ολιγαρχία, με τους δανειστές και τις κυβερνήσεις υπηρέτες τους, πέτυχαν την άρση κάθε πολιτικής και οικονομικής δημοκρατικής δομής στη χώρα. Μισό αιώνα μετά, το ΜέΡΑ25 αποδίδει φόρο τιμής στους ανθρώπους που πάλεψαν για την πτώση της φασιστικής στρατιωτικής χούντας, στους ανθρώπους που εργάστηκαν για την κοινωνική αναγέννηση έξω από τα σκοτάδια του δεξιού κράτους, για την κατοχύρωση των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων στην υγεία, την παιδεία, τη στέγαση, τις μεταφορές.

Στις σκοτεινές μέρες που ζούμε, δεν υπάρχει μεγαλύτερη υπηρεσία στη δημοκρατία από το να παλέψουμε για την ανάκτηση αυτών των κοινωνικών δικαιωμάτων, για ισότητα, ελευθερία, δικαιοσύνη, ειρήνη, και περιβαλλοντική ισορροπία – από το να δημιουργήσουμε την κοινωνική και πολιτική αντιπαράταξη στην ολιγαρχία αυτή που καταβρόχθισε τις κατακτήσεις της Δημοκρατίας.»

Ζήτημα χειραγώγησης τιμών θέτει στην Επιτροπή Ανταγωνισμού η Νέα Αριστερά

     Ο Αλέξης Χαρίτσης και η Πέτη Πέρκα έθεσαν ορισμένα ερωτήματα στην Επιτροπή Ανταγωνισμού για την ακρίβεια στα ράφια και αισχροκέρδεια στην ενέργεια.


Στην Επιτροπή Ανταγωνισμού βρέθηκαν σήμερα ο πρόεδρος της ΚΟ της Νέας Αριστεράς Αλέξης Χαρίτσης και η γραμματέας της ΚΟ και αρμόδια για θέματα ενέργειας και περιβάλλοντος, Πέτη Πέρκα.

Η Νέα Αριστερά ζήτησε από την Δευτέρα την έκτακτη σύγκληση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας για τα φαινόμενα αισχροκέρδειας στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας με κλήση του προέδρου της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων Ενέργειας και Υδάτων ΡΑΑΕΥ.

Στην συνάντηση που είχαν με την Πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού, Μαίρη Σαρπ έθεσαν τα ζητήματα της ακρίβειας στα ράφια και στην ενέργεια, επισημαίνοντας τα φαινόμενα κερδοσκοπίας, της χειραγώγησης των τιμών, των ελέγχων και της υποστελέχωσης της Επιτροπής.

Ο Αλέξης Χαρίτσης και η Πέτη Πέρκα έθεσαν τα εξής ερωτήματα:

  • Εξετάζει η Επιτροπή Ανταγωνισμού το ζήτημα χειραγώγησης τιμών και στρέβλωσης του ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας υπό το φως των ακραίων τιμών στις μέγιστες ημερήσιες τιμές στην Αγορά Επόμενης Μέρας (DAM);

  • Πρακτικές χειραγώγησης καταγγέλλει και η ΕΒΙΚΕΝ. Σχεδιάζει να παρέμβει αυτεπάγγελτα μετά τις εν λόγω καταγγελίες της ενεργοβόρου βιομηχανίας;

  • Είναι ενήμερη η Επιτροπή Ανταγωνισμού για την επιστολή των εκπροσώπων της βιομηχανίας Ελλάδας, Βουλγαρίας και Ρουμανίας προς τις DG COMP και DG ENERGY;

  • Πώς δικαιολογείται η πολυετής καθυστέρηση έκδοσης απόφασης/ή και πορίσματος εκ μέρους της Επιτροπής Ανταγωνισμού σχετικά με τους ελέγχους που ξεκίνησαν το 2022.

  • Πότε αναμένεται το πόρισμα της Επιτροπής για αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις αγορές χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε πελάτες χαμηλής τάσης;

  • Πώς προχωρά και πότε αναμένεται να δημοσιευθούν τα αποτελέσματα της Κανονιστικής Παρέμβασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού στον κλάδο των πετρελαιοειδών;

  • Όσον αφορά στο «νέο» μοντέλο λιανικής αγοράς με τα πολύχρωμα τιμολόγια τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά. Παρόλα αυτά ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας δηλώνει από τον Ιανουάριο που ξεκίνησε η εφαρμογή τους πως ο ανταγωνισμός έχει ενεργοποιηθεί. Ποια είναι η γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού; Πώς το έχουν πετύχει αυτό τα πολύχρωμα τιμολόγια;

  • Έχει αξιολογήσει η Επιτροπή Ανταγωνισμού το νέο μοντέλο λιανικής ως προς τη διάσταση του ανταγωνισμού και τη διαμόρφωση εμπορικών πολιτικών; Τι προτίθεται να πράξει;

  • Δεδομένου ότι η Αρχή θέτει ζήτημα υποστελέχωσής της και σημαντικών καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση προσλήψεων που έχουν εγκριθεί ήδη από το 2021 και 2022, πώς προχωρά η πλήρωση των κενών θέσεων εργασίας στην Επιτροπή Ανταγωνισμού;

Δήλωση Χαρίτση μετά τη συνάντηση:



«Είχα σήμερα την ευκαιρία να συναντηθώ με την πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού και να ζητήσω πλήρη ενημέρωση για όλες τις έρευνες οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη σε σχέση με την κατάσταση στην αγορά και στην ηλεκτρική ενέργεια και στα πετρελαιοειδή αλλά και στην λιανική αγορά και στα σούπερ μάρκετ.

Θεωρούμε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αφήσει ανεξέλεγκτα κερδοσκοπικά συμφέροντα να λυμαίνονται κρίσιμους τομείς της ελληνικής οικονομίας και να αισχροκερδούν σε βάρος της κοινωνίας.

Το επισημαίνει άλλωστε και η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία σε πρόσφατη μελέτη της μιλάει για μια κρίση ακρίβειας η οποία δεν είναι εισαγόμενη. Το επισημαίνει πολύ πρόσφατα και η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας, η οποία μιλάει για την ηλεκτρική αγορά εκεί όπου βλέπουμε τις τιμές να εκτοξεύονται σε πρωτοφανή επίπεδα, μιλώντας για χειραγώγηση των τιμών και εναρμονισμένες πρακτικές από το ολιγοπώλιο, το οποίο σήμερα κυριαρχεί στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

Δεν είναι δυνατόν ένα τόσο κρίσιμο αγαθό, ένα προϊόν το οποίο έχει κόστος παραγωγής 100 και 150 ευρώ τη μεγαβατώρα, να πωλείται όπως χθες στην προημερήσια αγορά στα 850 ευρώ. Έχουμε φαινόμενα ακραίας αισχροκέρδειας.

Από τη μεριά μας, θεωρούμε ότι ρυθμιστικός ρόλος των Ανεξάρτητων Αρχών αλλά και η ενίσχυση και ενδυνάμωση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να παταχθεί το φαινόμενο της αισχροκέρδειας.

Δυστυχώς όμως η κυβέρνηση και για ιδεολογικούς λόγους, καθώς δεν πιστεύει στη ρύθμιση της αγοράς, αλλά και για λόγους που έχουν να κάνουν με την εξυπηρέτηση μεγάλων ιδιωτικών επιχειρηματικών συμφερόντων, δεν προχωράει στις αναγκαίες ρυθμίσεις.

Από την πλευρά μας, ως Νέα Αριστερά, θα προχωρήσουμε σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες τόσο εντός όσο και εκτός του Κοινοβουλίου, έτσι ώστε να προστατευτεί η κοινωνία, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις από αυτά τα ακραία φαινόμενα αισχροκέρδειας, τα οποία απειλούν σήμερα την κοινωνική συνοχή, αλλά και την παραγωγική προοπτική του τόπου»
πηγή : efsyn.gr

Σωκράτης Φάμελλος: «Οι αξίες της Μεταπολίτευσης παραμένουν επίκαιρες και αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για ένα κοινωνικά δίκαιο και ισχυρό κράτος» (vid)

     Οι αξίες της Μεταπολίτευσης παραμένουν επίκαιρες και αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για ένα κοινωνικά δίκαιο και ισχυρό κράτος.

50 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αποτελεί χρέος μας να μην λησμονήσουμε τους αγώνες του λαού μας για Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία. Η μεταπολίτευση δεν αποτέλεσε μόνο την πολιτική στιγμή της αποκατάστασης της δημοκρατίας, την επιβεβαίωση και κατοχύρωση της καθολικής λαϊκής βούλησης για δημοκρατικό πολίτευμα και ατομικά δικαιώματα. Αποτέλεσε και την πολιτική στιγμή κατοχύρωσης της αξίας και του ρόλου των δημόσιων αγαθών, του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους. Αλλά και της αξίας της πολιτικής και της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά, που κινητοποίησε και τις παραγωγικές δυνάμεις εκείνης της εποχής.

Και τα πρώτα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση οι κυβερνήσεις εκφράζοντας και αποτυπώνοντας το παλλαϊκό κοινωνικό αίσθημα συναγωνίστηκαν σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις φέρνοντάς μας πιο κοντά στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, πριν τις τυπικές ευρωπαϊκές μας υποχρεώσεις.

Η Μεταπολίτευση αποτελεί μία ιστορική περίοδο σημαντικών τομών, μετασχηματισμών, υπερβάσεων και επιτυχιών αλλά ταυτόχρονα και μια περίοδο χαμένων ευκαιριών, συμβιβασμών, ελλειμμάτων και ανεπαρκειών.

Δεν ήταν και δεν είναι μία γραμμική πορεία και δυστυχώς δεν ήταν και δεν είναι μία αύξουσα συνάρτηση.



Η ομιλία του Σωκράτη Φάμελλου στη Βουλή

«Κύριε Πρόεδρε, Κυρίες και Κύριοι βουλευτές,

50 χρόνια δημοκρατικού πολιτεύματος συμπληρώνονται σήμερα, η πιο μακρά περίοδος κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και πολιτικής σταθερότητας στη χώρα μας, και το γεγονός αυτό καθαυτό συνιστά μια μεγάλη κατάκτηση του ίδιου του ελληνικού λαού.

Σήμερα τιμούμε πρώτα από όλα όσες και όσους πάλεψαν ενάντια στη χούντα των Συνταγματαρχών για την αποκατάσταση της δημοκρατίας.

Τους χιλιάδες αγωνιστές που υπέστησαν βασανιστήρια, φυλακίσεις, εξορίες, θυσιάζοντας ακόμη και την ίδια τους τη ζωή για τη δημοκρατία. Τους δημοκράτες, τους αριστερούς, τους πατριώτες.

Και δηλώνουμε ότι οι πράξεις τους θα αποτελούν πάντοτε φωτεινό παράδειγμα για μια κοινωνία δίκαιη, ελεύθερη και ανθρώπινη. Και δεσμευόμαστε ότι θα υπηρετήσουμε αυτούς τους στόχους.

Η σημερινή επέτειος είναι όμως και μια διαρκής υπενθύμιση των κινδύνων του φασισμού, της αξίας της δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων. Και βλέποντας τις πολιτικές εξελίξεις και στην Ευρώπη και στη χώρα μας, την άνοδο της ακροδεξιάς και των νεοναζί, τις ιαχές του μίσους, του φόβου και της βίας οφείλουμε να επιβεβαιώσουμε και να υπενθυμίσουμε προς όλη την κοινωνία και ιδιαίτερα προς τη νέα γενιά ότι ο αγώνας για τη δημοκρατία και την ελευθερία δεν σταματά ποτέ.

Η σημερινή ημέρα είναι και μία γιορτή της αντίστασης, μία υπενθύμιση της αξίας της αντίστασης. Γιατί η αντίσταση του ελληνικού λαού δοξάστηκε στον αντιδικτατορικό αγώνα. Γιατί η αντίσταση αποτέλεσε την προϋπόθεση προόδου.

Και αυτό οφείλουμε να το υπενθυμίζουμε σήμερα, που το σύστημα εξουσίας καλεί τους πολίτες και ιδιαίτερα τη νέα γενιά, σε συμβιβασμό, περιορισμένες προσδοκίες και υπόκλιση σε πελατειακές σχέσεις.

Για αυτό μεθοδευμένα αποσιωπάται η αξία της αντίστασης και ο ρόλος της στην κοινωνική πρόοδο. Και για το λόγο αυτό οφείλουμε να διατηρούμε και να αναδεικνύουμε τους μαρτυρικούς τόπους της Γυάρου και της Μακρονήσου και να μην επιτρέψουμε την απώλεια της ιστορικής μνήμης και την αποιδεολογικοποίηση της αντιδικτατορικής πάλης.

Κυρίες και κύριοι βουλευτές, 50 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αποτελεί χρέος μας να μην λησμονήσουμε τους αγώνες του λαού μας για Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία. Η μεταπολίτευση δεν αποτέλεσε μόνο την πολιτική στιγμή της αποκατάστασης της δημοκρατίας, την επιβεβαίωση και κατοχύρωση της καθολικής λαϊκής βούλησης για δημοκρατικό πολίτευμα και ατομικά δικαιώματα. Αποτέλεσε και την πολιτική στιγμή κατοχύρωσης της αξίας και του ρόλου των δημόσιων αγαθών, του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους. Αλλά και της αξίας της πολιτικής και της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά, που κινητοποίησε και τις παραγωγικές δυνάμεις εκείνης της εποχής.

Και τα πρώτα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση οι κυβερνήσεις εκφράζοντας και αποτυπώνοντας το παλλαϊκό κοινωνικό αίσθημα συναγωνίστηκαν σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις φέρνοντάς μας πιο κοντά στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, πριν τις τυπικές ευρωπαϊκές μας υποχρεώσεις.

Η Μεταπολίτευση αποτελεί μία ιστορική περίοδο σημαντικών τομών, μετασχηματισμών, υπερβάσεων και επιτυχιών αλλά ταυτόχρονα και μια περίοδο χαμένων ευκαιριών, συμβιβασμών, ελλειμμάτων και ανεπαρκειών.

Δεν ήταν και δεν είναι μία γραμμική πορεία και δυστυχώς δεν ήταν και δεν είναι μία αύξουσα συνάρτηση.

Η μεταπολίτευση χαρακτηρίστηκε από μεγάλες τομές όπως:
  • Το προοδευτικό Σύνταγμα του 1975.
  • Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή και η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης από την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου.
  • Η ένταξη και η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
  • Η μεγάλη πολιτική αλλαγή του 1981.
  • Η πολιτική επικράτηση του τρίπτυχου «Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Κοινωνική Απελευθέρωση», που αντικατόπτριζε την κατοχύρωση των αξιών αυτών στην κοινωνική συνείδηση.
  • Η θεμελίωση του κοινωνικού κράτους με κεντρικό υπόδειγμα το ΕΣΥ αλλά και της κοινωνικής δικαιοσύνης για την Ελλάδα των μη προνομιούχων.
  • Αλλά και πρόσφατα η έξοδος από τα μνημόνια από την Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα.
  • Και η ιστορική συμφωνία των Πρεσπών.

Όλες αυτές οι τομές επιβεβαίωσαν και κατοχύρωσαν την αξία της πολιτικής.

Από την άλλη πλευρά η μεταπολίτευση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια διπλή τραγωδία για τον ελληνισμό, την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και την de facto διχοτόμηση του Νησιού, που παραμένει 50 χρόνια.

Ταυτόχρονα όμως κηλίδωσαν τη δημοκρατία μας:
  • οι πελατειακές σχέσεις,
  • η αναξιοκρατία, η αδιαφάνεια η επικράτηση της κομματοκρατίας
  • η διαφθορά, η οικονομική και κοινωνική χρεοκοπία.

Πρέπει όλοι μας να αναρωτηθούμε αν σημαίνει κάτι πλέον η μεταπολίτευση για τους νέους μας. Αν συνεχίζει να συνδέεται με τις της προόδου και της δημοκρατίας. Γιατί η κοινωνία και ιδιαίτερα η νεολαία βιώνει μία ύφεση και στην πρόσβαση στα αγαθά της προόδου αλλά και στις προσδοκίες.

Κάνοντας σήμερα έναν απολογισμό οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το πολιτικό σύστημα ανταποκρίνεται όλο και λιγότερο στις μεγάλες τομές που εισήγαγε η μεταπολίτευση:

τη Δημοκρατία και τους θεσμούς της, τη διαφάνεια και το κράτος δικαίου, την ισότιμη πρόσβαση των πολιτών στα δημόσια αγαθά και στο δικαίωμα στην ευημερία.

Η ελληνική κοινωνία εμφανίζει μία αξιοσημείωτη και επικίνδυνη υποχώρηση αξιών. Μία συντηρητική και αναχρονιστική υποχώρηση στο πεδίο των ιδεών.

Σήμερα ζούμε την κυριαρχία της οικονομικής εξουσίας, των συμφερόντων πάνω στην πολιτική, που απλά τα υπηρετεί. Το σύστημα εξουσίας έβαλε στο στόχαστρο και εκδικήθηκε την πολιτική. Την απαξίωσε γιατί ήταν ξεκάθαρο ότι μόνο η πολιτική μπορούσε και μπορεί να αμφισβητήσει την αναπαραγωγή ενός άδικου συστήματος οικονομικής εξουσίας.

Η Δημοκρατία μας αδυνατίζει. Απομακρυνόμαστε ταχύτατα από το ευρωπαϊκό κεκτημένο στο κράτος δικαίου και την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Η πολιτική βρίσκεται στο ναδίρ της αξιοπιστίας.

Οι πολλαπλές παραβιάσεις του κράτους δικαίου και η απαξίωση του Συντάγματος, που καταγράφονται και στο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου αλλά και από πλείστες άλλες εκθέσεις, τροφοδοτούν την περαιτέρω απαξίωση των λειτουργιών της πολιτείας, αλλά και απολιτικές, αντιπολιτικές, σκοταδιστικές, αντιεπιστημονικές και ακροδεξιές στάσεις και συμπεριφορές, τα αποτελέσματα των οποίων βιώνουμε όλοι και όλες.

Και τα βλέπουμε και μέσα στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Απόδειξη η αποχή ρεκόρ στις ευρωεκλογές του Μαΐου, που αποτέλεσε ηχηρή αποδοκιμασία του πολιτικού συστήματος και προμηνύει ρήξεις στην κοινωνική συνοχή με πιθανά επικίνδυνα κοινωνικά φαινόμενα.

Η πολιτική πρέπει να ανακτήσει την αξιοπιστία της, την εμπιστοσύνη των πολιτών και της κοινωνίας, κυρίως των νέων που αποτελούν το μέλλον της πατρίδας μας.

Ιδιαίτερα σήμερα που οι γεωπολιτικές αλλαγές, η δημογραφική κρίση και η επερχόμενη κλιματική καταστροφή θέτουν νέες υψηλότερες απαιτήσεις για ενίσχυση της πολιτείας και της επάρκειάς της. Ενώ στην Ελλάδα ζούμε ακριβώς το αντίθετο.

Αλλά και για ένα καινοτόμο και απαιτητικό νέο παραγωγικό μοντέλο, τομέα στον οποίο δεν έχουμε επιδείξει στη μεταπολίτευση επιτυχία και αποτελεσματικότητα.

Και όπως απέδειξε και η μεταπολίτευση αλλά και οι θετικές της στιγμές, η πολιτική οφείλει να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει την ελληνική κοινωνία.

Οφείλουμε να πατήσουμε γερά στις αξίες της μεταπολίτευσης. Η ειρήνη, η δημοκρατία, η αλληλεγγύη, ο πολιτισμός, η προστασία και ενίσχυση των δημόσιων και κοινωνικών αγαθών είναι απαραίτητες προϋποθέσεις ενός κοινωνικά δίκαιου και ισχυρού κράτους.

Η απάντηση στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας σήμερα απαιτεί αλλαγή πολιτικής με βαθιές μεταρρυθμίσεις και υπεράσπιση των αξιών της δημοκρατίας. Μόνο και μόνο τότε μπορεί να εξασφαλιστεί μια βιώσιμη πορεία για τη χώρα, βασισμένη σε αρχές αλληλεγγύης, δικαιοσύνης και αειφορίας.

Μόνο και μόνο τότε θα πάψει η νέα γενιά να φεύγει για το εξωτερικό και θα επανέλθει η βεβαιότητα της Μεταπολίτευσης ότι οι νεότερες γενιές θα ζουν καλύτερα από τις παλιότερες.

Γιατί μια κριτική ματιά στα 50 χρόνια της μεταπολίτευσης μας δείχνει ότι οι θετικές στιγμές και οι κατακτήσεις μας στηρίχτηκαν σε αυτές τις αξίες ενώ οι αρνητικές στιγμές εκμεταλλεύτηκαν την υποχώρηση αυτών των αξιών, … και της πολιτικής.

Κυρίες και κύριοι βουλευτές

Το κράτος δικαίου εμφανίζεται αποδυναμωμένο μετά από το σκάνδαλο των υποκλοπών, την έλλειψη πολυφωνίας των ΜΜΕ, την βραδύτητα στην απονομή δικαιοσύνης, την τραγωδία των Τεμπών, τις επιθέσεις και στοχοποίηση των Ανεξάρτητων Αρχών, τη διαρροή προσωπικών δεδομένων εκλογέων και τη χρήση τους για ψηφοθηρικούς σκοπούς.

Το σκάνδαλο των υποκλοπών στιγματίζει τη δημοκρατία μας, όσο δεν αποδίδονται ευθύνες. Και συνδέεται και με τα θέματα εθνικής ασφάλειας εφόσον επιβεβαιωμένα αφορούσε και στην ηγεσία του στρατού. Από την υποβάθμιση του κράτους δικαίου και την απαξίωση της πολιτικής επωφελούνται μόνο οι μισαλλόδοξες ακραίες φωνές.

Και όπως σταθερά προτείνει ο ΟΗΕ στους δείκτες για τη βιώσιμη ανάπτυξη, στις μεγάλες κρίσεις και αβεβαιότητες του μέλλοντος χρειαζόμαστε μια κοινωνία ενεργών πολιτών και όχι απομονωμένων στην ατομικότητα και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μπροστά στις νέες μεγάλες αβεβαιότητες οφείλουμε να εργαστούμε για μια προοδευτική διέξοδο.

Αυτό ήταν και το μήνυμα της μεταπολίτευσης και της θυσίας των αγωνιστών της αντιδικτατορικής αντίστασης.»
πηγή: famellos.eu

Γιάννης Δραγασλακης / Η «μαύρη τρύπα» της μεταπολίτευσης: μαθήματα για το μέλλον

     Η δημόσια συζήτηση για τη μεταπολίτευση τείνει να καλύπτει όλη την περίοδο από την πτώση της δικτατορίας και μετά. Με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι η «μαύρη τρύπα της μεταπολίτευσης» ήταν η χρεοκοπία... 


Τα ερωτήματα του περιοδικού είναι καίρια διότι έχουμε εισέλθει σε μια εποχή μεγάλων μετασχηματισμών και παγκόσμιων ανακατατάξεων, από τις οποίες κάποιες χώρες θα επωφεληθούν και άλλες θα περιθωριοποιηθούν για μακρά περίοδο. Επομένως τόσο η θετική όσο και η αρνητική κληρονομιά της μεταπολίτευσης αποτελούν αναγκαία συστατικά της αυτογνωσίας με την οποία πρέπει να σχεδιάσουμε το μέλλον μας στις νέες συνθήκες.

Η δημόσια συζήτηση για τη μεταπολίτευση τείνει να καλύπτει όλη την περίοδο από την πτώση της δικτατορίας και μετά. Με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι η «μαύρη τρύπα της μεταπολίτευσης» ήταν η χρεοκοπία. Επειδή συχνά αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα αποκλειστικά της δημοσιονομικής σφαίρας θέλω επισημάνω ότι η χρεοκοπία, ήταν αποτέλεσμα τόσο της δημοσιονομικής διαχείρισης όσο και του παραγωγικού μοντέλου. Από τη δεκαετία του 1970 και μετά η ελληνική οικονομία είχε διανύσει μια μακρά πορεία αποβιομηχάνισης και συρρίκνωσης της παραγωγικής της βάσης. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν μόνιμα ελλειμματικό και το έλλειμμα καλυπτόταν με εξωτερικό δανεισμό και άλλες εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης. Η τρωτότητα του παραγωγικού συστήματος ήταν βασική πηγή συσσώρευσης εξωτερικού χρέους. Από την άλλη πλευρά το κράτος απορροφούσε το κόστος των κρίσεων, ζημιές των τραπεζών, χρέη του ιδιωτικού τομέα, χωρίς να μετασχηματίζει την οικονομία έτσι ώστε να την καθιστά περισσότερο παραγωγική. Ούτε καταπολεμούσε τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή προκειμένου να χρηματοδοτεί το κοινωνικό κράτος με υγιή έσοδα. Η κρατική λειτουργία ήταν μια άλλη βασική πηγή συσσώρευσης χρέους. Το παραγωγικό πρόβλημα είναι αλληλένδετο με το κοινωνικό. Η διεύρυνση των ανισοτήτων περιορίζει τα όρια της εγχώριας αποταμίευσης. Και το έλλειμμα της τελευταίας καλύπτεται επίσης με εξωτερικό δανεισμό και άλλες πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης.

Διαπιστώνουμε ότι οι μηχανισμοί που δημιουργούν την υπερχρέωση είναι οργανικά συνυφασμένοι με τον τρόπο παραγωγής και διανομής του παραγόμενου πλούτου. Υπήρξε επομένως μια αντίφαση ανάμεσα στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό, που ήταν κεντρικός στόχος της μεταπολίτευσης, και στην απουσία ενός παραγωγικού μοντέλου που να διασφαλίζει τη βιώσιμη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση χωρίς η χώρα να περιθωριοποιείται και η κοινωνία να φτωχοποιείται. Η αντίφαση συγκαλυπτόταν με την υιοθέτηση ενός μοντέλου ανάπτυξης που βασιζόταν στο δανεισμό. Το 2008 η Ελλάδα βρέθηκε ευάλωτη και αθωράκιστη απέναντι στη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση και τελικά δεν απέφυγε τη χρεοκοπία.

Η αλλαγή συνεπώς του εν λόγω προβληματικού μοντέλου είναι προτεραιότητα της νέας περιόδου.

Πώς γεννήθηκε όμως το πρόβλημα αυτό, πως εξελίχθηκε και που βρισκόμαστε σήμερα;

Η γενεαλογία του σύγχρονου αναπτυξιακού προβλήματος

1. Ο νέος παγκόσμιος καταμερισμός

Μετά την κατάρρευση των συνθηκών του Breton Woods, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, και τη βαθμιαία απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου διαμορφώνεται ένας νέος διεθνής καταμερισμός εργασίας και κεφαλαίων στον οποίο το τεχνολογικό προβάδισμα και η γνώση αποτελούν το κύριο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Τα εθνικά κράτη δεν αποτελούν πλέον τα όρια ανάπτυξης των επιχειρήσεων. Με πρωταγωνιστές τις πολυεθνικές επιχειρήσεις η παραγωγή ανακατανέμεται διεθνώς. Ο νεοφιλελευθερισμός υιοθετείται για να άρει τα εμπόδια και να διευκολύνει παντοιοτρόπως το νέο καθεστώς συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα. Όταν λοιπόν στην Ελλάδα, μαζί με τη δικτατορία, αρχίζει να καταρρέει και το μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης, η μεγάλη παγκόσμια αναδιάρθρωση και ανακατανομή παραγωγικών δραστηριοτήτων είναι σε πλήρη εξέλιξη. Η Ελλάδα έπρεπε να συγκροτήσει τη νέα παραγωγική της ταυτότητα, να βρει το δικό της δρόμο μέσα στο νέο παγκοσμιοποιημένο κόσμο και να διαμορφώσει ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο που θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες της κοινωνίας αλλά και στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού πλαισίου στο οποίο είχε επιλέξει να ενταχθεί. Αυτό απαιτούσε κρατικό σχέδιο και καινοτόμες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Δεν υπήρξε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η Ελλάδα όχι μόνο δεν κατάφερε να βρει τη δική της θέση στο νέο καταμερισμό εργασίας αλλά υφίστατο παθητικά τις συνέπειες. Η οικονομία στράφηκε σε δραστηριότητες χαμηλής τεχνολογίας και σχετικά εύκολου κέρδους, όπως τουρισμός, εμπόριο, real estate, ορισμένες μεταποιητικές δραστηριότητες.

2. Η παγίδευση

Η Ελλάδα εντάσσεται το 2000 στις χώρες υψηλού εισοδήματος, όμως παραμένει παγιδευμένη σε προβλήματα χωρών μέσου εισοδήματος. Η παραγωγική βάση φθίνει και υποβαθμίζεται σε σχέση με τις διεθνείς απαιτήσεις. Χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο και αναπτυξιακή στρατηγική η ελληνική οικονομία ακολούθησε μια πορεία έντονης αποβιομηχάνισης και τριτογενοποίησης. Η μεταποίηση, η οποία το 1973 αντιπροσώπευε το 18% της ελληνικής οικονομίας, το 1999 είχε περιοριστεί στο 10%. Με ταχείς ρυθμούς υποχώρησε και ο πρωτογενής τομέας, καθώς από 15% της ελληνικής οικονομίας το 1973 μειώθηκε στο 7% το 1999. Αντίθετα το μερίδιο του τουρισμού, του εμπορίου, του χρηματοπιστωτικού τομέα, του real estate και άλλων υπηρεσιών αυξήθηκε από 55% το 1973 στο 72% το 1999. Η Ελλάδα είχε παγιδευτεί σε ένα μη βιώσιμο μοντέλο υπηρεσιών και κατανάλωσης που ήταν εξαρτημένο από εξωτερική χρηματοδότηση. Η κοινωνική συμμαχία και η δικομματική πολιτική συναίνεση που χτίστηκε γύρω από αυτό, τυφλωμένη από τα άμεσα οφέλη και την πλαστή ευμάρεια που δημιουργούσε για τμήματα της κοινωνίας, στηρίζει και στηρίζεται από το υφιστάμενο μοντέλο, ενώ σημαντικοί διαθέσιμοι πόροι χρηματοδοτούν την αναπαραγωγή του αντί της στροφής σε πιο παραγωγικές και εξωστρεφείς δραστηριότητες.

3. Η παγίδευση ως κανονικότητα

Η ευκαιρία για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου χάθηκε με την ένταξη στην ευρωζώνη. Η ανάγκη παραγωγικής ανασυγκρότησης είχε αναγνωριστεί. Τα ερωτήματα είχαν τεθεί: «πως θα καλύπτεται το έλλειμμα του ισοζυγίου μετά την ένταξη στο ευρώ; πως η Ελλάδα θα θωρακιστεί έναντι ασύμμετρων σοκ»; Σχετικές ερωτήσεις είχα καταθέσει και ο ίδιος, τότε, στη Βουλή. Όμως αντί να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα, «αποσύρθηκαν» από το δημόσιο διάλογο καθώς ακόμη και η συζήτηση τους θεωρήθηκε «αναχρονιστική». Η αποβιομηχάνιση όπως και η συρρίκνωση του πρωτογενή τομέα χαρακτηριζόταν πλέον ως «εκσυγχρονισμός», όπως βέβαια και οι ιδιωτικοποιήσεις καθώς και όλη η συνταγή της νεοφιλελεύθερης «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον». Ήταν, λεγόταν τότε, οι «σύγχρονες τάσεις» προς τις οποίες έπρεπε ως κοινωνία να προσαρμοστούμε και όχι να αντισταθούμε. Το φαινόμενο δεν ήταν μόνο ελληνικό. Εντασσόταν σε μια γενικότερη τάση «σύγκλισης» προς ένα ευρωπαϊκό μοντέλο, στο οποίο ο Βορράς παράγει και ο Νότος καταναλώνει με δανεικά. Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν και οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν διάβρωσαν περαιτέρω τη βιωσιμότητα τόσο του παραγωγικού συστήματος όσο και των δημοσίων οικονομικών. Δεν αναγνώρισαν καν το πρόβλημα, δεν εισήγαγαν καμιά θωράκιση, δεν διαπραγματεύτηκαν καμιά λύση. Η κατάληξη είναι γνωστή. Δεν ήταν όμως και αναπόφευκτη.

4. Ο νέος κύκλος

Με τον τερματισμό των μνημονίων, η Ελλάδα μπήκε σε ένα νέο οικονομικό κύκλο που χαρακτηρίζεται από μεγάλες επιβαρύνσεις: μεγάλο δημόσιο χρέος, οξύ δημογραφικό πρόβλημα, διευρυμένες ανισότητες, μη βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο. Ενώ όλες οι χώρες που εφάρμοσαν μνημόνια έχουν επιστρέψει στα προ της κρίσης επίπεδα, στην Ελλάδα η υστέρηση τείνει να μονιμοποιηθεί. Η απόκλιση από τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα, είναι αγεφύρωτη καθώς σύμφωνα με οικονομετρικές προβλέψεις, η σύγκλιση, με τους σημερινούς ρυθμούς, θα επιτευχθεί μετά το …2050! Για να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος, αλλά και για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που προσφέρει η εποχή μας, χρειαζόμαστε ένα ποιοτικό άλμα σε όλους τους τομείς. Διαφορετικά ο κίνδυνος μιας νέας χρεοκοπίας και μονιμοποίησης της υστέρησης θα είναι διαρκώς παρών.

Ποιους στόχους πρέπει να κατακτήσουμε την νέα περίοδο;

Στα χρόνια της μεταπολιτευσης, όπως και αν ορισθεί, λύθηκαν πολλά προβλήματα. Έγιναν θετικά βήματα σε πολλούς τομείς. Όμως η χρεοκοπία έδειξε τα όρια της πολιτικής οικονομίας στην οποία στηρίχθηκε. Είναι αναγκαίο ένα νέο παράδειγμα, ένας άλλος τρόπος συζήτησης των προβλημάτων, σχεδιασμού της πολιτικής, λειτουργίας της δημοκρατίας, κοινωνικού ελέγχου της πολιτικής εξουσίας και των ανεξέλεγκτων συμφερόντων.

Ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η αναγνώριση των προβλημάτων και ο δημόσιος διάλογος για την αντιμετώπιση τους. Τα μνημόνια δεν ήταν αναπόφευκτα. Μπορούσαν να είχαν αποτραπεί. Όμως δεν υπήρξε έγκαιρη και υπεύθυνη αναγνώριση του προβλήματος, ούτε επιχειρήθηκε ποτέ μια σοβαρή διαπραγμάτευση για την αποτροπή τους. Η ελληνική χρεοκοπία, εκτός των άλλων, αντιπροσωπεύει το κόστος της χρόνιας συγκάλυψης του προβλήματος όσο και της μη διαπραγμάτευσης με τις ευρωπαϊκές αρχές για μια αμοιβαία επωφελή λύση. Κι αυτό πρέπει να λειτουργήσει ως μάθημα για το μέλλον

Κεντρικός στόχος και διαρκής μέριμνα πρέπει να είναι η δημιουργία των κοινωνικών και πολιτικών προϋποθέσεων για το ποιοτικό άλμα που χρειαζόμαστε, για την αποπαγίδευση της κοινωνίας από μη βιώσιμες καταστάσεις και κινδύνους για νέα ορατά αδιέξοδα. Κορυφαία πολιτική προϋπόθεση είναι η δημιουργία μιας μεγάλης προοδευτικής κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου σε συνδυασμό με τη δίκαιη πράσινη μετάβαση και το ψηφιακό μετασχηματισμό.

Κεντρική διαχωριστική γραμμή και κριτήριο για την ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος, και ειδικότερα του αριστερού και προοδευτικού χώρου, είναι η αναγνώριση της ανάγκης και η δέσμευση για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και των όρων της αναδιανομής του παραγόμενου και συσσωρευμένου πλούτου, με στόχο την αναβάθμιση της εργασίας, την προστασία του περιβάλλοντος, την αντιστροφή του Brain Drain, τη βιωσιμότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Η βούληση για αλλαγή πρέπει να εκφράζεται με ένα συνεκτικό πρόγραμμα συγκεκριμένων αλλαγών και μετασχηματισμών σε όλους τους τομείς. Δεν είναι σωστό ότι η «πολλή δημοκρατία» στάθηκε εμπόδιο στο να γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Εμπόδιο ήταν το περιεχόμενο, οι στόχοι και η αυταρχική επιβολή, των κατ’ όνομα μεταρρυθμίσεων, καθώς οι περισσότερες ήταν «απορρυθμίσεις» που στόχο είχαν να πέσουν τα βάρη στις λαϊκές τάξεις και να παραταθεί η ζωή του κυρίαρχου συστήματος συμφερόντων. Χρειαζόμαστε πραγματικές μεταρρυθμίσεις που να λύνουν προβλήματα των πολιτών, να θωρακίζουν την οικονομία και να μειώνουν τις ανισότητες. Πρέπει, λοιπόν, να αλλάξει το κοινωνικό βέλος των μεταρρυθμίσεων και να αναζωογονηθεί η Δημοκρατία. Όταν οι πολίτες είναι ελεύθεροι να ψηφίζουν αλλά η βούληση τους δεν εισακούγεται, η πολιτική είναι σε κρίση, οι πολίτες ωθούνται στην αποχή, και η δημοκρατία χάνει τη δύναμη να αντιμετωπίζει τους εχθρούς της.

* Άρθρο του Γιάννη Δραγασάκη στο Περιοδικό της Βουλής των Ελλήνων «Επί του… περιστυλίου»

Επιστολή ευρωβουλευτών του ΠΑΣΟΚ στην ΕΕ για τις τουρκικές προκλήσεις

     Στην επιστολή τους, οι τρεις Ευρωβουλευτές του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής,  Γ. Μανιάτης, Ν. Παπανδρέου και Σ. Αρναούτογλου, ζητούν επίσης από τον Ύπατο Εκπρόσωπο να λειτουργήσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του για την τήρηση εκ μέρους της Τουρκίας του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας


Με επιστολή τους στον Ύπατο Εκπρόσωπο Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας της Ε.Ε., κ. Ζοζέπ Μπορέλ, οι Ευρωβουλευτές του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής κ.κ. Γ. Μανιάτης, Ν. Παπανδρέου και Σ. Αρναούτογλου, ζητούν την παρέμβαση της ΕΕ για την προστασία των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Παράλληλα, ζητούν την υλοποίηση ενός κορυφαίου ευρωπαϊκού προγράμματος ενεργειακής ασφάλειας της Ε.Ε., όπως είναι το ηλεκτρικό καλώδιο Ισραήλ - Κύπρος - Κρήτη - Αττική (Great Sea Interconnector).

Στην επιστολή τους, οι τρεις Ευρωβουλευτές του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής ζητούν επίσης από τον Ύπατο Εκπρόσωπο να λειτουργήσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του για την τήρηση εκ μέρους της Τουρκίας του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας (UNCLOS), υπενθυμίζουν την καταδίκη του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ενώ παράλληλα υπενθυμίζουν ότι αυτό το ενεργειακό έργο έχει ενταχθεί ήδη από το 2013 στον κατάλογο των ευρωπαϊκών έργων ενεργειακής προτεραιότητας και έχει διασφαλισθεί χρηματοδότηση άνω των 600 εκατομμυρίων ευρώ.

Το πλήρες κείμενο της επιστολής

«Αξιότιμε Ύπατε Εκπρόσωπε

Αγαπητέ Αντιπρόεδρε J. Borrell,

Σας γράφουμε για να θέσουμε υπόψη σας τις συνεχιζόμενες προκλητικές ενέργειες στις οποίες προβαίνει η Τουρκία, οι οποίες έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην περιφερειακή σταθερότητα και απειλούν άμεσα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας.

Η Τουρκία έχει αναπτύξει τουλάχιστον πέντε πολεμικά πλοία μεταξύ Κάσου και Καρπάθου στα όρια των Ελληνικών χωρικών υδάτων. Στην περιοχή αυτή επιχειρεί το υπό ιταλική σημαία πλοίο «Ievoli Relume», το οποίο διεξάγει έρευνες για το επικείμενο έργο ηλεκτρικού καλωδίου «Great Sea Interconnector», που θα συνδέει την Κρήτη με την Κύπρο. Σημειώνεται ότι το έργο αυτό περιλαμβάνεται στον κατάλογο των Έργων Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (PCIs) από το 2013, έχοντας εξασφαλίσει περισσότερα από 600 εκατομμύρια ευρώ σε κονδύλια της ΕΕ, καθώς βελτιώνει σημαντικά την ενεργειακή ασφάλεια όλης της Ανατολικής Μεσογείου. Το «Ievoli Relume» λειτουργεί βάσει NAVTEX που έχει εκδοθεί από την Υδρογραφική Υπηρεσία Ηρακλείου για την εγκατάσταση υποβρύχιων καλωδίων, καλύπτοντας μια περιοχή από το μέσο της Κρήτης και της Κάσου μέχρι τα νότια της Καρπάθου.

Όλες οι δραστηριότητές του διεξάγονται κυρίως εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων και στο σύνολό τους εντός της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, όπως αυτή έχει συμφωνηθεί μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου με την Συμφωνία του 2020.Η απόφαση της Τουρκίας να αναπτύξει σημαντικά στρατιωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων δύο φρεγατών, μιας κορβέτας και δύο πυραυλακάτων, έχει αυξήσει την ένταση και στόχο έχει τη διακοπή των δραστηριοτήτων του ιταλικού σκάφους. Επιπλέον, τουρκικά αεροσκάφη και μη επανδρωμένα αεροσκάφη έχουν παραβιάσει τον ελληνικό εναέριο χώρο και την Περιοχή Πληροφοριών Πτήσης (FIR) Αθηνών σε τέσσερις περιπτώσεις, οι οποίες συνδέονται με τις προαναφερθείσες προκλητικές ενέργειες. Το περιστατικό αυτό έρχεται να προστεθεί σε προηγούμενες εντάσεις που προκάλεσε η Τουρκία σχετικά με την εγκατάσταση υποβρύχιων καλωδίων από το πλοίο «Teliri».

Οι ενέργειες της Τουρκίας φαίνεται να αποτελούν προσπάθεια επιβολής του παράνομου και αντίθετου προς την UNCLOS Μνημονίου Κατανόησης Τουρκίας-Λιβύης, προβάλλοντας αβάσιμες αξιώσεις επί περιοχών της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Το εν λόγω Μνημόνιο, όπως έχει σημειώσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Δεκέμβριο του 2019 στα Συμπεράσματά του, παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών, δεν συνάδει με το Δίκαιο της Θάλασσας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να επιφέρει καμία νομική συνέπεια για τρίτα κράτη. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ελληνική Αντιπροσωπεία της Ομάδας S&D στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σας προτρέπει ως Ύπατο Εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας και Αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εκφράσετε τη σθεναρή υποστήριξή σας προς την Ελλάδα, να επικρίνετε τις ενέργειες της Τουρκίας και να προστατεύσετε την κυριαρχία ενός κράτους μέλους. Μια τέτοια υποστήριξη θα στείλει ένα σαφές μήνυμα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζει το διεθνές δίκαιο και στέκεται στο πλευρό των κρατών μελών της όταν αυτά απειλούνται από αυταρχικές και αναθεωρητικές δυνάμεις.

Σας ευχαριστούμε για την προσοχή σας σε αυτό το επείγον ζήτημα.

Ειλικρινά,
  1. Γιάννης Μανιάτης, Επικεφαλής της Ελληνικής Αντιπροσωπείας και Αντιπρόεδρος της Ομάδας S&D για τις Εξωτερικές Υποθέσεις, την Ασφάλεια και την ‘Αμυνα και την Διεθνή Ενεργειακή Ασφάλεια και Συνεργασία
  2. Νίκος Παπανδρέου, Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
  3. Σάκης Αρναούτογλου, Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου»

Αλέξης Τσίπρας / Μισός αιώνας Μεταπολίτευση – Επιτεύγματα και χαμένες ευκαιρίες

     Άρθρο του πρώην Πρωθυπουργού και πρώην προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του Ινστιτούτου Αλέξη Τσίπρα την 23 Ιουλίου 2024


Μια ψύχραιμη και σφαιρκή αποτίμηση των 50 χρόνων που πέρασαν από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, τη Μεταπολίτευση, επιχειρεί ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας με εκτενές άρθρο-παρέμβαση, μία μέρα πριν την ιστορική επέτειο.

Στο άρθρο του με τίτλο «Μισός Αιώνας Μεταπολίτευση – Επιτεύγματα και Χαμένες Ευκαιρίες», που ανάρτησε στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Αλέξης Τσίπρας ξεκαθαρίζει ότι η ανασκόπηση των σημαντικότερων σταθμών της σύγχρονης ιστορίας μας δεν είναι μια απλή παρελθοντολογία, αλλά μια «αναδρομή στο μέλλον». Επίσης κάνει σαφές ότι η οπτική του, σε μια τέτοια αναδρομή δεν είναι ουδέτερη, αλλά διέπεται, θέλοντας και μη, από μια συγκεκριμένη πολιτική και ιδεολογική γωνία.

Ακολουθεί το άρθρο του Αλέξη Τσίπρα 

Μισός αιώνας από τη Μεταπολίτευση, είναι χρόνος ικανός για μια σοβαρή αποτίμηση. Με τη σημείωση εκ των προτέρων, ότι η αναδρομή στο παρελθόν και πολύ περισσότερο η «αναδρομή στο μέλλον», φωτίζονται, συνειδητά ή μη, από συγκεκριμένη πολιτική και ιδεολογική γωνία.

Αναμφίβολα, η Μεταπολίτευση αποτέλεσε μια καθοριστική τομή, στη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας. Και σήμερα που κλείνουμε μισό αιώνα, χρόνο ικανό για συμπεράσματα, είναι νομίζω μια καλή αφορμή για συλλογικό προβληματισμό, κριτική και αυτοκριτική, αναδρομή σε όσα πετύχαμε, στα λάθη αλλά και στις ευκαιρίες που χάσαμε.

Το πιο μεγάλο επίτευγμα της Μεταπολίτευσης, είναι κάτι που συνήθως όταν το έχουμε το υποτιμούμε. Το ότι οδήγησε σε μια μακρά περίοδο σταθερότητας, πολιτικής ομαλότητας, ειρηνικής εναλλαγής στην πολιτική εξουσία με την ψήφο του λαού, που ποτέ άλλοτε δεν έζησε η πατρίδα μας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους.

Η νομιμοποίηση της πολιτικής δράσης των ηττημένων του εμφυλίου, η κατάργηση των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων και των κάθε είδους διακρίσεων, οι ελεύθερες εκλογές, η κατάργηση του θρόνου, άνοιξαν το δρόμο στην ικανοποίηση του προδικτατορικού λαϊκού αιτήματος για γνήσιο κοινοβουλευτισμό, χωρίς απροσχημάτιστα αντιδημοκρατικές επεμβάσεις. Έστω όχι απόλυτα, αφού προφανώς οι εξωτερικές παρεμβάσεις, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δεν έλειψαν και είναι ένα ζήτημα αν στο σημερινό κόσμο θα μπορούσαν να λείψουν σε μια χώρα, που όπως η Ελλάδα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην γεωπολιτικά εύθραυστη περιοχή μας. Ωστόσο, μπήκε οριστικά τέλος -κι αυτό δεν είναι καθόλου λίγο- στην εξωθεσμική ωμότητα του μετεμφυλιακού συστήματος εξουσίας και των ανακτόρων, που οδήγησε για δεκαετίες σε πολιτικά και ανθρώπινα δράματα.

Και αυτό οφείλουμε να το επισημάνουμε, γιατί αυτή η εξέλιξη δεν ήταν αυτονόητη, ούτε επιφανειακή, αν και είχε στοιχεία συμβιβασμού που δεν ικανοποίησαν τις πιο ριζοσπαστικές αντιδικτατορικές δυνάμεις. Αξίζει όμως η σύγκριση με την αντίστοιχη στιγμή μετάβασης στη Χιλή, όπου η πολιτική αλλαγή έγινε υπό την αιγίδα του δικτατορικού καθεστώτος, χωρίς το στοιχείο της κάθαρσης, με αποτέλεσμα να παραμείνει για πάρα πολλά χρόνια ατελής. Και ο βασικός λόγος, που στην Ελλάδα είχαμε μια μετάβαση ρήξης με το παλιό καθεστώς, είναι το γεγονός ότι η μεταπολίτευση θεμελιώθηκε επάνω στα καταστατικά τραύματα της τραγωδίας της Κύπρου, αλλά και της εξέγερσης και σφαγής του Πολυτεχνείου.

Χωρίς να παραγνωρίζουμε διόλου τον κρίσιμο ρόλο πολιτικών προσώπων και ιδιαίτερα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, δηλαδή την αποφασιστική και ευέλικτη πολιτική διαχείριση εκ μέρους τους, που από τα πάνω επέβαλαν μια ουσιαστική πολιτική και πολιτειακή μετάβαση, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να υποτιμούμε το ρόλο του λαϊκού παράγοντα. Το κλίμα της περιόδου, είναι απολύτως βέβαιο ότι διαμορφώθηκε τόσο από το Πολυτεχνείο, όσο και από την τραγωδία της Κύπρου. Και ήταν ένα κλίμα τόσο εκρηκτικό, που οποιαδήποτε προσπάθεια μετάβασης χωρίς τομές με το δικτατορικό καθεστώς, αλλά και με το μετεμφυλιακό καθεστώς που οδήγησε στη δικτατορία, θα ήταν καταδικασμένη αργά ή γρήγορα να έρθει αντιμέτωπη με τη λαϊκή οργή. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, που η μεταπολίτευση έφερε μια πλημμυρίδα δημοκρατίας, συμμετοχής και ενεργοποίησης των πολιτών στα κοινά, σε όλα τα επίπεδα. Από τα πολιτικά κόμματα και τις διαδηλώσεις, μέχρι τα συνδικάτα και την πολιτισμική δημιουργία. Το σύνθημα Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία, νομίζω αποδίδει εύστοχα αυτό ακριβώς το κλίμα, που για χρόνια επηρέαζε τις πολιτικές αποφάσεις και εξελίξεις.

Από την άποψη αυτή, είναι αληθές ότι η μεταπολίτευση είχε τη σφραγίδα των ιδεών της ευρύτερης Αριστεράς. Και το ωστικό κύμα τους ήταν αυτό ακριβώς που οδήγησε στο δεύτερο μεγάλο σταθμό, μετά το 1974: Στο 1981.

1981, η μεγάλη αλλαγή

ο 1981 ολοκληρώθηκε το μετέωρο βήμα της μεταπολίτευσης. Οι ηττημένοι του εμφυλίου και μεγάλα τμήματα του πληθυσμού που παρέμεναν αποκλεισμένα από τη πολιτική ζωή, έγιναν ορατά και απέκτησαν δικαιώματα. Αναγνωρίσθηκε η Εθνική Αντίσταση. Θεσμοθετήθηκαν συνδικαλιστικές ελευθερίες. Ανασυγκροτήθηκε το κοινωνικό κράτος. Ιδρύθηκε το ΕΣΥ. Εκσυγχρονίστηκε το οικογενειακό δίκαιο. Καταργήθηκε η έδρα στα πανεπιστήμια. Ενισχύθηκε η δημόσια Παιδεία.

Με την πολιτική αλλαγή του 81, η χώρα είχε μπροστά της μια μεγάλη ευκαιρία, όχι μόνο να αφήσει οριστικά πίσω της το σκοτεινό εμφυλιοπολεμικό παρελθόν, αλλά και να κάνει βήματα στη προοπτική ενός στέρεου και βιώσιμου εκσυγχρονισμού. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε την πολιτική ευφυία και την αδιαμφισβήτητη ικανότητα, να εκφράσει το μεγάλο λαϊκό κύμα της αλλαγής, αλλά και την τύχη, να κυβερνά τα πρώτα χρόνια ουσιαστικά δίχως αντίπαλο, και σε μια περίοδο θετικού οικονομικού κύκλου για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Γεγονός που του έδινε τη δυνατότητα να συνδυάσει μεγάλες θεσμικές τομές, με σημαντικές πρωτοβουλίες στήριξης της κοινωνικής πλειοψηφίας και αναδιανομής προς όφελος της μεσαίας τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Και κατάφερε πράγματι μεγάλες θεσμικές τομές. Ενίσχυσε το εισόδημα της μεσαίας τάξης και των – όπως ο ίδιος τους χαρακτήρισε- μη προνομιούχων Ελλήνων. Ενέταξε στην οικονομία και το πολιτικό γίγνεσθαι μεγάλο μέρος Ελλήνων, που ήταν αποκομμένοι, λόγω είτε της ταξικής, είτε της πολιτικής τους καταγωγής. Έδωσε νέα υπόσταση, έκταση και βάθος στο κοινωνικό κράτος. Αλλά αυτό που δεν επιχείρησε και δεν κατάφερε, ήταν να θέσει τις βάσεις για την αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος.

Η χώρα συνέχισε στην πεπατημένη της δεκαετίας του εξήντα, που αργά ή γρήγορα άρχισε να εξαντλείται. Με ατμομηχανή της ανάπτυξής της, την αντιπαροχή και τις κατασκευές. Και με έναν πρωτογενή τομέα, που μετά την ένταξη στην Ε.Ε, άρχισε να εθίζεται στη λογική των αποσυνδεμένων από την παραγωγή ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, που ευνόησαν τελικά την παραοικονομία και την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, αντί να επενδυθούν στην παραγωγική ανασυγκρότηση και ανανέωση της χώρας.

Παρόλα αυτά όμως, όσα συνέβησαν τη δεκαετία του 80 είχαν θετικό πρόσημο, έστω με αστερίσκους. Όσα ακολούθησαν από το 90 και μετά, ήταν αυτά που έθεσαν σε διακινδύνευση τη μεταπολιτευτική συνθήκη της κοινωνικής σταθερότητας. Άνοιξαν το δρόμο σε μια οδυνηρή χρεοκοπία και για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, στο γενικευμένο αίσθημα ότι οι επόμενες γενιές θα ζήσουν χειρότερα από τις προηγούμενες. Ενώ εξέθρεψαν την πολιτική και θεσμική αναξιοπιστία, που αποτελεί χαρακτηριστικό της χώρας και της δημοκρατίας μας μέχρι σήμερα.

Οικονομία, η μεγάλη χαμένη ευκαιρία

Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, μπορούμε χωρίς καμιά αμφιβολία να πούμε, ότι το πιο προβληματικό πεδίο του απολογισμού της μεταπολίτευσης, με βαρύτατες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις, είναι αυτό της οικονομίας. Αν κάνουμε μια απλή αναδρομή στα μεγέθη της οικονομικής μας ανάπτυξης, θα δούμε ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης των 50 αυτών χρόνων, δεν ξεπέρασε το 1,3%. Αδύναμος, απογοητευτικός και αθροιστικά πολύ χαμηλότερος από το μεταπολεμικό ρυθμό. Γεγονός που αποδεικνύει, ότι το μεταπολεμικό υπόδειγμα ανάπτυξης εξαντλήθηκε χωρίς να αντικατασταθεί από ένα νέο και βιώσιμο.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η χώρα να μείνει πίσω από μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες, που την αντίστοιχη περίοδο αξιοποίησαν καλύτερα τις ευκαιρίες ανάπτυξης και ευημερίας που τους δόθηκαν. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, ότι το 1974 το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας ήταν υψηλότερο, από αυτό της Ισπανίας, της Πορτογαλίας ακόμα και της Ιρλανδίας. Πολύ πριν την κρίση που οδήγησε στην επιτροπεία και τα μνημόνια, ήταν ήδη χαμηλότερο από αυτά της Ισπανίας και της Ιρλανδίας. Σήμερα είναι κατώτερο όχι μόνο από της Πορτογαλίας, αλλά το κατώτερο στην ευρωζώνη. Και ανταγωνιζόμαστε μόνο με χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.

Ταυτόχρονα, οι χρόνιες παθογένειες του πελατειακού κράτους, της εκτεταμένης διαφθοράς, των αδύναμων θεσμών διογκώθηκαν, και αποτέλεσαν τις κύριες αιτίες για τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση σε ευρωπαϊκό έδαφος μετά τον πόλεμο. Με αποτέλεσμα σήμερα η χώρα μας να έχει τη μοναδική οικονομία της Ευρώπης, της οποίας οι πολίτες έχουν χάσει τόσο μεγάλο μέρος της αγοραστικής τους δύναμης από τις αρχές του 21ου αιώνα.

Με την έννοια αυτή, η μεταπολίτευση μπορεί να αντιμετωπιστεί και ως μία μεγάλη χαμένη ευκαιρία. Μπήκαμε στην Ευρώπη, αλλά δε γίναμε Ευρώπη. Η πραγματική σύγκλιση δεν ήρθε ποτέ.

Ποιος ευθύνεται για τη χρεοκοπία;

Πολλοί είπαν ότι οδηγηθήκαμε στη μεγάλη κρίση και τη χρεοκοπία το 2009, εξαιτίας της αποτυχίας της μεταπολίτευσης, των αξιών και της κουλτούρας της.

Θέλησαν να μεταβιβάσουν την ευθύνη από το πολιτικό σύστημα και τις κυβερνήσεις του, στους πολίτες που έμαθαν να διεκδικούν μια καλύτερη ζωή και να έχουν υψηλότερες προσδοκίες. Ήθελαν, είπαν, να ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους. Άρα, αν υπάρχει ευθύνη, αυτή είναι συλλογική, γιατί «μαζί τα φάγαμε».

Πρόκειται για μια σκόπιμη και άτεχνη απόπειρα μετάθεσης ευθυνών από το πολιτικό προσωπικό και τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα και την οδήγησαν στη χρεοκοπία, στους πολίτες που ψήφισαν και στήριξαν αυτό το πολιτικό προσωπικό κι αυτά τα κόμματα. Οι λαοί έχουν αναμφίβολα ευθύνη για τις επιλογές τους, αλλά τις επιλογές που κάθε φορά «μπαίνουν στο τραπέζι» τις διαμορφώνουν οι πολιτικές δυνάμεις και κυρίως αυτές που βρίσκονται σε θέσεις κυβερνητικής ευθύνης.

Η αλήθεια, λοιπόν, δεν είναι ότι οι αξίες της Μεταπολίτευσης οδήγησαν στη χρεοκοπία. Το αντίθετο: Στη χρεοκοπία οδηγηθήκαμε εξαιτίας της σταδιακής εγκατάλειψης των αξιών της Μεταπολίτευσης. Οι αιτίες της κρίσης έγκεινται στο γεγονός ότι, με ευθύνη κυρίως των δύο κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα τα 45 από τα 50 αυτά χρόνια και καθ’ όλη τη διάρκεια πριν τη κρίση, οικοδομήθηκε ένα κράτος πελατειακό, πλαδαρό, σε μεγάλο βαθμό διεφθαρμένο και κυρίως αναποτελεσματικό.

Και δεν προδόθηκαν μόνο οι αξίες της Μεταπολίτευσης. Τα δύο κόμματα του μεγάλου και εξόχως ανταγωνιστικού, μέχρι το 2009, δικομματισμού εγκατέλειψαν στην πορεία ακόμη και τις δικές τους ιδεολογικές και πολιτικές αρχές. Έπαψαν να είναι κόμματα με συνεκτική ιδεολογία και σαφείς διαφορές. Στο όνομα του ανταγωνισμού τους για την εξουσία, ήταν σε θέση να υποσχεθούν και να κάνουν οτιδήποτε μπορούσε να προσελκύσει ψηφοφόρους. Το αποτέλεσμα ήταν να αλλοιωθεί η φυσιογνωμία τους και να αποτελέσουν στην ουσία τα δύο πρόσωπα της ίδιας πολιτικής αντίληψης και πρακτικής.

Από το 1990 και μετά, πρώτο το ΠΑΣΟΚ μετατοπίστηκε σταδιακά από τον πυρήνα του σοσιαλδημοκρατικού του αφηγήματος. Αν η καρδιά του σοσιαλδημοκρατικού αφηγήματος βρίσκεται στο περίφημο πρόγραμμα της Ερφούρτης, του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, που έθεσε ως στόχο ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος πρόνοιας για την εργατική τάξη, με πόρους από την αναδιανομή του εισοδήματος που ένα προοδευτικό φορολογικό σύστημα με αποκλειστικά άμεσους φόρους θα διασφαλίζει, τότε σίγουρα δεν αποτελεί υπερβολή η παραπάνω παραδοχή. Καθώς η χώρα ακόμη και τα χρόνια της επίπλαστης ευημερίας, των μεγαλεπήβολων στόχων, της Ολυμπιάδας και της χρηματιστηριακής ευφορίας, είχε μια οικονομία που στηριζόταν σε πήλινα πόδια, αφού είχε από καιρό πάψει να παράγει αλλά και να εξασφαλίζει επαρκή δημόσια έσοδα.

Από την άλλη και η ΝΔ μετατοπίστηκε αισθητά από την παραδοσιακή συντηρητική της ταυτότητα, που είχε ως χαρακτηριστικό τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση. Αυτό γίνεται φανερό αν αναλογιστούμε ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε διακριθεί από την επιμονή του στη διατήρηση δημοσιονομικών πλεονασμάτων τη περίοδο 53-63, ώστε μέσω αυτών να έχει δημοσιονομικό χώρο για δημόσιες επενδύσεις, αλλά και αργότερα την περίοδο 74-80, όταν διαχειρίστηκε με σχετική επιτυχία δυο πετρελαϊκές κρίσεις.

Η Αριστερά, την περίοδο του μεγάλου και ανταγωνιστικού δικομματισμού, δεν είχε κυβερνητικές ευθύνες. Θα ήταν άδικο να της αποδοθεί ευθύνη για το πελατειακό κράτος και τη διόγκωσή του. Για τις χιλιάδες των προσλήψεων στις ΔΕΚΟ που γίνονταν μέχρι να θεσμοθετηθεί ο ΑΣΕΠ, με κριτήριο το πράσινο ή το γαλάζιο κομματικό διαβατήριο. Ωστόσο, αν της αναλογεί μια ευθύνη, είναι ότι και αυτή στο λόγο και τις διεκδικήσεις της έδειχνε να παραγνωρίζει εντελώς τους κινδύνους των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Και ιδιαίτερα την περίοδο πριν την κρίση φάνηκε να υιοθετεί το λανθασμένο αφήγημα της δήθεν θωρακισμένης οικονομίας.

Η οικονομία τελικά όχι μόνο δεν ήταν θωρακισμένη αλλά ήταν, όπως αποδείχθηκε, εξαιρετικά ευάλωτη. Αυτό αποτυπωνόταν ξεκάθαρα στην επιδείνωση των δίδυμων ελλειμάτων -του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του δημοσιονομικού ισοζυγίου, από το 2004 και μετά. Οι εισαγωγές ήταν πολύ μεγαλύτερες από τις εξαγωγές. Και οι δαπάνες μεγαλύτερες από τα έσοδα. Αυτές ήταν οι δύο βασικές αιτίες που οδήγησαν στην οικονομική κρίση.

Την οικονομική κρίση όμως συνόδεψε και η κοινωνική κρίση. Η ραγδαία διεύρυνση των ανισοτήτων και η διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου της μεταπολίτευσης έγινε προφανώς με εμφατικό τρόπο την περίοδο των μνημονίων. Οι πρώτες ρωγμές ωστόσο στην εξίσωση της ευημερίας, φάνηκαν πολύ νωρίτερα. Με τη σταδιακή μεταβολή του ρόλου του κράτους στην οικονομία. Με τη μεταφορά στις Βρυξέλες της νομισματικής πολιτικής. Με τη σταδιακή συρρίκνωση δαπανών για την Υγεία, την Παιδεία, την κοινωνική ασφάλιση. Με τη μεταβολή της ισορροπίας ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό. Η δυναμική των αγορών και όχι το κράτος, άρχισε πια να αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα στην εξέλιξη της κοινωνικής ευημερίας. Οι θέσεις εργασίας που προσφέρονταν στους νέους άρχισαν να είναι επισφαλείς και χαμηλότερων απολαβών, σε σύγκριση με τις προηγούμενες περιόδους. Ενώ το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ελλάδας, η ιδιοκατοίκηση, άρχισε να σχετίζεται περισσότερο με την κληρονομιά παρά με τη δυνατότητα των νέων να αγοράσουν την πρώτη τους κατοικία. Έτσι, για πρώτη φορά, πολύ πριν τη χρεοκοπία, άρχισε να εδραιώνεται η πεποίθηση ότι σπάει η κοινωνική εξίσωση ευημερίας που χαρακτήρισε το πρώτο μισό της μεταπολίτευσης. Και κέρδιζε έδαφος η αίσθηση ότι τα νέα παιδιά θα ζήσουν χειρότερα από τους γονείς τους.

Το κρίσιμο 2015

Στη σύντομη ανασκόπηση της Μεταπολίτευσης, το 2015 έχει προφανώς ιδιαίτερη θέση, διότι αποτέλεσε μια κρίσιμη, χωρίς υπερβολή, οριακή χρονιά για τη χώρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε τη διακυβέρνηση μετά από δύο διαδοχικά και αποτυχημένα προγράμματα διάσωσης, που έδιναν προτεραιότητα στη βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή και όχι σε αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Με τη χώρα να έχει χάσει ως τότε, σε μόλις 4 χρόνια, το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της. Με τα δημόσια ταμεία χωρίς αποθέματα όχι μόνο για να αποπληρωθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των τόκων και των χρεολυσίων, αλλά ούτε καν οι συντάξεις. Με σοβαρά συμπτώματα ανθρωπιστικής κρίσης σε σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Και με την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας εξαντλημένη από τη λιτότητα και εξαγριωμένη με το πολιτικό σύστημα.

«Δαμόκλειος σπάθη» πάνω από τη χώρα το 2015 δεν ήταν μόνο η πιθανότητα εξόδου της από την ευρωζώνη, αλλά και η πιθανότητα πλήρους κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος και κατ’ επέκταση μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία με ανυπολόγιστες οικονομικές, αλλά και κοινωνικές συνέπειες.

Το πολιτικό σύστημα και τα δύο μέχρι τότε κυβερνητικά κόμματα, που είχαν και την κύρια ευθύνη για τους χειρισμούς που οδήγησαν τη χώρα στη κρίση, την άφησαν τελικά αβοήθητη να πνιγεί από την οικονομική ασφυξία, στα χέρια όμως μιας νέας κυβέρνησης, της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Κάποιοι μάλιστα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες στη χώρα, επένδυσαν στην οικονομική ασφυξία και στη προοπτική της χρεοκοπίας, ευελπιστώντας ότι έτσι θα κλείσει βίαια αλλά και σύντομα η «αριστερή παρένθεση.

Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία, ότι σε συνθήκες ασφυκτικής πίεσης μέσα κι έξω από τη χώρα, oι «παιδικές ασθένειες» που κουβαλούσε μαζί του ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση, δεν ήταν ο καλύτερος πολιτικός σύμβουλος. Η πολλές φορές υπερβολική ρητορική, η επιλογή να μπει ο πήχης ψηλά, δίνοντας την εντύπωση μιας περίπου εύκολης λύσης στα σύνθετα προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα, η εδραία τότε πεποίθηση ότι το δίκιο της Ελλάδας είναι τόσο εξόφθαλμο ώστε δεν μπορεί παρά να επικρατήσει, οδήγησαν σε κινήσεις που αποδείχτηκαν τουλάχιστον αναποτελεσματικές, και σε κάποιο βαθμό παρόξυναν την απροκάλυπτη εχθρότητα της συντηρητικής Ευρώπης για την Ελλάδα και τη νέα της κυβέρνηση. Το μάθημα από το πρώτο εξάμηνο ήταν σκληρό. Οι καλές προθέσεις και η αποφασιστικότητα από μόνες τους δεν αρκούν, οφείλουν να συνοδεύονται από το ρεαλισμό και τη σωστή εκτίμηση του συσχετισμού των δυνάμεων προκειμένου να αποδώσουν.

Το 2015, η Αριστερά μέσω του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε για πρώτη φορά στη διακυβέρνηση της χώρας με ένα αφήγημα απελευθερωτικό, λυτρωτικό κατά κάποιο τρόπο, για την έξοδο από την κρίση, που ήταν όμως από κάποιες απόψεις απλοϊκό και έμοιαζε να υποβαθμίζει τις πραγματικές ευθύνες και αιτίες της κρίσης. Ένα αφήγημα που επέρριπτε τις ευθύνες περισσότερο στους Ευρωπαίους εταίρους και λιγότερο στις ελληνικές κυβερνήσεις.

Από την άλλη όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και αν την πρώτη περίοδο δεν διέθετε εμπειρία στην άσκηση εξουσίας, ενώ στο εσωτερικό του υπήρχαν και δυνάμεις που ανοιχτά ζητούσαν τη ρήξη με την ΕΕ και το ευρώ ή φλέρταραν με τη ρητορική του λαϊκισμού, εν τέλει αποτέλεσε τη διέξοδο για τη διατήρηση της χώρας στα πλαίσια της δημοκρατικής κανονικότητας. Μετέτρεψε σε πολιτικό ρεύμα τη λαϊκή οργή και αγανάκτηση που διαφορετικά θα παρέμεναν «τυφλές» και το πιθανότερο είναι να είχαμε οδηγηθεί στην επέλαση ενός ακραίου κύματος αντιπολιτικής, με τη σφραγίδα του εθνικισμού και του ακροδεξιού αντιευρωπαϊσμού.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, με όλες τις υπερβολές του εκείνη την εποχή, το πλεόνασμα ενθουσιασμού και το έλλειμα ρεαλισμού, αλλά και με τη γρήγορη και βίαιη ωρίμανσή του, μετέπειτα, υπήρξε το αναγκαίο δημοκρατικό ανάχωμα στο κύμα της ακροδεξιάς και της αντιπολιτικής. Απέτρεψε μια κοινωνική και πολιτική τραγωδία με ανυπολόγιστες συνέπειες. Και στο τέλος της ημέρας, το μεγάλο κατόρθωμά του είναι η έξοδος από την κρίση με την ελληνική κοινωνία όχι μόνο όρθια αλλά και σχεδόν στο σύνολό της πια συνειδητοποιημένη ότι η πιθανότητα μιας άτακτης χρεοκοπίας δεν ήταν ένα κόλπο ή μια μπλόφα, αλλά υπαρκτό εναλλακτικό σχέδιο των πιο συντηρητικών δυνάμεων στην Ευρώπη, που για τους δικούς τους λόγους είχαν ρίξει όλο τους το πολιτικό βάρος στη περίπτωση της Ελλάδας.

Η κορύφωση της κρίσης με το δημοψήφισμα τον Ιούλη του 15 δημιούργησε μια άνευ προηγουμένου δραματοποίηση, που έδωσε όμως τη δυνατότητα σε όλες τις πλευρές να κάνουν ένα βήμα πίσω. Στην ηγεσία της ΕΕ να αναμετρηθεί με τις ηθικές και πολιτικές της ευθύνες από μια πιθανή άτακτη χρεοκοπία χώρας του ευρώ και από την -για πρώτη φορά- αμφισβήτηση στην πράξη της συνοχής της ευρωζώνης. Αυτή η κορύφωση έκανε τελικά εφικτό να αμβλυνθούν οι αντιρρήσεις σειράς χωρών και να τεθεί επιτέλους πάνω στο τραπέζι ένα πρόγραμμα με επαρκή χρηματοδότηση, αρχή μέση και τέλος. Ένα πρόγραμμα που μπορούσε να καλύψει όλες τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, κυρίως όμως ένα πρόγραμμα με ορίζοντα την αναγκαία αναδιάρθρωση του χρέους που ήταν το κλειδί για την επάνοδο της Ελλάδας στις αγορές. Και βεβαίως ένα πρόγραμμα με μία διαφορετική λογική, με ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή, που έφερνε πρώτα τις μεταρρυθμίσεις και μετά τη προσαρμογή.

Από την άλλη, και για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν καθόλου εύκολο να αποδεχτεί πριν τη κορύφωση του δημοψηφίσματος μια πολιτική έστω και ηπιότερης δημοσιονομικής προσαρμογής. Όσο όμως δεν υπήρχε καν στο τραπέζι διάδρομος εξόδου, έστω και δύσκολος, έστω και ανηφορικός, ήταν απολύτως παράλογος ο όποιος συμβιβασμός. Γιατί θα ήταν δίχως αντίκρισμα, δίχως διέξοδο. Αυτό για πρώτη φορά άλλαξε μετά τις δραματικές εξελίξεις του Ιούλη. Με δυο λόγια, αυτό που κάποιοι ονόμασαν υποτιμητικά «κωλοτούμπα», ήταν τελικά ο δύσκολος ελιγμός που απομάκρυνε όμως το καράβι από τα βράχια ή ακριβέστερα, ήταν η σωτηρία της χώρας από την άτακτη χρεοκοπία. Και αν δεν υπήρχαν δυνάμεις στη πλευρά των δανειστών με πολιτικές εμμονές, που επιχείρησαν πολλές φορές να τορπιλίσουν τόσο την προοπτική συμφωνίας, τον Ιούλη του 15, όσο και την επιτυχή υλοποίηση του προγράμματος από το 15 μέχρι το 18, σίγουρα η έξοδος από τη κρίση θα γινόταν με πολύ λιγότερες αναταράξεις και κοινωνικές συνέπειες.

Σε κάθε περίπτωση όμως η καθαρή έξοδος από τα μνημόνια, η επιστροφή στην ανάπτυξη και η βιώσιμη ρύθμιση του χρέους, είναι η μεγάλη επιτυχία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Μια επιτυχία που στη θέση της θα ήταν μια τραγωδία χωρίς το συμβιβασμό μετά το δημοψήφισμα. Μια επιτυχία που δεν ήταν καθόλου αυτονόητο ότι θα επιτευχθεί, αν στα τρία χρόνια που ακολούθησαν δεν υπήρχε απόλυτη στοχοπροσήλωση και υψηλό αίσθημα εθνικής ευθύνης. Αν δηλαδή η εθνική ευθύνη δεν υπερτερούσε πάντα, σε όλες τις δύσκολες αποφάσεις, από το φόβο του πολιτικού κόστους. Στάση που αποτυπώθηκε άλλωστε και στο έτερο μεγάλο επίτευγμα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, στη Συμφωνία των Πρεσπών, με την οποία διευθετήθηκε με αμοιβαία αποδεκτό τρόπο, μια μεγάλη και χρόνια διαφορά με τους βόρειους γείτονές μας. Μια Συμφωνία που με βάση τις εξελίξεις στο Ουκρανικό είναι βέβαιο ότι απέτρεψε ισχυρότατες πιέσεις και δυσμενείς εξελίξεις για τη χώρα μας, πιθανότητα την ίδια την ένταξη των γειτόνων μας στο ΝΑΤΟ με την τότε συνταγματική τους ονομασία, δηλαδή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Και που στις μέρες μας, μετά την επικράτηση των ακραίων εθνικιστών στη Βόρεια Μακεδονία, ακόμη και οι εν Ελλάδι επικριτές της, αναγκάζονται να υιοθετήσουν την ορθότητά της, αφού πια διαρκώς επικαλούνται την αναγκαιότητα της εφαρμογής της.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η μαύρη κηλίδα της δημοκρατίας

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να γευτεί τους καρπούς των προσπαθειών της. Αντίθετα, μόλις αυτοί άρχισαν να ωριμάζουν, μια άλλη κυβέρνηση τους γεύτηκε. Παρά το υψηλό ποσοστό του 32% που διατήρησε στην ήττα της το 2019, δεν αποτέλεσε εξαίρεση στον κανόνα. Όποια κυβέρνηση κερδίζει ένα δύσκολο πόλεμο, συνήθως χάνει τις εκλογές.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν όχι μόνο η πρώτη μεταμνημονιακή κυβέρνηση, μετά από σχεδόν δέκα χρόνια, αλλά η πρώτη μετά την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, που όχι μόνο δεν είχε καμία δημοσιονομική δέσμευση, αλλά χάρη στη ρήτρα διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας που επέφερε η πανδημία, είχε τη δυνατότητα να δαπανήσει δίχως περιορισμούς για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης. Αλλά και να αντλήσει πόρους από το νεοσύστατο ευρωπαϊκό Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης. Αυτό της έδωσε τη δυνατότητα να δαπανήσει, σύμφωνα με τις δικές της εκτιμήσεις, πάνω από 60 δις ευρώ σε τέσσερα χρόνια. Η αντίθεση λοιπόν ανάμεσα στη κυβέρνηση της ΝΔ και αυτή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν κάτι παραπάνω από προφανής. Η μια είχε την υποχρέωση να μαζέψει 40 δις για να βγει η χώρα από την κρίση χρέους και άλλη είχε τη δυνατότητα να μοιράσει πάνω από 60 δις σε αντίστοιχο χρονικό διάστημα.

Η οικονομία μετά την πανδημία πέρασε εκ νέου σε περίοδο ανάπτυξης και μάλιστα υψηλότερης από το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης, αλλά σε συνθήκες ωστόσο πολύ υψηλού πληθωρισμού και συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης και του πραγματικού μέσου μισθού. Την ίδια στιγμή οι γνωστές μακροοικονομικές ανισορροπίες που μας οδήγησαν στη κρίση, έκαναν εκ νέου την εμφάνισή τους. Πρώτον, το έλλειμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Δεύτερον, το επενδυτικό κενό, αφού οι επενδύσεις υπολείπονται εμφανώς του μέσου όρου των χωρών της ευρωζώνης, ενώ είναι μειωμένες ως ποσοστό του ΑΕΠ σχεδόν στο μισό από ότι πριν την κρίση. Ανισορροπίες που καταδεικνύουν ότι το παραγωγικό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας εξακολουθεί να παρουσιάζει σημαντικές διαρθρωτικές ανεπάρκειες.

Ωστόσο ο μεγάλος ασθενής τη περίοδο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη δεν είναι η οικονομία αλλά η θεσμική λειτουργία της Δημοκρατίας. Ασφυκτικός έλεγχος των Μέσων Ενημέρωσης με διάφορους τρόπους, από τους οποίους ο εντιμότερος η κατά το δοκούν χρηματοδότησή τους με κρατικό χρήμα και με μοναδικό κριτήριο τη στάση τους απέναντι στην κυβέρνηση. Υποβάθμιση του ρόλου και χειραγώγηση των Ανεξάρτητων Αρχών. Ανεξέλεγκτη διαφθορά. Πάρτι δισεκατομμυρίων με απευθείας αναθέσεις και κλειστούς διαγωνισμούς. Και μια Δικαιοσύνη που ατροφεί και ασθμαίνει, με τη χώρα μας να είναι τελευταία στην αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος σε όλη την Ευρωζώνη.

Σύμφωνα με έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά τη διετία 21-22 ο συνολικός προϋπολογισμός των συμβάσεων δια απευθείας ανάθεσης άγγιξε τα 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ, λίγο περισσότερο δηλαδή από το 2% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF) για το 2022, σε συνολικά 180 χώρες, η χώρα που αναφέρεται διεθνώς ως η γενέτειρα της δημοκρατίας έπεσε κάθετα, μέσα σε έναν μόλις χρόνο, από την 70ή στην 107η θέση. Παρακολουθήσεις δημοσιογράφων, αδιαφανής κατανομή δημόσιου χρήματος, καταχρηστικές αγωγές SLAPP, μαρτυρίες δημοσιογράφων για τη συστηματική λογοκρισία αλλά και την αυτολογοκρισία και, φυσικά, η ανεξιχνίαστη δολοφονία του αστυνομικού ρεπόρτερ Γιώργου Καραϊβάζ, οδήγησαν τη χώρα μας σε επονείδιστη θέση.

Την ίδια στιγμή ένα πρωτοφανές σε έκταση σκάνδαλο παράνομων παρακολουθήσεων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων με πρωταγωνιστή τον ανιψιό του πρωθυπουργού και προσωπάρχη του Μεγάρου Μαξίμου, έφερε για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση στα όριά της τη θεσμική υπόσταση της Γ’ ελληνικής Δημοκρατίας. Το μισό πολιτικό σύστημα, υπουργοί, δημοσιογράφοι, πολιτικοί αρχηγοί οικονομικοί παράγοντες και η ηγεσία των Ενόπλων δυνάμεων υπό παρακολούθηση από το επιτελείο του πρωθυπουργού.

Η χώρα μας καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για παραβιάσεις στο Κράτος Δικαίου και την ελευθερία του Τύπου. Το χειρότερο όμως είναι ότι στην Ελλάδα «δεν άνοιξε μύτη». Όλα συνεχίζονται κανονικά. Δύο χρόνια μετά, καμία ευθύνη, καμία ποινική δίωξη δεν ασκήθηκε από τη Δικαιοσύνη. Η μόνη της ισχυρή παρέμβαση ήταν αυτή απέναντι στην, από το Σύνταγμα αρμόδια, ανεξάρτητη αρχή, την ΑΔΑΕ, και τον έντιμο λειτουργό και επικεφαλής της, προκειμένου να μην ολοκληρώσει το έργο της και να μην αποκαλύψει τα πειστήρια του εγκλήματος. Καμία ένσταση δε, δεν εγέρθηκε και από τη πλειοψηφία των παρακολουθούμενων. Επιβλήθηκε η «κανονικότητα» της σιωπής και της συγκάλυψης. Με τους παρακολουθούμενους υπουργούς και οικονομικούς παράγοντες να συνεχίζουν με λιγότερη αξιοπρέπεια μεν, αλλά με το ίδιο σθένος, να υπηρετούν τη κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η οποία στα ερωτήματα και τις ενστάσεις που διατυπώνονταν, όποτε απαντούσε αρκούνταν στην αλαζονική επισήμανση ότι το θέμα έληξε οριστικά με την ευρεία νίκη της στις εθνικές εκλογές του 23.

Οι υποκλοπές όμως παραμένουν ένα σκάνδαλο που ντροπιάζει τη χώρα διεθνώς. Ένας μεγάλος λεκές στο επίσημο φόρεμα της εορτάζουσας φέτος Δημοκρατίας μας. Γιορτάζουμε τα 50 χρόνια με αδρανοποιημένο κοινοβουλευτικό έλεγχο, ελλιπή δημοσιογραφικό έλεγχο, λυμφατική και απειλούμενη λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών και Δικαιοσύνη που συχνά αναζητείται μάταια. Η τραγωδία των Τεμπών και όσα ακολούθησαν μέχρι σήμερα βεβαιώνουν με τον πιο δραματικό τρόπο του λόγου το ασφαλές. Η Δημοκρατία μας στα χέρια της κυβέρνησης Μητσοτάκη, πάσχει.

Μπορεί να μην έχουμε φτάσει ακόμη στο σημείο να την αποκαλούμε καχεκτική, όρο που χρησιμοποίησε ο Ηλίας Νικολακόπουλος για να περιγράψει την περίοδο του 50 και του 60, μπορούμε ωστόσο με βεβαιότητα να ισχυριστούμε ότι η Δημοκρατία μας πάσχει από φαινόμενα εκφυλιστικά.

Η πρωτοφανής αποχή στις πρόσφατες ευρωπαϊκές εκλογές που άγγιξε το 60%, ήρθε να επιβεβαιώσει τους παραπάνω φόβους. Οι πολίτες γυρίζουν τη πλάτη στο σύνολο του πολιτικού συστήματος. Το έλλειμα αξιοπιστίας μεταφράζεται σε έλλειμα εμπιστοσύνης και συμμετοχής. Οι προσδοκίες χαμηλότερες από ποτέ και η απογοήτευση υψηλότερη από ποτέ, σε ένα σύστημα που για πρώτη φορά στα πενήντα χρόνια έχει πάψει να ισορροπεί, καθώς ο κατακερματισμός των προοδευτικών δυνάμεων στην αντιπολίτευση αφήνει την κυβέρνηση ουσιαστικά δίχως αντιπολιτευτικό πόλο. Από την πλημμυρίδα συμμετοχής στα κοινά και στις εκλογικές διαδικασίες της αρχής της μεταπολίτευσης, την υπερπολιτικοποίηση και τον πολωμένο δικομματισμό, φτάσαμε σήμερα στην αδιαφορία, την αποχή και σε ένα ανισόρροπο σύστημα ενός κόμματος εξουσίας, δίχως ισχυρή αντιπολίτευση.

Βιώνουμε την εποχή μιας κουρασμένης και με έλλειμα ισορροπίας, μιας Πάσχουσας Δημοκρατίας. Και η υψηλή αποχή, οι χαμηλές προσδοκίες, το έλλειμα εμπιστοσύνης η απουσία θεσμικών αντίβαρων στον έλεγχο της εξουσίας, αποτελούν εν τέλει σοβαρή δημοκρατική υποχώρηση. Και αυτή η υποχώρηση εγκυμονεί ένα ακόμη πιο σοβαρό κίνδυνο για τη χώρα και για την κοινωνία μας. Το χώρο που εγκαταλείπει η Δημοκρατία να τον καταλάβει το βίαιο, αντιδραστικό, κύμα της εθνικιστικής, ρατσιστικής, ομοφοβικής, φασιστικής, άκρας Δεξιάς. Τα σημάδια είναι ήδη ορατά και η διαχείριση αυτού του κινδύνου με όρους μικροκομματικής αβλεψίας και εκμετάλλευσης από το κυρίαρχο κεντροδεξιό κόμμα της ΝΔ, αδυνατίζει περαιτέρω τις δημοκρατικές άμυνες. Η διαμόρφωση ισχυρού πόλου στα δεξιά της ΝΔ δεν «κανονικοποιεί» μόνο τον ακροδεξιό πολιτικό λόγο, αλλά οδηγεί και την ίδια τη ΝΔ να τον υιοθετεί, υπό το φόβο των εκλογικών απωλειών. Και την ίδια στιγμή η απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών, οι επιδείξεις βίας ακροδεξιών ταγμάτων εφόδου, ο εκτεταμένος «κανονικός ρατσισμός» και οι αγριότητες εναντίον μεταναστών, αλλά και ατόμων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, δεν είναι καλοί οιωνοί. Η δημοκρατική πλειοψηφία, ανεξαρτήτως κομματικής ένταξης, δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη αυτόν τον κίνδυνο. Οι εξελίξεις στην Ευρώπη μας προειδοποιούν με δραματικό τρόπο. Η δημοκρατική πλειοψηφία, ανεξαρτήτως κομματικής ένταξης, τα κόμματα πρωτίστως της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, οι κοινωνικές συλλογικότητες, θα πρέπει να εντάξουν την αντιμετώπισή του στις πρωτοβουλίες και τη δράση τους. Πριν είναι αργά.

Αντί επιλόγου

Το συμπέρασμα από τη σύντομη αυτή ανάλυση είναι ότι, 50 χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, η χώρα αναμφίβολα κέρδισε μια μακρά περίοδο σταθερότητας. Έχασε όμως την ευκαιρία μια βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης. Την ευκαιρία οικοδόμησης ενός βιώσιμου παραγωγικού υποδείγματος. Και σήμερα δείχνει να χάνει και την ποιότητα της δημοκρατικής λειτουργίας, που διαβρώνεται από έντονα εκφυλιστικά φαινόμενα. Και απειλείται από τη διόγκωση ενός ανεξέλεγκτου κύματος αντιπολιτικής.

Η μεγάλη οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας αποτελεί παρελθόν, αλλά η οικονομία παραμένει πολυτραυματισμένη. Η απόσταση από την υπόλοιπη Ευρώπη έχει διευρυνθεί δραματικά. Τόσο σε ότι αφορά το κατά κεφαλήν εισόδημα, όσο όμως και σε ότι αφορά τη ποιότητα της Δημοκρατίας, τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, της Δικαιοσύνης, του Κράτους Δικαίου.

Μια από της σημαντικότερες στιγμές της μεταπολίτευσης, η ένταξη στην Ενωμένη Ευρώπη, παραμένει μετέωρη: Είμαστε στην Ευρώπη, αλλά απομακρυνόμαστε από το σκληρό της πυρήνα. Μείναμε, αλλά δεν γίναμε Ευρώπη.

Πεποίθηση μου είναι πως ο στόχος της πραγματικής σύγκλισης, τόσο στην οικονομία και το κατά κεφαλήν εισόδημα, όσο και στο ευρωπαϊκό κεκτημένο της ευνομούμενης θεσμικής λειτουργίας, με ισχυρά θεσμικά αντίβαρα στην εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, αποτελούν τα βασικότερα προτάγματα της επόμενης δεκαετίας. Τον νέο συλλογικό, εθνικό μας στόχο.

Η επίτευξη αυτού του στόχου όμως, προϋποθέτει την ανάκτηση της ισορροπίας του πολιτικού συστήματος, την ανάκτηση των προσδοκιών των πολιτών, την απόκρουση του ακροδεξιού λαϊκισμού, και κυρίως την ανάκτηση της πίστης και της ελπίδας ότι συλλογικά μπορούμε να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο αύριο για τη χώρα και κυρίως για τις επόμενες γενιές που θα ζήσουν σε αυτήν.
πηγή: intsipras.gr 

Διακήρυξη του Πεκίνου: Πλήρες κείμενο της συμφωνίας μεταξύ των παλαιστινιακών κινημάτων

     Οι συμμετέχοντες/ουσες επιβεβαίωσαν επίσης το δικαίωμα του παλαιστινιακού λαού να αντισταθεί στην κατοχή και να την τερματίσει σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, και στον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης εθνικής συμφιλίωσης με συναίνεση των παλαιστινιακών οργανώσεων και απόφαση του Προέδρου, Μαχμούντ Αμπάς, με βάση τον Παλαιστινιακό Βασικό Χάρτη. 


Δεκατέσσερα παλαιστινιακά κινήματα φιλοξενήθηκαν από την κινεζική κυβέρνηση για τρεις ημέρες από τις 21 έως τις 23 Ιουλίου στο Πεκίνο. Επιτεύχθηκε συμφωνία για την ένταξη όλων των οργανώσεων στο Λαϊκό Μέτωπο για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) και τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης εθνικής ομοψυχίας.

Κατά τη διάρκεια των συναντήσεών τους στην Κίνα, οι παλαιστινιακές οργανώσεις συμφώνησαν να επιτύχουν εθνική ενότητα, να συμπεριληφθούν όλες οι παλαιστινιακές δυνάμεις και οργανώσεις στο πλαίσιο του PLO, να δεσμευτούν για την ίδρυση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, και να εγγυηθούν το δικαίωμα επιστροφής (των Παλαιστινίων προσφύγων (σ.σ. σύμφωνα με το ψήφισμα 194 του ΟΗΕ).

Οι συμμετέχοντες/ουσες επιβεβαίωσαν επίσης το δικαίωμα του παλαιστινιακού λαού να αντισταθεί στην κατοχή και να την τερματίσει σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, και στον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης εθνικής συμφιλίωσης με συναίνεση των παλαιστινιακών οργανώσεων και απόφαση του Προέδρου, Μαχμούντ Αμπάς, με βάση τον Παλαιστινιακό Βασικό Χάρτη. Μια κυβέρνηση που θα εργαστεί για την ενοποίηση όλων των παλαιστινιακών θεσμών στα εδάφη του κράτους της Παλαιστίνης, θα προχωρήσει στην ανοικοδόμηση της Λωρίδας της Γάζας και θα ανοίξει το δρόμο για τη διεξαγωγή γενικών εκλογών το συντομότερο δυνατό υπό την εποπτεία της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής, σύμφωνα με τον εγκεκριμένο εκλογικό νόμο.

Η συνάντηση ανέδειξε την ενεργοποίηση και το ρυθμό εργασιών του Ενιαίου Προσωρινού Συμβουλίου Ηγεσίας, ώστε να διασφαλιστεί η πολιτική λήψης αποφάσεων, όπως συμφωνήθηκε στο έγγραφο της Παλαιστινιακής Εθνικής Συμφωνίας που υπογράφηκε στις 4 Μαΐου 2011, μέχρι τον σχηματισμό του νέου Εθνικού Συμβουλίου.

Παραθέτουμε παρακάτω το κείμενο της Διακήρυξης του Πεκίνου, που υπογράφηκε από τις 14 οργανώσεις, για να τερματιστεί η διαίρεση και να ενισχυθεί η παλαιστινιακή εθνική ενότητα:

«Μετά τη γενναιόδωρη και έγκυρη πρόσκληση που απηύθυνε η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας στις παλαιστινιακές οργανώσεις, πραγματοποιήθηκε ένας σημαντικός γύρος παλαιστινιακών διαλόγων στο Πεκίνο, με στόχο την ενοποίηση της παλαιστινιακής θέσης, την αντιμετώπιση του γενοκτονικού πολέμου και της ισραηλινής επιθετικότητας και τον τερματισμό της εσωτερικής διαίρεσης, προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι προσδοκίες του παλαιστινιακού λαού για εθνική ενότητα, ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία.

Οι συμμετέχοντες/ουσες εκφράζουν τη μεγάλη εκτίμησή τους για τις ειλικρινείς προσπάθειες που καταβάλλει η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, προσπάθειες που βασίζονται στην υποστήριξή της προς τα δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού και στην επιθυμία της να τερματιστεί η διαίρεση και να ενοποιηθεί η πολιτική θέση των Παλαιστινίων.

Υπογραμμίζουμε την πλήρη υποστήριξή μας προς τους Άραβες αδελφούς/ές και φίλους/ες μας στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και στη Ρωσική Ομοσπονδία στη συνέχιση των προσπαθειών τους για τη σύγκλιση μιας διεθνούς διάσκεψης με πλήρεις εξουσίες για τον τερματισμό της ισραηλινής κατοχής και την εφαρμογή των σχετικών διεθνών αποφάσεων που αναγνωρίζουν α δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού – μια διάσκεψη που θα διεξαχθεί υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών και με ευρεία διεθνή και περιφερειακή συμμετοχή, ως εναλλακτική λύση στο μονομερές και μερικό αμερικανικό μονοπώλιο της διαπραγματευτικής διαδικασίας.

Υπό το πρίσμα του γενοκτονικού πολέμου και της εγκληματικής σιωνιστικής επίθεσης που δέχεται ο λαός μας, οι παλαιστινιακές οργανώσεις επιβεβαιώνουν το θετικό και εποικοδομητικό πνεύμα που επικράτησε κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης στο Πεκίνο και συμφωνούν να επιτευχθεί η παλαιστινιακή εθνική ενότητα που θα περιλαμβάνει όλες τις παλαιστινιακές δυνάμεις και οργανώσεις στο πλαίσιο της PLO, του μοναδικού νόμιμου εκπροσώπου του παλαιστινιακού λαού.

Οι παλαιστινιακές οργανώσεις αποτίουν φόρο τιμής στη σταθερότητα του λαού μας, τη θαρραλέα αντίσταση και τις ηρωικές πράξεις του απέναντι στη γενοκτονία στη Λωρίδα της Γάζας, παράγοντες που ενίσχυσαν την αναγνώριση της παλαιστινιακής υπόθεσης και ματαίωσαν την προσπάθεια εκκαθάρισής της. Χαιρετίζουν επίσης όλες τις δυνάμεις, τις χώρες και τα φοιτητικά, λαϊκά και συνδικαλιστικά κινήματα αλληλεγγύης που στηρίζουν τον αγώνα του Παλαιστινιακού λαού στους δρόμους, πολιτικά, νομικά και διπλωματικά.

Οι οργανώσεις που υπογράφουν επιβεβαιώνουν τη σταθερή απόρριψη κάθε μορφής κηδεμονίας και κάθε προσπάθειας να στερήσουν από τον παλαιστινιακό λαό το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και το δικαίωμα να εκλέγει τους αντιπροσώπους του – δηλώνουν επίσης ότι θα αγωνιστούν ενάντια σε κάθε απόπειρα κατάσχεσης της αυτονομίας της ανεξάρτητης εθνικής λήψης αποφάσεων.

Οι συμμετέχοντες/ουσες συμφώνησαν στα ακόλουθα σημεία:

1- Να ενώσουμε τις προσπάθειές μας για να αντιμετωπίσουμε τη σιωνιστική επιθετικότητα και να σταματήσουμε τον γενοκτονικό πόλεμο που διεξάγεται από το κράτος κατοχής και τις συμμορίες εποίκων, με την υποστήριξη και τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής – να αντισταθούμε στις προσπάθειες εκδίωξης του λαού μας από τη γη και την πατρίδα του, την Παλαιστίνη, να αναγκάσουμε τη σιωνιστική οντότητα να τερματίσει την κατοχή της Λωρίδας της Γάζας και των υπόλοιπων κατεχομένων εδαφών, επιβεβαιώνοντας έμπρακτα την πλήρη προσήλωσή της στην ενότητα των παλαιστινιακών εδαφών, συμπεριλαμβανομένης της Δυτικής Όχθης, της Ιερουσαλήμ και της Λωρίδας της Γάζας.

2- Οι παλαιστινιακές οργανώσεις χαιρετίζουν την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, η οποία επιβεβαίωσε την παρανομία της ισραηλινής παρουσίας, της στρατιωτικής κατοχής και των εποικισμών στο έδαφος του Κράτους της Παλαιστίνης και την ανάγκη απομάκρυνσής τους το συντομότερο δυνατό.

3- Με βάση την Εθνική Συμφωνία Ομοψυχίας, που υπογράφηκε στο Κάιρο στις 5/4/2011, και τη Διακήρυξη του Αλγερίου, που υπογράφηκε στις 10/12/2022, να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε την εφαρμογή των συμφωνιών για τον τερματισμό της διαίρεσης, με τη βοήθεια των αδελφών χωρών, της Αιγύπτου και της Αλγερίας, των φίλων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, σύμφωνα με τα ακόλουθα:

Α) Δέσμευση για τη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ, ιδίως τα ψηφίσματα 181 (διχοτόμηση της Παλαιστίνης σε δύο κράτη- του 1947) και 2334 (ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας της 23ης Δεκεμβρίου 2016), και διασφάλιση του δικαιώματος επιστροφής των Παλαιστινίων προσφύγων σύμφωνα με το ψήφισμα 194 του ΟΗΕ (που εγκρίθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1948).

Β) Το δικαίωμα του παλαιστινιακού λαού να αντισταθεί και να τερματίσει την κατοχή σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, καθώς και το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση και τον αγώνα τους για την επίτευξή του με όλους τους διαθέσιμους τρόπους.

Γ) Να σχηματιστεί προσωρινή κυβέρνηση εθνικής ομοψυχίας με τη συμμετοχή όλων των παλαιστινιακών οργανώσεων και με απόφαση του Προέδρου, βάσει του Παλαιστινιακού Βασικού Χάρτη. Η σχηματισθείσα κυβέρνηση θα ασκεί τις εξουσίες της σε όλα τα παλαιστινιακά εδάφη με τρόπο που να επιβεβαιώνει την ενότητα της Δυτικής Όχθης, της Ιερουσαλήμ και της Λωρίδας της Γάζας, υπό την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα αρχίσει να ενοποιεί όλους τους παλαιστινιακούς θεσμούς στα εδάφη του παλαιστινιακού κράτους, ξεκινώντας την ανοικοδόμηση της Λωρίδας της Γάζας και ανοίγοντας το δρόμο για τη διεξαγωγή γενικών εκλογών υπό την εποπτεία της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής. Οι εκλογές θα διεξαχθούν το συντομότερο δυνατό, σύμφωνα με τον εγκεκριμένο εκλογικό νόμο.

Δ) Εν αναμονή της υλοποίησης των πρακτικών βημάτων για τη συγκρότηση του νέου Εθνικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τον εγκεκριμένο εκλογικό νόμο, και προκειμένου να εμβαθύνει η πολιτική σχέση με σκοπό την ανάληψη εθνικής ευθύνης και να ενισχυθούν τα θεσμικά όργανα της PLO, αποφασίστηκε να επανενεργοποιηθεί, σε προσωρινή και τακτική βάση, η Ενιαία Επιτροπή Ηγετών για να διασφαλιστεί και να ενδυναμωθεί η διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων, όπως συμφωνήθηκε στο έγγραφο της Παλαιστινιακής Εθνικής Συμφωνίας που υπογράφηκε (στο Κάιρο) στις 4 Μαΐου 2011.

4- Να αντισταθούμε και να αντιταχθούμε στις απόπειρες απέλασης του λαού μας από την πατρίδα του, την Παλαιστίνη, ιδίως από τη Λωρίδα της Γάζας ή τη Δυτική Όχθη και την Ιερουσαλήμ, και να υπογραμμίσουμε την παρανομία των εβραϊκών εποικισμών και του εποικιστικού επεκτατισμού, σύμφωνα με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ και τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου.

5- Να εργαστούμε για την άρση της βάρβαρης πολιορκίας που έχει επιβληθεί στο λαό μας στη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Όχθη και να παράσχουμε ανθρωπιστική και ιατρική βοήθεια χωρίς περιορισμούς και προϋποθέσεις.

6- Να υποστηρίξουμε και να ενισχύσουμε την ηρωική σταθερότητα του λαού μας στον αγώνα και τη θαρραλέα αντίστασή του για την Παλαιστίνη για να ξεπεράσουμε τις πληγές και την καταστροφή που προκάλεσε η εγκληματική επίθεση, να ξαναχτίσουμε ό,τι κατέστρεψε η κατοχή και να στηρίξουμε τις οικογένειες των μαρτύρων, των τραυματιών και όλων εκείνων που έχασαν τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους και τις πηγές βιοπορισμού τους.

7. Να αντιμετωπίσουμε τα σχέδια της κατοχής και τις συνεχείς παραβιάσεις της κατά του τζαμιού Αλ Άκσα και να αντισταθούμε σε κάθε παραβίαση του καθεστώτος του, στην προσάρτηση της πόλης της Ιερουσαλήμ και στην επίθεση κατά των ισλαμικών και χριστιανικών ιερών τόπων της.

8- Να εκφράσουμε την αναγνώριση με σεβασμό των μαρτύρων του παλαιστινιακού λαού και να επιβεβαιώσουμε την πλήρη υποστήριξη προς τους γενναίους κρατούμενους, άνδρες και γυναίκες, στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που υπόκεινται σε διάφορες μορφές βασανιστηρίων και καταπίεσης – αποτελεί προτεραιότητα να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για την απελευθέρωσή τους από την αιχμαλωσία των κατοχικών δυνάμεων.

Υπό το πρίσμα αυτής της δήλωσης, οι συμμετέχοντες συμφώνησαν σε ένα συλλογικό μηχανισμό για την εφαρμογή των διατάξεων της δήλωσης σε όλες τις πτυχές της. Αποφασίστηκε να θεωρηθεί η συνάντηση των Γενικών Γραμματέων (σ.σ. των πολιτικών οργανώσεων της παλαιστινιακής αντίστασης) ως αφετηρία για τις επείγουσες εργασίες των κοινών επιτροπών. Αποφασίστηκε επίσης να καθοριστεί χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή της δήλωσης αυτής.

Στο τέλος της συνάντησης, οι παλαιστινιακές οργανώσεις εξέφρασαν συλλογικά την εκτίμησή τους για τις προσπάθειες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και της ηγεσίας της για την επίτευξη αυτής της σημαντικής εθνικής συμφωνίας.

Η μόνη γυναίκα που ηγείται αντιπροσωπείας είναι η Μάγδα Αλ Μασρί, αναπληρώτρια γραμματέας του FDLP.

Οι παλαιστινιακές οργανώσεις που συγκεντρώθηκαν στο Πεκίνο είναι οι εξής:

  • Παλαιστινιακό Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα (Φατάχ)
  • Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης,
  • Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης)
  • Παλαιστινιακό Κίνημα Αντίστασης (Χαμάς)
  • Κίνημα Ισλαμικό Τζιχάντ
  • Παλαιστινιακό Λαϊκό Κόμμα
  • Παλαιστινιακό Μέτωπο Λαϊκού Αγώνα
  • Κίνημα Παλαιστινιακής Εθνικής Πρωτοβουλίας
  • Γενική Διοίκηση του Λαϊκού Μετώπου
  • Παλαιστινιακή Δημοκρατική Ένωση (Fida)
  • Παλαιστινιακό Απελευθερωτικό Μέτωπο
  • Αραβικό Απελευθερωτικό Μέτωπο
  • Παλαιστινιακό Αραβικό Μέτωπο
  • Πρωτοπόροι του Λαϊκού Απελευθερωτικού Πολέμου (Al-Saiqa)

Σκηνικό έντασης στήνει η Άγκυρα στέλνοντας 5 πολεμικά πλοία στην Κάσο όπου γίνονται έρευνες (vid)

     Σκηνικό έντασης στήνει η Άγκυρα στέλνοντας πέντε πολεμικά πλοία το τελευταίο 24ωρο έξω από την Κάσο όπου διεξάγονται έρευνες ιταλικού πλοίου για τη μελλοντική εγκατάσταση υποβρυχίων καλωδίων του έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης – Κύπρου.


Με πρόσχημα την παραβίαση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας, η Αγκυρα ανέπτυξε τα τελευταία 24ωρα έως και πέντε πολεμικά πλοία σε περιοχή η οποία βρίσκεται μόλις έξω από τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης μεταξύ Κάσου και Καρπάθου, όπου πλέει τις τελευταίες ημέρες το υπό ιταλική σημαία πλοίο «Ievoli Relume», με σκοπό έρευνες για τη μελλοντική εγκατάσταση υποβρυχίων καλωδίων του έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης – Κύπρου (Great Sea Interconnector-GSI).

Σκηνικό έντασης στήνει η Άγκυρα στέλνοντας πέντε πολεμικά πλοία το τελευταίο 24ωρο έξω από την Κάσο όπου διεξάγονται έρευνες ιταλικού πλοίου για τη μελλοντική εγκατάσταση υποβρυχίων καλωδίων του έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης – Κύπρου.

Σκηνικό έντασης στήνει η Άγκυρα στέλνοντας πέντε πολεμικά πλοία το τελευταίο 24ωρο έξω από την Κάσο όπου διεξάγονται έρευνες ιταλικού πλοίου για τη μελλοντική εγκατάσταση υποβρυχίων καλωδίων του έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης – Κύπρου.

Συγκεκριμένα, το ιταλικό ερευνητικό σκάφος πλέει λίγο έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα τις τελευταίες ημέρες ένα και χαρτογραφεί την περιοχή ώστε μελλοντικά να ποντίσει καλώδια για την ηλεκτρική διασύνδεση.


Πέντε πολεμικά σκάφη έστειλε η Άγκυρα - Πώς απάντησε η Αθήνα

Οι έρευνες γίνονταν σε ελληνικά χωρικά ύδατα και μόνο σε ένα σημείο, σε ένα στενό ανάμεσα στην Κάρπαθο και την Κάσο γίνονταν σε διεθνή ύδατα. Τότε, η Τουρκία άρχισε να στέλνει από το πρωί της Δευτέρας, πολεμικά σκάφη. Στην αρχή έστειλε τρία και χτες το απόγευμα, ενίσχυσε την τουρκική παρουσία με άλλα δύο.

Διπλωματική προσπάθεια να μην κλιμακωθεί η ένταση

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Έφης Κουτσοκώστα στο OPEN, σε διπλωματικό επίπεδο γίνονται προσπάθειες να μην κλιμακωθεί η ένταση και το ιταλικό σκάφος να ολοκληρώσει τις έρευνες μέχρι αύριο, Τετάρτη που λήγει και η Navtex.

Σημειώνεται πως είχαν προηγηθεί τις προηγούμενες ημέρες και Navtex από τον υδρογραφικό σταθμό του Ηρακλείου για αυτές τις έρευνες στην συγκεκριμένη περιοχή, αλλά η Τουρκία είχε βγάλει δική της Navtex με την οποία προειδοποιούσε πως οι έρευνες γίνονται σε τουρκική υφαλοκρηπίδα, επικαλούμενη μάλιστα επιστολή που είχε στείλει η Άγκυρα το 2020 στον ΟΗΕ και μονομερώς κήρυττε τα εξωτερικά σύνορα της ΑΟΖ της αυθαίρετα και μονομερώς.

Κληθείς να σχολιάσει το περιστατικό ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης περιορίστηκε να πει πως «η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει φυσικά τον διάλογο, αλλά θέματα κυριαρχικών δικαιωμάτων δεν μπαίνουν σε αυτόν».

Ανακοινώθηκε συμφωνία παλαιστινιακών οργανώσεων για μεταπολεμική «κυβέρνηση εθνικής συμφιλίωσης»

     Η υπογραφή της συμφωνίας, που αφορά την διακυβέρνηση μετά τον πόλεμο, ολοκλήρωσε τον τριήμερο διάλογο ανάμεσα στις 14 παλαιστινιακές οργανώσεις, σε μια συνάντηση που έγινε με τη μεσολάβηση της Κίνας, στο Πεκίνο.


Παλαιστινιακές οργανώσεις, ανάμεσά τους η Χαμάς και η Φατάχ, ανακοινώθηκε πως υπέγραψαν σήμερα συμφωνία που, μεταξύ άλλων, προβλέπει τον σχηματισμό «κυβέρνηση εθνικής συμφιλίωσης» για την κατεχόμενη Δυτική Όχθη και τη Γάζα.

Η υπογραφή της συμφωνίας, που αφορά την διακυβέρνηση μετά τον πόλεμο, ολοκλήρωσε τον τριήμερο διάλογο ανάμεσα στις 14 παλαιστινιακές οργανώσεις, σε μια συνάντηση που έγινε με τη μεσολάβηση της Κίνας, στο Πεκίνο.

Η συμφωνία θέτει τις βάσεις για μια «προσωρινή κυβέρνηση εθνικής συμφιλίωσης» που θα κυβερνήσει τη μεταπολεμική Γάζα, δήλωσε ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Γουάνγκ Γι.

Η Χαμάς κυβερνάει στη Γάζα, ενώ η Παλαιστινιακή Αρχή υπό την ηγεσία της Φατάχ διοικεί εν μέρει την κατεχόμενη Δυτική Όχθη.
© all rights reserved
customized with από: antikry.gr